Δε ζυγιάζω, δε μετρώ, δε βολεύομαι! Ακολουθώ το βαθύ μου χτυποκάρδι...

Νίκος Καζαντζάκης, Ασκητική


Σάββατο 28 Δεκεμβρίου 2013

Όταν η κρίση χτυπάει τα παλιά σινεμά...!

Όταν έμαθα ότι το "Πτι Παλαί" αυτό το κινηματογραφικό παλατάκι στη γωνιά της Ριζάρη έριξε τίτλους τέλους, δεν το κρύβω, στεναχωρήθηκα πολύ. Μην πω, ότι βούρκωσα κιόλας. Θυμήθηκα τα κυριακάτικα απογέυματα που χωνόμουν στην αίθουσα του και ξεχνιόμουν, ταξίδευα μέσα από τις ταινίες, τις ποιοτικές ταινίες που πρόβαλε. Δυστυχώς, η κρίση έκανε για μια άλλη φορά το...θαύμα της. Ένα ακόμη στέκι, μια ακόμα ανάσα πολιτισμού  την έσβησε... αφήνοντας  πίσω μόνο τη μαρκίζα να γράφει "Πτι Παλαί"... έτσι  για να θυμίζει ότι κάποτε υπήρχαν άλλες εποχές άλλες μελωδίες....Πόσο λυπάμαι...!

Μια μικρή ιστορική αναδρομή στους πρώτους κινηματογράφους στην Αθήνα.... 

ΟΙ ΠΡΩΤΟΙ ΚΙΝΗΜΑΤΟΓΡΑΦΟΙ-ΤΑ ΠΡΩΤΑ ΘΕΡΙΝΑ

Οι πρώτοι χώροι στους οποίους παρουσιάζεται αμιγές κινηματογραφικό θέαμα είναι οι αθηναϊκές πλατείες. Αυτοί είναι φορητοί κινηματογράφοι που στήνονται στις πλατείες μόνο τους καλοκαιρινούς μήνες και συνήθως για περιορισμένες προβολές αφού κινούνται από την Αθήνα στην επαρχία.  
Σαν οι  πρώτοι σταθεροί θερινοί κινηματογράφοι στην Αθήνα μπορούν να θεωρηθούν αυτοί που στήθηκαν στα καφενεία της πλατείας Συντάγματος και του Ζαππείου και λειτούργησαν για πάνω από δέκα χρόνια. Το 1904 βασικά ξεκίνησαν οι συστηματικές προβολές και στα δύο αυτά σημεία που συγκέντρωναν έτσι κι αλλιώς  τον περισσότερο κόσμο της πρωτεύουσας.
Όπως αναφέρει το Εμπρός (11 Μαΐου) τριάντα κινηματογράφοι ετοιμάζονται να στηθούν το καλοκαίρι του 1907 σε διάφορες συνοικίες των Αθηνών. Και φυσικά τα θερινά θέατρα συνεχίζουν κι αυτά να περιλαμβάνουν κινηματογράφο σαν μια ξεχωριστή ατραξιόν.
ΟΙ ΚΙΝΗΜΑΤΟΓΡΑΦΟΙ ΠΟΛΛΑΠΛΑΣΙΑΖΟΝΤΑΙ
Το 1910 είναι μια σημαντική χρονιά για τον κινηματογράφο της πρωτεύουσας. Η μεγάλη ζήτηση που έχει ο κινηματογράφος σπρώχνει επιχειρηματίες να κάνουν σοβαρές επενδύσεις στη νέα τέχνη.
Το 1913 χτίστηκε το πρώτο χτίριο ειδικά για κινηματογράφο από τον μικρασιάτη επιχειρηματία και πρωτοπόρο κινηματογραφικό επιχειρηματία Ε Μαυροδημάκη. « Ήταν το «Παλλάς» που κατόπιν εγκρεμίσθη και εκτίσθη στο ίδιο οικόπεδο το μέγαρον Εφεσίου».
Το 1913 άνοιξε το «Νέον», Πατησίων 8, όπου το κατάστημα του Μαρούση.
Το 1913, ανοίγει το ΡΟΖΙΚΛΑΙΡ στην οδό Πατησίων 12 από τον Π. Φλεγκενάιμερ. Του έδωσε αυτό το όνομα κάνοντας μια σύνθεση  από τα ονόματα  που είχαν δυο κόρες του: Ρόζα και Κλαίρη.
Το 1920, σύμφωνα με τον «Οδηγό της Ελλάδος» λειτουργούν οι παρακάτω κινηματογράφοι:
Χειμερινοί: Απόλλων (Σταδίου 20) Διευθ. Γ Αναστασιάδης, «Αττικόν» (Σταδίου 25) Διευθ. Κ. Εμπέογλου, «Παλλάς» (Σταδίου 24) Διευθ. Κ. Εμπέογλου, «Σπλέντιτ» (Σταδίου 22) Διευθ. Κ. Εμπέογλου, «Πάνθεον» (Πανεπιστημίου) Διευθ. Τ. Μάντακας, «Ροζικλαίρ» (Πατησίων) Διευθ. Κ. Καράς. Θερινοί: Ζαππείου, Καφεθυστιατόριο με ορχήστρα, δύο στην Πλατεία  Συντάγματος-Καφενείο Ζαχαράτου και Καφενείο Περιπτέρου, «Μουλέν Ρούζ» Αλυσσίδα-τέρμα Πατησίων με ορχήστρα και εστιατόριο.
Στην μόδα του κινηματογράφου υποτάσσεται το θέατρο Κοτοπούλη στην πλατεία Ομονοίας.
Στην μόδα του κινηματογράφου υποτάσσεται το θέατρο Κοτοπούλη στην πλατεία Ομονοίας.
Το 1928 οι 5 κινηματογράφοι του 1913 έγιναν 16 χειμερινοί και 12 θερινοί.  Το 1938 οι χειμερινοί στην Αθήνα είναι 26 και οι θερινοί πάνω από 60.
Τη δεκαετία 1930-40 δημιουργούνται οι μεγαλύτεροι και πολυτελέστεροι κινηματογράφοι της χώρας. Είναι η εποχή που χτίζονται το Παλλάς και το Ρεξ στην Αθήνα. Ποτέ άλλοτε δεν φτιάχτηκαν όμοιά τους. Την μεταπολεμική περίοδο, απλώς πολλαπλασιάζονται χωρίς ποτέ να φτάσουν την μεγαλοπρέπεια των προγενέστερων.
Παραμονές του Δεύτερου Παγκοσμίου Πολέμου, τον Σεπτέμβρη του 1939 συγκεκριμένα, λειτουργούν στην Ελλάδα 280 κινηματογράφοι, αριθμός σχεδόν διπλάσιος από αυτόν του 1935 (150 αίθουσες). Το ένα τρίτο από αυτούς βρίσκεται στην πρωτεύουσα. Η Αθήνα διαθέτει εννέα κινηματογράφους πρώτης προβολής, εικοσιπέντε δεύτερης ή συνοικιακούς και 65 θερινούς.
ΟΙ ΚΙΝΗΜΑΤΟΓΡΑΦΟΙ ΤΗΝ ΠΕΡΙΟΔΟ ΤΟΥ ΠΟΛΕΜΟΥ ΚΑΙ ΤΗΣ ΚΑΤΟΧΗΣ
Αμέσως μετά την κήρυξη του πολέμου, το πιο ενδιαφέρον κινηματογραφικό θέαμα για τους ανθρώπους στις πόλεις, γίνονται τα πολεμικά επίκαιρα. Στην Αθήνα είναι δυο οι αίθουσες που προβάλουν αποκλειστικά πολεμικά επίκαιρα, ελληνικά και αγγλικά, το Σινεάκ και το Άστυ.
Αλλά έρχεται η στιγμή που το μέτωπο καταρρέει. Στις 9 Απριλίου 1940 οι Γερμανοί μπαίνουν στη Θεσσαλονίκη. Μία από τις πρώτες διαταγές που εξέδωσαν  ήταν να ανοίξουν οι κινηματογράφοι για να δείξουν ότι η ζωή συνεχίζεται ειρηνικά κάτω από τη δική τους υψηλή προστασία. Την προηγούμενη περίοδο λόγω του φόβου των συναγερμών οι κινηματογράφοι υπολειτουργούσαν, ανοίγοντας σε ακατάστατες ώρες.
Η διαφορά που υπάρχει τώρα με την προηγούμενη περίοδο είναι ότι επιτάσσονται ορισμένοι κινηματογράφοι και διατίθενται για τη ψυχαγωγία των στρατιωτών τους. Στη Θεσσαλονίκη, τα Διονύσια  μετατρέπονται σε Soldaten Kino, το Πατέ σε Germania Kino και το Παλλάς σε Frontbuhne. Τα Ηλύσια  «παραχωρούνται» στους Ιταλούς. Στην Αθήνα, το Αττικόν  μετατρέπεται σε Soldaten Kino Victoria, το Απόλλων  σε Kino Apollo, ενώ  οι άλλοι κινηματογράφοι υποχρεώνονται να αναγράφουν τους τίτλους των έργων εκτός από ελληνικά, στα γερμανικά και ιταλικά. Το μέτρο αυτό επεκτείνεται σε όλη την Ελλάδα.
Με την είσοδο των Γερμανών δεν σημειώνεται καμία άλλη αλλαγή στη λειτουργία των κινηματογράφων πέρα από την απαγόρευση ταινιών που προέρχονται από εχθρικές προς τον Άξονα ταινίες, την υποχρεωτική προβολή γερμανικών προπαγανδιστικών επικαίρων και τις ώρες προβολής που προσαρμόζονται στις απαγορεύσεις της κυκλοφορίας και τις ανάγκες εξοικονόμησης ηλεκτρικής ενέργειας.

Η ΜΕΤΑΠΟΛΕΜΙΚΗ ΑΝΘΗΣΗ
Με τη λήξη της γερμανικής κατοχής δημιουργείται το πρωτοφανές φαινόμενο της μαζικής προσέλευσης στους κινηματογράφους της πρωτεύουσας. Αλλά αυτό δεν είναι ένα ευκαιριακό φαινόμενο, η αντίδραση ίσως στην στερημένη ζωή της κατοχής, αλλά έχει διάρκεια. Και το 1966 το περιοδικό Εικόνες χαρακτηρίζει την Αθήνα σαν την «πιο ιδιότυπη κινηματογραφόπληκτη πρωτεύουσα της υφηλίου» με τις «50 αίθουσες πρώτης προβολής και το τακτικό επταήμερο των 12 καινούργιων ταινιών»
ΔΕΚΑΕΤΙΑ ΤΟΥ '90
(από μια έρευνα του ΕΚΚΕ για την
Κατάσταση του συστήματος διανομής στην Ελλάδα
"Η συνολική εικόνα, πάντως, για την κατανομή των κινηματογραφικών αιθουσών στην Ελλάδα έχει ως εξής: Ο αριθμός των αιθουσών / οθονών ανέρχεται σε 443. Αυτές ανήκουν σε 382 κινηματογραφικές μονάδες / επιχειρήσεις. Από τις 443 αίθουσες, οι 203 είναι χειμερινές, οι 53 ετήσιας λειτουργίας και οι 186 θερινές. Αν και στο λεκανοπέδιο συγκεντρώνεται περίπου το 35% το συνολικού πληθυσμού της χώρας, το αντίστοιχο ποσοστό των κινηματογραφικών αιθουσών / οθονών ξεπερνά το 52%. Οι τρεις περιφέρειες με το μικρότερο αριθμό αιθουσών είναι η Δυτική Μακεδονία με 0,7%, τα Ιόνια Νησιά με 1,1% και το Βόρειο Αιγαίο με 1,3%, ενώ υπάρχει ένας νομός εντός των ορίων του οποίου δεν υφίσταται κινηματογραφική αίθουσα: πρόκειται για τον νομό Φλωρίνης".

47 διατηρητέοι θερινοί κινηματογράφοι
Το 1997 ο τότε υπουργός ΠΕΧΩΔΕ, Κώστας Λαλιώτης, με απόφασή του χαρακτήρισε διατηρητέα τη χρήση 47 θερινών κινηματογράφων που βρίσκονται εντός του λεκανοπεδίου Αττικής:
ΑΙΓΛΗ (Ζάππειο) ΒΟΞ (Εξάρχεια) ΘΗΣΕΙΟ ΠΑΛΛΑΣ (Παγκράτι) ΣΙΝΕ ΠΑΡΙ (Πλάκα) ΑΝΕΣΙΣ (Αμπελόκηποι) ΑΕΛΛΩ (Κυψέλη) ΕΛΛΗΝΙΣ (Αμπελόκηποι) ΕΚΡΑΝ (Εξάρχεια) ΛΙΛΑ (Πατήσια) ΜΠΡΟΝΤΓΟΥΕΪ (Κυψέλη) ΡΙΒΙΕΡΑ (Εξάρχεια) ΗΛΕΚΤΡΑ (Πατήσια) ΑΘΗΝΑΙΑ (Κολωνάκι) ΑΜΟΡΕ (Πολύγωνο) ΜΕΤΡΟΠΟΛ (Αθήνα) ΤΡΙΑΝΟΝ (Κυψέλη) ΝΑΝΑ (Δάφνη) ΝΕΑ ΠΑΝΑΘΗΝΑΙΑ (Αθήνα) ΜΙΤΣΙ (Κουκάκι) ΑΤΗΕΝΕ (Κυψέλη) ΔΙΑΝΑ (Κυψέλη) ΣΤΕΛΛΑ (Κυψέλη) ΡΑΝΙΑ (Πατήσια) ΜΟΝ ΡΕΠΟ (Αγ. Νικόλαος Αχαρνών) ΔΕΞΑΜΕΝΗ (Κολωνάκι) ΛΑΟΥΡΑ (Παγκράτι) ΜΠΟΜΠΟΝΙΕΡΑ (Κηφισιά) ΧΛΟΗ (Κηφισιά) ΦΙΛΟΘΕΗ, ΦΑΝΤΑΖΙΟ (Πειραιάς) ΑΜΥΝΤΑΣ (Υμηττός) ΔΙΑΝΑ (Παλ. Φάληρο) ΑΜΑΡΥΛΛΙΣ (Αγ. Παρασκευή) ΚΑΡΜΕΝ (Αθήνα) ΤΙΤΑΝ (Αιγάλεω) ΦΛΕΡΥ (Καλλιθέα) ΠΟΛΕΝΑ (Ανω Πατήσια) ΑΚΤΗ (Βουλιαγμένη) ΨΥΧΙΚΟ ΜΕΛΙΝΑ ΜΕΡΚΟΥΡΗ (Ηλιούπολη) ΚΑΤΕΡΙΝΑ (Χαϊδάρι) ΑΣΤΡΟΝ (Μάνδρα) ΑΜΙΚΟ (Χαλάνδρι) ΜΑΡΓΑΡΙΤΑ (Χαλάνδρι) ΑΘΗΝΑ (Χαλάνδρι) ΑΛΕΞΑΝΔΡΑ (Χαλάνδρι)
Πηγή:www.cinefilip.gr

 

Πέμπτη 19 Δεκεμβρίου 2013

Ο Μπρέχτ "μιλάει" στα παιδιά...!

Δύο ποιήματα του μεγάλου Μπρέχτ που "μιλάνε" στα παιδιά...




1.Εγκώμιο στη μάθηση
Μάθαινε και τ’ απλούστερα!
Γι’ αυτούς
που ο καιρός τους ήρθε
ποτέ δεν είναι πολύ αργά!
Μάθαινε το αβγ, δε σε φτάνει,  μα συ
να το μαθαίνεις! Μη σου κακοφανεί!
Ξεκίνα! Πρέπει όλα να τα ξέρεις!
Εσύ να πάρεις πρέπει την εξουσία.
Μάθαινε, άνθρωπε στο άσυλο!
Μάθαινε, άνθρωπε στη φυλακή!
Μάθαινε, γυναίκα στην κουζίνα!
Μάθαινε, εξηντάχρονε!
Εσύ να πάρεις πρέπει την εξουσία.
Ψάξε για σχολείο, άστεγε!
Προμηθεύσου γνώση, παγωμένε!
Πεινασμένε, άρπαξε το βιβλίο: είν’ ένα όπλο.
Εσύ να πάρεις πρέπει την εξουσία.
Μην ντρέπεσαι να ρωτήσεις, Σύντροφε!
Μην αφεθείς να πείθεσαι
μάθε να βλέπεις συ ο ίδιος!
Ό,τι δεν ξέρεις ο ίδιος
καθόλου δεν το ξέρεις.
Έλεγξε το λογαριασμό
εσύ Θα τον πληρώσεις.
Ψάξε με τα δάχτυλα κάθε σημάδι
Ρώτα: πώς βρέθηκε αυτό εδώ.
Εσύ να πάρεις πρέπει την εξουσία.»

2.Aκουσα πως τίποτα δε θέλετε να μάθετε
Aκουσα πως τίποτα δε θέλετε να μάθετε.
Απ’ αυτό βγάζω το συμπέρασμα πως είσαστε εκατομμυριούχοι.
Το μέλλον σας είναι σιγουρεμένο – το βλέπετε
μπροστά σας σ’ άπλετο φως. Φρόντισαν
οι γονείς σας για να μη σκοντάψουνε τα πόδια σας
σε πέτρα.. Γι’ αυτό τίποτα δε χρειάζεται
να μάθεις. Έτσι όπως είσαι
εσύ μπορείς να μείνεις.
Κι έτσι κι υπάρχουνε ακόμα δυσκολίες, μιας κι οι καιροί
όπως έχω ακούσει είναι ανασφαλείς,
τους ηγέτες σου έχεις, που σου λένε ακριβώς
τι έχεις να κάνεις για να πας καλά.
Έχουνε μαθητέψει πλάι σε κείνους
που ξέρουν τις αλήθειες που ισχύουνε
για όλους τους καιρούς
μα και τις συνταγές που πάντα βοηθάνε.

Μιας και για σένα γίνονται τόσο πολλά
δε χρειάζεται ούτε δαχτυλάκι να κουνήσεις.
Βέβαια, αν τα πράματα ήταν διαφορετικά
Η μάθηση θα ‘τανε υποχρέωσή σου.
Αυτό θέλω να τους πω
Αναρωτιέμαι: γιατί να συζητάω μαζί τους;
ψωνίζουνε τη γνώση για να την πουλήσουν.
θέλουν να μάθουνε πού υπάρχει γνώση φτηνή
που να μπορούνε ακριβά να την πουλήσουν. Γιατί
να ενδιαφερθούνε να γνωρίσουν ό,τι
ενάντια στην αγοραπωλησία μιλάει;
Θέλουνε να νικήσουν.
Στη νίκη ενάντια τίποτα δε θέλουνε να ξέρουν.
Δε Θέλουνε άλλοι να τους καταπιέζουν,
Θέλουνε να καταπιέζουνε οι ίδιοι.
Δε θέλουνε την πρόοδο.
Θέλουνε την υπεροχή.
Πειθαρχούνε σ’ όποιον
τους υπόσχεται πως θα μπορούνε να διατάζουν.
Θυσιάζονται
για να μπορέσει να μείνει όρθιος ο βωμός της θυσίας.
Τι να τους πω, σκέφτηκα. Αυτό
θέλω να τους πω, αποφάσισα.»


Σάββατο 14 Δεκεμβρίου 2013

ΠΩΛ ΕΛΥΑΡ, ο ποιητής του υπερρεαλισμού και του αγώνα...

ο ποιητής που αποδοκιμάζει με το έργο του ο,τιδήποτε ταπεινώνει την ανθρώπινη ύπαρξη...

ο ποιητής που τραγουδά στα ποιήματά του τη ζωή, τη χαρά, τον έρωτα...




Ο Πωλ Ελυάρ (πραγματικό όνομα Eugène Grindel, 14 Δεκεμβρίου 1895  - 18 Νοεμβρίου 1952) ήταν Γάλλος ποιητής που δραστηριοποιήθηκε στα καλλιτεχνικά ρεύματα του ντανταϊσμού και του υπερρεαλισμού
Βιογραφία
 Γεννήθηκε στην πόλη Σαιν-Ντενί, κοντά στο Παρίσι όπου πέρασε τα πρώτα του χρόνια. Στο διάστημα 1907-1911  γράφτηκε στη Σχολή Κολμπέρ όπου πραγματοποίησε σπουδές, ωστόσο σε ηλικία περίπου 17 ετών προσβλήθηκε από φυματίωση και αναγκάστηκε να τις διακόψει. Για δύο χρόνια, διέμεινε σε σανατόριο στο Νταβός της Ελβετίας όπου τελικά θεραπεύτηκε και αμέσως μετά, το 1914  κατατάχθηκε στον στρατό. Το 1917 παντρεύτηκε την Helena Deluvina Diarkinoff, περισσότερο γνωστή ως Γκαλά, με την οποία απέκτησε και μία κόρη. Την ίδια περίοδο δημοσίευε τα πρώτα του ποιήματα, αρχικά με τη συλλογή Το Χρέος και η Ανησυχία και αργότερα με τα Ποιήματα για την Ειρήνη (1918), τα οποία προκάλεσαν και το ενδιαφέρον του Ζαν Πωλάν, εκδότη της επιθεώρησης Spectateur. Παράλληλα, ο Ελυάρ γνωρίστηκε με τους Αντρέ Μπρετόν, Λουί Αραγκόν και Τριστάν Τζαρά, με τους οποίους συμμετείχε αρχικά στο κίνημα του ντανταϊσμού και αργότερα του υπερρεαλισμού. Αποτέλεσε έναν από τους ιδρυτές της επιθεώρησης των υπερρεαλιστών Litterature καθώς και της μεταγενέστερης έκδοσης La Revolution Surrealiste. Παρέμεινε στις τάξεις της υπερρεαλιστικής ομάδας του Παρισιού μέχρι το 1938. Κατά τη διαρκεια του Β΄παγκοσμίου πολέμου  πήρε ενεργό μέρος στην Αντίσταση, ως μέλος του κομμουνιστικού κόμματος. Πέθανε το 1952 από καρδιακή προσβολή. Θεωρείται μέχρι σήμερα ένας από τους σημαντικότερους ποιητές του υπερρεαλισμού.
Έργα
Κύριες συλλογές
  • Capitale de la Douleur (1935)
  • L' amour la poesie (1929)
  • La vie immediate (1932)
  • La Rose publique (1934)
  • Les Yeux fertilles (1935)
  • Le Phenix (1951)
Πηγή:Βικιπαίδεια



ΑΘΗΝΑ

Έλληνε λαέ βασιλιά απελπισμένε
Να χάσεις άλλο πια δεν έχεις πάρεξ τη λευτεριά
Τον έρωτά σου για την λευτεριά και την δικαιοσύνη
Και τον άπειρο σεβασμό του ίδιου του εαυτού σου

Βασιλιά λαέ δε σε απειλεί ο θάνατος
Στον έρωτά σου είσαι όμοιος είσαι αγαθός
Και το κορμί σου και η καρδιά πεινούν για αιωνιότητα
Βασιλιά λαέ που πίστεψες πως σου χρωστούν το ψωμί

Και πως σου δίναν τίμια τ' άρματα να σηκώσεις
Τίμια δικιά σου σώζοντας  βάζοντας τον δικό σου νόμο
Λαέ απελπισμένε στα δικά σου μόνο άρματα εμπιστέψου
Ελεημοσύνη σαν τα δώσανε κάνε τα εσύ ελπίδα

Και την ελπίδα όρθωσε στο μαύρο φως αντίκρυ
Στον ανελέητο Χάροντα που δίπλα σου δε βολεύεται
Λαέ απελπισμένε ήρωα λαέ
Λαέ πεινασμένων λαίμαργων της πατρίδας

Μικρέ και μεγάλε στα μέτρα του λαού σου
Έλληνα λαέ αφέντη παντοτινέ των πόθων σου
Συνταιριασμένα το ιδανικό της σάρκας και η σάρκα η ίδια
Η φυσική λαχτάρα το ψωμί και η λευτεριά

Η λευτεριά όμορφη με την ηλιόλουστη θάλασσα
Το ψωμί όμοιο με τους θεούς το ψωμί που σμίγει τους ανθρώπους
Το αληθινό ολόφωτο αγαθό πιο δυνατό απ' όλα
Πιο δυνατό απ' τον πόνο και απ' τους εχθρούς μας όλους
9 Δεκέμβρη 1944
Πηγή:en-texnon.blogspot.gr


Ο Πωλ Ελυάρ στην Ελεύθερη Ελλάδα

«Θα πολεμήσουμε γι’ αυτή τη μικρή ελιά
Καταμεσής στον κάμπο,
Γι’ αυτήν την πέτρα, που δροσίζει η πρωινή πάχνη.
Θα πολεμήσουμε για το χαμόγελο του κοριτσιού
Καταμεσής στην άνοιξη.
Θα πολεμήσουμε για τα χαρούμενα παιδικά παιχνίδια,
Στις γαλανές ακρογιαλιές,
Για την καυτερή άμμο, γι’ αυτόν το σβώλο
απ’ το παχύ ματωμένο πατρικό χώμα.
Θα πολεμήσουμε…»

Η Ελλάδα του Πωλ Ελυάρ

«Τα χέρια των ηρώων και των θυμάτων/ έχουνε σφίξει τα δικά μου χέρια./ Η φωνή τους έχει πλάσει τη φωνή μου./ Μέσα σ’ έναν αδελφικό καθρέφτη/ και τα χέρια μου σφίγγουν τα χέρια/ των ανθρώπων που αύριο θα γεννηθούνε. Και πού τους μοιάζουν τόσο/ που πιστεύω τον εαυτό μου αιώνιο». Αυτό έγραφε ένας από τους κορυφαίους Γάλλους ποιητές του 20ού αιώνα, ο κομμουνιστής Πωλ Ελυάρ, σε ένα ποίημά του, το οποίο σε μετάφραση Γιάννη Ρίτσου περιλαμβάνεται στο βιβλίο «Μελετήματα» («Κέδρος»).

Πηγή:mauroflight.wordpress.com

Σάββατο 7 Δεκεμβρίου 2013

Ρήγας Φεραίος, ο μεγάλος στοχαστής και επαναστάτης...

"Ως πότε παλικάρια, θα ζούμε στα στενά,μονάχοι σα λιοντάρια, στις ράχες στα βουνά;Σπηλιές να κατοικούμε, να βλέπουμε κλαδιά,να φεύγωμ' απ' τον κόσμον, για την πικρή σκλαβιά;..."

Ο Ρήγας Βελεστινλής ή Ρήγας Φεραίος (1757-24 Ιουνίου 1798) ήταν Έλληνας  συγγραφέας, πολιτικός στοχαστής και επαναστάτης. Θεωρείται εθνομάρτυρας και πρόδρομος της Ελληνικής επανάστασης του 1821. Ο ίδιος υπέγραφε ως «Ρήγας Βελεστινλής» ή «Ρήγας ο Θεσσαλός» και ουδέποτε «Φεραίος», κάτι που ίσως να είναι δημιούργημα μεταγενέστερων λογίων. Γεννήθηκε στο Βελεστίνο, τις αρχαίες Φερές, το 1757, από εύπορη οικογένεια. Από τη νεανική του ζωή τα μόνα γνωστά είναι αυτά που ίδιος αναγράφει στην Επιπεδογραφία της Φεράς νυν λεγομένης Βελεστίνος, που είναι στο 4ο φύλλο της δωδεκάφυλλης "Χάρτας της Ελλάδος", που είναι και ένα ύμνος στη γενέτειρά του. Το όνομα του πατέρα του ήταν "Κυρίτζης¨,όπως φαίνεταοι στο αυτόγραφο ΄του Ρήγα σε βιβλίο αρχαίοι γεωγράφοι του 1571, που είναι στην Εθνική Βιβλιοθήκη Ελλάδος, συνηθισμένο όνομα στην περιοχή του Βελεστίνου, που διατηρείται μέχρι σήμερα. Είναι ντόπιο, γηγενής και δεν είχε βλάχικη καταγωγή, όπως αυτό διαπιστώνεται από το γεγονός ότι το ξακουστό Βλαχοχώρι της Πίνδου, Περιβόλι, δεν το αναγράφει στη Χάρτα του, αν κανείς κοιτάξειτη Χάρτα του Ρήγα. Αν κατάγονταν από εκεί, αν οι γονείς του ήταν από εκεί, ή αν οι παππούδες του ήταν από εκεί θα ανέγραφε στη Χάρτα του το Περιβόλι. Ο Ρήγας δεν το αναγράφει διότι ούτε καν το γνώριζε. Το γεγονός αυτό πρέπει να προσεχθεί, όπως το τονίζει και ο μεγάλος ιστορικός του Ρήγας, ο Βλάχος Λέανδρος Βρανούσης. Η μητέρα του ονομαζόταν Μαρία και είχε ένα αδελφό με το όνομα Κώστας. Δεν υπάρχουν έγγραφα για την ύπαρξη αδελφής του. Ο Φραγκίσκος Πουκεβίλ αναφέρει πως είχε και ένα αδελφό, τον Κωστή, ο οποίος μάλιστα συμμετείχε στην επανάσταση του 1821. Η οικογένεια του υπήρξε από τα θύματα της τουρκικής μανίας. Από αυτούς διασώθηκαν μόνο η μητέρα του με τον αδερφό του και μεταφέρθηκαν στη Βλαχία, όπου συντηρούνταν από τον Ρήγα. 
Δύο ιδιαίτερες αναφορές
·        «Κι επειδή ο ταπεινός εκείνος γόνος των ραγιάδων της Θεσσαλίας ούτε προφήτης εγεννήθηκε, ούτε αναχωρητής και ιεραπόστολος υπήρξε (απ΄αυτούς που οδεύουν προς το μαρτύριο για να εξασφαλίσουν τη μακαριότητα του παραδείσου), ούτε πολέμαρχος αξιώθηκε να γίνει, αλλά μονάχα οραματιστής και κήρυκας του Ξεσηκωμού, γι΄αυτό δεν απομένει να μελετηθεί παρά ο πνευματικός άνθρωπος, με τις ανησυχίες και τις αναζητήσεις του, με τις συγγραφικές του επιδόσεις και τους ιδεολογικούς του προσανατολισμούς, ο κατηχητής του Γένους, ο πολιτικός νους που πήγε να μετουσιώσει τη θεωρία σε πράξη»
  • «Η επιστημονική έρευνα για τον Ρήγα, που άρχισε μόλις το 1891, όταν ήρθαν στο φως τα πρώτα σχετικά έγγραφα, διέλυσε κάποιους ποιητικούς θρύλους, αλλά μας έφερε πιο κοντά στην ιστορική πραγματικότητα και εδραίωσε τον Ρήγα Φεραίο ή Ρήγα Βελεστινλή στο πρώτο βάθρο της προεπαναστατικής περιόδου για την αφύπνιση του Έθνους και την Εθνεγερσία  , όπου τον τοποθέτησε η Παράδοση».

Βίος και επανάσταση
Τα νεανικά χρόνια του Ρήγα Φεραίου είναι βυθισμένα στην αχλη του θρύλου και είναι δύσκολο να ανιχνευθούν τα πραγματικά γεγονότα, όπως και ένα μεγάλο μέρος από τις δραστηριότητές του αργότερα. Αυτό οφείλεται κυρίως στο γεγονός ότι τα άτομα με τα οποία συνεργαζόταν συνελήφθησαν και εκτελέστηκαν, αλλά και οι περισσότερες από τις προκηρύξεις του καταστράφηκαν. Αργότερα η ανάγκη δημιουργίας εθνικών ηρώων του υπόδουλου έθνους, σε συνδυασμό με την έλλειψη σχετικής ιστοριογραφίας ανήγαγε πολλούς θρύλους περί του προσώπου του. Οι βασικότερες πληροφορίες για τον ίδιο και την οικογένειά του παρέχει ο Χριστόφορος Περραιβός που υπήρξε συνεργάτης του και συναγωνιστής.Σύμφωνα με τον Χριστόφορο Περραιβό τα πρώτα του γράμματα λέγεται ότι τα διδάχθηκε από ιερέα του Βελεστίνου και κατόπιν στη Ζαγορά. Καθώς διψούσε για μάθηση, ο πατέρας του τον έστειλε στα Αμπελάκια για περαιτέρω μόρφωση. Όταν επέστρεψε, έγινε δάσκαλος στην κοινότητα Κισσού Πηλίου. Στην ηλικία των είκοσι ετών σκότωσε στο Βελεστίνο έναν Τούρκο πρόκριτο, επειδή του είχε συμπεριφερθεί δεσποτικά, και κατέφυγε στο Λιτόχωρο του Ολύμπου, όπου κατατάχθηκε στο σώμα των αρματολών του θείου του, Σπύρου Ζήρα. Αργότερα βρίσκεται στο Άγιο Όρος, φιλοξενούμενος του ηγουμένου της μονής Βατοπεδίου, Κοσμά με τον οποίο και ανέπτυξε στενή φιλία. Στην ίδια μονή συνδέθηκε φιλικά με τον συμπατριώτη του τον μοναχό Νικόδημο, ο οποίος του είχε παραχωρήσει τα κλειδιά της βιβλιοθήκης της φημισμένης Αθωνιάδας Σχολής για να εμπλουτίσει τς γνώσεις του. Στο Άγιο Όρος έμεινε πολύ λίγο. Ταξίδεψε στην Κωνσταντινούπολη  , μετά από πρόσκληση του Πρέσβη της Ρωσίας για σπουδές, στην οικία του οποίου γνώρισε τον Πρίγκιπα Αλέξανδρο Υψηλάντη (1726-1806) μέγα διερμηνέα του Σουλτάνου και παππού του μετέπειτα αρχηγού της Φιλικής Εταιρίας, επίσης Αλέξανδρος Υψηλάντης (1792-1828). Στην Πόλη διεύρυνε τις σπουδές του στη Γαλλική, στην Ιταλική και τη Γερμανική γλώσσα. Όταν ο Υψηλάντης έφυγε για το Ιάσιο, προκειμένου να γίνει ηγεμόνας της Μολδαβίας, ο Ρήγας τον ακολούθησε. Διαφωνώντας με τον Υψηλάντη έγινε γραμματέας του ηγεμόνα της Βλαχίας Νικόλαου Μαυρογένη, αδερφό του παππού της Μαντώς Μαυρογένους και ταξίδεψε για τοΒουκουρέστι έδρα της ηγεμονίας, όντας πλέον στην ηλικία των 30 χρόνων. Μετά τον Ρωσοτουρκικό πόλεμο και την ήττα της Τουρκίας (1790) ο Μαυρογένης αποκεφαλίστηκε ως υπαίτιος της ήττας και ο Ρήγας κατέφυγε στη Βιέννη, την οποία έκανε έδρα της επαναστατικής δράσης του. Στη Βιέννη ταξίδεψε μαζί με τον Αυστριακό βαρώνο Ελληνικής καταγωγής Χριστόδουλο Λάνγκενφελτ-Κιρλιανό, ο οποίος τον έφερε σε επαφή με άλλους ομογενείς. Στη Βιέννη συνεργάτες του ήσαν κυρίως Έλληνες έμποροι ή σπουδαστές, αλλά οι σημαντικότεροι από αυτούς ήταν οι αδελφοί Πούλιου, από τη Σιάτιστα της Μακεδονίας, τυπογράφοι. Στο τυπογραφείο τους τύπωσε τον Θούριο και την Χάρτα που φιλοτεχνήθηκε από τον Αυστριακό λιθογράφο Φρανσουά Μίλλερ, την επαναστατική του προκήρυξη σε χιλιάδες αντίτυπα, προκειμένου να μοιραστούν στους Έλληνες των υπόλοιπων φιλελεύθερων περιοχών των Βαλκανίων, το Σχολείον των ντελικάτων Εραστών, το  Φυσικής απάνθισμα, το Ηθικός Τρίπους, Το Σύνταγμα της Ελληνικής Δημοκρατίας,Τα Δίκαια του ανθρώπου, καθώς και το Νέος Ανάχαρσις. Ο Ρήγας απέβλεπε στην απελευθέρωση και ενοποίηση όλων των Βαλκανικών λαών και φυσικά όλου του ελληνικού στοιχείου που ήταν διασκορπισμένο στην Ανατολή και τα ευρωπαϊκά κέντρα. Επηρεασμένος από τον ευρωπαϊκό Διαφωτισμό, πίστεψε βαθιά στην ανάγκη της επαφής των Ελλήνων με τις νέες ιδέες που σάρωναν την Ευρώπη και αυτό τον ώθησε στη συγγραφή ή μετάφραση βιβλίων σε δημώδη γλώσσα και τη σύνταξη της «Χάρτας», ενός μνημειώδους για την εποχή του χάρτη, διαστάσεων 2,07 x 2,07 μ, που αποτελείτο από επί μέρους τμήματα. Δύο έτη αργότερα, ο Άνθιμος Γαζής επιμελήθηκε μιας νέας έκδοσης της Χάρτας, μικροτέρων διαστάσεων (1,04 x 1,02 μ), με τον τίτλο Πίναξ Γεωγραφικός της Ελλάδος, χωρίς όμως να αναφέρει το όνομα του Ρήγα για να αποφύγει την αυστροουγγρική λογοκρισία.
Παράλληλα με τις εκδοτικές του δραστηριότητες, ο Ρήγας προετοίμαζε και την αναχώρησή του από την Αυστρία, κυρίως εξαιτίας του επαναστατικού κλίματος που είχε καλλιεργήσει η Γαλλική Επανάσταση και της διάθεσής του να ενισχύσει τις προσπάθειες του Ναπολέοντα. Το 1792  η υπογραφή της Ρωσοτουρκικής συνθήκης ειρήνης στο Ιάσιο οδηγεί τις ελπίδες του Ρήγα για απελευθέρωση των Ελλήνων από τη Γαλλία και τον Βοναπάρτη. Οι πληροφορίες για τη μυστική επαναστατική δράση του Ρήγα είναι ασαφείς και προέρχονται κυρίως από μαρτυρίες βιογράφων και πληροφορίες τις οποίες απέσπασε η ανάκριση των Αυστριακών αρχών μετά τη σύλληψη του Ρήγα και των συντρόφων του. Το συμπέρασμα ούτως ή άλλως είναι ότι δεν υπήρχε οργανωμένος επαναστατικός συνωμοτικός πυρήνας αλλά διάσπαρτες επαφές με ομοεθνείς, τους οποίους διέγειρε ο επαναστατικός ενθουσιασμός του Ρήγα. Το πιθανότερο και επικρατέστερο σενάριο που επικρατεί μέχρι σήμερα για τη σύλληψη του Ρήγα έχει να κάνει σχέση με τη τελευταία φάση προετοιμασίας του που συνδέεται με δύο επαναστατικές προκηρύξεις, το Επαναστατικό Μανιφέστο και την Προκήρυξη, που τυπώθηκε σε μεγάλο αριθμό αντιτύπων και είναι το εξής. Οι δύο προκηρύξεις στάλθηκαν στον Αντώνη Νιώτη στην Τεργέστη, για να τα παραλάβει ο Ρήγας μαζί με τον αφοσιωμένο του φίλο Χριστόφορο Περραιβό και να τα προωθήσει στην Ελλάδα. Η επιστολή, όμως, με την οποία ενημέρωνε ο Ρήγας για την αποστολή των εντύπων του, έπεσε στα χέρια του Δημητρίου Οικονόμου, εμπορικού συνεργάτη του Αντωνίου Κορωνιού, προς τον οποίο απευθυνόταν η επιστολή. Ο Οικονόμου κατέδωσε και τους δύο στην αυστριακή αστυνομία και συγκεκριμένα στον βαρόνο Πιττόνι, διοικητή της αστυνομίας στη Τεργέστη. Ο οποίος με τη σειρά του ενημέρωσε το κυβερνήτη της πόλης Κόντε Πομπήιο Μπριγκίντο κι αυτός τον διέταξε να τον συλλάβει. Ο Ρήγας συνελήφθη στην Τεργέστη την 1η Δεκεμβρίου του 1797  μαζί με τον Περραιβό. Κατόπιν οδηγήθηκε στη Βιέννη, στις 14 Φεβρουαρίου 1798, όπου ανακρίθηκε μαζί με τους υπόλοιπους συντρόφους του. Κατάληξη των ανακρίσεων, σε συνδυασμό με τις συνεννοήσεις με τον Σουλτάνο, ήταν να εκτοπισθούν από τους συλληφθέντες οι Αυστριακοί και άλλων εθνοτήτων υπήκοοι για να δικαστούν από τις Αυστριακές αρχές, εκτός από τους Οθωμανούς, που απελάθηκαν και οδηγήθηκαν στην Οθωμανική επικράτεια για να υποστούν τις κυρώσεις του Σουλτάνου. Ο Ρήγας (41 χρονών) και οι επτά σύντροφοί του που ανήκαν στην ίδια κατηγορία, ο Ευστράτιος Αργέντης (31 χρονών, έμπορος από τη Χίο), ο Δημήτριος Νικολίδης (32 χρονών,γιατρός από τα Ιωάννινα), ο Αντώνιος Κορωνιός (27 χρονών, έμπορος και λόγιος από τη Χίο), ο Ιωάννης Καρατζάς (31 χρονών, λόγιος από τη Λευκωσία της Κύπρου), ο Θεοχάρης Γεωργίου Τουρούντζιας (22 χρονών, έμπορος από την Σιάτιστα), ο Ιωάννης Εμμανουήλ (24 χρονών, φοιτητής της ιατρικής από τη Καστοριά) και ο Παναγιώτης Εμμανουήλ (22 χρονών, αδερφός του προηγούμενου και υπάλληλος του Αργέντη), με συνοδεία των αυστριακών αρχών παραδόθηκαν στις 10 Μαϊου 1798  στους Τούρκους του Βελιγραδίου και φυλακίστηκαν στον πύργο Nebojša (Небојша), παραποτάμιο φρούριο του Βελιγραδίου. Εκεί, ύστερα από συνεχή βασανιστήρια, στις 24 Ιουνίου του 1798, στραγγαλίστηκαν και τα σώματά τους ρίχτηκαν στον Δούναβη. Για τον ακριβή γεωγραφικό εντοπισμό-τοποθεσία του αγάλματος του Ρήγα στο Βελιγράδι, καθώς και της οδού Riga od Fere (Ρήγας Φεραίος στα Σέρβικα). Εδώ πρέπει να σημειωθεί ότι μόλις μαθεύτηκε η σύλληψη του Ρήγα πολλοί έκανα έκκληση, στο σουλτάνο Σελίμ Γ΄, για την απελευθέρωση του. Ανάμεσα σε αυτούς ο φίλος του Ρήγα, Οσμάν Πασβανόγλου, ηγεμόνας του Βιδινίου και ο Αλή Πασάς αλλά μάταια.
Χαρακτηρισμοί για το έργο του Θούριος
Αξίζει να αναφέρουμε εδώ μερικές χαρακτηριστικές απόψεις για το ξεχωριστό αυτό έργο του Ρήγα.
  • Ο Γάλλος ιστορικός Φρανσουά Πουκεβίλ (François Pouqeville) είχε γράψει: «...Οι Έλληνες πολεμούσαν έχοντας στα χείλη τους τις τρομερές στροφές του Ρήγα...»
  • Ο αγωνιστής του 1821,δικαστής και ιστορικός Γεώργιος Τερτσέτης,το χαρακτήρισε ως <<Το ιερότερο άσμα της φυλής μας>>
  • Ο συγγραφέας Δημήτριος Φωτιάδης, είχε γράψει ότι: «Όσοι από τους Ιερολοχίτες στο Δραγατσάνι δεν βρήκαν το θάνατο στη μάχη παρά πέσανε στα χέρια των τυράννων, τραγουδάγανε το Θούριο όταν τους οδηγούσαν να τους σφάξουν...»
  • Ο ιστορικός Ιωάννης Κορδάτος τον ονόμασε «Παμβαλκανικό εμβατήριο».
  • Ενώ τέλος για τον ίδιο τον Ρήγα, ο θρυλικός Γέρος του Μωριά, Θεόδωρος Κολοκοτρώνης, είχε πει: «Εστάθη ο μεγαλύτερος ευεργέτης της φυλής μας. Το μελάνι του θα είναι πολύτιμο ενώπιον του Θεού, όσο το αίμα του άγιο.»
Πηγή: Βικιπαίδεια


Ο Θούριος



Ως πότε παληκάρια, θα ζούμε στα στενά,
μονάχοι σα λιοντάρια, στις ράχες στα βουνά;
Σπηλιές να κατοικούμε, να βλέπουμε κλαδιά,
να φεύγωμ' απ' τον κόσμον, 
για την πικρή σκλαβιά;
 
Να χάνωμεν αδέλφια, πατρίδα και γονείς,
τους φίλους, τα παιδιά μας, 
κι όλους τους συγγενείς;
Κάλλιο είναι μιάς ώρας ελεύθερη ζωή,
παρά σαράντα χρόνια, σκλαβιά και φυλακή.
 
Τι σ' ωφελεί αν ζήσεις, και είσαι στη σκλαβιά;
στοχάσου πως σε ψένουν, καθ' ώραν στην φωτιά.
Βεζύρης, δραγουμάνος, αφέντης κι αν σταθής
ο τύραννος αδίκως σε κάμνει να χαθής.
 
Δουλεύεις όλη ημέρα, σε ό,τι κι αν σε πει,
κι' αυτός πασχίζει πάλιν, το αίμα σου να πιει.
Ο Σούτζος, κι ο Μουρούζης, Πετράκης, Σκαναβής
Γκίκας και Μαυρογένης, καθρέπτης, ειν' να ιδής.
 
Ανδρείοι καπετάνοι, παπάδες, λαϊκοί,
σκοτώθηκαν κι αγάδες, με άδικον σπαθί.
Κι αμέτρητοι άλλοι τόσοι, και Τούρκοι και Ρωμιοί,
ζωήν και πλούτον χάνουν, χωρίς καμμιά αφορμή.
 
Ελάτε με έναν ζήλον, σε τούτον τον καιρόν,
να κάμωμεν τον όρκον, επάνω στον σταυρόν.
Συμβούλους προκομμένους, με πατριωτισμόν
να βάλωμεν εις όλα, να δίδουν ορισμόν.
 
Οι νόμοι να 'ν' ο πρώτος, και μόνος οδηγός,
και της πατρίδος ένας, να γένει αρχηγός.
Γιατί κι η αναρχία, ομοιάζει την σκλαβιά,
να ζούμε σαν θηρία, ειν' πιο σκληρή φωτιά.
 
Και τότε με τα χέρια, ψηλά στον ουρανόν
ας πούμ' απ' την καρδιά μας, ετούτα στον Θεόν.
 
Εδώ σηκώνονται οι πατριώτες όρθιοι,
και υψώνοντας τα χέρια  προς τον ουρανόν,
κάνουν τον όρκον.
 
Ω βασιλεύ του κόσμου, ορκίζομαι σε Σε,
στην γνώμην των τυράννων, να μην έλθω ποτέ.
Μήτε να τους δουλεύσω, μήτε να πλανηθώ,
εις τα ταξίματά τους, για να παραδοθώ.
 
Εν όσω ζω στον κόσμον, ο μόνος μου σκοπός,
για να τους αφανίσω, θε νάναι σταθερός.
Πιστός εις την πατρίδα, συντρίβω τον ζυγόν,
αχώριστος για να 'μαι, υπό τον στρατηγόν.
 
Κι αν παραβώ τον όρκον, ν' αστράψ' ο ουρανός,
και να με κατακάψη, να γένω σαν καπνός.
 
Τέλος του όρκου
 
Σ' ανατολή και δύση, και νότον και βοριά,
για την πατρίδα όλοι, να 'χωμεν μια καρδιά.
Στην πίστιν του καθ' ένας, ελεύθερος να ζη,
στην δόξαν του πολέμου, να τρέξωμεν μαζί.
 
Βουλγάροι κι Αρβανήτες, Αρμένιοι και Ρωμιοί,
Αράπηδες και άσπροι, με μια κοινήν ορμή,
Για την ελευθερίαν, να ζώσωμεν σπαθί,
πως είμαστ' αντριωμένοι, παντού να ξακουσθή.
 
Όσα απ' την τυραννίαν, πήγαν στην ξενητιά
στον τόπον του καθ' ένας, ας έλθη τώρα πιά.
Και όσοι του πολεμου, την τέχνην αγροικούν
Εδώ ας τρέξουν όλοι, τυρράνους να νικούν.
 
Η Ρούμελη τους κράζει, μ' αγκάλες ανοιχτές,
τους δίδει βιό και τόπον, αξίες και τιμές.
Ως ποτ' οφφικιάλος, σε ξένους Βασιλείς;
έλα να γένης στύλος, δικής σου της φυλής.
 
Κάλλιο για την πατρίδα, κανένας να χαθή
ή να κρεμάση φούντα, για ξένον στο σπαθί.
Και όσοι προσκυνήσουν, δεν είναι πιά εχθροί,
αδέλφια μας θα γένουν, ας είναι κ' εθνικοί.
 
Μα όσοι θα τολμήσουν, αντίκρυ να σταθούν,
εκείνοι και δικοί μας, αν είναι, ας χαθούν.
Σουλιώτες και Μανιάτες, λιοντάρια ξακουστά
ως πότε σταις σπηλιές σας, κοιμάστε σφαλιστά;
 
Μαυροβουνιού καπλάνια, Ολύμπου σταυραητοί,
κι Αγράφων τα ξεφτέρια, γεννήστε μια ψυχή.
Ανδρείοι Μακεδόνες, ορμήσετε για μια,
και αίμα των τυράννων, ρουφήξτε σα θεριά.
 
Του Σάββα και Δουνάβου, αδέλφια Χριστιανοί,
με τα άρματα στο χέρι, καθ' ένας ας φανή,
Το αίμα σας ας βράση, με δίκαιον θυμόν,
μικροί μεγάλοι ομώστε, τυρράννου τον χαμόν.
 
Λεβέντες αντριωμένοι, Μαυροθαλασσινοί,
ο βάρβαρος ως πότε, θε να σας τυραννή.
Μην καρτερήτε πλέον, ανίκητοι Λαζοί,
χωθήτε στο μπογάζι, μ' εμάς και σεις μαζί.
 
Δελφίνια της θαλάσσης, αζδέρια των νησιών,
σαν αστραπή χυθήτε, χτυπάτε τον εχθρόν.
Της Κρήτης και της Νύδρας, θαλασσινά πουλιά,
καιρός ειν' της πατριδος, ν' ακούστε την λαλιά.
 
Κι οσ' είστε στην αρμάδα, σαν άξια παιδιά,
οι νόμοι σας προστάζουν, να βάλετε φωτιά.
Με εμάς κι εσείς Μαλτέζοι, γεννήτε ένα κορμί,
κατά της τυραννίας, ριχθήτε με ορμή.
 
Σας κράζει η Ελλάδα, σας θέλει, σας πονεί,
ζητά την συνδρομήν σας, με μητρική φωνή.
Τι σκέκεις Παζβαντζιόγλου, τόσον εκστατικός;
τινάξου στο Μπαλκάνι, φώλιασε σαν αητός.
 
Τους μπούφους και κοράκους, καθόλου μην ψηφάς,
με τον ραγιά ενώσου, αν θέλης να νικάς.
Συλήστρα και Μπραίλα, Σμαήλι και Κιλί,
Μπενδέρι και Χωτήνι, εσένα προσκαλεί.
 
Στρατεύματα σου στείλε, κ' εκείνα προσκυνούν
γιατί στην τυρραννίαν, να ζήσουν δεν μπορούν.
Γκιουρντζή πιά μη κοιμάσαι, σηκώσου με ορμήν,
τον Προύσια να μοιάσης, έχεις την αφορμήν.
 
Και συ που στο Χαλέπι, ελεύθερα φρονείς
πασιά καιρόν μη χάνεις, στον κάμπον να φανής.
Με τα στρατεύματά σου, ευθύς να συκωθής,
στης Πόλης τα φερμάνια, ποτέ να μη δοθής.
 
Του Μισιριού ασλάνια, για πρώτη σας δουλειά,
δικόν σας ένα μπέη, κάμετε βασιλιά.
Χαράτζι της Αιγύπτου, στην Πόλη ας μη φανή,
για να ψοφήσει ο λύκος, όπου σας τυραννεί.
 
Με μια καρδιά όλοι, μια γνώμη, μια ψυχή,
χτυπάτε του τυράννου, την ρίζα να χαθή.
Να ανάψουμε μια φλόγα, σε όλην την Τουρκιά,
να τρέξει από την Μπόσνα, και ως την Αραπιά.
 
Ψηλά στα μπαϊράκια, σηκώστε τον σταυρόν,
και σαν αστροπελέκια, χτυπατε τον εχθρόν.
Ποτέ μη στοχασθήτε, πως είναι δυνατός,
καρδιοκτυπά και τρέμει, σαν τον λαγόν κι αυτός.
 
Τριακόσιοι Γκιρτζιαλήδες, τον έκαμαν να ιδή,
πως δεν μπορεί με τόπια, μπροστά τους να εβγεί.
Λοιπόν γιατί αργήτε, τι στέκεσθε νεκροί;
ξυπνήστε μην είστε ενάντιοι κι εχθροί.
 
Πως οι προπάτορές μας, ορμούσαν σα θεριά,
για την ελευθερία, πηδούσαν στη φωτιά.
Έτσι κι ημείς, αδέλφια, ν' αρπάξουμε για μια 
τα άρματα, και να βγούμεν απ' την πικρή σκλαβιά.
 
Να σφάξουμε τους λύκους, που στον ζυγόν βαστούν,
και Χριστιανούς και Τούρκους, σκληρά τους τυραννούν.
Στεργιάς και του πελάγου, να λάμψη ο σταυρός,
και στην δικαιοσύνην, να σκύψη ο εχθρός.
 
Ο κόσμος να γλυτώση, απ' αύτην την πληγή,
κ' ελεύθεροι να ζώμεν, αδέλφια εις την γη.



 
 




Τετάρτη 4 Δεκεμβρίου 2013

Μπόστ, ο σκιτσογράφος, γελοιογράφος και θεατρικός συγγραφέας

Μπόστ, ο σύγχρονος Αριστοφάνης...
Η φορολογική δήλωση Πειναλέοντος...


ΥΠΟΒΟΛΗ  ΔΗΛΟΣΕΟΣ
Διά της παρούσησ μου δηλώ, εντός στη δήλοσή μου
λαβών γνόσιν ο έφορος κε άνεφ χαρτοσήμου
ότη δεν έχο κότταιρον και ούτε λοιμουζήνα
άνεργος όντος πάσχωντος σινίθος από πίνα.
Η μύτηρ η γενήσαντος προσφέρων τας θηλάσεις,
ζη εκ δανείον, δορεών κε πρόθιμος διά βάσεις,
κε η μικρά μου αδελφή βαρύνας να νιστέβη,
έχη εξάγη τα χαρτιά διά να μεταναστέβη.

Όντες πολάκις νιστικών κε πάσχων η μυτέρα
είναι βολέβων εναλάξ, αλάζοντος πατέρα.
Έχοντος πρότον βρετανόν, μετά αμερικάνον
νυν θα συζή με γερμανόν κε άνθροπον τσογλάνον,
όστις βιάσας την μαμά, ελείποντες οι άλλοι
τόρα τα θέλη κε αφτή μη έχοντος κεφάλι.
Η φυλαρέσκια αφτής κε θέλων να αρέση,
προσέχη πάντα εις λεφτά κι αν έχη καλή θέση,
ων εροτήλος εις βαθμόν ανότερον τυγχάνων
ποθή ενδύσεις εκλεκτάς, τα τέκνα της ξεχάνων,
ξεχάνοντες κι εμείς αφτήν, που πάντας προσκινεί
εξέρχετε στην Αγοράν διά να γινή Κοινή
με εβροπαίους σηζητή κι ενώ την αποθώσι,
αρκεί που είνε δυτικοί, απεχθανεί τους Ρώσοι.
Κέρδη δηλόνουν άπαντα μικρά-μεγάλα κράτη,
κε η μαμά μας δόσεων δίδη δια το κρεβάτη,
το «λύκνον του πολιτιζμού», έτσι αφτή το λέει,
κι’όλον αφτό μας κοπανεί κε κάθετε κε κλέει,
ενώ δυό λόγια να της πουν, κι αν δη ότι αρέση,
ξανά μανά διά Ζάλονκον κε στη φοτιά θα πέση.
Όθεν το κέρδος μας μηδέν, μηδέν δηλό εισπράκσεις
πάσχων μαζύ με την μαμά και άπαντες οι τάξεις.
Είνε μιστήρια μαμά! Ίσως κι’εμείς να φταίμε,
είνε αφτό που λέγουσι, Θεμου σινχόρεσέ με.



 Η ενοχλητική γριά....
Τι Μανιάνι, Διαμαντίδου και Σιμόνη Σινιορέ,
σου κομίζω ανωτέρω απ' αφτάς δέκα φοραί.
Έλαβα λοιπόν το θάρος μπρος σου να την εμφανίσο
για Μαντάμ Ορτάνς αν κάνη, ημπορώ να στην δανείσο.
Γέρνει δεξιά λιγάκι, μου το είπανε κε άλλοι
κι αν δεν θες τις πικροδάφνες, ζητησέ της να τις βγάλη
όσο κάθετε κοντά μου, συνεχώς και μου ζητά, 
στο καστρί μου ανεβένει και στα μάτια με κοιτά, κι έχει τεράστια μνήμη, κι όσο κε περνούν τα χρόνια, μετρητοίς τα πέρνει όλα όσα λέμε στα μπαλκόνεια. βάλτης μακηγιάζ μηχάλη, ρίχτης τίποτε πανιά. θα στο χρεοστώ ως χάριν να την έχης στα χανιά.

“Αυτά τα πράγματα πρέπει να κόπτοντε με το μαχέρη”
Εκτός από τα τσιγάρα και αι φακαί από 14,50 αναθερμάνθηκαν εις την τιμήν των 22 δραχμών. Μετά από σήντομον πάλην που έκανα με τον εαφτόν Μου, προήλθον εις την σκληράν απόφασιν να κόψω ταις φακαίς. Αφτά τα πράγματα πρέπει να κόπτοντε με το μαχέρη, άλλως γίνοντε πάθος. Κατά την γνόμην Μου, όμος η άφξησις της φακής ήτο επιβεβλημένη εκ των πραγμάτων κε είνε δικεολογημένη διότη η φακή περιέχει σίδηρον κε εφόσον η τιμή του σιδήρου διεθνώς ανήλθεν, δεν επιτρέπετε εις ημάς να ροφώμεν δωρεάν κε προκλητικός τα κέρδη των σιδηροβιομηχάνων εις εποχάς βαρητάτων εισφορών του κλάδου. (εφημερίδα ΑΥΓΗ 23/11/1975)“ΚΑΛΕΙΔΟΣΚΟΠΙΟ” Εκδόσεις GUTENBERG




Ο Χρύσανθος (Μέντης) (Β) Μποσταντζόγλου, γνωστός περισσότερο με το ψευδώνυμο Μποστ ήταν σκιτσογράφος και γελοιογράφος, θεατρικός  συγγραφέας, στιχουργός και ζωγράφος. Γεννήθηκε το 1918 στην  Κωνσταντινούπολη και πέθανε το 1995. Ήταν παντρεμένος με τη Μαρία Μποσταντζόγλου, το γένος Παπαγιαννακοπούλου. Οι δυο γιοί του Κώστας και Γιάννης είναι σήμερα διακεκριμένοι στον χώρο της γραφιστικής και την υποκριτικής αντίστοιχα. Το έργο του περιλαμβάνει πολιτικές γελοιογραφίες και χρονογραφήματα, εικονογραφήσεις βιβλίων και περιοδικών, δέκα θεατρικά έργα και πολλές ζωγραφικές συνθέσεις. Για ένα διάστημα δούλεψε στη διαφήμιση όπου οι έντυπες καταχωρίσεις του για τη RENAULT (Ντοφίν εστί φιλοσοφείν), Flow Coat/Dupont (βάφεν ζι γκουντ πιλοτ?) ακόμα και οι πιλότοι της Λουφτβάφε βάφουν με βαφές Φλόου Κοτ.), άφησαν κυριολεκτικά εποχή με την τόλμη και τη διαφορετικότητά τους.
Βιογραφία
Από το 1920 έως το 1926 έζησε με την οικογένειά του στη Ρουμανία και στη συνέχεια στην Αθήνα. Μαθητής Γυμνασίου άρχισε τα σκίτσα και απέκτησε το ψευδώνυμο Μέντης. Το 1939 εισήχθη στη Σχολή Καλών Τεχνών, την οποία όμως παράτησε μετά από έξι μήνες. Κατά τη διάρκεια της Γερμανικής κατοχής έγινε μέλος του ΕΑΜ(1942) και συμμετείχε στην Εθνική Αντίσταση.Η καριέρα του ως σκιτσογράφου ξεκίνησε με εικονογραφήσεις περιοδικών και παιδικών βιβλίων. Το πρώτο προσωπικό του βιβλίο εκδόθηκε με δικά του έξοδα το 945 και είχε τίτλο Ο Άγιος Φανούριος. Βοήθημα δια την κατανόησιν των Κινέζων κλασσικών..Γκα-τσου και Βου-Σβου-Νι. Το 1952 έπιασε δουλειά στην εφημερίδα Καθημερινή, την οποία τότε διηύθηνε η Ελένη Βλάχου, στην οποία αρχικά εργαζόταν ως ταμίας και βιβλιοθηκάριος. Το 1955 αρχίζει να εργάζεται στο περιοδικό Εικόνες ως εικονογράφος και χαρτογράφος. Στη συνέχεια απασχολείται ως σκιτσογράφος στο περιοδικό Ταχυδρόμος.Το 1959 παρουσίασε στη στήλη του, η οποία είχε τίτλο Το μποστάνι του Μποστ, τους τρεις πλέον γνωστούς ήρωες του: Μαμά- Ελλάς, Πειναλέων και Ανεργίτσα. Τέλος στη συνεργασία του με την Ελένη Βλάχου δόθηκε λόγω του κειμένου Το επάγγελμα της μητρός μου (1961), για το οποίο κατηγορήθηκε ότι είχε ξεφύγει από τα όρια της ευπρέπειας. Από το 1960 έως το 1963 είχε τακτικό εβδομαδιαίο σκίτσο στην εφημερίδα Ελευθερία, ενώ από το 1963 έως το 1966 καθημερινό πολιτικό χρονογράφημα και κυριακάτικο σκίτσο στην εφημερίδα Αυγή. Το 1966 άνοιξε το δικό του κατάστημα δώρων με την επωνυμία "Λαϊκαί Εικόναι". Διακόσμησε πάνω από 27.000 είδη δώρων, με σκίτσα και ζωγραφιές, καθώς και ανορθόγραφες επιγραφές, στιχάκια και αφιερώσεις. Το 1973 δημοσίευσε αντιδικτατορικά σκίτσα και κείμενα στα περιοδικά Αντί και Ταχυδρόμος, συνεργασία που συνεχίστηκε και για τα πρώτα χρόνια της μεταπολίτευσης.Προδικτατορικά συνεργάστηκε επίσης με τις εφημερίδες Ομάδα, Μακεδονία, Ανεξάρτητος Τύπος, Εμπρός και Μεσημβρινή και με τα περιοδικά Δρόμοι της Ειρήνης και Θεατής. Λόγω των πολιτικών γελοιογραφιών του υπέστη διώξεις και δέχτηκε επανειλημμένα μηνύσεις.Από τα μέσα της δεκαετίας του 1960 και μετά, αφιερώθηκε στη ζωγραφική και το θέατρο. Τα σατιρικά θεατρικά του έργα είναι γραμμένα σε δεκαπεντασύλλαβο. Κατά διαστήματα ασχολήθηκε και πάλι με το σκίτσο και την πολιτική γελοιογραφία. Μετά τη μεταπολίτευση συνεργάστηκε επίσης με το περιοδικό Ταχυδρόμος, τον Θούριο, το Men's Look και τις εφημερίδες Πρωινή και Κυριακάτικη Ελευθεροτυπία και Ριζοσπάστης. Πραγματοποίησε επίσης 16 προσωπικές εκθέσεις.Έθεσε αρκετές φορές υποψηφιότητα ως βουλευτής κομμάτων της Αριστεράς (1964 με την ΕΔΑ, 1981 και 1985 με το ΚΚΕ), χωρίς ποτέ να εκλεγεί.Πέθανε στις 13 Δεκεμβρίου του 1995.
Χαρακτηριστικά του έργου του:Ο Μποστ θεωρείται ότι κατάφερε να δημιουργήσει ένα εντελώς προσωπικό και αναγνωρίσιμο σατιρικό ύφος ως σκιτσογράφος, κειμενογράφος, θεατρικός συγγραφέας, αλλά και ζωγράφος. Ένα από τα βασικά χαρακτηριστικά του έργου του είναι η γλώσσα του και τα επίτηδες ανορθόγραφα κείμενα. Όπως είχε δηλώσει ο ίδιος, γελοιοποιώντας την καθαρεύουσα πίστευε ότι ίσως μπορέσει να βοηθήσει στην ταχύτερη καθιέρωση της δημοτικής γλώσσας. Προκειμένου να σατιρίσει την καθαρεύουσα, ανακάτευε λόγιες εκφράσεις με λαϊκές και έγραφε εντελώς ανορθόγραφα, διεκτραγωδώντας τον ημιμαθή Έλληνα, που προσπαθούσε να χρησιμοποιήσει την καθαρεύουσα, καθώς εκείνη την εποχή η δημοτική θεωρούνταν "ύποπτη", κατά δήλωση του ιδίου του Μποστ. Συχνά με την παραφθορά των λέξεων ή την ανορθόγραφη απόδοση του ήχου της δημιουργούσε εσκεμμένα συνειρμούς, με άλλες έννοιες, τις οποίες διακωμωδεί. Επίσης συχνά, χρησιμοποιούσε μεταφορικές εκφράσεις με την κυριολεκτική τους έννοια.Η σάτιρα του στοχεύει κυρίως τον μικροαστό Έλληνα των μεταπολεμικών δεκαετιών, τον καθωσπρεπισμό, την ημιμάθεια και το νεοπλουτισμό, την ξενομανία, τις έντονες ταξικές αντιθέσεις της μεταπολεμικής Ελλάδας, καθώς και την ελληνική πολιτική ζωή. Ο Μποστ σατιρίζει ιδιαίτερα την εξάρτηση της Ελλάδας από τον ξένο παράγοντα, την εθνικοφροσύνη των δεξιών κομμάτων και το θεσμό της Βασιλείας, ωστόσο σε πολλά κείμενα διακωμωδεί και την παράταξη της Αριστεράς, στην οποία ανήκε. Σε πολλά από τα κείμενα του γράφει σε πρώτο πρόσωπο ως αφηγητής, ο οποίος διηγείται κάποια εμπειρία του και σχολιάζει δήθεν με αφέλεια τα γεγονότα.Οι τρεις πλέον χαρακτηριστικοί ήρωες των γελοιογραφιών του και προσωπικά του δημιουργήματα είναι η Μαμά Ελλάς με τα παιδιά της, τον Πειναλέοντα και την Ανεργίτσα. Η Μαμά Ελλάς παρουσιάζεται αρχαιοπρεπής, αλλά φτωχοντυμένη και εξαθλιωμένη, το ίδιο και τα δύο μικρά παιδιά, που σχολιάζουν την επικαιρότητα με ανορθόγραφα γραμμένους στίχους.Ένα από τα χαρακτηριστικά όλου του φάσματος του έργου του (σκίτσα, κείμενα, ζωγραφικά και θεατρικά έργα) ήταν ο συμφυρμός διαφόρων φάσεων της ελληνικής ιστορίας, καθώς στο έργο του συνυπάρχουν ήρωες της αρχαιότητας, του Βυζαντίου, του 1821, του έπους του 1940 με τον Κωνσταντίνο Καραμανλή και τον Ωνάση.Ως ζωγράφος ήταν αυτοδίδακτος και τα έργα του ήταν ιδιαίτερα επηρεασμένα από το ναΐφ ύφος της λαϊκής ζωγραφικής και κυρίως τον Θεόφιλο, αλλά και τις φιγούρες του Θεάτρου Σκιών, με στοιχεία υπερεαλισμού. Τα ζωγραφικά του έργα παρουσιάζουν ήρωες της αρχαιότητας και της Επανάστασης του 1821 και ιστορικά ζευγάρια.Στα θεατρικά του έργα χρησιμοποιούσε δεκαπεντασύλλαβο στίχο στο προσωπικό του ύφος συμφυρμού πομπωδών καθαρευουσιάνικων εκφράσεων, με ξένες και λαϊκές εκφράσεις, ενώ συχνά εμφάνιζε ιστορικά ή μυθικά πρόσωπα να αναφέρονται σε σύγχρονες καταστάσεις.Σε περιόδους χιουμοριστικών αναζητήσεων ο Μποστ έγραψε και στίχους για τρία ελαφρολαϊκά τραγούδια, πού έγιναν επιτυχίες στις αρχές της δεκαετίας του '60. Αυτά είναι "Οι Νεκροθάφτες" (μουσική Γιάννη Μαρκόπουλου, ερμηνεία Γιώργου Ζωγράφου) και τα "Η νήσος των Αζορών και "Ρομβία" (μουσική Μίκη Θεοδωράκη, ερμηνεία Γρηγόρη Μπιθικώτση).Έφτιαξε το εξώφυλλο του δίσκου "Το θαλασσινό τριφύλλι" σε μουσική Λίνου Κόκοτου και στίχους Οδυσσέα Ελύτη που κυκλοφόρησε το 1972.

Πηγές: Βικιπαίδεια
            logomnimon.wordpress.com
           www.sarantakos.com