Δε ζυγιάζω, δε μετρώ, δε βολεύομαι! Ακολουθώ το βαθύ μου χτυποκάρδι...

Νίκος Καζαντζάκης, Ασκητική


Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΣΑΤΥΡΑ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΣΑΤΥΡΑ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Κυριακή 26 Απριλίου 2020

Γεώργιος Σουρής "Φασουλής και Περικλέτος" , ο καθένας νέτος σκέτος











Ιούλιος 1884
Του Παλατιού η πυρκαγιά
Φασουλής και Περικλέτος,ο καθένας νέτος σκέτος,

ΦΑΣΟΥΛΗΣ
Ουφ! άφησέ με, Περικλή, και σου'χω μία λύπη !

ΠΕΡΙΚΛΕΤΟΣ
Και για ποιο λόγο, βρε κουτέ; εσένα τί σου λείπει;
έχεις τα παραδάκια σου, έχεις κι εμένα φίλο,
πηγαίνεις και στο Φάληρο, τρως κάποτε και ξύλο…

ΦΑΣΟΥΛΗΣ
Μα δεν αφίνεις, Περικλή αυτά τα χωρατά σου,
δεν έρχεσαι για μια στιγμή και λίγο στα σωστά σου;
Εδώ ο κόσμός καίεται…

ΠΕΡΙΚΛΕΤΟΣ
Τί καίεται, βρε, πάλι;

ΦΑΣΟΥΛΗΣ
Νάτα! λοιπόν στην πυρκαγιά δεν ήσουν την μεγάλη;

ΠΕΡΙΚΛΕΤΟΣ
Ποιά πυρκαγιά;

ΦΑΣΟΥΛΗΣ
Του Παλατιού.

ΠΕΡΙΚΛΕΤΟΣ
Εκάη το Παλάτι;
Πάλι σε τρώει, φαίνεται, η έρημή σου πλάτη.

ΦΑΣΟΥΛΗΣ
Μα πώς, μωρέ; στην πίστη σου δεν πήρες συ χαμπάρι;
Εδώ ο κόσμος σύσσωμος σηκώθη στο ποδάρι
και έτρεχε ξεσκούφωτος στο ντάλα μεσημέρι,
και όλοι εβαστούσανε κι έναν κουβά στο χέρι.

ΠΕΡΙΚΛΕΤΟΣ
Πάλι τα ίδια μ' άρχισες και θα σε μπαγκλαρώσω.

ΦΑΣΟΥΛΗΣ
Βρε αφησέ με μια μικρή ιδέα να σου δώσω
γι' αυτό το φοβερό κακό, που πάλι μας συνέβη,
γιατί εμένα άρχισε ο νους μου να σαλεύει.
Άκου λοιπόν…. εφύσαγε ένα μελτέμι πρώτης,
όταν εμπρός μου πέρασε δρομαίος στρατιώτης.
Γειά σου του λέω, αδελφέ, μα στάσου και κομμάτι,
πολλά τα έτη μ' απαντά …. φωτιά εις το Παλάτι!
Τότε κι εγώ, βρε Περικλή, διόλου καιρό δεν χάνω,
το βάζω εις τα τέσσερα και στο παλάτι φθάνω,
και τί να δω, βρε μάτια μου;….σπίθες, καπνό, φαντάρους,
και τον Τρικούπη στη σκεπή με δυο ψηλούς κολλάρους,
και να σου πω, βρε Περικλή, τον θαύμασα στ' αλήθεια…
Είναι ο μόνος άνθρωπος, πούχει ζωή στα στήθια.
Μπορεί και τον Κουταλιανό ολάκερο να φάει.
αυτός δεν είναι άνθρωπος, αυτός και που δεν πάει;
στις πυρκαγιές, στα δάνεια, στις Τράχωνες, στα δάση
στους φόρους, στους προβιβασμούς κι όπου άλλου προφθάσει.
Προφθαίνει και στο θέατρο ακόμη του Φαλήρου….
Αυτός είν' άνδρας του πυρός, καθώς και του σιδήρου,
γιατί σε τούτο τον καιρό όλ' η Ελλάς ανάβει,
και δεν μπορεί κανείς γιατί και πως να καταλάβει.
Αλλ' ας αφήσουμε αυτόν κι ας έλθουμε και πάλι
στη φοβερή την πυρκαγιά και την ανεμοζάλη.
Λοιπόν κοντά στον Πρόεδρο στεκόταν ο Μαμούρης,
εις τον Μαμούρη δε κοντά στεκόταν ο Μπουντούρης,
εις τον Μπουντούρη δε κοντά στεκότανε ο Σούτσος,
και εις τον Σούτσο δε κοντά στεκότανε ένας μούτσος,
και εις τον μούτσο δε κοντά στεκότανε ο Λέλης,
και εις τον Λέλη δε κοντά στεκόταν ο Γουβέλης,
και στο Γουβέλη δε κοντά στεκότανε ο Λάγγες,
και εις τον Λάγγες δε κοντά, ένα φουσάτο μάγγες,
και εις τους μάγγες δε κοντά καμπόσοι λωποδύτες,
και πυροσβέστες άπειροι απάνω στις σοφίτες,
και ο Πηνειός, ο Τσέρνοβιτς, ο Σέκερης, ο Πάλλης,
ακόμη κι ο Γενήσαρλης, ο Λάμπρος ο Μιχάλης,
και με το σκύλο του μαζί ο Φων Κολοκοτρώνης,
ο Γιώργης της Δημήτραινας κι ο Σπύρος ο Πομόνης…

ΠΕΡΙΚΛΕΤΟΣ
Και τέλος τί απέγινε;
ΦΑΣΟΥΛΗΣ
Τι ήθελες να γίνει
μέσα σε τέτοιο φλογερό και άσβεστο καμίνι;
Πρώτα επήρανε φωτιά άξαφνα οι κουζίνες,
έπειτα πήραν άξαφνα φωτιά και οι κουρτίνες,
έπειτα πήραν άξαφνα φωτιά κι οι καναπέδες,
έπειτα πήραν άξαφνα φωτιά κι οι λακέδες,
κοντά σ' αυτούς το θέατρο, μαζί κι η εκκλησία,
και τέλος πάντων έγινε εσπερινή θυσία.
Και όταν πια επήρανε φωτιά και τα φουγάρα,
απελπίσθηκαν όλοι των και άναψαν τσιγάρα.

ΠΕΡΙΚΛΕΤΟΣ
Μα πες μου, τούτη τη φωτιά ποιός να την έχει βάλει;

ΦΑΣΟΥΛΗΣ
Και θέλει ρώτημα κι αυτό, μωρέ στραβό κεφάλι;
Τι άνθρωπος! … αιώνια ζητά να με πειράζει!...
Σου είπα όλες τι φωτιές, πως ο Μελάς τις βάζει.

ΠΕΡΙΚΛΕΤΟΣ
Λοιπόν;

ΦΑΣΟΥΛΗΣ
Λοιπόν εκάηκαν καμπόσοι στρατιώται,
μα παλληκάρια της φωτιάς κι αληθινοί ιππόται,
που βασιλιάς για μια στιγμή λαχτάριζα να γίνω,
να τους φορέσω στέφανο, και Φασουλής να μείνω.

ΠΕΡΙΚΛΕΤΟΣ
Και ποιοι ακόμη τόδειξαν;

ΦΑΣΟΥΛΗΣ
Οι σκαπανείς κι οι ναύτες,
κι οι άλλοι όλοι ήτανε σπουδαίοι μυιγοχάφτες.

ΠΕΡΙΚΛΕΤΟΣ
Και λες η νέα πυρκαγιά, να έχει σημασία,
η λες κι αυτή πώς έγινε για τη φωτοχυσία;

ΦΑΣΟΥΛΗΣ
Ε! όταν βλέπεις σκαπανείς και μέσα στο Παλάτι,
και βασιλείς με βασιλείς και κράτη επί κράτη,
και στα καλά καθούμενα ανάβει και ο θρόνος,
αυτό θα πει, συντέλεια, πως ήλθε του αιώνος.

ΠΕΡΙΚΛΕΤΟΣ
Και η ζημία πόσο λες να είν' απάνω κάτω;

ΦΑΣΟΥΛΗΣ
Όσα περίπου έχασε, θαρρώ το Συνδικάτο.

ΠΕΡΙΚΛΕΤΟΣ
Και τώρα τούτη τη ζημιά ποιός λες θα την πληρώσει;

ΦΑΣΟΥΛΗΣ
Στη ράχη σας ο βασιλιάς κι αυτή θα την φορτώσει.
Και τίποτα παράξενο ν' ακούσεις σε κομμάτι
καινούργιους φόρους για φωτιές που βάζουν στο Παλάτι.

ΠΕΡΙΚΛΕΤΟΣ
Και ύστερα απ' όλα αυτά ο βασιληάς τί κάνει;

ΦΑΣΟΥΛΗΣ
Του τηλεγράφησαν, θαρρώ, και με το πρώτο φθάνει.

ΠΕΡΙΚΛΕΤΟΣ
Εγώ σου λέω πως αυτός δεν το κουνάει διόλου
κι αν όλο το Παλάτι του πάει κατά διαβόλου.

ΦΑΣΟΥΛΗΣ
Εγώ σου λέω πως θάρθη…

ΠΕΡΙΚΛΕΤΟΣ
Εγώ σου λέω σκάσε.

ΦΑΣΟΥΛΗΣ
Εγώ σου λέω πως θα'ρθη και να μου το θυμάσαι.

ΠΕΡΙΚΛΕΤΟΣ
Μα συ το παραξίλωσες μ' αυτό σου το γινάτι…
όρσε λοιπόν δύο τρεις σβερκιές και σύρε στο Παλάτι.





Οι ντιστεγκέ
Φασουλής και Περικλέτος,
ο καθένας νέτος σκέτος,

ΠΕΡΙΚΛΕΤΟΣ
Λοιπὸν τί τρέχει, Φασουλῆ;

ΦΑΣΟΥΛΗΣ
Γιὰ τοῦτο τρέχα ρώτα.

ΠΕΡΙΚΛΕΤΟΣ
Θέλω γι' αὐτοὺς τοὺς ντιστεγκὲ νὰ μάθω πρῶτα πρῶτα.
Τοὺς ξέρεις; Τοὺς ἐγνώρισες; τί ἄνθρωποι νὰ εἶναι;

ΦΑΣΟΥΛΗΣ
Γι' αὐτοὺς μονάχα συζητοῦν ἐσχάτως αἱ Ἀθῆναι.
Μυστηριώδεις ἄνθρωποι αὐτῆς τῆς κοινωνίας
μὲ τίτλους καὶ περγαμηνὰς ἀρχαίας εὐγενείας,
μὲ ἄλλους λόγους ὁ ἀφρὸς τῆς νέας πρωτευούσης...
εἶν' ἄλλο πρᾶγμα νὰ τοὺς δῇς καὶ ἄλλο νὰ τἀκούσῃς.
 
ΠΕΡΙΚΛΕΤΟΣ
Βρὲ τί μοῦ λές;

ΦΑΣΟΥΛΗΣ
Τί νὰ σοῦ πῶ;... δὲν εἶναι σὰν καὶ σένα,
ποὺ ἔχεις γένος βάναυσον καὶ μοῦτρα λερωμένα.
Δὲν ἔχουν αἷμα κόκκινο, καθὼς καὶ τὸ δικό σου,
ουδὲ ἐσώβρακα, καθὼς τὸ σώβρακό σου,
ἀλλ' ἔχουν αἷμα κυανοῦν, μὴ βρέξῃ καὶ μὴ στάξῃ
κι' ἀσπρόρρουχα κι' ἐσώβρακα πλεγμένα με μετάξι,
ἀλείβονται νυχθημερὸν μὲ μῦρα καὶ κολόνια,
γι' αὐτοὺς ἡ τόση ἀρχοντιά, γιὰ τούτους τὰ σαλόνια,
μὲ γεύματα καὶ μὲ χοροὺς τῇς ὧραις των περνοῦν,
καββάλα πᾶν στὴν Ἐκκλησιά, καββάλα προσκυνοῦν,
καββάλα τρῶν' ἀντίδωρο ἀπ' τοῦ παππᾶ τὸ χέρι,
βαστοῦν πηρούνι ἀργυρὸ καὶ ἀργυρὸ μαχαῖρι.
Γιὰ ὅλα λένε κάτι τι, γιὰ ὅλα ξέρουν κάτι,
γυρίζουν τὰ ὀπίσω των σ' ἐμένα τὸν σακάτη,
αἱ δ' ὑψηλαὶ κυρίαι των μετ' ἀρετῶν σπανίων
εἰσάγουν λαθρεμπόρια συχνὰ στὸ Τελωνεῖον
καὶ κρύβουν στὰ παπλώματα λογῆς λογῆς δαντέλαις
καὶ μὲς στῇς βρακοζῶναις των μεταξωταῖς κορδέλαις.
 
ΠΕΡΙΚΛΕΤΟΣ
Μὰ τί μεγάλοι ἄνθρωποι!...

ΦΑΣΟΥΛΗΣ
Ἀλήθεια, Περικλέτο...
τοῦ ὄχλου ἡ ἀγένεια εἰς κόρακας ἐρρέτω.
Γι' αὐτοὺς τοὺς νέους ντιστεγκὲ ὅσα κι' ἂν πῇς τοὺς πρέπουν...
Τοὺς χαιρετᾶς;... δὲν χαιρετοῦν καὶ κάνουν πὼς δὲν βλέπουν...
δὲν χαιρετᾶς;... σὲ χαιρετοῦν, κι' ἀρχίζουν διαχύσεις...
εἶναι πολὺ περίεργος ἡ εὐγενής των φύσις.
Ἐπίσκεψιν δὲν δέχονται παρὰ κατὰ τὸ βράδυ,
αἱ δὲ κυρίαι ὁμιλοῦν μαζί σου στὸ σκοτάδι
καὶ τῆς αἰδοῦς των, Περικλῆ, δὲν φαίνονται τὰ ρόδα...
τοιουτοτρόπως ἀπαιτεῖ τῶν ντιστεγκὲ ἡ μόδα.
Σοῦ ἔχουν κάτι ἔθιμα, ποὺ εἶναι ν' ἀπορήσῃς...
τὰ χνῶτα των τὰ εὐγενῆ μονάχα νὰ μυρίσῃς
κι' ἀμέσως τότε, Περικλῆ, καὶ σὺ καταλαμβάνῃς,
ὅτι δὲν εἶσαι ὅπως πρίν, χυδαῖος, μπλεχλιβάνης,
ἀλλ' ἄνθρωπος τρὲ κὸμ ἰλ φό, μὲ γένος καὶ ἀξίαν,
πεσμένος εἰς αὐτὴν τὴν γῆν ἀπὸ τὸν Γαλαξίαν.
 
ΠΕΡΙΚΛΕΤΟΣ
Βρὲ τί μοῦ λές;

ΦΑΣΟΥΛΗΣ
Μοσχοβολᾶ κι' ἡ περιφέρειά των.

 
ΠΕΡΙΚΛΕΤΟΣ
Νὰ μὲ εἰσάξῃς, ἀδερφέ, εἰς τἀ μυστήριά των.

ΦΑΣΟΥΛΗΣ
Σιγὰ σιγά, βρὲ Περικλῆ, καὶ θὰ τὰ μάθῃς ὅλα...
ὀγρήγορα εἰς μέγαρα θὰ ἔμβῃς μυροβόλα,
καὶ εἰς τοὺς κύκλους τοὺς καλοὺς προσπάθησε ν' ἀρέσῃς
καὶ σώβρακο μεταξωτὸ ἀμέσως νὰ φορέσῃς,
ἂν δὲ καὶ κάλτσα, Περικλῆ, ἀπὸ μετάξι βάλῃς,
παύεις νὰ εἶσαι πρόστυχος καὶ ρυπαρὸς χαμάλης,
καὶ θὰ εἰσέρχεσαι παντοῦ μετὰ τῆς γυναικός σου
κι' εἰς ὅλους τὸ μεταξωτὸ θὰ δείχνῃς σώβρακό σου,
οἱ δ' εὐγενεῖς θὰ ἔρχωνται καὶ θὰ σὲ τριγυρίζουν,
καὶ ὅλοι τὸ τσουράπι σου θὰ τρέχουν νὰ μυρίζουν,
καὶ σὺ μὲ ὕφος σοβαρὸν τὸ πόδι σου θ' ἁπλώνῃς
κι' ἐμένα θὰ περιφρονῇς καὶ θὰ μὲ φασκελώνῃς.
 
ΠΕΡΙΚΛΕΤΟΣ
Μὰ ποῦ τὰ ξέρεις ὅλ' αὐτά;

ΦΑΣΟΥΛΗΣ
Γιὰ τοῦτο μὴ ἐρώτα...
ἕλα καὶ σὺ νὰ συστηθῇς στοὺς φέροντας τὰ πρῶτα.
 
ΠΕΡΙΚΛΕΤΟΣ
Μὴν εἶσαι ντιστεγκὲ καὶ σύ;

ΦΑΣΟΥΛΗΣ
Δὲν εἶμαι, μὰ θὰ γίνω...
τὴν τόσην βαναυσότητα διὰ παντὸς ἀφίνω,
ἀμέσως ἀπεκδύομαι τὸν Φασουλῆν τὸν πρῶτον
καὶ εἰς αἰθούσας εἰσχωρῶ εὐωδιών κι' ἐρώτων.
τοῦ γένους μου τοῦ ταπεινοῦ τὰ σύμβολα ξηλόνω
κι' εἰς τὴν χυδαίαν μύτην σου τὰ πόδια μου ἁπλόνω
κι' ὀγρήγορα πλησίασε καλὰ νὰ τὰ μυρίσῃς
κι' ἀληθινὴν εὐγένειαν καὶ τρόπους νὰ γνωρίσῃς.
Νίπτω κι' ἐγὼ τὰς χεῖρας μου νὰ φύγ' ἡ ρυπαρότης
καὶ ἀπὸ τοῦδε μόνος μου βαπτίζομαι ἱππότης
τοῦ αἵματος τοῦ κυανοῦ, τῆς στρογγυλῆς τραπέζης,
καὶ κάθου σύ, βρὲ μασκαρᾶ, ἐν οὐ παικτοῖς νὰ παίζῃς.
Ἀλήθεια ἐσιχάθηκα νὰ ζῶ μὲ τοὺς προστύχους...
ζωὴ δὲν λέγεται, μωρέ, νὰ γράφῃς μόνον στίχους
καὶ τὸ ξερὸ κεφάλι σου στὸν τοῖχο νὰ κτυπᾷς
καὶ ὅλο θέματ' ἄρρητα νὰ ψάλῃς σὰν παππᾶς.
Μὰ τότε λέγεται ζωή, διαόλου μπεχλιβάνη,
σὰν γίνῃ θυμιατὸ τ' ἀγγειὸ καὶ τἀπαυτὸ λιβάνι.
 
ΠΕΡΙΚΛΕΤΟΣ
Θέλω κι' ἐμένα ντιστεγκὲ ἀμέσως νὰ μὲ κάνῃς.

ΦΑΣΟΥΛΗΣ
Γι' αὐτὸ μὴ σεκλετίζεσαι καὶ μὴ μοῦ χολοσκάνῃς.
Θέλεις νὰ γίνῃς Πρίγκηψ, Δούξ, Μαρκήσιος, Βαρόνος;
 
ΠΕΡΙΚΛΕΤΟΣ
Ὅ,τι κι' ἂν θέλῃς κάνε με... τὸ δέχομ' εὐγνωμόνως.

ΦΑΣΟΥΛΗΣ
Ἐγώ, Βαρόνον, Περικλῆ, πρὸς τὸ παρὸν σὲ κάνω
καὶ σὲ βαπτίζω ντιστεγκὲ καὶ μὲ τὸ παραπάνω,
σοῦ δίδω δὲ περγαμηνὰς εἰς θήκην ἐκλεκτὴν
κι' ὡς εὐγενείας σύμβολον παλάμην ἀνοικτήν.
Καὶ τώρα εἰς ἀνώτερα...

ΠΕΡΙΚΛΕΤΟΣ
Εὐχαριστῶ, σπολλάτη,
καὶ ὅρσε, φίλε ντεστιγκέ, τρεῖς ματσουκιαῖς στὴν πλάτη

ντιστεγκέ:κομψευόμενος




Ο Ρωμηός (με υπότιτλο «Εφημερίς που την γράφει ο Σουρής») ήταν έμμετρη εβδομαδιαία σατιρική εφημερίδα. Δημιουργός και μοναδικός συντάκτης της ήταν ο Γεώργιος Σουρής. Εκδιδόταν σχεδόν ανελλιπώς από το 1883 ως το 1918.
Η εφημερίδα "...έγινε αμέσως γνωστή και η μεγάλη κυκλοφορία της παρέμεινε αμείωτη καθ’ όλη τη διάρκεια της μακρόχρονης έκδοσής της. Κυρίως μέσα από τους διαλόγους του «Φασουλή» και του «Περικλέτου», καταγράφονταν τα σημαντικότερα πολιτικά αλλά και τα κοινωνικά γεγονότα της εβδομάδας, γραμμένα και σχολιασμένα με ευτράπελο τρόπο. Κεντρική μορφή της έμμετρης αρθρογραφίας της ήταν ο «Φασουλής», ο οποίος συγκεντρώνει όλα τα ελαττώματα και τα προτερήματα του μέσου Έλληνα: είναι αντιφατικός, ενθουσιώδης, εγωιστής, επιπόλαιος, πολυπράγμων, αδιάφορος, αλλά και έξυπνος, κοροϊδευτής των πάντων, άξιος να κάνει ο ίδιος αυτά που κατηγορεί. Ο «Περικλέτος», πιο αισιόδοξος αλλά και πιο πρακτικός, μιλάει πολύ λιγότερο από τον «Φασουλή» και χρησιμεύει κυρίως για να κρατάει την ισορροπία του διαλόγου ο οποίος όμως τις περισσότερες φορές καταλήγει στην απώλεια της ψυχραιμίας του «Περικλέτου» και στον ξυλοδαρμό του «Φασουλή»..."
Ο Ρωμηός αν και γνώρισε τεράστια επιτυχία δίχασε την πνευματική κοινότητα και τους κριτικούς κυρίως λόγω των συνεχών ανακολουθιών και αντιφάσεων στα τρέχοντα ιδεολογικά, πολιτικά και κοινωνικά ζητήματα.
Μεταξύ των θαυμαστών του ο Στρατήγης διατυπώνει την άποψή του για την επιτυχία και την απήχηση του Ρωμηού ως εξής: "Φασουλής και Περικλέτος! Ιδού οι δύο αθάνατοι εθνικοί τύποι, τους οποίους εδημιούργησεν εν τω "Ρωμηώ" του. Ξύλιναι πλαγγώνες, εις τας οποίας έδωκε σάρκας και αίμα η ψυχοδότειρα Μούσα του μάγου ποητού μας. Άλλα έθνη έχουσι μόνον ένα τοιούτο κωμικόν εθνικόν τύπον, τον Πουλτσινέλλαν ή τον Αρλεκίνον, η Ελλάς χάρις εις τον Σουρήν της έχει δύο. Η διαφορά δε μεταξύ Φασουλή και Αρλεκίνου αφ'ετέρου, είνε ότι τους μεν τελευταίους εδημιούργησεν ο λαός ολόκληρος και επί πολλούς αιώνας, εν ω τους πρώτους έπλασεν εντός δέκα ετών εις και μόνος, εις δημιουργός ποιητής, εμφυσήσας εις αυτούς τας σκέψεις, τας ιδέας, τα ελαττώματα ολοκλήρου του έθνους. Ιδού διατί ο "Ρωμηός", καίπερ εφημερίς, θα μείνη αθάνατος, αιώνιος, καίπερ διακωμωδών τα επίκαιρα μόνον της ημέρας γεγονότας, τας πολιτικάς ή κοινωνικάς actualites του έθνους." .
Ο Παλαμάς το 1888 υποστηρίζει ότι "...η ποίησις του Σουρή εμπνεομένη εκ της πραγματικότητας, αδιαφορούσα, καταφρονούσα, αν θέλετε, τας ηρωϊκάς αναμνήσεις του παρελθόντος, τρεφόμενη εκ της καθ'ημέραν ανασκοπήσεως των προσώπων και των πραγμάτων, μη απομονουμένη εις ρεμβασμούς και μελέτας, συγχεομένη προς τον όχλον, ταπεινουμένη, ανασκαλεύουσα εν τη κοπριά, αληθής σατυρική ποίησις ως ενεφανίσθη εν παντί χρόνων και τόπω" .
Λίγο αργότερα όμως (1905) ο Ψυχάρης στη γνωστή κριτική μελέτη του στο Νουμά ασκεί ολομέτωπη επίθεση στον Σουρή και το έργο του και ιδιαίτερα στη στάση του στα σημαντικά ζητήματα της εποχής: "...Πως θέλεις ο ίδιος άνθρωπος να νοιώση τι σημασία μέσα του κρύβει ένας πόλεμος, ένα κίνημα επαναστατικό, ένα γλωσσικό ζήτημα; Το γλωσσικό το ζήτημα; Καλέ, δε βαριέσαι; Τι θα πη και που πέφτει;......Την ησυχία μας. Όσο κατάλαβε ο όχλος, κατάλαβε και ο Σουρής. Μα μήπως πάσκισε ποτέ του να καταλάβη την ποίηση ενός Παλαμά, ενός Πάλλη, ενός Εφταλιώτη; Ιδού λοιπόν άνθρωπος που έψαλε την εποχή του και που την εποχή του δεν την κατάλαβε. Είναι όμως γνώρισμα τουποιητή να καταλαβαίνη. Και δεν κατάλαβε ο Σουρής." .
Η στάση του Σουρή για αυτά τα σημαντικά ζητήματα καταγράφονται πάντως ακόμα και σε κείμενα θετικά προσκείμενων στο έργο του όπως ο Καλογερόπουλος διευθυντή της Πινακοθήκης:"Ο Σουρής, σφυγμομετρών την κοινή συνείδησιν, έλυσε και το γλωσσικόν ζήτημα, ακολουθήσας την μέσην οδόν. Δεν ηνείχετο υποερβολάς, και ιδίως του μαλλιαρούς. Έγραφε όπως ωμίλει και δι'αυτό ήρεσκεν εις όλους"..
Η έκδοση και η επιτυχία του Ρωμηού συνεχίστηκαν μέχρι και το Νοέμβριο του 1918 οπότε και μάλλον λόγω σοβαρής ασθένειας του Σουρή σταματάει, ενώ λίγους μήνες αργότερα, τον Αύγουστο του επόμενου έτους (1919) ο Σουρής έχοντας προσβληθεί από την Ισπανική γρίπη, πεθαίνει. Ακόμα και τότε ο Σουρής και ο Ρωμηός αντιμετωπίστηκαν με διαφορετική προσεγγίσεις. Κατά τον Καλογερόπουλο "Ο Γεώργιος Σουρής ήτο ο δημοφιλέστερος 'Ελληνας σατυρικός ποιητής. Ήτο η πραγματική εκπροσώπησις του Ρωμηού, τον οποίον απεικόνισε και απηθανάτησεν εις τους 35 τόμους της ομωνύμου εφημερίδος του.". Αντίθετα ο Ταγκόπουλος, διευθυντής του Νουμά συνεχίζοντας την κριτική του Ψυχάρη γράφει: " Αυτό είναι. Είδε και δεν κατάλαβε. Άλλο ζήτημα αν ήθελε και δεν μπορούσε ή αν μπορούσε και δεν τονε σύφερνε να καταλάβει. Λογαριασμός δικός του αυτός. Εμείς είδαμε μόνο πως δεν κατάλαβε τίποτα. Και τούτο γιατί ποτέ του δε δοκίμασε ή δεν μόρεσε να κρατήσει τα γκέμια της αφηνισμένης κοινής γνώμης, μα πάντα αφέθηκε να σέρνεται, δορυάλωτος, στο νικηφόρο άρμα της...".


Πηγή:https://el.wikipedia.org/



Τρίτη 16 Σεπτεμβρίου 2014

Οι «Μεταρρυθμίσεις» του Γεωργίου Σουρή

Οι «Μεταρρυθμίσεις» του Γεωργίου Σουρή για τη λύση των… προβλημάτων





Γράφει ο Ελευθέριος Γ. Σκιαδάς.
Η σάτιρα ως απάντηση στις διατάξεις του Μπαϊρακτάρη.
Από τις πλέον επιτυχημένες έμμετρες σάτιρες του Γεωργίου Σουρή που προκάλεσαν ποικίλες συζητήσεις ήταν οι περίφημες «Μεταρρυθμίσεις», τις οποίες δημοσίευσε το 1886. Συγκεκριμένα πρότεινε να γίνουν δέκα νέες νομοθετικές ρυθμίσεις ώστε να αντιμετωπισθούν τα μείζονα προβλήματα της ελληνικής και αθηναϊκής κοινωνίας. Οι μεταρρυθμίσεις αυτές αφορούσαν τους κλέφτες των δημόσιων ταμείων, τους βουλευτές, τις καταπατήσεις οικοπέδων, τους κλεφτοκοτάδες, την καθημερινή βία, την ανατολίτικη συνήθεια πολλοί να εκπληρώνουν τις φυσικές ανάγκες τους στο δρόμο και τα καφενεία όπου… σκότωναν τις ώρες τους οι Aθηναίοι. Στην πραγματικότητα ο Γ. Σουρής απαντούσε με τον τρόπο αυτό στις αυστηρές αστυνομικές διατάξεις που είχε εκδώσει ο περίφημος Μπαϊρακτάρης, αναφέροντας σειρά παραπτωμάτων άξιων επιβολής ποινών.
Πρότεινε λοιπόν πρώτα απ’ όλα να επιβάλλονται πρόστιμα δύο δραχμών για όποιον ραχάτευε στους καφενέδες τρεις ώρες, αλλά μια δραχμή λιγότερο για εκείνους που χάζευαν στα καφενεία τέσσερις ώρες. «Μα όποιος την ημέρα του στον καφενέ σκοτώνει / του πρέπει να πληρώνεται και όχι να πληρώνει» κατέληγε το εξάστιχο σαρκάζοντας το πλήθος των αέργων που ξημεροβραδιαζόταν στα καφενεία. Στη συνέχεια ασχολιόταν με την εκτεταμένη συνήθεια των Νεοέλληνων να ουρούν ή ακόμη και να αφοδεύουν στους δρόμους. Πρότεινε λοιπόν «όστις ουρήση αναιδώς αντίκρυ παραθύρων, / ή στο Πανεπιστήμιον ή στην Ακαδημίαν, / αυτός να συλλαμβάνεται υπό τριών κλητήρων / κι ευθύς να περιτέμνεται εις την Αστυνομίαν»! Και για εκείνους που τολμούσαν να αποπατήσουν στην οδό Ερμού ζητούσε να εξαναγκάζονται στη συνέχεια να κάνουν το ίδιο φανερά και στην οδό Αιόλου.

Ήταν η εποχή κατά την οποία το ρουσφέτι γνώριζε μεγάλες δόξες και οι βουλευτές ήταν απασχολημένοι με τις ανάγκες των ψηφοφόρων τους. Τους ήθελε λοιπόν ο Σουρής να μετατρέπονται σε… τετράποδα για να μπορούν να εκπληρώνουν τις υποχρεώσεις τους: «Οφείλει κάθε βουλευτής των νεωτέρων χρόνων / να έχει πόδια τέσσερα και όχι δύο μόνον, / γιατί ποτέ δεν ημπορεί και ούτε θα μπορέσει / στων ψηφοφόρων της δουλειές με δυό να επαρκέσει». Λίγους μήνες νωρίτερα είχε ξεσπάσει σκάνδαλο με καταχραστές δημοσίου χρήματος στο Κεντρικό Ταμείο. Έτσι, μέσω του «Ρωμηού» του ο Σουρής κατέθετε την πρόταση αν ενδιαφερόταν να διοριζόταν και κανένας κλέφτης στο Κεντρικό Ταμείο, διότι εκείνος λόγω του παρελθόντος του ίσως και να μην άπλωνε το χέρι, σε αντίθεση με εκείνους που δεν είχαν σουφρώσει μέχρι τότε και σίγουρα θα το έκαναν. Γράφει: «Αν κλέπτης τις στο Κεντρικόν υπούργημα γυρέψη, / ευθύς να διορίζεται επόπτης του παρά, / γιατί εκείνος πούκλεψε μπορεί και να μην κλέψη, αλλ΄ όποιος δεν εσούφρωσε, θα κλέψη μια φορά»!
Για το φαινόμενο των κλεφτοκοτάδων, ακόμη και μέσα στην Αθήνα που αφθονούσαν τα κοτέτσια, οι οδηγίες ήταν απλές: «Αν συνεργία πειρασμού κατέβη στο μυαλό σου, / και ορεχθής την όρνιθα του φίλου γείτονός σου, / προτού για τούτο είδησι, ο γείτονάς σου πάρη, / του παίρνεις και τον κόκκορα για να γενούν ζευγάρι». Δεν άφησε ασχολίαστο όμως και το γεγονός ότι ελλείψει δικτύων αποχέτευσης πολλές νοικοκυρές συνήθιζαν να πετούν τα βρωμόνερα στους δρόμους έχοντας πολλές φορές και τα σχετικά… θύματα: «Εάν εις τον εξώστη σου σου έλθη να ρεμβάσης / και θέλεις κάτι τι να βρης για να διασκεδάσης, / μίαν λεκάνην κένωσε νερού εκ του εξώστου / και δρόσισε την κεφαλήν γνωστού σου ή άγνώστου». Τέλος, συνιστούσε σε όλους να παρακολουθούν τα ελεύθερα οικόπεδα της γειτονιάς τους και μόλις έβρισκαν ευκαιρία να έκαναν πράξεις νομής ώστε να τα κατοχυρώνουν ως δικά τους: «Με άλλους λόγους δηλαδή να κατορθώσης όπως / γίνη ταχέως κτήμα σου του γείτονος ο τόπος»!
Πηγή:mikros-romios.gr