Δε ζυγιάζω, δε μετρώ, δε βολεύομαι! Ακολουθώ το βαθύ μου χτυποκάρδι...

Νίκος Καζαντζάκης, Ασκητική


Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΜΕΛΟΠΟΙΗΜΕΝΗ ΠΟΙΗΣΗ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΜΕΛΟΠΟΙΗΜΕΝΗ ΠΟΙΗΣΗ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Σάββατο 21 Μαρτίου 2020

Όταν η μουσική ανταμώνει την ποίηση...

Όταν η μουσική και η ποίηση αγκαλιάζονται σαν εραστές...!
Η πατρίδα μας έχει μια μεγάλη, πολύ μεγάλη “προίκα” από ποιητικούς θησαυρούς, μια και σ' αυτή τη γωνιά της γης όχι μόνο γεννήθηκαν αλλά και μεγάλωσαν μερικοί απ' τους μεγαλύτερους ποιητές του κόσμου, που αναγνωρίστηκαν παγκόσμια αυτοί και το έργα τους. 
Ο πλούτος μας μεγάλος, ανεξάντλητος, ευλογημένος όποιος  στην καρδιά του τον κλείνει... 
καλή ακρόαση...!

Μαρίνα πράσινο μου αστέρι Μαρίνα φως του αυγερινού Μαρίνα μου άγριο περιστέρι και κρίνο του καλοκαιριού Δώσε μου δυόσμο να μυρίσω, λουίζα και βασιλικό, μαζί μ’ αυτά να σε φιλήσω, και τι να πρωτοθυμηθώ Τη βρύση με τα περιστέρια, των αρχαγγέλων το σπαθί, το περιβόλι με τ’ αστέρια, και το πηγάδι το βαθύ Τις νύχτες που σε σεργιανούσα, στην άλλη άκρη τ’ ουρανού και ν’ ανεβαίνεις σε θωρούσα, σαν αδελφή του αυγερινού



Ποίηση: Γιώργος Σεφέρης, ΕΠΙΦΑΝΙΑ, 1937. Μουσική: Μίκης Θεοδωράκης
Τ' ανθισμένο πέλαγο και τα βουνά στη χάση του φεγγαριού η μεγάλη πέτρα κοντά στις αραποσυκιές και τ' ασφοδίλια το σταμνί πού δεν ήθελε να στερέψει στο τέλος της μέρας και το κλειστό κρεββάτι κοντά στα κυπαρίσσια και τα μαλλιά σου χρυσά• τ' άστρα του Κύκνου κι εκείνο τ' άστρο ο Αλδεβαράν. Κράτησα τη ζωή μου, κράτησα τη ζωή μου ταξιδεύοντας ανάμεσα σε κίτρινα δέντρα κατά το πλάγιασμα της βροχής σε σιωπηλές πλαγιές φορτωμένες με τα φύλλα της οξυάς, καμμιά φωτιά στην κορυφή τους• βραδυάζει. Κράτησα τη ζωή μου• στ' αριστερό σου χέρι μια γραμμή μια χαρακιά στο γόνατό σου, τάχα να υπάρχουν στην άμμο τού περασμένου καλοκαιριού τάχα να μένουν εκεί πού φύσηξε ό βοριάς καθώς ακούω γύρω στην παγωμένη λίμνη την ξένη φωνή. Τα πρόσωπα πού βλέπω δε ρωτούν, μήτε η γυναίκα περπατώντας σκυφτή, βυζαίνοντας το παιδί της. Ανεβαίνω τα βουνά· μελανιασμένες λαγκαδιές• o χιονισμένος κάμπος, ώς πέρα ο χιονισμένος κάμπος, τίποτε δε ρωτούν, μήτε o καιρός κλειστός σε βουβά ερμοκκλήσια, μήτε τα χέρια που απλώνονται για να γυρέψουν, κι οι δρόμοι. Κράτησα τη ζωή μου ψιθυριστά μέσα στην απέραντη σιωπή, δεν ξέρω πια να μιλήσω, μήτε να συλλογιστώ• ψίθυροι σαν την ανάσα του κυπαρισσιού τη νύχτα εκείνη σαν την ανθρώπινη φωνή της νυχτερινής θάλασσας στα χαλίκια σαν την ανάμνηση της φωνής σου λέγοντας «ευτυχία». Κλείνω τα μάτια γυρεύοντας το μυστικό συναπάντημα των νερών κάτω απ τον πάγο το χαμογέλιο τής θάλασσας τα κλειστά πηγάδια ψηλαφώντας με τις δικές μου φλέβες τις φλέβες εκείνες πού μου ξεφεύγουν εκεί πού τελειώνουν τα νερολούλουδα κι αυτός ό άνθρωπος πού βηματίζει τυφλός πάνω στο χιόνι τής σιωπής. (ΚΡΑΤΗΣΑ ΤΗ ΖΩΗ ΜΟΥ -Β΄) Κράτησα τη ζωή μου, μαζί του, γυρεύοντας το νερό πού σ' αγγίζει στάλες βαρειές πάνω στα πράσινα φύλλα, στο πρόσωπό σου, μέσα στον άδειο κήπο, στάλες στην ακίνητη δεξαμενή, βρίσκοντας έναν κύκνο νεκρό μέσα στα κάτασπρα φτερά του, δέντρα ζωντανά και τα μάτια σου προσηλωμένα. Ο δρόμος αυτός δεν τελειώνει, δεν έχει αλλαγή, όσο γυρεύεις να θυμηθείς τα παιδικά σου χρόνια, εκείνους πού έφυγαν, εκείνους πού χάθηκαν μέσα στον ύπνο• τους πελαγίσιους τάφους, όσο ζητάς τα σώματα πού αγάπησες να σκύψουν κάτω από τα σκληρά κλωνάρια τών πλατάνων εκεί πού στάθηκε μια αχτίδα τού ήλιου γυμνωμένη και σκίρτησε ένας σκύλος και φτεροκόπησε ή καρδιά σου, ο δρόμος δεν έχει αλλαγή· κράτησα τη ζωή μου.


Μέρα μαγιού  ΘΕΟΔΩΡΑΚΗΣ - ΡΙΤΣΟΣ - ΜΠΙΘΙΚΩΤΣΗΣ

Μέρα Μαγιού μου μίσεψες μέρα Μαγιού σε χάνω άνοιξη γιε που αγάπαγες κι ανέβαινες απάνω Στο λιακωτό και κοίταζες και δίχως να χορταίνεις άρμεγες με τα μάτια σου το φως της οικουμένης Και μου ιστορούσες με φωνή γλυκιά ζεστή κι αντρίκεια τόσα όσα μήτε του γιαλού δεν φτάνουν τα χαλίκια Και μου 'λεγες πως όλ' αυτά τα ωραία θα ‘ν' δικά μας και τώρα εσβήστης κι έσβησε το φέγγος κι η φωτιά μας


Ανοίγω το στόμα μου - 1964 Στίχοι: Οδυσσέας Ελύτης Μουσική: Μίκης Θεοδωράκης
Ανοίγω το στόμα μου κι αναγαλλιάζει το πέλαγος και παίρνει τα λόγια μου στις σκοτεινές του τις σπηλιές και στις φώκιες τις μικρές τα ψιθυρίζει τις νύχτες που κλαιν των ανθρώπων τα βάσανα. Χαράζω τις φλέβες μου και κοκκινίζουν τα όνειρα και τσέρκουλα γίνονται στις γειτονιές των παιδιών και σεντόνια στις κοπέλες που αγρυπνούνε κρυφά για ν’ ακούν των ερώτων τα θαύματα.


Νύχτα Μαγικιά - ΧΑΙΡΕΤΙΣΜΟΙ
Στίχοι: Γιάννης Θεοδωράκης Μουσική: Μίκης Θεοδωράκης

Νύχτα μαγικιά, μια σκιά περνά σκέψου τώρα τη φωνή που σου ’λεγε, ποτέ, ποτέ μαζί. Βάδιζα σκυφτός, ήσουν ουρανός με των άστρων τη μουσική μου τραγουδάς, ποτέ, ποτέ μαζί Μάγισσα χλωμή, το στερνό σου φιλί ξεχασμένη μουσική μια μαχαιριά, ποτέ, ποτέ μαζί.


Μανώλης Μητσιάς - Τσάμικος (Χατζηδάκις - Γκάτσος)

Στα κακοτράχαλα τα βουνά με το σουραύλι και το ζουρνά πάνω στην πέτρα την αγιασμένη χορεύουν τώρα τρεις ανδρειωμένοι, ο Νικηφόρος κι ο Διγενής κι ο γιος της Άννας της Κομνηνής. Δική τους είναι μια φλούδα γης κι εσύ Χριστέ μου τους ευλογείς για να γλιτώσουν αυτή τη φλούδα απ’ το τσακάλι και την αρκούδα. Δες πως χορεύει ο Νικηταράς, κι αηδόνι γίνεται ο ταμπουράς. Από την Ήπειρο στο Μωριά, κι απ’ το σκοτάδι στη λευτεριά. Το πανηγύρι κρατάει χρόνια στα μαρμαρένια του χάρου αλώνια. Κριτής κι αφέντης είν’ ο Θεός και δραγουμάνος του ο λαός.


Κεμάλ, Γκάτσος - Χατζηδακις

Ακούστε την ιστορία του Κεμάλ ενός νεαρού πρίγκιπα, της ανατολής απόγονου του Σεβάχ του θαλασσινού, που νόμισε ότι μπορεί να αλλάξει τον κόσμο αλλά πικρές οι βουλές του Αλλάχ και σκοτεινές οι ψυχές των ανθρώπων Στης Ανατολής τα μέρη μια φορά και ένα καιρό ήταν άδειο το κεμέρι, μουχλιασμένο το νερό στη Μοσσούλη, τη Βασσόρα, στην παλιά τη χουρμαδιά πικραμένα κλαίνε τώρα της ερήμου τα παιδιά Κι ένας νέος από σόι και γενιά βασιλική αγροικάει το μοιρολόι και τραβάει κατά εκεί τον κοιτάν οι Βεδουίνοι με ματιά λυπητερή κι όρκο στον Αλλάχ τους δίνει, πως θ’ αλλάξουν οι καιροί Σαν ακούσαν οι αρχόντοι του παιδιού την αφοβιά ξεκινάν με λύκου δόντι και με λιονταριού προβιά απ’ τον Τίγρη στον Ευφράτη, απ’ τη γη στον ουρανό κυνηγάν τον αποστάτη να τον πιάσουν ζωντανό Πέφτουν πάνω του τα στίφη, σαν ακράτητα σκυλιά και τον πάνε στο χαλίφη να του βάλει την θηλιά μαύρο μέλι μαύρο γάλα ήπιε εκείνο το πρωΐ πριν αφήσει στην κρεμάλα τη στερνή του την πνοή Με δύο γέρικες καμήλες μ’ ένα κόκκινο φαρί στου παράδεισου τις πύλες ο προφήτης καρτερεί πάνε τώρα χέρι χέρι κι είναι γύρω συννεφιά μα της Δαμασκού τ’ αστέρι τους κρατούσε συντροφιά Σ’ ένα μήνα σ’ ένα χρόνο βλέπουν μπρος τους τον Αλλάχ που από τον ψηλό του θρόνο λέει στον άμυαλο Σεβάχ: "νικημένο μου ξεφτέρι δεν αλλάζουν οι καιροί, με φωτιά και με μαχαίρι πάντα ο κόσμος προχωρεί" Καληνύχτα Κεμάλ, αυτός ο κόσμος δε θα αλλάξει ποτέ.


Αθανασία. Γκάτσος Χατζηδάκις
Τι ζητάς αθανασία στο μπαλκόνι μου μπροστά,
δε μου δίνεις σημασία κι η καρδιά μου πώς βαστά.
Σ’ αγαπήσανε στον κόσμο βασιλιάδες, ποιητές,
κι ένα κλωναράκι δυόσμο δεν τους χάρισες ποτές.

Είσαι σκληρή σαν του θανάτου τη γροθιά,
μα 'ρθαν καιροί που σε πιστέψαμε βαθιά.
Κάθε γενιά δική της θέλει να γενείς,
Ομορφονιά που δε σε κέρδισε κανείς.

Τι ζητάς αθανασία στο μπαλκόνι μου μπροστά,
ποια παράξενη θυσία η ζωή να σου χρωστά.
Ήρθαν διψασμένοι Κροίσοι, ταπεινοί προσκυνητές,
κι απ’ του κήπου σου τη βρύση δεν τους δρόσισες ποτές.

Είσαι σκληρή σαν του θανάτου τη γροθιά,
μα 'ρθαν καιροί που σε πιστέψανε βαθιά.
Κάθε γενιά δική της θέλει να γενείς,
Ομορφονιά που δε σε κέρδισε κανείς.

Με την πρώτη σταγόνα της βροχής, Ελύτης, Χατζηδάκις

Με την πρώτη σταγόνα της βροχής σκοτώθηκε το καλοκαίρι,
μουσκέψανε τα λόγια που είχανε γεννήσει αστροφεγγιές,
όλα τα λόγια που είχανε μοναδικό τους προορισμόν Εσένα!
Πριν απ' τα μάτια μου ήσουν φως,
πριν απ' τον έρωτα έρωτας
κι όταν σε πήρε το φιλί
γυναίκα.
Κατά πού θ' απλώσουμε τα χέρια μας
τώρα που δε μας λογαριάζει πια ο καιρός;
Κατά πού θ' αφήσουμε τα μάτια μας
τώρα που οι μακρινές γραμμές ναυάγησαν στα σύννεφα;
Κι είμαστε μόνοι ολομόναχοι
τριγυρισμένοι απ' τις νεκρές εικόνες σου.
Πριν απ' τα μάτια μου ήσουν φως
πριν απ' τον έρωτα έρωτας
κι όταν σε πήρε το φιλί
γυναίκα



Σ' αγαπώ, Μυρτιώτισσα, Χατζηδάκις

Σ' αγαπώ, δεν μπορώ Τίποτ' άλλο να πω Πιο βαθύ, πιο απλό Πιο μεγάλο! Μπρος στα πόδια σου εδώ Με λαχτάρα σκορπώ Τον πολύφυλλο ανθό Της ζωής μου Τα δυο χέρια μου, να... Στα προσφέρω δετά Για να γείρεις γλυκά Το κεφάλι Κι η καρδιά μου σκιρτά Κι όλη ζήλια ζητά Να σου γίνει ως αυτά Προσκεφάλι Ω μελίσσι μου, πιες Απ' αυτόν τις γλυκές Τις αγνές ευωδιές Της ψυχής μου! Σ' αγαπώ τι μπορώ Ακριβέ να σου πω Πιο βαθύ, πιο απλό Πιο μεγάλο;



Ήρθε ο καιρός, Γκάτσος, Ξαρχάκος

Εσείς που βάλατε την έγνοια προσκεφάλι κι είχατε στρώμα της ζωής την ερημιά Εσείς που χρόνια δε σηκώσατε κεφάλι και καλοσύνη δε σας άγγιξε καμιά Ηρθε ο καιρός, ήρθε ο καιρός πάνω στου κόσμου την πληγή ήρθε ο καιρός, ήρθε ο καιρός να ξαναχτίσετε την γη. Εσείς αδέρφια που ποτέ δεν βγάλατε άχνα κι ούτε ξημέρωσε στην πόρτα σας γιορτή εσείς που η πίκρα σας πλημμύρισε τα σπλάχνα κι όλοι σάς βλέπανε σαν άγραφο χαρτί. 




Οι πρώτοι και οι δεύτεροι, Γκάτσος, Ξαρχάκος

Στο χώμα τούτο το σκληρό που `ναι η βροχή αγγέλων δάκρυ
ποτέ δεν είχαμε νερό κι αλαφιασμένοι σε μιαν άκρη
αρχίζαμε μονομαχία με τα στοιχειά και τα στοιχεία

Έτσι περπάταγε η ζωή πότε στραβά και πότε ίσια
μέσ’ απ’ του κόσμου τη βουή να πάει γραμμή για τα Ηλύσια
μ’ αίμα ραντίζοντας και σκόνη το παθιασμένο της βαγόνι

Θεε μου γιατί γιατί γιατί κείνοι που σκύβουν το κεφάλι
και τεμενάδες κάνουν πάλι στον τύραννο και στον προδότη
Θεε μου γιατί γιατί γιατί να `ρχονται κείνοι πάντα πρώτοι
κι εμείς οι αγνοί κι ελεύτεροι να `μαστε πάντα δεύτεροι;



Το προσκύνημα, Ι.Καμπανέλλης, Ξαρχάκος

Πάμε κι εμείς στην αυλή του φθινοπώρου
πίσω απ’ τα πετρωμένα στάχυα του καλοκαιριού
πάμε κι εμείς στα παιδιά που κοιμήθηκαν
κάτω απ’ τα ματωμένα νύχια του περιστεριού
πάμε να δεις στην αυλή που μεγάλωσαν

Δυο παιδιά ερωτευμένα
δυο παιδιά του χαμού

Ορέστη απ’ το Βόλο
Μαρία απ’ τη Σπάρτη
γυρεύω το γιο μου
Μαρία απ’ τη Σπάρτη
Ορέστη απ’ το Βόλο
την κόρη μου θέλω

Δυο παιδιά ερωτευμένα
δυο παιδιά του Χαμού

Ορέστη απ’ το Βόλο
Μαρία απ’ τη Σπάρτη
γυρεύω το γιο μου
Μαρία απ’ τη Σπάρτη
Ορέστη απ’ το Βόλο
την κόρη μου θέλω




Φίλοι κι αδέλφια, Καμπανέλλης, Ξαρχάκος

Φίλοι κι αδέλφια, μανάδες, γέροι και παιδιά
στα παραθύρια βγείτε και θωρείτε
ποιοι περπατούν στα σκοτεινά και σεργιανούνε στα στενά
φίλοι κι αδέλφια, μανάδες, γέροι και παιδιά.
Γράφουν σημάδια, μηνύματα στο βασιλιά
σα δε φωνάξεις έβγα να το γράψεις
να μην σ' ακούσουν τα σκυλιά βγάλε φωνή χωρίς μιλιά
σημάδια και μηνύματα στο βασιλιά.
Ήταν στρατιώτες, καπεταναίοι και λαϊκοί,
όρκο σταυρώσαν πάνω στο σπαθί τους
η λευτεριά να μην χαθεί, όρκο σταυρώσαν στο σπαθί
καπεταναίοι, στρατιώτες, λαϊκοί.
Κι όπου φοβάται φωνή ν' ακούει απ' το λαό
σ' έρημο τόπο ζει και βασιλεύει,
κάστρο φυλάει ερημικό, έχει το φόβο φυλαχτό
όπου φωνή φοβάται ν' ακούει απ' το λαό.