Δε ζυγιάζω, δε μετρώ, δε βολεύομαι! Ακολουθώ το βαθύ μου χτυποκάρδι...

Νίκος Καζαντζάκης, Ασκητική


Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Παρασκευή 9 Φεβρουαρίου 2024

ΚΑΚΟΑΝΑΤΕΘΡΑΜΜΕΝΑ-ΓΡΑΦΟΝΤΑΣ ΣΥΝΘΗΜΑΤΑ- Δημήτρης Ψαθάς-ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙ...

ΕΝΑ ΣΤΑΜΝΙ ΣΤΟ ΠΑΡΑΘΥΡΟ-ΑΛΚΗ ΖΕΗ-Διήγημα-ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ- Λόγος με t...

ΤΟ ΚΑΦΕΝΕΔΑΚΙ ΠΟΥ ΠΕΘΑΙΝΕΙ-Κώστας Παρορίτης-Διήγημα-ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ-...

Ανίκητη ελπίδα-Χρίστος Χριστοβασίλης-Γιορτινό Διήγημα-ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙ...

ΤΟ ΜΥΣΤΙΚΟ ΤΩΝ ΛΟΡΕΔΑΝΩΝ-Στέφανος Δάφνης-Διήγημα-ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ-Λόγ...

ΤΟ ΣΕΝΤΟΥΚΙ ΤΗΣ ΦΙΛΑΡΓΥΡΗΣ-Γιάννης Βλαχογιάννης-Διήγημα-ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΛΟΓΟΤΕΧ...

Σάββατο 2 Δεκεμβρίου 2023

Το καντηλάκι μέσ'στο"Φτωχικό"-Ναπολέων Λαπαθιώτης-ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ-Λό...

Το διήγημα Το καντηλάκι μέσ'στο "Φτωχικό" είναι το πέμπτο στη συλλογή ΝΕΟΙ ΔΙΗΓΗΜΑΤΟΓΡΑΦΟΙ, ΔΙΑΛΕΧΤΕΣ ΙΣΤΟΡΙΕΣ. Εκδόθηκε από τον οίκο Μ. Σαλίβερου με πιθανή ημερομηνία έκδοσης το 1926. Ο Ναπολέων Λαπαθιώτης ( 31 Οκτωβρίου 1888-7 Ιανουαρίου 1944)είναι ένας απ' τους σημαντικότερους Έλληνες ποιητές και πεζογράφους. Θεωρείται ένας απ' τους κορυφαίους ποιητες της νεοσυμβολιστικής και νεορομαντικής σχολής.
… Ένα βραδάκι πνιγηρό του Νοεμβρίου (κατά τις πέντε, λίγο πριν νυχτώσει, ήταν πεσμένη μια ψιλή ψιλή βροχούλα, μα ύστερα δε βάσταξε πολύ), μες στην ταβέρνα του μπαρμπα-Θανάση, είχαν ανταμώσει τρεις νομάτοι: ο Βάθρακας, δεινός μανιταρτζής[1], ο επικαλούμενος και Σταύρακας, ο Νίκος ο Ζαμπόχος –η Αλάνα– κι η αλεπού, ο Γιάννης τ’ Αξιωτάκι. Καθόσανε στο ίδιο το τραπέζι, και κρυφομιλούσαν επί ώρες, με ζωηρές και χαμηλές φωνές, μ’ εκφραστικά παιχνίδια του προσώπου, με μισοκλεισίματα ματιών, με μυστηριώδεις, ξαναμμένες και κάπως νευρικές χειρονομίες.

Τρίτη 28 Νοεμβρίου 2023

Ο Σαρλό και το αθάνατο νερό του Ντίνου Δημόπουλου-Λόγος με tempo-Βάνα Σμ...


"Ο Πέτρος δεν κοιμήθηκε καθόλου τη νύχτα από την αγωνία του. Το ’πε αποβραδίς στη μάνα του πως αύριο, Δευτέρα, είναι καλεσμένος του κυρίου τελώνη να πάνε στην Άρτα, στον κινηματόγραφο, να δούνε τον Μπουκ-Τζόνες κι η μάνα του όλο το πρωί τον ετοίμαζε. Του σιδέρωνε τα ναυτικά του, του γυάλισε τα παπούτσια, του μαντάρισε τις ριγέ του τις κάλτσες και να τονε τώρα θρονιασμένος, καμαρωτός, στο πίσω κάθισμα της «Σεβρολέτ» δίπλα στην Ανθούλα και στη μητέρα της κι η καρδιά του να χτυπάει από ανυπομονησία και να ξεροκαταπίνει και να μπερδεύει τα λόγια του, τόση ήταν η λαχτάρα του που θα 'μπαινε σε κινηματόγραφο για πρώτη φορά στη ζωή του..."

Σάββατο 8 Ιουλίου 2023

Δον Κιχώτης-Η μάχη με τους ανεμόμυλους-Μ.Θερβάντες-Λόγος με tempo-Βάνα Σ...


Δον Κιχώτης-Η μάχη με τους ανεμόμυλους-Μ.Θερβάντες-Λόγος με tempo-Βάνα Σμπαρούνη
“Ο Δον Κιχώτης πέρασε δεκαπέντε μέρες στη βολή του σπιτιού του, και ασχολιόταν με τις υποθέσεις του, χωρίς τίποτα να δείχνει ότι ήθελε να ξαναρχίσει τις τρέλες του. Όλο αυτό το διάστημα κουβέντιασε πολύ με το γεωργό, το χωριανό του, έναν καλοκάγαθο άνθρωπο, αλλά χωρίς πολύ μυαλό στο κεφάλι του. Από τα πολλά που του είπε, τις τόσες υποσχέσεις που του έκανε, στο τέλος έπεισε το δύστυχο χωρικό να μπει στη δούλεψή του ως ιπποκόμος..."
Δείτε το πρόσφατο βίντεο απ' το κανάλι:  


Παρασκευή 7 Ιουλίου 2023

"Το κορίτσι με το φεγγάρι στο χέρι" διήγημα του Μενέλαου Λουντέμη - Λόγο...




"Το θυμότανε. Πάντα. Δυνατά. Τις μέρες και τις νύχτες. Σαν «όνειρο», σα μοσκοβολιά, κι έλεγε… -το ‘λεγε όλες τις στιγμές, και το παράγγελνε με πάθος στον εαυτό του– αν γλύτωνε, αν ξανανέβαινε στο φως, να ψάξει, να κοσκινίσει όλον τον κόσμο, ώσπου να την βρει –όποια κι αν ήταν, όπως κι αν την έλεγαν…– και να σκύψει να της φιλήσει τα χέρια, να την γεμίσει με δακρυσμένα «ευχαριστώ».  Εκεί μέσα που τον έθαψαν, που τον είχαν σα λείψανο ριγμένο, λαχτάρισε και δίψασε. Δίψασε για ένα σημαδάκι χλόη, για μια σταλίτσα του απάνω κόσμου. Ένα γέλιο μικρού παιδιού ή ένα τζιτζίκι… Κάτι που να μη θυμίζει αυτόν τον μουχλιασμένο και πνιγερό τάφο. Εκεί κάτου τα ‘χε ξεχάσει όλα. Το χρώμα του κόσμου, τη μέρα. Τι χρώμα είχε, αλήθεια, η μέρα; Ήταν γαλάζια; ή άσπρη;… Γιατί εδώ τα μάτια του ήταν άχρηστα, περιττά. Εδώ ζούσε μόνο με τ’ αφτιά και τα δάχτυλα..."



Παρασκευή 14 Απριλίου 2023

"Χριστός Ανέστη" Παύλος Νιρβάνας-Πασχαλινό διήγημα-Λόγος με tempo- Βάνα ...


Κάποτε – εδώ και πολλά χρόνια – που μου ΄τυχε να κάνω Ανάσταση σε κάποιο ορεινό χωριό της Ρούμελης, ένας γέρος χωριάτης, υψώνοντας τη λαμπριάτικη λαμπάδα του σαν χαιρετισμό προς τ’ αναστάσιμα άστρα, μου είπε σαν να μιλούσε με τον εαυτό του:
Ημέρεψαν απόψε, παιδί μου, τα Ουράνια.
Στα δυο αυτά λόγια ο αθώος χωριάτης είχε κλείσει επιγραμματικά το βαθύτερο νόημα του χριστιανικού θαύματος˙ «ημέρεψαν τα Ουράνια». Ο ουρανός, χωρίς το μεγάλο χριστιανικό θαύμα, θα εξακολουθούσε να είναι για την περίφοβη ψυχή του απλοϊκού ανθρώπου, για κάθε ανθρώπινη ψυχή, το κατοικητήριο ενός Θεού τρομερού, δικαιοκριτή χωρίς επιείκεια και τιμωρού χωρίς έλεος. Τέτοιοι στάθηκαν οι θεοί όλων των θρησκειών. Κυβερνούσαν τα πλάσματά τους με τον τρόμο. Τύραννοι παντοδύναμοι, μακρυσμένοι απ’ το λαό τους, δεν είχαν γνωρίσει ποτέ τις αδυναμίες του, δεν είχαν πονέσει ποτέ τον πόνο του, δεν είχαν βασανιστεί ποτέ απ’ τα βάσανά του, δεν είχαν κλάψει ποτέ τα δάκρυά του. Ανίκανοι να συμπονέσουν, να λυπηθούν και να συγχωρέσουν. Πώς να μην είναι «άγρια», όπως τα ‘βλεπε το μάτι του φοβισμένου ανθρώπου, τα Ουράνια, τα κατοικημένα από τέτοιους θεούς;
Και μέσα στην ανοιξιάτικη εκείνη νύχτα, που η λαμπάδα του γέρου χωριάτη είχε υψωθεί σαν χαιρετισμός προς τα λαμπρά, αναστάσιμα άστρα, τα Ουράνια είχαν ημερέψει. Δεν κατοικούσε πια εκεί απάνω, υψωμένος στον τρομερό του θρόνο, ένας θεός ξένος για τους ανθρώπους. Κατοικούσε ένας γλυκύτατος θεός, που είχε πονέσει όλους τους πόνους των ανθρώπων, που είχε γνωρίσει όλες τις αδικίες της γης, που είχε τραβήξει όλες τις καταφρόνιες, που είχε πληρώσει όλες τις αχαριστίες. Τον έβρισαν, τον αναγέλασαν, τον έφτυσαν, τον έσυραν δεμένο στους δρόμους σαν τον τελευταίο κακούργο, τον σταύρωσαν. Πείνασε, δίψασε, κουράστηκε, αντίκρισε τη φρίκη του θανάτου. Για μια στιγμή είδε τον εαυτό του λησμονημένο κι απ’ τον ίδιο τον Θεό, που ήταν πατέρας του. «Θεέ μου, Θεέ μου γιατί με εγκατέλειψες;» Δε στάθηκε πόνος που να μην τον γνώρισε, καρδιοσωμός που να μην τον ένιωσε, δυστυχία που να μη γεύτηκε το φαρμάκι της. Ήπιε όλα τα φαρμάκια που μπορεί να πιει άνθρωπος σ’ αυτόν τον κόσμο. Και τη νύχτα εκείνη, ο πονεμένος και βασανισμένος αυτός άνθρωπος είχε ανεβεί στους Ουρανούς και είχε καθίσει παντοδύναμος στον θρόνο του θεού, να κυβερνήσει τον κόσμο. Πώς να μην «ημερέψουν τα Ουράνια»; Μια απέραντη καλοσύνη είχε πλημμυρίσει το στερέωμα.
Γιατί να τρέμει πια ο αμαρτωλός; θα συλλογιζότανε ο γέρος. Εκείνος που συγχώρεσε την πόρνη, τον ληστή, κι εκείνους ακόμα που τον σταύρωσαν, είναι τώρα εκεί απάνω, για να ιδεί τα δάκρυα της μετάνοιάς του και να τον συγχωρέσει. Γιατί ν’ απελπίζεται ο άρρωστος; Εκείνος που γιάτρεψε τον τυφλό και τον παράλυτο είναι τώρα εκεί απάνω για να τον γιατρέψει. Γιατί να βαρυγκωμάει ο φτωχός και ο αδικημένος; Εκείνος που πείνασε και δίψασε είναι τώρα εκεί απάνω και καταλαβαίνει τη δυστυχία του. Γιατί να λαχταράει η μάνα για το παιδί της; Εκεί απάνω στους Ουρανούς είναι μια Μανούλα που δοκίμασε τον πόνο της, για να παρακαλέσει το παιδί της, που κυβερνάει τον κόσμο, να τον ελεήσει. Και γιατί να τρέμει ο ασπρομάλλης ο γέρος την ώρα του θανάτου; Είναι και γι’ αυτόν, είναι για κάθε ψυχή, μια ανάσταση.
Τα Ουράνια είχαν ημερέψει, αλήθεια, εκείνη την ανοιξιάτικη νύχτα. Και η λαμπάδα του γέρου είχε υψωθεί σαν χαιρετισμός και σαν ευχαριστία προς τα αναστάσιμα άστρα.
Χριστός Ανέστη, παππού!
Ο Θεός, ο Κύριος, παιδί μου!




Τετάρτη 5 Απριλίου 2023

"Το πρώτο μου Πάσχα"Γρ.Ξενόπουλος-Πασχαλιάτικο διήγημα- Λόγος με tempo-Β...

"Αυτές τις μέρες ξαναγυρίζω πάντα στα παιδικά μου χρόνια. Και θυμάμαι τις θαυμάσιες εκείνες γιορτές που χαιρόμουν στην πατρίδα μου όταν ήμουν μικρό αμέριμνο παιδί κι είχα τους καλούς μου γονείς να με φροντίζουν και να μ’ οδηγούν σε όλα. Φυσικά και στην εκκλησία ή στα «θρησκευτικά μου καθήκοντα»… "Το πρώτο μου Πάσχα"Ένα πασχαλιάτικο διήγημα του Γ.ρηγ.Ξενόπουλου

Κυριακή 2 Οκτωβρίου 2022

"Η Συβαρίτισσα"Λιλή Ζωγράφου-απόσπασμα-Λόγος με tempo-Βάνα Σμπαρούνη

"Όχι όχι, εγώ δεν θέλω ν' αλλάξει ο κόσμος αυτός.

Να χαλάσει θέλω, να τον χαλάσω, να τον γκρεμίσω, αυτό θέλω, να τον δω σωριασμένο, να δρασκελίσω τα χαλάσματα τρέχοντας με τα χέρια ανοιχτά στον άνεμο, στη λευτεριά, ν' αγκαλιάσω τους ανθρώπους, πόσοι ωραίοι άνθρωποι θα υπάρχουν στον κόσμο, όλοι θα 'ναι ωραίοι και αληθινοί, και θα γελούν, θα μιλούν καλοσυνάτα χωρίς να ταπεινώνουν ο ένας τον άλλον..."

[''Συβαρίτισσα'', Λιλή Ζωγράφου]

Τρίτη 19 Απριλίου 2022

"Sαντίνα" ένα μικρό απόσπασμα απ' το νέο μου βιβλίο

 

Απόψε γράφω από ένα κελί ενός μοναστηριού αφιερωμένο στη Θεοτόκο, ένα πραγματικό ησυχαστήριο σε ένα κατάφυτο όμορφο πλάτωμα στις ανατολικές υπώρειες του μεγαλοπρεπή Ταΰγετου. Απ' την πρώτη στιγμή που το αντίκρισα, ένιωσα τους δείκτες του ρολογιού της ζωής μου να ακινητοποιούνται στις εφηβικές μεταξωτές μου αναμνήσεις με τον Μάσιμο, τότε που σαν δυο ερωτευμένοι άγγελοι ανταμώναμε στην εξοχή, στο καλύβι της προσμονής με το μοναδικό στενάχωρο δωμάτιο που φάνταζε σαν νυφικός κοιτώνας, κι ας ήταν άδειος γεμάτος από ξερόχορτα, κι ας έμπαινε το κρύο από τις άταχτες χτισμένες πέτρες. Μας έφτανε που ήμασταν μαζί μπροστά στο παράθυρο χωρίς τζάμια και εξώφυλλα, αγκαλιασμένοι σφιχτά με τα σώματά μας κολλημένα να κοιτάμε στον απέραντο ουράνιο θόλο όλα τα αστέρια να λάμπουν σαν ένα.Ας είναι ευλογημένο το καλύβι μας, η αγιοσύνη του πιο ιερή από ένα ερημοκλήσι. Τότε που λέγαμε... χιλιάδες εκατομμύρια άστρα οι έρωτες είναι ο Θεός, χιλιάδες εκατομμύρια μετεωρίτες είναι οι έρωτες. Είναι ο Κόσμος... Τότε που τρέχαμε να μπούμε στην τροχιά της στρατόσφαιρας για να μην μπορεί να μας φτάσει κανείς, που πιασμένοι χέρι χέρι να βαδίζουμε μεθυσμένοι από τη χαρά μας να προφτάσουμε όλη τη μαγεία του κόσμου, του δικού μας κόσμου.






Τότε που σηκώναμε τα μάτια στον ουρανό έκθαμβοι να βρούμε στο άπειρο το μεγάλο αστέρι που θα μας οδηγούσε στη δική μας Βηθλεέμ. Αν θελήσω κάποτε να απομονωθώ εδώ θα έρθω. Μου τόπε και η ηγουμένισσα Ανθιμία όταν μίλησα μαζί της.“Εδώ τέκνο μου να είσαι σίγουρη ότι θα λάβεις από την Παντοβασίλισσα Δέσποινα όλες τις θαυματουργές απαντήσεις που ψάχνεις μια ζωή”. Σκέφτομαι να μείνω μερικές μέρες ακόμα για να κάνω τη συντήρηση κάποιων εικόνων. Η προσφορά μου αυτή δεν είναι τίποτα μπροστά στη εσωτερική ηρεμία και γαλήνη που μου δίνει το ησυχαστήριο αυτό της Υπεραγίας Θεοτόκου”



Δευτέρα 21 Φεβρουαρίου 2022

Απόσπασμα απ' το μυθιστόρημα "Sαντίνα"

 


"Δεν έκανε πολύ ώρα μέχρι να ανέβει στην πάνω πόλη. Με το που έφτασε ένας γλυκός καιρός τον υποδέχτηκε, θαρρείς πως η φύση εκείνη την ώρα είχε αποφασίσει μια μυστική συνάντηση μαζί του, φέρνοντας του για δώρο μιαν άνοιξη μικρή μέσα στην καρδιά του χειμώνα.

Με την αίσθηση αυτή της ξαφνικής άνοιξης να τον αγκαλιάζει, πήγε και στάθηκε στην άκρη του γκρεμού, εκεί όπου υψωνόταν αγέρωχη η εκκλησία της Αγίας Σοφίας. Η θέα ήταν μοναδική. Άφησε το βλέμμα του να ταξιδέψει στο γαλάζιο του ουρανού. Μια παρέα πουλιών πετούσε κείνη την ώρα, ενώ στο βάθος κάποια σύννεφα είχαν αρχίσει να μαζεύονται πάνω απ’ τη θάλασσα, φτιάχνοντας υπέροχα σχήματα.




Και έμεινε εκεί στην άκρη του γκρεμού, ασάλευτος να κοιτά τον ανοικτό ορίζοντα αρκετή ώρα. Από μακριά έμοιαζε σαν μια φιγούρα ιμπρεσιονιστή ζωγράφου, σαν μια ονειρικότητα άλλης περασμένης εποχής. Κάποια στιγμή εκεί που όλα ήταν ήσυχα και γαλήνια άρχισε, ξαφνικά, να φυσάει ένα κρύο αεράκι. Σκέφτηκε να φύγει αλλά ήθελε να μείνει κι άλλο εκεί πάνω. Για να μη κρυώνει είπε να πάει στην εκκλησία. Ευτυχώς, ήταν ανοιχτή. Άναψε ένα κεράκι για την ψυχή της Χρύσας και μετά πήγε και κάθισε σε μια καρέκλα, απέναντι από τον ξύλινο λιτό αρχιεπισκοπικό θρόνο. Τελικά, όσες φορές επισκεπτόταν την εκκλησία της Αγίας Σοφίας, εκείνο που του έκανε πάντα εντύπωση ήταν ο τοιχογραφικός της διάκοσμος, που αν και διατηρείτο σε αποσπασματική κατάσταση, ήταν υψηλής ποιότητας και μοναδικής ομορφιάς, καθώς και το μονόγραμμα στο δάπεδο του κτήτορα Μανουήλ Καντακουζηνού με το οικόσημο των Παλαιολόγων. Αναρωτήθηκε πόσες φορές η εκκλησία αυτή ακολούθησε την... τύχη της καστροπολιτείας και παραδόθηκε στις διαθέσεις των κάθε φορά κατακτητών. Θα πρέπει άπειρες μονολόγησε και κοίταξε γύρω του. Περίεργο, τέτοια ώρα και ο μόνος επισκέπτης ήταν αυτός. Φαίνεται ότι τα γκρούπ δεν είχαν έρθει ακόμα εξ αιτίας του καιρού, που εδώ και μέρες δεν έλεγε να φτιάξει. Ένιωσε λίγο κρύο και αποφάσισε να φύγει, δεν είχε νόημα να μείνει άλλο εκεί. Κούμπωσε μέχρι πάνω το μπουφάν του και πήγε να σηκωθεί αλλά κάτι τον κράτησε πίσω. Αυτό το κάτι ήταν η σκέψη της βαλίτσας, ότι ίσως είχε έρθει η στιγμή εκεί κάτω απ' το μυστηριακό φως του αιθέριου τρούλου της εκκλησίας και υπό το δυνατό σαν ακτίνα βλέμμα του Χριστού, επιτέλους, να την ανοίξει. Μη τυχόν το μετανοιώσει, έσκυψε αμέσως και την πήρε απ' τα πόδια του και την έβαλε σε μια καρέκλα μπροστά του. Κατόπιν έβγαλε το κλειδί απ' την τσέπη του και αργά αργά άρχισε να το γυρνά πρώτα στη μία κλειδαριά κι ύστερα στην άλλη. Στα τρία γυρίσματα η βαλίτσα είχε ξεκλειδώσει. Σήκωσε τους μπρούτζινους γάντζους και με μια αποφασιστική κίνηση την άνοιξε.

Και...ένας κόσμος από αλλοτινό καιρό φανερώθηκε μπροστά στα μάτια του. Ένας κόσμος αρχοντικός, που τα πάντα μέσα του ανέδυαν ένα γυναικείο άρωμα. Ένα ιδιαίτερο, ζεστό άρωμα από κέδρο, που κάτι του θύμιζε. Όχι δεν ήταν της Χρύσας, εκείνη φορούσε άρωμα από γιασεμί. Κάποιας άλλης γυναίκας ήταν. Έκλεισε τα μάτια και προσπάθησε να θυμηθεί, μια στιγμή, μια εικόνα, που να κουβαλούσε αυτό το άρωμα. Κι έτρεξε πίσω, πολύ πίσω στα χρόνια, τότε που ήταν παιδί, εκεί γύρω στα επτά. Ναι, ήταν μια παραμονή Χριστουγέννων. Εκείνος ήταν στο δωμάτιό του και διάβαζε ένα παιδικό βιβλίο, ο πατέρας του και ο αδελφός του έλειπαν για σκι στον Παρνασσό, όταν ήρθε η Χρύσα και τον πήρε να πάνε μια βόλτα να ξεσκάσει λίγο και αυτός. Κάποια στιγμή κάθισαν σε μια καφετέρια, που ήταν λίγο πιο κάτω απ' το σπίτι, να πιουν μια ζεστή σοκολάτα. Εκεί που έπιναν το ρόφημά τους τούς πλησίασε μια κυρία και ζήτησε να καθίσει μαζί τους. Μια όμορφη αρχοντική κυρία με μεγάλα καστανά μάτια και πλούσια μαύρα μαλλιά, που από την συμπεριφορά της έδειχνε να γνωρίζει τη Χρύσα. Όση ώρα συνομιλούσαν οι δύο γυναίκες, εκείνη δεν έπαιρνε το βλέμμα της από πάνω του. Όταν ήταν να φύγει η κυρία τον ρώτησε αν μπορούσε να του κάνει μια αγκαλιά. Δεν αρνήθηκε. Είχε ανάγκη από μια αγκαλιά. Και φώλιασε μέσα σ' αυτή αρκετά λεπτά. Κάποια στιγμή γύρισε και της είπε με τον αυθορμητισμό ενός παιδιού: Τι όμορφα που μυρίζετε κυρία. Φορούσε το ίδιο άρωμα από κέδρο. Όταν έμειναν πάλι μόνοι ζήτησε από τη Χρύσα να μάθει ποια ήταν αυτή η κυρία. Εκείνη του απάντησε: Μια μέρα, κάποτε, θα μάθεις.

Άνοιξε τα μάτια απότομα. Ήταν σαν να είχε ξυπνήσει από όνειρο. Κι όμως δεν ήταν όνειρο, ήταν μια στιγμή της ζωής του, που την είχε ανασύρει από το ντουλάπι της μνήμης με τη βοήθεια του αρώματος αυτού από κέδρο. Τι παιχνίδια παίζει, μερικές φορές, αυτό το μυαλό μονολόγησε και άρχισε να εξερευνά το περιεχόμενο της βαλίτσας με έναν φόβο μήπως αυτό μ' έναν μαγικό τρόπο εξαφανισθεί σαν σκόνη. Μέσα στη βαλίτσα, λοιπόν, υπήρχε μια δεσμίδα με επιστολές δεμένη με μιαν ιβουάρ κορδέλα, μερικές κάρτ ποστάλ, ένα ξύλινο άλμπουμ με φωτογραφίες, το βιβλίο με τα “Τα ερωτικά” του Γιάννη Ρίτσου, μία καρφίτσα με το λουλούδι sempre viva μαζί με ένα ασημένιο δαχτυλιδάκι, φυλαγμένα σ' ένα διάφανο κουτάκι, κάποια δισκάκια 45 στροφών με παλιά ιταλικά και γαλλικά τραγούδια, ένα χειρόγραφο αρκετών σελίδων, που είχε τον τίτλο Aura, μια μοναχική γυναίκα και ένας μικρός ζωγραφικός πίνακας με την αφηρημένη προσωπογραφία μιας γυναίκας με μάσκα, που τον υπέγραφε ο Dante. Στο κάτω μέρος της βαλίτσας, στη δεξιά πλευρά υπήρχε ένα αριστουργηματικό μπουκαλάκι με λίγο άρωμα μέσα, παλιάς μάρκας, που δεν κυκλοφορούσε πια. Για να βεβαιωθεί ότι ήταν από κέδρο το πήρε και το μύρισε. Τελικά, δεν έχω κάνει λάθος, είναι άρωμα από κέδρο είπε στον εαυτό του και το έβαλε πάλι στη θέση του, ενώ η ιδέα, ότι μπορεί η κυρία εκείνη της καφετέριας να μην ήταν μια οποιαδήποτε γυναίκα, αλλά η ίδια η μητέρα του και ο θησαυρός αυτός που είχε μπροστά του να ήταν δικός της, είχε καρφωθεί για καλά στο μυαλό του. Γιατί όλο αυτό το σκηνικό σίγουρα δεν ήταν μια απλή σύμπτωση, ούτε τα λόγια της Χρύσας τότε τυχαία. Μάλλον είχε έρθει η μέρα να μάθει ποια ήταν αυτή η γυναίκα και τι σχέση είχε μαζί του.



Κυριακή 23 Ιανουαρίου 2022

Ένα απόσπασμα απ' το μυθιστόρημα "Ο χορός των θεριστών" της Γ.Σταυριανέα και Β.Σμπαρούνη

 


Η Γοργώ και η Μελίνα. Δύο κορίτσια που μέσα από τα προσωπικά τους αδιέξοδα ακολούθησαν την “πρόκληση ζωή”, δραπετεύοντας από το κοινωνικό σύστημα, με μοναδική καβάτζα τη δύναμη της ηλικίας τους. Συναντιούνται τυχαία στη Ρώμη, κι αποφασίζουν να συγκατοικήσουν, παίζοντας ριψοκίνδυνα το παιχνίδι της επιβίωσης. Ώσπου εντελώς αναπάντεχα, ακολουθώντας τυφλά το δρόμο της πρόκλησης, βρίσκονται να ζουν σ' ένα δικός του ανεμόμυλο στην Αντίπαρο. Χωρία να το επιδιώξουν, μπλέκονται σ' ένα παιχνίδι συνειδησιακών συγκρούσεων, εκτεθειμένες σε επικίνδυνες και βίαιες καταστάσεις...και ο χορός των θεριστών αρχίζει!



Αν σας άρεσε το βίντεο μπορείτε να εγγραφείτε στο κανάλι μου Λόγος με tempo



Τρίτη 4 Ιανουαρίου 2022

Ανεμόμυλοι, αυτοί οι πέτρινοι πύργοι...

Ανεμόμυλοι, οι πέτρινοι αυτοί πύργοι σε σχήμα κυλινδρικό, που ξεπροβάλλουν διάσπαρτοι πάνω στις κορυφογραμμές των λόφων, αυτοί οι γίγαντες που στέκονται αγέρωχοι ανάμεσα σε γη κι ουρανό, δεν είναι μόνο ένα σήμα κατατεθέν των Κυκλάδων αλλά και μια πηγή έμπνευσης για πολλούς ζωγράφους,ποιητές και λογοτέχνες.

 




"Στον ανεμόμυλο, στο χάλασμα, την ώρα που της αυγής το χαμογέλασμα ροδίζει,ταράζουν τα ψαρόπουλα τον πράον αέρα με ξαφνικά κραξίματα και με παιγνίδια,5και τ’ αλαφρά μονόξυλα που τα προσμένουντινάζονται ανυπόμονα σαν τα φτερούγιατων πουλιών που δετά τα πόδια του κρατιένται,και γύρω η λιμνοθάλασσα λευκοχαράζεισαν ένα ολάνοιχτο μαργαριταροστρείδι.10Στον ανεμόμυλο, στο χάλασμα, όταν καίεισαν πυρωμένο σίδερο το μεσημέρι,με τη βαριά πνοή του μολυβένιος ύπνοςρουφάει θαλασσινούς και καραβοκυραίους·δεν τρίζουν στ’ αργασμένα χέρια τα καμάκια,15μόνο τα ψάρια στο δροσόκοσμο σαλεύουν.Και γύρω η λιμνοθάλασσα λαμποκοπάεισα σκουτάρι ασημένιο φλωροκαπνισμένο.Στον ανεμόμυλο, στο χάλασμα, την ώραπου βασιλεύει ο ήλιος μ’ όλη του τη δόξα,20τρέχουν και ψάχνουν γι’ αλαφρόπετρες τ’ αγόρια,και για γλυκιές ματιές οι νιες κι οι νιοι, και στέκουνκαι ψάχνουνε για ενθύμησες οι γέροι, και είναιτα γερατειά ιλαρά, στοχαστικά τα νιάτα·και γύρω η λιμνοθάλασσα πορφυροφέρνει25σαν κήπος πυκνοφύτευτος από γεράνια.Στον ανεμόμυλο, στο χάλασμα, την ώραπου τα κρυφά μεσάνυχτα σιγογλιστράνε,από τα νεραϊδόσπηλ’ αεροφερμένοισ’ άλογα με κορμιά απ’ αχνούς, με χήτη αχτίδες,30νέραϊδοι και νεράιδες τραγουδάν και λούζουνδιαμαντένιες θωριές, και κάνουν την αγάπη,και γύρω η λιμνοθάλασσα η βασιλοπούλαγια φόρεμα φορεί τον ουρανό με τ’ άστρα.Στον ανεμόμυλο, στο χάλασμα, μιαν ώρα35πριν της αυγής το χαμογέλασμα ροδίσει,των τουρκομάχων ο λαός γυρνά απ’ τον Άδη,ξαναφιλεί τη γη την πολεμοθρεμμένη,το χάλασμα σαν κάστρο το ξαναστυλώνει,βροντάν τα καριοφίλια, αντιλαλούν οι νίκες,40και γύρω η λιμνοθάλασσα γοργοσπαράζεισαν ολόμαυρο μάτι από θυμό αναμμένο. Στον ανεμόμυλο Κωστής Παλαμάς


"Οι ώρες έρχονται που αγάπησαν τις ώρες μας
Σαν άσπρες ξεγνοιασιές ανεμομύλων οι ώρες έρχονται που αγάπησαν τις ώρες μας
Με βήμα τελετουργικό σε λυγερή προϋπάντηση Μαρτίων οι ώρες έρχονται που αγάπησαν τις ώρες μας!

Από τη συλλογή Προσανατολισμοί (1940) του Οδυσσέα Ελύτη

Γοργώ

Το εσωτερικό του μύλου ήταν πραγματική έκπληξη για μένα. Ήταν ντυμένος με ξύλινη επένδυση και έπιπλα σε χω­ριάτικο στυλ. Ο κάτω όροφος ήταν χωρισμένος σε κουζίνα και καθιστικό με μεγάλους στρογγυλούς πάγκους. Είχε

ένα πέτρινο τζάκι και μαξιλάρες ριγμένες μπροστά του στο πάτωμα. Μια στρογγυλή ξύλινη σκάλα οδηγούσε σ’ ένα μι­κρό δωμάτιο όπου υπήρχε ένα μεγάλο διπλό κρεβάτι σκεπα­σμένο από μια δαντελένια κουνουπιέρα. Η σκάλα
συνέχιζε σ’ ένα ακόμα επίπεδο, σχεδόν σοφίτα, όπου υπήρχε άλλο ένα μικρότερο κρεβάτι σκεπασμένο με μια κόκκινη φλοκάτη. Μικρά γαλάζια παραθυράκια φώτιζαν το χώρο έχο­ντας παράλληλα μια θαυμάσια θέα προς τη θάλασσα. Η μυ­ρωδιά της μούχλας και η απίστευτη σκόνη έδιναν μια όψη θρίλερ στην ατμόσφαιρα. Έκλεισα τα μάτια προσπαθώντας να το φανταστώ καθαρό και περιποιημένο. Το αγάπησα από την πρώτη στιγμή. Δεν μπορώ να πω το ίδιο και για τη Μελί­να την οποία βρήκα να κάθεται οκλαδόν στο πάτωμα με το κεφάλι μέσα στα χέρια της προσπαθώντας να καταλάβει αν αυτό της συνέβαινε στ’ αλήθεια ή αν έβλεπε ένα κακό όνειρο.

«Όταν θα το καθαρίσουμε και θα το φτιάξουμε θα γίνει ένα κουκλί» της είπα παρηγορώντας την. «Έλα ρε χαζό μη κωλώνεις. Εντάξει θέλει πολύ δουλειά όμως είναι δικό μας. Θα κάνουμε ότι θέλουμε».


Μελίνα


Την επόμενη μέρα ξύπνησα από το άγριο χάραμα. Αθόρυβα μη και ξυπνήσω τη Γοργώ, άνοιξα τη πόρτα και βγήκα έξω. Πρώτη μέρα στη πατρίδα δεν ήθελα με τίπο­τα να χάσω την ανατολή.Περπάτησα μέχρι τη λιάστρα, το αλώνι που ήταν λίγα μέτρα πιο πέρα και κάθισα χάμω, ενώνοντας τη σιωπή μου με κείνη των άλλων ζωντανών της πλάσης. Η μυρωδιά από το νοτισμένο χώρα, η αναμιγμένη με την αύρα της θάλασσας, η χάρη και η γλύκα της στιγμής μ’ έκαναν να αναριγήσω από συγκίνηση, που κι εγώ ήμουν ένα κομμάτι της φύσης άρρηκτα δεμένο μαζί της.

Δεν ξέρω αλλά με μιας έφτιαξε η διάθεσή μου. Ακόμα κι ο ανεμόμυλος που στεκόταν μόνος και ξεχασμένος ανάμεσα σε γη κι ουρανό φάνταζε διαφορετικά τώρα μπροστά στα μάτια μου, έτσι όπως λουζόταν απ’ τα χρώματα της αυγής. Τελικά η Γοργώ είχε δίκιο όταν μου έλεγε χθες πως με λίγη φαντασία και πολύ δουλειά το καινούργιο μας ορμητήριο θα γινόταν ένα κουκλί, ένα πραγματικό στολίδι που θα το ζή­λευαν όλοι. «Τέρμα η τεμπελιά, ώρα για δουλειά» είπα στον εαυτό μου και σηκώθηκα σαν ελατήριο, ευχαριστώντας από καρδιάς τη γιαγιά Γοργώ, που με το δώρο της αυτό άγγιζα κι εγώ μιαν ακρούλα του ονείρου.

Απόσπασμα απ' το βιβλίο "Ο χορός των θεριστών"


Δευτέρα 4 Ιανουαρίου 2021

Όταν η ποίηση και η μουσική ντύνουν τον Γενάρη...!

Όταν η ποίηση και η μουσική ντύνουν τον Γενάρη με ζεστές αγκαλιές και τον βγάζουν βόλτα στις γειτονιές του κόσμου!


"Ένας καινούργιος χρόνος. Τι μας περιμένει; Τι θα μας φέρει; Όνειρα, φιλοδοξίες, έρωτες, αινίγματα. 

Κι ω φτωχά ημερολόγια που ύστερα από τόσες γιορτές τελειώνετε τις μέρες σας μέσα σ’ ένα ρείθρο".

 Τάσος Λειβαδίτης Ιανουάριος (Από τη συλλογή «Τα Χειρόγραφα του φθινοπώρου»


 Στίχοι: Γεράσιμος Ευαγγελάτος

Μουσική: Θέμης Καραμουρατίδης
Πρώτη εκτέλεση: Νατάσα Μποφίλιου

Ένα αεράκι θα φυσήξει στην Αθήνα θα ταξιδέψουμε ξανά σ' εκείνα με μια ανάγκη σα μεγάλη πείνα για τη χαμένη μας ισχύ Ένα αεράκι θα μας φέρει κάτι που 'χουμε κρύψει κάτω απ' το κρεβάτι αφού μοιράσαμε με το κομμάτι ό,τι μπορεί κι ανησυχεί Ένα αεράκι σε σκόρπια φύλλα και ζωές θα δώσει λύση... από ένα τόσο δα μικρό παραθυράκι που κάποιος ξέχασε να κλείσει Ένα αεράκι ξαφνική ανάσα θα 'ρθει και θα αλλάξει τις γραμμές του χάρτη ένας Γενάρης αγκαλιά στο Μάρτη κι εμείς θα ψάχνουμε παλτό Ένα αεράκι θα μας πει την ιστορία σα μια μεγάλη και τυχαία συγκυρία κι εμείς θα μπούμε τη μεγάλη τιμωρία γιατί δεν έχουμε εαυτό...


"A οι νύχτες του Γενάρη αυτουνού,

που κάθομαι και ξαναπλάττω με τον νου

εκείνες τες στιγμές και σ’ ανταμώνω,
κι ακούω τα λόγια μας τα τελευταία κι ακούω τα πρώτα.

Aπελπισμένες νύχτες του Γενάρη αυτουνού,
σαν φεύγ’ η οπτασία και μ’ αφήνει μόνο.
Πώς φεύγει και διαλύεται βιαστική —
πάνε τα δένδρα, πάνε οι δρόμοι, πάν’ τα σπίτια, πάν’ τα φώτα·
σβήνει και χάνετ’ η μορφή σου η ερωτική".

Γενάρης 1904-Κωνσταντίνος-Π- Καβάφης (Από τα Κρυμμένα Ποιήματα 1877;-1923, Ίκαρος 1993) 



Οι νύχτες του Γενάρη

Στίχοι:Ηλίας Κατσούλης

Μουσική:Παντελής Θαλασσινός

Οι νύχτες του Γενάρη έχουν στόμα
και λένε παραμύθια τις γιορτές
τσακίζουνε του μπουκαλιού το πώμα
και πίνουν να μεθάνε οι ποιητές

Οι μέρες του Γενάρη έχουν μάτια
που κλέβουνε το φως και το σκορπούν
τα δειλινά σε έρημα δωμάτια
εκείνων που θυμούνται κι αγαπούν
Οι μέρες και οι νύχτες του Γενάρη
σα δέντρα κρεμασμένα στη βροχή
στιχάκια γράφουν σ’ ένα Καλαντάρι
και στις καρδιάς τα φύλλα μιαν ευχή

Ο χρόνος του Γενάρη γκρίζα δάφνη
παράθυρα της μνήμης ανοιχτά
αναπολεί τον ποιητή Καβάφη
την Αλεξάνδρεια αποχαιρετά.

"Για σένα ο μήνας θα ’ναι πάντα ο πρώτος· 

οι ατέλειες στο πορτραίτο –

το τεθλιμμένο βλέμμα 

η αμήχανη σύσπαση των χειλιών – 

σε αφήνουν αδιάφορη.

 Στην πολύχρωμη σιωπή 

της αγαπημένης σου βραδιάς 

(χρυσά έλατα, πορσελάνινες κούπες)

 γιόρτασα την ακινησία του χρόνου. 

Οι αγγελιαφόροι φορώντας μάσκες και περούκες 

χορεύουν με τους ζωντανούς.

 Σκοτείνιασε νωρίς."

Χάρης Βλαβιανός, «Παραμονή»  (Από τη συλλογή «Adieu», εκδ. Νεφέλη, 1996. Συγκεντρωτική έκδοση «Η εύθραυστη επικράτεια των λέξεων», εκδ. Νεφέλη, 2013)


Ιανουάριος
Στίχοι: Ορφέας Περίδης Μουσική: Ορφέας Περίδης Είπε: Ας μένει πίσω μου ότι δεν προχωράει ένας καημός ξημέρωσε, μα ο καπετάνιος πάει στη μέση εκεί του πουθενά, στο χάος αρμενίζει και η πυξίδα του γελάει γλυκά του ψιθυρίζει Κάθε αρχή και δύσκολη λένε οι σοφοί του κόσμου μα ακόμα δυσκολότερο είναι το τέλος φως μου στη μέση εκεί του πέλαγου τι ειν' ο μαύρος βράχος είναι ο, τι έμεινε μισό είναι το ίδιο λάθος Είπε: ας μένει πίσω μου ότι δεν προχωράει ένας καημός ξημέρωσε, μα ο καπετάνιος πάει δική του η απόφαση, τ' αξίωμα δικό του αυτός που δεν οδήγησε μήτε τον εαυτό του


"Αγάπες πρώιμες, όψιμες, αλαργινοί καιροί,

τώρα και χτες, πληγές χαρές, ω ριζικά του κόσμου,

κ’ εσείς που κάπου ζήσατε, και λιώνετε νεκροί,

κ’ εσείς με μάτια ολάνοιχτα που ζείτε ακόμα εμπρός μου,

πατρίδα μου, πατρίδες μου, θύμησες, τόποι, νιάτα,

κ’ εσείς ονείρατα άστρεχτα, κ’ η ελπίδα εσύ, και ο τρόμος

κ’ η ορμή, κ’ εσείς που απάντησα και σύντυχα στη στράτα,

 ή καβαλάρης στης ζωής το διάβα ή πεζοδρόμος,

καρποί που μαραγκιάσατε κ’ εσείς βλαστοί δροσάτοι,

φαντάσματα και πλάσματα, χαρίστρα μου η ψυχή.

Της ρήγισσας Πρωτοχρονιάς μεστό είναι το παλάτι,

διάπλατα σας ανοίγεται, και πλούσιοι και φτωχοί.

Ρήγας κ’ εγώ, στο ερημικό νησί μου πάντα, ορίζω

το θησαυρό που δίνεται, και δε θε να στερέψει.

-Ξένοι, δικοί μου, φίλοι μου και οχτροί μου, σας χαρίζω

τη λυρική μου σκέψη!"

Κωστής Παλαμάς, Ρήγισσα Πρωτοχρονιά

(Κ. Παλαμάς, Άπαντα- Η πολιτεία και η μοναξιά, εκδ. Γκοβόστης)





Serenade for Strings, Op. 48: III. Elegia

Tου Γενάρη ηλιοβασίλεμα
γαλανό, καθάριο λάμπει,
στολισμένο με τα χρώματα
μιας μαγιάτικης αυγής.
Πρώιμη άνοιξη γιορτάζουνε
ο άλλος κόσμος άλλοι κάμποι:
T’ ουρανού τα ρόδα ανθίσανε
πριν ανθίσουνε της γης.

Του Γενάρη το ηλιοβασίλεμα-Γεώργιος Δροσίνης




Deux Arabesques, L. 66: No. 1 in E Major, Andantino con moto

Με ένα ποίημα, για το καλό, συνήθιζε να ξεκινά ο Γιάννης Ρίτσος (1909-1990) τη νέα χρονιά. Στο Αρχείο Ρίτσου στα Ιστορικά Αρχεία του Μουσείου Μπενάκη (ΙΑΜΜ), ο ερευνητής θα ανακαλύψει αρκετά ποιήματα με ημερομηνία 1 Ιανουαρίου. 
Γραμμένα σε πρόχειρα σημειωματάρια, με σχόλια, διορθώσεις και διαγραφές, μεταφέρονται αργότερα με επιμέλεια και με την κοσμημένη βυζαντινή χειρογραφή του Ρίτσου σε πανόδετα τετράδια ή σε αυτοσχέδια βιβλιαράκια με σκληρό χάρτινο εξώφυλλο φιλοτεχνημένα σχολαστικά από το χέρι του ποιητή-ζωγράφου, με τρόπο αποκαλυπτικό για τη λειτουργία των μηχανισμών της ποιητικής του. Από τα τελευταία του ποιήματα, συγκινητικό στην πρώτη του γραφή, είναι το «Νύχτωσε», γραμμένο στην Αθήνα την 1.1.88:

 Ακόμη ένας χρόνος… είπε·

Ενας χρόνος περισσότερο στο χρόνο του
Ενας χρόνος λιγότερο απ' το χρόνο του. Απ' το παράθυρο είδαμε
Βαρέθηκε τα ποιήματα,
Βαρέθηκε τη μουσική.
Τ' αγάλματα κωφάλαλα.
Να πιω τον καφέ μου - είπε.
Να καπνίσω το τσιγάρο μου.
Να είμαι, να μην είμαι
Διπλά
Μέσα σ' αυτή την ησυχία,
Μέσα σ' αυτό το θαύμα-τίποτα.

Κι η αποψινή γιορτή αναβλήθηκε.
Κι ούτε που ξέραμε καθόλου
Τι θα πενθούσαν, τι θα γιόρταζαν.
Μεμιάς ανάψανε τα φώτα κι έσβησαν.
Απ' το παράθυρο είδαμε τους μουσικούς·
Πέρασαν άφωνοι τη λεωφόρο
Εχοντας στους ώμους τους
Τεράστια χάλκινα όργανα.
Μείνε, λοιπόν, εδώ,
Κάπνισε το τσιγάρο σου
Μέσα σ' αυτή τη μεγάλη ησυχία
Μέσα σ' αυτό το θαύμα-τίποτα.
Κωφάλαλα τ' αγάλματα.
Κωφάλαλα και τα ποιήματα. Νύχτωσε.
Πηγή για τα ποιήματα από:https://pyroessa-logotimis.blogspot.com/


Saint-Saens : The Swan ( Le Cygne ) - Carnival of the Animals