Πέμπτη 17 Μαρτίου 2016

Μίλτος Σαχτούρης, ένας σημαντικός Έλληνας ποιητής







Ο Μίλτος Σαχτούρης (Αθήνα29 Ιουλίου 1919 – Αθήνα29 Μαρτίου 2005) ήταν ένας από τους σημαντικότερους μεταπολεμικούς Έλληνες ποιητές τιμημένος με τρία κρατικά βραβεία.







Ένας μπαξές γεμάτος αίμα είν’ ο ουρανός
και λίγο χιόνι
έσφιξα τα σκοινιά μου
πρέπει και πάλι να ελέγξω
τ’ αστέρια
εγώ
κληρονόμος πουλιών
πρέπει
έστω και με σπασμένα φτερά
να πετάω.



Όμως υπάρχουν ακόμα
λίγοι άνθρωποι
που δεν είναι κόλαση
η ζωή τους..
υπάρχει το μικρό πουλί ο κιτρινολαίμης
η Fraulein Ramser
και πάντοτε του ήλιου οι απομείναντες
οι ερωτευμένοι με ήλιο ή με φεγγάρι..
ψάξε καλά
βρες τους, Ποιητή!
κατάγραψέ τους προσεχτικά
γιατί όσο παν και λιγοστεύουν
λιγοστεύουν..

Πρώιμα χρόνια

Γεννήθηκε στην κλινική Λούρου στην Αθήνα και ήταν γιος του δικαστικού και νομικού συμβούλου του κράτους, Δημητρίου Σαχτούρη και της Αγγελικής Παπαδήμα. Από το γένος του πατέρα του καταγόταν από την Υδραϊκή οικογένεια των Σαχτούρηδων και ήταν εγγονός του αξιωματικού του πολεμικού ναυτικού Μιλτιάδη Σαχτούρη και δισέγγονος του ναυμάχου του '21 Γιώργη Σαχτούρη.
Όταν ήταν πέντε ετών η οικογένειά του εγκαταστάθηκε μόνιμα στην Αθήνα. Με την επίμονη προτροπή του πατέρα του, το 1937 άρχισε σπουδές νομικής στο Πανεπιστήμιο Αθηνών. Στο σχολείο ήταν συμμαθητής με τον Επαμεινώνδα Γονατά. Το 1938 δημοσίευσε με το ψευδώνυμο Mίλτος Xρυσάνθης ένα διήγημα στο περιοδικό Εβδομάδα. Το 1939 πέθανε ο πατέρας του. Μερικά χρόνια αργότερα (1944), αν και βρισκόταν στο τέταρτο έτος της Νομικής, έκαψε τα βιβλία που διάβαζε, αποφασισμένος να επιδοθεί αποκλειστικά στην ποίηση. Την βιβλιοθήκη του πατέρα του, με τα νομικού περιεχομένου βιβλία, την πούλησε. Κατά τη διάρκεια της Κατοχής έπασχε από φυματίωση με αποτέλεσμα για μεγάλο χρονικό διάστημα να παραμείνει καθηλωμένος στο κρεβάτι. Την εποχή του Εμφυλίου υπηρέτησε στον στρατό.

Η ενασχόλησή του με την ποίηση

Πρωτοέγραψε ποίηση την άνοιξη του 1941. Το 1943 γνωρίστηκε με τον Οδυσσέα Ελύτη και τον Νίκο Εγγονόπουλο, με τον οποίο συνδέθηκε με στενή φιλία. Ως ποιητής στον χώρο των γραμμάτων εμφανίστηκε, ύστερα από παρότρυνση του Ελύτη, το 1944 στο περιοδικό Τα Νέα Γράμματα. Τον επόμενο χρόνο κυκλοφόρησε η πρώτη του ποιητική συλλογή «Η Λησμονημένη». Για την συλλογή αυτή ο Σαχτούρης ανέφερε πολλά χρόνια αργότερα: «το βιβλίο είναι αφιερωμένο σε αυτή τη γυναίκα, η οποία επανέρχεται και σε άλλα ποιήματά μου αργότερα μέχρι τα Εκτοπλάσματα». Το 1948 εξέδωσε τις «Παραλογαίς». Ακολούθησαν πολλές, ακόμη συλλογές με αποκορύφωμα την συλλογή «Με το πρόσωπο στον τοίχο»(1952), που εκείνη την εποχή πούλησε πέντε αντίτυπα, αν και ήταν το καλύτερο έργο του.
Πήρε κακές κριτικές για τα πρώτα του ποιήματα από τους εκπροσώπους της γενιάς του '30 και ιδιαίτερα από τους Άλκη Θρύλο, Παλαιολόγο, Αιμίλιο Χουρμούζιο, Πέτρο Χάρη κ.α., οι οποίοι αντιμετώπισαν το έργο του με χλεύη.

Καταξίωση

Στις αρχές τις δεκαετίας του 1960 οι κριτικοί άρχισαν να δίνουν μεγαλύτερη προσοχή στα ποιήματα του Σαχτούρη. Πρώτα ο Αλέξανδρος Αργυρίου και στη συνέχεια η Νόρα Αναγνωστάκη, σύζυγος του Μανόλη Αναγνωστάκη, με το άρθρο της «Ο Μίλτος Σαχτούρης και οι δύσκολοι καιροί» στο περιοδικό Κριτική. Με το έργο του αργότερα ασχολήθηκαν οι Δ. Μαρωνίτης, Γιάννης Δάλλας, Χρήστος Μπράβος, Θάνος Κωνσταντινίδης, Φραγκίσκη Αμπατζοπούλου, Τατιάνα Μιλλιέξ κ.ά.
Στην διάρκεια της λογοτεχνικής του πορείας τιμήθηκε με τρία κρατικά βραβεία: Το 1956 με το Α΄ Βραβείο Νέοι Ευρωπαίοι Ποιητές από την ιταλική ραδιοφωνία και τηλεόραση για την συλλογή του «Όταν σας μιλώ», το 1962 με το Β΄ Κρατικό Βραβείο Ποίησης για τη συλλογή του «Τα Στίγματα» και το 1987 με το Α΄ Κρατικό Βραβείο Ποίησης για το έργο του«Εκτοπλάσματα».

Το έργο του

Ο Σαχτούρης αν και επηρεάστηκε από τον υπερρεαλισμό (ενσωμάτωσε ευρηματικά πολλά στοιχεία από τον ευρωπαϊκό και τον ελληνικό υπερρεαλισμό) δεν αφομοιώθηκε απ' αυτόν. Θα μπορούσαμε να ισχυριστούμε ότι ξέφυγε από αυτόν αποκτώντας μια καθαρά προσωπική φωνή. Μπορεί όμως με ευκολία να χαρακτηριστεί ποιητής του παραλόγου και του συμβολισμού. Η γλώσσα των ποιημάτων του είναι ελλειπτική, λιτή, τραγική, σκυθρωπή και σοβαρή. Επίσης η ποίησή του ως προς τη δομή είναι ενιαία, δηλαδή εμπειρίες οι οποίες συνεχώς αναπαράγονται με μια κυκλική φορά, ενώ διακρίνει κανείς μια έντονη εικονοποιία. Ανήκει στην πρώτη μεταπολεμική γενιά, είναι ένας πρωτοποριακός ποιητής, με αντοχή στο χρόνο.
Τα ποιήματά του είναι εμπνευσμένα από την περίοδο της κατοχής και της μεταπολεμικής εποχής και έχουν μεταφραστεί σε πολλές γλώσσες όπως Αγγλικά, Γερμανικά, Γαλλικά, Ρωσικά, Ιταλικά, Ολλανδικά, Ισπανικά, Πολωνέζικα. Ποιήματα του διδάσκονται σε σχολεία και πανεπιστήμια της Ελλάδας και του εξωτερικού. Έτεινε προς τον Αριστερό χώρο, χωρίς όμως να είναι απόλυτα αριστερός, όπως είχε δηλώσει ο ίδιος σε συνέντευξή του.

Προσωπική Ζωή

Δεν παντρεύτηκε, διατηρούσε όμως δεσμό από το 1960 μέχρι τον θανατό του με την σύντροφό του και ζωγράφο Γιάννα Περσάκη που συχνά έκανε την εικαστική επιμέλεια στα ποιήματά του. Της είχε αφιερώσει πολλές συλλογές όπως "Το Σκέυος" (1971) καθώς και συγκεκριμένα ποιήματα όπως "Τα Ρολόγια που Αναποδογυρίσαν Ανάποδα" (1998).

Τελευταία χρόνια

Τα τελευταία χρόνια της ζωής του τα πέρασε σε ένα μικρό διαμέρισμα της οδού Μηθύμνης στην Κυψέλη γράφοντας ελάχιστα. Ο Σαχτούρης για να επιβιώσει είχε αναγκαστεί να πουλήσει το οικογενειακό του κτήμα στην Αργολίδα, έκτασης 230 στρεμμάτων, το οποίο είχε δοθεί στην οικογένεια Σαχτούρη από τον Καποδίστρια, καθώς και το πατρικό του στην Κυψέλη, στην οδό Καλύμνου. Το Υπουργείο Πολιτισμού του είχε χορηγήσει τιμητική σύνταξη.
Απεβίωσε στις 29 Μαρτίου 2005 στην Αθήνα και τάφηκε στο Α΄ Νεκροταφείο Αθηνών δημοσία δαπάνη αφήνωντας πίσω την σύντροφο του Γιάννα Περσάκη, την κόρη της και τις εγγονές της. Για τον θάνατό του ο τότε πρωθυπουργός Κωνσταντίνος Καραμανλής δήλωσε: «Ο Μίλτος Σαχτούρης υπήρξε ένας από τους τελευταίους εκπροσώπους της μεγάλης γενιάς της νέας ελληνικής ποίησης. Η τολμηρή, ασυμβίβαστη γραφή του, η διαρκής αναζήτηση της ελευθερίας στην τέχνη και τη ζωή, συνόδευσαν μια ολόκληρη εποχή περιπετειών και αγώνων. Ανέδειξαν το έργο του πέρα και πάνω από τους περιορισμούς του χρόνου. Στους οικείους του εκφράζω τα θερμά μου συλλυπητήρια», ο αρχηγός της αξιωματικής αντιπολίτευσης Γεώργιος Παπανδρέου: «ο Μίλτος Σαχτούρης υπήρξε από τις μεγαλύτερες ποιητικές μορφές της σύγχρονης Ελλάδας. Υπηρέτησε τα ελληνικά γράμματα με πίστη, με σεμνότητα και ήθος. Η οικουμενικότητα των μηνυμάτων του πάντα ζωντανή και έντονη, μένει σε μας διαχρονική κληρονομιά. Στους οικείους του εκφράζω τα θερμά μου συλλυπητήρια»ενώ ο πρόεδρος της Ελληνικής Δημοκρατίας, Κάρολος Παπούλιας, εξέφρασε τα συλλυπητήρια του για τον θάνατο του Μίλτου Σαχτούρη, «του ποιητή που άνοιξε τους δικούς του υψηλούς ορίζοντες, με τη διεθνή του αναγνώριση, στην ελληνική ποίηση».
Από την ΒΙΚΙΠΑΙΔΕΙΑ

ΠΟΙΗΜΑΤΑ

ἀπὸ τὴ συλλογή 
Η ΛΗΣΜΟΝΗΜΕΝΗ

Ἡ δύσκολη Κυριακή

Ἀπ᾿ τὸ πρωὶ κοιτάζω πρὸς τ᾿ ἀπάνω ἕνα πουλὶ καλύτερο
ἀπ᾿ τὸ πρωὶ χαίρομαι ἕνα φίδι τυλιγμένο στὸ λαιμό μου
Σπασμένα φλυτζάνια στὰ χαλιὰ
πορφυρὰ λουλούδια τὰ μάγουλα τῆς μάντισσας
ὅταν ἀνασηκώνει τῆς μοίρας τὸ φουστάνι
κάτι θὰ φυτρώσει ἀπ᾿ αὐτὴ τὴ χαρά
ἕνα νέο δέντρο χωρὶς ἀνθοὺς
ἢ ἕνα ἁγνὸ νέο βλέφαρο
ἢ ἕνας λατρεμένος λόγος
ποῦ νὰ μὴ φίλησε στὸ στόμα τὴ λησμονιά
Ἔξω ἀλαλάζουν οἱ καμπάνες
ἔξω μὲ περιμένουν ἀφάνταστοι φίλοι
σηκώσανε ψηλὰ στριφογυρίζουνε μιὰ χαραυγὴ
τί κούραση τί κούραση
κίτρινο φόρεμα -κεντημένος ἕνας ἀετός-
πράσινος παπαγάλος -κλείνω τὰ μάτια- κράζει
πάντα πάντα πάντα
ἡ ὀρχήστρα παίζει κίβδηλους σκοποὺς
τί μάτια παθιασμένα τί γυναῖκες
τί ἔρωτες τί φωνὲς τί ἔρωτες
φίλε ἀγάπη αἷμα φίλε
φίλε δῶσ᾿ μου τὸ χέρι σου τί κρύο
Ἤτανε παγωνιὰ
δὲν ξέρω πιὰ τὴν ὥρα ποὺ πέθαναν ὅλοι
κι ἔμεινα μ᾿ ἕναν ἀκρωτηριασμένο φίλο
καὶ μ᾿ ἕνα ματωμένο κλαδάκι συντροφιὰ

Ὁ σωτήρας


Μετρῶ στὰ δάχτυλα τῶν κομμένων χεριῶν μου
τὶς ὦρες ποὺ πλανιέμαι στὰ δώματα αὐτὰ τ᾿ ἀνέμου
δὲν ἔχω ἄλλα χέρια ἀγάπη μου κι οἱ πόρτες
δὲ θέλουνε νὰ κλείσουν κι οἱ σκύλοι εἶναι ἀνένδοτοι
Μὲ τὰ γυμνά μου πόδια βουτηγμένα στὰ βρώμια αὐτὰ νερὰ
μὲ τὴ γυμνὴ καρδιά μου ἀναζητῶ (ὄχι γιὰ μένα)
ἕνα γαλανὸ παράθυρο
πῶς χτίσανε τόσα δωμάτια τόσα βιβλία τραγικὰ
δίχως μιὰ χαραμάδα φῶς
δίχως μιὰ ἀναπνοὴ ὀξυγόνου
γιὰ τὸν ἄρρωστο ἀναγνώστη
Ἀφοῦ κάθε δωμάτιο εἶναι καὶ μιὰ ἀνοιχτὴ πληγὴ
πῶς νὰ κατέβω πάλι σκάλες ποὺ θρυμματίζονται
ἀνάμεσα ἀπ᾿ τὸ βοῦρκο πάλι καὶ τ᾿ ἄγρια σκυλιὰ
νὰ φέρω φάρμακα καὶ ρόδινες γάζες
κι ἂν βρῶ τὸ φαρμακεῖο κλειστὸ
κι ἂν βρῶ πεθαμένο τὸ φαρμακοποιὸ
κι ἂν βρῶ τῇ γυμνὴ καρδιά μου στὴ βιτρίνα τοῦ φαρμακείου
Ὄχι ὄχι τέλειωσε δὲν ὑπάρχει σωτηρία
Θὰ μείνουν τὰ δωμάτια ὅπως εἶναι
μὲ τὸν ἄνεμο καὶ τὰ καλάμια του
μὲ τὰ συντρίμια τῶν γυάλινων προσώπων ποὺ βογγᾶνε
μὲ τὴν ἄχρωμη αἱμορραγία τους
μὲ χέρια πορσελάνης ποὺ ἁπλώνονται σὲ μένα
μὲ τὴν ἀσυχώρετη λησμονιὰ
Ξέχασαν τὰ δικά μου σάρκινα χέρια ποὺ κόπηκαν
τὴν ὥρα ποὺ μετροῦσα τὴν ἀγωνία τους

ἀπὸ τὴ συλλογή 
Η ΠΛΗΓΩΜΕΝΗ ΑΝΟΙΞΗ

Ἡ πληγωμένη Ἄνοιξη

Ἡ πληγωμένη Ἄνοιξη τεντώνει τὰ λουλούδια της
οἱ βραδινὲς καμπάνες τὴν κραυγή τους
κι ἡ κάτασπρη κοπέλα μέσα στὰ γαρίφαλα
συνάζει στάλα-στάλα τὸ αἷμα
ἀπ᾿ ὅλες τὶς σημαῖες ποὺ πονέσανε
ἀπὸ τὰ κυπαρίσσια ποὺ σφάχτηκαν
γιὰ νὰ χτιστεῖ ἕνα πύργος κατακόκκινος
μ᾿ ἕνα ρολόγι καὶ δυὸ μαύρους δεῖχτες
κι οἱ δεῖχτες σὰ σταυρώνουν θά ῾ρχεται ἕνα σύννεφο
κι οἱ δεῖχτες σὰ σταυρώνουν θά ῾ρχεται ἕνα ξίφος
τὸ σύννεφο θ᾿ ἀνάβει τὰ γαρίφαλα
τὸ ξίφος θὰ θερίζει τὸ κορμί της

Ἀστεροσκοπεῖο

Διαρρῆχτες τοῦ ἥλιου
δὲν εἶδαν ποτέ τους πράσινο κλωνάρι
δὲν ἄγγιξαν φλογισμένο στόμα
δὲν ξέρουν τί χρῶμα ἔχει ὁ οὐρανὸς
Σὲ σκοτεινὰ δωμάτια κλεισμένοι
δὲν ξέρουν ἂν θὰ πεθάνουν
παραμονεύουν
μὲ μαῦρες μάσκες καὶ βαριὰ τηλεσκόπια
μὲ τ᾿ ἄστρα στὴν τσέπη τους βρωμισμένα μὲ ψίχουλα
μὲ τὶς πέτρες τῶν δειλῶν στὰ χέρια
παραμονεύουν σ᾿ ἄλλους πλανῆτες τὸ φῶς
Νὰ πεθάνουν
Νὰ κριθεῖ κάθε Ἄνοιξη ἀπὸ τὴ χαρά της
ἀπὸ τὸ χρῶμα του τὸ κάθε λουλούδι
ἀπὸ τὸ χάδι του τὸ κάθε χέρι
ἀπ᾿ τ᾿ ἀνατρίχιασμά του τὸ κάθε φιλὶ

Τὰ δῶρα

Σήμερα φόρεσα ἕνα
ζεστὸ κόκκινο αἷμα
σήμερα οἱ ἄνθρωποι μ᾿ ἀγαποῦν
μιὰ γυναίκα μοῦ χαμογέλασε
ἕνα κορίτσι μοῦ χάρισε ἕνα κοχύλι
ἕνα παιδὶ μοῦ χάρισε ἕνα σφυρί
Σήμερα γονατίζω στὸ πεζοδρόμιο
καρφώνω πάνω στὶς πλάκες
τὰ γυμνὰ ποδάρια τῶν περαστικῶν
εἶναι ὅλοι τους δακρυσμένοι
ὅμως κανεὶς δὲν τρομάζει
ὅλοι μείναν στὶς θέσεις ποὺ πρόφτασα
εἶναι ὅλοι τους δακρυσμένοι
ὅμως κοιτάζουν τὶς οὐράνιες ρεκλάμες
καὶ μιὰ ζητιάνα ποὺ πουλάει τσουρέκια
στὸν οὐρανό
Δυὸ ἄνθρωποι ψιθυρίζουν
τί κάνει τὴν καρδιά μας καρφώνει;
ναὶ τὴν καρδιά μας καρφώνει
ὥστε λοιπὸν εἶναι ποιητής

ΜΕΛΟΠΟΙΗΜΕΝΗ ΠΟΙΗΣΗ ΤΟΥ


Στρατιώτης ποιητής
Μουσική:Γιάννης Σπανός
Δεν έχω γράψει ποιήματα
μέσα σε κρότους
μέσα σε κρότους
κύλησε η ζωή μου.

Τη μιαν ημέρα έτρεμα, 
την άλλην ανατρίχιαζα
μέσα στο φόβο, 
μέσα στο φόβο
πέρασε η ζωή μου.

Δεν έχω γράψει ποιήματα, 
δεν έχω γράψει ποιήματα, 
μόνο σταυρούς
σε μνήματα
καρφώνω.




Ο ναύτης
Ένας ναύτης ψηλά
στα κάτασπρα ντυμένος
τρέχει μες στο φεγγάρι.
Κι η κοπέλα απ' τη γης
με τα κόκκινα μάτια
λέει ένα τραγούδι
που δε φτάνει ως το ναύτη.
Φτάνει ως το λιμάνι
φτάνει ως το καράβι
φτάνει ως τα κατάρτια.
Μα δε φτάνει ψηλά στο φεγγάρι.





Κυριακή 14 Φεβρουαρίου 2016

Ο Άγιος Υάκινθος, ο δικός μας άγιος της αγάπης...!


Ανεβαίνοντας  στον Ψηλορείτη και σε ύψος περίπου 1200 μ. ύπαρχε ένα λιτό, κυκλικό, πέτρινο  εκκλησάκι , που θυμίζει τα μητάτα της περιοχής αφιερωμένο στον Άγιο Υάκινθο.  Θεωρείται  ο Άγιος του έρωτα, των αγνών αισθημάτων, της δημιουργίας και της έμπνευσης όχι ιδιαίτερα γνωστός την υπόλοιπη Ελλάδα , όσο στην Κρήτη και μάλιστα στα Ανώγεια . Γιορτάζει κάθε χρόνο στις 3 Ιουλίου.
Ο Υάκινθος ήταν πρώτα πρώτα ένας προελληνικός θεός, θεός της βλάστησης και της γονιμότητας, που πέθαινε και ανασταινόταν κάθε χρόνο, εορταζόμενος με τριήμερες τελετές στη Σπάρτη, τα Υακίνθεια. Το όνομά του αποδόθηκε κατά τα ιστορικά χρόνια και σε έναν ωραίο νέο, τον οποίο αγάπησε σύμφωνα με τον μύθο ο Απόλλων, αλλά και ο Ζέφυρος, και πάνω στη διαμάχη των θεών, το παλικάρι βρήκε τον θάνατο. Λένε μάλιστα πως ο δίσκος που έριχνε με τον Απόλλωνα ο νέος στράφηκε από τον θεό του ανέμου εναντίον του. Άλλοι μένε πως μία  μέρα καθώς ο Απόλλωνας μάθαινε στον Υάκινθο δισκοβολία, του ξέφυγε ο δίσκος και τον χτύπησε. Από το αίμα του ο Απόλλωνας έπλασε το γνωστό  λουλούδι.
Ο Άγιος Υάκινθος , σύμφωνα με την Ορθόδοξη Εκκλησία πάλι , υπήρξε , θαλαμηπόλος του αυτοκράτορα Τραϊανού, ο οποίος του ζήτησε να απαρνηθεί τον Χριστό. Εκείνος αρνήθηκε και φυλακίστηκε 12 χιλιόμετρα νότια από τα Ανώγεια της Κρήτης, στην ορεινή περιοχή Φούρνοι, όπου του έδιναν φαγητά ποτισμένα με το αίμα ζώων που είχαν θυσιαστεί σε είδωλα ( Ειδωλόθυτα δηλ. κρέατα από παγανιστική θυσία).Ο Άγιος αρνήθηκε το φαγητό επί σαράντα ημέρες και τελικά πέθανε από ασιτία το 117 μ.Χ., σε ηλικία 21 ετών. Οι φρουροί του βρήκαν στο κελί του αγγέλους που κρατούσαν λαμπάδες να τον στεφανώνουν. Ο αυτοκράτορας Τραϊανός, κατά την ελληνορθόδοξη παράδοση, έδωσε εντολή να πετάξουν το λείψανό του στα θηρία, αλλά το φύλασσαν άγγελοι και τα θηρία δεν το πείραξαν. Τελικά, το λείψανο ετάφη στην πατρίδα του, την Καισάρεια, από έναν συγκλητικό που του ξαναέδωσε το φως του.
Στα Υακίνθεια, σε ένα συγκερασμό της αρχαιοελληνικής και της χριστιανικής γιορτής, κάθε καλοκαίρι, σύμφωνα με την τοπική παράδοση,τιμώνται η νιότη και η αγάπη, με πλούσιες πολιτιστικές εκδηλώσεις, που διαρκούν τρεις ημέρες. Έχουν εξελιχθεί, μάλιστα, σε θεσμό και αποτελούν πόλο έλξης επισκεπτών και μουσικών από την Κρήτη και άλλες περιοχές της Ελλάδας, αλλά και όλη τη Μεσόγειο.
Στο μουσικό κομμάτι των εκδηλώσεων έντονη είναι η σφραγίδα τουΛουδοβίκου των Ανωγείων, διοργανωτή των Υακινθείων από το 1998, που με το δικό του ιδιαίτερο, χαρισματικό τρόπο τραγουδά τον έρωτα και την προσδοκία του.
 Η ιστοσελίδα των Υακινθείων ξεκινά με σύντομο κείμενο για τον ωραίο Υάκινθο που ρίχνει το δίσκο μαζί με τον Απόλλωνα προκαλώντας τη ζήλια του Ζέφυρου. Και μιας και ο Άγιος θεωρείται ο δικός μας Άγιος της Αγάπης και του Έρωτα ο Λουδοβίκος συμπληρώνει :«Ο έρωτας έχει τελικά πολλά διαφορετικά πρόσωπα. Κι αν ένα από αυτά γιορτάζει τον Φλεβάρη, υπάρχει κι εκείνο του Υάκινθου που τιμάται το καλοκαίρι. Ο Άγιος Υάκινθος με τον Βαλεντίνο δεν είναι διαφορά αντίθεσης, απλά διαφορά. Στον Βαλεντίνο κόβουνε τα τριαντάφυλλα και τα προσφέρουνε για αγάπη στα κορίτσια τους. Εμείς παίρνουμε το χέρι του κοριτσιού και το οδηγούμε εκεί που είναι τα τριαντάφυλλα και του τα δείχνουμε, δεν τα κόβουμε ποτέ. Ο Άγιος Υάκινθος δεν είναι ο Άγιος των ερωτευμένων, αλλά εκείνων που έχασαν και εκείνων που ελπίζουν να βρουν. Ο έρωτας έτσι κι αλλιώς είναι θεϊκή επίσκεψη και η ζωή, γενικότερα, μια γιορτή, όπου είμαστε όλοι καλεσμένοι. Επτακόσιες είκοσι χιλιάδες (720.000) ώρες που είναι τα 80 χρόνια ζωής δεν είναι αρκετές για να γεράσουμε… ο Άγιος Υάκινθος σαν ιδεολογία λέγεται με τρεις κουβέντες: ο Άγιος των αισθημάτων, της ανάμνησης και της προσδοκίας τους. Γι' αυτό τους λέω, όταν θα πηγαίνετε στον Άγιο Υάκινθο θα ανάβετε δυο κεριά, ένα στην ανάμνηση και ένα στην προσδοκία. Σ' έναν τέτοιο χώρο παράκλησης οφείλω, από τη μια, να θυμηθώ μιαν αγάπη μεγάλη που έχασα, αλλά μπορώ από την άλλη, να παρακαλέσω να με επισκεφθεί πάλι το αίσθημα. Επομένως, δεν είναι ο Άγιος του Έρωτος ο Υάκινθος, αλλά ο Άγιος της ανάμνησης των αισθημάτων και της προσδοκίας τους, αλλά και ο Άγιος της μοναξιάς και του συγκρατημένου πάθους».
Πηγή:http://www.cretalive.gr/


Στίχοι, Μουσικοί: Αλκίνοος Ιωαννίδης
Ο Άγιος Υάκινθος ξυπνάει τα μεσημέρια
Παίρνει την Κρήτη στα φτερά, τον έρωτα στα χέρια
Κατηφορίζει το βουνό, το μονοπάτι παίρνει
Κι ο ήλιος μόλις τον κοιτά χαμογελά και γέρνει

Ο Άγιος Υάκινθος ανοίγει παραθύρια
Σμίγει τα στήθια, τα κορμιά, και χτίζει τα γιοφύρια
Ν' αγαπηθούν οι άνθρωποι, να ομορφύνει ο κόσμος
Ν' ανθίσει ο βασιλικός, η ρίγανη, κι ο δυόσμος

Ο Άγιος Υάκινθος ξυπνάει στον Ψηλορείτη
Να 'ρχότανε να πέρναγε κι απ' το δικό σου σπίτι
Να σου 'φερνε, να σου 'λεγε τον άγιο έρωτά του
Να ξύπναγες απ'την αρχή, να 'ρχόσουνα κοντά του.






Μουσική: Πάνος Κοσμίδης 
Στίχοι: Μάνος Ορφανουδάκης
Ερμηνεία: Δημήτρης Κωνσταντίνου

Φεγγαράκι γυάλινο
σαν φλούδα θαλασσιά
στη Ρόδο και στην Κάλυμνο
και σ’ όλα τα νησιά.

Φώτισε την άβυσσο
και βγες συλλαβιστά
στην Κω και στην Ανάβυσσο
σαν βλέφαρα κλειστά.

Τον άγιο Υάκινθο
έρωτα, μη ρωτάς
στην Κρήτη και στη Ζάκυνθο
όταν θα συναντάς.

Στον άγιο Υάκινθο
κεράκι μην ανάβεις
στην Κρήτη και στη Ζάκυνθό
φιλί πριν μεταλάβεις.

Πέτρα που ’χει σκαλιστό
διπλό το «σ’ αγαπώ»
στο κάστρο πά’ στην Κάρυστο
στο Μετς και στο Ντεπώ.

Λέξεις που γυρίσανε
στου χρόνου την πηγή
μικρές φωτιές που σβήσανε
και κρύφτηκαν στη Γη.






Στίχοι,Μουσική: Λουδοβίκος των Ανωγείων 

Ποιο το χρώμα της αγάπης
ποιος θα μου το βρει;

Να `ναι κόκκινο σαν ήλιος
θα καίει σαν φωτιά.
Κίτρινο σαν το φεγγάρι
θα `χει μοναξιά.

Να `χει τ' ουρανού το χρώμα
θα `ναι μακριά.
Να `ναι μαύρο σαν τη νύχτα
θα `ναι πονηρή.

Ποιο το χρώμα της αγάπης
ποιος θα μου το βρει;

Να `ναι άσπρο συννεφάκι
φεύγει και περνά.
Να `ναι άσπρο γιασεμάκι
στον ανθό χαλά.
Να `ναι άσπρο γιασεμάκι
στον ανθό χαλά.

Να `ναι το ουράνιο τόξο
που δεν πιάνεται
Όλο φαίνεται πως φτάνω
κι όλο χάνεται.
Όλο φαίνεται πως φτάνω
κι όλο χάνεται.

Ποιο το χρώμα της αγάπης
ποιος θα μου το βρει;



Πέμπτη 24 Δεκεμβρίου 2015

Ποιήματα Χριστουγέννων...!

Να ‘μουν του σταύλου έν' άχυρο
του Κωστή Παλαμά

Να ‘μουν του σταύλου έν' άχυρο, ένα φτωχό κομμάτι
την ώρα π' άνοιγ' ο Χριστός στον ήλιο του το μάτι.
Να ιδώ την πρώτη του ματιά και το χαμόγελό του,
το στέμμα των ακτίνων του γύρω στο μέτωπό του.
Να λάμψω από τη λάμψη του κι' εγώ σαν διαμαντάκι
κι' από τη θεία του πνοή να γίνω λουλουδάκι.
Να μοσκοβοληθώ κι' εγώ από την ευωδία,
που άναψε στα πόδια του των Μάγων η λατρεία.
Να ‘μουν του σταύλου ένα άχυρο ένα φτωχό κομμάτι
την ώρα π' άνοιγ' ο Χριστός στον ήλιο του το μάτι.


Χριστούγεννα 

του Τέλλου Άγρα

Όξω πέφτει αδιάκοπα και πυκνό το χιόνι,
κρύα και κατασκότεινη κι αγριωπή η νυχτιά.
Είναι η στέγη ολόλευκη, γέρνουν άσπροι κλώνοι,
μες το τζάκι απόμερα ξεψυχά η φωτιά.
Τρέμει στα εικονίσματα το καντήλι πλάγι
και φωτάει στη σκυθρωπή, στη θαμπή εμορφιά.
Να η φάτνη, οι άγγελοι κι ο Χριστός κι οι Μάγοι
και το αστέρι ολόλαμπρο μες στη συννεφιά!
Κι οι ποιμένες, που έρχονται γύρω από τη στάνη
κι η μητέρα του Χριστού στο Χριστό μπροστά.
Το μικρό το εικόνισμα όλ' αυτά τα φτάνει,
μαζεμένα όλα μαζί και σφιχτά-σφιχτά.
Πέφτει ακόμη αδιάκοπο κι άφθονο το χιόνι,
όλα ξημερώνονται μ’ άσπρη φορεσιά
στον αγέρα αντιλαλούν του σημάντρου οι στόνοι,
κάτασπρη, γιορτάσιμη λάμπει η εκκλησιά.



Κάλαντα Ηπείρου

Είδα χτες το βράδυ στ' όνειρό μου
του Τέλλου 'Αγρα

Είδα χτες το βράδυ στ' όνειρό μου,
το γεννημένο μας Χριστό,
τα βόδια επάνω του εφυσούσαν,
όλο το χνώτο τους ζεστό.

Το μέτωπό του ήταν σαν ήλιος,
και μέσα η φάτνη η φτωχική,
άστραφτε πιο καλά από μέρα,
με κάποια λάμψη μαγική.
Στα πόδια του έσκυβαν οι Μάγοι,
κι' έμοιαζε τ' άστρο από ψηλά,
πως θα καθίσει σαν κορώνα,
στης Παναγίτσας τα μαλλιά.
Βοσκοί πολλοί και βοσκοπούλες,
τον προσκυνούσαν ταπεινά,
ξανθόμαλλοι άγγελοι εστεκόνταν,
κι' έψελναν γύρω του «ωσαννά».
Μα κι' από αγγέλους κι' από μάγους,
δεν ζήλεψα άλλο πιο πολύ,
όσο της Μάνας Του το στόμα,
και το ζεστό - ζεστό φιλί.



Χριστούγεννα του χωριού
του Κωνσταντίνου Χατζόπουλου

Μες την αχνόφεγγη βραδιά
πέφτει ψιλό-ψιλό το χιόνι,
γύρω στην έρμη λαγκαδιά
στρώνοντας κάτασπρο σεντόνι.
Ούτε πουλιού γροικάς λαλιά,
ούτ’ ένα βέλασμα προβάτου,
λες κι απλωμένη σιγαλιά
είναι κει ολόγυρα θανάτου.
Μα ξάφνου πέρα απ’ το βουνό
γλυκός σημάντρου ήχος γροικιέται,
ωσάν βαθιά απ’ τον ουρανό
μέσα στη νύχτα να σκορπιέται.
Κι αντιλαλεί τερπνά-τερπνά
γύρω στην άφωνη την πλάση,
και το χωριό γλυκοξυπνά
την Άγια μέρα να γιορτάσει.


Νύχτα Χριστουγεννιάτικη 

του Γιώργου Δροσίνη

Την άγια νύχτα τη Χριστουγεννιάτικη
λυγούν τα πόδια
και προσκυνούν γονατιστά στη φάτνη τους
τα άδολα βόδια.
Κι ο ζευγολάτης ξάγρυπνος θωρώντας τα
σταυροκοπιέται
και λέει με πίστη απ' της ψυχής τ' απόβαθα
Χριστός γεννιέται!

Την άγια νύχτα τη Χριστουγεννιάτικη
κάποιοι ποιμένες
ξυπνούν από φωνές ύμνων μεσούρανες
στη γη σταλμένες.

Κι ακούοντας τα Ωσαννά απ΄ αγγέλων στόματα
στον σκόρπιο αέρα
τα διαλαλούν σε χειμαδιά λιοφώτιστα
με την φλογέρα.
Την άγια νύχτα τη Χριστουγεννιάτικη
ποιος δεν το ξέρει
των μάγων κάθε χρόνο τα μεσάνυχτα
λάμπει το αστέρι.

Κι όποιος το βρει μες στ΄ άλλα αστέρια ανάμεσα
και δεν το χάσει,
σε μια άλλη Βηθλεέμ ακολουθώντας το
μπορεί να φτάσει.



Χριστούγεννα της στρουγγοκαλύβας
του Κώστα Κρυστάλη

- Ολόβολη μια κερασιά ξερίζωσε ο Θανάσης.
- Τα περιβόλια, ορέ παιδί μ’ επήγες να χαλάσεις;
- Πλάνεψα ως την Τριανταφυλλιά, γύρισα όλη τη χώρα
από το γιόμα ως τώρα.
- Κι ο Πλάτανος τι τόφταιγε του Θόδωρου πατέρα;
Για τήρα τον ξαπλωταριά από τον τσάρκο ως πέρα,
γι’ απόψε ο έρμος τράνευε, χόντραινε τόσα χρόνια
στον ήλιο και στα χιόνια.
- Τον εύρηκα στην ποταμιά, στον πόρο του Τζοβάρα
νιός είναι, όμως τον ξέρανε παράκαιρα η κατάρα,
τ’ αστροπελέκι αυλάκωσε τη μαλακιά του φλούδα,
τόφαε τη ρίζα η σούδα.
- Α, νάτος κι ο Καρκάντζαλος, στον ώμο του έχει πάρει
και μας το φέρνει στο μαντρί χιλιόχρονο πουρνάρι
καλά τον λεν Καρκάντζαλο, τι ασυσταγιά δεν έχει,
μέρα και νύχτα τρέχει.
- Ταχ’ από πού το κουβαλάει ο χριστογεννημένος;
- Δεν με φοβίζει ο Ζάλογγος, ας είναι χιονισμένος,
σαν αντρειωμένος τον πατώ, τα δέντρα όλα του παίρνω
και στο μαντρί τα φέρνω.
- Ο Δίπλας πάλι ο μορφονιός πουθ’ έρχεται εδώ κάτου;
- Έρχεται από τα Φλάμπουρα, πόχει συγγενικά του
αυτός για τα χριστόψωμα, επήγε οχ’ την αυγούλα,
και για καμιά ξανθούλα.
- Ρίχνετε ακόμα στη φωτιά κλαρούδια, ρίχνε Χρήστο
σ’ έκαψε κείνο το δαυλί. Γεροκαψάλη, σβύστο
Νάσο, πετάξου εσύ να ιδής τα ζωντανά στη στάνη
Και τι καιρός θα κάνει.
- Κυρ Γάκη, ξεφεγγάρωσε και με τα χιόνια τώρα
απ’ άκρη σ’ άκρη μια χαρά ασπρίζει η Βαλαώρα,
κι’ είναι μια βούβαση βαθειά στη γη, στα ουράνια πάστρα
και λάμπουν πλήθια τ’ άστρα.
Τα ζωντανά μες στο μαντρί κλειστά καταλαγιάζουν,
στον τσάρκο κάπου μοναχά μικράκια αρνιά βελάζουν.
Είναι τα γρέκια τους ζεστά και τρων κλαρί τα πράτα
κομμένο οχ’ τα Ζερβάτια.
- Τώρα στρωθείτε ολόγυρα παιδιά μ’ κι ακουρμαστείτε
του κόσμου ο αφέντης ο Χριστός – να μη το λησμονείτε
γεννήθηκε σε μια σπηλιά που ζωντανά μαντρίζαν,
τ’ αρνιά τον χουχουλίζαν.
Μες από κείνη βλόγησε κάθε βοσκού κοπάδι
και σαν απόψε αόρατος γυρνά μες το σκοτάδι
και παίρνει αράδα τα μαντριά, κοπάδια οπού φυλάνε,
ρωτώντας πως περνάνε.
Για δαύτο την Παραμονή να μην πεινάν τα πράτα,
νάχουν περίσσια τη θροφή, νάναι ζεστά, χορτάτα,
να μην τα βρίσκει ο αφέντης μας τα μαύρα παγωμένα
και νηστικά αφημένα.
Και τούτο ακουρμαστείτε το – δεν είναι παραμύθι –
κατόπι οχ’ μεσάνυχτα και με το πρώτο ορνίθι
στη μάντρα ένα χριστόψωμο να γλύψουν φέρτε γύρα
γαλάρια, αρνιά και στείρα.
Τι έμαθαν τον αφέντη μας απόγλυφαν στα γέννα
και το θυμούνται χρονικής, παιδιά, τα βλογημένα
κι αν δεν το γλύψουν το ψωμί την ώρα αυτή βελάζουν,
σα γνωστικά ανακράζουν.
Και τώρα φέρτε τα δεντρά και το κρασί, το λάδι,
για να παντρέψω τη φωτιά, ακόμ’ αυτό το βράδυ,
τι γέρασα κ’ είναι άγνωρο του χρόνου τι με βρίσκει,
λίγη ζωή μου μνίσκει.
Πρώτα παντρεύω σε φωτιά, με τούτο το πουρνάρι,
οπόχει το κορμί στοιχειό και δράκο το κλωνάρι,
ωσάν αυτό χιλιόχρονη να ζας, να μη γεράζεις,
να καις παντού, να βράζεις.
Σου δίνω και τον πλάτανο με τα πλατιά τα φύλλα,
παντού ν’ απλώνεις γύρα σου και στα ψηλά καπνίλα,
να δείχνεσαι πως πάντα ζας και ζαν μαζί σου ανθρώποι
σε πόλη ή βοσκοτόπι.
Τρίτα, φωτιά, την κερασιά σου δίνω συγγενάδι,
να σε φυλά’ από Παγανά ως των Φωτών το βράδυ
και με παλιό τριέτικο κρασάκι σε ποτίζω,
με λάδι σε ραντίζω.
Από τη στρουγγοκάλυβα ποτές να μη μου λείπεις,
τι μου είσαι της χαράς ζωή και οχτρός τρανός της λύπης,
να σ’ ανακράζω να μ’ ακούς, να βάζεις, να μου κρένεις
γλυκά να με θερμαίνεις.
- Να ζήσετε χρόνια πολλά κι απίκραντα, παιδιά μου,
σαν τα ρουπάκια του Ζυγού, σαν τα βουνά του Γράμμου,
να μη σας εύρουνε ποτές τα έρημα τα γέρα!
- Να ζας και συ Πατέρα!



Σάββατο 19 Δεκεμβρίου 2015

Ο ντελάλης, ο δημόσιος κήρυκας

 Ντελάλης , ο δημόσιος κήρυκας
 τουρκική tellâl < αραβική dallā αυτός που ανακοινώνει τα μαντάτα, ο δημόσιος κήρυκας





Η λέξη είναι μάλλον τούρκικη και σημαίνει "αυτός που ανακοινώνει τα μαντάτα", ο
δημόσιος κήρυκας.. Ο (ν)τελάλης διαλαλούσε στους κατοίκους των χωριών τα νέα, τις παραγγελίες που έπαιρνε από τις αρχές ή για τα εμπορεύματα που έφερναν οι πραματευτάδες. Η δυνατή φωνή και κυρίως ο τρόπος που παρουσίαζε συνοπτικά τα νέα ή διαφήμιζε τα προϊόντα, τον καθιστούσε γνωστό στην τοπική κοινωνία. Έβαζε την παλάμη στο στόμα, σαν χωνί, κι έπαιρνε τις γειτονιές φωνάζοντας. Η αμοιβή του τα πρώτα χρόνια ήταν ένα ποτηράκι τσίπουρο ή λίγο κολατσιό. Επειδή πολλά σχόλια ακολουθούσαν το άγγελμά του, αλλά και η μικρή αμοιβή του, δεν ήταν εύκολη η εξεύρεση τέτοιου προσώπου. Πάντως, τον κατάργησαν τα σύγχρονα ηλεκτρονικά μέσα.
Πηγή: από το ecomuseum.gr

Ποιος  μπορεί να ήταν ο πρώτος ντελάλης, ο πρώτος δημόσιος κήρυκας...; Ίσως ο Στέντωρ. Ποιος ήταν ο Στέντωρ;
Στην ελληνική μυθολογία ο Στέντορας (Στέντωρ) ήταν ένας Αχαιός ήρωας του Τρωικού Πολέμου, που αναφέρεται τόσο στην Ιλιάδα (Ε 785) όσο και στη «Διομήδους Αριστεία». Ο Στέντορας είχε ευεργετηθεί από τη θεά `Ηρα με το χάρισμα να έχει πολύ δυνατή φωνή, που ισοδυναμούσε με φωνή 50 ανδρών, γι' αυτό και χαρακτηρίζεται με το επίθετο«χαλκεόφωνος». Ακόμα και σήμερα, η φράση «Στεντόρεια φωνή» σημαίνει τη μέγιστη σε ένταση φωνή.
Θεωρείται ότι ο Στέντορας καταγόταν από τη Θράκη ή, σύμφωνα με τον «Σχολιαστή» του Ομήρου, από την Αρκαδία: «Αρκάς το γένος, ερίσας δε προς τον Ερμήν περί μεγαλοφωνίας εφονεύθη υπ' αυτού.» Δηλαδή ο Στέντορας διαγωνίσθηκε με τον θεό Ερμή, τον κήρυκα των θεών, στην ένταση της φωνής και ο Ερμής τον σκότωσε (ή, σύμφωνα με άλλη παράδοση, πέθανε από την προσπάθεια να φωνάξει ακόμα πιο δυνατά).

  • Ο αστεροειδής 2146 Στέντωρ (2146 Stentor), που ανήκει στην Τρωική Ομάδα και ανακαλύφθηκε το 1976, πήρε το όνομά του από τον μυθικό αυτό ήρωα.

Στην αρχαιότητα γνωστοί κήρυκες υπήρξαν ο Στέντωρ που ήταν κήρυκας του Νέστορα στην Ιλιάδα και που φώναζε τόσο δυνατά, ώστε βγήκε η φράση «στεντόρεια φωνή». Ο Όμηρος αναφέρει ότι τα πνευμόνια του ήταν σαν από χαλκό και η φωνή του έκανε για πενήντα ανδρών. Σημαντικός κήρυκας ήταν και ο Ταλθύβιος του Αγαμέμνονα, που απέκτησε και ηρώο και λατρευόταν στην Σπάρτη και από τον οίκο του οποίου ορίζονταν στο εξής οι κήρυκες των Λακεδαιμονίων. Ο Ευρυβάτης ήταν κήρυκας επίσης του Αγαμέμνονα στην Ιλιάδα αλλά γνωστός έγινε από την Οδύσσεια και ο συνονόματός του Ευρυβάτης από την Ιθάκη που συνόδεψε τον Οδυσσέα κατά την επιστροφή του. Επίσης γνωστός έγινε ένας ηλικιωμένος κήρυκας του Πρίαμου στην Τρωάδα, ο Ιδαίος, που διακινδύνευσε μαζί του για να μεταφέρουν τον νεκρό Έκτορα. Γνωστός έγινε και ο Ανθεμόκριτος που βρήκε τραγικό θάνατο κατά την αποστολή του στα Μέγαρα για την ανακοίνωση του Μεγαρικού Ψηφίσματος.
από την ΒΙΚΙΠΑΙΔΕΙΑ


Μουσική/Στίχοι: Μαρκόπουλος Γιάννης/Βίρβος Κώστας
Θεσσαλικός Κύκλος 1974

Φωνή τελάλη:
Ακούστε τα μαντάτα
ακούστε χωριανοί
αρπάξαν το γαϊδούρι
του Μήτρου απ' το παχνί
Ακούστε και να λέω
γι αγάνα στην καρδιά
θα έρθει ο αφέντης
να πάρει τη σοδειά
Ακούστε τα μαντάτα
ακούστε χωριανοί...

Τραγούδι:
Ακούστε κι άλλο ένα χαμπέρι χαρωπό
θα ρθει μια κομπανία το βράδυ στο χωριό
και θα μας τραγουδήσει με γάργαρες φωνές
τα μαύρα βάσανά μας και τις μικροχαρές
Ακούστε τα μαντάτα, ακούστε χωριανοί...

Θα πουν κι ένα τραγούδι για του Θωμά το γιο
που βγήκε δεκανέας, καμάρ' για το χωριό
θα πουν και για το Σταύρο που τού 'κοψαν τ' αυτιά
και για το φόβιο τρένο που μοιάζει με οχιά
Ακούστε τα μαντάτα, ακούστε χωριανοί...
Αυτοί οι μουζικάντες και οι τραγουδιστές
να ξεσηκώνουν ξέρουν των σκλάβων τις καρδιές
και πες και πες τραγούδια για την παληκαριά
θα σ'κώσουν μπαϊράκι μια μέρα στα χωριά
Ακούστε τα μαντάτα, ακούστε χωριανοί
απόψε στην πλατέα των σκλάβων τη φωνή


Τα κοχύλια ζουν; Μια μικρή ιστορία της Βάνας Σμπαρούνη

Τα κοχύλια ζουν;   Μια μικρή ιστορία της Βάνας Σμπαρούνη Τα κοχύλια ζουν; Η Νεφέλη όταν αντίκρισε την παραλία της Πευκιάς ψηλά από τον δρόμ...