Δε ζυγιάζω, δε μετρώ, δε βολεύομαι! Ακολουθώ το βαθύ μου χτυποκάρδι...

Νίκος Καζαντζάκης, Ασκητική


Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΠΑΡΑΜΥΘΙΑ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΠΑΡΑΜΥΘΙΑ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Σάββατο 8 Ιουλίου 2023

"Το κλουβί κι η καρδερίνα..."μια ιστορία της Γεωργίας Σταυριανέα - Λόγος...


"Πρώτη του Μάη… Ήταν ένα υπέροχο πρωινό από αυτά που η φύση βάζει τα γιορτινά της και γεμίζει μυρωδιές και χρώματα. ‘Ολα τα πουλιά του Μάη τραγουδούσαν τον ερχομό της Άνοιξης ευλογώντας τη μάνα γη για την προσφορά της. Η Ασημίνα με τον Πίπη τον τετράποδο σκανταλιάρη φίλο της και την Μάγια την κολλητή της, ξεκίνησαν πρωί πρωί με δυό μεγάλα κοφίνια να πάνε στον κάμπο να μαζέψουν λουλούδια, να φτιάξουν μαγιάτικα στεφάνια, να τα πουλήσουν στη γειτονιά, για να μαζέψουν χρήματα για το άρρωστο παιδάκι της κυρίας Μαρίας που όλη η γειτονιά φρόντιζε, γιατί ήταν πολύ φτωχή η κυρία Μαρία με το ζόρι τα έβγαζε πέρα… «Μάη μου με τα λουλούδια άκου όμορφα τραγούδια τα πουλάκια που σκαρώνουν, σε τιμούν σε καμαρώνουν…» τραγούδησε η Μάγια κι έδωσε πάσα στην Ασημίνα Ξεκινώντας το γνωστό παιχνίδι τους με τους στίχους, «Στείλε Μάη μου λουλούδια να σου γράφουμε τραγούδια για αγάπες να μιλάνε για ποτάμια που κυλάνε…» ανταποκρίθηκε η Ασημίνα που έστηνε στη στιγμή στιχάκια...."

Παρασκευή 28 Φεβρουαρίου 2020

Άλκη Ζέη,η σπουδαία συγγραφέας μικρών και μεγάλων...

Αποτέλεσμα εικόνας για αλκη ζεη αποσπάσματα«Στη ζωή με απογοητεύουν αυτοί που έχω πιστέψει, όχι εκείνοι στους οποίους δεν πίστεψα ποτέ»




  


                                                                       





Η Άλκη Ζέη γεννήθηκε στην Αθήνα και πέρασε τα πρώτα παιδικά της χρόνια στη Σάμο, απ’ όπου καταγόταν η μητέρα της.  Όταν άρχισε το σχολείο, η οικογένειά της εγκαταστάθηκε στο Μαρούσι και στη συνέχεια στην Αθήνα.
Σπούδασε στη Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών, στη Δραματική Σχολή του Ωδείου Αθηνών και στο Κινηματογραφικό Ινστιτούτο της Μόσχας.
Η σχέση της με το γράψιμο ξεκίνησε από τα γυμνασιακά της χρόνια, γράφοντας έργα για το κουκλοθέατρο, διηγήματα και νουβέλες, που δημοσιεύονταν σε διάφορα λογοτεχνικά περιοδικά. Παράλληλα με το γράψιμο, αγωνίστηκε ενεργά για την ελευθερία, την κοινωνική δικαιοσύνη και τη δημοκρατία, συμμετέχοντας στο αριστερό κίνημα από τα χρόνια της γερμανικής κατοχής στην Ελλάδα.  Η συμμετοχή της σ’ αυτό τον αγώνα καθόρισε την προσωπική ζωή της.  Από το 1952 μέχρι το 1964 έζησαν μαζί με τον άντρα της, το θεατρικό συγγραφέα Γιώργο Σεβαστίκογλου, σαν πολιτικοί πρόσφυγες στη Σοβιετική Ένωση, αρχικά στην Τασκένδη και ύστερα στη Μόσχα, όπου γεννήθηκαν και τα δυο παιδιά τους.  Επέστρεψαν στην Ελλάδα το ’64 για να ξαναφύγουν το ’67 στο Παρίσι, όπου παρέμειναν μέχρι τα μέσα της δεκαετίας του '70 λόγω της δικτατορίας.
 Ο καθαρός τρόπος γραφής της, η γλωσσική αρτιότητα, η κριτική στάση απέναντι σε πρόσωπα και καταστάσεις, το χιούμορ και η διεισδυτική ματιά στα γεγονότα, είναι τα χαρακτηριστικά των έργων της Άλκης Ζέη που το έχουν κάνει να αγαπηθεί από το ελληνικό και το ξένο αναγνωστικό κοινό.  Η αρραβωνιαστικιά του Αχιλλέα , Το καπλάνι της βιτρίνας και Ο μεγάλος περίπατος του Πέτρου, συμπεριλαμβάνονται στα διαχρονικά ευπώλητα βιβλία (μπεστ σέλλερ) της σύγχρονης ελληνικής λογοτεχνίας.
Εκτός από την Αρραβωνιαστικιά του Αχιλλέα, τα βιβλία της απευθύνονται κυρίως στα παιδιά και τους εφήβους, πάντα όμως διαβάζονται με μεγάλη ευχαρίστηση και από τους ενήλικες.  Εμπνέονται από προσωπικές της εμπειρίες υφαίνοντας την υπόθεσή τους παράλληλα με ιστορικά γεγονότα.  Τα θέματα που πραγματεύονται είναι καθημερινά και πανανθρώπινα.
Το Καπλάνι της βιτρίνας, το πρώτο της μυθιστόρημα, υπήρξε έργο - σταθμός για την ελληνική παιδική λογοτεχνία και θεωρείται πλέον ένα κλασικό έργο της παγκόσμιας λογοτεχνίας για παιδιά, με συνεχείς επανεκδόσεις από το 1963 που πρωτοκυκλοφόρησε στην Ελλάδα και πολλές μεταφράσεις και διακρίσεις στο εξωτερικό.  Η Άλκη Ζέη αποτελεί πρέσβειρα της σύγχρονης ελληνικής λογοτεχνίας στο εξωτερικό, καθώς το σύνολο του έργου της είναι μεταφρασμένο και κυκλοφορεί σε πολλές χώρες ανά τον κόσμο.    Η ίδια έχει επίσης μεταφράσει από τα γαλλικά, τα ιταλικά και τα ρωσικά αρκετά βιβλία, ανάμεσα στα οποία έργα των Τζιάννι Ροντάρι και Βέρα Πανόβα.
Πηγή:alkizei.com

Ένα απόσπασμα από το βιβλίο της "Το καπλάνι της βιτρίνας"ένα κλασικό, αυτοβιογραφικό μυθιστόρημα που γράφτηκε το 1963 ενώ βρισκόταν εξόριστη, ως πολιτικός πρόσφυγας στη Μόσχα. 

"Οι βαρετές Κυριακές, ο Ίκαρος και η προπαίδεια

Την Κυριακή, το χειμώνα, είναι η πιο βαρετή μέρα. Από το πρωί, η Μυρτώ κι εγώ παίζουμε, τσακωνόμαστε, διαβάζουμε κανένα βιβλίο, αλλά το απόγευμα, όταν αρχίζει να σκοτεινιάζει νωρίς νωρίς, δεν ξέρουμε τί να κάνουμε.
Τα απογεύματα μένουμε στο σπίτι μόνες με τον παππού. Ο μπαμπάς κι η μαμά παίζουν χαρτιά στο σπίτι του κυρίου Περικλή, που είναι ο διευθυντής του μπαμπά στην τράπεζα. Η θεία Δέσποινα, η αδερφή του παππού, πάει επίσκεψη στις φίλες της, κι η Σταματίνα, η υπηρέτρια, έχει έξοδο. Ο παππούς κλείνεται στο γραφείο του και διαβάζει τους «αρχαίους» του. Έτσι λέμε, με την αδελφή μου τη Μυρτώ, τα βιβλία του παππού, γιατί είναι όλα Αρχαία Ελληνικά. Πηγαίνουμε τότε στην τζαμωτή βεράντα και κοιτάμε τη θάλασσα. Τα κύματα σπάνε στους βράχους, πιτσιλάνε τα τζάμια κι έτσι όπως κυλάνε οι στάλες πάνω τους, μοιάζουν με δάκρυα. Τότε φτιάχνουμε με τη Μυρτώ τις πιο λυπητερές ιστορίες. Τάχα πως πέθανε ο μπαμπάς, η μαμά ξαναπαντρεύτηκε κι ο πατριός μας είναι πιο κακός κι από τον Δαβίδ Κόπερφιλντ. Ή πως ο παππούς είναι ένας φτωχός ζητιάνος, κι εμείς, ντυμένες με κουρέλια, γυρίζουμε μαζί του μέσα στο κρύο και ζητιανεύουμε ψωμί, από πόρτα σε πόρτα.
Αυτή όμως την Κυριακή βαριόμασταν όλα τα παραμύθια και τα παιχνίδια μας.
Δε φτιάχνουμε μια ιστορία για το καπλάνι; — είπα, και το μετάνιωσα αμέσως, πριν καλά καλά τελειώσω τη φράση μου.
Σα δε ντρέπεσαι! Μεγάλη ιδέα έχεις για τον εαυτό σου — απάντησε θυμωμένα η Μυρτώ.
Για το καπλάνι, που είναι βαλσαμωμένο μέσα σε μια βιτρίνα, κάτω, στο μεγάλο σαλόνι, μονάχα ο ξάδελφός μας ο Νίκος ξέρει να διηγείται. Ο Νίκος σπουδάζει στην Αθήνα χημικός. Κάθε καλοκαίρι έρχεται στο νησί και πηγαίνουμε μαζί στην εξοχή, στο Λαμαγάρι. Ξέρει ένα θαυμαστό παραμύθι για το καπλάνι, που δεν τελειώνει ποτέ και κάθε καλοκαίρι το συνεχίζει.
Είχε σκοτεινιάσει για καλά. Η θάλασσα δεν ξεχώριζε. Μονάχα ακούγαμε ένα «παφ» και γέμιζαν τα τζάμια δάκρυα. Ο δρόμος έξω ήταν έρημος. Ήταν σκοτεινά και φοβόμουνα. Τότε ακούστηκαν τραγουδιστά τα μαγικά λόγια: ΠΑ, ΒΟΥ, ΓΑ, ΔΕ, ΚΕ, ΖΩ, ΝΗ… Ήταν ο παππούς. Όταν τέλειωνε τη μελέτη του, έψελνε σε μια παράξενη γλώσσα που τη λένε βυζαντινή. Μετά ο παππούς ήρθε στη τζαμωτή, μας πήρε στην τραπεζαρία και μας έδωσε να φάμε καρύδια με μέλι. Όταν η Μυρτώ ζήτησε και τρίτη φορά να της γεμίσει το πιατάκι, ο παππούς είπε:
Μυρτώ, τί προτιμάς; Κι άλλα καρύδια ή να σου διηγηθώ ένα μύθο;
Φυσικά, καρύδια — απάντησε εκείνη. Αφού ο μύθος δεν τρώγεται.
Ο παππούς μας δεν μοιάζει με τους παππούδες των άλλων παιδιών. Είναι ψηλός, περπατάει κρατώντας ένα καλάμι και δεν καμπουριάζει καθόλου. Όλοι στο νησί τον λένε «Ο ΣΟΦΟΣ». Ξέρει όλον τον Όμηρο απέξω. Ποτέ δεν μας λέει παραμύθια για δράκους και βασιλιάδες, παρά μας διηγείται μύθους για τους αρχαίους θεούς και ήρωες.
Λοιπόν, θα σας πω ένα μύθο, είπε ο παππούς κι άρχισε την ιστορία του Δαίδαλου και του Ίκαρου.
Ο Ίκαρος, με τα φτερά που του έφτιαξε ο πατέρας του, ο Δαίδαλος, άρχισε να πετά σαν πουλί. Μα πέταξε πολύ ψηλά, σχεδόν κοντά στον ήλιο, κι έλιωσε το κερί που μ' αυτό ήταν κολλημένα τα φτερά του. Έτσι έπεσε στη θάλασσα και πνίγηκε. Γι' αυτό το πέλαγος, όπου έπεσε, λέγεται Ικάριον…
Μέσα στο Ικάριο πέλαγος είναι το νησί μας. Τί μικρό που φαίνεται πάνω στην υδρόγειο! Σα μια μικρή τελεία. Πέρα τ' άλλα νησιά, κι ύστερα ολόκληρη η Ελλάδα κι οι άλλες χώρες, απέραντες ... Τί όμορφα που θα ’ναι να πετάς! Να ’ναι, ας πούμε, μια βαρετή Κυριακή κι εσύ να λες: δε βάζω τα φτερά μου, να πεταχτώ, μια στιγμή, στην Ιαπωνία ή στην Κίνα ή στην Αφρική, να δω αν τα Γιαπωνεζάκια, τα Κινεζάκια και τα Αραπάκια περνούνε κι αυτά βαρετές Κυριακές; Αν παίζουν κι αυτά κουτσό, σκοινάκι, πεντόβολα;
Μπορεί στ’ αλήθεια, παππού, να πετάξει καμιά φορά ο άνθρωπος; — ρώτησα.
Σαχλαμάρες! — είπε η Μυρτώ.
Μπορεί. Αν περάσουν πενήντα, ίσως εκατό χρόνια, μπορεί να γίνει κι αυτό. Τώρα έχουμε Γενάρη του 1936, μπορεί ώς το Γενάρη του 1986 οι άνθρωποι να πετάνε κοντά στον ήλιο, χωρίς όμως να ξεκολλάνε τα φτερά τους.
Ούουου, ώς τότε τί να το κάνουμε; — λέει η Μυρτώ. Εμείς θα είμαστε γριές κι έτσι κι αλλιώς δεν θα μπορούμε να πετάμε.
Ο παππούς τη μάλωσε πως είναι εγωίστρια. Αν σκέφτονταν όλοι έτσι, δεν θα ’χε γίνει καμία ανακάλυψη στον κόσμο. Οι επιστήμονες δεν θα κουράζονταν να βρουν τούτο ή εκείνο, αφού, ώσπου να τελειοποιηθεί η εφεύρεσή τους, αυτοί θα έχουν πεθάνει.
Αλλά οι επιστήμονες, κυρία Μυρτώ, σκέφτονται την ανθρωπότητα κι όχι τον εαυτό τους. Οι ίδιοι μπορεί να μην υπάρχουν, αλλά το όνομά τους μένει αθάνατο.
Θα 'θελα να γίνω εφευρέτης, λέει η Μυρτώ.
Αν οι... εφευρέτες ξέρανε την προπαίδεια όπως εσύ, της είπε ο παππούς, δεν θα γινόταν καμιά εφεύρεση στον κόσμο.
Δεν φανταζόμασταν ότι θα τέλειωνε τόσο άσχημα αυτή η Κυριακή. Ο παππούς άρχισε να ρωτάει τη Μυρτώ το 7x7 κι εκείνη όλο τα μπέρδευε. Επέμενε μάλιστα πως 7x8 κάνει 46 κι ο παππούς θύμωσε.
Αν δε μάθεις την προπαίδεια απέξω κι ανακατωτά, δεν θα πας ποτέ σου σε αληθινό σχολείο, είπε ο παππούς και μας έστειλε να κοιμηθούμε.
Εγώ πηγαίνω στη Δευτέρα κι η Μυρτώ στην Τετάρτη. Δεν πηγαίνουμε όμως σχολείο, μας κάνει ο παππούς μάθημα στο σπίτι. Κάθε χρόνο δίνουμε εξετάσεις, σαν διδαχθείσες κατ’ οίκον και περνούμε τις τάξεις. Σε δημόσιο σχολείο δεν θέλουν να μας στείλουν, γιατί εκεί, λέει ο παππούς, έχει τόσα παιδιά σε κάθε τάξη, που μπορεί να περάσει μισός χρόνος και να μη σε σηκώσουν για μάθημα. Είναι και το ιδιωτικό σχολείο του κυρίου Καρανάση στη γειτονιά μας, μα αυτό, λέει ο μπαμπάς, δεν είναι «για το βαλάντιό μας».
Όταν πέσαμε πια στα κρεβάτια μας να κοιμηθούμε, άρχισε η Μυρτώ να λέει πως εγώ έφταιγα που τη μάλωσε ο παππούς για την προπαίδεια, γιατί ρώτησα αν θα μπορέσει στ' αλήθεια να πετάξει ο άνθρωπος. Πού να ξέρω εγώ ότι, για να πετάξει ο άνθρωπος, χρειάζεται κανείς να ξέρει απέξω κι ανακατωτά την προπαίδεια;
Μπορούσε, όμως, ποτέ Κυριακάτικα να πάνε όλα καλά; Αν πηγαίναμε σχολείο, θα μας άρεσε η Κυριακή, που θα μέναμε στο σπίτι. Ενώ τώρα…
Αχ, να πηγαίναμε σχολείο… λέω δυνατά, αλλά η Μυρτώ κάνει πως δεν ακούει. Τότε είπα ακόμα πιο δυνατά:
ΕΥ-ΠΟ; ΛΥ-ΠΟ;
ΛΥ-ΠΟ, ΛΥ-ΠΟ, απάντησε εκείνη κάτω από τα σκεπάσματα.
Αυτά δεν ήταν βυζαντινά, αλλά μια δική μας γλώσσα, που μόνο οι δυο μας την καταλαβαίναμε. ΕΥ-ΠΟ, θα πει πολύ ευχαριστημένη. ΛΥ-ΠΟ, πολύ λυπημένη. Αν δεν το ρωτούσαμε κάθε βράδυ η μια στην άλλη, δεν μπορούσαμε να κοιμηθούμε. Δεν ξέρω γιατί, τις Κυριακές, σχεδόν πάντα, απαντούσαμε ΛΥ-ΠΟ, ΛΥ-ΠΟ.
Να 'χα τώρα φτερά σαν του Ίκαρου, θα μπορούσα να πέταγα από χώρα σε χώρα και να ρώταγα όλα τα παιδιά του κόσμου: ΕΥ-ΠΟ; ΛΥ-ΠΟ;
[πηγή: Άλκη Ζέη, Το καπλάνι της βιτρίνας. Μυθιστόρημα, Κέδρος, Αθήνα 1987, σ. 9-15]



Κυριακή 29 Ιουνίου 2014

Αντουάν ντε Σαιντ-Εξυπερύ ο βαθύς φιλόσοφος...

"....για όλους τους ανθρώπους τ' αστέρια δεν είναι τα ίδια. Για εκείνους που ταξιδεύουν τ' αστέρια είναι οδηγοί. Για κάποιους άλλους δεν είναι παρά μικρά φωτάκια. Για άλλους, που είναι σοφοί, είναι προβλήματα. Για τον επιχειρηματία μου ήταν χρυσάφι.Όμως όλ'αυτά τ'αστέρια σωπαίνουν. Εσύ θα έχεις τ' αστέρια που δεν έχει κανένας... Τι θες να πεις; Όταν θα κοιτάζεις τον ουρανό τη νύχτα, αφού εγώ θα μένω σ' ένα απ'αυτά, αφού εγώ θα γελάω σ'ένα απ' αυτά, θα είναι για σένα λοιπόν σαν να γελάνε όλα τα αστέρια. Εσύ θα έχεις αστέρια που ξέρουν να γελάνε..." απόσπασμα απ' το Μικρό Πρίγκιπα

"Γνωρίζω μόνο μία ελευθερία, κι αυτή είναι η ελευθερία της σκέψης" 

 "Γιατί να μισούμε ο ένας τον άλλον; Είμαστε επιβάτες του ίδιου πλανήτη, που ο ένας εξαρτάται από τον άλλον, πλήρωμα του ίδιου καραβιού".Αντουάν ντε Σαιντ-Εξυπερύ



Ο Αντουάν ντε Σαιντ-Εξυπερύ (29 Ιουνίου 1900 - 31 Ιουλίου 1944) (Πλήρες όνομα Αντουάν-Ζαν-Μπατίστ-Μαρί-Ροζέ ντε Σαιντ-Εξυπερύ - Antoine-Jean-Baptiste-Marie-Roger de Saint-Exupery) ήταν Γάλλος συγγραφέας, γνωστός στο ευρύ κοινό από το βιβλίο του «Ο Μικρός Πρίγκιπας», το οποίο μεταφράστηκε σε 250 γλώσσες και έρχεται τρίτο σε πωλήσεις βιβλίο στην παγκόσμια ιστορία, μετά απ' τη Βίβλο και το Κεφάλαιο του Καρλ Μαρξ. Ο Εξυπερύ δεν ήταν όμως ένας διηγηματογράφος, αλλά ένας βαθύς φιλόσοφος που αποτύπωνε τη ζωή κι ανέλυε τον προορισμό της. Από την άποψη αυτή το έργο που τον χαρακτηρίζει απόλυτα είναι τα βιβλία του «Γη των Ανθρώπων» και το «Ταχυδρομείο του Νότου», που αποτελούν το απάνθισμα της φιλοσοφίας του.
Αλλά το μεγαλύτερο μέρος της ζωής του αφιερώθηκε στην κατάκτηση των αιθέρων της πολιτικής αεροπορίας, της οποίας είναι ιστορικά απ' τους μεγάλους προδρόμους , ήταν ηγετικός παράγων της δημιουργίας της πρώτης διεθνούς γαλλικής εμπορικής εταιρείας από την οποία ξεπήδησε η Air France, ήταν δοκιμαστής αεροπλάνων της Air France και πολέμησε στον 2ο Παγκόσμιο Πόλεμο, στην πτώση της Γαλλίας, όπου και παρασημοφορήθηκε για να σκοτωθεί τελικά το 1944. Η Γαλλία και οι γαλλόφωνες χώρες τιμούν με το όνομά του σωρεία δρόμων και εκπαιδευτικών ιδρυμάτων. Το διεθνές αεροδρόμιο της Λυών ονομάζεται Σαιντ-Εξυπερύ.
Τα βιβλία του και η ζωή του έχουν γίνει θέματα περίπου 10 ταινιών, αν και μερικές από αυτές έχουν χαθεί από τις προπολεμικές ταινιοθήκες.

Αρχή της αεροπορικής καριέρας

Γεννήθηκε στις 29 Ιουνίου 1900 στη Λυών, ανάμεσα σε τέσσερα άλλα αδέλφια στο ευτυχισμένο περιβάλλον μιας παλιάς αριστοκρατικής οικογένειας μίας καταγωγής η οποία χανόταν κάπου στον 5ο μ.Χ. αιώνα. Ο Εξυπερύ γεννήθηκε την ίδια εποχή που γεννιόταν και το αεροπλάνο, τότε που τα κατορθώματα του Μπλεριό έκαναν τον κόσμο να θαυμάζει, καθώς διέσχιζε τη Μάγχη με ένα αεροπλάνο που έμοιαζε περισσότερο με φτερωτό ποδήλατο. Ο μικρός Αντουάν έφτιαξε ο ίδιος φτερά από χαρτόνι και τα κόλλησε στο ποδήλατό του, στριφογυρίζοντας αδιάκοπα στον κήπο του και μιμούμενος το βούισμα εκείνου του θαύματος των αιθέρων. Η σημαδιακή στιγμή για εκείνον ήρθε στα 12 χρόνια του, όταν κατά τη διάρκεια κάποιων διακοπών παρακολουθούσε μία μικρή ομάδα μηχανικών να συναρμολογούν ένα αεροπλάνο μερικά χιλιόμετρα μακριά από το σπίτι του. Όταν το αεροπλάνο ολοκληρώθηκε, οι μηχανικοί τον προσκάλεσαν να πετάξει μαζί τους. Ο ενθουσιασμός από την αίσθηση της πτήσης ήταν φυσικό να αιχμαλωτίσουν για πάντα τη φαντασία του μικρού Αντουάν. Το 1918 τελειώνοντας το γυμνάσιο αρραβωνιάστηκε μία οικογενειακή τους φίλη, την Λουίζ Βιλλερμπάν (Louise Villerban), παρακολουθώντας ταυτόχρονα με ενθουσιασμό τα νέα από τις μεγάλες πτήσεις Γάλλων αεροπόρων και ειδικά του Ντιντιέ Ντορά, ο οποίος κάλυψε πρώτος την διαδρομή Τουλούζη - Ραμπάτ (Γαλλία - Μαρόκο). Το 1921 ήρθε η ώρα να υπηρετήσει τη θητεία του στις Ένοπλες Δυνάμεις. Η οικογένειά του τον συμβούλευσε να επιλέξει το ναυτικό, που θεωρείτο πιο αριστοκρατικό σώμα, αλλά μετά από την αποτυχία του στις εξετάσεις δεν αναρωτήθηκε καθόλου ποια θα ήταν η επόμενη επιλογή του, οπότε υπέβαλε την αίτησή του στην αεροπορία, όπου και έγινε δεκτός με την ειδικότητα του μηχανικού, ενώ παράλληλα έπαιρνε και μαθήματα πιλότου με ιδιωτικό εκπαιδευτή. Η ανυπομονησία του ήταν τόσο μεγάλη που πολλές φορές τον οδηγούσε σε σφάλματα, τα οποία κατέληγαν σε μικροατυχήματα. Παρά τις δυσκολίες θα καταφέρει να πάρει το πτυχίο του και στη συνέχεια θα εκπαιδευτεί και στα στρατιωτικά αεροσκάφη, έως ότου στις 10 Οκτωβρίου του 1922, με τον βαθμό του ανθυποσμηναγού είχε πλέον αποκτήσει και το πτυχίο του πιλότου μαχητικών. Όταν πια το όνειρο μίας ζωής φαινόταν να έχει πραγματοποιηθεί, η κακοτυχία χτύπησε τον 22χρονο Εξυπερύ σε κάθε τομέα της ζωής του. Στην βάση Λε Μπουρζέ των Παρισίων παθαίνει το πρώτο σοβαρό ατύχημα της ζωής του. Η κρανιοεγκεφαλική κάκωση που υπέστη ήταν τόσο σοβαρή, ώστε από θαύμα απέφυγε τον θάνατο. Η επιμονή του να συνεχίσει στην αεροπορία προκάλεσε την παρέμβαση του πεθερού του, ο οποίος τον ανάγκασε να αλλάξει επάγγελμα και να γίνει εμπορικός υπάλληλος το 1923. Ο Εξυπερύ μετά από μια περίοδο αφόρητης ανίας και απογοητεύσεων, ενώ εν τω μεταξύ τον εγκατέλειψε και η αρραβωνιαστικιά του, θα πιάσει για πρώτη φορά την πένα βρίσκοντας εκεί μια υπέροχη διέξοδο με το να περιγράφει στο χαρτί στιγμές που χάνονταν «...στον υπέροχο ήρεμο ουρανό σε ύψος 4000μ...», όπως έγραφε στην μητέρα του. Τα κείμενα αυτά οδήγησαν το 1926 στην έκδοση του πρώτου βιβλίου του «Ο Αεροπόρος» και στην απόφαση να αναζητήσει για πάντα την καριέρα του στην πολιτική αεροπορία.

Το Ταχυδρομείο του Νότου

Αναζήτησε εργασία σε μια πρωτοποριακή εμπορική γαλλική εταιρεία την «Λατεκέρ» (Latecoere) που εκτελούσε ταχυδρομικές πτήσεις μεταξύ Τουλούζης και Β. Αφρικής και προϊστάμενός του ήταν ο ίδιος ο Ντιντιέ Ντορά. Μέσα στα αεροπορικά υπόστεγα που συχνά έπαιρνε μέρος στη συντήρηση των αεροπλάνων έβρισκε την ώρα να γράφει αποτυπώνοντας στο χαρτί την ανθρώπινη αναμέτρηση με την πρόσκληση του κινδύνου και την απόφαση του ανθρώπου να ξεπερνάει τα όριά του. Οι τότε φυσικά συνθήκες της αεροπλοΐας ήταν κάτι περισσότερο από μια περιπέτεια στο άγνωστο: πιλότοι χάνονταν από απλές βλάβες των εμβρυακών ακόμα τότε αεροπλάνων, άλλοι έπεφταν θύματα των άγριων νομαδικών φυλών ενώ ο κακός καιρός αρκούσε για να προκαλέσει την οριστική απώλεια αεροπλάνου και πιλότου. Αλλά, όπως έγραφε: «...το ταχυδρομείο έπρεπε πάντα να περάσει...».
Εκεί θα γνωρίσει ως συναδέλφους τους μετέπειτα πρωτοπόρους των πρώτων διηπειρωτικών πτήσεων Ζαν Μερμόζ και ο Ζωρζ Γκυγιωμέ, με τους οποίους θα γίνονταν αχώριστοι φίλοι. Εκείνες ήταν οι καλύτερες στιγμές της ζωής του. Η αγάπη, η αδελφοσύνη και ο κοινός αγώνας για την ολοκλήρωση του έργου δημιουργούσαν συγκινητικές στιγμές που θα αποτύπωνε για πάντα στα μετέπειτα έργα του. Ο Εξυπερύ απαθανάτισε εκείνες τις μοναδικές στιγμές στο επόμενο βιβλίο του, το «Ταχυδρομείο του Νότου». Οι στιγμές που περιγράφει είναι γεμάτες από τα συναισθήματα που δημιουργούνται μέσα στο πιλοτήριο κατά την διάρκεια εκείνων των μακρινών και επικίνδυνων πτήσεων: η μοναξιά των δύο πιλότων που πετούν δίπλα-δίπλα, αμίλητοι επί ώρες, ανταλλάσσοντας περιστασιακά κάποια τυπικά λόγια για την κατάσταση των οργάνων, με μόνη επαφή έναν ασύρματο. Όχι ότι τους βοηθούσε στη ναυτιλία, αλλά τους υπενθύμιζε ότι υπήρχαν κάπου κάποιοι άνθρωποι -ότι δεν ήταν μόνοι. Μέσα στο σκοτάδι έριχναν μία ματιά στο έδαφος: τι να κάνουν μέσα στη νύχτα οι χωρικοί σε εκείνα τα φωτάκια εκεί κάτω; Τι να σκέπτονται, πώς να ζουν; Τι είναι αυτό που εξυψώνει τον άνθρωπο; Και την απάντηση την δίνει ο ίδιος: «Αν θες να κάνεις τους ανθρώπους να κατασκευάσουν καράβια, μη κάνεις φασαρία προσπαθώντας να τους συγκεντρώσεις, να τους αναθέσεις εργασίες και να τους βάλεις να κόβουν ξύλα. Το μόνο που χρειάζεται είναι να τους κάνεις να ποθήσουν το μεγαλείο και την απεραντοσύνη της θάλασσας»…«Οι άνθρωποι ενώνονται μόνο όταν θέτουν τους ίδιους κοινούς στόχους, γιατί το ιδανικό είναι εκείνο που εξυψώνει τα νοήματα».
Το βιβλίο αυτό τον κάνει ετούτη τη φορά πολύ γνωστό , το όνομά του ακούγεται με εξαιρετικά φιλολογικά σχόλια και οι συνάδελφοί του τον θεωρούν ως τον άνθρωπο που τους χαρίζει την αναγνώριση. Ο Ντιντιέ Ντορά τον επισκέπτεται στον εκδοτικό οίκο που παρουσιάζει το βιβλίο του και του αποσπά ένα αυτόγραφο. Τον Οκτώβριο του 1927 τον διορίζει σταθμάρχη της Λατεκέρ στο Καπ Ζουμπί, στη μέση της Ισπανικής Σαχάρας. Το Καπ Ζουμπί ήταν για πολλούς λόγους ένας σταθμός ζωτικής σημασίας για τα αεροπλάνα της εταιρείας που εκτελούσαν το δρομολόγιο Καζαμπλάνκα - Ντακάρ: εκεί θα σταματούσε κάποιος πιλότος για να ανεφοδιαστεί σε καύσιμα προκειμένου να συνεχίσει το ταξίδι του, εκεί θα κατέφευγε κάποιο αεροπλάνο που είχε υποστεί βλάβη πάνω από την έρημο, και εκεί θα αναζητούσε σωτηρία κάποιος για να σωθεί από τους Άραβες που τον κυνηγούσαν. Η ομαλή λειτουργία της αερογραμμής αλλά και η ζωή πολλών συναδέλφων του, στηριζόταν αποκλειστικά επάνω του. Η νέα του μετάθεση δεν διέφερε πρακτικά από εξορία αλλά αυτό του έδωσε την ευκαιρία μιας νέας εποικοδομητικής αυτοσυγκέντρωσης. Παράλληλα, χάρις σε εκείνο τον σταθμό, η μικρή «Λατεκέρ» επεκτάθηκε και εξελίχθηκε στην «Αεροποστάλ» (Aeropostal) την πρώτη επιβατική γαλλική αεροπορική εταιρεία που τώρα είχε 24 αεροπλάνα – μεταφοράς ταχυδρομείου μεν αλλά και με θέσεις για 10 επιβάτες. Η συμβολή του Εξυπερύ στην εταιρεία αυτή αλλά και η παράλληλη αναγνώρισή του στον φιλολογικό τομέα του απέφεραν μια κρατική αναγνώριση, τον Σταυρό των Ιπποτών της Λεγεώνας της Τιμής.

Μια περίοδος επαγγελματικής και λογοτεχνικής περιπέτειας

Το 1929 η Αεροποστάλ επεκτείνεται στη Νότια Αμερική με πτήσεις μεταξύ Ρίο ντε Τζανέιρο και Μπουένος Άιρες και ο Εξυπερύ ορίζεται σταθμάρχης της εταιρείας στην Αργεντινή. Σε μια αποστολή ο φίλος του Γκυγιωμέ θα χαθεί για μέρες στις χιονισμένες Άνδεις και ο Εξυπερύ θα κάνει τα αδύνατα δυνατά για να τον βρει τελικά, κάτω από απίστευτα άγριες συνθήκες, σε μια χώρα που έχει ως λαϊκό απόφθεγμα πως: «Τον χειμώνα οι Άνδεις δεν επιστρέφουν τις ψυχές που παίρνουν». Την ίδια ώρα ο Μερμόζ δοκιμάζει με επιτυχία νυκτερινές πτήσεις μεταξύ Γαλλίας και Αργεντινής, που για εκείνη την εποχή θεωρούνται ως μοναδικό επίτευγμα τόλμης και πρωτοπορίας. Ο Εξυπερύ θα σημαδευτεί για πάντα από εκείνες τις στιγμές της δοκιμασίας και της φιλίας για όλη του τη ζωή με ένα πνεύμα που σύντομα θα αποτυπώνει συνέχεια στα βιβλία του μέχρι το τέλος της ζωής του.
Το 1931 γνώρισε την Κονσουέλο Σουνσίν, μία γυναίκα που τον εντυπωσίασε και αποφάσισε να την κατακτήσει σε μια ασυνήθιστη πτήση πάνω απ' το Μπουένος Άιρες. Την παντρεύτηκε σύντομα αν και διέφεραν ως χαρακτήρες παρόλο που ενώ κι εκείνη σύχναζε σε φιλολογικούς κύκλους την ενδιέφεραν περισσότερο οι πεζές πραγματικότητες της ζωής και δεν κατάφερε ποτέ να αποτελέσει την μούσα μιας ψυχής σαν του Εξυπερύ. Το 1933 η Αεροποστάλ αντιμετώπισε οικονομική κρίση και αγοράστηκε από ένα όμιλο, ο οποίος μετονομάστηκε σε Air France. Ο Εξυπερύ δεν συμφώνησε με την τότε διοίκηση και αποφάσισε να φύγει αν και αυτό σήμαινε ότι άρχιζαν γι αυτόν οι οικονομικές δυσκολίες. Θα αποφασίσει να βρει διέξοδο στα βιβλία του και συγγράφει το έργο του «Νυχτερινή Πτήση» που αποσπά λογοτεχνικό βραβείο και ένα συμβόλαιο για μια παραγωγή του Χόλλυγουντ, ταινία που γυρίζεται με πρωταγωνιστή τον Κλαρκ Γκαίημπλ με τον εμπορικότερο τίτλο: «Άνεμος, Άμμος και Άστρα».
Μεταξύ 1935 και 1936 γυρίζονται ακόμα δύο ταινίες από αισθηματικές του νουβέλες, το «Αν-Μαρί» και το «Σαββατοκύριακο στο Αλγέρι». Αυτό του προσφέρει μια πρόχειρη επίλυση του οικονομικού προβλήματος αλλά επειδή δεν θέλει να απομακρυνθεί από την αεροπορία προσλαμβάνεται ως δοκιμαστής πιλότος σε ένα νέο μεγάλο υδροπλάνο με το οποίο η Αιρ Φρανς σκοπεύει να κάνει μόνιμα δρομολόγια στο Αλγέρι. Το πρωτότυπο του μοντέλου ωστόσο υποφέρει από κατασκευαστική αστάθεια και ο Εξυπερύ πέφτει θύμα σοβαρού ατυχήματος, τα τραύματα του οποίου θα τον κάνουν να υποφέρει επί χρόνια. Τέλη του 1936 η Αιρ Φρανς του προσφέρει ένα συμβόλαιο για μια πειραματική προσπάθεια να δημιουργηθούν πτήσεις από τη Γαλλία στη Σαϊγκόν. Ο Εξυπερύ θα αγοράσει με δικές του οικονομίες ένα αεροπλάνο με το οποίο επιχειρεί μια πρώτη προσπάθεια αλλά τσακίζεται από αμμοθύελλα στην Λιβυκή έρημο και τελικά σώζεται συμπτωματικά από κάποιους Βεδουίνους. Μετά από αυτήν την περιπέτεια απομακρύνεται από τον αεροπορικό τομέα και πέφτει σε μια κατάσταση απογοήτευσης, την οποία επιδεινώνει η απώλεια του Μερμόζ πάνω από τον Ατλαντικό. Το 1937 επιστρέφει στον τομέα των διηπειρωτικών πτήσεων με την Αιρ Φρανς με σκοπό τη διάσχιση του Ατλαντικού και εγκαινίαση δρομολογίων μεταξύ Ευρώπης και Κεντρικής Αμερικής. Ένα νέο όμως ατύχημα στη Γουατεμάλα τον φέρνει πολύ κοντά στον θάνατο. Πέρασε πολύ καιρό σε νοσοκομείο της Νέας Υόρκης για να ανακάμψει και καθώς η περαιτέρω συνέχιση των αεροπορικών περιπετειών του φάνηκε να απομακρύνεται, αποφάσισε να συνεχίσει αποκλειστικά με τα βιβλία του. Ένας μικρός όμιλος Γάλλων επιχειρηματιών και φίλων της τέχνης που ζούσαν στην Αμερική του συμπαραστάθηκαν πολύ. Εκείνη την περίοδο γράφει τα δύο αριστουργήματά του, την «Γη των Ανθρώπων» και τον «Μικρό Πρίγκιπα». Το 1938 επιστρέφει στη Γαλλία και εργάζεται ως δημοσιογράφος - πολεμικός ανταποκριτής στον εμφύλιο πόλεμο της Ισπανίας. Τα άρθρα του είναι υπέρ των φιλοκυβερνητικών δυνάμεων κι εναντίον του Φράνκο. Το 1939 τα δύο τελευταία του βιβλία του εξασφαλίζουν ένα ακόμα βραβείο από τη Γαλλική Ακαδημία.

Πιλότος Πολέμου

Στην Αμερική τον βρίσκουν τα νέα της κήρυξης του Β' Παγκοσμίου Πολέμου και αποφασίζει να προσφερθεί για υπηρεσία και προτιμά την δίωξη αλλά ο στρατιωτικός γιατρός τον βρίσκει πολύ ηλικιωμένο και αρκετά αδύναμο για τέτοια καθήκοντα. Ο Εξυπερύ θα χρησιμοποιήσει τη φήμη του και τα μέσα του, καθώς είναι ο διασημότερος Γάλλος αεροπόρος την ώρα εκείνη. Τελικά συμβιβάζεται με την θέση του Σμηναγού Αναγνώρισης. Στις 3 Νοεμβρίου 1939 παρουσιάστηκε στον Επισμηναγό Ρενέ Γκαβουάλ της 2/33 Μοίρας Αναγνώρισης, στο αεροδρόμιο του Ορκόντ στην περιοχή της Καμπανίας, νοτιοδυτικά της Ρενς. Η σύντομη εκείνη περίοδος τον γεμίζει με περισσότερη εμπειρία για τους χαρακτήρες και την μοίρα των ανθρώπων καθώς οι συνθήκες που αντιμετωπίζει είναι ιδιαίτερα απογοητευτικές. Τα αεροπλάνα της Μοίρας του είναι ελάχιστα για να φυλάξουν ένα μέτωπο από την Ελβετία ως τον Ατλαντικό και οι επιδόσεις τους μπροστά στα γερμανικά: «...εξασφαλίζουν μόνο μια ευκαιρία για δόξα...» έλεγε ειρωνικά , εννοώντας τον βέβαιο θάνατο. Παρόλα αυτά παίρνει μέρος σε όλες τις απελπισμένες προσπάθειες να ενημερώσει την γαλλική ανώτατη διοίκηση για τα σημεία που οι Γερμανοί περνούν τα σύνορα έστω κι όταν τον περιζώνουν επικίνδυνα τα πολύ ικανά και γρήγορα Μέσσερσμιτ δίνοντάς του ολοένα και λιγότερες ευκαιρίες να ξεφεύγει. Σε μια από αυτές τις αποστολές στο Αρράς διακινδυνεύει τόσο πολύ που οι συνάδελφοί του τον θεωρούν ήδη νεκρό αλλά εκείνος έχει καταφέρει να διαφύγει πετώντας εξαιρετικά χαμηλά και κρυπτόμενος μέσα στους πυκνούς καπνούς από τις εκρήξεις των βομβών. Η τελευταία του αποστολή είναι στην Αμπεβίλ κατά την υποχώρηση στη Δουνκέρκη. Οι παρατηρήσεις που κάνει δίνουν την ευκαιρία στον Γάλλο διοικητή στο έδαφος να κατορθώσει, έστω και πρόσκαιρα, την ανακοπή της γερμανικής επίθεσης: ο αξιωματικός εκείνος λέγεται Σαρλ Ντε Γκωλ.
Μετά την πτώση της Γαλλίας ο Εξυπερύ είναι οργισμένος από την απαράδεκτη γαλλική διοίκηση που φάνηκε ανύπαρκτη σε κάθε ενέργειά της παρόλο που αριθμητικά και υλικά η Γαλλία υπερτερούσε της Γερμανίας. Όταν η διάδοχη Κυβέρνηση του Βισύ τον μεταθέτει σε μια βάση στο Μπορντώ το θέαμα που βλέπει τον κάνει να μείνει άφωνος. Υπάρχει σωρεία καινούργιων αεροπλάνων που δεν χρησιμοποιήθηκαν ποτέ στη μάχη, πιστεύει ότι η Γαλλία βρίσκεται σε μια κατάσταση αποχαύνωσης και προδοσίας και αποφασίζει να την εγκαταλείψει. Η κυβέρνηση του Βισύ του προσφέρει μια θέση στη Βουλή με σκοπό να εκμεταλλευτεί το όνομά του αλλά εκείνος αρνείται. Αμέσως τα βιβλία του απαγορεύονται και πέφτει σε δυσμένεια. Προσπαθεί να δραπετεύσει μέσω της φρανκικής Ισπανίας αλλά τότε θυμούνται τα αντιφρανκικά του άρθρα κατά τον εμφύλιο πόλεμο και του απαγορεύουν την διέλευση. Τελικά θα βρει ευκαιρία να φύγει για τις ΗΠΑ, με τις οποίες η Γαλλία του Βισύ επίσημα δεν βρίσκεται σε πόλεμο.
Στις ΗΠΑ ο Εξυπερύ θα συγγράψει σε βιβλίο τις πρόσφατες πολεμικές του εμπειρίες, το «Πιλότος Πολέμου», ένα βιβλίο που γεμίζει ανθρωπιά, έντονη φιλοσοφία και απογοήτευση για την Γαλλία. Αλλά ένα τέτοιο έργο γραμμένο από έναν που μόλις γύρισε απ' τον πόλεμο έχει μεγάλο εκδοτικό ενδιαφέρον ενώ ταυτόχρονα του προτείνουν το γύρισμα ταινίας με θέμα τον «Μικρό Πρίγκιπα». Ενώ έτσι τα οικονομικά του βελτιώνονται αισθητά του φτάνουν ξαφνικά τα νέα του θανάτου του Γκιγιωμέ που εβλήθη, πιθανόν κατά λάθος, από ιταλικό μαχητικό. Ο εσωτερικός του κόσμος γκρεμίζεται ενώ την ίδια ώρα η γυναίκα του γκρινιάζει περισσότερο για τις τουαλέτες που άφησε πίσω στην Γαλλία και νοιώθει πολύ λίγο να νοιάζεται για τον Αντουάν. Εκείνος κρατάει πάντα στα χέρια του την εικόνα των φίλων του απ' το Ταχυδρομείο του Νότου κι όταν η Κονσουέλο του υπενθυμίζει ότι αυτοί είναι πια νεκροί της απαντά με πόνο «Όχι... οι νεκροί είμαστε εμείς...». Στις μέρες που ακολουθούν ο Ντε Γκωλ καλεί όλους τους Γάλλους εκτός Γαλλίας να στρατευθούν μαζί του και του γίνονται προτάσεις να τον υποστηρίξει. Ο Εξυπερύ πιστεύει ότι μόνο αν η Αμερική μπει στον πόλεμο υπάρχει σοβαρή ελπίδα για την Γαλλία και αρνείται, χαμένος πιθανόν και στην προσωπική του απογοήτευση, αλλά αυτό εκνευρίζει αφάνταστα τον Ντε Γκωλ και από τότε οι άλλοτε συμπολεμιστές θα παραμείνουν για πάντα εχθροί μεταξύ τους.

Επιστροφή στον πόλεμο και τελευταία αποστολή

Όταν το 1943 οι Αμερικανοί αποβιβάζονται στη Βόρεια Αφρική, ο Εξυπερύ νοιώθει ότι η στιγμή να επιστρέψει στην μάχη ήρθε, αλλά η πολιτική κατάσταση της Γαλλίας που χωρίζεται σε Γκωλικούς και πρώην ανθρώπους του Βισύ που δειλά τώρα παρουσιάζονται ως αντι-γερμανοί, τού προκαλεί αποστροφή και τον φέρνει σε δύσκολη θέση. Επιπλέον η φυσική του κατάσταση δεν του επιτρέπει πάντα να γίνει δεκτός ως πιλότος, έχοντας μάλιστα φτάσει και στην ηλικία των 44 ετών. Θα χρειαστεί να βάλει φίλους του να ζητήσουν απ' την Αμερικανική κυβέρνηση να τον βοηθήσουν μέχρι που επεμβαίνει ο ίδιος ο Ντουάιτ Αϊζενχάουερ που προτιμά, όπως δήλωσε, να αφήσει τον Εξυπερύ επιτέλους να πετάει στον αέρα παρά να του βάζει μπελάδες στο έδαφος. Του επιτρέπουν να επιστρέψει στο παλιό του σμήνος 2/33, που τώρα εδρεύει στο Οράν. Οι παλιοί του φίλοι και συμπολεμιστές, κι ειδικά ο πρώην και νυν διοικητής του 2/33, Ρενέ Γκαβουάλ, τον υποδέχονται με πολύ ενθουσιασμό και αγάπη τόσο που ξανανιώνει μετά από πολύ καιρό να ζει και πάλι σε ένα ζεστό συντροφικό περιβάλλον. Πολιτικά ωστόσο αρνείται να εκφρασθεί υπέρ του ενός η του άλλου πολιτικού γαλλικού στρατοπέδου που αντιπροσωπεύουν οι στρατηγοί Ζιρώ και Ντε Γκωλ. Ο Ντε Γκωλ ειδικά δεν θέλει να ακούσει γι αυτόν και σε κάποια στιγμή θυμού, απαγορεύει ακόμα και την διάδοση των βιβλίων του, κάτι που εξοργίζει και αγανακτεί τον συγγραφέα που ανακράζει «...αυτοί οι Γκωλικοί κι ο πολύς πατριωτισμός τους μου δίνουν στα νεύρα... φορώ την γαλλική στολή και κινδυνεύω να σκοτωθώ όσο κι ο οποιοσδήποτε άλλος Γάλλος ...». Εκείνη την περίοδο ο Εξυπερύ κάνει πολλούς εχθρούς που τον κατηγορούν από αντι-πατριώτη ως και φιλοναζιστή. Ο ίδιος τραυματισμένος ψυχικά αποφασίζει να κλειστεί ακόμα περισσότερο στον εαυτό του και θεωρεί ότι η μόνη πραγματική συντροφιά του είναι οι πιλότοι στο σμήνος του.
Το 2/33 του μεταφέρεται στην Κορσική και εκείνος αναλαμβάνει αποστολές αναγνώρισης πάνω απ' την υπό κατοχή ακόμα Γαλλία. Ο Αμερικανός όμως γενικός διοικητής των συμμαχικών μοιρών τον περιορίζει να τερματίσει μετά την 5η του αποστολή καθόσον το αεροπλάνο που του δίνουν να πετάξει ένα P38F-5B, έχει μέγιστο όριο ηλικίας για τους πιλότους του το 28ο έτος. Ο Γκαβουάλ δεν τολμά όμως να το εφαρμόσει από φόβο ότι αυτό θα τον συντρίψει ψυχικά. Το αεροπλάνο εκείνο προκαλεί όντως μεγάλες δυσκολίες στον παλαίμαχο πιλότο γιατί είναι φτιαγμένο για πολύ μεγάλα ύψη και μια-δύο φορές ο Εξυπερύ χάνει τις αισθήσεις του από έλλειψη οξυγόνου ενώ τα παλιά του τραύματα δεν τον αφήνουν να ησυχάσει από τους πόνους. Ο Γκαβουάλ τον παρακολουθεί θορυβημένος, ο Εξυπερύ έχει πάντα μέσα στο χειριστήριό του τη φωτογραφία των νεκρών του φίλων απ' την εποχή του Ταχυδρομείου του Νότου, είναι πολύ αφηρημένος και τα βράδια ξενυχτάει γράφοντας. Εκείνη την εποχή ο συγγραφέας, μέσα στα ατέλειωτα χαρτιά που γεμίζουν το ακατάστατο δωμάτιό του έχει αρχίσει άλλα δύο έργα, το «Κάστρο» (Citadelle) και τα «Γράμμα σε ένα όμηρο». Την 31/07/1944, νωρίς το πρωί, ο πίνακας επιχειρήσεων του 2/33 έχει προγραμματισμένο τον Εξυπερύ σε μια αναγνωριστική πτήση στην παραλία Γένοβας - Αντζιο, καθώς επίκειται η εκεί απόβαση. Ο Γκαβουάλ ελπίζει ότι ο ξενυχτισμένος Εξυπερύ απλά δεν θα παρουσιαστεί αλλά εκείνος εμφανίζεται πανέτοιμος και μάλιστα του εμπιστεύεται τα γραπτά του. Ο Γκαβουάλ δεν το θεωρεί αυτό καλό σημάδι και κυριολεκτικά πανικοβάλλεται όταν διαπιστώνει ότι το δωμάτιο του Εξυπερύ είναι τακτοποιημένο και το κρεβάτι άθικτο, απόδειξη ότι ο συγγραφέας δεν κοιμήθηκε όλο το βράδυ. Τρεις και μισή ώρες μετά την απογείωση ο Εξυπερύ θεωρείται αγνοούμενος και ο Γκαβουάλ υποψιάζεται αυτοκτονία. Επί κάπου 50 και περισσότερα χρόνια οι έρευνες για να βρεθεί το αεροπλάνο εκείνο δεν καρποφόρησαν και δημιούργησαν μεγάλο θόρυβο γύρω από την εξαφάνιση εκείνη, που ως ένα βαθμό εκμεταλλεύτηκαν και τουριστικά ορισμένοι καθώς η φήμη του Εξυπερύ έφτασε το αποκορύφωμά της στην μεταπολεμική εποχή. Τελικά το μπρασελέ του Εξυπερύ που του είχε χαρίσει η Κονσουέλο ανακαλύφθηκε από ένα ψαρά (Ζαν-Πώλ Μπιάνκο) δυτικά της Τουλόν τον οποίο αρχικά δεν πίστεψε κανείς, μιας και βρέθηκε πολύ πιο μακριά από την θέση που προέβλεπε η διαδρομή της τελευταίας αποστολής του Εξυπερύ. Αλλά το αεροπλάνο αυτή τη φορά εντοπίστηκε και αναγνωρίστηκε από τον αριθμό του (228233) από τον δύτη-αρχαιολόγο Luc Vanrell. Τα συντρίμμια του αεροπλάνου του συγγραφέα εκτίθενται σήμερα στο Μουσείο Αεροπορίας του Λε Μπουρζέ (Παρίσι).
Από μια τυχαία φράση που βρέθηκε ανάμεσα στα τελευταία του χειρόγραφα και έλεγε: …«Κάποια μέρα θα χαθώ πάνω σε έναν μαρτυρικό σταυρό που θα είναι η Μεσόγειος»… σχεδόν όλοι πίστεψαν ότι ο Εξυπερύ αυτοκτόνησε καθώς ήταν πολλαπλά λυπημένος απ' την απώλεια των συντρόφων του, την αδιαφορία της γυναίκας του και την στάση του Στρατηγού Ντε Γκωλ, ο οποίος είχε πεισματωθεί από την αρχική άρνηση του συγγραφέα να ενταχθεί στο Γκωλικό στρατόπεδο. Εντούτοις στις αρχές του 2008, ένας παλαίμαχος Γερμανός πιλότος, ο Χορστ Ρήπερτ, 88 ετών, δήλωσε ότι πολύ πιθανόν αυτός ήταν εκείνος που τον κατέρριψε συνδυάζοντας την μέρα και τον τόπο όπου εντοπίστηκε το αεροπλάνο του Εξυπερύ. Δήλωσε μάλιστα ότι ως νέος θαύμαζε τον συγγραφέα και θα ευχόταν τελικά να μην ήταν εκείνος που τον είχε καταρρίψει.
Μια φράση του που έχει χαραχτεί συχνά σε πλάκες ως το πιο αυθεντικό ρητό του που τον αντιπροσωπεύει είναι η παρακάτω :
«Το ουσιώδες διαφεύγει από τα μάτια, βλέπει κανείς σωστά μόνο με την καρδιά»

Ο Μικρός Πρίγκιπας

Το βιβλίο του «Ο Μικρός Πρίγκιπας» γράφηκε μεν για παιδιά, αλλά είναι ένα αρκετά φιλοσοφημένο έργο το οποίο κατακρίνει και ειρωνεύεται τον κόσμο των μεγάλων. Τα σχέδια του βιβλίου είναι δικά του.
Στον Μικρό πρίγκιπα υπάρχουν σχεδόν ανεξάρτητα κεφάλαια με μια μικρή διδακτική ιστορία στο καθένα.
Το βιβλίο λοιπόν, είναι αντιπολεμικό και μιλά για την αγάπη και τη φιλία, οι οποίες για να αναπτυχθούν πρέπει να υπάρχει ειρήνη. Είναι ένα συμβολικό παραμύθι που γράφτηκε στην Αμερική, όπου είχε καταφύγει ο συγγραφέας μετά την υποταγή της Γαλλίας στη Γερμανία. Το περιεχόμενό του είναι ένα μήνυμα στη δοκιμαζόμενη πατρίδα του μακριά απ' την οποία νιώθει εξόριστος, χαμένος, όπως ο μικρός πρίγκιπας μακριά απ' τον πλανήτη του. Υπάρχουν παραμυθικοί ρόλοι: πρίγκιπας, τριαντάφυλλο, αλεπού, καθώς και συμβολισμοί που υποκρύπτουν: βαθμιαία πορεία προς τη γνώση μέσω της κοινωνικοποίησης, μετάβαση από τον κόσμο του παιδιού στη ζωή, στις σχέσεις και υποχρεώσεις του ενηλίκου.

Πηγή:Βικιπαίδεια

Πέμπτη 26 Σεπτεμβρίου 2013

Της Μεσημβρίας Μύθοι της Γεωργίας Σταυριανέα


Μια χώρα στο πουθενά∙ η Μεσημβρία. Άνθρωποι, ζώα, υπήκοοι, εξουσιαστές, ίντριγκες, ειρωνεία, -όλα αυτά μαζί συνθέτουν τις ιστορίες της. Πριν αρχίσετε την ανάγνωση οπλιστείτε με κέφι. Οι κάτοικοι της Μεσημβρίας (δεν) αστειεύονται.






Γειά σου γείτονα

«Γειά σου γείτονα. Πώς αλήθεια βρέθηκες εδώ; Είσαι μακριά από τον τόπο σου;»,  ρώτησε η νεαρή δεκαοχτούρα το παράξενο  πουλί. Eκείνο γύρισε την πλάτη του προς τη φορά του ανέμου και την αγνόησε. «Τι ακατάδεχτος Θεέ μου… Αχ! Και τι κούκλος»,  αναστέναξε…
Σήμερα το πρωί η Ζήντα και η Ζάνια  δύο δεκαοχτούρες έκαναν την πρωινή τους βόλτα πετώντας πάνω από το πάρκο της Ζαπιάννα, της όμορφης καταπράσινης πόλης της Μεσημβρίας. Πάνω σ’ ένα παγκάκι είχαν την τύχη να βρουν μέσα σε μια τσαλακωμένη σακούλα έναν μικρό θησαυρό. Δέκα ολόκληρα φιστίκια. Δέκα μεγάλα φιστίκια. Αυτά που οι άνθρωποι τα λένε κάσιους. Ζήτησαν λοιπόν τη βοήθεια του Τζώνυ και της Έμας, τα πρόθυμα  περιστέρια, για να τα μεταφέρουν.
Τα πήγαν κατευθείαν στο πάνω κλαδί της μεγάλης βελανιδιάς που βρίσκεται στην πλατεία, εκεί όπου συνήθως γίνονται  οι εκδηλώσεις των πουλιών της πόλης. Κάλεσαν την Ρεγγίνα το αηδόνι, και τον Κέρικ τον κούκο, την Αϊνέ το μικροσκοπικό τουρκοπούλι, και τον Μακάο τον παπαγάλο που μιλά όλες τις γλώσσες. Ασφαλώς δεν θα παρέλειπαν να προσκαλέσουν τον θλιμμένο γκιώνη τον Ματία, και την γιαγιά Σοφίκα την κουκουβάγια. Πρόσκληση σε γεύμα λοιπόν με κάσιους και κουβεντούλα.
Η Ζήντα πήρε την πρωτοβουλία να προσκαλέσει και τον «ξένο» όπως τον αποκαλούν. Ο «ξένος» εμφανίστηκε στην σκεπή του δημαρχείου ένα πρωινό κι έβαλε σε μια περίεργη διαδικασία την ομάδα των πουλιών της Ζαπιάννα. Ένα απρόσιτο πετεινό που ήρθε από μέρη μακρινά, όπως λέγεται, και  δεν έχει κουβέντες με τα άλλα πουλιά. Πολλές φορές ο Μακάο προσπάθησε να του πιάσει κουβέντα ως γλωσσομαθής που ήταν, όμως ατύχησε, -ο «ξένος» ούτε φωνή ούτε λαλιά…
Έτσι, σιγά σιγά, όπως γίνεται σε όλες τις κοινωνίες, ο «ξένος» μυθοποιήθηκε, έγινε το ποθητό και το μισητό, το μυστήριο που έπρεπε ή να λυθεί ή να εξαφανισθεί… Αυτός, αγέρωχος τους κοίταζε, τους κοίταζε και δεν μιλούσε, μόνο γυρνούσε με περήφανο ύφος πότε προς τον βορρά πότε προς τον νότο… Ήταν όμορφο πουλί… πολύ όμορφο.
Η Ζήντα  έχει φλερτάρει πολλές φορές τον «ξένο», τον έχει μάλιστα  δει να την κοιτάζει και αυτός. Το είπε και στη Ζάνια  την αδελφή της, όμως η Ζάνια χαμογέλασε κρυφά, μα… τον έχει δει να κοιτάζει και αυτήν…
«Σας έχω μια  έκπληξη», είπε με πονηρό ύφος η Ζήντα, όταν όλα τα προσκεκλημένα πουλιά κατέφθασαν  για το συμπόσιο και κάθισαν στις θέσεις τους, «κάλεσα και τον ξένο».
Τα πουλιά κοιτάχτηκαν μεταξύ τους.

«Και;» ακούστηκε ένα περίεργο κρώξιμο από την Αϊνέ. 

«Θα έρθει μου είπε, αν μπορέσει θα έρθει».

«Θέλεις να μας πεις ότι σου μίλησε;» ρώτησε με εμφανή ζήλια η Αϊνέ.
«Μα…ναι…φυσικά και μου μίλησε…»,  είπε διστακτικά  η Ζήντα,  και συνέχισε με πιο σταθερή φωνή. «Είμαστε φίλοι, γίναμε φίλοι δεν το μάθατε;»
Έπεσε σιωπή.
«Γιατί θα ’πρεπε να το μάθουμε;», είπε με αλαζονεία ο Μακάο, «σιγά το πράγμα, εγώ ούτε που θέλω να του μιλώ, ένα ξιπασμένο πτηνό είναι μόνο». 
«Ε, όχι και ξιπασμένο», είπε με ύφος επίσημο ο Τζώνυ. «Ο “ξένος” είναι ένα αξιόλογο πουλί, απλά δεν κάνει παρέα με όποιον και όποιον… έχει ένα επίπεδο τέλος πάντων», συνέχισε με απαξιωτικό ύφος κοιτώντας προς τον Μακάο.
«Μη μας πεις ότι έχεις μιλήσει και εσύ μαζί του…»  αντιλόγησε η Αϊνέ.
«Μα και βέβαια… είμαστε φίλοι…» απάντησε περήφανα ο Τζώνυ..
«Εγώ πάντως θα συμφωνήσω με τον Μακάο…» πετάχτηκε ο Κέρικ, «είναι ξιπασμένος. Έμαθα δε ότι στη χώρα που ζούσε έμενε στους κήπους του βασιλιά. Εκεί λοιπόν, ξέρετε τι ακριβώς έκανε;». Πήρε  ένα ύφος πολύ δραματικό και συνέχισε. «Εκεί στους  κήπους του βασιλιά τα Σαββατοκύριακα έβγαιναν οι ευγενείς για κυνήγι. Αυτός λοιπόν, με δόλιους τρόπους, ξεμαύλιζε τα άγρια πουλιά. Αυτά βγαίναν  από τις  κρυψώνες τους και οι κυνηγοί τα σκότωναν, -ένας προδότης δηλαδή. Ώσπου μια μέρα τα γεράκια, που πήραν χαμπάρι την πλεκτάνη, του ’στησαν παγίδα, και μόλις που πρόλαβε να φύγει…»
«Πω πω, φρίκη, φρίκη»,  φώναξε η Ρεγγίνα.
«Είσαι ψεύτης», φώναξε δυνατά ο Τζώνυ στον Κέρικ, «ένας  συκοφάντης είσαι. Πού τα έμαθες όλα αυτά, μας λες; Αλλά επειδή δεν σου μιλάει, έχεις πεισμώσει, και γι’ αυτό όλη η λάσπη... Είσαι ένας παραμυθάς κούκος, αυτό είσαι... Και δεν είναι η πρώτη φορά που λες παραμύθια… Άντε να μη τα πω όλα», τσίριξε ο Τζώνυ.
«Τι θα πεις  ηλίθιο περιστέρι;»  αγρίεψε ο Κέρικ.
«Εεε! Ηρεμήστε», μίλησε γλυκά η Ζήντα, «εδώ ήρθαμε να διασκεδάσουμε, όχι να μαλώσουμε».
«Αυτό ας το σκεφτόσουν πριν καλέσεις τον προδότη. Αλλά, σ’ έφαγε ο έρωτας. Ή νομίζεις ότι δεν ξέρουμε ότι τον γουστάρεις», της είπε με κακία η Αϊνέ.
Η Ζήντα μεταμορφώθηκε σε αρπακτικό. «Εγώ τον γουστάρω; Εμένα φίλος μου είναι έτσι και αλλιώς. Εσύ να μας πεις για τις πομπές σου. Πετάς γύρω γύρω του και του την πέφτεις συνέχεια. Αλλά δεν σε θέλει, γιατί είσαι ένα παλιοτουρκοπούλι, καταλαβέ το».
Η ατμόσφαιρα ηλεκτρίστηκε. Ξεχάστηκαν τα κάσιους, ξεχάστηκε και ο λόγος που είχαν μαζευτεί εκεί. Άρχισαν να εκτοξεύονται κακίες. Οι μισοί υπερασπίζονταν τον «ξένο», οι άλλοι μισοί τον κατηγορούσαν. Αντιζηλίες, ερωτικές και μη, βγήκαν στην επιφάνεια. Ο μόνος που δεν μιλούσε ήταν ο Ματίας. Αυτός τους κοιτούσε με το θλιμμένο του ύφος και σκεφτόταν: «Πόσο ανόητοι είναι θεέ μου, πόσο ανόητοι!».
«Σταματήστε  αμέσως  τώρα».
Μια φωνή δυνατή ακούστηκε. Αμέσως σώπασε η βουή. Η γιαγιά Σοφίκα, που όλοι την σέβονταν, μπήκε στη μέση θυμωμένη από την συμπεριφορά τους.
«Θα ’πρεπε να ντρέπεστε για όλα αυτά. Νομίζω ότι θα έχουμε πια ένα μεγάλο πρόβλημα. Από σήμερα και πέρα θα κοιτάζεστε όλοι καχύποπτα. Δεν θα μας χωράει πια η Ζαπιάννα. Μπήκε ανάμεσα μας ένας ξένος και με τη σιωπή του και μόνο, μας έκανε άνω κάτω. Μόνο ένας τρόπος  υπάρχει να δικαιωθεί η αλήθεια. Θα πάμε τώρα αμέσως να βρούμε τον «ξένο». Και προσέξτε με καλά. Υπάρχει μια λέξη που θέλω να ακούσω από όλους  σας μετά από αυτό: τη λέξη “συγνώμη”».
Κοιτάχτηκαν μεταξύ τους. Κανένας δεν είχε διάθεση να αντιδράσει. Ήταν όλοι εκτεθειμένοι και το ’ξεραν. Όμως ο «ξένος»  πιθανότατα δεν θα μιλούσε. Αν ήταν ένοχος θα σιωπούσε. Αν ήταν «υπεράνω»  πάλι θα σιωπούσε.
Πλησίασαν στη σκεπή του Δημαρχείου. Πετούσαν από απόσταση γύρω γύρω και τον κοιτούσαν. Εκείνος, όπως πάντα αγέρωχος, τους αγνοούσε και κοιτούσε μια προς τον βορρά, μια προς τον Νότο.
«Κάποιος πρέπει  να του μιλήσει», είπε ο Μακάο.
«Η Ζήντα που είναι και φίλη του», είπε ειρωνικά η Αϊνέ.
Άρπαξε πάλι η ατμόσφαιρα...
Η Ζήντα εκνευρισμένη γυρίζει απότομα προς την Αϊνέ με απειλητικές διαθέσεις. Ο Μακάο προσπαθεί να προστατεύσει την Αϊνέ. Ο Τζώνυ επιτίθεται στον Μακάο. Ο Κέρικ  μπαίνει μπροστά και του κόβει την φόρα. H Ρεγγίνα τρομαγμένη χάνει το πέταγμά της. Μωρέ, γινότανε… της Μεσημβρίας.
Μέσα από όλη αυτή την αναταραχή έχουν πλησιάσει τον «ξένο» χωρίς να το καταλάβουν. Μια φτερούγα τον χτυπά  με δύναμη. Ο «ξένος» αρχίζει μια καθοδική πτήση. Τον κοιτάζουν με απορία. Δεν ανοίγει τα φτερά του. Πέφτει, πέφτει, πέφτει.
«Μα τι κάνει; Θα σκοτωθεί», φωνάζουν όλοι μαζί με τρόμο.
Εκείνος πέφτει, πέφτει σιωπηλός. Σκάει πάνω στις πλάκες του κήπου και γίνεται χίλια κομματάκια. Χίλια κομματάκια από γύψο…