Δε ζυγιάζω, δε μετρώ, δε βολεύομαι! Ακολουθώ το βαθύ μου χτυποκάρδι...

Νίκος Καζαντζάκης, Ασκητική


Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΕΛΛΗΝΙΚΗΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑAUDIO. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΕΛΛΗΝΙΚΗΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑAUDIO. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Σάββατο 24 Αυγούστου 2024

ΑΡΒΥΛΑΚΙΑ ΚΑΙ ΓΟΒΕΣ-ΑΛΚΗ ΖΕΗ-Διήγημα-ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ-Λόγος με tempo-...

  Στην αρχή δεν τον γνώρισε, παρόλο που η φωνή του αντηχούσε το ίδιο χαρούμενη και ζεστή.
     — Είμαι ο Νίκος.
     — Ποιος Νίκος;
     — Ο Γρηγόρης!
     Τότε κατάλαβε η Λία και ξαφνιάστηκε. Πού τη θυμήθηκε τώρα δα ο Γρηγόρης!… Της μιλούσε αργά – αργά, τονίζοντας τις λέξεις, όπως έκανε και τότε…
     — Η ιδέα ήτανε της Μαρίας, εξηγεί εκείνος, να μαζευτούμε σπίτι της όλη η παλιά συντροφιά… Κλείνουν είκοσι χρόνια.
     Ύστερα η φωνή του γίνεται πιο βαθιά:
     — Όσοι μείναμε.
     — Θα προσπαθήσω, είπε μόνο η Λία.
     Από την άλλη μεριά έφτασε σίγουρη η φωνή:
     — Σε περιμένουμε λοιπόν.

     Η Λία κατέβασε το ακουστικό κι ύστερα άνοιξε διάπλατα την μπαλκονόπορτα. Έσυρε την πολυθρόνα κοντά στο μπαλκόνι και κάθισε με τον ήλιο κατάφατσα. Μία με μιάμιση. Αυτή η ώρα ήταν καταδικιά της. Η υπηρέτρια πάει να φέρει τη μικρή από το σχολείο κι ο Τάκης δεν γυρίζει το μεσημέρι. Τότε μπορεί η Λία να κάθεται και να συλλογιέται. Κι είχε ένα σωρό πράγματα να συλλογιστεί. Πριν λίγες μέρες έκλεισε τα τριάντα εφτά. Δεν είναι που γέρασε· ούτε μιαν άσπρη τρίχα δεν έχει. Ένιωσε μόνο, ξαφνικά, σα να βαρέθηκε. Παρέες, εκδρομές, η συναυλία της βδομάδας, πού και πού καμιά πρεμιέρα στο θέατρο… Δεκατέσσερα χρόνια τώρα, από τη μέρα που παντρεύτηκε… Το δίπλωμά της βρίσκεται κάπου καταχωνιασμένο, στο πατρικό της σπίτι. Για το νοικοκυριό, για το παιδί φροντίζει η μητέρα του Τάκη. Έτσι είχε ένα σωρό καιρό ελεύθερο. Βαρέθηκε… αυτό είναι. Μόνο ένα ταξίδι στο εξωτερικό θα την έσωζε. Καινούργια μέρη, καινούργιοι άνθρωποι. Κάτι ν’ αλλάξει… Συλλογιότανε τη ζωή της με τον Τάκη — αγάπη υπάρχει, δεν μπορείς να πεις. Συλλογιότανε την κόρη της, που μόλις είχε πατήσει τα δεκατρία κι έκανε σκηνές να την αφήσουν να βάλει ψηλά τακούνια. Μόνο εκείνο το κορίτσι των δεκαεννιά χρονώ, τη Λία του σαράντα δύο, ήταν που δεν συλλογιότανε καθόλου. Θαρρείς και διάλεξε την ώρα ο Γρηγόρης —μία με μιάμιση— να τηλεφωνήσει.
     Ο ήλιος πέφτει πάνω στις ασημιές αγκράφες των παπουτσιών της και τις κάνει να λαμποκοπάνε. Η Λία θυμήθηκε το σαράντα δύο, που φορούσε αρβυλάκια με λάστιχο αυτοκινήτου για σόλα και χοντρές καφετιές κάλτσες με ρίγες… Είχε λιακάδα σαν και σήμερα. Καθότανε σ’ ένα παγκάκι στο προαύλιο του Πανεπιστημίου και λιαζότανε μ’ απλωμένα τα πόδια. Δίπλα της, δυο άλλα πόδια, με λουστρινένια προπολεμικά γοβάκια και κάτασπρες κάλτσες πλεγμένες με βελόνες. Ήτανε η Ματίλντε. Η Λία δεν μπορεί να θυμηθεί ξεκάθαρα τα πρόσωπα. Η Ματίλντε είχε μαύρα μαλλιά και φιλντισένιο πρόσωπο. Λεπτομέρειες της ξεφεύγουν. Τα πόδια όμως, παράξενο, σα να τα ‘χει μπροστά της. Θυμάται ακόμα και τη μελανιά, που είχε στάξει από το στυλό του Κρίτωνα στην κάτασπρη κάλτσα της Ματίλντε.
     — Να τη βράσεις με τσουένι και θα φύγει το μελάνι, συμβούλεψε η Γιάννα που καθότανε στη ράχη του πάγκου και τα παπούτσια της άγγιζαν σχεδόν τη φούστα της Λίας. Κάτι παιδικά, αγορίστικα παπούτσια με κορδόνια και χακί κάλτσες γκολφ.
     Απλωμένα στον ήλιο και τα πόδια της Μαρίας, με καλοκαιρινά πέδιλα και χοντρές κάλτσες. Ο Κρίτωνας καμάρωνε για τα καινούργια του άρβυλα από την οδό Πανδρόσου.
     Ύστερα είχαν έρθει αθόρυβα, να σταθούν πλάι στα δικά της, δυο πόδια με λαστιχένια παπούτσια του μπάσκετ και μάλλινες κάλτσες από αδρύ μαλλί. Οι κοπέλες τσίριξαν χαρούμενα.
     — Γεια σου, Γρηγόρη!
     Ο Γρηγόρης άπλωσε τα μακριά του χέρια, σα να ‘θελε να τις αγκαλιάσει όλες μαζί.
     — Γεια σας, αγάπες μου, είπε και τράβηξε τη Γιάννα παράμερα.
     
     Κι όμως η φωνή του είναι ολόιδια σαν και τότε, συλλογίστηκε η Λία το τηλεφώνημα.
     
     Τα θυμάται η Λία τα παπούτσια του μπάσκετ, που στεκόντανε στην άκρη του προαυλίου, κοντά στα κάγκελα και, πλάι τους, τα μικρά αγορίστικα παπούτσια, που τραμπαλιζόντανε, μια στα τακούνια, μια στις μύτες. Η Λία είχε φουντώσει. Εκείνη ποτέ δεν την είχε φωνάξει παράμερα ο Γρηγόρης —δεν της εμπιστευόταν… Το κουδούνι χτύπησε και σηκώθηκαν όλοι βαριεστημένα να πάνε στο μάθημα. Η Λία είδε, με την κόχη του ματιού, τη Γιάννα, που άφησε τον Γρηγόρη. Εκείνος στεκότανε ακόμη κοντά στα κάγκελα, στην ίδια θέση. Έτσι όμως όπως δεν τον άκουγε ποτέ με τα λαστιχένια του παπούτσια, την ξάφνιασε που την έπιασε από το μπράτσο, ενώ εκείνη έκανε να μπει στην αίθουσα. Έσκυψε κάτι να της πει στ’ αυτί, μα τόσο κοντά, που ένιωσε τα χείλια του να την αγγίζουν.
     — Έλα αύριο στου Κρίτωνα.


 Να δεις που η ιδέα είναι του Γρηγόρη, συλλογιέται πάλι το τηλεφώνημα η Λία. Η Μαρία δεν είχε ποτέ δικιά της πρωτοβουλία. «Η ιδέα είναι της Μαρίας» — και το τόνισε ο Γρηγόρης. Μήπως φανταστώ πως με θυμήθηκε ο ίδιος
     
     — Έλα αύριο στου Κρίτωνα…
     Η Λία δεν κράτησε, κείνη τη μέρα, ούτε μια σημείωση για τον «Ιδιωτικό βίο των Βυζαντινών». Η αίθουσα που γινότανε η παράδοση ήτανε σκοτεινή, χωρίς σταλιά ήλιο. Ο καθηγητής Γ. παρέδιδε με χαμηλή φωνή, που μόλις ακουγόταν στα πίσω θρανία. Το κοστούμι του, αφόρετο σχεδόν, προπολεμικό, σκούρο και επίσημο, θαρρείς και είχε ντυθεί για τελετή. Μόνο, καθώς γύριζε τη ρόμπα ανεμιζόταν, σα να μην είχε σώμα από μέσα… Το Πανεπιστήμιο θα το κλείνανε από μέρα σε μέρα. Το συσσίτιο γινόταν όλο και πιο νερουλό. Στο σπίτι της Λίας κάθε τόσο και κάτι ξεπουλούσαν. Μα σα να τα ξέχασε όλα αυτά και δεν της έμεινε παρά η έντονη χαρά: «Έλα αύριο… Έλα αύριοΠού και πού έφτανε στ’ αυτιά της καμιά φράση από την παράδοση, για το πώς ντύνονταν οι βυζαντινές γυναίκες. Η Λία είχε ένα καινούργιο πράσινο φόρεμα, φτιαγμένο από τραπεζομάντηλο. Αύριο θα το φορούσε.
     Στη δεξιά πλευρά, στο τέταρτο θρανίο, κάθονταν η Γιάννα με τη Μαρία και όλο κάτι ψιθυρίζανε μεταξύ τους… Πλάι της ήτανε ο Κρίτωνας, που της είχε σχεδόν γυρισμένη την πλάτη. Γύριζε καμιά φορά για να της πει:
     — Γράφε καθαρά, να μου δώσεις τις σημειώσεις.
     Η Λία όμως είχε κλείσει επιδειχτικά το τετράδιο και περίμενε με σταυρωμένα τα χέρια να τελειώσει το μάθημα.
     — Άραγε να το ξέρει ο Κρίτωνας πως θα πάω; αναρωτιέται. Ποιοι άλλοι θα ‘ναι;
     Περνάει το βλέμμα της ένα – ένα τα θρανία και της φάνηκε πως κανείς δεν πρόσεχε το μάθημα. Ο καθηγητής Κ. πηγαινοερχόταν καθώς δίδασκε. Φορούσε λουστρινένια παπούτσια και μάλλινες βυσσινιές κάλτσες, πλεγμένες δυο καλή μια ανάποδη.
     Αύριο η Λία πήγε στο σπίτι του Κρίτωνα…
     Και πάλι της έρχονται στον νου τα παπούτσια τους, έτσι όπως ήταν πεταγμένα σε μια γωνιά κι όλοι είχανε στριμωχτεί πάνω στο ντιβάνι. Τα μόνα όρθια βαλμένα με τάξη, ήτανε τα γοβάκια της Ματίλντε.
     
     Η Λία νιώθει σα μια γλυκιά ζάλη. Μπορεί να τη ναρκώνει ο ήλιος, έτσι που τη χτυπάει κατάφατσα. Μπορεί και να μην είναι νύστα, γιατί ο νους της δουλεύει. Νιώθει σα να ‘ναι βυθισμένη κι η σκέψη της γυρνάει πίσω με επιμονή, με ηδονή σχεδόν. Της φαίνεται παράξενο κι όμως αφήνεται…
     
     Θυμάται που τ’ αγόρια είχανε περασμένα τα μπράτσα τους στους ώμους των κορασιών κι οι κοπέλες έπλεκαν τα δάκτυλά τους η μια με την άλλη. Στην αρχή, η Γιάννα απήγγειλε ένα ποίημα, μιλούσαν για να οργανώσουν κάποιο πάρτι, ο Κρίτωνας τους πρόσφερε ρεβυθοκέικ. Ο Γρηγόρης μιλούσε χαμηλόφωνα με ζέστα. Τότε το ντιβάνι του Κρίτωνα, που λύγιζε ο σομιές του από το βάρος τους, γινότανε ορμητήριο, στρατηγείο, κρυφό σχολειό και σα να πίστευαν όλοι τους, πως ήταν εκείνοι που κρατούσαν τα χέρια τους την τύχη της Αθήνας, της Ελλάδας, του κόσμου ολόκληρου. Όσο συνέχιζε να μιλάει ο Γρηγόρης στριμώχνονταν εκείνοι ακόμα περισσότερο κι ένιωθε ο ένας για τον άλλον κάτι, δεν μπορείς να το πεις έρωτα, μα ούτε και φιλία. Αγάπη, ίσως, απέραντη. Και γι’ αυτόν ακόμα τον Τάση, με τη μακριά μύτη και τα κιτρινισμένα δόντια, την παρότονη φωνή που σε νευρίαζε και, σαν τον έβλεπε η Λία στο προαύλιο του Πανεπιστημίου προσπαθούσε να τον αποφύγει, — ως και γι’ αυτόν ένιωσε ξαφνικά τέτοια τρυφερότητα, που, έτσι όπως καθόταν δίπλα της, άφησε το κεφάλι της ν’ ακουμπήσει στον ώμο του.
     Μια στιγμή, εκεί που μιλούσαν όλοι τους σιγανά, έβαλαν τα κορίτσια αναπάντεχα τα γέλια — μην παραξενευτούν οι γονείς του Κρίτωνα, ακούγοντας τόση ησυχία… Είπαν και για το καινούργιο της φόρεμα.
     — Μωρέ μπράβο! Από ένα τραπεζομάντηλο.
     Κι ο Γρηγόρης ακόμα θαύμασε.
     — Αν ήμουνα ποιητής, θα σου έγραφα στίχους, έτσι όπως είσαι στα πράσινα: «Ένα κορίτσι δροσερό σα λαχανίδα…
     Την ώρα που οι άλλοι γελούσαν, εκείνος έσκυψε και της είπε:
     — Θα βγούμε απόψε μαζί.
     Εκείνο το βράδυ η Λία έγραψε πρώτη φορά στον τοίχο: ΜΠΑΚΑΛΗ ΚΑΙ ΣΥΣΣΙΤΙΟ.
     
     Την είχε ξεχάσει αυτή τη φράση. Μήτε μια φορά δεν της είχε έρθει στον νου, εδώ και τόσα χρόνια. Και τώρα, σα να βλέπει μπροστά της τη μάντρα. Είχε νομίσει πως, από τη λαχτάρα της, είχε γράψει δυο φορές το ΣΙ και πέρασε το άλλο πρωί να δει. Ήτανε ένα ξυλάδικο στην οδό Τήνου. ΚΑΥΣΟΞΥΛΑ, έγραφε με ξεθωριασμένα μαύρα γράμματα και πλάι τους τα δικά της, τα πράσινα, ζωηρά – ζωηρά, που από τα γιώτα έσταζε, θαρρείς επίτηδες, η μπογιά, για να τα κάνει να φαίνονται πιο μακριά.
     Και τώρα, κουρνιασμένη στην πολυθρόνα της, τα θυμάται όλα, ακόμα και το πινέλο, που το ξύλο του ήταν ανώμαλο και της άφησε μιαν αγκίθα στην παλάμη. Θυμάται την αφή του χεριού του Γρηγόρη, που της κρατούσε σφιχτά – σφιχτά το δικό της. Περπατούσαν γρήγορα κι η Λία δεν πρόσεχε τους δρόμους. Μόνο σαν πρόβαλε μπροστά της το πάρκο, σκοτεινό και άγριο, είδε πως είχανε φτάσει στην οδό Μαυροματαίων. Ο δρόμος έρημος, τα παράθυρα ολόμαυρα από τη συσκότιση, χωρίς να ξεφεύγει μήτε μια λουρίδα φως. Μόνο σ’ ένα σπίτι, αντίκρυ στην οδό Κοδριγκτώνος, στο πρώτο πάτωμα, δεν είχανε κατεβάσει το ρουλό και ξεχώριζαν, μέσα στη νύχτα, οι άσπρες λουρίδες, που ήτανε κολλημένες στα τζάμια, σε σχήμα ήλιου. Περπατούσαν ο ένας πολύ κοντά στον άλλον. Τους χώριζε μονάχα το κουτί της μπογιάς, που φούσκωνε στην τσέπη της καμπαρντίνας του Γρηγόρη. Από το πάρκο ακούστηκαν βήματα να τρέχουν, ύστερα μια ξερή πιστολιά. Ο Γρηγόρης την αγκάλιασε και την έσφιξε απάνω του. Της Λίας η καρδιά χτυπούσε τόσο δυνατά, που σίγουρα εκείνος την άκουγε.
     — Μη φοβάσαι, της είχε πει.
     Κι η Λία δεν ήξερε αν ήτανε από φόβο, ή από το άγγιγμα του Γρηγόρη, ο χτύπος. Φοβόταν το σκοτάδι, την ερημιά του δρόμου, την πιστολιά που ακούστηκε, συλλογιόταν τα κουτιά και τα πινέλα που ήταν φορτωμένοι… Στην αγκαλιά όμως του Γρηγόρη είναι ήρεμα και ζεστά.
     — Να παριστάνουμε τα ζευγαράκια, σαν πλησιάζει κανείς, λέγανε στο σπίτι του Κρίτωνα, πριν ξεκινήσουν.
     Μα να που έγινε ησυχία, δεν ακούγεται πια τίποτα… Εκείνος όμως δεν την αφήνει… περνάει το χέρι του στο μέτωπό της, στα μάτια της, στα χείλια, σαν να θέλει να τα διακρίνει, μες στο σκοτάδι, με την αφή. Το πρόσωπο του Γρηγόρη είναι πολύ κοντά στο δικό της. Της φαίνεται, μέσα στη νύχτα, αλλιώτικο και ξένο. Ύστερα τη φίλησε. Όταν το ξανακοίταξε, της είχε γίνει γνώριμο το μακρύ, λιγνό του πρόσωπο κι όταν της είπε «Πάμε Λία», εκείνη είχε ξεχάσει πως ήταν κατοχή, πως είχαν βγει για να γράψουν συνθήματα στους τοίχος, πως η κυκλοφορία τέλειωνε σε λίγο.
     Άρχισαν να περπατούν γρήγορα, ακούστηκε ένας θόρυβος, γύρισαν κι οι δυο. Ήταν το ρουλό, που κατέβαζαν στο σπίτι της οδού Κοδριγκτώνος.
     — Είδες πως είχανε κολλήσει τα χαρτιά στα τζάμια; είπε ο Γρηγόρης. Σαν ήλιο.
     Και η Λία χάρηκε που το είχε προσέξει.
     
     Αυτή η πρώτη μέρα της έρχεται τώρα στον νου, λες και ήταν χτες. Όλα τ’ άλλα μπερδεύονται και δεν μπορεί να ξεχωρίσει πότε έγινε το ένα, και πότε έγινε το άλλο. Κι ίσως έτσι να ‘ναι καλύτερα… Κι η αγάπη της με τον Γρηγόρη μοιάζει τώρα απόμακρη κι ο χαμός της Ματίλντε. Πριν λίγο καιρό είχε δει, σ’ ένα ξένο περιοδικό, φωτογραφίες από το στρατόπεδο του Μπούχενβαλντ. Στη μια ήτανε στοίβα γυναικεία μαλλιά, στην άλλη παπούτσια, πεταγμένα σωρό, ανάκατα. Μόνο ένα ζευγάρι γοβάκια της φάνηκε σα να ξεχώριζαν, ταχτικά – ταχτικά σε μιαν άκρη. Τότε η Λία θυμήθηκε τη Ματίλντε, μα για μια στιγμή μόνο. Γιατί, από τότε που χώρισε με τον Γρηγόρη, δεν ήθελε πια να θυμάται τίποτα. Χώρισαν τον Δεκέμβρη του σαράντα τέσσερα. Ίσως φταίει που το σπίτι του Γρηγόρη ήτανε δυο δρόμους πιο κάτω από το δικό της και, τότε, ένας δρόμος, μια πάροδος μπορούσαν να χωρίσουνε για πάντα τους ανθρώπους… Μπορεί ακόμα, γιατί εκείνη είχε πιστέψει, πως, μια κι έφυγαν οι Γερμανοί, έπρεπε να ‘χουν περάσει οι δύσκολες μέρες.
     Και για τη Λία πέρασαν! Έλεγε πως δεν θα τα ξαναθυμηθεί τα παλιά. Με τον άντρα της ποτέ δεν μιλούσανε για την κατοχή — δεν είχανε καμιά κοινή ανάμνηση. Εκείνος ήτανε τότε με τους γονείς του στο Λονδίνο
     Και ξαφνικά τώρα, σα να ‘νιωσε ένα θυμό για τον Τάκη, που δεν βρέθηκε ποτέ στο προαύλιο του Πανεπιστημίου κείνα τα χρόνια. Είναι αρχιτέκτονας, μα ποτέ δεν γνώρισε τον Κώστα του Πολυτεχνείου, που έπεσε στη διαδήλωση…
     
     Εκεί, λίγο πιο κάτω από του «Στρατηγίου», κάθεται τώρα μια γυναίκα, που πουλάει δαντέλλες και πλέκει με το κροσεδάκι. Έξω ακριβώς από κείνη την πόρτα, που σύρανε μέσα, με τον Γρηγόρη, τον Κώστα σα χτυπήθηκε. Η Λία την είχε θυμηθεί την πόρτα. Μια μέρα, που περνούσε από μπροστά, τη γνώρισε ξαφνικά. Έκανε να κοντοσταθεί, μα προσπέρασε. Ίσως γιατί δεν ήθελε να θυμηθεί ίσως, γιατί στη διπλανή βιτρίνα είχαν βάλει παπούτσια — καινούργια ιταλικά μοντέλα.
     
     Πώς μπορούσε, τόσον καιρό, να της φαίνεται φυσικό, πως ο άντρας της, που ζούνε δεκατέσσερα χρόνια μαζί!, δεν ξέρει τίποτα για κείνο το κορίτσι με τα αναστατωμένα μαλλιά, που έτρεχε στη διαδήλωση κι εκεί, πίσω από μια πόρτα, ένα στενό διάδρομο, ένας άντρας πέθαινε στην αγκαλιά της και το αίμα του έβαφε με μουντούς λεκέδες το πράσινο φόρεμα το φτιαγμένο από τραπεζομάντηλο. Ένας άντρας, που θα μπορούσε τώρα να ήτανε αρχιτέκτονας σαν τον Τάκη, να παίρνει τις δουλειές τη μια πάνω στην άλλη, να ταξιδεύει στο εξωτερικό και να ‘χει μια γυναίκα σαν τη Λία, που να ξέρει να ντύνεται κομψά και να φτιάχνει με γούστο το σπίτι. Θα μπορούσε το βράδυ να πέφτει ήσυχος στο κρεβάτι του, με τη γυναίκα του στο πλάι, να λέει: «Σήμερα έκλεισα μια σπουδαία δουλειά». Τόσο σπουδαία που ν’ αξίζει, παρ’ όλη την κούραση της μέρας, να ‘ρθει κοντά, πολύ κοντά της.
     
     Δεν είναι μόνον ο Τάκης. Κι η σημερινή Λία μοιάζει να μην το γνώρισε ποτέ εκείνο το κορίτσι.
     — Οι πιότεροι ξεχάσαμε, σκέφτηκε κι έκανε να βολευτεί στην πολυθρόνα της. Μα δεν πρόλαβε να την καθησυχάσει αυτή η σκέψη…
     
     Ο Κρίτωνας έλειπε χρόνια στο Παρίσι κι ασχολιότανε με τον κινηματογράφο. Τον συνάντησε, πριν λίγες μέρες, σε μια πρεμιέρα. Χαιρετήθηκαν σαν παλιοί φίλοι, χωρίς βέβαια να ‘χει μείνει τίποτα από τα παλιά. Τίποτα από τότε, που, σαν έλειπε η μητέρα του από το σπίτι, έκλεβε από το ντουλάπι φουντούκια και σταφιδόμελο για να τους δώσει να χορτάσουν.
     Στάθηκαν στο διάλειμμα λίγα λεπτά κουβεντιάζοντας.
     — Θα δουλέψω τώρα στην Ελλάδα, λέει ο Κρίτωνας. Μια ταινία για αντίσταση… αν μ’ αφήσουν να τη γυρίσω.
     Ύστερα έκρυψε ένα μορφασμό κι έπιασε το πόδι του.
     — Σ’ ενοχλεί ακόμα; απόρησε η Λία.
     Ο Κρίτωνας χαμογέλασε.
     — Ευτυχώς! Γιατί με κάνει να θυμάμαι.
     Τότε η Λία δεν είχε δώσει σημασία σ’ αυτή τη φράση, γιατί, εκείνη τη στιγμή, πέρασε δίπλα της η Καίτη, που φορούσε ένα μοντέλο.
     — Να διορθώσω το καφέ μου φουστάνι έτσι, συλλογίστηκε η Λία και βάλθηκε με τρόπο να προσέξει τον γιακά, για να τον περιγράψει της μοδίστρας της.
     
     «Γιατί με κάνει και θυμάμαι!» Καμπανιστή της έρχεται τώρα τούτη η φράση…
     
     Στεφάνωναν τα αγάλματα στο πάρκο κι ο Κρίτωνας μόλις είχε περάσει ένα στεφάνι στη Μπουμπουλίνα, όταν άρχισαν να πέφτουν πυροβολισμοί. Πληγώθηκε στο πόδι. Το ένα αρβυλάκι, το ολοκαίνουργιο, από την οδό Πανδρόσου, βουτήχτηκε στο αίμα.
     
     Τώρα ο Κρίτωνας φορούσε παπούτσια με τετράγωνες μύτες.
     Είναι η Γιάννα, που αντάμωσε με τη Λία στον δρόμο: «Σε λίγο θα κυκλοφορήσει το βιβλίο μου. Θα σου θυμίσει πολλά από την κατοχή». «Πάντα της ντύνεται χωρίς γούστο», ήταν το μόνο που σκέφτηκε η Λία, μόλις η Γιάννα ξεμάκραινε λίγο.
     Όμως τώρα αναρωτιέται: λες όλοι να θυμήθηκαν ξαφνικά! Κι η ίδια κι ο Κρίτωνας κι η Γιάννα κι όλοι οι άλλοι, που καλά – καλά δεν τους θυμάται; Μήπως έτσι γίνεται; Έστω κι αν περάσουν πέντε, δέκα, ακόμα και είκοσι χρόνια που ξέχασες, θα ‘ρθει κάποια στιγμή να θυμηθείς, αν έχεις βέβαια ακούσει ποτέ στη ζωή σου να σου ψιθυρίζουν στ’ αυτί… έλα αύριο.
     Αύριο, λοιπόν, συλλογιέται η Λία και νιώθει σα να ‘ναι το κορίτσι εκείνου του καιρού, η Λία του Γρηγόρη όπως την έλεγαν, για να την ξεχωρίζουν από την άλλη Λία, με την κουτάλα, που μοίραζε το συσσίτιο στην πανεπιστημιακή λέσχη.
     …Αν είχε παντρευτεί τον Γρηγόρη;
     Θα φορούσα ακόμα τα αρβυλάκια μου, ήτανε η πρώτη σκέψη, που της ήρθε στον νου.
     Θυμήθηκε μια μέρα, που τον συνάντησε σ’ ένα βιβλιοπωλείο, εκείνος φορούσε μπεζ τρυπητά παπούτσια κι ας είχαν αρχίσει τα πρώτα κρύα…
     Τα βράδια όμως, σαν θα ‘πεφταν να κοιμηθούν, θ’ άρχιζαν να θυμούνται ένα σωρό, θα κουβέντιαζαν για κείνα τα χρόνια και θα ‘τανε σαν να μην γέρασαν ποτέ. Θυμάσαι τούτο, θυμάσαι κείνο, θα ‘λεγαν… Θυμάσαι τον Γιάννη τον ψηλό, τον Πέτρο; Θυμάσαι που παραλίγο να πέσουμε σε μπλόκο και πηδήξαμε τον τοίχο, λίγο πιο πάνω από το Γαλλικό Ινστιτούτο; Θυμάσαι που έχασα το πέδιλό μου στη διαδήλωση και με πειράζανε τα παιδιά, ότι οι Γερμανοί ζητούν τη σταχτοπούτα; Θυμάσαι την Άρτεμη, που την είχατε ερωτευτεί όλοι με τη σειρά… ναι, ναι κι εσύ… Κι έγινε μια ολόκληρη συνεδρίαση, για να ξεκαθαρίσει εκείνη με ποιον είναι ερωτευμένη;…
     
     Ο Τάκης πάντα κοιμάται γρήγορα κι αν αρχίσουν καμιά κουβέντα, πριν τους πάρει ο ύπνος, θα ‘ναι σχέδια για το μέλλον… για ταξίδια… για καινούργιο σπίτι… αν πάρει εκείνος τη μεγάλη δουλειά που περιμένει.
     
     Κι αν παρακολουθούν το σπίτι της Μαρίας, πού θα μαζευτούν αύριο;
     
     Την πρώτη φορά δεν μπόρεσε να πάει με τον Τάκη στη Νέα Υόρκη.
     — Μα, μικρό μου, τι σου ήρθε κι ανακατεύτηκες τότε στην κατοχή; της είχε πει στεναχωρημένα ο Τάκης, σαν αρνήθηκαν να της δώσουν βίζα.
     Τώρα όμως υποσχέθηκαν. Στη Νέα Υόρκη. Θέλει τόσο πολύ να ταξιδέψει! Όλοι οι φίλοι άρχισαν κιόλας να ρωτούν! «Πότε για την Αμερική;»
     
     Ο Γρηγόρης μπορεί να ‘βαλε κιόλα στοίχημα: να δείτε που θα ‘ρθει!… Ο Κρίτωνας θα μιλάει για την ταινία που θα γυρίσει, η Γιάννα για το βιβλίο της… Η Λία κάποτε έγραφε στίχους. Αν ξανάπιανε πάλι την πέννα;
     — Να γράψεις! θα ‘βαζε τις φωνές ο Γρηγόρης.
     — Τρελάθηκες, κοριτσάκι μου; θα γελούσε ο Τάκης.
     Θα ‘γραφε να γεμίσουν οι άδειες ώρες… Θα δούμε το Μανχάταν, το Λόνγκ Άιλαντ. Αυτό θα ‘ναι το πρώτο ταξίδι, μπορεί να ‘ρθει κι άλλο, έπειτα κι άλλο. Δεν θα υπάρχει πια πλήξη. Κουταμάρες να ξαναγράψει! Δεκαπέντε χρόνια που τ’ άφησε.
     — Μπορεί και να μην έρθει, ίσως πει ο Γρηγόρης… Κι οι άλλοι δεν θα την περιμένουν… Ποιοι άλλοι να ‘ναι άραγε; Θα θυμηθούν ένα σωρό πράγματα. Το Πανεπιστήμιο, την υπόγα τους — τη λέσχη… «Γεια σας», θα τους πει η Λία και θα ‘ναι σα να χώρισαν χτες. Μπορεί και να καθίσει κοντά στον Γρηγόρη. Θα του θυμίσει άραγε αυτή η κομψοντυμένη κυρία την τοτινή Λία;
     Κοιτάζει η Λία τα λεπτά, μακριά της δάχτυλα και τα θυμάται κόκκινα φουσκωμένα από τις χιονίστρες, τότε που τα ‘παιρνε ο Γρηγόρης και τα ‘χωνε στο σακάκι του, κάτω από τις μασχάλες, να τα ζεστάνει… Αλλιώτικια που ήταν η αγάπη τότε! «Μυρίζεις κόλλα», έλεγε ο Γρηγόρης κι έχωνε το πρόσωπό του στις ρίζες των μαλλιών της, πίσω από τον λαιμό. Του Τάκη του αρέσει να φορεί η Λία πάντα «αρπέζ»…
     
     Μύριζε κόλλα και μπογιά, ακόμα και μελάνι πολυγράφου πολλές φορές. Στο δωμάτιο του Γρηγόρη έκανε παγωνιά! Η Λία τυλιγόταν με μια παλιά κουβέρτα που της είχε φύγει ολόκληρο κομμάτι, στο σχήμα του σίδερου. Έπιναν τσάι του βουνού με ζαχαρίνη και περίμεναν το συνθηματικό σφύριγμα από τον δρόμο. Της Λίας της άρεσε αυτή η ώρα, που καθόταν κουρνιασμένη στο ντιβάνι. Ο Γρηγόρης ετοίμαζε πινέλα, κόλλας και μπογιές. Ύστερα έπαιρνε τον «Ήλιο τον πρώτο» του Ελύτη. Φρεσκοαγορασμένσς, φρεσκοτυπωμένος, με το κίτρινο γυαλιστερό εξώφυλλο και τη γοργόνα, φάνταζε αταίριαχτος ανάμεσα στα τενεκεδάκια και τα πινέλα. Θα ‘θελε να μάκραινε πολύ αυτή η ώρα η Λία. Ο Κρίτωνας όμως δεν χάριζε λεπτό. Ακουγόταν το σφύριγμά του και τότε ο Γρηγόρης την κοίταζε, σα να τη λυπόταν. Ύστερα άφηνε το βιβλίο, την τραβούσε από τα χέρια και της έλεγε: «Σήκω μικρή, μικρή, μικρή Πορτοκαλένια!».
     Η Λία, όσο να προσπαθεί, δεν μπορεί να θυμηθεί κανένα άλλο στίχο «Πορτοκαλένιας». Ο Γρηγόρης άραγε θα τους θυμάται ακόμα; Αν είχε παντρευτεί τον Γρηγόρη, ίσως διάβαζαν μαζί…
     Μονομιάς, σβήσανε όλα αυτά από τον νου της κι ορθώθηκαν μπροστά της έντεκα χρόνια φυλακής του Γρηγόρη. Έντεκα χρόνια! Κι είχανε περάσει δεκαοχτώ, από τότε που ήρθε, χαράματα να την πάρει από το σπίτι της, για να ‘ρθούνε, μ’ όλη την Αθήνα, στους λεύτερους πια δρόμους της και τα μεσάνυχτα να κάνουνε όλοι μαζί γαργάρες, στο σπίτι του Κρίτωνα, με ζουμί βρασμένου σύκου —συνταγή της γιαγιάς του—- για ν’ ανοίξει ο λαιμός τους, που είχε βραχνιάσει από τους αλαλαγμούς και τα τραγούδια.
     
     Πριν μερικά χρόνια, η Λία συνάντησε τη μητέρα του Γρηγόρη στον δρόμο.
     — Βγαίνει σήμερα από τη φυλακή, της είπε εκείνη αλαφιασμένη. Κι εγώ έχω δώσει το κουστούμι του στο καθαριστήριο.
     — Τον έπιασαν χτες, της ξανάπε μιαν άλλη φορά.
     Τώρα ο Γρηγόρης είναι πάλι έξω. Ως πότε;… Αν τον είχε παντρευτεί, θα γυρνούσε κι αυτή, σαν τη γυναίκα του Πέτρου, από σπίτι σε σπίτι, να ζητάει να βγάλει παιδιά περίπατο. Είχε έρθει και σε κείνη, μα η Λία φοβήθηκε.
     Η πολυθρόνα που κάθεται είναι ολοκόκκινη και μαλακιά. Του Τάκη του αρέσει, όταν μελετάει κανένα καινούργιο σχέδιο, να τη βλέπει αντίκρυ του, καθισμένη στην πολυθρόνα της. Εκείνη πλέκει, διαβάζει ή δεν κάνει τίποτα. Όταν τελειώσει ο Τάκης, πίνουν ουίσκι κι ακούνε Βιβάλντι! Άλλη είναι η ζωή της Λίας τώρα. Καλύτερα να μην πάει αύριο. Τώρα πια, τα παλιά πέρασαν… Ούτε θα προσέξουν πως δεν πήγε… αν μαζευτούν πολλοί… Τότε, άμα δεν ερχόταν κανείς, αγωνιούσαν. Πιάστηκε; έπεσε σε μπλόκο; Τώρα, αν λείψει κάποιος, θα πούνε απλά: «Κάτι θα του ‘τυχε» και δεν θα ξαναμιλήσουν πια για την απουσία.
     Κοντεύει μιάμιση. Λίγα λεπτά της μείνανε ακόμα της Λίας για να συλλογιέται. Δεν θέλει τίποτα να θυμηθεί. Ίσως ήταν καλά, που τόσον καιρό δεν συλλογιόταν… Είπε να σκεφτεί το ταξίδι στη Νέα Υόρκη… Άραγε ο Κρίτωνας τραγουδά ακόμα μουρμουριστά, όλη ώρα, τζαζ;… Η Λία απόμεινε ασάλευτη στην πολυθρόνα της. Θαρρεί πως κι αυτή η ανάσα της σταμάτησε. Τη μούδιασε κάτι σαν πανικός. Δεν πάει αύριο! Όχι! Θα πάει στη Νέα Υόρκη, στο Παρίσι, στη Ρώμη!… Μα όταν γυρίσει;… Θα πρέπει να βγει ξανά στους δρόμους της Αθήνας… Θα περνά έξω από το Πανεπιστήμιο… θα κατεβαίνει στην οδό Ερμού… θα βρεθεί, πόσες φορές!, στην οδό Μαυροματαίων, σε κείνο το πεζοδρόμιο από τη μεριά του πάρκου! Η Αθήνα, όσο και ν’ άλλαξε, έχει γωνιές που έμειναν οι ίδιες, που σε καλούν και σου φωνάζουν: Θ υ μ ά σ α ι! Κι αν ξεγελαστείς και θυμηθείς μια φορά…
     Ένα λεπτό απόμεινε για να γίνει μιάμιση. Οι σκέψεις έρχονται τώρα μπερδεμένες στο μυαλό της Λίας, απανωτές.. Έβγαλε τα παπούτσια της και προσπάθησε να βολευτεί, με τα πόδια διπλωμένα, πάνω στην πολυθρόνα.
     — Έσβησα το κοτόπουλο με κρασί, μισάνοιξε την πόρτα η μητέρα του Τάκη.
     — Καλά λέει μηχανικά η Λία και κοιτάζει τις γόβες της.
     — Ολοκαίνουργιες, αφόρετες σχεδόν, στέκονται απάνω στο χαλί, έτσι όπως τις πρωτοείχε δει στη βιτρίνα. Τις κοιτάζει και προσπαθεί, με απόγνωση και πείσμα, να διώξει τη σκέψη, πως δεν θα μπορεί πια να αγοράζει τέτοιες γόβες, με μαλακό πετσί σα γάντι, χωρίς να της έρχονται στον νου τ’ αρβυλάκια της κατοχής, από την οδό Πανδρόσου, που πάλιωνε γρήγορα η βακέτα τους και σχιζόταν κι ύστερα έκανε πάνω ο τσαγκάρης χοντρά καφετιά γαζιά, που σχημάτιζαν ροδίτσες.


Παρασκευή 9 Αυγούστου 2024

“η σχέση μας αυτή δεν μπορεί να πάει μακρύτερα”Ραντεβού μ΄ένα γράμμα Μικ...


Αγαπημένη μου φίλη, αλήθεια, από πότε έχουμε να τα πούμε γραπτά; Πρέπει να εί­ναι πολύ καιρός. Έτσι δεν είναι; Αν θυμάμαι καλά, το τελευταίο μου γράμμα θα πρέπει να στο είχα γράψει αρχές Απρίλη. Τώρα έχουμε μισά Νοέμβρη. Πω, πω πως περνάει ο καιρός έτσι, πώς μας παρασέρνει, μερικές φορές, στη δίνη του. Τέλος πάντων...

Εσύ, πώς είσαι αγαπημένη μου; Θα κάνεις καμιά έκθεση με έργα σου αυτό τον καιρό; Αχ! Πόσο έχω νοσταλγήσει το Παρίσι και πόσο έχω επιθυμήσει κι εσένα. Μού λείπουν οι βόλτες μας στον Σηκουάνα και στην Μονμάρτη, οι επισκέψεις μας στα διάφορα events, οι εκθέσεις ζωγραφικής, οι θεατρικές παραστάσεις. Αλήθεια τι κάνει ο Αντρέ; Παίζει κάπου τώρα;. Εγώ αν και είχα πρόταση να παίξω στην παράσταση “Η τρελή του Σαγιώ”, δεν δέχτηκα. Τώρα, θα αναρωτιέσαι το “γιατί”, κι είναι λο­γικό. Λοιπόν, ας πάρουμε τα πράγματα απ' την αρχή.

Όλα ξεκίνησαν πριν από μερικούς μήνες, το βράδυ της πρεμιέρας του έργου του Τσέ­χωφ “Θείος Βάνιας”. Νομίζω σου είχα γρά­ψει σε κάποιο γράμμα μου ότι θα ανεβάζαμε το συγκεκριμένο έργο κι ότι θα υποδυόμουν τη Σόνια. Αλλά μη σε ζαλίζω τώρα με λεπτομέ­ρειες...

Λοιπόν, ήταν λίγα λεπτά πριν αρχίσει η παράσταση, όταν δέχτηκα στο καμαρίνι μου μια ανθοδέσμη με μια κάρτα. Ήταν απ' τον Παύλο. Συγκινημένη την πήρα στα χέρια μου κι άνοιξα τον φάκελλο σίγουρη ότι θα μου έγραφε καλή επιτυχία και ότι θα με κα­μάρωνε καθισμένος στις πρώτες θέσεις να παίζω. Όμως τίποτα απ' όλα αυτά που σκέ­φτηκα δεν ίσχυαν. Ο Παύλος σ΄εκείνη την κάρτα, τελικά, έγραφε ότι δεν πρέπει πια να είμαστε μαζί βρίσκοντας έναν πολύ ωραίο, ποιητικό τρόπο θα έλεγα για να μου το πει. Μ' ένα απόσπασμα απ' το “Αλεξανδρινό Κουαρτέτο” του Ντάρρελ. Αξίζει να στο γρά­ψω:

...η σχέση μας αυτή δεν μπορεί να πάει μακρύτερα, γιατί έχουμε ήδη εξαντλήσει όλες τις δυνατότητές της στην φαντασία μας, και εκείνο που στο τέλος θ' ανακαλύψουμε, πίσω απ' τα μουντά χρώματα της ηδυπάθειας, θα είναι μια φιλία τόσο βαθειά που θα γίνουμε σκλάβοι της για πάντα. Ήταν η ερωτοτροπία δύο πνευμάτων πρώϊμα εξαντλημένων από την πείρα και που φαινόταν πολύ πιο επικίν­δυνη από έναν έρωτα βασισμένο στην σεξου­αλική έλξη...” Για μερικά λεπτά έμεινα να το κοιτώ και να το ξανακοιτώ, να το διαβάζω και να το ξαναδιαβάζω. Δεν είναι δυνατόν έ­λεγα συνέχεια στον εαυτόν μου, δεν είναι δυ­νατόν. Κι όμως, ήταν.

Εκείνο το βράδυ, ήμουν η καλύτερη Σόνια απ' ό,τι είπαν κριτικοί και συνάδελ­φοι. Δεν ξέρω αν ήμουν η καλύτερη, το μόνο που ξέρω ήταν πως έπαιξα με την ίδια ψυχι­κή δύναμη τότε που είχα μάθει για το χαμό της μητέρας μου.Το ίδιο είχε συμβεί,όταν το θλιβερό μαντάτο είχε έρθει λίγο πριν βγω στη σκηνή να παίξω.

Μετά την παράσταση δεν έμεινα να το γιορτάσουμε με τους συναδέλφους, προτί­μησα να φύγω και να πάω σπίτι. Άνοιξα μια μπουκάλα κρασί και παρέα με τον... “Ντάρρελ” τα ήπιαμε μέχρι το πρωί. Τον Παύλο δεν τον αναζήτησα, δεν είχε νόημα ούτε να ζητήσω εξηγήσεις, ούτε και να του πω ότι περίμενα το παιδί μας. Ναι, όπως το ακούς...το διαβάζεις θέλω να πω, το παιδί μας. Η ανόητη ήθελα να του το ανακοινώσω εκείνο το βρά­δυ της πρεμιέρας...

Το επόμενο διάστημα για μένα ήταν πολύ ζόρικο. Έπρεπε να πάρω κάποιες αποφάσεις για τη ζωή μου. Και τις πήρα.

Αποφάσισα να κρατήσω το παιδί και να φύγω απ' την Ελλάδα, γιατί δεν θα ήθελα με τίποτα να μεγαλώσει σε μια κοινωνία άκρως συντηρητική, έτοιμη ανά πάσα στιγμή να το λιθοβολήσει. Όσο για τον Παύλο, δεν θα μά­θει ποτέ ότι έχει κάπου ένα παιδί. Ας μείνει με την ιδέα ότι αυτό που είχαμε εμείς οι δύο κάποτε δεν θα μπορούσε να πάει μακρύ­τερα...


Αγαπημένη μου Ζορζέτ,

Η ζωή για μια ακόμη φορά με προ(σ)κά­λεσε σ' ένα νέο ξεκίνημα, κι εγώ έπρεπε να ανταποκριθώ σ' αυτήν την πρό(σ)κληση της.

Στο τέλος του μήνα πετώ για Παρίσι.Καλή αντάμωση...!

Σε φιλώ,

Μαρίνα




Τετάρτη 7 Αυγούστου 2024

ΜΑΝΤΑΛΕΝΑ-ΓΡΗΓΟΡΙΟΣ ΞΕΝΟΠΟΥΛΟΣ-Διήγημα-ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ-Λόγος με temp...

Το διήγημα που ακολουθεί δημοσιεύτηκε στο Ημερολόγιον του Σκόκου για το 1918

     Οι πρώτες μου γι’ αυτήν αναμνήσεις ξεκαθαρίζουν με δυσκολία, χαμένες στα σύθαμπα της νηπιακής ηλικίας.
     Ανάμεσα στους ήχους, που έφθαναν από μακριά στην ασυνήθιστη ακοή μου, αγνώριστοι όλοι κι εκπληκτικοί, έμαθα γρήγορα να ξεχωρίζω τη φωνή της. Ήταν μια φωνή δυνατή, καθαρή, δροσερή, γλυκιά, που θα ‘λεγα πως έλαμπε και στα μάτια μου με το χρώμα του μελιού ή του χειμωνιάτικου ήλιου. Την άκουγ’ από το περβολάκι, όπου έπαιζα με τα χώματα και τα πετραδάκια, καθισμένος μέσα στην πέτρινη γούρνα· την άκουγ’ από το παράθυρο της σάλας, όπου στεκόμουν ανεβασμένος σε μια καρέκλα κι έβλεπ’ αντίκρυ το Κάστρο· την άκουγα κάποτε κι από το κρεβατάκι μου, στην άλλη κάμαρα, όταν ξυπνούσα το πρωί με τα κελαδήματα των πουλιών. Και πρέπει να ‘δειχνα μια πολύ χαρούμενη έκπληξη, γιατί συχνά η μητέρα μου, γελαστή, μου έλεγε:
― Άκου, η Μανταλένα!…
     Έτσι ήξερα, πως η γλυκιά και καθαρή εκείνη φωνή έβγαινε από κάποιο πλάσμα που το ‘λεγαν «Μανταλένα», μα που δεν το είχα ιδεί ποτέ. Πολλά άλλα πλάσματα, ακόμα τότε, τα ‘ξερα έτσι μόνο απ’ τη φωνή τους, απ’ τον ήχο τους. Μ’ ανάμεσα σ’ όλα, γνωστά μου κι άγνωστα, ιδωμένα κι ανείδωτα, η Μανταλένα μου φαίνουνταν σαν κάτι ξεχωριστό. Τη φαντάζουμουν πιο όμορφη κι από τη μητέρα μου, όταν με κοίταζε γελαστή· πιο γλυκιά κι από τη γιαγιά μου, όταν μ’ εχάιδευε στο κεφάλι και στο πηγούνι.
     Μια μέρα, καθώς στεκόμουν μπροστά στο παράθυρο, ανεβασμένος στην καρέκλα, άκουσα πάλι τη φωνή της. Μου φάνηκε πως έβγαινε από τόσο κοντά μου, ώστε όρμησα να προβάλω, για να ιδώ. Η μητέρα μου, που με παράστεκε από πίσω, μ’ εκράτησε. Επειδή όμως επέμενα, μ’ εσήκωσε στην αγκαλιά της και μ’ άφησε να βγάλω το κεφάλι μου από τη γρίλια. Και να, το ξεχωριστό, το θαυμάσιο, το θείο που μου υπόσχουνταν η φωνή: Σ’ ένα διπλανό παράθυρο, δυο τρία σπίτια πιο κάτω απ’ το δικό μας, αριστερά μου, είδα ένα κεφάλι ολόξανθο, που έλαμψε στα μάτια μου με το χρώμα του μελιού και του χειμωνιάτικου ήλιου.
― Η Μανταλένα! μου ψιθύριζε καθώς με κρατούσε η μητέρα μου. Την είδες λοιπόν τη Μανταλένα;
     Ναι, την είδα, την έβλεπα, μα όχι όσο ήθελα. Γιατί καθώς ήταν κι εκείνη γυρισμένη αριστερά και μιλούσε μ’ ένα άλλο κορίτσι, μαυριδερό, σ’ έν’ άλλο παράθυρο, πιο κάτω, δεν μου ‘δειχνε παρά τα ξανθά της μαλλιά, τον κάτασπρο σβέρκο της και λιγάκι από την ουρανιά καμιζόλα της. Του κάκου περίμενα να γυρίσει μια στιγμή το πρόσωπό της προς το μέρος μου· του κάκου αντιστάθηκα όσο μπορούσα δυο τρεις φορές, που θέλησε η μητέρα μου να με τραβήξει μέσα. Η Μανταλένα εξακολουθούσε να μιλά με το μαυριδερό κορίτσι, γυρισμένη αντίθετα. Κι άξαφνα, μ’ έν’ απότομο κίνημα, σα να τη φώναξε κάποιος από το σπίτι, έμπασε μέσα το κεφάλι της και την έχασα.
     Δεν θυμούμαι αν έκλαψα και τότε, όπως μια φορά που μου ‘καναν με το πρίσμα φάσματα στον τοίχο κι άξαφνα μου το ‘κοψαν. Από κείνη όμως την ημέρα, που είδα το ξανθό κεφάλι, η γλυκιά φωνή μου φαίνουνταν πιο γνώριμη, πιο αγαπητή και πιο ζωηρά χρωματισμένη με το χρώμα του μελιού και του χειμωνιάτικου ήλιου…
     
     * * *
     
     Γυρίζαμε απ’ τη γειτονική μας Εκκλησία. Κάποια Κυριακή; κάποια γιορτή;…
     Η μητέρα μου με κρατούσε απ’ το χεράκι κι η νταντά, στο πλάι μας, ήταν έτοιμη να με σηκώσει στην αγκαλιά της, γιατί μόλις έσερνα τα πόδια μου.
     Άξαφνα βλέπω τη μητέρα μου να στέκεται και να μιλά προς τα ψηλά. Στέκουμαι κι εγώ και σηκώνω το κεφάλι μου. Ήμαστε κάτω από ένα παράθυρο, που πρέπει να ‘ταν το ίδιο εκείνο, όπου εδώ και λίγες μέρες είχα ιδεί το ξανθό κεφάλι. Γιατί και τώρα το ίδιο κεφάλι ήταν εκεί προβαλμένο. Θα το γνώριζα κι από τα μαλλιά του. Άκουσα όμως και τη μητέρα μου που είπε:
― Καλημέρα, Μανταλένα μου…
     Και τη γλυκιά δυνατή φωνή που αποκρίθηκε:
― Καλημέρα σας, κυρία!…
     Απόρησα, θαμπώθηκα και καταχάρηκα. Ήμουν στην ηλικία, που όλα μας φαίνουνται θαύματα, υπερφυσικά. Πώς βρέθηκε άξαφνα μπροστά μας το παράθυρο εκείνο, σε μια στιγμή που το νόμιζα μίλια μακριά;
     Μα έκαμα έτσι κι είδα, γνώρισα το σπίτι μας, στην ίδια γραμμή. Βέβαια, καλέ, ήταν το παράθυρο της Μανταλένας! Και να από κάτω του μια πόρτα, λαδιά σκούρα, με το ‘να πορτόφυλλο κλειστό, με τ’ άλλο διάπλατο, απ’ όπου φαίνουνταν παρά μέσα μια σκάλα κιτρινωπή, ίσια, φωτισμένη ζωηρά και φαιδρά από κάποιο αθώρητο φεγγίτη.
     Τράβηξα τη μητέρα μου απ’ το χέρι, για να της δείξω πως ήθελα να μπούμε σ’ εκείνη την πόρτα και ν’ ανεβούμε σ’ εκείνη τη σκάλα, για να φθάσουμε τη Μανταλένα.
     Μα η μητέρα μου αντιστάθηκε.
― Σύχασε, μου είπε, τώρα θα πάμε στα σπίτι μας.
     Κι επρόσθεσε, κοιτάζοντας ψηλά:
― Δε βλέπεις, καλέ; Ο γιος μου θέλει να σου κάμει βίζιτα… Να, να. με τραβουλιάζει…
     Ντράπηκα κι έπαψα αμέσως το τραβούληγμα. Η Μανταλένα γελούσε δυνατά κι έλεγε λόγια που δεν τα θυμούμαι, γιατ’ ίσως και δεν τα καταλάβαινα. Γελούσε κι η μητέρα μου, που έσκυβε τώρα σε μένα και μου ‘λεγε:
― Την αγαπάς την κυρία Μανταλένα:.. σ’ αρέσει; Ιδές τη λοιπόν! να!
     Μου σήκωνε το κεφαλάκι απ’ το πηγούνι· κι εγώ αντιστεκόμουν, έβαζα δύναμη να το κρατώ σκυφτό· γιατί καταλάβαινα πως άμα το σήκωνα τώρα, θ’ αντίκριζα τα μάτια της Μανταλένας να με κοιτάζουν, κι αισθανόμουν ντροπή, ίσως μάλιστα και κάποιο φόβο.
     Γιατί πρωτύτερα, που η Μανταλένα μιλούσε με τη μητέρα μου, είχα ιδεί μια στιγμή αυτά τα μάτια από το πλάι, και μου είχαν φανεί πολύ αλλιώτικα, πολύ διαφορετικά απ’ όσα μάτια είχα ιδεί ως τότε. Φανταζόμουν, πως αν τα ‘βλεπα ολόισα, καρφωμένα στα δικά μου, θα τρόμαζα, όπως τρόμαξα μια φορά στη σοφίτα, όπου, παίζοντας, γύρισα μια παλιά εικόνα, πεταμένη ανάποδα σε μιαν άκρη, και βρέθηκα άξαφνα αντίκρυ σ’ ένα μεγάλο πρόσωπο με κάτι μάτια φοβερά. Άντρας ήταν; γυναίκα ήταν; Δεν ξέρω! Με μια κραυγή τρόμου πέταξα την εικόνα, έφυγα κι ούτε ξαναπάτησα στη σοφίτα εκείνη.
     Μα σήμερα, η περιέργεια κατανίκησε και τη ντροπή και το φόβο. Έπειτα η μητέρα μου ήταν κοντά μου, με κρατούσε απ’ το χέρι· τι είχα να πάθω; Κι επιτέλους σήκωσα το κεφάλι μου κι είδα τα μάτια της Μανταλένας που με κοίταζαν.
     Τρόμαξα πάλι, γύρισα μια στιγμή τα δικά μου αλλού κι έσφιξα το χέρι της μητέρας μου. Μα σα να με τράβηξαν με μαγνήτη τα μάτια εκείνα, τα ξανακοίταξα χωρίς να θέλω. Αυτό έγινε δυο τρεις φορές, ώσπου να ξεθαρρευτώ. Κι άφοβα τότε ξακολούθησα να τα κοιτάζω…
     Τα μάτια της Μανταλένας, μεγάλα, ολάνοικτα, τριγυρισμένα από μαύρα, μακριά τσίνορα, είχαν το χρώμα της γαλαζόπετρας. Μα έχυναν τόσο φως, ώστε δεν μ’ άφηναν να βλέπω τίποτ’ άλλο από το πρόσωπό της. Αυτά έβλεπα μόνο και τα ξανθά της μαλλιά. Ήταν για μένα μια καινούργια εντελώς γοητεία. Είχα καρφωθεί εκεί στη μέση του δρόμου, με το κεφάλι μου ψηλά. Η μητέρα μου, για να κουνηθώ, αναγκάσθηκε να με τραβήξει με δύναμη. Την ακολούθησα. Μα όσο πηγαίναμε, εγώ ως που μπήκαμε πια στην πόρτα μας, ξακολουθούσα να κρατώ το κεφάλι μου γυρισμένο κατά το παράθυρο της Μανταλένας.
     Από τότε, μόλις άκουγα τη γλυκιά, δυνατή φωνή, ξαναφαίνουνταν μπροστά μου το ξανθόμαλλο κεφάλι με τα γαλάζια μάτια. Η Μανταλένα για μένα ήταν έν’ αλλιώτικο πλάσμα, ένα γοητευτικό τέρας, που δεν είχε παρά μαλλιά και μάτια.
     
     * * *
     
     Σιγά-σιγά, μεγαλώνοντας, τη συμπλήρωνα, την έβλεπα καθαρά. Όταν έγινα πια πέντε χρονών, η Μανταλένα, εκτός απ’ τα μαλλιά και τα μάτια, είχε για μένα κι ένα κατακόκκινο στόμα με κάτασπρα δόντια, που τα μπροστινά, τ’ απάνω, μου φαίνουνταν σα μεγαλύτερ’ από τ’ άλλα· είχε ακόμα μια μύτη ίσια, στενή και μακριά, που με δυσκολία ξεχώριζα τα ρουθουνάκια της, και δυο αυτάκια τριανταφυλλιά, στολισμένα με δυο μικρούτσικα διαμάντια. Πάντα όμως τα μάτια της έλαμπαν περισσότερο· κι όλ’ αυτά τα χαρακτηριστικά τα ‘βλεπα σα μέσα σ’ ένα γαλάζιο φως. Και το μέλι ακόμα των μαλλιών της μου φαίνουνταν πως εκυάνιζε αλαφρά, σαν το παλιό χρυσάφι μιας καρφίτσας που φορούσε η γιαγιά μου.
     Ήταν άραγε τόσο υπερφυσικά όμορφη η Μανταλένα, όπως την έβλεπα απ’ τα πέντε μου χρόνια ως τα επτά; Δεν μπορώ να καταλάβω ακόμα. Δεν θα ‘ξερα καν να πω ούτε τι ηλικία είχε, τον καιρό που, μαζί με τον κόσμο, την πρωτογνώρισα. Θυμάμαι πάντα το στήθος της μεστό, στρογγυλό, φουσκωμένο. Μα ήταν τότε κοριτσόπουλο δεκαπέντε χρονών ή μεγάλο κορίτσι, εικοσιπεντάρα; Αδύνατο να συμπεράνω. Τα μόνο βέβαιο είναι πως ύστερ’ από τριάντα χρόνια που την ξαναείδα, η Μανταλένα ήταν γριά κι άσχημη, με δυο δόντια μονάχα, —εκείνα τα μπροστινά, που μου φαίνουνταν πάντα μεγαλύτερα. Μα κι απ’ αυτό τίποτα δεν βγάζω. Μπορεί να γέρασε πρόωρα, η δυστυχισμένη, όπως πρόωρα μπορεί να ‘χε μεστώσει και το στήθος της. Κι η πιο άσχημη γριά δεν μπορεί να στάθηκε στον καιρό της πεντάμορφη;
     Την ιστορία της όμως την ξέρω· κι απ’ αυτή βγάζω πως η όμορφη Μανταλένα, αυτό το νηπιακό μου όνειρο, στάθηκε μια από τις πιο δυστυχισμένες γυναίκες του τόπου της και του καιρού της. Κι είναι μάλιστα το πρώτο πλάσμα στον κόσμο, που μαζί με τη χαρά της Ομορφιάς, μου γνώρισε και τη θλίψη της Δυστυχίας. Θα ήμουν τότες ως επτά χρονών. Η μητέρα μου μ’ έστελνε κάθε μέρα στο σπίτι της Μανταλένας, όπου η θεια της, μια αγαθότατη και καθαρότατη γριούλα, μ’ εμάθαινε να συλλαβίζω στη φυλλάδα μου και μου ‘λεγε παραμύθια. Το μάθημα με στενοχωρούσε πολύ. Μια μέρα μάλιστα, θυμούμαι, πέταξα με θυμό τη φυλλάδα μου και φώναξα: «Να μου δώσετε το μηνιάτικό μου να φύγω!» (Γιατί ίσα ίσα εκείνο το πρωί είχα πάει το ασημένιο δίφραγκο, που πληρώναμε κάθε μήνα τα πέντ’ έξι παιδιά, γειτονοπούλα, του νηπιαγωγείου). Τα παραμύθια όμως τ’ άκουγα πάντα μ’ ευχαρίστηση, αν και τα ‘ξερα πια απόξω, γιατί η γριά δασκάλα μάς έλεγε δυο τρία, πάντα τα ίδια. Ήμουν κατενθουσιασμένος προπάντων όταν μπορούσα, ακούγοντας το παραμύθι με τις πεντάμορφες, τις βασιλοπούλες, τις νεράιδες, τις μάγισσες, να βλέπω και τη γλυκιά Μανταλένα, πότε απ’ τη μισανοικτή πόρτα, στην καμαρούλα της, όπου κτένιζε ατέλειωτα τα χρυσά της μαλλιά, —ολάκερη ιεροτελεστία!― πότε κει, μπροστά μας, να κάθεται στην καρέκλα και να πλέκει ήσυχα ή να κεντά.
     Σπάνια, πολύ σπάνια μιλούσε, και σιγά-σιγά. Η φωνή της, μέσα στο σπίτι, ήταν ολωσδιόλου αλλιώτικη, παρά όπως την άκουγα απ’ το περιβόλι. Την ύψωνε καθαρή και δυνατή μόνο σαν κουβέντιαζε, απ’ τα παράθυρα του δρόμου ή της αυλής, με τις αντικρινές της φιληνάδες. Φώναζε τότε και γελούσε, σαν ένα πλάσμα χαρούμενο και ξένοιαστο. Μα μόλις τέλειωνε την κουβέντα κι έμπαινε μέσα, το γέλιο της έσβηνε, το πρόσωπό της γίνουνταν σοβαρό, μελαγχολικό, κι η φωνή της δεν αντηχούσε παρά σ’ ένα πολύ χαμηλό τόνο, βαρύ, σχεδόν πένθιμο… Μου ‘κανε μεγάλη εντύπωση αυτή η διαφορά. Πώς κτυπά ένα κουδούνι όταν το χουφτώνεις ολάκερο κι όταν πάλι το κρατάς μόνο απ’ το χερούλι; Έτσι μου φαίνουνταν κι η Μανταλένα όταν μιλούσε απ’ το παράθυρο κι όταν μιλούσε μες στο σπίτι. Μα το λυπημένο ύφος τής πήγαινε. Γίνουνταν πιο όμορφη όταν σιωπούσε ή σιγομιλούσε μελαγχολικά. Τα χαμηλωμένα ματόκλαδα με τα μαύρα τσίνορα έριχναν μια θαυμάσια σκιά στις γαλάζιες κόρες. Ήταν στιγμές που ζωντάνευε μπροστά μου τη Βασιλοπούλα του παραμυθιού. Κι ήταν άλλες που μου φαίνουνταν σαν την γαλανή Φραγκοπαναγιά, που είχε στο εικονοστάσι της μια γειτόνισσά μας κοντέσα. Το βράδυ το ‘λεγα της μητέρας μου:
― Μαμάκα, η κυρία Μανταλένα δεν είναι απαράλλακτη με την Παναγία;
     Κι η μητέρα μου το ‘λεγε του πατέρα μου και γελούσαν. Ένα βράδυ, εκεί που δειπνούσαμε, ο πατέρας μου με ρώτησε:
― Κωστάκη, άμα μεγαλώσεις… θέλεις να πάρεις γυναίκα σου τη Μανταλένα;
     Εγώ κούνησα αμέσως το κεφάλι μου ζωηρά, με προθυμία· κι έπειτα, ξαφνικά, μια φλόγα ντροπής ανέβηκε στα μάγουλά μου. Εκείνοι έσκασαν από τα γέλια.
     Άλλη φορά, ρώτησα τη μητέρα μου:
― Μα γιατί η κυρία Μανταλένα είναι πάντα λυπημένη;
― Γιατί δεν έχει μητέρα, παιδί μου.
― Της πέθανε:
― Ναι.
― Ούτε πατέρα;
― Όχι, πατέρα έχει…
― Και γιατί δεν είναι μαζί του;
― Γιατί άμα έχασε τη μητέρα της, πριν γεννηθείς εσύ, την πήρε η θεία της, να την έχει σαν παιδί της.
     Τόσο μόνο μου είπε η μητέρα μου και, χωρίς να τη ρωτήσω άλλο, επωφελήθηκε για να προσθέσει:
― Λυπάται, η καημένη, σα θυμάται τη μητερούλα της. Βλέπεις, παιδί μου; Τίποτα δεν μπορεί να μπει στη θέση της μητερούλας· ούτε μπαμπάς ούτε θεία. Γι’ αυτό και συ πρέπει να ‘σαι φρόνιμος, να μ’ ακούς, να μη με συγχύζεις και να μ’ αγαπάς.
― Σ’ αγαπώ, ψιθύρισα. Πάντα θα σ’ αγαπώ, μαμάκα!…
     Κι από μέσα μου είπα: «Θ’ αγαπώ όμως και τη Μανταλένα».
     
     * * *
     
     Αργότερα έμαθα.
     Δεν ήταν μόνο που δεν είχε μητέρα η Μανταλένα, παρά που είχε και μητρυιά. Η μητρυιά αυτή, κάμποσα χρόνια, της είχε κάμει πολύ κακή ζωή. Δηλαδή κι η Μανταλένα μπορεί να ‘χε κάμει κακή ζωή της μητρυιάς της. Οπωσδήποτε, δεν μπορούσαν πια να ζουν στο ίδιο σπίτι. Γι’ αυτό η Μανταλένα αναγκάστηκε να φύγει από το πατρικό και να ζητήσει άσυλο στο σπίτι της φτωχής της θείας.
     Την αγαπούσε τάχα ο πατέρας της; Της χάριζε ωραία πράμματα; Την έβλεπε συχνά; Τίποτ’ απ’ αυτά δεν μπορούσα τότε να ξέρω. Εγώ ποτέ δεν είδα πατέρα της Μανταλένας. Μα για να εξηγώ την αιώνια μελαγχολία της, μου έφθαναν οι πληροφορίες της μητέρας μου.
     Μια μέρα τη ζύγωσα ξαφνικά και της είπα:
― Ξέρω γιατ’ είσαι λυπημένη! Θυμάσαι τη μαμάκα σου που πέθανε.
     Κι η Μανταλένα ξαφνιάστηκε, θύμωσε και μ’ αποπήρε:
― Να μου κάνεις τη χάρη! μου φώναξε. Δεν είναι δική σου δουλειά!… Πήγαινε να διαβάσεις τη φυλλάδα σου. Ορίστ’ εκεί!…
     Μου ‘ρθαν κλάματα. Τα είδε η γριά δασκάλα μου, μ’ εχάιδεψε και μου είπε στ’ αυτί!
― Μην της μιλάς ποτέ για τη μάνα της. Της τη θυμίζεις και πικραίνεται χειρότερα. Έπειτα έχει κι άλλα βάσανα, το καημένο. Είναι βαριά άρρωστος ο πατέρας της.
     Μ’ όλη μου την καρδιά συχώρεσα αμέσως τον απότομο τρόπο της Μανταλένας, γιατί είδα πως όλο το λάθος ήταν δικό μου. Λυπήθηκα μάλιστα πολύ που, χωρίς να θέλω, την πίκρανα. Κι από την ημέρα εκείνη, αντί να λιγοστέψει, μεγάλωσε η παιδιάτικη λατρεία που της είχα.
     Άξαφνα ένα βράδυ, πολλήν ώρα αφού σκόλασα, ήλθε στο σπίτι μας η είδηση: Πέθανε ο πατέρας της Μανταλένας.
     Δεν ήξερ’ ακόμη από θάνατο κι η είδηση δεν μου ‘καμε και τόσο φοβερή εντύπωση. Δεν φαντάστηκα αμέσως καμμιά μεγάλη συμφορά για τη Μανταλένα. Συλλογίστηκα μόνο, ότι την άλλη μέρα, θα την έβλεπα πολύ λυπημένη, ίσως και κλαμένη. Υποσχέθηκα όμως στον εαυτό μου να μη της πω ούτε λέξη για τον πατέρα της. Θα ‘κανα σα να μην έμαθα τίποτα…
     Και το πρωί, ανύποπτος μπορώ να πω, πήρα τη σάκα μου και πήγα, όπως πάντα, στο σκολειό μου.
     Θε μου! τι με περίμενε!
     Δεν ξέρω τι ώρα ήταν. Θυμούμαι μόνο, πως ο ήλιος δεν είχε κατεβεί ακόμα στο στενό μας δρόμο με τα ψηλά σπίτια. Έτρεξα το μικρό διάστημα, που χώριζε την πόρτα μας από την πόρτα της Μανταλένας, μέσα σε μια στακτερή σκιά, δροσερή, σχεδόν κρύα. Ψήλωσα όσο μπορούσα στις μύτες των ποδιών και κτύπησα μια φορά τον σιδερένιο μπαταδούρο. Κάποιος από πάνου τράβηξε το σχοινί του σαρταρέλου και το σκούρο λαδί πορτόφυλλο άνοιξε. Το ‘σπρωξα τότε, μπήκα μ’ ορμή κι ετοιμάστηκα ν’ ανεβώ. Αλλά η σκάλα, φωτισμένη ζωηρά από ένα μικρό, ανατολικό φεγγίτη, δεν ήταν ελεύθερη. Εκείνη τη στιγμή κατέβαιναν δυο άνθρωποι: Η Μανταλένα μπροστά κι ο θειος της από πίσω.
     Στάθηκα ευθύς με το κεφάλι ψηλά.
― Ποιος είναι; ρώτησε από πάνου η δασκάλα μου.
     Κι η Μανταλένα, κατεβαίνοντας, με τα γαλάζια της μάτια ολάνοιχτα, καρφωμένα απάνου μου, αποκρίθηκε σιγά, μα πολύ σιγά:
― Ο Κωστάκης…
     Η φωνή της ήταν αθόρυβη, όπως το βήμα της. Ήταν σα μιαν αληθινή οπτασία, σαν ένα πλάσμα υπερφυσικό, που κατέβαινε τη σκάλα χωρίς να την αγγίζει… Τα φουστάνι της ήταν τόσο μακρύ, που αλήθεια δεν έβλεπα τα πόδια της. Και το φουστάνι αυτό ήταν κατάμαυρο. Κατάμαυρη κι η ζακέτα με τα στενά μανίκια. Κατάμαυρη κι η μαντίλια, που ήταν ριγμένη απάνω στα ξανθά μαλλιά κι έφθανε με απλές, ίσιες πτυχές, ως πάρα κάτω από τη μέση. Με το ‘να της χέρι, κατάλευκο σαν το κερί, την κρατούσε ενωμένη κάτω απ’ το πηγούνι. Τ’ αυτιά της όμως έβγαιναν έξω κι είδα ευθύς πως σήμερα δεν ήταν στολισμένα με τα μικρά διαμάντια… Η Μανταλένα ήταν βουτηγμένη στα φρικτά μαύρα. Δεν έκλαιγε. Μα το πρόσωπό της, κατακόκκινο, αναμμένο, είχε μια τέτοια έκφραση λύπης, πόνου, συντριβής, που μου φαίνεται πως ποτέ δεν την είδα σ’ άλλο πρόσωπο ανθρώπου. Τα μάτια της προπάντων —αχ, Θε μου, εκείνα τα μάτια της! Πώς γυάλιζαν στεγνά, κατάξερα, πώς φαίνουνταν σα να ‘χαν χύσει όλα τα δάκρυα που μπορούσαν!
     Δυο τρεις στιγμές μπόρεσα ν’ ανθέξω στο κοίταγμά τους. Έπειτα κατέβασα τα δικά μου και ξυστά ξυστά, τοίχο τοίχο, κρατώντας και την αναπνοή μου, προσέχοντας να μην αγγίξω ούτ’ ένα κρόσσι της μαύρης μαντίλιας, ανέβηκα γρήγορα τη σκάλα, —μα πολύ γρήγορα, σα να με κυνηγούσαν,― έτρεξα ίσα στη γωνίτσα μου κι εκάθισα, έπεσα στα σκαμνάκι μου. Τα μικρά μου πόδια έτρεμαν, σα να είχα κάμει δρόμο πολύ. Ήμουν στην κάμαρα ολομόναχος. Κανένα παιδί δεν είχ’ έλθει ακόμα κι η δασκάλα μου ήταν στην κουζίνα, απ’ όπου με είδε τη στιγμή που ανέβαινε και μου φώναξε ένα θλιμμένο «καλόστονε! » Η Μανταλένα με το θείο της βγήκαν στο δρόμο. Άκουσα το βρόντο της πόρτας που ξανάκλεισε πίσω τους και μου ‘λθε να σηκωθώ και να κοιτάξω απ’ το παράθυρο. Ήθελα να ‘βλεπα: έτσι αλαφρά, αερικά, θα περπατούσε και στο δρόμο η μαυροφόρα Μανταλένα, όπως κατέβηκε και τη σκάλα; Μα δεν τόλμησα. Κι έμεινα στη θέση μου μονάχος, λυπημένος, συλλογισμένος. Μπορώ να πω και φοβισμένος. Γιατί η ζωντανή εκείνη εικόνα της Δυστυχίας μου είχε προξενήσει λύπη μαζί και φόβο…
     
     * * *
     
     Πού πήγαινε τάχα τόσο πρωί η μαυροφόρα Μανταλένα; Στο σπίτι βέβαια του πεθαμένου πατέρα της και της κακής μητρυιάς της. Θα ‘καναν σήμερα την κηδεία. Και πότε θα γύριζε; Θα την ξανάβλεπα σήμερα; Ύστερα, το μεσημέρι, τ’ απόγεμα, θα ‘ρχουνταν πάλι, θα ‘βγαζ’ εκείνα τα φρικτά μαύρα, θα φορούσε την κόκκινη, τη γαλάζια ή την άσπρη καμιζόλα της, και θα κάθουνταν εκεί, με το εργόχειρό της, ν’ ακούει κι αυτή το παραμύθι της γριάς;
     Τίποτ’ απ’ αυτά!
     Η μέρα εκείνη πέρασε ολωσδιόλου αλλιώτικα στο σκολάκι μας.
     Τα παιδιά δεν ήλθαν, εκτός από μένα κι από ένα άλλο. Η δασκάλα δεν μας έβαλε καινούργιες συλλαβές· μας άφησε να λέμε και να ξαναλέμε τις περασμένες. Κι ούτε παραμύθι μας είπε, ούτε «φιγούρες» μας έδειξε, ούτε να παίξουμε μας έδωσε την άδεια. Όλη την ημέρα είχε το νου της αλλού. Στον πεθαμένο βέβαια και στη μαυροφόρα Μανταλένα…
     Κι εγώ εκεί τον είχα. Στιγμή δεν μπορούσα να ξεχάσω την πρωινή οπτασία. Ολοένα η λύπη έσφιγγε τη μικρή μου καρδιά δυνατότερα. Πολλές φορές τα μάτια μου βούρκωσαν και τα δάκρυά μου, χοντρά και ζεστά, έσταξαν στη φυλλάδα.
― Γιατί κλαις; με ρωτούσε ο μικρός μου συμμαθητής.
― Έτσι, του απαντούσα —ή και δεν του απαντούσα καθόλου.
     Το μεσημέρι, κρατώντας με κόπο τα κλάματα, διηγήθηκα στη μητέρα μου τη συνάντηση που είχα κάμει στη σκάλα. Και περιγράφοντας τη Μανταλένα, της είπα:
― Φορούσε ολόμαυρα σα γριά.
     Η μητέρα μου, χωρίς να θέλει, χαμογέλασε· έπειτα ευθύς σοβαρεύτηκε και μου αποκρίθηκε:
― Η καημένη! Τώρα απόμεινε δισάρφανη. Και θ’ αργήσει να τα βγάλει αυτά τα μαύρα…
     Τι; αιωνίως έτσι θα ‘βλεπα μπροστά μου τη Μανταλένα, μαυροφόρα σα γριά; Μ’ αυτό δεν θα μπορούσα να το υποφέρω! Θα ‘ταν σα ν’ άλλαζε ο ρυθμός του παντός, σα να μην ξημέρωνε ποτέ…
     Τ’ απόγεμα ξαναπήγα στο σκολειό, αλλά η Μανταλένα δεν είχε γυρίσει. Μόνο ο θειος της ήλθε μια στιγμή και ξανάφυγε.. .
     Όσο βράδιαζε, όσο λιγόστευε το φως της ημέρας, τόσο μεγάλωνε η θλίψη κι ο αόριστος εκείνος φόβος μου. Με τη φαντασία, έβλεπα τη Μανταλένα ακόμα πιο μαύρη, ακόμα πιο δυστυχισμένη, και τα γαλάζια μάτια της μ’ εκοίταζαν μ’ ένα τρόπο, που στιγμές στιγμές μου ‘ρχουνταν να ξεφωνίσω, σα να ‘βλεπα φάντασμα.
     Έφαγα ανόρεκτα, έπεσα στο κρεβατάκι μου, μα στάθηκε αδύνατο να κοιμηθώ. Η βαριά μου καρδιά ζητούσε ένα ξεθύμασμα. Κι άρχισα να σιγοκλαίω. Ποτέ, ως τότε, δεν είχα κάμει τέτοιο θρήνο. Κι εγώ δεν ξέρω πόσες ώρες είχα κλάψει, με το πρόσωπο χωμένο στο προσκεφάλι. Όταν η μητέρα μου μπήκε στην κάμαρα, για να πλαγιάσει κι αυτή, με βρήκε έτσι και τρόμαξε.
― Τι έχεις, παιδί μου;… γιατί κλαις; με ρώτησε. Κι εγώ, δυναμώνοντας το κλάμα, της φώναξα:
― Λυπάμαι τη Μανταλένα!
     Μ’ αγκάλιασε, με σκούπισε, με φίλησε, με χάιδεψε, δεν ήξερε τι να μου κάνει για να με παρηγορήσει. Κι εγώ ξακολουθούσα να κλαίω και να λέω:
― Λυπάμαι τη Μανταλένα!…
     
     * * *
     
     Ούτε την άλλη μέρα φάνηκε στο σπίτι της θειας της η Μανταλένα. Ούτε την άλλη, ούτε την άλλη… Ποτέ πια!
     Φαίνεται, πως η κακή μητρυιά είχε ξαναγυρίσει στη μητέρα της, κι η Μανταλένα μπόρεσε να καθίσει πάλι στο πατρικό της, με τη γιαγιά της και μ’ έναν αδελφό που είχε, μεγαλύτερο.
     Για πολλές ημέρες, έβλεπα να της κουβαλούν από το σπίτι της θειας της τα πράμματά της: Μια ντουλάπα καρυδένια, ένα φορτσεράκι με χρυσά καρφάκια, μια κασετίνα με αχιβάδες, έναν καθρέφτη με βελουδένια κορνίζα, δυο βάζα κόκκινα. Τίποτα δεν έμειν’ εκεί μέσα που να τη θυμίζει, εκτός από μια κορδελίτσα των μαλλιών μαβιά, που κρέμουνταν ξεχασμένη απάνω απ’ το σκοτεινό κομμό της θειας, στην ίδια κάμαρα που καθόμαστε τα παιδιά. Και το σπίτι μου φαίνουνταν σαν άδειο …
     Δεν την ξαναείδα.
     Πέρασαν χρόνια, μεγάλωσα, πήγα στο «αληθινό» σκολειό, άρχισα να ερωτεύουμαι κορίτσια της ηλικίας μου. Μα πάντα θυμούμουν την ομορφιά της μεγάλης εκείνης Μανταλένας· ήταν αδύνατο να ξεχάσω την πρωτογνώριστη λύπη που μου προξένησε η δυστυχία της κι έμεινα με την εντύπωση της μαύρης οπτασίας, που μου παρουσιάστηκε κείνο το πρωί.
     Δεν την ξαναείδα.
     Πέρασαν κι άλλα χρόνια, χρόνια πολλά… Έγιν’ άντρας, ξενιτεύτηκα, δυστύχησα, ευτύχησα, αγάπησα, παντρεύτηκα, χήρεψα, ξαναπανδρεύτηκα, έκαμα ένα σωρό παιδιά, έζησα κι έφτασα στην ηλικία εκείνη που ο άνθρωπος αρχίζει να ζει περισσότερο με αναμνήσεις.
     Κι οι αναμνήσεις αυτές με ξαναγύριζαν συχνά στην πατρίδα μου, στο πατρικό μου σπίτι, στο καντούνι μας, στο σκολάκι της θειας, στα σπίτι της Μανταλένας. Πότε άκουγα με το νου μου την καθαρή και γλυκιά φωνή της, όπως την άκουγα τότε, πριν γνωρίσω την ίδια· πότε έβλεπα το κεφάλι της με τα ξανθά μαλλιά, γυρισμένο, όπως το πρωτοείδα στο παράθυρο· πότε τα γαλάζια της μάτια, όπως με πρωτοκοίταξαν εκείνη την Κυριακή που γύριζα από την Εκκλησιά· και πότε τα ίδια αυτά μάτια, μα τόσο αλλιώτικα, όπως μου φανίστηκαν το πένθιμο εκείνο πρωί. Έτσι, συχνότερα, οι αναμνήσεις μου ‘φερναν μια Μανταλένα μαυροφόρα και θλιμμένη, σαν εικόνα υπέρτατης Δυστυχίας, και μαζί μ’ αυτή, κάτι απ’ τη βαθιά λύπη, κάτι απ’ το θρησκευτικό φόβο που είχε δοκιμάσει τότε η παιδική μου καρδιά.
     Σαν ξαναγύρισα, μετά τριάντα χρόνια ξενιτιάς, στην πατρίδα μου, ρώτησα και για τη Μανταλένα. Ζει;
― Ζει, μου είπαν, η τρισκακομοίρα, μα καλύτερα να μη ζούσε!
     Και μου διηγήθηκαν από τη ζωή της όσα δεν ήξερα.
     Σ’ αυτά τα τριάντα χρόνια, είχε παντρευτεί δυο φορές, είχε κάμει δέκα παιδιά και, καινούργια Νιόβη, τα είχε θάψει όλα ένα ένα. Στο τέλος της πέθανε κι ο δεύτερος άντρας της. Ο αδελφός της, παντρεμένος, έλειπε στα ξένα από καιρό. Θεια, θειος, δεν υπήρχαν πια. Κι η Μανταλένα, ολομόναχη, έρμη, ζούσε σ’ ένα μαύρο, κατάκλειστο σπίτι, με μια ψυχοπαίδα.
     Αιστάνθηκα μι’ ακατανίκητη επιθυμία να την ξαναϊδώ.
     Ξεκίνησα έν’ απόγεμα και πήγα στο σπίτι της.
     Η ψυχοπαίδα, σαστισμένη, μ’ έμπασε σε μια σάλα σκονισμένη, με παλιούς, μαυρισμένους καθρέφτες, που τα παράθυρά της, από την αντίσταση που έκαμαν, κατάλαβα πως είχαν ν’ ανοίξουν καιρό.
     Ο αέρας που έμπαινε απέξω, προσπαθούσε να διώξει κάποια μυρωδιά μούχλας και νεκρουλιάς.
     Και σε λίγο, χωρίς να με προειδοποιήσει ο παραμικρός κρότος, παρουσιάστηκε μπροστά μου μια μαυροφόρα γυναίκα, μια ψηλή γριά.
     Ήταν η Μανταλένα.
     Θα την εγνώριζα, αν δεν ήξερα πως ήμουν στα σπίτι της;
     Μου φαίνεται ναι. Διατηρούσε ίσιο το ανάστημά της και ίδιο τον αέρα της. Φορούσε ολόμαυρα, όπως την τελευταία φορά που την είδα και περπατούσε αλαφρά, αερικά, σα να μην άγγιζαν τα πόδια της στο πάτωμα.
― Με γνωρίζετε; της είπα. Ο Κωστάκης…
― Μπα, μπα; έκαμε.
     Με θυμήθηκε. Και τα μάτια της, που τα κρατούσε μισόκλειστα μ’ αδιαφορία, τ’ άνοιξε ζωηρά και τα κάρφωσε απάνου μου. Ανατρίχιασα.
     Ήταν τα ίδια, απαράλλακτα, όπως με είχαν κοιτάξει την τελευταία φορά, σ’ εκείνη τη σκάλα.
     Το ισχνό, το καταζαρωμένο πρόσωπο φωτίσθηκε πάλι από το γαλάζιο εκείνο φως, τα κάτασπρα μαλλιά ξαναπήραν το χρυσό τους χρώμα που κυάνιζε, και για μια στιγμή παρουσιάσθηκε μπροστά μου η ίδια Μανταλένα της τελευταίας οπτασίας, η ίδια ζωντανή εικόνα της υπερτάτης Δυστυχίας, το ίδιο φάντασμα του Πόνου και του Πένθους.
     Τα σαράντα χρόνια που χώριζαν τις δυο στιγμές, ξαφανίσθηκαν από τη μέση και ξανάγινα το παιδάκι, που ανέβηκε φοβισμένο τη σκάλα του σκολειού του, εκείνο το πρωί, προσέχοντας μην αγγίξει τα κρόσσια της μαύρης μαντίλιας. Ο ίδιος αόριστος φόβος μ’ εκυρίεψε κι εκοίταξα γύρω μου, σα να ‘θελα να φύγω…
     
     Αθήναι, Ιούλιος 1917