Δε ζυγιάζω, δε μετρώ, δε βολεύομαι! Ακολουθώ το βαθύ μου χτυποκάρδι...

Νίκος Καζαντζάκης, Ασκητική


Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΒΙΝΤΕΟ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΒΙΝΤΕΟ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Παρασκευή 9 Φεβρουαρίου 2024

ΚΑΚΟΑΝΑΤΕΘΡΑΜΜΕΝΑ-ΓΡΑΦΟΝΤΑΣ ΣΥΝΘΗΜΑΤΑ- Δημήτρης Ψαθάς-ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙ...

ΕΝΑ ΣΤΑΜΝΙ ΣΤΟ ΠΑΡΑΘΥΡΟ-ΑΛΚΗ ΖΕΗ-Διήγημα-ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ- Λόγος με t...

ΤΟ ΚΑΦΕΝΕΔΑΚΙ ΠΟΥ ΠΕΘΑΙΝΕΙ-Κώστας Παρορίτης-Διήγημα-ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ-...

Ανίκητη ελπίδα-Χρίστος Χριστοβασίλης-Γιορτινό Διήγημα-ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙ...

ΤΟ ΜΥΣΤΙΚΟ ΤΩΝ ΛΟΡΕΔΑΝΩΝ-Στέφανος Δάφνης-Διήγημα-ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ-Λόγ...

ΤΟ ΣΕΝΤΟΥΚΙ ΤΗΣ ΦΙΛΑΡΓΥΡΗΣ-Γιάννης Βλαχογιάννης-Διήγημα-ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΛΟΓΟΤΕΧ...

Σάββατο 2 Δεκεμβρίου 2023

Το καντηλάκι μέσ'στο"Φτωχικό"-Ναπολέων Λαπαθιώτης-ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ-Λό...

Το διήγημα Το καντηλάκι μέσ'στο "Φτωχικό" είναι το πέμπτο στη συλλογή ΝΕΟΙ ΔΙΗΓΗΜΑΤΟΓΡΑΦΟΙ, ΔΙΑΛΕΧΤΕΣ ΙΣΤΟΡΙΕΣ. Εκδόθηκε από τον οίκο Μ. Σαλίβερου με πιθανή ημερομηνία έκδοσης το 1926. Ο Ναπολέων Λαπαθιώτης ( 31 Οκτωβρίου 1888-7 Ιανουαρίου 1944)είναι ένας απ' τους σημαντικότερους Έλληνες ποιητές και πεζογράφους. Θεωρείται ένας απ' τους κορυφαίους ποιητες της νεοσυμβολιστικής και νεορομαντικής σχολής.
… Ένα βραδάκι πνιγηρό του Νοεμβρίου (κατά τις πέντε, λίγο πριν νυχτώσει, ήταν πεσμένη μια ψιλή ψιλή βροχούλα, μα ύστερα δε βάσταξε πολύ), μες στην ταβέρνα του μπαρμπα-Θανάση, είχαν ανταμώσει τρεις νομάτοι: ο Βάθρακας, δεινός μανιταρτζής[1], ο επικαλούμενος και Σταύρακας, ο Νίκος ο Ζαμπόχος –η Αλάνα– κι η αλεπού, ο Γιάννης τ’ Αξιωτάκι. Καθόσανε στο ίδιο το τραπέζι, και κρυφομιλούσαν επί ώρες, με ζωηρές και χαμηλές φωνές, μ’ εκφραστικά παιχνίδια του προσώπου, με μισοκλεισίματα ματιών, με μυστηριώδεις, ξαναμμένες και κάπως νευρικές χειρονομίες.

Σάββατο 8 Ιουλίου 2023

Το καλοκαίρι στην ποίηση - Λόγος με tempo-Βάνα Σμπαρούνη


"Καρπίζουν μέσα μου παλιά καλοκαίρια ανάβουνε βλέμματα αλλοτινά θροΐζουν αγγίγματα Τίποτα, τίποτα δε χάθηκε στ’ αλήθεια όλα είναι εδώ, όλα είναι εδώ..."

"Το κλουβί κι η καρδερίνα..."μια ιστορία της Γεωργίας Σταυριανέα - Λόγος...


"Πρώτη του Μάη… Ήταν ένα υπέροχο πρωινό από αυτά που η φύση βάζει τα γιορτινά της και γεμίζει μυρωδιές και χρώματα. ‘Ολα τα πουλιά του Μάη τραγουδούσαν τον ερχομό της Άνοιξης ευλογώντας τη μάνα γη για την προσφορά της. Η Ασημίνα με τον Πίπη τον τετράποδο σκανταλιάρη φίλο της και την Μάγια την κολλητή της, ξεκίνησαν πρωί πρωί με δυό μεγάλα κοφίνια να πάνε στον κάμπο να μαζέψουν λουλούδια, να φτιάξουν μαγιάτικα στεφάνια, να τα πουλήσουν στη γειτονιά, για να μαζέψουν χρήματα για το άρρωστο παιδάκι της κυρίας Μαρίας που όλη η γειτονιά φρόντιζε, γιατί ήταν πολύ φτωχή η κυρία Μαρία με το ζόρι τα έβγαζε πέρα… «Μάη μου με τα λουλούδια άκου όμορφα τραγούδια τα πουλάκια που σκαρώνουν, σε τιμούν σε καμαρώνουν…» τραγούδησε η Μάγια κι έδωσε πάσα στην Ασημίνα Ξεκινώντας το γνωστό παιχνίδι τους με τους στίχους, «Στείλε Μάη μου λουλούδια να σου γράφουμε τραγούδια για αγάπες να μιλάνε για ποτάμια που κυλάνε…» ανταποκρίθηκε η Ασημίνα που έστηνε στη στιγμή στιχάκια...."

Δον Κιχώτης-Η μάχη με τους ανεμόμυλους-Μ.Θερβάντες-Λόγος με tempo-Βάνα Σ...


Δον Κιχώτης-Η μάχη με τους ανεμόμυλους-Μ.Θερβάντες-Λόγος με tempo-Βάνα Σμπαρούνη
“Ο Δον Κιχώτης πέρασε δεκαπέντε μέρες στη βολή του σπιτιού του, και ασχολιόταν με τις υποθέσεις του, χωρίς τίποτα να δείχνει ότι ήθελε να ξαναρχίσει τις τρέλες του. Όλο αυτό το διάστημα κουβέντιασε πολύ με το γεωργό, το χωριανό του, έναν καλοκάγαθο άνθρωπο, αλλά χωρίς πολύ μυαλό στο κεφάλι του. Από τα πολλά που του είπε, τις τόσες υποσχέσεις που του έκανε, στο τέλος έπεισε το δύστυχο χωρικό να μπει στη δούλεψή του ως ιπποκόμος..."
Δείτε το πρόσφατο βίντεο απ' το κανάλι:  


Παρασκευή 7 Ιουλίου 2023

"Το κορίτσι με το φεγγάρι στο χέρι" διήγημα του Μενέλαου Λουντέμη - Λόγο...




"Το θυμότανε. Πάντα. Δυνατά. Τις μέρες και τις νύχτες. Σαν «όνειρο», σα μοσκοβολιά, κι έλεγε… -το ‘λεγε όλες τις στιγμές, και το παράγγελνε με πάθος στον εαυτό του– αν γλύτωνε, αν ξανανέβαινε στο φως, να ψάξει, να κοσκινίσει όλον τον κόσμο, ώσπου να την βρει –όποια κι αν ήταν, όπως κι αν την έλεγαν…– και να σκύψει να της φιλήσει τα χέρια, να την γεμίσει με δακρυσμένα «ευχαριστώ».  Εκεί μέσα που τον έθαψαν, που τον είχαν σα λείψανο ριγμένο, λαχτάρισε και δίψασε. Δίψασε για ένα σημαδάκι χλόη, για μια σταλίτσα του απάνω κόσμου. Ένα γέλιο μικρού παιδιού ή ένα τζιτζίκι… Κάτι που να μη θυμίζει αυτόν τον μουχλιασμένο και πνιγερό τάφο. Εκεί κάτου τα ‘χε ξεχάσει όλα. Το χρώμα του κόσμου, τη μέρα. Τι χρώμα είχε, αλήθεια, η μέρα; Ήταν γαλάζια; ή άσπρη;… Γιατί εδώ τα μάτια του ήταν άχρηστα, περιττά. Εδώ ζούσε μόνο με τ’ αφτιά και τα δάχτυλα..."



Παρασκευή 14 Απριλίου 2023

"Χριστός Ανέστη" Παύλος Νιρβάνας-Πασχαλινό διήγημα-Λόγος με tempo- Βάνα ...


Κάποτε – εδώ και πολλά χρόνια – που μου ΄τυχε να κάνω Ανάσταση σε κάποιο ορεινό χωριό της Ρούμελης, ένας γέρος χωριάτης, υψώνοντας τη λαμπριάτικη λαμπάδα του σαν χαιρετισμό προς τ’ αναστάσιμα άστρα, μου είπε σαν να μιλούσε με τον εαυτό του:
Ημέρεψαν απόψε, παιδί μου, τα Ουράνια.
Στα δυο αυτά λόγια ο αθώος χωριάτης είχε κλείσει επιγραμματικά το βαθύτερο νόημα του χριστιανικού θαύματος˙ «ημέρεψαν τα Ουράνια». Ο ουρανός, χωρίς το μεγάλο χριστιανικό θαύμα, θα εξακολουθούσε να είναι για την περίφοβη ψυχή του απλοϊκού ανθρώπου, για κάθε ανθρώπινη ψυχή, το κατοικητήριο ενός Θεού τρομερού, δικαιοκριτή χωρίς επιείκεια και τιμωρού χωρίς έλεος. Τέτοιοι στάθηκαν οι θεοί όλων των θρησκειών. Κυβερνούσαν τα πλάσματά τους με τον τρόμο. Τύραννοι παντοδύναμοι, μακρυσμένοι απ’ το λαό τους, δεν είχαν γνωρίσει ποτέ τις αδυναμίες του, δεν είχαν πονέσει ποτέ τον πόνο του, δεν είχαν βασανιστεί ποτέ απ’ τα βάσανά του, δεν είχαν κλάψει ποτέ τα δάκρυά του. Ανίκανοι να συμπονέσουν, να λυπηθούν και να συγχωρέσουν. Πώς να μην είναι «άγρια», όπως τα ‘βλεπε το μάτι του φοβισμένου ανθρώπου, τα Ουράνια, τα κατοικημένα από τέτοιους θεούς;
Και μέσα στην ανοιξιάτικη εκείνη νύχτα, που η λαμπάδα του γέρου χωριάτη είχε υψωθεί σαν χαιρετισμός προς τα λαμπρά, αναστάσιμα άστρα, τα Ουράνια είχαν ημερέψει. Δεν κατοικούσε πια εκεί απάνω, υψωμένος στον τρομερό του θρόνο, ένας θεός ξένος για τους ανθρώπους. Κατοικούσε ένας γλυκύτατος θεός, που είχε πονέσει όλους τους πόνους των ανθρώπων, που είχε γνωρίσει όλες τις αδικίες της γης, που είχε τραβήξει όλες τις καταφρόνιες, που είχε πληρώσει όλες τις αχαριστίες. Τον έβρισαν, τον αναγέλασαν, τον έφτυσαν, τον έσυραν δεμένο στους δρόμους σαν τον τελευταίο κακούργο, τον σταύρωσαν. Πείνασε, δίψασε, κουράστηκε, αντίκρισε τη φρίκη του θανάτου. Για μια στιγμή είδε τον εαυτό του λησμονημένο κι απ’ τον ίδιο τον Θεό, που ήταν πατέρας του. «Θεέ μου, Θεέ μου γιατί με εγκατέλειψες;» Δε στάθηκε πόνος που να μην τον γνώρισε, καρδιοσωμός που να μην τον ένιωσε, δυστυχία που να μη γεύτηκε το φαρμάκι της. Ήπιε όλα τα φαρμάκια που μπορεί να πιει άνθρωπος σ’ αυτόν τον κόσμο. Και τη νύχτα εκείνη, ο πονεμένος και βασανισμένος αυτός άνθρωπος είχε ανεβεί στους Ουρανούς και είχε καθίσει παντοδύναμος στον θρόνο του θεού, να κυβερνήσει τον κόσμο. Πώς να μην «ημερέψουν τα Ουράνια»; Μια απέραντη καλοσύνη είχε πλημμυρίσει το στερέωμα.
Γιατί να τρέμει πια ο αμαρτωλός; θα συλλογιζότανε ο γέρος. Εκείνος που συγχώρεσε την πόρνη, τον ληστή, κι εκείνους ακόμα που τον σταύρωσαν, είναι τώρα εκεί απάνω, για να ιδεί τα δάκρυα της μετάνοιάς του και να τον συγχωρέσει. Γιατί ν’ απελπίζεται ο άρρωστος; Εκείνος που γιάτρεψε τον τυφλό και τον παράλυτο είναι τώρα εκεί απάνω για να τον γιατρέψει. Γιατί να βαρυγκωμάει ο φτωχός και ο αδικημένος; Εκείνος που πείνασε και δίψασε είναι τώρα εκεί απάνω και καταλαβαίνει τη δυστυχία του. Γιατί να λαχταράει η μάνα για το παιδί της; Εκεί απάνω στους Ουρανούς είναι μια Μανούλα που δοκίμασε τον πόνο της, για να παρακαλέσει το παιδί της, που κυβερνάει τον κόσμο, να τον ελεήσει. Και γιατί να τρέμει ο ασπρομάλλης ο γέρος την ώρα του θανάτου; Είναι και γι’ αυτόν, είναι για κάθε ψυχή, μια ανάσταση.
Τα Ουράνια είχαν ημερέψει, αλήθεια, εκείνη την ανοιξιάτικη νύχτα. Και η λαμπάδα του γέρου είχε υψωθεί σαν χαιρετισμός και σαν ευχαριστία προς τα αναστάσιμα άστρα.
Χριστός Ανέστη, παππού!
Ο Θεός, ο Κύριος, παιδί μου!




Τετάρτη 5 Απριλίου 2023

"Το πρώτο μου Πάσχα"Γρ.Ξενόπουλος-Πασχαλιάτικο διήγημα- Λόγος με tempo-Β...

"Αυτές τις μέρες ξαναγυρίζω πάντα στα παιδικά μου χρόνια. Και θυμάμαι τις θαυμάσιες εκείνες γιορτές που χαιρόμουν στην πατρίδα μου όταν ήμουν μικρό αμέριμνο παιδί κι είχα τους καλούς μου γονείς να με φροντίζουν και να μ’ οδηγούν σε όλα. Φυσικά και στην εκκλησία ή στα «θρησκευτικά μου καθήκοντα»… "Το πρώτο μου Πάσχα"Ένα πασχαλιάτικο διήγημα του Γ.ρηγ.Ξενόπουλου

Δευτέρα 3 Απριλίου 2023

"Έρχεται πάντα μια στιγμή..."απ'το "Ραντεβού μ'ένα γράμμα" της Βάνας Σμπ...




"Λίγο πιο πριν ήταν νωρίς,  λίγο μετά θα `ναι αργά,  όλα στον χρόνο τους παλεύουν και στον χρόνο τους νικάν”. Αγαπημένη μου Χριστίνα μ’ αυ­τούς τους γεμάτο αλήθεια στίχους της Με­λίνας Τανάργη από το τραγούδι της Βαλσάκι να ηχούν γλυκά στ’αυτιά μου έφτασα στον τόπο του ραντεβού μου με τον Πάνο. Ξέρεις σε ποιόν; Στον παραδοσιακό καφενέ του Κυρ Μιχάλη με τις μεγάλες ασπρόμαυρες φωτο­γραφίες στους τοίχους που απαθανάτιζαν γωνιές του νησιού από εκείνα τα χρόνια τα παλιά..."

Κυριακή 22 Ιανουαρίου 2023

«Μια γυναίκα από άνεμο» ένα ποίημα του Γιάννη Ρίτσου

 

«Μια γυναίκα από άνεμο»

Γιάννης Ρίτσος











«Ένας άνεμος σιγανός φυσούσε μέσα της

κι έπαιζε μ’ ένα μόνο φύλλο-το χαμόγελό της.

Όλοι αγαπήσαν το χαμόγελό της.

Εκείνη δεν αγάπησε κανέναν.

Έμεινε μόνη με τον άφαντο άνεμό της

χάνοντας και το μόνο εκείνο φύλλο. Το «άπειρο», είπε,

είναι ο τέταρτος τοίχος της μοναξιάς μας, όχι η στέγη.»

Έμεινε ανύπαντρη, γέρασε, δεν έγινε ούτε άγαλμα.

Σχολαστική στην καθαριότητα, απ’ τα χαράματα,

χειμώνα καλοκαίρι, σκούπιζε ως πέρα το πεζοδρόμιο.

Μια μέρα μάλιστα φωτογραφήθηκε έτσι με τη σκούπα της

στο δρόμο εκεί, μπρος σε μια ξένη πόρτα. Κι αυτή η φωτογραφία της

απόμεινε όλο όλο από κείνον τον άνεμο και το χαμόγελό της.»












Δευτέρα 9 Ιανουαρίου 2023

"Θλιμμένη ιστορία" απ' το βιβλίο μου "Ραντεβού μ΄ένα γράμμα-μικρές ιστορ...

"Θλιμμένη ιστορία" απ' το βιβλίο μου "Ραντεβού μ΄ένα γράμμα-μικρές ιστορίες" "Αγαπημένη μου φίλη, η ζωή έχει πάντα μια θλιμμένη ι­στορία, μπορεί και πιο πολ­λές, όμως αυτή η μία είναι που σε σημαδεύει, όπως εμένα αυτή του Χρήστου. Τον θυμάσαι καθόλου; Σου είχα μιλήσει γι' αυτόν όταν είχαμε βρεθεί μετά τον πόλεμο. Με τον Χρήστο ήμασταν δυο πολύ καλά φι­λαράκια. Μέναμε και οι δύο στην ίδια γειτο­νιά, στο Παγκράτι, εκείνος σε μια μονο­κατοικία πάνω στην πλατεία Βαρνάβα κι εγώ ένα στενό πιο κάτω..."