Δε ζυγιάζω, δε μετρώ, δε βολεύομαι! Ακολουθώ το βαθύ μου χτυποκάρδι...

Νίκος Καζαντζάκης, Ασκητική


Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Ευθυμογραφήματα. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Ευθυμογραφήματα. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Τετάρτη 6 Μαΐου 2020

Νίκος Τσιφόρος, Γαλέο σκορδαλιά

































“Στο σπίτι δεν κάνουμε ποτέ σκορδαλιά. Όχι, πως δεν μ'αρέσει.τρελλαίνομαι. Αλλά η Πίτσα. “Εγώ, σκορδαλιά δεν τρώω. Δεν μπορώ να πηγαίνω κάπου και να μυρίζω σκόρδα”. “Εμ' αφού τρως σκορδαλιά τι θές να μυρίζεις, ρε γυναίκα; Ξυνόγαλο;”
Μια καλή μέρα για ...άλλη γεύση...!













από το blog:http://lolanaenaallo.blogspot.com/

Κυριακή 27 Οκτωβρίου 2013

Αλέκος Σακελλάριος, μια ιστορία από την κατοχή...!

Μια ιστορία από την κατοχή από το Βιβλίο του Αλέκου Σακελλάριου "Λες και ήταν χθες" ...!




Είμαστε μια μικρή παρέα τότε, ο Χρήστος Γιαννακόπουλος, ο Κώστας Βουτσινάς κι εγώ, που τα σκοτεινά βράδια της κατοχής τρυπώναμε σε μια ταβερνίτσα της οδού Γ΄ Σεπτεμβρίου -κοντά στην οδό Ηπείρου- που η μαυραγορίτικη δραστηριότης του καταστηματάρχη της επεφύλασσε εκπλήξεις στην πειναλέα πελατεία της.
Πότε υπήρχε λίγη φέτα νωπή και άνοστη σαν χορτάρι, πότε υπήρχε λαδάκι του Θεού, που έμπαινε “έξτρα” στα νερόβραστα όσπρια, πότε υπήρχε καμιά γερμανική κονσέρβα και πού και πού υπήρχε και ψωμί “ζυμωτό”, που το κατεβάζαμε αμάσητο και το νιώθαμε ύστερα στο στομάχι μας σαν μια γροθιά τσιμεντένια.
Μέσα σ’ αυτήν τη μαυραγορίτικη ταβέρνα περιφερότανε μελαγχολικός πάντα ένας ξερακιανός σκύλος, που μπορούσε κανείς να μετρήσει τα πλευρά του. Βέβαια, μεζέδες για σκύλους δεν περίσσευαν εκείνη την εποχή, που οι άνθρωποι ψάχνανε, πριν από τις γάτες, τους σκουπιδοτενεκέδες, για να βρούνε κάτι φαγώσιμο. Αλλά κι ο καημένος ο Φλοξ -Φλοξ τον λέγανε τον πειναλέο σκύλο της ταβέρνας- που είχε απαρνηθεί αναγκαστικά την κρεατοφαγία, κατέβαζε αδιαμαρτυρήτως ό,τι είχε την ευχαρίστηση να του προσφέρει η εξίσου πειναλέα πελατεία της κατοχικής ταβέρνας, που πεινασμένη καθότανε, πεινασμένη σηκωνότανε. Τέτοια ήταν η πείνα του έρημου του Φλοξ, που ακόμα και τη νερόβραστη λαχανίδα καταβρόχθιζε.
Εκείνο το μεσημέρι, λοιπόν, τα Χριστούγεννα, ο Κώστας ο Βουτσινάς έτυχε να συναντηθεί με το μαυραγορίτη ταβερνιάρη.
-Το βράδυ, κυρ-Κώστα, πάρ’ τον κυρ-Χρήστο και τον κυρ-Αλέκο κι ελάτε στο μαγαζί να κάνουμε μαζί Χριστούγεννα.
-Τι Χριστούγεννα να κάνουμε, μωρ’ αδελφέ μου; Χριστούγεννα με λαχανίδα;
Ο μαυραγορίτης γέλασε πονηρά.
-Άμα σας λέω ελάτε, ελάτε.
Κάτι πονηρεύτηκε ο Κώστας.
-Γιατί, δηλαδή, θα ‘χεις τίποτα της προκοπής;
-Έσκυψε στ’ αυτί του Κώστα ο μαυραγορίτης και του ψιθύρισε συνωμοτικά το μεγάλο μυστικό:
-Θα ‘χουμε κρέας!
-Κρέας;
-Κρέας, μάλιστα!
Χτυπήσανε τα τέλια αμέσως, ειδοποιηθήκαμε ο Χρήστος κι εγώ και νωρίς – νωρίς, πριν ακόμα σουρουπώσει τελείως, μην τυχόν προλάβουν τίποτ’ άλλοι και μας το φάνε το κρέας, θρονιαστήκαμε στην ταβέρνα, που λόγω της ημέρας ήταν στολισμένη με κλαδιά από έλατα και διάφορα χάρτινα μπιχλιμπίδια.
-Φέρε λοιπόν.
-Τι να φέρω;
-Κρέας να φέρεις.
-Να σας φέρω πρώτα κάτι ορεκτικό; Κάτι για να σας ανοίξει την όρεξη;
-Βρε, δε θέλουμε να ανοίξει η όρεξη. Ανοιχτή είναι, πανάθεμά τη. Να κλείσει θέλουμε. Έχεις τίποτα, να μας την κλείσεις;
-Να σας φέρω, δηλαδή, αμέσως το κρέας;
-Αμέσως.
-Να φέρω και σαλάτα;
-Να φέρεις.
-Έχω και φέτα.
-Να φέρεις και φέτα.

-Και ψωμί;
-Και ψωμί.

Βέβαια, με τέτοια παραγγελία, ήτανε σίγουρο ότι θ’ αφήναμε στο μαυραγορίτη ταβερνιάρη όλη την κινητή 
μας περιουσία, γιατί κανείς από τους τρεις μας δεν είχε ακίνητη. Μόνο κινητή περιουσία είχαμε και, 
μάλιστα, ευκολομετακίνητη, μια και δεν προλάβαινε ούτε να ζεσταθεί στις τσέπες μας. Τι σημασία είχε, 
πόσα κατοχικά βρωμοεκατομμύρια θα πληρώναμε; Το βέβαιο ήταν, ότι θα κάναμε Χριστούγεννα.
Ήρθε, λοιπόν, καμιά φορά το κρέας, λίγο μαυρισμένο, λίγο περίεργο, λίγο αχαμνό, αλλά τέτοιες ώρες, τέτοια λόγια. Πέσαμε και οι τρεις με τα μούτρα. Από την πρώτη, όμως, μπουκιά απογοητευτήκαμε. Κοιταχτήκαμε ερωτηματικά. Ύστερα, ο Χρήστος είπε:
-Ξινό δεν είναι;
-Ναι, μωρ’ αδερφέ μου. Ξινό και σκληρό.
-Αρνάκι, λέει.
Ο Κώστας γύρισε το κεφάλι του κι έψαξε όλο το μαγαζί. Ύστερα έσκυψε και κοίταξε και κάτω απ’ τα τραπέζια. Ο Χρήστος τον ρώτησε:
-Τι ψάχνεις;
-Ο Φλοξ πού είναι;
Αλήθεια, ο Φλοξ πού ήταν; Πώς και δε φάνηκε ακόμα αυτός, που με το πρώτο κουδούνισμα μαχαιροπήρουνου, έτρεχε σαν νεοσύλλεκτος σε προσκλητήριο;
Ρωτήσαμε τον ταβερνιάρη.
-Τι να σας πω; Κι εγώ δεν ξέρω. Από χτες το βράδυ τον έχασα.
Οι πρώτες μας ανησυχητικές υποψίες άρχισαν να παίρνουν σάρκα και οστά. Τη σάρκα και τα οστά του κατακαημένου του Φλοξ, που φαίνεται ότι τον τρώγαμε αντί χριστουγεννιάτικης γαλοπούλας. Κανείς δεν είπε τίποτα, όμως, μη τυχόν χαλάσει το κέφι των αλλωνών. Και μόνο ο Βουτσινάς μουρμούρισε: 
-Σήμερα έτυχε να λείπεις, ρε Φλοξ, που υπάρχουν και κόκαλα;

Ύστερα από λίγα χρόνια -μετά απ’ την απελευθέρωση- ο Χρήστος κι εγώ μεταφέραμε αυτήν τη σκηνή με το Φλοξ στην κωμωδία μας “Οι Γερμανοί ξανάρχονται”.

Πηγή: Λογομνήμων

Κυριακή 13 Οκτωβρίου 2013

Δημήτρη Ψαθά: "ΤΑ ΚΑΚΟΑΝΑΤΕΘΡΑΜΜΕΝΑ"..!

Όσο ψάχνει κανείς, είναι σίγουρο ότι όλο και κάτι θα ξετρυπώσει…Να, λοιπόν, τι ξετρύπωσα τις προάλλες. Είναι ένα  κείμενο του Δημήτρη Ψαθά από το περιοδικό Νέα Γενιά. Το περιοδικό αυτό ήταν όργανο της ΕΠΟΝ και έβγαινε παράνομο επί γερμανικής εποχής. Με την Νέα Γενιά, συνεργάστηκαν πολλοί γνωστοί επιστήμονες, καθηγητές, λογοτέχνες, όπως ο Γιάννης Ρίτσος, ο Κώστας Βάρναλης, ο Μενέλαος Λουντέμης, η Έλλη Αλεξίου, ο Ασημάκης Γιαλαμάς, η Γαλάτεια Καζαντζάκη, ο Νικηφόρος Βρεττάκος, ο Νίκος Καββαδίας, Νότης Περγιάλης και φυσικά ο Δημήτρης Ψαθάς.
Καλό διάβασμα…!

ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΨΑΘΑΣ

«ΚΑΚΟΑΝΑΤΕΘΡΑΜΜΕΝΑ»

Ο κύριος που όρμησε στο τραμ ήταν απ’ τους πιο επιβλητικούς κυρίους που είχα δει ποτέ. Φορτωμένος ως τα μπούνια με δώρα και ψώνια πρωτοχρονιάτικα δεν είχε χάσει τίποτ’ απ’ την ευλυγισία και τη μαχητικότητά του. Στ’ ορμητικό πέρασμά του απ’ το διάδρομο του τραμ ανέτρεψε μια χοντρή κυρία, δυο λιγνούς κυρίους, εποδοπάτησε ένα κοριτσάκι και πρόφτασε να στρογγυλοκάτσει θριαμβευτικά στη θέση. Ενώ από πίσω οι άλλοι επιβάτες έκαναν το σταυρό τους, κοιτώντας τον με κατάπληξη, εκείνος ταχτοποιούσε τον εαυτό του για να νιώσει όσο μπορούσε αναπαυτικότερα. Έβαλε τα πακέτα στα γόνατά του, άπλωσε τα πόδια του στο ξύλο του μπροστινού καθίσματος, διόρθωσε τη γραβάτα και το καπέλο του. Συγχρόνως στραβοκοιτούσε τους άλλους επιβάτες και μουρμούριζε ζητώντας τα ρέστα:
- Τα γαϊδούρια!
Κι ύστερα:
- Τα γουρούνια!
Κι ύστερα:
- Αλλά Έλληνες δε είμαστε; Βούρδουλα θέλουμε. Ε, βρε, πού είσαστε Γερμανοί! Ναι, τους Γερμανούς θέλουμε για να μπούμε σε τάξη!
Κι ενώ τα ’λεγε αυτά, εκφράζοντας ποιος ξέρει ποιες βαθιές νοσταλγίες της ψυχής του – κρατούσε τα πλούσια πακέτα του αγκαλιά σαν να έτρεμε μη τυχόν και του τα έπαιρνε κανένας. Η πλαϊνή θέση του έμενε κενή, γιατί κάποιος χριστιανός – από εκείνους που ο ορμητικός κύριος ονόμασε με ολόκληρη την ονοματολογία της ζωολογίας – εφώναξε μια γυναικούλα του λαού που κρατούσε ένα αγοράκι, να κάτσει εκείνη. Στρώθηκε η γυναικούλα, ευχαρίστησε κι έβαλε το παιδί στα γόνατά της.
- Σας ενοχλώ, κύριε;
- Και βέβαια μ’ ενοχλείτε.
- Με το μπαρδόν.
Τα μάτια του αξιοσέβαστου κυρίου είχαν πέσει σαν αστραπές επάνω στο παιδί που καθώς κοιτούσε τα πακέτα με τα παιχνιδάκια – ρόδες, κούκλες, καραμούζες, αυτοκινητάκια – ετρόμαζε μήπως τυχόν και ο μικρός του αρπάξει κανένα. Έσκυψε, λοιπόν, επάνω στα πολύχρωμα πακέτα του, εσούφρωσε τα φρύδια, εγούρλωσε τα μάτια και αγκάλιασε σφιχτότερα τα πολύτιμα υπάρχοντά του. Εκεί έγινε μια απ’ τις πιο νόστιμες σκηνές που είδα ποτέ στο τραμ. Βλέποντας ο μικρός το άγριο ύφος του αξιοσέβαστου κυρίου έβαλε τις φωνές:
- Φοβάμαι, μαμά, φοβάμαι!
- Τι φοβάσαι, παιδί μου;
- Τον κύλιο. Τλώει παιδιά;
Ξέσπασαν στα γέλια όλοι οι επιβάτες και η μητέρα του παιδιού, προσπαθώντας να καθησυχάσει το μικρό, έκανε με την αφέλειά της πιο κωμική τη θέση του αξιοσέβαστου κυρίου:
- Όχι, παιδάκι μου! Ο κύριος δεν τρώει παιδιά. Είναι ένας καλός κύριος. Ο κύριος δεν είναι Γερμανός. Μόνο οι Γερμανοί τρώνε παιδιά.
- Είναι Γελμανός! Γελμανός!
- Όχι, πουλάκι μου, Κοίταξέ τον. Είναι ένας πολύ καλός κύριος που τ’ αγαπάει τα παιδιά. Δεν είναι Γερμανός.
Ο μικρός όμως άρχισε να τσιρίζει «είναι Γελμανός, Γελμανός» κι η θέση του κυρίου έγινε κωμικοτραγική. Η διάθεσή του ήταν, βέβαια, να πνίξει το διαολάκο που η κακή του τύχη έφερε κοντά του, αλλά κάνοντας την ανάγκη φιλοτιμία, σφίχτηκε και χαμογέλασε, έβγαλε ένα πορτοκάλι από την τσέπη του παλτού του και τ’ άπλωσε στο μικρό:
- Έλα, πάρε, κατεργάρη.
- Δεν τλως παιδιά;
- Όχι, χαζέ. Ανόητε!
Έπρεπε να δείτε τη φάτσα του ανθρώπου εκείνου που προσπαθούσε με το βιασμένο χαμόγελο να καμουφλάρει το βράσιμο της ψυχής του. Όμως ξεθάρρεψε ο μικρός, πήρε το πορτοκάλι και άφησε τη χαρά του να ξεσπάσει, χοροπηδώντας στα γόνατα της μάνας του μ’ ένα αναπάντεχο τραγούδι:
- Λαοκατία και όχι βασιλιά!
Ε, φίλοι μου! Αυτό ήταν η σταγόνα που χρειαζόταν να ξεχειλίσει το ποτήρι. Ο αξιοσέβαστος κύριος φαίνεται πως ήταν από τους πιο αδιάλλαχτα φανατικούς. Άνοιξαν τα μάτια του, άνοιξε το στόμα του, κοκκίνισε η φάτσα του, πετάχτηκαν οι ματάρες του με φλογισμένα βλέμματα όξω από τις κόγχες:
- Α, το άτιμο! Είναι και κουκουέδικο! Φέρε μου το πορτοκάλι! Δώσ’ μου πίσω το πορτοκάλι, παλιόπαιδο! Κακοανατεθραμμένο! Γρήγορα μη σου τα τσακίσω τα χέρια!
Τρομαγμένο το παιδί πέταξε το πορτοκάλι, χώθηκε στην αγκαλιά της μάνας του κατακίτρινο, τσιρίζοντας:
- Είναι Γελμανός! Γελμανός!
Νέο κύμα γέλιου ξέσπασε μέσα στο τραμ. Όπου ο αξιοσέβαστος κύριος δεν μπόρεσε πια ν’ ανθέξει, μάζεψε τα πακέτα του, έβρισε πάλι «γαϊδούρια, γουρούνια», «κουκουέδες», ανέφερε μερικούς στο πέρασμά του και κατέβηκε στην πρώτη στάση πολλά μουρμουρίζοντας κατά φρένα και θυμόν. Εκεί στον εξώστη ήταν κι ένας αλητάκος που τον προέπεμψε με τη φωνή:
- Χρόνια πολλά στο Χίτλερ, μπάρμπα!
Κι ο αξιοσέβαστος άνθρωπος απομακρύνθηκε γρυλίζοντας με τα πακέτα του, με την ψυχή του, με τον εθνικισμό του και βράζοντας ολόκληρος εναντίον των «κακοανατεθραμμένων» παιδιών, σίγουρος ότι ο ίδιος είχε την καλύτερη ανατροφή του κόσμου.

Πέμπτη 10 Οκτωβρίου 2013

Η γελοιογραφία έχει τη δική της ιστορία...!

Ναι, και η γελοιογραφία έχει τη δική της ιστορία…!
Τι λέτε; Ήταν γνωστή στους αρχαίους χρόνους η γελοιογραφία; Φυσικά και ήταν. Λοιπόν, κατά τον Πελοποννησιακό πόλεμο, στις αρχές του 4ου π.Χ. αιώνα στην Αθήνα ζούσε ο ζωγράφος Παύσων  που κατά τον Αριστοτέλη παρίστανε τους ανθρώπους, όπως οι κωμικοί ποιητές, πολύ χειρότερους σε μια ρεαλιστική τάση παρωδίας και διακωμώδησης. Άλλος γνωστός γελοιογράφος ήταν και οι Αντίφιλος της Αιγύπτου που λέγεται πως αυτός εισήγαγε τη γελοιογραφία ως είδος της ζωγραφικής και του οποίου τα έργα επειδή σατίριζε κάποιον Γρύλλο ονομάστηκαν "Γρύλλοι".


Αλλά και στα ερυθρόμορφα αγγεία της Μεγάλης Ελλάδας (Νότια Ιταλία) τα καλούμενα «φλυακογραφίες» ήταν παραστάσεις από κωμικά λαϊκά δράματα που λέγονταν «φλύακτες» ειδικά στον Τάραντα. Σ’ αυτά τα αγγεία παρωδούνταν μύθοι θεών και Ομηρικών επεισοδίων. Εκεί γνωστός γελοιογράφος ήταν ο ζωγράφος Ασστέας.


Και πάμε τώρα στην ελληνιστική περίοδο. Λοιπόν, η Αλεξάνδρεια εκπροσωπούσε κάθε τι σκωπτικό και γελοιογραφικό είδος στην Τέχνη. Αλεξανδρινός ήταν πιθανά και ο Γαλάτων, που ζωγράφισε τον Όμηρο «εμούντα» και τους άλλους ποιητές «αρυομένους τα εμημεσμένα» καυτηριάζοντας έτσι τους ποιητές ότι δεν φτιάχνουν τίποτα το νέο, αλλά διατηρούν ως πηγή έμπνευσης τον Όμηρο. Άλλοι γελοιογράφοι της εποχής εκείνης ήταν ο Γραφικός, ο Καλάτις και άλλοι.


Και φτάνουμε στον μεσαίωνα. Εκεί η γελοιογραφία αποτελεί όπλο της εκκλησίας για να σατιρίσει τους άπιστους αλλά και την όποια εκδήλωση τέχνης πέραν της θρησκευτικής. Αντίθετα η κοσμική τέχνη χρησιμοποιεί τη γελοιογραφία προς διακωμώδηση  έκλυτου βίου μοναχών και σατιρικής αναπαράστασης έμμετρων μεσαιωνικών μύθων. 




Κατά τον 16ο αιώνα με τη διάδοση της τυπογραφίας συντελείται και η ανάπτυξη της γελοιογραφίας με θέμα απ’την καθημερινή ζωή. Παρόλο που τότε η κοινωνική αλλά και πολιτική ζωή παρείχαν άφθονο υλικό, τα Μοναρχικά καθεστώτα καταδίωκαν κάθε σάτιρα κατά των ισχυρών και των καθεστώτων, έστω και αν εύρισκαν διέξοδο μέσω αυτής στη σάτιρα των αντιπάλων. Έτσι η γελοιογραφία άρχισε ν’ αναπτύσσεται επί Λουδοβίκου ΙΔ’ στη Γαλλία. Αγγλία και υπόλοιπη Ευρώπη μέχρι την Γαλλική Επανάσταση του 1789, όπου και έφτασε στη μεγαλύτερη ακμή της και να γίνεται πλέον και προπαγανδιστικό μέσο με ιδιαίτερες εκδόσεις γελοιογραφικών περιοδικών.


Νάμαστε Ελλάδα. Το γελοιογραφικό πνεύμα στην Ελλάδα εκπροσώπησαν τα περιοδικά «Ασμοδαίος» και «Άστυ». Ο πρώτος που καλλιέργησε με σαφήνεια, κομψότητα, απλότητα αλλά και πνευματώδη χαρακτήρα το είδος αυτό της τέχνης ήταν ο Θέμος Άννινος (1843-1916) που υπήρξε και ο εκδότης των παραπάνω περιοδικών. Επόμενοι ήταν ο Δημήτριος Γαλάνης, ο Ζαχ.Παπαντωνίου, ο Φρ.Αριστεύς, ο Σταμ.Σταματίου, ο Ηλ. Κουμετάκης, ο Σοφοκλής Αντωνιάδης (ΣΟΦΟ), ο Φωκ.Δημητριάδης, και ο ζωγράφος Ροϊλός.
Νεότεροι αυτών μέχρι το 1950 διακρίθηκαν ο Ν. Καστανάκης, Γ.Μαυριλάκος(Noir), Δ.Παπαδημητρίου(Μιμ.Παπ.), Σ.Αντωνιάδης, Γ.Γκέιβελης, Αρσλόγλου, Κ.Μαραγκός (ο Κεμ Αλεξανδρείας), Κ. Ρωμανός του Καϊρου, Σ.Πολεμάκης, Π.Παυλίδης, Μ.Γάλλιας, Ε.Τερζόπουλος, Α.Βλασσόπουλος, Αρχέλαος Αντώναρος, Β.Χριστοδούλου, Ν.Νομικός, Α. Θεοφιλόπουλος και άλλοι.



Μην ξεχνάμε, για να έχει αξία μια γελοιογραφία θέλει λεπτό και συνάμα δριμύ πνεύμα, συνδυαζόμενο με σαφήνεια και απλότητα έτσι ώστε να προκαλείται αυθόρμητα στον παρατηρητή εύθυμη διάθεση ακόμα και όταν αυτή αποσκοπεί στο σαρκασμό ή στην εχθρότητα. Αντίθετα η ψυχρότητα και η ασάφεια έχουν ως συνέπεια την αποτυχία της γελοιογραφίας. 
Και κάτι ακόμα, ο όρος δεν πρέπει να συγχέεται με την σκιτσογραφία (σκιαγράφημα), που δεν είναι απαραίτητα και γελοιογραφία.