Τετάρτη 23 Ιανουαρίου 2013

Ο ΧΟΡΟΣ ΤΩΝ ΘΕΡΙΣΤΩΝ ΚΕΦΑΛΑΙΟ 27ο


Εκείνο το πρωί που αποφάσισα να πάω να μιλήσω στη Λίλα Πατέλη είχα
ξυπνήσει από πολύ νωρίς. Αφού συγύρισα λίγο το μύλο, μαγείρεψα κάτι πρό-
χειρο να έχουμε το μεσημέρι να φάμε με τη Γοργώ και τακτοποίησα τα ζωντα-
νά, κατηφόρισα για το λιμάνι, όπου και πήρα το φέρι για τη Πούντα. Αν και με
καλωσόριζε ένα υπέροχο δροσερό πρωινό, η σκέψη και μόνο της μάχης που
είχα να δώσω με τη Λίλα Πατέλη, μου χαλούσε όλη μου τη διάθεση, και δεν μ’
άφηνε να το απολαύσω. Μέχρι να φτάσω στο θεατρικό στέκι, είχα κάνει τόσες
συζητήσεις μαζί της στο μυαλό μου, που όταν τελικά χτύπησα τη πόρτα, ούτε
λίγο ούτε πολύ, θύμισα έντονα το ανέκδοτο εκείνο με τον γρύλο.
Ανέβηκα σχεδόν τρέχοντας τις σκάλες. Τη βρήκα να με περιμένει στο γρα-
φείο της παρέα με την κυρία Φωτεινή.
«Καλημέρα κοκόνα μου, καιρό έχουμε να τα πούμε» μου είπε η κυρία Φω-
τεινή καλοσυνάτα, και μου έκανε χώρο να κάτσω δίπλα της.
«Θα δούμε αν θα είναι καλή» σχολίασα μέσα απ’ τα δόντια μου.
«Καλημέρα Μελίνα» ανταπέδωσε κι η Λίλα, «το χθεσινό σου τηλεφώνημα
με έβαλε σε σκέψη. Συμβαίνει κάτι;» με ρώτησε κατ’ ευθείαν.
Από τη χροιά της φωνής της κατάλαβα πως βιαζόταν να μάθει. Γι’ αυτό
μπήκα στο θέμα χωρίς πρόλογο.
Η πρώτη της αντίδραση ήταν η έκπληξη, η δεύτερη το άγριο βλέμμα, η
τρίτη και φαρμακερή σαφώς η επίθεση.
«Τι είπες;»
«Αυτό που άκουσες για, εκτός κι αν θέλουν καθάρισμα τα αυτιά σου» πε-
τάχτηκε η κυρία Φωτεινή.
«Φωτεινή άκουσα πολύ καλά τι ξεστόμισε η… αγαπητή μας Μελίνα».
«Ε! τότες γιατί ρωτάς για;»
«Παράτα με Φωτεινή, μη ξεσπάσω πάνω σου. Εντάξει;» της είπε εκνευρι-
σμένα.
«Σας παρακαλώ κυρία Φωτεινή» μπήκα στη μέση αμέσως, καθώς την είδα
έτοιμη να της επιτεθεί, «δεν θέλω για χατίρι μου να τσακωθείτε με τη φίλη
σας. Και σεις κυρία Πατέλη ηρεμήστε».
«Πώς να ηρεμήσω Μελίνα με τα καμώματά σου; Μου λες;»

«Δεν είναι καμώματα κυρία Πατέλη».
«Καμώματα είναι κοπέλα μου, αφού σου κάπνισε να ανεβάσεις τώρα ένα
άλλο έργο».
«Και γιατί να μην το ανεβάσει για; Ωραίο θέμα έχει, μη σε πω και πιασά-
ρικο. Πάταγο θα κάνει».
«Μωρέ Φωτεινή τρελάθηκες; Το θέμα της αρχαιοκαπηλίας πιασάρικο; Εί-
σαι τόσο αφελής; Αυτό καημένη μου είναι βόμβα, σκέτη βόμβα».
«Σιγά μη με το λες τόσο απότομα και αγριευτώ. Για δες…ανατρίχιασα τώ-
ρα» της λέει ειρωνικά, δείχνοντας της συνάμα το μπράτσο της. «Λοιπόν, χω-
ρίς πολλά πολλά λόγια, αυτό το έργο θα ανεβεί» συνέχισε σοβαρά πια η κυρία
Φωτεινή.
«Δεν θα είσαι καλά που θα αφήσω να γίνει κάτι τέτοιο».
«Μπα, και ποια νομίζεις πως είσαι με λες; Η Λίλα δικτάτωρ που ξέχασε ότι
είμαι κι εγώ μέλος του διοικητικού συμβουλίου του πολιτιστικού κέντρου και
έχω λόγο;».
«Εγώ όμως αποφασίζω γιατί είμαι πρόεδρος, γι’ αυτό ούτε που το συζητώ.
Δεν θα γίνω περίγελος γιατί το θέλει η προστατευόμενη σου. Εμένα με λένε
Λίλα Πατέλη» της είπε θυμωμένα. «Έχω όνομα εγώ, όχι σαν μερικές μερικές
που δεν τις ξέρει ούτε η μάνα τους» συμπλήρωσε κατόπιν, κοιτάζοντας με α-
παξιωτικά.
Μολονότι είχε αρχίσει να γίνεται άκρως αναιδής και προκλητική απέναντί
μου, σκέφτηκα να δώσω τόπο στην οργή και να προσπαθήσω για μια ακόμη
φορά μήπως και την μεταπείσω.
«Κυρία Πατέλη, δεν είχα, ούτε έχω σκοπό να σας εκθέσω» μίλησα ήρεμα,
«ένας καλλιτέχνης που υπηρετεί σωστά τη τέχνη του ποτέ δεν κάνει περίγελο
τους συνανθρώπους του, το αντίθετο μάλιστα. Μέσα απ’ τη τέχνη του προ-
σπαθεί να τους ανοίξει το μυαλό και να πετάξουν σε ανοικτούς ορίζοντες. Και
πιστέψτε με, το έργο αυτό που τώρα σας προτείνω έχει τη δύναμη αυτή. Γι’
αυτό, σκεφτείτε το καλά πριν του κλείσετε τη πόρτα».
«Αυτά που μου λες είναι ψιλά γράμματα Μελίνα, και κράτα τα για τους
ομοίους σου. Εγώ δεν πρόκειται να συμφωνήσω να ανεβεί το έργο μιας άσχε-
της και ανώνυμης συγγραφέως, με θέμα την αρχαιοκαπηλία. Τελεία και παύ-
λα».
«Αυτή είναι η τελευταία σας κουβέντα;» ρώτησα.
«Ναι, η τελευταία» απάντησε με στόμφο.
Κάτι πήγε να πει η κυρία Φωτεινή, αλλά τη σταμάτησα αμέσως .
«Σας παρακαλώ κυρία Φωτεινή. Θέλω να πω κάτι τελευταίο στην κυρία
Πατέλη».
«Για να ακούσω… τι πρωτότυπο έχεις πάλι να μου πεις;» είπε με ειρωνικό
ύφος.
Για μια ακόμη φορά προσπάθησα να προσπεράσω τη προκλητική συμπε-
ριφορά της και να μην της ανταποδώσω τα ίσα, όπως της άξιζε.
«Κυρία Πατέλη είμαι ευτυχής που σας γνώρισα».
Την είδα να φουσκώνει σαν διάνος, φορώντας συνάμα ένα χαζοχαρούμενο
χαμόγελο στο πρόσωπο.
« Και ξέρετε γιατί;» συμπλήρωσα.
«Γιατί;» ρώτησε ανυποψίαστη για το τι την περίμενε στην αμέσως επόμε-
νη στροφή.
«Γιατί κατάλαβα για μια ακόμη φορά πόσο δίκιο έχω που δεν θέλω να
σπαταλήσω τη τέχνη μου σε ανθρώπους σας κι εσάς. Σε ανθρώπους που βα-
πτίζουν τις αξίες της ζωής “ψιλά γράμματα”. Όπερ μεθερμηνευόμενον, π α ρ α
ι τ ο ύ μ α ι».
Έπεσε σιωπή. Δεν ξέρω αν ήταν από αμηχανία ή από έκπληξη. Το μόνο
που ξέρω είναι πως έφυγα από κει ξαλαφρωμένη, έχοντας μάλιστα παρέα και
την κυρία Φωτεινή, η οποία μετά απ’ αυτό θεώρησε πρέπον να παραιτηθεί
από μέλος του πολιτιστικού κέντρου.
Οι μέρες που ακολούθησαν ήταν μέσα σε αναβρασμό. Το πρώτο πράγμα
που έκανα ήταν να μιλήσω στα παιδιά της θεατρικής ομάδας και να τους εξη-
γήσω τους λόγους της παραίτησής μου, και κατόπιν να ψάξω να βρω άλλους
ηθοποιούς. Δυστυχώς όμως τα μαντάτα που έρχονταν το ένα μετά το άλλο,
ήταν αποκαρδιωτικά. Όσους ηθοποιούς γνώριζα από το παρελθόν, συμφοιτη

τές μου στη σχολή, όλο και κάποια περιοδεία είχαν να κάνουν με θίασο. Ώ-
σπου ήρθε η στιγμή που λύγισα βλέποντας να χάνεται και η τελευταία μου ελ-
πίδα.
«Μελίνα παραδέξου το, είσαι μια ηττημένη» είπα στον εαυτόν μου, κλεί-
νοντας την ατζέντα μου.
Βγήκα έξω. Ο μύλος με έπνιγε σαν φυλακή. Κάθισα στο πεζούλι κι άναψα
ένα τσιγάρο αφήνοντας τη σκέψη μου να πετάξει μερικά χρόνια πίσω, τότε
που και εγώ έκανα περιοδείες με θιάσους, παίζοντας στα διάφορα αρχαία θέ-
ατρα της χώρας. Και τι δεν θα έδινα να ζήσω μια τέτοια στιγμή, σμιλεύοντας
και πάλι όπως ο γλύπτης το μάρμαρο την ψυχή μου, με τις αλήθειες των ιερών
κειμένων, είπα στον εαυτό μου, ενώ ο θόρυβος που ξαφνικά άκουσα από τη
μεριά της ξερολιθιάς με έκανε να αναπηδήσω από τον φόβο.
«Ποιος να είναι τέτοια ώρα;» αναρωτήθηκα και σηκώθηκα, κάνοντας δύο
βήματα μπροστά.
Η απορία μου λύθηκε αμέσως όταν άκουσα τη φωνή του Πετρή να καλη-
σπερίζει.
«Καλησπέρα και σε σένα Πετρή. Πως και από τα μέρη μας;»
«Είπα μιας και δεν πάει ο Μωάμεθ στο βουνό, να πάει το βουνό στον
Μωάμεθ» χαριτολόγησε και κάθισε στο πεζούλι μαζί μου.
«Έχεις δίκιο, αλλά να…το τελευταίο καιρό έχω πολλά στο μυαλό μου».
«Το γνωρίζω» μου είπε με ήρεμο ύφος.
«Το γνωρίζεις; Από πού;»
«Ε! θέλει και ρώτημα; Από το γνωστό πρακτορείο».
«Τη μητέρα σου εννοείς;»
«Ναι, έχουμε κι άλλη σε τούτο το νησί;»
«Σωστά, είναι η μοναδική».
«Μου είπε τα πάντα για σένα, και με κάθε λεπτομέρεια».
«Και για τη φάση με την Πατέλη;»
«Αυτό ήταν το πρώτο που μου είπε».
«Τη γλυκιά μου τη κυρία Φωτεινή. Δεν πρόκειται να ξεχάσω αυτό που έ-
κανε για μένα. Στάθηκε στο πλάι μου σαν πραγματική φίλη».
«Κι εγώ θέλω να σταθώ πλάι σου. Γι’ αυτό ήρθα απόψε μέχρι εδώ για να
στο πω».
«Πετρή, σ’ ευχαριστώ».
«Μη με ευχαριστείς, και ό,τι χρειαστείς να μη διστάσεις να μου το ζητή-
σεις. Ακόμα και λεφτά».
«Πετρή, το μόνο που θέλω από σένα είναι ηθική συμπαράσταση».
«Αυτή θα την έχεις και με το παραπάνω» μου είπε, και με χάιδεψε τρυ-
φερά στα μαλλιά.
Για δευτερόλεπτα μείναμε σιωπηλοί να κοιτάμε ο ένας τον άλλον με έναν
αμήχανο και συνάμα έντονο ερωτισμό, που με μια κίνησή μας και μόνο θα μας
ταξίδευε έξω από τη στρατόσφαιρα.
Τον είδα να κοκκινίζει ελαφρά κι ύστερα να σπάει πρώτος τη σιωπή. «Η
μάνα μου, μου είπε πως σκέφτεσαι να ανεβάσεις ένα νέο έργο».
«Είναι αλήθεια, αλλά με τις δυσκολίες που έχουν προκύψει, δεν νομίζω
πως θα τα καταφέρω».
«Ποιες δυσκολίες;»
«Ξέρεις ένα έργο για να ανεβεί, εκτός από τη θεατρική στέγη, θέλει και
ηθοποιούς. Ηθοποιοί δεν βρίσκονται, στέγη επίσης, άρα…»
«Πολύ απαισιόδοξη μου ακούγεσαι».
«Ρεαλίστρια είμαι Πετρή, όχι απαισιόδοξη. Τελικά αυτό το έργο δεν είναι
ήταν της μοίρας του να ανεβεί».
«Δεν το νομίζω» είπε με νόημα, και βάζοντας τα δύο δάχτυλά του στο στό-
μα, αφήνει ένα διαπεραστικό σφύριγμα που μου τρύπησε τα αυτιά.
«Πετρή γιατί σφύριξες;».
«Περίμενε και θα δεις» μου απάντησε.
«Τι να δω;» ρώτησα με απορία.
«Αυτό…» αποκρίθηκε δείχνοντας ταυτόχρονα προς τη μεριά της ξερολι-
θιάς, όπου κείνη τη στιγμή άρχισαν να ξεπροβάλλουν μέσα στο σκοτάδι τα
παιδιά της θεατρικής ομάδας.
«Δεν το πιστεύω. Πως βρέθηκαν εδώ;» αναφώνησα έκπληκτη.

«Εγώ πήγα και τα βρήκα. Τους μίλησα για τη μεγάλη σου επιθυμία ν’ ανε-
βάσεις το έργο αυτό, και επειδή σε έχουν συμπαθήσει πάρα πολύ, αφού πρώ-
τα τα είπαν ένα γερό χεράκι στη Λίλα Πατέλη ξεκαθαρίζοντας τη θέση τους,
είναι εδώ μπροστά σου, έτοιμα να σε βοηθήσουν».
«Δηλαδή, δέχονται να παίξουν στον Αστερία;»
«Φυσικά».
«Πετρή με κάνεις ευτυχισμένη, πολύ ευτυχισμένη» φώναξα ενθουσιασμέ-
νη πέφτοντας στην αγκαλιά του.
«Αχ! Και να ήξερες πόσο καιρό τώρα ονειρευόμουνα αυτή την αγκαλιά»
ψιθύρισε γλυκά στο αυτί μου, «αχ! και να ήξερες …».




Ο ΧΟΡΟΣ ΤΩΝ ΘΕΡΙΣΤΩΝ ΚΕΦΑΛΑΙΟ 26ο


Μια υπέροχη και πολλά υποσχόμενη Κυριακή είχε ξημερώσει στο νησί.
Τις Κυριακές πάντα ξυπνούσα πρωί για να προλάβω το τέλος της λειτουργίας.
Από τους ντόπιους βέβαια δεν είχα πολλές εισπράξεις, γιατί γι’ αυτούς η «Με-
γαλόχαρη» ήταν ιδιωτική υπόθεση και δεν χρειαζόντουσαν ενισχυτικά πίστης
όπως τα φυλαχτά και τα αγιάσματα μου. Είχαν την πριβέ «ευλογία» της και
την απ’ ευθείας «σύνδεσή» τους μ’ Εκείνη. Ωστόσο έδειχναν μεγάλο ενδιαφέ-
ρον για τις εικονίτσες που ζωγράφιζα πάνω σε φλοιούς δέντρων. Χωρίς να το
παινευτώ οι εικόνες αυτές ήταν μικρά κομψοτεχνήματα, και κατά κάποιο
τρόπο είχαν αρχίσει να αποκτούν φήμη. Εννοείται ότι ήταν έργα κατασκευα-
σμένα από ανάπηρους και οι εισπράξεις πήγαιναν σε φιλανθρωπίες. Ειδικά τα
Σαββατοκύριακα θεωρούσα μεγάλη αποτυχία να μην πουλήσω τουλάχιστον
είκοσι κομμάτια. Γενικά δεν είχα παράπονο οι «δουλειές» πήγαιναν πολύ κα-
λά. Δεν προλάβαινα να γεμίζω μπουκαλάκια που τ’ αγόραζα με το κιλό, ζω-
γράφιζα επάνω τους κομψά σταυρουδάκια και τα γέμιζα αγίασμα από τη βρύ-
ση μοσχοπουλώντας τα για φιλανθρωπικούς σκοπούς επίσης. Όσο για τα όρ-
γανα της τάξης… λεβεντιά, κανένα παράπονο, κανείς δεν ενοχλούσε μια λυγε-
ρόκορμη μοναχή που επιτελούσε το έργο της. Η μόνη κόντρα που είχα ήταν με
τους «συναδέλφους» μου που φρίκαραν όταν έβλεπαν την ευσεβή μου πελα-
τεία να συνωστίζεται γύρω από τον κινητό αυτοσχέδιο πάγκο μου.
Η Μελίνα κοιμόταν ακόμα όταν ξεκίνησα για το μεροκάματο. Έλυσα την
βάρκα με το στόμα ορθάνοιχτο από τα χασμουρητά και γλίστρησα μέσα στο
νερό καλημερίζοντας τον αγουροξυπνημένο ήλιο που ζωγράφιζε ομορφιές
στον ουρανό. Τα καλοκαίρια όταν είμαστε μικροί, οργανώναμε με το Δομίνι-
κο στο νησί εξερευνήσεις, ανακαλύπτοντας μονοπάτια που οδηγούσαν σε έ-
ρημα λιμανάκια όπου κολυμπούσαμε και καπνίζαμε κρυφά. Ο Δομίνικος ήταν
πρόσκοπος και μου μάθαινε «κόλπα» επιβίωσης στη φύση. Μια φορά μάλιστα
ανάψαμε φωτιά για να ψήσουμε καβούρια που είχαμε μαζέψει από το ακρο-
θαλάσσι με αποτέλεσμα να φουντώσουμε μια ολόκληρη σειρά αρμυρίκια. Σε
ένα τέτοιο λιμανάκι που το είχαμε βαφτίσει Ζαριά έδενα τη Γοργώ, και ντυνό-
μουν Ελεονόρα βαδίζοντας πάνω από μια ώρα μέχρι να φτάσω στην πόλη
κουβαλώντας την “πραμάτεια” μου στην πλάτη.
«Καλημέρα αδελφή μου» άκουσα τη φωνή του Σίσκου του ανάπηρου φί-
λου μου που είχε πιάσει θέση πρωί πρωί πλάι στο μαγαζί του Σταμάτη με τα
τάματα.
«Καλημέρα αδελφέ μου. Την ευλογία μου» του αποκρίθηκα και τον προ-
σπέρασα χωρίς δεύτερη κουβέντα για να αποφύγω την ακατάσχετη φλυαρία
του.
Στάθηκα στην δεύτερη διασταύρωση του δρόμου για να ελέγχω το πέρα-
σμα και από τις δύο μεριές, και κοίταξα το ρολόι μου. Σε μισή ώρα θα έφτανε
το πρώτο καράβι της γραμμής από Ραφήνα.
Στο τρίτο πλοίο είχα σχεδόν ξεπουλήσει. Κόντευε μεσημέρι, κι ο κόσμος
πηγαινοερχόταν σαν μελίσσι από και προς την εκκλησία. Ήμουν σχεδόν έτοι-
μη να τα μαζέψω όταν άκουσα να με καλεί μια τσιριχτή φωνή.
«Αδελφή μου σ’ ευχαριστώ. Ευλογημένη να είσαι, ευλογημένη» φώναξε
και άρπαξε τα χέρια μου κλαίγοντας με λυγμούς. Ένοιωσα το χέρι μου να
μουσκεύει από δάκρυα ενώ ταυτόχρονα το βλέμμα μου πλανήθηκε γύρω, ό-
που έντρομη είδα κόσμο να πλησιάζει.
«Θαύμα, το έκανε το θαύμα της η Μεγαλόχαρη» ούρλιαξε η κακοντυμένη
κυρία με την ελαφριά καμπούρα στην πλάτη, έχοντας το πρόσωπό της καλυμ-
μένο μ’ ένα παρδαλό μαντήλι. «Το παιδί μου γύρισε από το χάρο, κι εσύ το
έσωσες γιατί έχεις το χάρισμα της. Είδα όραμα, μου τόπε η ίδια η Παναγιά,
εκείνη μ’ έστειλε σε σένα. Συγχώρεσέ με που σε αμφισβήτησα, συγχώρεσέ με»
συνέχισε μέσα σε μια υστερία πεσμένη στα γόνατα γαντζωμένη από τα πόδια
μου.
«Θαύμα, θαύμα» άρχισε να απλώνει γύρω το νέο, ενώ κρύος ιδρώτας άρ-
χισε να κυλά μέσα από τα ράσα μου γεμίζοντας με ανατριχίλες. Μέσα στην
πλήρη σύγχυση που βρισκόμουν ένα φλάς άναψε στο μυαλό μου. Η Μελίνα.
Το έκανε τελικά το τέρας σκέφτηκα και κάπως ανακουφίστηκα από τον τρό-
μο. Δεν κράτησε για πολλή η ανακούφιση αυτή γιατί όσην ώρα η Μελίνα συ-
νέχιζε ακάθεκτη να κλαίει και να μου φιλά τα χέρια, το απελπισμένο βλέμμα

μου έπεσε την κορυφή του δρόμου, στους δύο παπάδες που κατέβαιναν από
την εκκλησία σφαιράτοι προς το μέρος μου, όπου είχε μαζευτεί κόσμος και
σταυροκοπιότανε. Σαν από μηχανής Θεός, ένα χέρι με τράβηξε με βία προς το
στενό, ενώ η Μελίνα με ακολούθησε εξακολουθώντας να ουρλιάζει.
Δεν πολυκατάλαβα τι έγινε γιατί μαζί με τη Μελίνα άρχισαν να τραβάνε τα
ρούχα μου κι άλλοι πιστοί, εκλιπαρώντας την ευλογία μου. Ευτυχώς που μέσα
από τα ράσα φορούσα μακό και σορτσάκι, γιατί ενώ εγώ βρισκόμουν μέσα
στο αυτοκίνητο του Δομίνικου, τα ράσα μου είχαν παραμείνει στο πεζοδρόμιο
ανάμεσα στο πλήθος.
«Είσαι ανόητη. Απαράδεκτη. Είσαι τελείως τρελή» ακούστηκε έξαλλη η
φωνή του Δομίνικου καθώς το αυτοκίνητο απομακρυνόταν από το κέντρο της
πόλης, ενώ η Μελίνα στο πίσω κάθισμα κόντευε να λιποθυμήσει από το γέλιο.
«Τι νομίζεις ότι κάνεις ηλίθιο πλάσμα; Ντροπή σου να κοροϊδεύεις τον κό-
σμο. Τι ψυχή θα παραδώσεις μου λες;» συνέχισε απτόητος το κατσάδιασμα,
ενώ εγώ ακούγοντας τη Μελίνα να γελάει έκανα απίστευτες προσπάθειες να
κρατηθώ. Τον Δομίνικο τον ήξερα καλά. Αν δεν έδειχνα μεταμέλεια ήταν ικα-
νός να με πάει τσίφ στην αστυνομία.
«Συγνώμη» ψιθύρισα σκύβοντας το κεφάλι.
«Δεν θα το αφήσω να περάσει έτσι Γοργώ. Μη νομίζεις ότι καθάρισες. Α-
παιτώ να πας στην αστυνομία τώρα και να πεις ότι ήταν φάρσα. Δεν μπορείς
να αφήσεις όλους αυτούς να πιστεύουν ότι έγινε θαύμα. Είναι προσβολή στα
θεία. Το καταλαβαίνεις αυτό;»
«Γιατί θα τους χαλάσει αν πιστέψουν σε ένα ακόμα μαϊμού θαύμα;» πήρε
μέρος η Μελίνα που κατάλαβε ότι τα πράγματα γίνονταν σοβαρά.
«Πάψε μη τ’ ακούσεις κι εσύ» επιτέθηκε μαινόμενος στη Μελίνα, «άλλα
πράγματα περίμενα από σένα Μελίνα. Ίδιες είσαστε όμως γι αυτό τακιμιάσα-
τε. Ντροπή σου και σένα».
«Δεν ντράπηκες όμως όταν καθαρίσαμε για πάρτη σου Δομίνικε. Δύο μέ-
τρα και δύο σταθμά αγόρι μου; Ολόκληρο Βατικανό παραμυθιάσαμε για να
πάρεις το γαμημένο το διαζύγιο. Γιατί δεν μας πήγες στην κομαντατούρ τό-
τε;» έκανα κι εγώ την επίθεσή μου με φωνή τρεμάμενη από θυμό.
«Δεν ήταν το ίδιο» αποκρίθηκε ρίχνοντας τον τόνο της φωνής του.
«Μπά; Η απάτη και η ασέβεια έχει διαβαθμίσεις; Εμείς μια πλάκα κάναμε.
Ένα στοίχημα βάλαμε. Δεν βλάψαμε κανέναν. Τα χαλάκια με την εικόνα του
Ιησού δεν σε πειράζουν; Ούτε το παζάρι με τα τάματα σε ενοχλεί; Η μήπως
πιστεύεις την παραμύθα με το τίμιο ξύλο που ούτε δάσος δεν φτάνει να την
καλύψει σε υλικό. Χέσε μας ρε Δομίνικε με τις μπούρδες σου» συνέχισα με το
ίδιο ύφος.
Με ένα απότομο φρενάρισμα που έκανε το κεφάλι μου να χτυπήσει σαν
καρπούζι στο παρμπριζ του αυτοκινήτου, και τη Μελίνα να χλομιάσει από τον
φόβο, ο Δομίνικος σταμάτησε το αυτοκίνητο στη μέση του δρόμου.
«Έξω και οι δύο. Δεν θέλω να σας ξαναδώ» είπε γυρίζοντας αλλού το πρό-
σωπό του. Η Μελίνα μου έγνεψε με τα μάτια να μη μιλήσω, κι ανοίγοντας την
πόρτα βγήκε στο δρόμο σιωπηλή. Την ακολούθησα χτυπώντας με δύναμη την
πόρτα πίσω μου.
«Έγραψες» είπα στη φίλη μου και της έδωσα το χέρι όταν συνήλθα από το
σοκ. «Παραλίγο να πιστέψω πως έκανα θαύμα. Απίστευτη είσαι. Που τα βρή-
κες ρε τόσα δάκρυα;»
«Με υποτιμάς καλή μου. Ηθοποιός είμαι το ξέχασες;»
«Σου βγάζω το καπέλο».
«Το καπέλο σου κράτησε το γιατί θα σου χρειαστεί. Από σήμερα είσαι
συγγραφέας αν θυμάσαι το στοίχημα. Γιατί φυσικά όλο αυτό το… “ρεσιτάλ”
δεν νομίζω να πιστεύεις πως το έδωσα για χαβαλέ. Είμαι κάθετα αντίθετη μ’
αυτό που κάνεις, και θα σε παρακαλέσω να το σταματήσεις εδώ. Θα μπλέξεις
πολύ άσχημα. Με τους παπάδες δεν καθαρίζεις εύκολα. Αυτοί έχουν την πλή-
ρη κάλυψη να εξαπατούν τον κόσμο, αν όμως κάποιος τους μιμηθεί πάει στο
“πύρ το εξώτερο”. Κόφτο Γοργώ. Ήρθαμε εδώ να φτιάξουμε την ζωή μας, μη
την κάνουμε μπάχαλο».
«Αλήθεια ο Δομίνικος πως προέκυψε;» ρώτησα ενώ ταυτόχρονα άπλωνα
το χέρι μου κάνοντας ωτοστόπ.
«Ήρθε στο μύλο να μας κάνει βίζιτα. Έφερε κι ένα κουνέλι πεσκέσι για να
μαγειρέψουμε. Με πέτυχε την ώρα που έφευγα. Με έπιασε στον ύπνο και για

να δικαιολογήσω την εμφάνιση μου του είπα πως έχω μια παράσταση στην
Τήνο. Με έφερε αυτός μέχρι εδώ. Προφανώς δεν με πίστεψε και με ακολού-
θησε».
«Το κουνέλι, μας το άφησε τουλάχιστον;»
«Χα.χα. Ναι… θα σου φτιάξω ένα στιφάδο σπέσιαλ»…


Ο ΧΟΡΟΣ ΤΩΝ ΘΕΡΙΣΤΩΝ ΚΕΦΑΛΑΙΟ 24ο


Κοίταξα για πολλοστή φορά το ρολόι του τοίχου νιώθοντας τους σφυγ-
μούς μου να ανεβαίνουν. Η Μελίνα μέχρι τώρα ήταν πολύ τυπική. Πάντα τη-
λεφωνούσε όταν περνούσε η ώρα, αφ’ ενός μεν για να μην ανησυχώ αφ’ ετέ-
ρου για να μαζέψω το ζωντανό της από τις ρούγες που βοσκούσε όλη μέρα
σαν αλάνι. Απόψε όμως δεν είχε δώσει σημεία ζωής και μαύρες σκέψεις φώ-
λιαζαν στο μυαλό μου. Σκέφτηκα να την πάρω τηλέφωνο αλλά η προοπτική να
βρισκόταν σε κάποιο τρυφερό τετ α τετ μ’ εμπόδιζε να το κάνω για να μη γίνω
αδιάκριτη, δεν ήθελα άλλωστε να γίνω η μαμά της. Υποψιαζόμουν πως κάτι
ψηνόταν με τον Πέτρο όμως την άφηνα να μου το πει εκείνη όταν θα ήταν
έτοιμη. «Η περιέργεια σκότωσε τη γάτα» μου είχε πει κάποια στιγμή που της
έκανα κάποιο σχετικό υπαινιγμό, πράγμα που μ’ έκανε να καταλάβω ότι δεν
ήθελε να το συζητήσει. Ξάπλωσα στο κρεβάτι με τα αφτιά τεντωμένα προ-
σπαθώντας να ακούσω το τρίξιμο της καγκελόπορτας. Το μόνο τρίξιμο που
άκουγα ήταν του εκνευριστικού γρύλου που κάθε βράδυ έκανε στέκι στο πα-
ράθυρο μου και που η Μελίνα τον είχε βαφτίσει Γιώργο. Είχαμε και μια αναι-
δέστατη σαύρα που σουλατσάριζε στο μύλο ανενόχλητη ονόματι Ασπασία, κι
ένα κοτόπουλο τον Αργύρη που η Μελίνα το είχε βρει στο δρόμο πληγωμένο
και το έφερε στο σπίτι για πρώτες βοήθειες. Χαμογέλασα καθώς θυμήθηκα
τις γλυκές ευαισθησίες της φίλης μου και χωρίς άλλη σκέψη πήρα στα χέρια
μου το τηλέφωνο.
«Είσαι καλά;» είπα με ένταση στη φωνή μου.
«Γοργώ; Τι έπαθες;» αποκρίθηκε με ήρεμη φωνή.
«Ξέρεις τι ώρα είναι ρε χαμένο; Που γυρνάς νυχτιάτικα;» άφησα να βγει ο
θυμός μου ανακουφισμένη πλέον από την αγωνία.
«Ποπό, γαμώτο. Ούτε που κατάλαβα πως πέρασε η ώρα. Απέναντι είμαι.
Κοιμήσου σε λίγο θα έρθω κι εγώ».
«Κολυμπώντας θα έρθεις ή πετώντας; Φέρυ έχει σε κάτι ώρες. Μη κουνή-
σεις από εκεί έρχομαι να σε πάρω με τη βάρκα».
«Πας καλά που θα μπω στη βάρκα και μάλιστα τέτοια ώρα; Μην ανησυ-
χείς ρε χαζό, έχει κόσμο έξω, καλοκαίρι είναι».

«Έρχομαι να σε πάρω» ούρλιαξα και έκλεισα το κινητό χωρίς να περιμένω
την αντίδρασή της.
Σε χρόνο μηδέν έφτασα στο μικρό λιμανάκι κοντά στο μύλο όπου είχα δε-
μένη τη βάρκα κι αφού εξαφάνισα επιμελώς το εμπόρευμα και τα καλογερί-
στικα κάτω από μια πορτοκαλί νιτσεράδα έβαλα μπρος τη μηχανή σπάζοντας
την απόλυτη σιγή της νύχτας κάνοντας τους κοιμισμένους γλάρους να πετά-
ξουν τρομαγμένοι. Η ματιά μου έπεσε αφηρημένη σ’ ένα ακατοίκητο νησάκι
λίγα μίλια δυτικά της Αντίπαρου. Μου έκανε εντύπωση το γεγονός ότι πάνω
στο νησί είδα ένα φως το οποίο έσβησε σχεδόν ταυτόχρονα με το θόρυβο της
μηχανής. Η βάρκα κύλησε στα σκοτεινά νερά σαν γοργόνα στέλνοντας τη
σκέψη μου στα παραμύθια της γιαγιάς μου για τις γοργόνες που έβγαιναν τις
νύχτες στα νερά του Αιγαίου για να ζευγαρώσουν με τα ξωτικά της θάλασσας,
γεννώντας φωτεινά τεράστια στρείδια που μέσα από τα όστρακά τους έβγαι-
ναν οι θαλάσσιοι άγγελοι που διαφέντευαν τα ψάρια και το υγρό βασίλειο.
Σε λίγα λεπτά είχα περάσει στην Πούντα, και με τα μπατζάκια μου να στά-
ζουν σαν βρύσες κατευθύνθηκα στο σημείο που βρισκόταν η Μελίνα. Την είδα
καθισμένη σ’ ένα παγκάκι κάτω από μια ετοιμόρροπη ξύλινη κολόνα με ένα
υποτυπώδες ημιφωτισμένο φανάρι, χαμένη μέσα σε ένα μάτσο χαρτιά.
«Μπουου!!» φώναξα βάζοντας τις παλάμες μου ανοιχτές στο κεφάλι.
«Είσαι τελείως τρελή» αναπήδησε γελώντας.
«Αν εγώ είμαι τρελή εσύ τι είσαι;» αποκρίθηκα και της τράβηξα το κοκκι-
νωπό τσουλούφι. «Αύριο πρωί πρωί πάμε Παροικιά να σε δει ψυχίατρος. Τι
κάνεις τέτοια ώρα σαν το φάντασμα μέσα την ερημιά καλό μου; Δεν έχεις
κρεβατάκι να διαβάσεις το σύγγραμμα σου; Τη Φρόσω σου δεν τη σκέφτεσαι
που κόβει βόλτες στον κήπο γεμάτη αγωνία για την πάρτη σου;»
«Γοργώ απόψε έγινε κάτι πολύ περίεργο» μου είπε με τόση σοβαρότητα
που δεν θέλησα να τη διακόψω.
«Με βρήκε ένας άνθρωπος και μου έδωσε αυτό» είπε δείχνοντας μου ένα
πακέτο χαρτιά. «Τον λένε Δαμιανό κι αυτό είναι ένα θεατρικό έργο. Τον συ-
νάντησα σε μια ερημιά κι έφυγε χωρίς να προλάβω καλά καλά να μιλήσω μαζί
του. Κάτι θέλει να πει το σενάριο που φυσικά δεν πρόλαβα ακόμα να καταλά-
βω, μια γρήγορη ανάγνωση έκανα μόνο. Εκπληκτικό δεν είναι;»
«Στάσου γιατί θα με κουφάνεις» είπα και κάθισα πλάι της. «Σε ποια ερη-
μιά σε βρήκε, και πότε, αφού εσύ απόψε ήσουν στην φιέστα που μόνο ερημιά
δεν ήταν; Και τι είναι αυτό το σενάριο που κάτι θέλει να πει αλλά δεν το λέει;
Και κυρίως ποιος είναι αυτός ο τύπος που σου έδωσε αυτό το θεατρικό; Που
σε ξέρει και γιατί το έδωσε σε σένα;»
«Δεν μπόρεσα να τον δω καλά μέσα στο σκοτάδι» απάντησε σαν να μην
είχε ακούσει τα λόγια μου. «Θυμάμαι μόνο ένα παράξενο βλέμμα έντονο και
διαπεραστικό. Η φωνή του ήταν βραχνή. Καθώς άπλωσε το χέρι του πρόσεξα
στο δάχτυλό του ένα δαχτυλίδι με το Δελφικό Έψιλον. Είχε μακριά μαλλιά κι
ένα τριγωνικό μουσάκι».
«Ωραία. Τώρα ησύχασα. Η πλήρης περιγραφή δραπέτη φρενοκομείου.
Πάμε να φύγουμε γιατί αγριεύτηκα. Στο σπίτι θα τα πάρουμε όλα από την αρ-
χή εντάξει;» είπα και σηκώθηκα τραβώντας την από το χέρι καθώς την είδα
να μιλά κοιτάζοντας το άπειρο.
«Φοβάμαι να μπω στη βάρκα» διαμαρτυρήθηκε.
«Ρε, δεν φοβήθηκες τον τρελάρα και φοβάσαι να μπεις στη βάρκα; Μην
έχεις πρόβλημα, ο μπαμπάς μου με άφηνε να οδηγώ το κότερο όταν ήμουν
ακόμα μικρή. Για μένα η βάρκα είναι σαν πατίνι μπροστά σε μια χάρλευ. Έλα
γιατί έχω παγώσει μέχρι το κόκαλο από την υγρασία. Αύριο είναι γιορτή κι
έχω πολλή δουλειά. Θα σηκωθώ πρωί».
«Είναι γιορτή κι έχεις δουλειά;» ρώτησε με εύλογη απορία.
«Αστείο…» απάντησα και χαμογέλασα καθώς τραβούσα έξω τη βάρκα για
να μπει χωρίς να βραχεί η λεπτεπίλεπτη φίλη μου.
«Είδα φως στο νησάκι απέναντι στο μύλο καθώς ερχόμουν» της είπα βά-
ζοντας μπρος τη μηχανή.
«Λες να κάνουν κάμπινγκ οι κατσίκες; Γιατί ξέρω πως μόνο τέτοιες κατοι-
κούν εκεί πάνω» απάντησε γελώντας δυνατά η Μελίνα. «Γοργούλα δεν πας
καλά» συμπλήρωσε και γαντζώθηκε στο ξύλινο κάθισμα καθώς η βάρκα ση-
κώθηκε σκίζοντας το ήρεμο νερό..


Η Μελίνα μου μίλησε για τον Δαμιανό Περρή κι όσα είχαν προηγηθεί τη
νύχτα που πέρασε. Μου μίλησε με ενθουσιασμό για τη θεατρική ομάδα και το
επιχείρημά της να οργανώσει την παράσταση, τη γνωριμία της με την κυρία
Γαλάτη και τη Λίλα Πατέλη. Μας πήρε το ξημέρωμα να μου εξηγεί πως σκε-
φτόταν να στήσει την παράσταση, τους σπόνσορες, τα παιδιά της θεατρικής
ομάδας. Κοκκίνιζε όταν αναφερόταν στον Πετρή, και χανόταν μέσα στα σχέ-
δια της για το μέλλον στο νησί. Χάρηκα πολύ που είχε εξοικειωθεί τόσο γρή-
γορα με τους ανθρώπους αυτού του τόπου, που μπορούσε να ονειρεύεται, να
είναι χαρούμενη, να ελπίζει, αντίθετα με μένα που δεν είχα καταφέρει ακόμα
να κάνω ούτε ένα φίλο. Ένοιωθα μόνο μια απέραντη μοναξιά, και πίκρα, ανα-
καλύπτοντας καθημερινά πως στην καρδιά μου δεν υπήρχε φωτεινός χώρος
ούτε καν για μένα.
Της υποσχέθηκα πως θα διάβαζα το έργο, βάζοντας την να μου υποσχε-
θεί κι εκείνη με τη σειρά της πως θα σκεφτόταν όσα συζητήσαμε, και πως θα
ήταν προσεκτική με τις κινήσεις της όσο αφορούσε τον Δαμιανό Περρή. Διαι-
σθανόμουν ότι ο αυτός ο άνθρωπος δεν ήταν ένας απλά βαρεμένος καλλιτέ-
χνης, όπως ήθελε να τον δει η Μελίνα που είχε κολλήσει με το θεατρικό προ-
σπερνώντας το κομμάτι Δαμιανός. Ήταν εμφανές ότι όλη αυτή η μυστικοπά-
θεια έκρυβε κάτι παραπάνω από εκκεντρικότητα. Προς το παρόν όμως όλα
ήταν εικασίες, άρα δεν εύρισκα λόγο να ασχοληθώ παραπάνω με το θέμα, γι’
αυτό αποφάσισα να το αφήσω να εξελιχθεί μόνο του δεδομένου ότι οι πιθανό-
τητες να μπλέξει η Μελίνα προβάλλοντας το συγκεκριμένο θεατρικό ήταν
σχεδόν ανύπαρκτες….


Ο ΧΟΡΟΣ ΤΩΝ ΘΕΡΙΣΤΩΝ ΚΕΦΑΛΑΙΟ 23ο


Το ραντεβού μου με την Λίλα Πατέλη στο θεατρικό εργαστήρι ήταν για τις
12 το μεσημέρι.
«Για που άνοιξες πανιά;» με ρώτησε η Γοργώ, πάνω στην στιγμή που έ-
παιρνα το πουγκί μου να ξεπορτίσω.
Προτίμησα να κρατήσω σιγή ιχθύος. Δεν είχα καμία όρεξη να με βομβαρ-
δίσει ξανά με ορμήνιες, χαλώντας μου τη διάθεση. Της πέταξε ξερά πως θα
αργούσα να επιστρέψω, και βγήκα έξω. Κλείνοντας πίσω μου τη πόρτα, την
άκουσα να μου φωνάζει “καλή επιτυχία”. Χαμογέλασα. Τελικά, ουδέν κρυπτόν
υπό την Γοργώ. «Σκέτο γατόνι είναι το τέρας» μονολόγησα, και ρίχνοντας μια
τελευταία ματιά αν είχα μαζί μου τα θεατρικά έργα που σκόπευα να προτείνω,
πήρα το δρόμο για το λιμάνι. Χθες το βράδυ μάτι δεν έκλεισα με το να φτιά-
χνω διάφορες φανταστικές σκηνές θριάμβου από τις παραστάσεις που θα α-
νεβάζαμε μαζί με τους εκκολαπτόμενους ηθοποιούς της θεατρικής ομάδας. Αν
μέσα στο μυαλό μου κείνη τη στιγμή μπορούσε να βουτήξει κάποιος, σίγουρα
θα μου απένειμε και με το δίκιο του βέβαια το βραβείο του πιο μεγάλου ψώνι-
ου.
Φτάνοντας στο λιμάνι μια έκπληξη με περίμενε. Ήταν από τη κυρία Φω-
τεινή, που μέσα στο μακρύ της φουστάνι χρώματος λιλά, με καλούσε με τη
στεντόρεια φωνή της να πάω να καθίσω κοντά της στον καφενέ, όπου είχε
αράξει, κι έπινε τον καφέ της.
Πέρασα με δυσκολία ανάμεσα από τα τραπέζια του καφενείου «Η ωραία
Ωλίαρος», όπου είχε κατακλυσθεί από κόσμο, και στάθηκα μπροστά της.
«Καλή σας μέρα» της είπα ευγενικά, αποφεύγοντας επιμελώς να ρωτήσω
τον λόγο που βρισκόταν τέτοια ώρα εκεί. Δεν είχα καμία έλλειψη από τη λο-
γοδιάρροιά της.
«Καλημέρα κοκόνα μου» μου ανταπέδωσε χαμογελώντας, «έλα να καθί-
σεις εδώ», και χτύπησε με τη παλάμη της τη καρέκλα που βρισκόταν δίπλα
της. «Άπαπα! Τι είν’ τούτο που γίνεται σήμερα στο λιμάνι; Σκέτος πανζουρλι-
σμός για. Με το ζόρι κράτησα την καρέκλα αυτή από κείνη την ζεβζέκα» συ-
νέχισε απτόητη, δείχνοντας μου απροκάλυπτα μια ξερακιανή και απροσδιόρι-
στης ηλικίας κυρία με μεγαλόπρεπη καπελαδούρα, παρόμοια με κείνες που

φιγουράρουν στους γάμους και τα βαφτίσια κάποιες χαζοχαρούμενες μυλαί-
δες, «..παραλίγο να σουρομαδηθώ μαζί της» συμπλήρωσε με στόμφο.
«Κυρία Φωτεινή δεν ήταν ανάγκη να κάνετε φασαρία για μια καρέκλα. Σε
λίγη ώρα αναχωρώ για Πούντα».
«Το ξέρω για, αφού θα πάμε μαζί».
«Τι; Πρόκειται να έρθετε μαζί μου;»
«Ναι μπρε, στο φύλαγα για έκπληξη» μου αποκρίνεται. «Να, κι ο Πετρής
που καταφθάνει με το εισιτήριό μου».
«Ποιος;» τη ρωτώ φανερά ξαφνιασμένη.
«Ο Πετρής, ο γιός μου . Δεν έχω κι άλλον για».
Γύρισα πίσω μου ψάχνοντας τον με το βλέμμα μου. Τον είδα να περνάει
ανάμεσα απ’ τον κόσμο, ανεμίζοντας το εισιτήριο σαν σημαιάκι.
«Τζιέρι μου, έλα να σε γνωρίσω τη καινούργια μου φίλη» φώναξε η κυρία
Φωτεινή με ενθουσιασμό.
Μόλις έφτασε στ’ αυτιά του Πετρή η κουβέντα της μάνας του, και συνειδη-
τοποίησε τη παρουσία μου σε απόσταση αναπνοής, λες και να τύλιξε ξαφνικά
την αύρα του μια υποχθόνια και σκοτεινή δύναμη, κάνοντας τον να τα χάσει
εντελώς. Το αποτέλεσμα; Σκοντάφτει ο ταλαίπωρος σε μια ξέμπαρκη καρέ-
κλα, παίρνει φόρα κατηφόρα, κι από κει που βρισκόταν, χωρίς να το καταλά-
βει, και να το καταλάβω κι εγώ δηλαδή, πέφτει πάνω μου, και κρεμιέται στους
ώμους μου ωσάν ρούχο σε κρεμάστρα. Εγώ ανήμπορη να ισορροπήσω, να
έχω βάλει την όπισθεν και να πηγαίνω στο άγνωστο με βάρκα χωρίς ελπίδα.
Ώσπου κάποια στιγμή βρίσκω επιτέλους μιαν αντίσταση. Για κακή μου τύχη
όμως, ούτε ο διαβολάκος να είχε βάλει την ουρά του, η αντίσταση αυτή δεν
ήταν άλλη από την ποδιά της παραλίγο σουρομαδημένης ξερακιανής κυρίας
με τη καπελαδούρα.
Η σκηνή που εκτυλίχθηκε στη συνέχεια δεν περιγράφεται. Η κυρία Φωτει-
νή να μαλώνει τον Πετρή αποκαλώντας τον μπουνταλά και ατσούμπαλο, η εν
λόγω ζεβζέκα «μυλαίδη» να τσιρίζει υστερικά, ούτε να τη βιάζανε δηλαδή,
εγώ να είμαι σχεδόν λιπόθυμη απ’ τα γέλια, κι ο Πετρής κρεμασμένος πάνω
μου, να κοιτάζει τριγύρω του σαστισμένα, κρατώντας ακόμα σφιχτά στο χέρι
του το εισιτήριο, το μόνο ατσαλάκωτο απ’ την ατραξιόν αυτή. Με το σαματά
λίγο έλειψε να χάσω το πλοίο. Ευτυχώς, ήρθαν ενισχύσεις απ’ τα άλλα τραπέ-
ζια, και μαζί με τον καφετζή κατάφεραν με τα πολλά να επαναφέρουν και
τους τρεις μας στη προηγούμενη φυσική μας κατάσταση.
Στο ραντεβού μου με την Λίλα Πατέλη, προσπάθησα να φανώ Εγγλέζα.
Όσο μου επέτρεψε δηλαδή η κυρία Φωτεινή που κάθε λίγο και λιγάκι έκανε
στάση σε οποιοδήποτε μαγαζί να χαζέψει τις βιτρίνες. Μέχρι και σε κατάστη-
μα με εκκλησιαστικά είδη σταθήκαμε για να κοιτάξει τα καντηλέρια, που είχε
σκοπό κάποια στιγμή να αγοράσει ένα και να το δωρίσει, σαν καλή χριστιανή
που ήταν, στο εικονοστάσι της Εκατονταπυλιανής, της γνωστής εκκλησίας του
νησιού, αφιερωμένη στην Παναγία.
Μου θύμισε τον Χρύσανθο Θωμαϊδη, τον πατέρα μου, που όλα του τα τά-
ματα ήταν καντηλέρια. Ουκ έστιν αριθμός όσων είχε δωρίσει για να κοσμήσει
τα εικονοστάσια και τα τέμπλα διαφόρων εκκλησιών.
«Αυτό πως σε φαίνεται;» με ρώτησε, δείχνοντάς μου ένα μπιχλιμπιδάτο.
«Λίγο υπερβολικό το βρίσκω».
«Ε!, τότες εκείνο το διπλανό. Τι λες;»
«Τι να σας πω, υπερβολικό μου φαίνεται κι αυτό» της αποκρίθηκα, χωρίς
να πιστεύω αυτό που ζούσα.
«Μμ! Δίκιο έχεις. Μήπως το παραδιπλανό, αυτό με τα λιγότερα σκαλίσμα-
τα;»
Η υπομονή μου είχε αρχίσει να εξαντλείται.
«Κοιτάτε κυρία Φωτεινή, κατά τη ταπεινή μου γνώμη θα ήταν καλλίτερα
αντί για καντηλέρι, με τα χρήματα αυτά να βοηθήσετε κάποια οικογένεια, που
ξέρετε πως έχει πραγματική ανάγκη. Δεν νομίζω η άγια μητέρα του Χριστού
να θυμώσει. Ίσα ίσα θα το ευχαριστιόταν κιόλας».
Την βλέπω να πέφτει σε βαθιά σκέψη, και μετά από λίγα λεπτά γεμάτη εν-
θουσιασμό να μου λέει: «Μπράβο κοκόνα μου, με έδωσες τη καλλίτερη ιδέα.
Αυτό το δώρο θα κάνω στη Παναγιά, ανήμερα στη γιορτή της».

Αφού κατασταλάξαμε λοιπόν, και δεν μας έμεινε άλλο θέμα προς ανάλυση
και επίλυση, εδέησε να φτάσουμε στο ραντεβού μου με καθυστέρηση μισής
ώρας.
Το θεατρικό στέκι, ένα παλιό αρχοντικό με ψηλά παραθύρια, βρισκόταν σ’
ένα γραφικό σοκάκι και σε μικρή απόσταση από το ιστορικό σπίτι όπου είχε
πεθάνει η μυκονιάτισσα, με ρίζες παριανές Μαντώ Μαυρογένους.
Η Λίλα Πατέλη στημένη στο παραθύρι, μόλις είδε να καταφτάνουμε αμέ-
σως έτρεξε να μας προϋπαντήσει.
«Καλώς ορίσατε» είπε με θέρμη μόλις άνοιξε τη πόρτα, και μέριασε να
περάσουμε μέσα. «Κομμάτι καθυστερήσατε» σχολίασε, κοιτάζοντας έντονα
στα μάτια τη φίλη της.
Πήγα κάτι να πω πάνω σ’ αυτό αλλά με πρόλαβε. «Ξέρω, ξέρω Μελίνα. Η
Φωτεινή φταίει. Ως συνήθως, θα έκανε πάλι τις στάσεις της στις βιτρίνες. Δεν
λέει με τίποτα να κόψει τη κακή αυτή συνήθεια».
«Σιγά μπρε, δεν έπαθες δα και τίποτα που περίμενες λιγάκι» έσπευσε η
κυρία Φωτεινή να της πει. «Η Μελίνα είναι φίλη μου και με καταλαβαίνει. Όχι
όπως η αφεντιά σου που όλο με προγκάει».
«Βρε αχάριστη, εγώ σε προγκάω; Ξεχνάς τι μου έκανες τις προάλλες; Και
εγώ, όχι μόνο δεν σε πρόγκηξα, αλλά σε συγχώρησα κι από πάνω. Αλλά έπρε-
πε να είχες φίλη κάποια άλλη…» λέει όλο παράπονο η Λίλα.
«Μελίνα, μην την ακούς» μου λέει η κυρία Φωτεινή, «μια ζωή υπερβολική
είναι για».
«Ε! βέβαια όταν τα βρίσκεις σκούρα και δεν έχεις επιχείρημα, αρχίζεις να
με λούζεις με επίθετα. Άκου εκεί υπερβολική. Εγώ υπερβολική; Αλλά δεν
φταις εσύ, εγώ φταίω που σε ανέχομαι ακόμα».
«Μμ! Τώρα με πλήγωσες για και λέω να βάλω τον κόπανο να κλάψει »
της αντιγυρίζει ειρωνικά η κυρία Φωτεινή.
«Αγαπητές μου κυρίες…» παρεμβαίνω αμέσως σαν πυροσβέστης «ας κα-
πνίσουμε τη πίπα της ειρήνης». Ειλικρινά, δεν άντεχα να ξαναζήσω το ίδιο
έργο και μάλιστα για δεύτερη φορά μέσα σε λίγες μέρες.
«Τι λες κοκόνα μου; Τρελάθηκες; Αφού η Λίλα κι εγώ δεν καπνίζουμε για»
μου απαντά όλο αφέλεια η κυρία Φωτεινή.

«Τι θα πάρετε;» ακούω πάνω από το κεφάλι μου να με ρωτάει η γκαρσόνα,
διακόπτοντας τη σκέψη μου.
«Ένα κρύο τσάι με λεμόνι παρακαλώ» ζήτησα ευγενικά, και βούτηξα πάλι
στον προβληματισμό μου, αν τελικά έκανα καλά να δεχτώ, και χωρίς πολύ
σκέψη να αναγεννήσω από τις στάχτες της τη θεατρική ομάδα. Εγώ αλλιώς
περίμενα τα πράγματα, κι αλλιώς τα βρήκα. Και σαν να μην έφτανε αυτό, να
έχω κι από πάνω τη Λίλα Πατέλη που μαζί με την κυρία Φωτεινή να μου κά-
νουν ψηστήρι σε πρίμο σεγκόντο.
«Σε παρακαλώ Μελίνα, βοήθα να πάρει και πάλι πάνω της η θεατρική ο-
μάδα. Να βρει τη παλιά της αίγλη. Είσαι η μόνη που μπορείς να τα καταφέ-
ρεις. Είμαι σίγουρη γι’ αυτό» με παρακάλεσε η Λίλα Πατέλη στο τέλος.
«Ναι κοκόνα μου, είσαι η μόνη» σιγοντάρισε και η κυρία Φωτεινή.
Δεν ήξερα τι να πω, με είχαν αφοπλίσει. Ήταν και οι δύο τόσο γλυκές μέ-
σα στο ικετευτικό τους βλέμμα, που δεν μου πήγαινε να τους αρνηθώ.
«Τέλος πάντων. Αν και μου φαίνεται αρκετά δύσκολο, μη σας πω βουνό,
ας είναι, θα κάνω μια προσπάθεια» τους ανακοίνωσα, αφήνοντας στην άκρη
κείνη τη στιγμή κάθε ενδοιασμό μου για το τολμηρό εγχείρημα που επρόκειτο
να κάνω.
Μόνο που δεν πέταξαν από τη χαρά τους. «Έτσι μπράβο! Και μη νοιάζεσαι
για τίποτα, θα είμαστε εμείς κοντά σου» μου υποσχέθηκαν οι δύο φίλες με μια
φωνή και μια ψυχή, και με ξεπροβόδισαν στην πόρτα.
Τους χαμογέλασα συγκρατημένα, κι ύστερα έφυγα παίρνοντας τον δρόμο
της επιστροφής.
Ήπια μονορούφι το τσάι μου. Το φεριμπότ για Αντίπαρο ήδη είχε κατα-
φτάσει στο λιμάνι. Φώναξα τη γκαρσόνα για να πληρώσω, και αμέσως κατευ-
θύνθηκα προς το μόλο, έχοντας συνάμα κι ένα ανεξήγητο, απροσδιόριστο θα
έλεγα προαίσθημα ξαφνικά φωλιασμένο στη καρδιά μου, να με προειδοποιεί
πως η ζωή μου από δω και πέρα θα έμπαινε σε μιαν νέα φάση. Σε μια μεγάλη
περιπέτεια, γεμάτη προκλήσεις κι ανατροπές.

Μεταξύ της Λίλας και μένα πέφτει μιαν αμήχανη σιωπή. Από διακριτικό-
τητα και μόνο σκύβω το κεφάλι μου, για να μη φανεί το πρόσωπο μου που είχε
κοκκινίσει σαν το παντζάρι στην προσπάθειά να μη γελάσω, σε αντίθεση με τη
Λίλα, που δεν άντεξε και ξέσπασε αμέσως σε ακράτητα γέλια.
«Γιατί γελάς μπρε; Δεν είπα για και κάτι αστείο» απευθύνεται πολύ σο-
βαρά στη φίλη της η κυρία Φωτεινή.
«Χα! Χα! Δεν είπε αστείο. Χα!Χα! Πες της Μελίνα…Χα!Χα!» να λέει η Λί-
λα πνιγμένη στα γέλια, και από τα μάτια της έτρεχαν δάκρυα.
Βλέπω τη κυρία Φωτεινή να ανταριάζει, κοιτάζοντας με άγριο βλέμμα μια
τη φίλη της και μια εμένα. Φευ! Ένας ακόμη ομηρικός καβγάς ανάμεσά τους
ήταν προ πυλών, παίρνοντας αμπάριζα αυτή τη φορά και μένα. Το δίχως άλλο,
έπρεπε πάραυτα να παρέμβω.
«Κυρία Λίλα, πότε με το καλό θα με ξεναγήσετε στον χώρο αυτό της τέ-
χνης; Δεν σας κρύβω, ανυπομονώ» της λέω κοφτά και σταθερά, κόβοντας το
γέλιο της απότομα.
«Ναι, ναι…» μου λέει εκείνη συγκαταβατικά, και σκουπίζοντας τα δάκρυα
της μου κάνει νεύμα να την ακολουθήσω.
Η ξενάγηση στο χώρο του θεατρικού στεκιού δεν κράτησε παραπάνω από
ένα τέταρτο. Δεν είχε άλλωστε και τίποτα το ενδιαφέρον να επιδείξει, αφού η
εγκατάλειψη και η μούχλα είχε τρυπώσει για τα καλά σε κάθε του γωνιά. Για
τι να πρωτοπώ; Για τα σκοροφαγωμένα κουστούμια, τα κρεμασμένα πάνω σε
ένα καλόγηρο που θύμιζε τον Πύργο της Πίζας έτσι όπως έγερνε από το βά-
ρος; Για τα θεατρικά βιβλία και τα σενάρια, τα κιτρινισμένα από τον χρόνο
ατάκτως πεταμένα από δω κι από κει; Για τις ξεθωριασμένες αφίσες, τις πε-
σμένες στο ξύλινο πάτωμα, μαρτυρώντας την παλιά του λαμπρή εποχή;
Quelle dicadence! Οποία παρακμή! Ακριβώς την αίσθηση αυτή είχα για τη
κατάσταση του θεατρικού στεκιού, όταν κούρνιασα σε κάποια καφετέρια
στην Πούντα, περιμένοντας το φεριμπότ που είχε καθυστερήσει για Αντίπα-
ρο.


«Τα μονοκοτυλήδονα
και τα δικοτυλήδονα
ανθίζανε στον κάμπο
σου το’χαν πει στον κλήδονα
και σμίξανε φιλήδονα
τα χείλη μας, Μαλάμω!»
Γ.Σεφέρης
«Δημοτικό τραγούδι», Στροφή
Ξημέρωσε του Αη Γιάννη μεγάλη η χάρη του όπως θα έλεγε και ο Χρύ-
σανθος Θωμαίδης, ο πατέρας μου, κι είναι σαν να τον έχω μπροστά μου. Σαν
φώτιζε ο θεός τη μέρα αυτή, αφού πλενόταν και περφουρμαριζόταν με τη
κλασική κολόνια λεμόνι του ΜΕΝΟΥΝΟΣ, ύστερα στεκότανε μπροστά στο ει-
κονοστάσι μ’ όλους τους αγίους παράτα και σταυροκοπιότανε ίσα με δέκα φο-
ρές, και λίγο θα ήταν, ψέλνοντας συνάμα μέσα από τα δόντια του κάτι ακατα-
λαβίστικα. Μετά μας φώναζε να καθίσουμε γύρω απ’ το τραπέζι, και μας απα-
γόρευε να φάμε αν δεν ακούγαμε πρώτα όσα είχε να μας πει για τη ζωή του
αγίου. Αλίμονο αν είχε ξημερώσει γιορτή δύο αγίων, σετάκι δηλαδή, όπως
Κωνσταντίνου και Ελένης. Μας έβρισκε το μεσημέρι ξενηστικωμένους. Μαρά-
ζι τόχα έστω και μια φορά να μην αναφερθεί στο τραπέζι σε κάποιον άγιο.
Μας είχε κάνει το κεφάλι μας κουρκούτι με τις βιογραφίες τους. Δηλαδή το
δικό μου, γιατί της κυρίας Παρασκευής και του Κοσμά ήταν κουρκούτι από
γεννησιμιού τους. Τον άκουγαν με το στόμα ανοικτό και με τα μάτια γουρλω-
μένα, σε αντίθεση με μένα που τον έβριζα από μέσα μου, έτσι που με ανάγκα-
ζε να φλερτάρω τα λαχταριστά εδέσματα και να φαντασιώνομαι κατόπιν πως
τα τρώω. Ούτε ο Τάνταλος να ήμουν, ο βασιλιάς της Παφλαγονίας, που τον
τιμώρησε ο Δίας να είναι κρεμασμένος στο κλαδί ενός δέντρου κατάφορτου με
νόστιμους καρπούς, που όποτε άπλωνε το χέρι του να πιάσει κάποιον, ένα
ρεύμα αέρα κουνούσε τα κλαδιά, απομακρύνοντας τα από κοντά του, ενώ
ταυτόχρονα να είναι βουτηγμένος ίσαμε τη μέση στο νερό μιας λίμνης με έλη,
και όποτε έσκυβε να πιει το νερό, αυτό να υποχωρεί. Δεν λέω βάσανο μεγάλο

αυτό του Ταντάλου, αλλά πιστέψτε με, το δικό μου το θεωρούσε μεγαλύτερο.
Ώσπου μια μέρα δεν άντεξα, κι όρμισα. Τι ήταν να το κάνω; Μια βδομάδα τι-
μωρία, κλεισμένη στο πλυσταριό μόνο με νερό. Κι ήμουν μόλις δέκα χρονών.
Από τότε υποσχέθηκα στον εαυτό μου, μεγαλώνοντας όχι μόνο να μην ακού-
σει για βίους αγίων, αλλά και να μη βρεθεί ποτέ ξανά στη θέση να υποστεί ίδιο
μαρτύριο μ’ αυτό.
Όμως μεγάλη μπουκιά φάε, μεγάλη κουβέντα μη λες, όπως λέει κι ο σοφός
λαός μας, γιατί αυτό ακριβώς που δήλωνα το λούστηκα, και συγκεκριμένα
χθες βράδυ στο σπίτι της κυρίας Φωτεινής, όπου ήμουν καλεσμένη σε δείπνο.
Είχε μαζέψει κάποιες θρησκόληπτες κυράδες, που δεν έκαναν άλλη δουλειά
από το να μιλούν για αγίους, και συγκεκριμένα για τον Άη Γιάννη μια και ήταν
επίκαιρος. Μια ιστορία που άθελά μου την είχα ακούσει χίλιες φορές από τα
χείλη του Χρύσανθου, και την ήξερα απ’ έξω κι ανακατωτά. Ωστόσο δεν μι-
λούσα, μήτε κι αντιδρούσα, κι ας είχα πονοκεφαλιάσει από το μακρύ και το
κοντό της καθεμιάς, και εκνευριστεί συνάμα από την επίδειξη των γνώσεων
που έκανε η μία στην άλλη για να κερδίσει τις εντυπώσεις. Όλες τους ήταν
χήρες, πάνω από τα εξήντα, κι αν εξαιρέσουμε τη κυρία Φωτεινή που είχε
βγάλει τα μαύρα, εκείνες δεν έλεγαν να κάνουν το ίδιο. Κι αυτό, όχι γιατί πεν-
θούσαν ακόμα τον μακαρίτη - θα ήταν αστείο μετά από τόσα χρόνια χηρείας-
αλλά γιατί έπρεπε να συμμορφωθούν με τους “ηθικούς” κανόνες της μικρο-
κοινωνίας τους. Δεν το κρύβω πως ανατρίχιαζα και μόνο με την ιδέα να δω
τον εαυτό μου στο μέλλον σε τέτοια φάση. Τώρα θα μου πείτε, και με το δίκιο
σας βέβαια, πως οι πιθανότητες να καταντήσω έτσι είναι πολλές ένεκα γονι-
δίων Χρύσανθου, αν στα αλήθεια είμαι κόρη του. Γιατί παίζει και να μην εί-
μαι. Είναι κι αυτό μια παρηγοριά. Τέλος πάντων. Ευτυχώς το μόνο φωτεινό
σημείο μέσα σ’ όλο το παράλογο αυτό ήταν η παρουσία του Πετρή. Αν δεν ή-
ταν αυτός θα είχα φύγει. Ο γλυκός μου, ρούπι δεν έκανε από δίπλα μου όλο το
βράδυ για να μου κάνει παρέα. Πολλές ήταν οι φορές που έγερνε στο αυτί
μου και μου έλεγε: «Είδες τι τραβάω με τις ζουρλές που μαζεύει η μάνα μου
εδώ;». Μόνο ζουρλές; Αυτές μάτια μου είναι φανατίλες του κερατά, όπως θα
έλεγε και η Γοργώ, μου ερχόταν να φωνάξω βροντερά, αλλά έχε χάρη που δεν
ήθελα να ρίξω λάδι στη φωτιά, μη και γίνει στάχτη και μπούρμπερι ο κήπος
της κυρίας Φωτεινής παραμονή του “Κλήδονα”. Έτσι κάθισα στα αυγά μου,
και αφού δεν είχα κάτι καλλίτερο να κάνω, όπως μια ρομαντική βόλτα με τον
Πετρή, βούτηξα κι εγώ στις σκέψεις μου, κλείνοντας τα αυτιά μου σ’ όλο αυτό
το σμάρι της άσκοπης λογοδιάρροιας.
«Πάλι ξενύχτισες χθες;» άκουσα τη Γοργώ να με ρωτά, καθώς άπλωνα τη
πρωί πρωί τη μπουγάδα στο σκοινί.
Κάνοντας με τα χέρια μου πέρασμα ανάμεσα από ένα σουτιέν και από μια
πετσέτα, έψαξα να τη βρω με το βλέμμα μου. Την είδα να στέκεται στην πόρ-
τα του ανεμόμυλου, μέσα στο λουλουδάτο μπειμπι ντολ της, και να ρίχνει ένα
ξεγυρισμένο χασμουρητό. «Εσύ ρωτάς ή μήπως το φάντασμά σου;» της απο-
κρίθηκα κάπως χολωμένη.
Δεν μου αντιγύρισε, αν και θα το ήθελε πάρα πολύ. Όμως δεν την έπαιρνε,
γιατί είχε λερωμένη τη φωλιά της. Δεν ξέρω, αλλά το τελευταίο διάστημα η
συμπεριφορά της φαίνεται περίεργη. Μια εμφανίζεται σαν κομήτης, και μια
εξαφανίζεται σαν φαντομάς. Μια κλειδαμπαρώνεται με τις ώρες στο ατελιέ
της, ο Δίας δηλαδή το να κάνει ατελιέ, τάχα μου πως ζωγραφίζει, μια παίρνει
τη βάρκα της γιαγιάς της και χάνεται μεσοπέλαγα. Και να πω πως ψαρεύει;
Μπα! Μήτε λέπι έχει δει μέχρι τώρα ο τέντζερης. Ωστόσο δεν την ρώτησα τί-
ποτα, την άφησα στον κόσμο της, όπως κι εκείνη στο δικό μου. Άλλωστε έχω
τόσα προβλήματα στο κεφάλι μου από τότε που ανέλαβα τη θεατρική ομάδα,
που δεν έχω χρόνο καν να σκεφτώ τι κρύβει το “σκοτεινό” μυαλουδάκι της.
Γιατί είμαι σίγουρη πως κάτι κρύβει, και μάλιστα πολύ εξτρεμιστικό.
«Θέλεις καφέ; Μόλις έφτιαξα, είναι φρέσκος» με ρώτησε, τεντώνοντας τα
χέρια της.
Άλλα λόγια να αγαπιόμαστε κυρία Γοργώ. Αλλά που θα μου πας; Δεν θα
μάθω τι σκαρώνεις;
«Όχι σ’ ευχαριστώ, μόνο φέρε κανένα μανταλάκι να βάλω στα ρούχα, γιατί
με τη πειναλέα Φρόσω εσώρουχο δεν θα μείνει» της αποκρίθηκα σαν να μη
συμβαίνει τίποτα.

Αν και την είδα να στραβομουτσουνιάζει, δεν αντέδρασε. Μπήκε μέσα για
να επιστρέψει σχεδόν σέρνοντας τα πόδια της, με τα μανταλάκια ανά χείρας.
«Θα έπρεπε να ντρέπεσαι…» γυρνάει και μου λέει σοβαρά.
Την κοιτάζω με την άκρη του ματιού. «Για ποιο λόγο;» τη ρωτώ στο αδιά-
φορο.
«Γιορτή μέρα σήμερα και εσύ απλώνεις μπουγάδα. Δεν κάνει. Τι θα πει ο
άγιος;»
«Θα πει ότι δεν έχουμε βρακί να αλλάξουμε. Αυτό θα πει. Άντε, δώσε τώ-
ρα κανένα μανταλάκι».
«Χα! Χα! Μυρίζομαι κόλαση για το Μελινάκι».
«Χα!Χα! Μυρίζομαι να μένει χωρίς βρακάκι το τερατάκι» της ανταποδίδω,
κουνώντας προκλητικά μπροστά στα μούρη της Φρόσως ένα δαντελένιο στρι-
γκάκι.
Τι ήταν να προκαλέσω το ζωντανό; Ούτε ταύρος να ήταν στη θέα κόκκινου
πανιού. Ορμάει, το αρπάζει απ’ τα χέρια μου και αρχίζει να τρέχει προς το
αλώνι. Από κει και ύστερα η όλη φάση που εκτυλίχθηκε, θύμιζε σκηνή από έρ-
γο κινουμένων σχεδίων, καθώς εγώ έχω πάρει τη Φρόσω στο κατόπι, η Γοργώ
εμένα με τη καλαθούνα ανά χείρας, πετώντας καταπάνω μου πλυμένα ρούχα.
Η λήξη του επεισοδίου, μας βρήκε και τις δύο καθισμένες καταγής στο α-
λώνι να χτυπιόμαστε από τα γέλια, βλέποντας τους εαυτούς μας ανάμεσα στα
σκόρπια ρούχα και τη Φρόσω λίγο πιο πέρα να βελάζει αδιάφορα πάνω σε ένα
πρώην κάτασπρο σεντόνι.

Το μεσημέρι είπαμε να φτιάξουμε κάτι πρόχειρο να φάμε. Μια χωριάτικη
σαλάτα με τα ζαρζαβατικά “δανεικά” σαφώς από τα γύρω μποστάνια. Σαν α-
ποφάγαμε η κάθε μία αποσύρθηκε στα ιδιαίτερα διαμερίσματά της, η Γοργώ
ως συνήθως στο ατελιέ της, κι εγώ στη κάμαρή μου να σκεφτώ τη διανομή των
ρόλων για το έργο που είχαμε από κοινού αποφασίσει με τα παιδιά της θεα-
τρικής ομάδας. Το έργο ήταν «Το ημέρωμα της στρίγκλας» του Ουίλλιαμ
Σαίξπηρ. Έργο κλασικό και εποχής. Ένα χαρούμενο πέταγμα με τις φτερούγες
της ιταλότροπης φάρσας. Στην αρχή ήμασταν ανάμεσα σ’ αυτό και στη «Στέλ-
λα Βιολάντη» του Γρηγόρη Ξενόπουλου. Κατόπιν όμως όταν το βάλαμε σε
ψηφοφορία, υπερψήφισε αυτό του Σαίξπηρ. Μόνο δύο ψήφους “κατά” είχαμε,
κι αυτοί από δύο παιδιά εντελώς ατάλαντα και με την αντίδραση στο τσεπάκι.
Με το παραμικρό προκαλούσαν κι όχι μόνο. Είχαν άποψη για το κάθε τι. Πολ-
λές ήταν φορές που αναρωτιόμουνα ποια θα μπορούσε να είναι η σχέση τους
με το θέατρο και ειδικά με το θεατρική ομάδα. Η απορία μου λύθηκε μια μέρα
από τη Λίλα Πατέλη. «Να προσέχεις τα δύο αυτά παιδιά» μου είχε πει. «Η
θεατρική ομάδα έχει ανάγκη τους πατεράδες τους, γιατί είναι οι μοναδικοί
σπόνσορες της». Έτσι λοιπόν εξηγείται. Ήταν γόνοι πλουσίων οικογενειών. Ο
πατέρας του ενός, απ’ ότι πληροφορήθηκα κατόπιν, είχε αλυσίδες από σού-
περ μάρκετ στην Αθήνα και στο νησί, και του άλλου ήταν πολιτικός μηχανι-
κός, που έπαιρνε υπεργολαβίες.
Η κουβέντα της αυτή μου ήρθε σαν κεραμίδα στο κεφάλι, και μετά βίας
κρατήθηκα να μην της πω ότι το δικό μου αυτί δεν ιδρώνει από κάτι τέτοια,
και ότι κανενός το μπακίρι δεν με πτοεί για να κάνω τις επιλογές μου.
Φέρνοντας όλα αυτά στο μυαλό μου, εκνευρίστηκα τόσο πολύ, που η δια-
νομή των ρόλων πήγε για λίγο περίπατο. Κατέβηκα στη κουζίνα κι έψησα έ-
ναν ελληνικό καφέ, που απ΄ την αφηρημάδα μου παραλίγο να χυθεί από το
μπρίκι. Τον έβαλα σ’ ένα φλιτζάνι και είπα να καθίσω να τον απολαύσω έξω
στη δροσιά, μέχρι να έρθει η ώρα να φύγω για το πολιτιστικό κέντρο της Πά-
ρου, όπου απόψε το βράδυ θα μαζεύονταν διάφοροι παράγοντες του νησιού,
μεταξύ των οποίων και οι χορηγοί, για να τους ανακοινώσω μαζί με τα παιδιά
το έργο που θα ανεβάζαμε στα πλαίσια των πολιτιστικών εκδηλώσεων του
Δήμου.
«Μελίνα, είναι μεγάλη στιγμή» μου είχε πει η Λίλα Πατέλη όταν είχαμε
συναντηθεί προχθές για να μιλήσουμε σχετικά με τη βραδιά. «Όλα τα βλέμ-
ματα θα πέσουν πάνω σου, γι’ αυτό πρόσεχε να είσαι ευπροσήγορη και ευγε-
νική με όλους. Κυρίως όμως με τους σπόνσορες. Είπαμε, τους έχουμε ανά-
γκη».
Είχα αρχίσει να θυμώνω πολύ μαζί της, βλέποντας να κατεβάζει τα βρακιά
της με τόση ευκολία. Αν απ’ τη πρώτη στιγμή ήξερα αυτό, δεν υπήρχε περί-
πτωση να δεχόμουν την πρότασή της.

Κοίταξα το ρολόι μου. Ήταν ώρα να ετοιμαστώ. Μπήκα μέσα και άρχισα
να ντύνομαι ήσυχα μη τυχόν και αποσπάσω τη Γοργώ από στιγμές δημιουργί-
ας. Όταν τέλειωσα, χτύπησα τη πόρτα του ατελιέ της. Καμία απάντηση. Άνοι-
ξα τη πόρτα. Έλειπε ως συνήθως. Δεν μου έκανε εντύπωση. Πήρα τη τσάντα
μου, κι έφυγα κλείνοντας τη πόρτα πίσω μου με δύναμη.
Έφτασα στο πολιτιστικό κέντρο, ένα κτίσμα κι αυτό κυκλαδίτικης αρχιτε-
κτονικής με μεγάλο κήπο, σχεδόν νωρίς. Πέρασα το μεγάλο πορτόνι, και με το
βλέμμα μου άρχισα να ψάχνω για την Λίλα Πατέλη και την κυρία Φωτεινή.
Της είδα όρθιες να δίνουν οδηγίες στα γκαρσόνια του κέτεριγκ. Ήταν και οι
δύο ντυμένες με τα καλά τους. Η Λίλα φορούσε ένα μακρύ άσπρο φόρεμα, ού-
τε νυφούλα να ήταν, με μια εσάρπα από βαριά δαντέλα στους ώμους, και η
κυρία Φωτεινή μια μαύρη μάξι φούστα μ’ ένα κατακόκκινο πουκάμισο από
σατέν ύφασμα και τα δύο. Για λίγο ένοιωσα παράταιρη, ας πούμε σαν τη μύγα
μες το γάλα, μέσα στο λιτό σομόν και ρομαντικού στυλ φόρεμά μου. Μετά ό-
μως, ξέροντας το πόσο απεχθανόμουν τέτοιου είδους εκδηλώσεις με επίσημο
ένδυμα, ήρθα στα συγκαλά μου. Είχα μάθει να λειτουργώ άνετα μόνο μέσα
στα κουστούμια που απαιτούσαν οι ρόλοι. Εκεί δεν είχα κανένα πρόβλημα.
Γίνονταν ένα με το κορμί και τη ψυχή μου.
Χωρίς να χάσω χρόνο τις πλησιάζω, και στέκομαι ακριβώς δίπλα τους. Μό-
λις με είδαν πλησίασαν ενθουσιασμένες, αρχίζοντας και οι δύο να μου μιλούν
ταυτόχρονα. Ούτε λεπτό δεν χρειάστηκε να περάσει, για να πονοκεφαλιάσω
μεμιάς από την φλυαρία τους. Και σαν να μην έφτανε αυτό, να με τραβολο-
γούν κι από πάνω για να με συστήσουν στους ήδη παρευρισκόμενους. Πόνεσε
το χέρι μου από τις χαιρετούρες και το στόμα μου από τα χαμόγελα.
Η ώρα περνούσε, και ο κήπος σιγά σιγά κατακλύστηκε από πλουμιστά
ρούχα και φανταχτερά χαμόγελα. Η Λίλα Πατέλη, σαν πρόεδρος του πολιτι-
στικού κέντρου, είχε στηθεί στο πορτόνι περιμένοντας γεμάτη αγωνία την ά-
φιξη του Δημάρχου μαζί με την κουστωδία του, ενώ η κυρία Φωτεινή λίγο πιο
πέρα έδινε ρεσιτάλ φλυαρίας σε κάποιες κυρίες επώνυμων κυρίων.
Στο μεταξύ, εγώ παρέα με τα παιδιά του θεατρικού στεκιού καθισμένοι
κατά γης στο γκαζόν, συζητούσαμε για τον Σαίξπηρ και το έργο. Τα μόνα παι-
διά που έλειπαν από την παρέα ήταν αυτά των δύο χορηγών.
«Κυρία Μελίνα, ποιος θα μας σκηνοθετήσει το έργο; Έχετε σκεφτεί;» πε-
τάχτηκε κάποια στιγμή και με ρώτησε η Μαρία, μια γλύκα κοπέλα γύρω στα
είκοσι πέντε χρόνια και υποψήφια για τον πρωταγωνιστικό ρόλο, αυτόν της
Κατερίνας.
«Θα δούμε Μαράκι. Έχω κάποιον υπόψη μου» της απάντησα.
«Ξέρετε…» πετάχτηκε ένα αγόρι, ο Θωμάς «εδώ στο νησί υπάρχει κάποιος
που είναι πολύ καλός. Στο παρελθόν αυτός σκηνοθετούσε όλες μας τις παρα-
στάσεις».
«Αλήθεια; Και που είναι τώρα;» ρωτώ όλη απορία, αφού κανένας δεν μου
είχε αναφέρει γι’ αυτόν.
Πάνω στη στιγμή που ο Θωμάς ήταν έτοιμος να μου απαντήσει, πέφτει
σήμα πως ο Δήμαρχος κάνει την εμφάνισή του μαζί με τη κουστωδία του. Σα-
φώς, ανάμεσά του και οι δύο σπόνσορες συν γυναιξί και τέκνοις.
Τούτη την ώρα και τι δεν θα έδινα να είναι μαζί μου η Γοργώ. Να κάνει
μέσα σε δευτερόλεπτα παρωδία την αποψινή φιέστα. Σίγουρα θα γελούσε κά-
θε πικραμένος. Όμως δεν ήταν. Δυστυχώς για μένα, ευτυχώς για τους άλλους.
Άφησα στην άκρη τον κρυφό μου πόθο, κι είπα στα παιδιά να σηκωθούμε.
Η Λίλα Πατέλη μας είχε δώσει το σύνθημα να πάμε κοντά της.
Περάσαμε με δυσκολία ανάμεσα από τον κόσμο, που σαν το μελίσσι είχε
μαζευτεί γύρω από τον δήμαρχο. Και να οι χειραψίες, και να οι πόζες με τα
πλατιά χαμόγελα μπροστά στα φλας των ρεπόρτερ που έπεφταν βροχή. Τόσο
γκλάμουρ και να πάει χαμένο; Όχι φυσικά. Γι’ αυτούς ήταν μοναδική ευκαιρί-
α. Ήμουν σίγουρη πως την επόμενη μέρα οι τοπικές εφημερίδες θα γίνονταν
ανάρπαστες. Πρωί πρωί θα έτρεχαν όλοι να τις αγοράσουν για να δουν αν η
αφεντιά τους μπήκε πρωτοσέλιδο ή σε κάποια κοσμική στήλη.
Η συνομιλία μας με τον δήμαρχο δεν κράτησε πολύ. Έπρεπε να ανέβει
στο βήμα να βγάλει τον καθιερωμένο λόγο του. Ευτυχώς για μένα, γιατί ήταν
μια πολύ καλή ευκαιρία να ηρεμήσω λίγο. Έτσι λοιπόν πήρα το ποτό μου και

κάθισα μόνη μου κάπου απόμερα να το απολαύσω, κοιτώντας τον κόσμο που
έμπαινε στο πολιτιστικό κέντρο από περιέργεια και μόνο, να δει τι ακριβώς
γινόταν. Άλλοι στέκονταν στην είσοδο, κοιτούσαν για λίγο μέσα, κι ύστερα
έφευγαν, ενώ κάποιοι άλλοι χώνονταν ανάμεσα στους παρευρισκόμενους, ζη-
τώντας να μάθουν λεπτομέρειες για τη βραδιά.
Η ώρα περνούσε, και ενώ η φιέστα για τους άλλους καλά κρατούσε, για
μένα ήταν ένα πραγματικό μαρτύριο, έτσι όπως ήμουν αναγκασμένη να περι-
μένω, κάνοντας ιώβεια υπομονή μέχρι να έρθει η στιγμή που θα ανακοίνωνε η
Λίλα Πατέλη το θεατρικό έργο που θα ανεβάζαμε.
Θέλησα να πιω κι άλλο ποτό. Θα πρέπει να ήταν το τρίτο ή το τέταρτο, αλ-
λά λίγο με ένοιαζε.
«Ένα ντράι μαρτίνι παρακαλώ» ζήτησα από το γκαρσόνι, που με το παπι-
γιόν σαν προπέλα με κοιτούσε κάπως περίεργα.
Χωρίς να δώσω σημασία, πήρα το ποτό μου και τούτη τη φορά στάθηκα
κοντά στην έξοδο, έχοντας έντονη την αίσθηση πως, έτσι βαρετά όπως κυ-
λούσε η βραδιά, σίγουρα το μπουκάλι με το μαρτίνι θα το κατέβαζα σε χρόνο
ρεκόρ.
Ήπια μια γεμάτη γουλιά και συνέχισα να κοιτώ τριγύρω μου αφηρημένα.
Πάνω στη στιγμή που ήμουν έτοιμη να ανάψω ένα τσιγάρο, αισθάνθηκα κά-
ποιον να με πλησιάζει αθόρυβα, ν’ ανοίγει ξαφνικά την παλάμη μου, να βάζει
ένα διπλωμένο χαρτάκι μέσα σ’ αυτή, κι ύστερα να εξαφανίζεται. Η φάση έγι-
νε τόσο ακαριαία που δεν πρόλαβα καν αντιδράσω. Χωρίς να χάσω χρόνο το
ξεδίπλωσα κι είδα το περιεχόμενό του. Ήταν από κάποιον άγνωστο, που μου
ζητούσε να τον συναντήσω τα μεσάνυχτα έξω από το κάστρο.
«Θέλω να κρατήσετε μυστική τη συνάντησή μας αυτή. Θα σας περιμένω»
έκλεινε το σημείωμα.
Τι είναι τούτο πάλι, σκέφτηκα και κατέβασα μονορούφι το μαρτίνι. Ίσως
αν έπινα κι άλλο ένα να βοηθούσε να βάλω τη σκέψη μου σε μια τάξη, είπα
στον εαυτό μου, και κατευθύνθηκα αμέσως προς τη μεριά όπου βρισκόταν ο
πάγκος με τα ποτά.
«Ένα ντράι μαρτίνι παρακαλώ» ζήτησα ευγενικά από το σερβιτόρο, που
ήταν ο ίδιος που με είχε σερβίρει πριν λίγο.
«Μήπως θα ήταν καλλίτερα να πάρετε μαζί σας το μπουκάλι;» με ρώτησε
ειρωνικά, ρίχνοντας μου συνάμα ένα βλέμμα αποδοκιμασίας.
«Ωραία ιδέα» του απάντησα, και χωρίς καν να το καταλάβει του πήρα το
μπουκάλι μέσα απ’ τα χέρια.
Βρήκα μια άδεια καρέκλα να καθίσω. Γέμισα το ποτήρι μου, κι άρχισα να
χάνομαι στις σκέψεις μου. Ευτυχώς η Λίλα Πατέλη και η κυρία Φωτεινή κείνη
την ώρα ασχολούνταν με άλλους και με άλλα, αλλιώς πήγαινα χαμένη. Κοίτα-
ξα την ώρα στο ρολόι μου. Η ώρα ήταν 9.30. Είχα χρόνο μπροστά μου μέχρι
να αποφασίσω τι θα κάνω. Να ενδώσω ή όχι στη πρόκληση αυτή. Ο ένας μου
εαυτός, αυτός της περιπέτειας έλεγε να πάω και να μάθω τι ακριβώς θέλει από
μένα ο άγνωστος, ωστόσο ο άλλος, αυτός της σύνεσης με έβαζε κομμάτι στη
πρίζα του φόβου. Εδώ που τα λέμε δεν είχε κι άδικο. Τόσα και τόσα συμβαί-
νουν στις μέρες μας με διάφορους ψυχανώμαλους. Βρίθουν τα πρωτοσέλιδα
των εφημερίδων με τέτοιες ειδήσεις. Όλο για εγκλήματα και εξαφανίσεις μι-
λούν. Και ομολογώ δεν θα ήθελα με τίποτα να πάθω κάτι παρόμοιο και μάλι-
στα πάνω στο άνθος της ηλικίας μου. Να βρεθώ δηλαδή σε κανένα χαντάκι
κακοποιημένη και με μια σφαίρα στο κρόταφο ή με κομματιασμένα τα μέλη
μου, σκορπισμένα από δω κι από κει στα τέσσερα σημεία του ορίζοντα. Ανα-
τρίχιασα σύγκορμη, φέρνοντας και μόνο την εικόνα στο μυαλό μου.
«Κυρία Μελίνα, σας φωνάζουν τόση ώρα» άκουσα τη φωνή του Θωμά να
μου λέει πάνω από το κεφάλι μου. «Τι έχετε πάθει; Είστε καλά;» με ρώτησε
κατόπιν με αγωνία, πιάνοντας με ταυτόχρονα από το χέρι.
Πετάχτηκα σαν ελατήριο. «Τι συμβαίνει Θωμά;» τον ρώτησα με ύφος χα-
μένο, σαν να είχα μόλις βγει από κάποιον εφιάλτη.
«Η κυρία Πατέλη ανησύχησε και με παρακάλεσε να ψάξω να σας βρω.
Ανακοινώνεται το έργο που θα ανεβάσουμε και σας θέλει κοντά της. Ελάτε
σας παρακαλώ».
Σαν την υπνωτισμένη σηκώθηκα κι ακολούθησα τον Θωμά, που πήγαινε
μπροστά ανοίγοντας δρόμο ανάμεσα στον κόσμο για να διευκολύνει το πέρα-

σμά μου, μέχρι την μικρή εξέδρα όπου με περίμενε η Λίλα Πατέλη. Μου φά-
νηκε αιώνας ώσπου να φτάσω εκεί, καθώς ένοιωθα τα βλέμματα του κόσμου
να είναι στραμμένα πάνω μου, και τα περισσότερα από αυτά να με αποδοκι-
μάζουν. Εδώ που τα λέμε δεν ήταν εικόνα αυτή για μια πολλά υποσχόμενη
διευθύντρια θεατρικής ομάδας να κάνει την πρώτη της δημόσια εμφάνιση με
ένα μπουκάλι μαρτίνι αλα μπρατσέτα.
Η Λίλα Πατέλη μόλις με αντίκρισε, μόνο που δεν έπαθε αποπληξία. Ωστό-
σο, δεν έχασε τη ψυχραιμία της, και το δίχως άλλο έσωσε τη κατάσταση πετώ-
ντας με το γνωστό χαριτωμένο της ύφος το αμίμητο: «No martini, no party».
Δώδεκα παρά ένα, και τα βήματα του παράτολμου εαυτού μου με βγάζουν
μπροστά στην είσοδο του κάστρου, τον τόπο όπου μου είχε δώσει ραντεβού ο
άγνωστος Χ.
Τελικά δεν άντεξα κι έκανα το σάλτο. Απερίσκεπτο δεν λέω, ωστόσο αρκε-
τά τολμηρό για να ανεβάσει την αδρεναλίνη μου στα ύψη.
Μέχρι να έρθει η ώρα να φύγω από το πάρτι, είδα και έπαθα. Σε αναμμένα
κάρβουνα καθόμουν. Όλο το ρολόι μου κοιτούσα. Παραλίγο να παρεξηγηθώ
από την Λίλα. Κατά τις 11.30 προφασίστηκα πονοκέφαλο, κι έφυγα.
Πήρα μια βαθιά ανάσα, και στάθηκα ακριβώς μπροστά από το σημείο που
μου είχε γράψει να τον περιμένω. Κάτι το σκοτάδι, κάτι η επιβλητικότητα του
κτίσματος, ήταν αρκετό να αρχίσω να τρέμω από φόβο. Άναψα τον αναπτήρα
μου και προσπάθησα να δω τριγύρω. Ούτε ψυχή ζώσα δεν υπήρχε. Αίφνης ο
φόβος μου μεταλλάχθηκε σε εκνευρισμό. Ένα πράγμα που απεχθανόμουν
στους ανθρώπους ήταν να με στήνουν στα ραντεβού μας. Αν μέχρι το εκατό
δεν κάνει την εμφάνιση του θα φύγω είπα στον εαυτό μου, θέλοντας να δώσω
ένα τελευταίο περιθώριο αναμονής. Άρχισα να μετρώ αργά και σταθερά. Εί-
χα δεν είχα φτάσει στον αριθμό πενήντα, όταν στα δεξιά μου άκουσα έναν
ανεπαίσθητο θόρυβο. Άναψα αμέσως τον αναπτήρα ψάχνοντας πάλι με το
βλέμμα μου.
«Είναι κανείς εδώ;» ρώτησα με φωνή που έτρεμε.
Καμία απάντηση.
«Ίσα που προλαβαίνεις να φύγεις» άκουσα να μου λέει η φωνούλα του άλ-
λου μου εαυτού. Όμως ήταν αργά να κάνω πίσω. Ο άγνωστος Χ ήδη βρισκό-
ταν μπροστά μου.
Ένοιωσα να διαπερνά το κορμί μου ρεύμα πολλών μεγαβόλτ. Πήγα να ξε-
φύγω, αλλά εκείνος με σταμάτησε.
«Μη φοβάστε. Δεν είμαι κανένας μπαμπούλας. Ούτε κανένας ψυχανώμα-
λος που θέλει να σας βιάσει» μου είπε με τη βραχνή του φωνή.
«Και τότε τι είστε; Τι θέλετε από μένα;» τον ρώτησα με όσα αποθέματα
ψυχραιμίας μου είχαν απομείνει.
«Κυρία Θωμαίδη μη βιάζεστε. Μία μια τις ερωτήσεις και να είστε σίγουρη
θα σας λυθούν οι απορίες».
«Πως ξέρετε το όνομά μου;»
«Ουδέν κρυπτόν από τον καλλιτεχνικό χώρο»
«Θέλετε να πείτε ότι ανήκετε και εσείς στο καλλιτεχνικό χώρο;»
«Φυσικά. Είμαι και εγώ ένας καλλιτέχνης, όπως εσείς».
«Του οποίου το ονοματάκι είναι;»
«Χμ! μου έλεγαν ότι είστε χαριτωμένη, αλλά τόσο πολύ όχι».
«Δεν αφήνουμε τις φιλοφρονήσεις κατά μέρος, και να μου πείτε ποιος εί-
στε επιτέλους».
«Ίδιον της ηλικίας».
«Ποιο;»
«Η ανυπομονησία».
«Αν δεν μου πείτε τώρα ποιος είστε, μα τον Δία θα σηκωθώ και θα φύγω».
«Χμ! Αυτό δεν μου το είπανε».
«Ποιο;»
«Ότι είστε και τσαμπουκάς».
Είχα αρχίσει να φουντώνω από τα νεύρα. Κάτι το ειρωνικό του ύφος, κάτι
το υπερφίαλο του χαρακτήρα του, μ’ έκανε να θέλω να τον μπατσίσω. Και ή-
ταν η πρώτη φορά που άνθρωπος με έφτανε σε τέτοιο σημείο.
«Λοιπόν;» τον ρωτώ.
«Τι λοιπόν;»

«Θα μου χαρίσετε το ονοματάκι σας ή να φύγω;»
«Θα σας το χαρίσω, μόνο αν μου υποσχεθείτε ότι θα το κρατήσετε εφτα-
σφράγιστο μυστικό».
«Σας το υπόσχομαι» δήλωσα, για να τον ξεφορτωθώ μια ώρα αρχύτερα.
«Καλώς, σας πιστεύω. Λέγομαι Δαμιανός Περρής».
«Χάρηκα πολύ και αντίο σας» του είπα γυρίζοντας την πλάτη μου με σκο-
πό να φύγω.
«Με απογοητεύετε πολύ».
«Γιατί;» τον ρώτησα γυρίζοντας προς το μέρος του.
«Γιατί δεν έχετε καν τη περιέργεια να μάθετε τι είδους καλλιτέχνης είμαι».
«Εδώ απ’ την κρυψίνοιά σας κύριε Περρή είδα κι έπαθα να μάθω το όνομά
σας».
«Είμαι θεατρικός συγγραφέας, σκηνοθέτης και δεινός αρχαιολάτρης»
είπε παίρνοντας σοβαρή πόζα.
«Καλά με τις δύο πρώτες ιδιότητές σας. Το αρχαιολάτρης όμως μπορείτε
να μου πείτε που κολλάει;»
«Κολλάει στο γεγονός ότι εκτός των άλλων κοινών σημείων που έχουμε
εμείς οι δύο, την καλλιτεχνία εννοώ, έχουμε και ένα επιπλέον».
«Δεν σας καταλαβαίνω».
«Κυρία Θωμαίδη, οι πληροφορίες μου για σας λένε πως είστε αρχαιολά-
τρισσα».
«Ωραία, και…;»
«Δεν σας λέει κάτι;»
«Ναι, μου λέει πως χάνω τον χρόνο μου μαζί σας».
«Αν δείτε όμως αυτό είμαι σίγουρος θα αλλάξετε γνώμη» μου είπε, βγάζο-
ντας από μια τσάντα ένα χοντρό τετράδιο.
«Τι είναι αυτό;» τον ρώτησα με απορία.
«Είναι ένα θεατρικό έργο. Ένα θεατρικό έργο που έχω γράψει εγώ».
«Μπράβο σας, αλλά πάλι δεν καταλαβαίνω. Εγώ, τι σχέση έχω με το θεα-
τρικό σας έργο;»
«Θα ήθελα αντί για το Ημέρωμα της στρίγκλας να ανεβάσετε το δικό
μου».
«Ορίστε;»
«Μα, ήμουν σαφής».
«Πλάκα μου κάνετε. Έτσι δεν είναι;»
«Φαίνομαι να κάνω πλάκα μέσα στην άγρια νύχτα;»
«Τότε ξεχάστε το. Αυτό δεν γίνεται, για φέτος τουλάχιστον. Του χρόνου
ποιος ξέρει… μπορεί και να το ανεβάσουμε».
«Βάζετε στοίχημα πως όταν το διαβάσετε θα έχετε διαφορετική γνώμη;»
«Τι σας κάνει να πιστεύετε κάτι τέτοιο;»
«Είναι απλό. Το θέμα με το οποίο καταπιάνεται το δικό μου έργο είναι ά-
κρως επίκαιρο και σαφώς πιο ενδιαφέρον από κείνο του Σαίξπηρ. Λοιπόν;»
Έμεινα για λίγο σκεφτική. Παράξενο, ο άνθρωπος αυτός είχε καταφέρει
με τον τρόπο του να με βάλει στην πρίζα.
«Θα το διαβάσω, αλλά δεν σας υπόσχομαι τίποτα» του είπα αποφασιστι-
κά.
«Ωραία λοιπόν. Σας το εμπιστεύομαι. Κι όπως είπαμε, δεν σας ξέρω, δεν με
ξέρετε. Μήτε και το έργο είναι δικό μου. Δεν το έχω κατοχυρώσει, οπότε μπο-
ρείτε να χρησιμοποιήσετε ένα φανταστικό όνομα, ακόμα και το δικό σας αν
θέλετε».
«Μπορώ να μάθω γιατί τόση μυστικοπάθεια;»
«Μα…για το καλό και των δύο μας».
Η τελευταία του κουβέντα δεν μου άρεσε καθόλου. Θα έλεγα μάλιστα πως
ήχησε στα αυτιά μου σαν απειλή.
«Λοιπόν, ήρθε η ώρα να αποχωριστούμε. Θα προτιμούσα να φύγετε εσείς
πρώτη» μου είπε απότομα.
«Μήπως ξεχάσατε κάτι;».
«Σαν τι;»
«Να μου δώσετε το τηλέφωνό σας για να επικοινωνήσω μαζί σας».
«Δεν χρειάζεται, θα σας βρω εγώ, όπως σας βρήκα κι απόψε».
«Όπως νομίζετε» αποκρίθηκα κάπως μουδιασμένη.





«Κυρία Θωμαίδη χάρηκα για τη γνωριμία, ελπίζω και σεις να χαρήκατε
από τη δική μου» είπε κι άπλωσε το χέρι του.
«Θα δείξει κύριε Περρή. Θα δείξει…».
«Ο Απόλλωνας δεν μένει πια στον Αστερία»
Αυτόν τον ασυνήθιστο και συνάμα λογοτεχνικό τίτλο είχε δώσει στο θεα-
τρικό του έργο ο Δαμιανός Περρής. Τίτλο που με έβαλε αμέσως στην τσίτα να
θέλω να το διαβάσω. Άραξα λοιπόν σε ένα παγκάκι, και κάτω από το αχνό
φως μιας λάμπας της Δ.Ε.Η., ξεκίνησα χωρίς βιάση.
Απ’ τις πρώτες κιόλας αράδες το έργο άρχισε να με συνεπαίρνει. Διαδρα-
ματιζόταν σε ένα φανταστικό τόπο, τον Αστερία, όπου ένας καθηγητής αρχαι-
ολογίας στη δύση της ζωής του, ένα βράδυ καλοκαιριού με πανσέληνοπρο-
σκαλεί κάποιους συντοπίτες του να δειπνήσουν στον κήπο του σπιτιού του.
Ένα δείπνο που ενώ στην αρχή κυλάει ομαλά και μέσα στην αλεγρία, στη πο-
ρεία εξελίσσεται σε ένα πραγματικό θρίλερ, καθώς ο καθηγητής αρχίζει με τη
βοήθεια δύο παλιών του μαθητών να ξεσκεπάζει μεθοδικά την ανάμιξη του
καθενός σε κάποιο κύκλωμα αρχαιοκαπηλίας. Ένα κύκλωμα από ευυπόλη-
πτους και υπεράνω πάσης υποψίας πολίτες που έχει κατακλέψει τον ιερό ναό
του θεού Απόλλωνα, ναό βγαλμένο στην επιφάνεια από τη σκαπάνη του ίδιου
του καθηγητή.
Ο Δαμιανός Περρής με μαεστρία κατορθώνει και ξεδιπλώνει το κουβάρι
του μεγάλου προβλήματος της αρχαιοκαπηλίας, βάζοντας τον κεντρικό του
ήρωα όχι τόσο στον ρόλο του δικαστή, όσο στον ρόλο εκείνο της συνείδησης.
Είναι δηλαδή η κρυφή φωνή του καθενός ξεχωριστά, που βγαίνει σιγά σιγά
αλλά βασανιστικά στην επιφάνεια, για να φτάσει κατόπιν στη κορύφωση ε-
κείνης της στιγμής που η φωνή αυτή γίνεται κραυγή απόγνωσης και αυτοτι-
μωρίας.







Ο ΧΟΡΟΣ ΤΩΝ ΘΕΡΙΣΤΩΝ ΚΕΦΑΛΑΙΟ 22ο


Oι πρώτες μου επαγγελματικές προσπάθειες στέφθηκαν με πλήρη αποτυ-
χία. Σε κάθε πιάτσα που επιχειρούσα να στήσω το καβαλέτο μου μάζευα σαν
νάμουν μαγνήτης κι άλλους “συναδέλφους”, και όπως ήταν φυσικό ο ανταγω-
νισμός ήταν μεγάλος. Επιχείρησα σχεδόν σε όλες τις τουριστικές περιοχές της
Πάρου και της Τήνου αλλά δεν κατάφερα να βρω ένα στέκι που να μην ήταν
πανηγύρι. «Το επάγγελμα περνάει κρίση» μου είπε μια μέρα ένας ντόπιος η-
λικιωμένος που σκιτσάριζε καρικατούρες. «Οι ξένοι έχουν βάλει γερό πόδι στα
μέρη μας, κάνουν συγχρόνως τις διακοπές τους και μας παίρνουν το ψωμί
κοπέλα μου. Πριν λίγα χρόνια είχα αποκλειστικότητα στην Παροικιά. Δες τώ-
ρα τι γίνεται… Αλήθεια γιατί δεν πας στη Μύκονο; Είσαι νέο κορίτσι και σί-
γουρα εκεί έχεις πολλές πιθανότητες να δουλέψεις καλλίτερα. Άλλος κόσμος
εκεί».
Τι να του έλεγα τώρα; Ότι η Μύκονος ήταν το στέκι των γονιών μου και
του συναφιού τους, κι ότι θα προτιμούσα να αρμέγω γελάδες προκειμένου να
μην τους ξαναδώ στα μάτια μου; Περιορίστηκα μόνο να χαμογελάσω και να
τα μαζέψω, συμμεριζόμενη την έμμεση παράκληση να του αδειάσω τη γωνιά.
Με τη Μελίνα είχαμε σχεδόν αποξενωθεί. Είχε πιάσει δουλειά σε ένα καφέ
και έλλειπε πολλές ώρες από το σπίτι. Είχε αποκτήσει γνωριμίες στο νησί και
ασχολιόταν με πράγματα που δεν ήξερα. Με φρόντιζε ωστόσο σαν να ήταν η
μαμά μου. Μαγείρευε καθημερινά και είχε αναλάβει όλη την ευθύνη του σπι-
τιού. Μου είχε αφήσει το χρόνο μου να προσαρμοστώ και δεν με ρωτούσε για
τίποτα. «Όταν είσαι έτοιμη μου λες τι σε απασχολεί» μου είχε πει ένα πρωί
φεύγοντας, «γιατί η Γοργώ που ξέρω δεν είσαι. Κοίτα να αντιδράσεις... και
σύντομα… γιατί σε βλέπω καλόγρια στη μονή Καρμήλου» συμπλήρωσε φιλώ-
ντας με στο μάγουλο.
Καλόγρια στη μονή της Καρμήλου. Ένα κλικ γύρισε σαν κλειδί στο μυαλό
μου ξαφνικά..
Είχα βρεθεί μια μέρα στο λιμάνι της Τήνου. Καθόμουν στην προβλήτα
χαζεύοντας τους γλάρους, όταν το καράβι της γραμμής άραξε κατεβάζοντας
μια μυρμηγκιά κόσμο. Χωρίς να καταλάβω γιατί, μάζεψα όπως όπως τα
πράγματά μου κι ακολούθησα τη σιωπηλή διαδήλωση. Ήξερα που πηγαίνουν,
αλλά παρ’ ότι μικρή ερχόμουν συχνά στην Τήνο η γιαγιά μου ούτε μια φορά
δεν με είχε πάει για “προσκύνημα”. Το μόνο που γνώριζα για τη συγκεκριμένη
εκκλησία ήταν ότι ήταν χτισμένη πάνω στον αρχαίο ναό του Διονύσου.
Η γιαγιά Γοργώ, μου είχε μιλήσει πολλές φορές για την ιστορία της εκκλη-
σίας, και για το παζάρι του ανθρώπινου πόνου από τους επιτήδειους. Μου είχε
εκφράσει επίσης την απόλυτη πίστη της στην Μεγάλη Μητέρα όπως αποκα-
λούσε την Παναγία. Όμως αν και ένθεο άτομο ήταν εντελώς
αποστασιοποιημένo από κάθε είδους θρησκευτικό δόγμα. «Ν’ ακούς μόνο τη
φωνή μέσα σου, αυτή είναι ο Θεός. Να την εμπιστεύεσαι και να την επικαλεί-
σαι» μου έλεγε όταν ήμουν μικρή. Εγώ εννοείται ότι δεν καταλάβαινα τι μου
έλεγε. Ο σπόρος όμως μέσα μου έπεσε, ρίζωσε, έγινε γνώση, και ποτέ δεν με
άφησε να παγιδευτώ στην τρομοκρατία που αυτοαποκαλείται θρησκεία.
Ακολουθώντας τη μυρμηγκιά έφτασα στο μεγάλο ανηφορικό δρόμο του
εμπορίου. Το θέαμα με άφησε άφωνη. Δεξιά κι αριστερά φορτωμένοι πάγκοι
με παγανιστική πραμάτεια. Φυλαχτά, κομποσκοίνια, εικόνες, τάματα χρυσά
και αργυρά, πόδια, χέρια, κεφάλια κρεμασμένα με κορδέλες ροζ και γαλάζιες.
Μπουκαλάκια σε διάφορα μεγέθη με θαυματουργό “αγίασμα”. Ζητιάνοι κάθε
ς ηλικίας να σε τραβούν από τα ρούχα επικαλούμενοι τραγικές ιστορίες για να
ξυπνήσουν την πιο βαθιά θαμμένη ενοχή σου και να κερδίσουν την προτίμησή
σου στο εμπόρευμά τους. Χαλάκια με την εικόνα της Παναγίας, και καρτ πο-
στάλ με το θέαμα της εικόνας φορτωμένης με υλική πίστη αποτυπωμένο σε
ιλουστρασιόν χαρτί. Και το τραγικότερο από όλα.. επιγονατίδες για τους πι-
στούς που ανεβαίνοντας με τα γόνατα τη μεγάλη ανηφόρα εκπλήρωναν την
υπόσχεσή τους στη Μεγαλόχαρη για το θαύμα που τους είχε κάνει. Ένοιωσα
το αίμα μου να ανεβαίνει στο κεφάλι. Κάπως έτσι θα είχε νοιώσει φαντάζομαι
κι ο Ιησούς, ο ήρωας όλων αυτών που σταυροκοπούνταν αφιονισμένοι μπρος
τα μάτια μου, όταν βρέθηκε στο αντίστοιχο παζάρι του ναού του Σολομώντα.
Παρά τρίχα εγκεφαλικό θα το έλεγα στη σημερινή γλώσσα.

«Έχω παιδί με καρκίνο και τη γυναίκα μου με τετραπληγία. Πέντε παιδιά
να θρέψω. Να συγχωρεθούν τα πεθαμένα σου κοπέλα, πάρε λαμπάδα από το
φτωχό» ένοιωσα πλάι μου ένα χέρι να με τραβά προκαλώντας μου μιαν άσχη-
μη αντίδραση, ενώ ταυτόχρονα μια καλόγρια μου έχωνε στη μούρη μια αση-
μένια εικόνα με την προτροπή να την πάρω για να συγχωρεθούν οι αμαρτίες
μου, και ν’ απαλλαγώ από το δαίμονα που μόλις είχε διακρίνει στη συμπερι-
φορά μου.
Επειδή ο κίνδυνος να γίνω βίαιη, μέσα σε μια σφηκοφωλιά θρησκόλη-
πτων, που σίγουρα δεν θα με οδηγούσε πουθενά, αποφάσισα να φύγω και να
ξεχάσω το συμβάν, γιατί καλώς ή κακώς είχα επιλέξει να ζήσω σ’ αυτά τα νη-
σιά. Χώρια που η μνήμη της αγαπημένης μου γιαγιάς του μοναδικού ίσως
προσώπου που εκτιμούσα σ’ αυτό τον κόσμο, ήταν χαραγμένη πάνω σ’ αυτό
το μέρος.
Ένα αμυδρό χαμόγελο απλώθηκε στα χείλη μου. Η γιαγιά μου σίγουρα θα
διαφωνούσε κάθετα με τη σκέψη μου. Η οικονομική της κατάσταση όμως της
επέτρεπε να υπερασπίζεται χωρίς καμία παρέκκλιση τις ιδέες της, ενώ εγώ
στη φάση που βρισκόμουν έπρεπε να επιβιώσω πάση θυσία, και αυτή η “θυ-
σία” άρχισε να παίρνει μέσα μου σάρκα και οστά.
Δρασκελίζοντας τα στενά σκαλοπάτια του μύλου κατέβηκα στη μικρή α-
ποθήκη όπου είχε φυλαγμένο το αντιπαθητικό της μπαούλο η Μελίνα.
Άρχισα να σκαλίζω με προσοχή το περιεχόμενο του ενώ στα ρουθούνια
μου τρύπωνε ανελέητα το άρωμα λεβάντας που έριχνε μέσα σε αραχνοΰφαντα
σακουλάκια η φίλη μου, προκειμένου ο προσωπικός της θησαυρός να μη θιγεί
από τον λαίμαργο σκώρο. Αφού φταρνίστηκα και έβρισα πάνω από δέκα φο-
ρές ανακάλυψα το μαύρο ράσο που μου χρειαζόταν για να μετατραπώ από μια
αγενέστατη υστερική κορασίδα, σε παρθένο ευπρεπή και αμόλυντη του πολι-
τισμού κόρη. Τακτοποίησα με προσοχή το μπαούλο ώστε να μην υπάρξει το
παραμικρό ίχνος παραβίασης, και κατευθύνθηκα στην αποθήκη όπου είχα
στήσει το εργαστήριο της ζωγραφικής μου. Φόρεσα τη στολή και με καμάρω-
σα για μια ακόμα φορά σαν εκπρόσωπο του θείου δέους. Τύλιξα τα μαλλιά
μου σε πλεξούδες φτιάχνοντας ένα αριστοτεχνικό γεροντοκορίστικο κότσο και
το μόνο που έλειπε από την μετάλλαξη μου αυτή, ήταν το μαύρο μαντήλι που
σίγουρα θα εύρισκα στα πράγματα της γιαγιάς μου.
Από την επόμενη κιόλας μέρα άρχισα να μαζεύω “θαυματουργά” αντικεί-
μενα. Ξυλάκια που τα βάφτισα τίμιο ξύλο, ιάματα δικής μου έμπνευσης και
προέλευσης, φυλακτά τυλιγμένα σε μικρά χαριτωμένα πανάκια που έκοβα
προσεκτικά από τα χρωματιστά στριφώματα των στολών της Μελίνας, και
μικρές εικονίτσες που ζωγράφιζα πάνω σε φλούδες δέντρων. Όλο αυτό το πο-
λύτιμο εμπόρευμά μου το έκρυβα με επιμέλεια μέσα σε ένα ξύλινο κιβώτιο στο
βάθος της βάρκας γιατί φοβόμουν την αντίδραση της Μελίνας αν ανακάλυπτε
το “σατανικό” μου σχέδιο.
Μέσα σε όλη αυτή τη διαδικασία η διάθεσή μου άρχισε να ανεβαίνει. Φα-
νταζόμουν τον εαυτό μου έναν σύγχρονο άγιο των “αδαών” που θα πουλούσε
θρησκευτικά “φύκια” για θαυματουργές “κορδέλλες”.
«Μήπως πήρες κάτι μικρά μπουκαλάκια που ήταν στο ντουλάπι πλάι στην
πιατοθήκη;» ρώτησε ένα πρωινό η Μελίνα καθώς σερβίριζε καφέ με κουλου-
ράκια πορτοκαλιού.
«Μη ξαναπάρεις πορτοκαλιού» απάντησα δαγκώνοντας ένα τραγανιστό
κουλουράκι, «αυτή την εποχή δεν υπάρχουν πορτοκάλια, δεν μου αρέσουν οι
μαϊμούδες».
Με κοίταξε και ξεσπώντας σε γέλια έδειξε το άδειο ποτήρι με το χυμό πορ-
τοκαλιού που μόλις είχα αδειάσει. «Είναι σαφές» αποκρίθηκε, «τα μπουκαλά-
κια εσύ τα πήρες;» επέστρεψε στην ερώτησή της.
«Ναι, τα πήρα να τα γεμίσω αγίασμα» απάντησα σοβαρή.
«Χα, χα γελάσαμε. Πες τώρα τα είδες πουθενά;»
«Αφού δεν με πιστεύεις τι να σου πω;»
«Χάνονται πράγματα εδώ μέσα και μου κάνει εντύπωση. Χθες έψαχνα το
κουτί με τα βελόνια και τις κλωστές και δεν το εύρισκα πουθενά».
«Τι δουλειά έχω εγώ με τα βελόνια; Θα με κουφάνεις πρωί πρωί Μελινάκι;
Κάπου τα βάζεις και τα ξεχνάς. Μήπως είσαι ερωτευμένη με κανένα βλαχάκι
και μου το κρύβεις ρε; Μέσα στη γκρίνια σε βρίσκω, κάθε μέρα κάτι χάνεις.

Εγώ πάντως καμιά σχέση με τα βελόνια και την κατσίκα σου. Α.. και τώρα που
το θυμήθηκα αυτό το βλαμμένο ζωντανό χθες έφαγε τα κορδόνια μου. Μάζε-
ψε το γιατί θα το βρεις με πατάτες στο φούρνο καμιά μέρα».
«Μη τολμήσεις να πειράξεις τη Φρόσω» μου απάντησε τεντώνοντας το
δάχτυλο.
«Χα, χα. Δεν θα την πειράξω το υπόσχομαι. Άλλωστε είναι δώρο αρραβώ-
νων» την πείραξα γελώντας με την καρδιά μου.
«Γοργώ που πηγαίνεις με τη βάρκα κάθε μέρα;» με αιφνιδίασε με τη ερώ-
τησή της.
«Ραντεβουδάκι με τον Ποσειδώνα» αποκρίθηκα χαμογελώντας.
«Σοβαρά μιλάω. Που γυρνάς όλη μέρα με τη βάρκα;»
«Βαριέμαι το φέρι και περνάω απέναντι μ’ αυτήν. Τελευταία δουλεύω στην
Τήνο. Καλή πιάτσα. Έχει τουρισμό και το σκιτσάρισμα πάει καλά. Σε λίγο
καιρό θα έχουμε γερό κομπόδεμα για τις επισκευές στο μύλο. Εσύ πως πας με
το “θεατρικό ψώνιο;”» άλλαξα κουβέντα.
«Ψώνιο είσαι και φαίνεσαι άσχετη. Θα τρίβεις τα μάτια σου όταν θα έρ-
θεις να δεις την παράσταση, αν φυσικά σε καλέσω γιατί δεν είμαι σίγουρη».
«Μη μου το κάνεις αυτό, σε παρακαλώ. Δεν θα το αντέξω» είπα δένοντας
τα χέρια μου με απελπισία.
«Καλά κορόιδευε όσο θέλεις τέρας. Μια μέρα θα το μετανιώσεις» απάντη-
σε εύθυμα και σηκώθηκε από το τραπέζι μαζεύοντας το σερβίτσιο της. «Έχω
καθυστερήσει, θα χάσω το φέρι» μουρμούρισε πηγαίνοντας προς την κουζίνα.
«Να σε πάω με τη βάρκα;» ρώτησα γνωρίζοντας την απάντηση.
«Όχι. Δεν έχω κάνει ακόμα διαθήκη» φώναξε γελώντας.


Ο ΧΟΡΟΣ ΤΩΝ ΘΕΡΙΣΤΩΝ ΚΕΦΑΛΑΙΟ 21ο


Είχε κυλήσει μια βδομάδα από τη μέρα που πατήσαμε το πόδι μας στο
νησί. Μια βδομάδα χωρίς πλήξη και ανία. Δεν θα μπορούσε άλλωστε να είναι
διαφορετικά με τη σαρωτική Γοργώ παρέα. Το είχα καταλάβει από τη πρώτη
κιόλας στιγμή, μαζί της δεν θα βαριόμουν ποτέ. Είχε έναν μοναδικό τρόπο,
ταλέντο θα έλεγα καλλίτερα, να γεμίζει τη ζωή των άλλων με χρώμα, ανατρέ-
ποντας συνάμα τα πάντα με τη δύναμη του χιούμορ της. Κι ίσως το παράξενο
πάντρεμα αυτό τελικά να είναι η αιτία που την κάνει ξεχωριστή, να προκαλεί
τον άλλον να τη τσιγκλάει, και να βρίσκεται μαζί της σε μιαν αέναη αντιπα-
λότητα. Περίτρανη απόδειξη με τον Δομίνικο. Όλο κόντρα στη κόντρα είναι.
Αλλά και εγώ δεν πάω πίσω. Έχω μπει για τα καλά στο παιχνίδι αυτό, και δεν
το κρύβω, μου αρέσει πολύ. Λέξη δεν αφήνω να πέσει κάτω. Βέβαια όποιος τη
γνωρίζει πρώτη φορά δεν είναι και το καλλίτερό του, μιας και δεν ξέρει πώς
να την αντιμετωπίσει. Όπως ακριβώς συνέβη και με τον Πετρή κείνο το βράδυ
του δείπνου. Ο τάλας τα είχε χάσει εντελώς μαζί της. Καθόταν στριμωγμένος
στη γωνιά του, και από την αμηχανία του έφτιαχνε σγρομπαλάκια από ψωμί,
παίζοντας με δαύτα. Δεν ήταν τυχαίο λοιπόν που είχε ρίξει μαύρη πέτρα πίσω
του. Από τη μια προσπαθούσα να ξεχάσω το ατυχές συμβάν, απ’ την άλλη ό-
μως με στεναχωρούσε και η ιδέα μήπως δεν τον ξαναδώ. Δεν είναι τάχα και
εύκολο στις μέρες μας να συναντάς αυθεντικούς ανθρώπους. Κι ο Πετρής ή-
ταν ένας από τους τελευταίους αυθεντικούς. Γι αυτό, δεν ήθελα με τίποτα να
τον στερηθώ. Με τίποτα να νοιώθει παραγκωνισμένος. Αν γνώριζα που έμενε
θα πήγαινε αμέσως να τον βρω, να του εξηγήσω και να λυθεί κάθε παρεξήγη-
ση. Και τότε ήμουν σίγουρη πως θα καταλάβαινε, θα κατανοούσε πως τα ασυ-
γκέραστα και τα συγκερασμένα της ζωής είναι αυτά που συνθέτουν το θαύμα
της.
Μια απροσδιόριστη κακοδιαθεσία είχε φωλιάσει μέσα μου σήμερα από το
πρωί και δεν έλεγε να φύγει με τίποτα. Το αποτέλεσμα; Να μου φταίνε όλα.
Από το βέλασμα της Φρόσως που σώνει και καλά ήθελε να αποσπάσει τη προ-
σοχή μου, μέχρι το αεράκι που σηκώθηκε ξαφνικά και μου γύρισε το φύλλο
από το βιβλίο που διάβαζα καθισμένη έξω στο πεζούλι. Δηλαδή, ο Δίας να το
κάνει διάβασμα αφού δεν ξέρω και εγώ πόση ώρα ήμουν με το βλέμμα καρ-
φωμένο πάνω στην ίδια σελίδα, προσπαθώντας να συγκεντρωθώ. Χορό κάνα-
νε τα λόγια της Σόνιας, κεντρικής ηρωίδας του Τσέχωφ από το θεατρικό έργο
«Ο Θείος Βάνιας».
«Θ’ αναπαυτούμε! Θ’ ακούσουμε τους αγγέλους. Θα ιδούμε όλον τον κό-
σμο μέσα στα διαμάντια, θα ιδούμε πως όλη η κακία εδώ κάτω στη γη, όλα
μας τα πάθη θ’ αφανιστούνε μέσα στον οίχτο, που θα πλημμυρίσει όλον τον
κόσμο, κι η ζωή θα γίνει ήσυχη, τρυφερή, γλυκιά σα χάδι. Πιστεύω, πιστεύ-
ω…Φτωχέ, φτωχέ μπάρμπα Βάνια, κλαίς… Δε γνώρισες στη ζωή σου χαρές, μα
περίμενε, μπάρμπα Βάνια, περίμενε… Θ’ αναπαυτούμε! Θ’ αναπαυτούμε!»
«Θ’ αναπαυτούμε;» σιγοψιθύρισα τη μόνη ατάκα που συγκράτησα από
όλα τα λόγια της ηρωίδας, αντικαθιστώντας μάλιστα το θαυμαστικό μ’ ένα με-
γάλο ερωτηματικό. Μη ξεχαστώ και δεν μιζεριάσω, και δεν πάει καλά η μέρα.
Τελικά, είναι απορίας άξιον από πού αντλώ τέτοια κακομοιριά. Αντί να ευ-
γνωμονώ τη ζωή και να της στέλνω γλυκοφιλήματα, μπαίνω στο τρυπάκι της
γκρίνιας χαλώντας τα πάντα. Δεν παίρνω παράδειγμα από τη Γοργώ που δεν
το βάζει κάτω. Να, τώρα γύρευε που θα βρίσκεται και ποιον θα παιδεύει με
την ωραία της τρέλα. Έχει φύγει “το τέρας” από το πρωί και πάει απόγευμα
κι ακόμα να φανεί. Μου πέταξε ένα ξερό “φεύγω” και εξαφανίστηκε με τα
σύνεργα της ζωγραφικής της ανά χείρας.
Άφησα τη Σόνια να παρηγορεί τον θείο της Βάνια, και σηκώθηκα αμέσως.
Δεν πήγαινε άλλο με τούτη τη κατάσταση, έπρεπε να αντιδράσω. Πέταξα πά-
νω στις πλάτες μου ένα φούτερ και έφυγα προς άγνωστη κατεύθυνση. Ευτυ-
χώς, ήταν κατηφόρα και το περπάτημα δεν συνοδευόταν από τα γνωστά α-
γκομαχητά του τσιγάρου. Αχ! Άτιμο τσιγάρο μονολόγησα , ψάχνοντας συνάμα
και τη πίσω τσέπη του τζιν μου μη τυχόν και είχα ξεχάσει να πάρω μαζί μου το
πακέτο.
Από τα πρώτα κιόλας λεπτά ένοιωσα αγαλλίαση με τη μάνα φύση να με
συντροφεύει μοιράζοντας μου απλόχερα τα καλούδια της, όπως τις διάχυτες
ευωδιές από τα βότανα να γαργαλίζουν μοναδικά τη ρινική μου κοιλότητα,
τους εναρμονισμένους με κείνους του σύμπαντος ήχους της, περνώντας τις
πύλες της ψυχής μου, ωσάν οι αχτίδες μέσα από τα βιτρό, εκείνα τα γνωστά

υαλογραφήματα των ναών, φωτίζοντας την με το χρώμα της απόλυτης γαλή-
νης και αταραξίας. Μιας αταραξίας που στο βάθος της όμως κρύβει τη διαρκή
κίνηση του “μέσα” μας, ακριβώς για να αίρει τη λήθη μας απέναντι στο δώρο
αυτό που λέγεται ζωή.
Ταξιδεύοντας μέσα σ’ όλη αυτή τη αταραξία, και αισθανόμενη ολάκερο το
σύμπαν να τραγουδά την “Ενάτη Συμφωνία” του Μπετόβεν, ήταν επόμενο να
έχω χάσει κάθε επαφή με την πραγματικότητα, και σαν αντικείμενο αγνώστου
ταυτότητας, λαϊκά “ούφο”, ξαφνικά να έχω μπει σ’ ένα κοπάδι από αιγοπρό-
βατα, και να περιφέρομαι ανάμεσά τους σαν να μη συμβαίνει τίποτα, ενώ κά-
ποιο αγόρι να μου φωνάζει: «Κυρά μέριασε. Δεν βλέπεις; Τρομάζεις τα ζω-
ντανά!»
Η φωνή του ήταν τόσο τσιριχτή που με επανέφερε αμέσως.
«Αγόρι μου, τι τρέχει;» ρωτώ κάνοντας δυο βήματα μπροστά, που απέβη-
σαν όμως μοιραία, αφού πατώντας πάνω στις φρέσκες κακαράτζες των ζω-
ντανών, είχε σαν αποτέλεσμα να γλιστρήσω και να πέσω φαρδιά πλατιά κάτω.
Το αγόρι έτρεξε αμέσως κοντά μου. «Κυρά, χτύπησες;» με ρωτά όλο αγω-
νία.
«Ωχ! Θα δείξει…» του απάντησα, πιάνοντας τα οπίσθιά μου να δω αν ήταν
ακόμα στη θέση τους.
«Πω! Πω! σαν καρπούζι έσκασες καταγής» σχολίασε το αγόρι, προσπα-
θώντας να συγκρατήσει τα γέλια του για τη μεγαλόπρεπη κωλοκαθησιά μου
πάνω στις κακαράτζες και τη… σπινθηροβόλα θέασή μου απ’ τα αιγοπρόβα-
τα που κείνη τη στιγμή με είχαν κυκλώσει, αναμασώντας συνάμα τη τροφή
τους.
Μπροστά στην αστεία αυτή εικόνα, ξεχνάω προς στιγμή τον πόνο μου, και
πέφτω σε ακράτητα γέλια, δίνοντας και το ελεύθερο στο αγόρι να ξεσπάσει
και κείνο με τη σειρά του. Στο μεταξύ, τα αιγοπρόβατα θορυβημένα απ’ τα
γέλια μας, να οπισθοχωρούν ατάκτως, και τα σκυλιά γαβγίζοντας να έχουν
πάρει το κατόπι τους.
«Κυρά έλα να σε βοηθήσω να σηκωθείς» μου είπε το αγόρι σταματώντας
αμέσως το γέλιο, «…τα ζωντανά λακίζουν και ποιος ακούει μετά το αφεντι-
κό».
«Μη νοιάζεσαι για μένα, και τρέξε γρήγορα. Θα τα καταφέρω» του λέω
και κάνω μια προσπάθεια να σηκωθώ.
«Δεν μπορώ να σ’ αφήσω έτσι» αποκρίνεται εκείνο, και μου δίνει το χέρι
του. «Λίγο πιο κάτω είναι το σπίτι του αφεντικού...» συνέχισε «…θα σε πάω
μέχρι εκεί να σου δώσουν τις πρώτες βοήθειες».
Ο Γιάννος, έτσι έλεγαν το αγόρι, κι εγώ φτάσαμε έξω από το σπίτι του α-
φεντικού, ένα πραγματικό στολίδι της κυκλαδίτικης αρχιτεκτονικής, ύστερα
από λίγη ώρα, έχοντας πίσω μας ολόκληρη κουστωδία τα αιγοπρόβατα.
«Κυρά, περίμενε…» μου λέει, και τραβάει δύο φορές το σχοινί από τη μι-
κρή καμπάνα που κρεμόταν κάτω από το ξύλινο πορτόνι της εισόδου.
Δεν περνούν μερικά λεπτά, και από το βάθος του μεγάλου κήπου ξεπρο-
βάλλει μια γυναίκα γύρω στα εξήντα χρόνια, πανύψηλη και ευτραφής.
«Η Κυρά Σαμιωτάκη καταφτάνει…» σκύβει και μου σιγοψιθυρίζει στο αυτί
ο Γιάννος.
«Να υποθέσω πως είναι η μάνα του αφεντικού σου;»
«Ναι» μου αποκρίνεται λακωνικά.
«Κρητικιά είναι;» ρωτώ όλη περιέργεια.
«Όχι, Πολίτισσα » απαντά ο Γιάννος, σκάζοντας συνάμα ένα χαμογελάκι
όλο νόημα.
Δεν προλαβαίνω να τον ρωτήσω κάτι παραπάνω, γιατί η μάνα του αφεντι-
κού μόλις είχε καταφτάσει και στεκόταν μπροστά μας μέσα στο λουλουδάτο
φόρεμά της.
«Τι συμβαίνει γιαβρί μου;» ρωτάει τον Γιάννο, ρίχνοντας ωστόσο το
βλέμμα της ερευνητικά πάνω μου.
«Να.., η κοπελιά από δω είχε ένα ατύχημα κοντά στο μικρολίβαδο, κι είπα
να τη φέρω στο αρχοντικό σου. Καλά δεν έκαμα κυρά;».
«Ναι γιαβρί μου, πολύ καλά έκαμες» λέει αμέσως εκείνη καλοσυνάτα. «Ά-
με τώρα τα ζωντανά στα μαντριά, και μην ανησυχείς για τη κοπελιά, θα την

φροντίσω εγώ για» συμπληρώνει, και μου τείνει το μπράτσο της να στηριχτώ
πάνω του.
Τη κοίταξα με την άκρη του ματιού. Η θωριά της κάποιον μου θύμιζε. Δεν
κάθισα όμως να σκεφτώ περισσότερο, γιατί ο πόνος στα οπίσθιά μου είχε αρ-
χίσει να γίνετα
ι αφόρητος. Και σαν να μην έφτανε αυτό, να βρωμοκοπώ κιόλας από τις
ξεραμένες κακαράτζες, που κολλημένες σαν βούλες πάνω στο άσπρο μου τζιν
το έκαναν να θυμίζει σκυλάκι Δαλματίας.
Περπατήσαμε μέσα από τον ολόβλαστο κήπο με τα μοσχομπίζελα, τις λε-
βαντίνες και τις αρμπαρόριζες, φτάνοντας στο τέλος σε μια ασβεστωμένη αυ-
λή, ζωσμένη στη κυριολεξία από παρθενόκισσους και βουκαμβίλλιες στις α-
ποχρώσεις του ροζ και του μοβ, όλα φυτεμένα σε πήλινα πιθάρια και κιούπια.
Το μεγάλο πέτρινο τραπέζι που δέσποζε στο μέσον της, με τους χτιστούς πά-
γκους γύρω του, μαρτυρούσε πως το αρχοντικό αυτό φιλοξενούσε και τάιζε
πολλούς νοματαίους, ενώ το κλουβί, σωστό κομψοτέχνημα, με λογιών εξωτικά
πουλιά, σου έδινε την αίσθηση, μοναδική θα έλεγα, πως βρισκόσουν στη μέση
ενός μικρού παράδεισου.
«Λόξα του γιου μου» σπάει τη σιωπή, καθώς μ’ έπιασε να θαυμάζω το
κλουβί με τα πουλιά. «Όμως έλα, κάθισε εδώ» μου λέει, δείχνοντάς μου μια
αναπαυτική ξύλινη σεσλόγκ πολυθρόνα.
«Κυρία Σαμιωτάκη, δεν είναι να καθίσω με τόση βρώμα πάνω μου. Θα λε-
ρώσω τη πολυθρόνα, κι είναι κρίμα».
Την είδα να συνοφρυώνεται. Κατόπιν με ύφος πολύ σοβαρό να με ρωτά-
ει:«Πως με αποκάλεσες;»
Την κοίταξα με απορία. «Μα.. με το επίθετό σας φυσικά» της απαντώ κα-
τόπιν πολύ σοβαρά κι εγώ.
«Αχ! Πάλι αυτό το σκατόπαιδο, ο Γιάννος, έχει βάλει το χεράκι του. Κι άλ-
λο που δεν του έχω πει του θεομπαίχτη. “Πάψε να με αποκαλείς στους άλλους
έτσι, γιατί τη μπατσιά δεν τη γλιτώνεις ”. Τίποτα όμως αυτός, το χαβά του»
λέει φανερά εκνευρισμένη.
Είχα αρχίσει να νοιώθω άβολα, και το μόνο που επιθυμούσα ήταν να φύ-
γω αμέσως από κει. Φαίνεται πως το κατάλαβε, και το δίχως άλλο θέλησε να
το μαζέψει.
«Σε είπα κοπέλα μου, δεν φταις εσύ, αλλά ο Γιάννος. Όμως δεν θα ματάρ-
θει; Αχα!Θα του δείξω εγώ για» είπε θυμωμένα, χτυπώντας συνάμα το δεξί
της πόδι σαν πεισματάρικο παιδί.
Αποσβολωμένη έμεινα να την κοιτώ. «Κυρία, εξακολουθώ να μην καταλα-
βαίνω,» είπα κάπως κομπιασμένα, «…αλλά αν σας πρόσβαλα, ζητώ συγνώ-
μη».
«Ό,τι έγινε, είναι φανερό για πως έγινε άθελά σου. Ξαπόστασε τώρα, και
εγώ θα πάω να φέρω πετσέτες να καθαρίσεις το παντελόνι σου και κανένα
παυσίπονο να καταλαγιάσει ο πόνος», μου αποκρίθηκε με γλυκό ύφος, χτυ-
πώντας με στον ώμο φιλικά.
«Σας παρακαλώ, μη μπαίνετε στον κόπο. Καλύτερα να πηγαίνω».
«Κόπος; Άπαπα…Άκου κόπος! Με προσβάλεις γιαβρί μου. Είσαι στο σπίτι
της Φωτεινής Γαλάτη και θα φύγεις έτσι για; Ποτέ» μου είπε με ύφος που δεν
σήκωνε αντίρρηση.
Η κυρία Φωτεινή Γαλάτη λοιπόν κι όχι η κυρία…Σαμιωτάκη όπως την α-
ποκαλεί ο Γιάννος και με το δίκιο του εδώ που τα λέμε, αφού η κορμοστασιά
της, το μπρίο της, και γενικά το όλο της παρουσιαστικό φέρνει κατά πολύ της
ηθοποιού Ευαγγελίας Σαμιωτάκη, ήρθε από τη Πόλη με τους γονείς της την
εποχή εκείνη που απελαύνανε οι Τούρκοι τους Έλληνες. Τα πρώτα χρόνια ε-
γκαταστάθηκαν στον Πειραιά, και με πολύ δυσκολία τα έφερναν βόλτα. Ανα-
γκάστηκαν λοιπόν να φύγουν από κει και να πάνε στη Μύκονο, μιας και ο πα-
τέρας της, ένας από τους καλλίτερους τεχνίτες κοσμημάτων, είχε βρει δουλειά
με τη βοήθεια ενός οικογενειακού τους φίλου, σε κάποιο εργαστήριο. Δειλά
δειλά στην αρχή, κατόπιν πιο αποφασιστικά, κι έχοντας κάνει ένα γερό κο-
μπόδεμα, άνοιξαν το δικό τους εργαστήρι και κοσμηματοπωλείο το περίφημο
‘Τοπ Καπί’. Όποιον ρώταγες για το μαγαζί τους, δεν υπήρχε περίπτωση να μη
το ξέρει. Ήταν ονομαστό. Και κείνη μια πολύφερνη νύφη, αφού και ενταλού
κοπέλα ήτανε- δηλαδή χαριτωμένη και αεράτη όπως μου εξήγησε- και με μια
προίκα που τη ζήλευαν όλα τα θηλυκά του νησιού. Επόμενο ήταν λοιπόν να


έχει το ένα προξενιό μετά το άλλο. Μέσα απ’ αυτά ξεχώρισε για άντρα της τον
Βαγγέλη Γαλάτη, έναν τσέλιγκα από την Αντίπαρο. Παντρεύτηκαν αμέσως.
Έτσι η Φωτεινή Εκμετζόγλου και μετά γάμον Γαλάτη, εγκαταστάθηκε μόνιμα
στο νησί, στο αρχοντόσπιτο αυτό. Από το γάμο τους απέκτησαν το γιο τους
τον μονάκριβο, που όνειρό του ήταν να γίνει ναυτικός. Δυστυχώς, δεν έστερξε
το όνειρο, γιατί τη μέρα που θα μπάρκαρε πέθανε ξαφνικά ο πατέρας του από
ανακοπή καρδιάς και αναγκάστηκε να μείνει κοντά στη μάνα του.
«Ο γιος μου, Μελίνα, είναι καλλιτεχνική φύση. Γράφει ποιήματα. Κάποια
μέρα μάλιστα σκέφτεται να τα εκδώσει» μου ανάφερε με περηφάνια.
Δεν ξέρω, αλλά η κουβέντα της αυτή μου θύμισε αμέσως τον Πετρή. Ακρι-
βώς την ίδια επιθυμία μου είχε εκφράσει και κείνος το βράδυ του δείπνου λί-
γο πριν φύγει από το σπίτι.
«Πως τον λένε τον γιο σας;» τη ρωτάω διακόπτοντας τον ειρμό της, και με
τη κρυφή ελπίδα να είναι ο Πετρής.
«Πετρή τον λένε».
«Ντιν!Ντον!» βγαίνει αυθόρμητα απ’ τα χείλη μου, κάνοντας την κυρία
Φωτεινή να απορήσει. «Μη δίνετε σημασία, είναι μια έκφραση που χρησιμο-
ποιούμε μερικές φορές εμείς οι ηθοποιοί για χάρη γούστου» της λέω πειστικά.
«Α! Ναι; Πρωτότυπη έκφραση για.. Μ’ αρέσει. Θα τη λέω κι εγώ» μου δη-
λώνει, αναφωνώντας κατόπιν όλο σκέρτσο: «Ντιν!Ντον!»
Χαμογέλασα. Ήταν απολαυστική, έχοντας τον ίδιο πηγαίο αυθορμητισμό
με κείνου του γιου της Πετρή. «Λοιπόν, Μελίνα, ο γιος μου πήρε το όνομα του
πατέρα μου. Κανονικά έπρεπε να του δώσουμε το όνομα του πεθερού μου, αλ-
λά…» ξεκίνησε να μου μιλάει για τα οικογενειακά της δίχως να παίρνει ανάσα.
Κι εγώ να κάθομαι υπομονετικά να την ακούω με το βλέμμα μου καρφω-
μένο προς τη μεριά του κήπου μήπως και σκάσει μύτη ο Πετρής. Η ώρα ωστό-
σο περνούσε, και ο Πετρής δεν έλεγε να φανεί. Στο μεταξύ, η γλώσσα της κυ-
ρίας Φωτεινής να πηγαίνει ροδάνι. Δεν λέω, καλή και χρυσή η γυναίκα, αλλά
πολύ φλύαρη. Τάση λυποθυμίας μου ήρθε από την πολυλογία της. Ώσπου δεν
άντεξα άλλο, και κοίταξα το ρολόι μου μήπως καταλάβει και σταματήσει. Τζί-
φος! Τώρα, με είχε πιάσει μονότερμα για τις καλλιτεχνικές ανησυχίες εκείνης
και της φίλης της Λίλας Πατέλη, προέδρου του πολιτιστικού συλλόγου της
Πάρου, που σαν από μηχανής θεός μόλις είχε καταφτάσει για βραδινή βεγγέ-
ρα. Επωφελούμενη από τον ερχομό της, είπα να τη κάνω με ελαφρά πηδημα-
τάκια.«Ώρα να πηγαίνω κι εγώ, να σας αφήσω να τα πείτε οι φίλες» είπα ευ-
γενικά και σηκώθηκα.
Η κυρία Φωτεινή με σταμάτησε αμέσως. «Απαπα… τι είναι αυτά που με
λες κοκόνα μου, θα σε μαλώσω» είπε, και μ’ έβαλε πάλι να καθίσω. Ύστερα,
γυρνώντας προς τη μεριά της φίλης της, έσπευσε να με συστήσει.«Λιλάκι, από
δω να σε γνωρίσω τη Μελίνα, τη νέα μας φίλη».
«Χαίρω πολύ Μελίνα» μου λέει εγκάρδια, δίνοντας μου το χέρι της. «Είσαι
πολύ γλυκιά φατσούλα».
«Αν σε πω και τη δουλειά της» επεμβαίνει η κυρία Φωτεινή, «τότες, θα τη
συμπαθήσεις ακόμα πιο πολύ για ».
«Μη μου πεις…μη μου πεις, θα το βρω μόνη μου» προλαβαίνει και της κό-
βει τη φόρα η Λίλα. «Ξέρεις δα, είμαι μανούλα να βρίσκω τη δουλειά κάποι-
ου».
«Καλά, σε αφήνω να το βρεις μόνη σου, όμως πρόσεχε να μην αρχίσεις το
παιχνίδι των δέκα ερωτήσεων και τη ζαλίσεις τη κοπέλα για» της είπε εκείνη,
και σηκώθηκε να πάει μέσα στο σπίτι.
Η κυρία Πρόεδρος βάζοντας τον δείκτη του δεξιού της χεριού πάνω στο
μάγουλο της, ξεκίνησε να με περιεργάζεται. Ούτε ακτίνες λέϊζερ να ήταν το
βλέμμα της. Εγώ στο μεταξύ, επειδή είχε αρχίσει να μου αρέσει το παιχνίδι
αυτό, για να τη μπερδέψω είχα πάρει το ύφος, αυτό της ντροπαλής και συνε-
σταλμένης καθηγήτριας, που μόλις είχε διορισθεί. Τι ηθοποιός θα ήμουν τάχα
αν δεν μπορούσα να παίξω τέτοιο ρόλο;
«Ακόμα μπρε να το βρεις;» της φωνάζει η κυρία Φωτεινή, που είχε επι-
στρέψει κρατώντας στα χέρια της ένα δίσκο γεμάτο γλυκίσματα.
Η Λίλα σκέφτεται λίγο ακόμα, κι ύστερα όλο καμάρι ανακοινώνει: «Μα,
είναι προφανές, η κοπελιά από δω δεν μπορεί να είναι άλλο από καθηγήτρια
φιλολογίας και μάλιστα γαλλικών».

«Φως φανάρι μπρε, μη σε πω και… της εσπεράντο» συμπληρώνει περιπαι-
χτικά η Φωτεινή.
Χωρίς υπερβολή, παραλίγο να μου βγει από τη μύτη το μπισκότο, που κεί-
νη τη στιγμή έτρωγα, από τα γέλια που από ευγένεια θέλησα να πνίξω.
«Α! όλα κι όλα Φωτεινή. Εγώ δεν πέφτω ποτέ έξω. Είμαι μεγάλη φυσιο-
γνωμίστρια» είπε η Λίλα, σκάζοντας ένα χαμόγελο γεμάτο αυτοπεποίθηση.
«Σίγουρα για, μεγάλη φυσιογνωμίστρια» σχολίασε ειρωνικά η Φωτεινή,
για να συμπληρώσει κατόπιν κουνώντας το κεφάλι της αποδοκιμαστικά:
«Ντίπ μυαλό δεν έχει απομείνει στη κεφαλή σου».
Αν θέλετε πιστέψτε το. Με το που τελειώνει την ατάκα της η κυρία Φωτει-
νή, ξεκινάει μεταξύ τους ένα πείραγμα και μια αντιπαράθεση, άνευ προηγου-
μένου. Μη σας πω ίδια με κείνη της Γοργώς και μένα. Κι εγώ, μη μπορώντας
να παρέμβω, άλλωστε που να κάνω ζάφτι, είχα μείνει με ορθάνοικτο στόμα να
τις κάνω χάζι, σκεφτόμενη συνάμα πόση αναστάτωση φέρνει σε μια μικρή
κοινωνία ο ερχομός ενός ξένου, ενός νεοφερμένου. Μ’ ένα βότσαλο στη λίμνη
μοιάζει, που ταράζει τα νερά της για να βγει από το τέλμα και την απραξία
της.
«Απαπα…Ο Χριστός κι η Παναϊα, μ’ έσκασες για» ακούω τη κυρία Φωτει-
νή αγανακτισμένα να λέει καμιά φορά στη φίλη της, «Ηθοποιός είναι η κοπέ-
λα», της ξεφουρνίζει επιτέλους, και της γυρνάει τη πλάτη επιδεικτικά.
Για δευτερόλεπτα η Λίλα μένει να κοιτά μια εμένα και μια τη φίλη της με
ψιλοχαμένο ύφος. Κατόπιν, κάπως μαζεμένα λέει στη κυρία Φωτεινή: «Ηθο-
ποιός ε; Καλά βρε Φωτεινή, δεν έγινε και τίποτα που έπεσα και εγώ μια φορά
έξω».
«Φυσικά, και δεν έγινε τίποτα» παρεμβαίνω αμέσως για να τη βγάλω από
την αμηχανία.
Η Λίλα μου σκάει ένα πλατύ χαμόγελο, και παίρνοντας πάλι τα πάνω της
με ύφος επίσημο μου λέει:«Ω! ποία τιμή να γνωρίζω από κοντά μια ηθοποιό»,
και μου σφίγγει το χέρι τόσο δυνατά που μου κόβεται η ανάσα.
Να μη τα πολυλογώ, από το σπίτι της κυρίας Φωτεινής έφυγα εκτός από
τους πόνους στα οπίσθιά μου, και με ένα κεφάλι καζάνι. Χαλάλι όμως, γιατί
και τον Πετρή είχα βρει, και πρόταση είχα από την Λίλα Πατέλη να δουλέψω
στη θεατρική ομάδα, ωσάν καλλιτεχνική διευθύντρια παρακαλώ. Όταν το ίδιο
βράδυ το ανέφερα στη Γοργώ, εκείνη δεν έχασε ευκαιρία να με προσγειώσει
ανώμαλα, κάνοντας κουρκούτι το μυαλό μου, με απανωτούς προβληματισμούς
και ερωτήματα.
«Βρε, νομίζεις ότι θα τα καταφέρεις; Σ’ αυτά τα εργαστήρια μόνο ψωνάρες
μαζεύονται, που πιστεύουν ότι είναι ηθοποιοί. Άσε που δεν υπάρχουν και οι
πόροι. Αυτό που το βάζεις; Λίγο τόχεις; Πως θα ανεβάσετε έργα μου λες; Με
αέρα κοπανιστό ή αέρα πελαγίσιο;»
«Ούφ! Σταμάτα πια, με ζάλισες. Όλο τη καταστροφή φέρνεις. Δεν λέω,
μπορεί να έχεις δίκιο, αλλά μη μου κόβεις τη φόρα, μη με αποκαρδιώνεις. Άσε
με να το παλέψω. Δεν μπορώ άλλο να είμαι στην απραγία. Καλό θα μου κάνει
να ασχοληθώ με κάτι. Γι αυτό, μη μου το χαλάς σε παρακαλώ».
Η Γοργώ προτίμησε να μην μου αντιγυρίσει. Κούνησε αδιάφορα τους ώ-
μους της, σαν να μου έλεγε κάνε ό,τι νομίζεις, και ανέβηκε πάνω στην κρεβα-
τοκάμαρα της.



Ο ΧΟΡΟΣ ΤΩΝ ΘΕΡΙΣΤΩΝ ΚΕΦΑΛΑΙΟ 20ο


Άφησα τον Ερνέστο στην άκρη του λιβαδιού και πήρα πεζή το μονοπά-
τι που οδηγούσε στο κέντρο του χωριού. Η πρωινή αντίδραση της Μελίνας με
γέμισε χαρά κι ανακούφιση. Ένοιωσα τεράστιες ενοχές χθες βράδυ βλέποντας
την με το βλέμμα γεμάτο απελπισία να κοιτάζει δεξιά κι αριστερά. Δεν μπο-
ρούσα φυσικά να την αδικήσω, μέσα μου όμως ήλπιζα πως η επομένη μέρα θα
ήταν πιο φωτεινή και για τις δύο μας, και δεν είχα άδικο. Ο γαλανός ουρανός
κι οι μυρωδιές της φύσης γίνονται πάντα καταλύτης και βάλσαμο της ψυχής.
Η απόλυτη γαλήνη του πρωινού και οι νυσταγμένοι ήχοι της φύσης μ’
έκαναν ν’ αναπολήσω τα παιδικά μου καλοκαίρια στην Τήνο, όπου κυνηγού-
σαμε τζιτζίκια και χρυσόμυγες.
Το τηλέφωνο χτύπησε διακόπτοντας τις σκέψεις μου, κάνοντας ένα τε-
ράστιο μοσχάρι που με παρακολουθούσε από το φράχτη του στάβλου να μου-
γκανίσει ξαφνιασμένο.
«Πολιτισμό το λένε φίλε» του απηύθυνα το λόγο, και γέλασα βλέπο-
ντας την απορία στο βλέμμα του.
Ήταν ο Δομίνικος που ακόμα δεν μπορούσε να καταλάβει αν του έκανα
πλάκα ή το εννοούσα ότι βρισκόμουν στην Αντίπαρο.
«Είσαι τρελή» μου είπε με φωνή εμφανώς χαρούμενη, «καλώς όρισες
και πρόσεχε, οι άνθρωποι στο νησί δεν είναι Ρωμαίοι. Μην τους “κουφάνεις”
με την πρώτη».
«Αν κρίνω από σένα Δομίνικε είναι από μόνοι τους “θεόκουφοι” δεν περί-
μεναν εμένα. Το βράδυ σε περιμένουμε στο φτωχικό μας. Φέρε και τις πιτζά-
μες σου μαζί, γιατί θα μείνεις να βοηθήσεις στις δουλειές. Χρειαζόμαστε αρ-
σενική υποστήριξη, σου υπόσχομαι να μη σε αποπλανήσουμε πολύ».
«Ααα.. γι αυτό το τραπέζωμα! Είπα κι εγώ από πότε έγινε τόσο κοινωνική
η Γοργούλα» απάντησε και γέλασε με το αστείο του.
Περπάτησα κάπου εκατό μέτρα χωματόδρομο κι έφτασα στα πρώτα σπί-
τια της πόλης. Οι δρόμοι ήταν πλακόστρωτοι και τα σπίτια ασβεστωμένα. Μυ-
ρωδιές από καμένο ξύλο και τηγανίτες έφτασαν στα ρουθούνια μου κάνοντας
τους σιελογόνους μου αδένες να ξεχειλίσουν. Γνώριζα καλά αυτή τη μυρωδιά
από τις ζεστές τηγανίτες με μέλι που μου έφτιαχνε η γιαγιά μου για πρωινό.
«Καλημέρα» ακούστηκε μια τραγουδιστή φωνή δίπλα μου.
«Συγνώμη, με γνωρίζετε;» αποκρίθηκα κι εγώ με απορία στην φορτωμένη
με φρατζόλες κυρία που με προσπέρασε.
«Όχι» απάντησε με φυσικό ύφος, «η καλημέρα είναι του θεού κορίτσι
μου» συμπλήρωσε πειραγμένη από το απορημένο ύφος μου.
«Καλημέρα» είπα με χαμόγελο μαζεύοντας τη συμπεριφορά μου.
«Έτσι μπράβο. Μια χαρά κοπέλα είσαι. Από που μας έρχεσαι;»
«Ε.. Από Ρώμη» αποκρίθηκα.
«Ιταλίδα; Θα μείνεις μέρες; Έχεις βρει δωμάτιο; Νοικιάζω στούντια πλάι
στη θάλασσα θέλεις να δεις;» με κεραυνοβόλησε με ερωτήσεις ευθύς μόλις
της έδωσα το πράσινο φως.
«Ελληνίδα είμαι. Γοργώ Δεμέζη» της συστήθηκα, «δεν χρειάζομαι
στούντιο, ευχαριστώ, έχω δικό μου σπίτι και θα μείνω εδώ μόνιμα» της είπα.
«Γοργώ;» ρώτησε με περίεργο ύφος.
«Ναι γιατί υπάρχει πρόβλημα;»
«Ο..οχι» απάντησε κομπιάζοντας. «Καλημέρα Στρατή» απευθύνθηκε στον
ηλικιωμένο άνδρα που κι εκείνος φορτωμένος φρατζόλες περνούσε από δίπλα
μας. «Η κοπέλα είναι εγγονή της Γοργώς» του είπε με νόημα.
«Γνωρίζατε τη γιαγιά μου; Πως ξέρετε ότι είμαι εγγονή της;» ρώτησα με
εύλογη απορία.
«Κοπέλα μου αυτό το όνομα είναι σπάνιο. Άλλωστε της μοιάζεις. Ελπίζω
όχι σε όλα» μουρμούρισε πικρόχολα.
«Δεν με αφορά η γνώμη σας κυρία» της επιτέθηκα. «Η γιαγιά μου ήταν
σπουδαίος άνθρωπος, και δεν σας επιτρέπω να μιλάτε γι’ αυτήν» είπα και γύ-
ρισα να φύγω.
«Καλώς όρισες» πρότεινε το χέρι του ο κύριος Στρατής, προσπαθώντας να
σώσει την κατάσταση ρίχνοντας ταυτόχρονα ένα αυστηρό βλέμμα στην συνο-
μιλήτρια μας,
«Δεν το βλέπω πουθενά το… καλώς» απάντησα κι απομακρύνθηκα χωρίς
να ανταποκριθώ στη χαιρετούρα.

Ένοιωσα ξαφνικά οργή. Τι βρωμόκοσμος ήταν αυτός που με το καλημέ-
ρα άρχισε το κουτσομπολιό. Τι νιτερέσο είχε η εν λόγω κυρία με τη γιαγιά
μου; Και τι σχέση άλλωστε θα μπορούσε να έχει η Γοργώ με αυτού του είδους
τους ανθρώπους;
«Αι σιχτίρι» μουρμούρισα και μπήκα στο φούρνο.
«Δυό φρατζόλες χωριάτικο παρακαλώ… και χωρίς ερωτήσεις» ξέσπασα
στο φούρναρη καθώς τον είδα να μου χαμογελά με ανακριτική διάθεση.
Περιπλανήθηκα στην πόλη προσπαθώντας να ηρεμήσω. Οι ντόπιοι με κοι-
τούσαν με περιέργεια που μου έδινε στα νεύρα. Αποφάσισα όμως να μη δώσω
σημασία. Ο Δομίνικος με είχε προειδοποιήσει γι’ αυτό. Ήταν θέμα χρόνου να
αποδεχθούν ένα ξένο στην μικρή τους κοινωνία. Άλλωστε η τουριστική περίο-
δος ήταν ήδη σε εξέλιξη, σύντομα θα είχαν άλλα πράγματα να ασχοληθούν και
λίγο θα τους ένοιαζε η δική μας παρουσία. Αγόρασα φρέσκα ψάρια από την
τράτα και κατευθύνθηκα στην αγορά για τα υπόλοιπα ψώνια. Η διάθεση μου
είχε αποκατασταθεί, και φορτωμένη με σακούλες, κάθισα στο πρώτο καφε-
νείο που βρήκα μπροστά μου να πάρω δυνάμεις για την επιστροφή.
«Good morning, coffee or tea?» πλησίασε ευγενικά η κοπέλα του μαγα-
ζιού.
«Ουζάκι με πάγο και μεζέ» αποκρίθηκα χαμογελώντας.
«Ελληνίδα;» ρώτησε ανταποδίδοντας το χαμόγελο.
«Ελληνιδοτάτη» αποκρίθηκα.
«Σας πέρασα για ξένη».
«Ναι…ξένη, ακριβώς έτσι ένοιωσα κι εγώ στο νησί σας» είπα με σαφή
μομφή.
«Μη δίνετε σημασία» απάντησε καλοσυνάτα η κοπέλα, «δεν είναι κακοί
άνθρωποι, λίγο ιδιόρρυθμοι θα έλεγα».
«Είναι;… Εσύ δηλαδή δεν είσαι;» της πέταξα με ειρωνεία.
«Εγώ δεν είμαι από την Αντίπαρο. Είμαι βόρεια» αποκρίθηκε κι έκανε α-
πότομη στροφή προς το μαγαζί, προφανώς για να μη μου απαντήσει όπως
μου άξιζε.

Ήπια το ουζάκι μου και πήρα το δρόμο της επιστροφής με ανάμικτα συ-
ναισθήματα. Αποφάσισα να μην πω τίποτα στη Μελίνα για να μη την φρικάρω
περισσότερο από όσο ήταν. Άλλωστε κανείς δεν μας υποχρέωνε να κάνουμε
παρέα με τους δύστροπους κι αφιλόξενους χωριάτες. Δεν είχα επενδύσει πά-
νω τους το παραμικρό όταν αποφάσισα να έλθω στο νησί. Στα δικά μου πόδια
στηρίχτηκα μέχρι τώρα και ήταν πολύ στέρεα. Σιγά μην με τρόμαζαν πέντε
κακομαθημένοι βλάχοι.
Βρήκα τη Μελίνα στην κουζίνα να γυαλίζει κατσαρολικά και να τραγουδά-
ει νησιώτικα τραγούδια.
«Κοίτα τι έφερε ο κουβαλητής του σπιτιού» είπα κι άφησα κάτω τις σα-
κούλες κατάκοπη από το κουβάλημα.
«Ναι αλλά κι η νοικοκυρά του σπιτιού κοίτα τι σου ετοίμασε;» είπε με πο-
νηρό ύφος κι ανασήκωσε ένα πιάτο αποκαλύπτοντας μια λαχταριστή ομελέτα.
«Που βρήκες τα αβγά ρε; » ρώτησα με έκπληξη.
«Στο κοτέτσι».
«Έχουμε κοτέτσι;»
«Εμείς όχι, αλλά εδώ γύρω έχουν πολλοί» απάντησε με αθώο ύφος.
«Τα έκλεψες;»
«Όχι, μου τα έδωσαν οι κοτούλες. Τις ρώτησα και δεν είχαν αντίρρηση.
Δικά τους είναι όπου θέλουν τα δίνουν».
«Είσαι τρελή;»
«Ναι, πειράζει;»
«Καθόλου» είπα γελώντας κι όρμησα με βουλιμία στην ομελέτα.
Η Μελίνα μέσα σε λίγες ώρες είχε κάνει το σπίτι αγνώριστο. Παντού μύρι-
ζε χλωρίνη και καθαριότητα και στην κουζίνα χόχλαζαν κατσαρόλες με φαγη-
τό. Ευτυχώς που υπήρχε ο καλός μου άγγελος γιατί εγώ εκτός από μακαρονά-
δα δεν ήξερα να μαγειρεύω τίποτε άλλο.
«Ποιος θα τα φάει όλα αυτά;» τη ρώτησα κάποια στιγμή βλέποντας την να
καθαρίζει φρέσκα κρεμμυδάκια, «και… αλήθεια, που τα βρήκες τα κρεμμύδι-
α; Εγώ δεν θυμάμαι να αγόρασα».

«Α.. ξέχασα να σου πω. Το βράδυ θα έλθει κι ένας φίλος μου για φαγητό».
«Ποιος θα έλθει; Ένας φίλος σου; Πας καλά κούκλα μου; Πόσες ώρες έκα-
τσες στον ήλιο; Η μήπως σκοπεύεις να φέρεις το πρόβατο στο τραπέζι;»
«Πρώτον δεν είναι πρόβατο, είναι προβατίνα. Δεύτερον ο φίλος μου είναι
ο μπαμπάς της προβατίνας, και τρίτον τα κρεμμυδάκια τα βούτηξα από ένα
αφύλακτο μποστάνι μαζί με ντοματούλες κι αγγουράκια. Άλλη ερώτηση;»
«Μελίνα;» αναφώνησα μένοντας άναυδη με όσα άκουγα. «Έλειψα τρεις
ώρες και έκανες το μύλο Σόδομα και Γόμορρα; Γνώρισες το μπαμπά της Φρό-
σως, τον κάλεσες σε δείπνο, και τσάκισες κοτέτσι και μποστάνια; Χα..χα δεν
πιστεύω όσα ακούω, παραισθήσεις έχω σίγουρα».
«Καλά, άντε να κάνεις ένα μπανάκι να γίνεις μια κούκλα γιατί σε λίγο θα
έρθουν τα παιδιά και δεν κάνει να μας δούνε μέσα στη μπίχλα»
«Σοβαρολογείς; Ποιος είναι αυτός που γνώρισες; Πες μου».
«Θα τον γνωρίσεις» απάντησε, και χαμογέλασε πονηρά. «Γλυκούλης είναι
και φαίνεται καλό παιδί».
«Μυρίζει αίσθημα;» τη ρώτησα.
«Όχι βρε. Μια γνωριμία φιλική. Τίποτα περισσότερο».
«Καλάααα» απάντησα και τρύπωσα στο μπάνιο με την καρδιά μου γεμάτη
χαρά που η φίλη μου είχε βρει το χαμόγελό της μετά από τόσο καιρό που τη
γνώριζα.
Ο Δομίνικος κατέφθασε πριν καλά καλά δύσει ο ήλιος φέρνοντας τρεις
μποτίλιες κόκκινο κρασί από τ’ αμπέλια του. Μας αγκάλιασε και τις δυο συ-
γκινημένος κι ευχήθηκε μέσα από την καρδιά του όλα να πάνε καλά.
«Είστε θεότρελες αλλά χαίρομαι πολύ που είστε εδώ» δήλωσε σοβαρός,
«να ξέρετε πως οτιδήποτε χρειαστείτε θα είμαι πλάι σας».
«Ο,τιδήποτε;» ρώτησα και τον κοίταξα στα μάτια.
«Ναι. Το εννοώ και το ξέρεις» είπε σοβαρός.
«Ωραία. Μέσα στην αποθήκη βρήκα μια παλιά βάρκα που τη λένε Γοργώ.
Προφανώς ήταν της γιαγιάς μου. Χρειάζεται βάψιμο, συντήρηση και μηχανή.
Πότε θα είναι έτοιμη;»
«Τι να σου πω τώρα;» γέλασε ο Δομίνικος, «έχεις ένα μοναδικό τρόπο να
μου φτύνεις τη συζήτηση. Τέλος πάντων, για χάρη της Μελίνας που ο θεός δο-
κιμάζει τις αντοχές της με τη συγκατοίκηση μαζί σου θα το κάνω».
«Καλησπέρα σας» ακούστηκε μια διστακτική φωνή από την άκρη της βε-
ράντας. Ήταν ο καλεσμένος της Μελίνας που μπήκε αθόρυβα στον κήπο κι
έφτασε μέχρι την παρέα μας κάνοντας προφανώς ένα βήμα μπρος και δύο πί-
σω. Στα χέρια του κρατούσε μια μυτζήθρα κρεμασμένη σε μια νωπή τσαντίλα
κι ένα καρβέλι ψωμί. Με κόπο κρατήθηκα να μη γελάσω καθώς θυμήθηκα
σκηνές από ελληνικές ταινίες με τα πεσκέσια που έφερναν οι ψηφοφόροι
στους βουλευτές.
«Καλησπέρα Πετρή» αναφώνησε η Μελίνα και σηκώθηκε. «Να σας συ-
στήσω».
Με το άκουσμα του ονόματος, η φαντασία ήδη καλπάζουσα στον παλιό ελ-
ληνικό κινηματογράφο έφερε μπροστά μου τη σκηνή του Πετρή από την ται-
νία «Κορίτσια στον ήλιο».
«Χάρηκα Πετρή» του είπα απλώνοντας το χέρι μου πνίγοντας με πολύ κό-
πο το γέλιο που έφτασε μέχρι τα χείλη μου.
Ο Δομίνικος καλωσόρισε με τη σειρά του τον προσκεκλημένο της Μελίνας,
ρίχνοντας ταυτόχρονα μια αυστηρή ματιά σε μένα προειδοποιώντας με να μη
τολμήσω να φρικάρω τον άνθρωπο που μόλις γνωρίσαμε.
Η Μελίνα τέλεια οικοδέσποινα χάθηκε στην κουζίνα φέρνοντας ένα δίσκο
με λιχουδιές και τέσσερα ποτήρια με κρασί.
Έγιναν οι σχετικές προπόσεις και οι ευχές για το ο, τι «ευ» του καθενός
μας και καθίσαμε στο τραπέζι της βεράντας το οποίο η Μελίνα είχε στολίσει
με όμορφα λουλούδια, και κλαριά βασιλικού ανάμεσά τους που μοσχοβολού-
σαν υπέροχα.
«Λοιπόν Πετρή μας, πώς σου φαίνεται το νησί μας;» έσπασα τη σιωπή ε-
πιχειρώντας να δοκιμάσω τα αντανακλαστικά και τις αντοχές του Πετρή στο
χιούμορ μου.
«Εγώ θα έπρεπε να το ρωτήσω αυτό» μου αποκρίθηκε χαμογελώντας ευ-
γενικά.

«Είδα που αργούσες και είπα να βοηθήσω».
«Ο Πετρής είναι ντόπιος» πήρε το λόγο η Μελίνα πριν προλάβω να συνε-
χίσω την κουβέντα μου. «Έχει μεγαλώσει στο νησί κι έχει κοπάδια αιγοπρό-
βατα. Η Φρόσω είναι δικιά του. Η μάλλον…ήταν θα έλεγα γιατί μου τη χάρι-
σε».
Μια γουλιά κρασί βγήκε από τη μύτη μου καθώς το καταπιεσμένο μου γέ-
λιο έκανε την επίθεσή του.
«Τι σου χάρισε; Την γίδα; Χα,χα.. ωραίο δώρο γνωριμίας, χα..χα στους αρ-
ραβώνες χαρίζετε βόδι; Μοντιέ τρε σικ!»
Ένοιωσα μια δυνατή κλωτσιά κάτω από το τραπέζι που δεν κατάλαβα αν
ήταν του Δομίνικου ή της Μελίνας. Ωστόσο τους είδα να κοιτάζονται μεταξύ
τους με αμηχανία χωρίς να γελάνε με το αστείο μου.
Ο Πετρής κοίταξε το πιάτο του, κοίταξε τη Μελίνα, και ξαφνικά ξέσπασε
σε γέλιο.
«Τελικά έχεις πλάκα» είπε ειρωνικά κοιτάζοντας με στα μάτια, «πολύ
πλάκα».
«Το τυράκι εσύ τόφτιαξες;» συνέχισα πικαρισμένη.
«Ναι» απάντησε ψύχραιμα.
«Ξέχασες να βάλεις αλάτι. You Know αλάτι; »
«Το λένε ανθότυρο. You Know ανθότυρο; » απάντησε χωρίς να πάρει το
βλέμμα του από πάνω μου.
«Ξέρεις Πετρή η Γοργώ έχει το δικό της χιούμορ. Θα τη συνηθίσεις σιγά
σιγά» πετάχτηκε ο Δομίνικος. «Κατά τα άλλα είναι μια χαρά».
«Ποια είναι τα σχέδιά σας κορίτσια;» αποφόρτισε την ατμόσφαιρα ο Δο-
μίνικος για να δώσει βήμα στην κουβέντα μας.
«Δεν.. δεν ξέρω» απάντησε χαμογελώντας η Μελίνα. Φαντάζομαι σε πρώ-
τη φάση θα βρούμε μια δουλειά, ο,τιδήποτε».
«Α.. το καλοκαίρι έχει ψωμί το νησί» πετάχτηκε ο Πετρής. «Αν μιλάτε και
λίγα αγγλικά θα είναι πανεύκολο να βρείτε δουλειά. Αν θέλετε μπορώ να βοη-
θήσω. Ειδικά στην Πάρο έχω μερικούς φίλους που πάντα τέτοια εποχή ζητούν
προσωπικό».
«Πολύ ωραία, σ’ ευχαριστούμε» είπε με ενθουσιασμό η Μελίνα χτυπώντας
τα χέρια της.
«Εγώ δεν ενδιαφέρομαι για κάτι τέτοιο» απάντησα κοφτά, «είμαι καλλιτέ-
χνης και δεν σκοπεύω να ζήσω μιζεριάζοντας με τα μεροκάματα του τρόμου
υπηρετώντας κακότροπους τουρίστες».
«Μπορείς όμως να δουλέψεις μαζί μου» επενέβη ο Δομίνικος. «Αυτή την
εποχή αγιογραφώ ένα μοναστήρι και μπορείς να με βοηθήσεις σημαντικά».
«Προτιμώ να βόσκω γελάδια» πέταξα ειρωνικά. «Πέτρε έχεις καμία θέση
βοσκού;» απευθύνθηκα στον φίλο μας που δεν μιλούσε καθόλου.
«Αποφάσισε τι ακριβώς θέλεις καλή μου… και το βλέπουμε» αποκρίθηκε
πίνοντας αδιάφορα το κρασί του.
Η βραδιά κύλησε με το Δομίνικο να μονοπωλεί τη συζήτηση μιλώντας για
τα βάσανα του γάμου του, και τη Μελίνα να τον συμμερίζεται πάσχοντας μαζί
του.
Με τον Πετρή ανταλλάξαμε ελάχιστες κουβέντες και αρκετά ειρωνικά
βλέμματα. Αποσύρθηκα σχετικά νωρίς ζητώντας “ταπεινά” συγνώμη και έπε-
σα για ύπνο με άσχημη διάθεση προσπαθώντας να ισορροπήσω τα συναισθή-
ματα μου απέναντι στην απόφαση που είχα πάρει. Η αλήθεια ήταν ότι ήμουν
αλλιώς μαθημένη. Είχα μεγαλώσει σε ένα διαφορετικό περιβάλλον, ακόμα και
τα χρόνια που πέρασα στην Ιταλία συναναστρεφόμουν με ανθρώπους άλλης
ιδιοσυγκρασίας, και τούτοι οι λαϊκοί άνθρωποι μου πυροδοτούσαν παράξενα
συναισθήματα. Η Μελίνα το έλεγε αυθεντικότητα, εμένα όμως δεν μου άρεσε
αυτή η ξεδιαντροπιά. Σου πέταγαν στα μούτρα τη σκέψη τους αδιαφορώντας
που θα χτυπήσουν τα βόλια. Περπατούσες κι ένοιωθες πίσω σου ζευγάρια μά-
τια να σε παρακολουθούν προσπαθώντας να μαντέψουν το πώς και το ό, τι
σου.



Τα κοχύλια ζουν; Μια μικρή ιστορία της Βάνας Σμπαρούνη

Τα κοχύλια ζουν;   Μια μικρή ιστορία της Βάνας Σμπαρούνη Τα κοχύλια ζουν; Η Νεφέλη όταν αντίκρισε την παραλία της Πευκιάς ψηλά από τον δρόμ...