Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΜΙΚΡΕΣ ΙΣΤΟΡΙΕΣ-ΗΧΗΤΙΚΑ ΒΙΝΤΕΟ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΜΙΚΡΕΣ ΙΣΤΟΡΙΕΣ-ΗΧΗΤΙΚΑ ΒΙΝΤΕΟ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Πέμπτη 12 Ιουνίου 2025

Τα κοχύλια ζουν; Μια μικρή ιστορία της Βάνας Σμπαρούνη

Τα κοχύλια ζουν;  
Μια μικρή ιστορία της Βάνας Σμπαρούνη



Τα κοχύλια ζουν;

Η Νεφέλη όταν αντίκρισε την παραλία της Πευκιάς ψηλά από τον δρόμο δεν πίστευε στα μάτια της πως τα είχε καταφέρει. Αγνάντεψε λίγο μέχρι εκεί που έφτανε το μάτι της, κι έπειτα πήρε το μονοπάτι που έβγαζε στην παραλία. Φθάνοντας εκεί το γεμάτο αρμύρα αεράκι που την καλοδέχτηκε, την έκανε να νοιώσει καλύτερα. Πήρε μια βαθιά ανάσα και άφησε το σακβουαγιάζ της κάτω. Κάθισε πάνω στα υγρά βότσαλα και με τα χέρια της τυλιγμένα στα γόνατά της περίμενε. Περίμενε με το βλέμμα της καρφωμένο προς τη μεριά του μεγάλου βράχου, ελπίζοντας κάποια στιγμή να φανεί ο Λίνος. Τον Λίνο τον είχε ανταμώσει εδώ στην παραλία της Πευκιάς το περσινό καλοκαίρι στις διακοπές της. Ήταν ψαράς , ένας παράξενα όμορφος άνθρωπος με φευγάτο αλλά και τόσο γαλήνιο βλέμμα. Πάντα και λίγο πριν πέσει ο ήλιος, ερχόταν στην παραλία κι έφτιαχνε τα δίχτυα του. Ύστερα έμπαινε στη βάρκα του και ξανοιγόταν μεσοπέλαγα. Της άρεσε να τον ακολουθεί με το βλέμμα της μέχρι που χανόταν. Κάποιο απόγευμα την πλησίασε. Γονάτισε μπροστά της κι ανοίγοντας τις χούφτες της τής πρόσφερε κοχύλια. «Για σένα τα μάζεψα» της είπε και κάθισε δίπλα της. «Σε ευχαριστώ» του αποκρίθηκε σαν κοριτσάκι που της είχαν χαρίσει το ομορφότερο δώρο. «Με λένε Λίνο». «Εμένα…». «Αερικό» της είπε πριν προλάβει καλα-καλά να πει το όνομά της. «Ένα παιδί αερικό» πρόσθεσε και την κοίταξε. «Μόνη σε δύσκολα μονοπάτια» συνέχισε εκείνος χωρίς να παίρνει το βλέμμα του από πάνω της, «ακροβατείς ανάμεσα στη ζωή και σ΄ένα ξέφρενο καλπασμό ψυχής. Μοιάζεις σαν να πατάς σ΄ενός βράχου τη μύτη. Αχ! Πόσο θυμό κρύβεις μέσα σου». «Βαθύ θυμό. Γι’ αυτό και φεύγω» αποκρίθηκε. «Πρέπει κάποτε να βρεθείς αντιμέτωπη μ’αυτόν» «Είναι θέμα χρόνου. Τώρα ξεσπώ με σιωπή». «Χμ! η σιωπή κουβαλά πολλούς ήχους. Κάνει πάντα πιο πολύ κρότο» της είπε και σηκώθηκε. «Ας πηγαίνω τώρα Αερικό. Ν’ ανασαίνεις». Από εκείνο το απόγευμα αντάμωναν πάντα στο ίδιο μέρος και την ίδια ώρα. «Τα κοχύλια ζούν;» ήταν η πρώτη του κουβέντα όταν την έβλεπε. «Πάντα» απαντούσε εκείνη και κάθονταν μέχρι που έδυε ο ήλιος. Οι μέρες κύλησαν γρήγορα. Οι διακοπές της έφτασαν στο τέλος τους. «Λίνο, αύριο φεύγω. Πάρε το τηλέφωνό μου και όποτε θελήσεις να ξέρεις πως το Αερικό θα είναι εκεί» του είπε χωρίς να μπορεί να κρύψει την συγκίνησή της και τη μελαγχολία της που δεν θα τον ξανάβλεπε. «Είναι χαρά Αερικό να μιλάει κάποιος μαζί σου. Αποπνέεις αλήθεια, ταξίδι». «Νοερό ταξίδι Λίνο;» «Πραγματικό ταξίδι. Οι εικόνες σου είναι εικόνες ζωής. Είσαι καλό κοχύλι. Χρωματιστό. Γι αυτό μην αφήνεις ν’ ακροβατούν πάνω στη πλάτη σου κένταυροι. Δεν αξίζει να αιμορραγείς για χάρη κανενός», Από τότε δεν τον ξαναείδε, ούτε εκείνος την αναζήτησε. «Ίσως να χάθηκε για πάντα στους βυθούς του» μονολόγησε καθώς περνούσε η ώρα κι εκείνος δεν φαινόταν. Αισθάνθηκε τόση απογοήτευση, που ούτε τον ήλιο στη δύση του δεν είχε διάθεση να συντροφεύσει. Όλα γύρω ήταν παράξενα ήσυχα. Ξάπλωσε βάζοντας τα δυο της χέρια προσκεφάλι. Έκλεισε τα μάτια, κι αυθόρμητα ανέβηκε στα χείλη της ένα ξεχασμένο τραγούδι: «Χρώματα πήρα και καμβά Για να σε ζωγραφίσω Και με το χρώμα τ' ουρανού άγγελο να σε ντύσω Χρώματα πήρα και καμβά Όνειρα μαγεμένα Και μ' όλα τα άστρα αγκαλιά Ζωγράφισα εσένα Κόκκινος ήλιος η καρδιά μου Τ' αγέρι θα 'ναι θαλασσί Πράσινη θάλασσα η ματιά μου Και τ' όνειρό μου θα 'σαι συ Τη νύχτα η μέρα θα κεντήσει Με της αγάπης μου το φως Χιλιάδες άστρα να σκορπίσει Με τη μορφή σου ο ουρανός Χρώματα πήρα και καμβά Και όνειρα βαμμένα Και της ζωής σου τα κλειδιά Πορτρέτα φυλαγμένα ..»** Η φωνή της πρώτη φορά μετά από πολύ καιρό έμοιαζε να ταξιδεύει πέρα από τον αισθητό κόσμο, αγγίζοντας εκείνη τη γραμμή του ορίζοντα που έβλεπε όταν ήταν μικρή στα όνειρά της. Ξάφνου εκεί στην υπερκόσμια στιγμή της, η θάλασσα ανταριάζει κι ένα κύμα τη βρέχει μέχρι τα γόνατα. Η αίσθηση του νερού πάνω στο κορμί ης ήταν τόσο ευεργετική που δεν έκανε τον κόπο να σηκωθεί να δει τι προκάλεσε τον αναπάντεχο μικροθυμό της. Δεν πέρασαν λίγα λεπτά, όταν από κάποια απόσταση ακούστηκε σύρσιμο μιας βάρκας πάνω στα βότσαλα. Μετά κάποια βήματα να κατευθύνονται προς τη μεριά ης. Με τεντωμένες τις κεραίες της συνέχισε να παραμένει ασάλευτη και ακάλυπτη. Τα βήματα δεν άργησαν να σβήσουν ακριβώς πάνω από το κεφάλι της. Σιωπή! Δεν θα ανοίξεις τα μάτια, είπε αποφασιστικά στον εαυτόν της, προκαλώντας τον έτσι να αναμετρηθεί με το φόβο που δημιουργεί η αίσθηση του άγνωστου. Η δοκιμασία κράτησε έως ότου ήχησε στα αυτιά της η γνώριμη φωνή του Λίνου που τη ρωτούσε τρυφερά: «Τα κοχύλια ζουν;». «Πάντα» αποκρίθηκε εκείνη, και τότε άνοιξε τα μάτια της. Ο Λίνος χαμογέλασε και κάθισε δίπλα της. «Αερικό, πώς και από τα μέρη μας;». «Μια παράξενη συγκυρία με έφερε» του απάντησε εκείνη κι ανακάθισε καλύτερα καρφώνοντας το βλέμμα της στον πύρινο δίσκο του ήλιου που ολοένα και πλάγιαζε στον ορίζοντα. Η διφορούμενη απάντησή της τον έκανε να θέλει να ρωτήσει πιο πολλά. «Και ποιος άνεμος σε έφερε εδώ στην παραλία της Πευκιάς;». «Ο άνεμος της επιθυμίας να σε ανταμώσω, έστω για μια στιγμή». «Έκανες όλη αυτή τη διαδρομή μόνο και μόνο για μένα;». «Δε σου φτάνει;» τον ρώτησε με παράπονο. «Θα μου έφτανε αν ήταν έτσι πραγματικά. Αλλά δεν είναι. Όσο και να θέλεις να κρυφτείς δεν τα καταφέρνεις. Είμαι σίγουρος πως κάτι σοβαρό σου συμβαίνει». Η Νεφέλη χαμογέλασε. «Λίνο, η αλήθεια είναι πως έφτασα μέχρι εδώ κάτω από παράξενες συνθήκες. Σε παρακαλώ όμως μη με ρωτήσεις τίποτα άλλο. Δέξου την παρουσία μου απλά, χωρίς εξηγήσεις» του είπε ήρεμα και πέταξε στη θάλασσα μερικά βότσαλα που είχε μαζέψει στη χούφτα της. «Καλά. Ίσως και να έχεις δίκιο. Τα «γιατί» των «γιατί» πολλές φορές χάνουν την ουσία. Για λίγα λεπτά έμειναν σιωπηλοί. «Ξέρεις» έσπασε πρώτη τη σιωπή η Νεφέλη, «αρκετές φορές περνούσες μπροστά μου σαν πνοή, φέρνοντας στο νου μου κουβέντες σου γεμάτες αλήθεια. Τότε τις είχα προσπεράσει αλλά κατόπιν τις βρήκα μπροστά μου». «Αλήθεια;» τη ρώτησε σαν να μη την πίστευε. «Θα μου πεις έστω και μία;». Η Νεφέλη έμεινε για λίγο βυθισμένη στον κόσμο της. «Γιατί χάθηκες τώρα;» τη ρώτησε στρέφοντας το κεφάλι του προς τη μεριά της. «Μήπως θέλεις να μου εκμυστηρευτείς αυτό που σου συμβαίνει αλλά ψάχνεις να βρεις τα λόγια εκείνα που θα το κάνουν πιο ανώδυνο;». «Όχι…όχι» πετάχτηκε αμέσως. «Πέρασε πια. Πες μου εσύ πώς είσαι; Πώς περνάς;».»Καλά είμαι. Ανασαίνω όπως πάντα στους βυθούς μου». «Έτσι νιώθεις ελεύθερος;». «Ναι. Για μένα η θάλασσα είναι σαν μήτρα. Με αγκαλιάζει». «Εμένα πάλι ο αέρας». «Εμ! Αερικό δεν είσαι;». «Αερικό που έχει πάψει να πετάει εδώ και πολύ καιρό» είπε κι έμοιαζε σαν να μιλούσε στον εαυτόν της. «Πετάς αλλά όχι τόσο όσο θα ήθελες». «Λίνο δεν πετώ». «Δεν το πιστεύω για σένα». «Μα…καλά δε βλέπεις τα πήλινα πόδια μου, που με έχουν καθηλώσει και αδυνατώ να τα σπάσω;». «Έχεις δύναμη μέσα σου και θα τα καταφέρεις. Όλα είναι θέμα χρόνου» της είπε ήρεμα. «Αυτό το πότε δεν ξέρω και θυμώνω με τον εαυτόν μου. Δεν αντέχω άλλο να ζω στην πραγματικότητα των πρέπει. Πνίγομαι. Μού κλέβουν τις ανάσες και τα χρώματα που με αυτά ζωγραφίζω τη ζωή μου». «Αερικό, όσα χρώματα και αν σου κλέψουν, έχεις τόσα πολλά που…». «Μη με παρηγορείς» τον διέκοψε αμέσως, «η παλέτα άδειασε γιατί η περιπέτεια που λέγεται ζωή ολοένα γίνεται και πιο φτηνή, γεμάτη εκπτώσεις. Ένας καθημερινός βιασμός από εκείνους, που επειδή δεν διαθέτουν δικούς τους οργασμούς, αρπάζουν το δικό σου». Ο Λίνος όση ώρα ξεσπούσε το θυμό της έμενε σιωπηρός, νοιώθοντας συνάμα και μια τρυφεράδα να τον κατακλύζει, γι’ αυτό το ασφυκτικά ελεύθερο πλάσμα, που πάλευε με νύχια και με δόντια να βρει πάλι εκείνη τη δύναμη που θα το κάνει να πετάξει. «Χαίρομαι που δε στρέφεις πια το θυμό σου μέσα σου και τον ξεσπάς. Είναι καλό δείγμα» είπε ο Λίνος μόλις εκείνη σταμάτησε. «Ναι. Καλό δείγμα δε λέω. Αλλά έτσι πως έχω πάρει φόρα θα πληρώσει το θυμό μου και αθώος κόσμος και δεν κάνει». Ο Λίνος γέλασε. «Γελάς ε;. Δεν έχεις κι άδικο. Για γέλια είμαι» του είπε κουνώντας το κεφάλι της. «Δεν είσαι για γέλια. Απλά είναι απίστευτο αυτό που συμβαίνει με σένα». «Ποιο Λίνο;». «Να εκεί που φορτσάρεις και μιλάς σοβαρά, πετάς κάτι και αμέσως αποφορτίζεις την ατμόσφαιρα. Αυτό μου αρέσει σε σένα». «Είναι η άμυνά μου. Ας κάνω κι αλλιώς». «Και όχι μόνο. Αυτό δείχνει πως δεν είσαι μονοσήμαντη, οι καθρέφτες σου πολλοί». «Μόνο που οι πολλοί καθρέφτες μου είναι η αιτία για το ολοκληρωτικό μου μπέρδεμα». «Όχι Αερικό. Είναι η αιτία που είσαι μοναδική» της αντιγύρισε και της χάιδεψε τα μαλλιά. Η νύχτα σιγά σιγά άρχιζε να τους τυλίγει και το φεγγάρι είχε ήδη ανατείλει. «Αερικό, τι λες; Δεν είναι ώρα να πηγαίνουμε;» «Εσύ αν θέλεις μπορείς να φύγεις. Εγώ θα μείνω εδώ ώσπου να πάρω το λεωφορείο για το λιμάνι». «Δεν θα είσαι καλά να πιστεύεις πως θα σε αφήσω εδώ. Θα σε φιλοξενήσω στην καλύβα μου, κι όταν έρθει η ώρα θα σε πάω με τη βάρκα στο λιμάνι. Η Νεφέλη αιφνιδιασμένη από την πρότασή του, μένει για λίγα λεπτά σκεφτική. Ο Λίνος βλέποντας το δισταγμό της δε θέλει να τη πιέσει. «Καλά, σε αφήνω να σκεφτείς και να αποφασίσεις. Θα πάω μέχρι τη βάρκα και θα περιμένω σινιάλο σου», της λέει και φεύγει. Πριν προλάβει να απομακρυνθεί αρκετά η Νεφέλη τον φωνάζει. «Λίνο περίμενε, θα έρθω μαζί σου» και σηκώθηκε αποφασισμένη. Ό,τι είναι να ζήσει ας το ζήσει μέχρι το τέλος. Η καλύβα του Λίνου ήταν κρυμμένη σε κάποιο όρμο πίσω από την παραλία της Πευκιάς. Μια ξύλινη καλύβα που από τα πρώτα κιόλας λεπτά σε πήγαινε σε αλλοτινούς καιρούς. Τότε που ακόμα οι άνθρωποι ζούσαν και λειτουργούσαν χωρίς τις παρεμβάσεις του πολιτισμού. «Μου φαίνεται απίστευτο», είπε η Νεφέλη μόλις αντίκρισε το λιτό μικρό χώρο της καλύβας να φωτίζεται μόνο από το αχνό ως μιας λάμπας που είχε ανάψει ο Λίνος λίγο πριν μπουν μέσα. «Ποιο;» τη ρώτησε αφήνοντας τη λάμπα πάνω στο ξύλινο τραπέζι. «Πως αντιστέκεσαι σθεναρά σε αυτό που λέμε πολιτισμό» του απάντησε, ενώ δε σταματούσε λεπτό να περιεργάζεται κάθε γωνιά του δωματίου. Ο Λίνος δε σχολίασε τη κουβέντα της. Πήρε το σάκο της και τον ανέβασε στη μικρή σοφίτα που προφανώς εκεί ήταν η κάμαρη του. Η Νεφέλη στάθηκε μπροστά από το ανοικτό παράθυρο, βλέποντας το φεγγάρι να αντιφεγγίζει στην ήμερη θάλασσα. «Επ! τι κάνεις εκεί; Ρομαντζάρεις;» τη ρώτησε ο Λίνος που μόλις είχε κατέβει. «Σκεφτόμουν» του είπε η Νεφέλη συνεχίζοντας να κοιτά έξω από το ανοικτό παράθυρο. «Μα καλά αυτό το μυαλουδάκι δε σταματά καθόλου να σκέφτεται και να βασανίζεται. Τι σκεφτόσουν;» «Πως θέλει τόλμη αυτό που κάνεις» του είπε εκείνη. «Τόλμη που ζω έξω από τον πολιτισμό;» «Όχι, που ζεις έξω από τη καθιερωμένη ζωή. «Αερικό μη φτιάχνεις μύθους». «Γιατί το λες;» τον ρώτησε γυρίζοντας προς τη μεριά του. «Γιατί μπορεί αυτό που κάνω να μην είναι τόλμη αλλά φόβος να βρίσκομαι εκεί έξω μαζί με σένα και με τον υπόλοιπο κόσμο». «Μήπως ο καθένας μας δεν κρύβει έναν προσωπικό τόπο εξορίας, που μόλις ζορίζεται πάει εκεί και κουρνιάζει;» είπε εκείνη κι αναστέναξε. «Όχι όμως για πάντα. Κάποια στιγμή τολμά και βγαίνει έξω πάλι». «Θες να πεις πως εσύ δε…». «Σςς! Ας μην μιλήσουμε άλλο» της είπε βάζοντας την παλάμη του στα χείλη της. «Πήγαινε πάνω στη σοφίτα να ξεκουραστείς. Άφησε τον εαυτόν σου για λίγο να αφουγκραστεί τους ήχους της νύχτας, κι εγώ θα μείνω εδώ να φτιάξω κάτι πρόχειρο να φας, γιατί είμαι σίγουρος πως πεθαίνεις της πείνας». «Όχι Λίνο, μην μπαίνεις σε φασαρία. Εγώ απλά ήρθα να σε δω και να τα πούμε». «Αερικό, δε θέλει μόνο η ψυχή τροφή, αλλά και το σώμα. Πήγαινε τώρα, της είπε τρυφερά, «και θα σε φωνάξω όταν είναι έτοιμο το φαγητό». Η Νεφέλη δεν επέμενε άλλο. Σιωπηλή ανέβηκε τη ξύλινη σκάλα. Φθάνοντας στο τελευταίο σκαλοπάτι κοντοστάθηκε. Μάλλον ονειρεύομαι είπε στον εαυτόν της καθώς είδε τη σοφίτα να λούζεται από το φως του φεγγαριού και απ’ το ανοικτό παράθυρο να μπαίνουν οι πνοές της νύχτας. Μαγεμένη πλησίασε σχεδόν αθόρυβα τη γωνιά όπου αντίκρυ από το παράθυρο βρισκόταν κάτω το στρώμα, εκεί όπου ο Λίνος πέταγε στα όνειρά του, και κάθισε με τα γόνατα γέρνοντας το κορμό της πίσω. Ακούμπησε τα χέρια της πάνω στη ποδιά της, έπλεξε τα δάχτυλά της και σηκώνοντας ελαφρά το κεφάλι προς τα πάνω, έκλεισε τα μάτια να πάρει όλη τη θετική ενέργεια που πλανιόταν γύρω της. Έμεινε σε αυτή τη στάση αρκετά λεπτά. Όταν αισθάνθηκε να έχει ελευθερώσει όλες της τις αισθήσεις, με ελαφρές κινήσεις ξάπλωσε πάνω στο στρώμα, ικανοποιημένη που ήταν και πάλι ζωντανή. Ο Λίνος μόλις τελείωσε το μαγείρεμα κι έστρωσε το τραπέζι, αλαφροπατώντας τα σκαλοπάτια ανέβηκε στη σοφίτα. Πλησίασε κοντά της και γονάτισε προσεκτικά στην άκρη του στρώματος. «Αερικό…» είπε σιγανά πάνω απ’ το κεφάλι της. Καθώς είδε να μη βγαίνει από το βαθύ της ύπνο, σηκώθηκε και αθόρυβα πλησίασε το παράθυρο. κάθισε στο περβάζι κι έχοντας το βλέμμα του καρφωμένο πάνω στο γαληνεμένο και φεγγαροφώτιστο πρόσωπό της αφουγκραζόταν την ανάσα της. Χαμογέλασε πιάνοντας τη καρδιά του να φτερουγίζει το ίδιο τρελά με εκείνου του έφηβου στο πρώτο του σκίρτημα. «Λίνο, παλάβωσες» μονολόγησε για να επαναφέρει τον εαυτόν του στη τάξη. «Είσαι πολύ ώρα εδώ;» άκουσε τη φωνή της ξαφνικά να τον ρωτά και πετάχτηκε αμέσως. «Όχι Αερικό. Ήρθα να σου πω πως το φαγητό είναι έτοιμο» της είπε και σηκώθηκε να φύγει. «Μη φεύγεις. Σε παρακαλώ έλα και ξάπλωσε δίπλα μου για λίγο» του είπε χωρίς να σαλέψει. Εκείνος υπάκουσε και ξάπλωσε δίπλα της. «Σε ευχαριστώ για την ανάσα που μου προσφέρεις» του είπε αχνά. «Αερικό κάπου χρειάζεται να ξαποσταίνεις λίγο, και να ακουμπάς σε ένα ακρόκλωνο». «Εκεί έξω δεν υπάρχουν ακρόκλωνα». «Μην απελπίζεσαι» την παρηγόρησε εκείνος, κι ένα νέο κύμα τρυφερότητας τον κατέκλυσε για εκείνη. «Η ελπίδα είναι τροχοπέδη που μας βάζει να περπατάμε σε λάθος μονοπάτια». «Αυτών των άλλοθι;» τη ρώτησε. «Ναι. Αλλά ας μη μιλήσουμε άλλο γι’ αυτά. Σε λίγο φεύγω και θα πρέπει πάλι απ’ το τίποτα ν’ αντλώ τη δύναμή μου. Σε παρακαλώ πάρε με μια αγκαλιά. Μόνο μία. Δε μου ξανάτυχε άνθρωπος, που από το κορμί και τη ψυχή του, να αναδύεται τέτοιο άρωμα ζωής σαν το δικό σου». «Αερικό μην παραδοθείς εκεί έξω και χάσεις τις πνοές, τους ήχους και τα χρώματά σου. Μείνε αληθινή» της αποκρίθηκε ο Λίνος και την έκλεισε στην αγκαλιά του.

**Το τραγούδι αυτό είναι σε στίχους και μουσική Μάριου Φραγκούλη.

Χρώματα πήρα και καμβά

Για να σε ζωγραφίσω

Και με το χρώμα τ' ουρανού

άγγελο να σε ντύσω

Χρώματα πήρα και καμβά

Όνειρα μαγεμένα

Και μ' όλα τα άστρα αγκαλιά

Ζωγράφισα εσένα

Κόκκινος ήλιος η καρδιά μου

Τ' αγέρι θα 'ναι θαλασσί

Πράσινη θάλασσα η ματιά μου

Και τ' όνειρό μου θα 'σαι συ

Τη νύχτα η μέρα θα κεντήσει

Με της αγάπης μου το φως

Χιλιάδες άστρα να σκορπίσει

Με τη μορφή σου ο ουρανός

Χρώματα πήρα και καμβά

Και όνειρα βαμμένα

Και της ζωής σου τα κλειδιά

Πορτρέτα φυλαγμένα

Κόκκινος ήλιος η καρδιά μου

Τ' αγέρι θα 'ναι θαλασσί

Πράσινη θάλασσα η ματιά μου

Και τ' όνειρό μου θα 'σαι συ

Τη νύχτα η μέρα θα κεντήσει

Με της αγάπης μου το φως

Χιλιάδες άστρα να σκορπίσει

Με τη μορφή σου ο ουρανός

Χρώματα πήρα και καμβά

Και όνειρα βαμμένα

Και της ζωής σου τα κλειδιά

Πορτρέτα φυλαγμένα


I got colors and canvas to paint you

and with the color of the sky

to dress you as an angel.

i got colors and canvas

magical dreams and i painted you

with all the stars in my arms.

red of the sun for my heart

the breeze will be blue

green sea for my glance

and my dream will be you.

day will embroider the night

with the light of my love

thousands of stars

scattered in the sky

by your look.

i got colors and canvas

and painted dreams

cherished portraits

all keys of your life






 

Κυριακή 25 Αυγούστου 2024

"Σαν πεταλούδα μέσα σε πανοπλία..."Μια μικρή ιστορία της Βάνας Σμπαρούνη



"Σαν πεταλούδα μέσα σε πανοπλία..." 





Υπάρχουν πολλοί που τον “φτερωτό θεό του έρωτα”τον αποκαλούν “φτερωτό τερατάκι”. Ίσως γιατί τον φοβούνται, τρέμουν να του παραδοθούν και γι αυτό όταν τον ανταμώνουν τον προσπερνούν...Έρχεται, όμως, κάποια στιγμή εκεί που ζούσαν ασφαλείς σαν πεταλούδα μέσα σε πανοπλία, αυτό το...άτιμο ”φτερωτό τερατάκι” να βρίσκει μια σχισμάδα και με μοναδική μαεστρία να περνάει το μεταλλικό τους περίβλημα, να μπαίνει μέσα στον μικρόκοσμό τους,αυτόν το φτιαγμένο από κοινωνικές δομές, κώδικες και ετοιμοπαράδοτες αρετές και να το ...χτυπάει “ανελέητα” με την πύρινη φορεσιά του μέχρι να το λιώσει, μέχρι να το ρευστοποιήσει και να τους μεταμορφώσει...! 

Βάνα Σμπαρούνη



της Ελένης Καραΐνδρου- Κ.Χ Μύρη. Από το σάουντρακ της ταινίας του Θόδωρου Αγγελόπουλου "Το μετέωρο βήμα του πελαργού" (1991) Πανσέληνος ο Έρωτας βουρλίζει το κορμί μου και σ' ονειρεύομαι, και σ' ονειρεύομαι, και σ' ονειρεύομαι σαν το χαμψίνι σάρωσες την έρημη ψυχή μου και τώρα καίγομαι, και τώρα καίγομαι, και τώρα καίγομαι Με σκλάβωσες, με λάβωσες και θέλω να πεθάνω για να 'χω τη λαβωματιά στον κάτω κόσμο συντροφιά και να ποθώ παράφορα τον κόσμο τον απάνω Σαν το ταμπάκο ρούφηξες μαζί με το φιλί μου Την αμαρτία μου, την αμαρτία μου, την αμαρτία μου Με χτύπησες αλύπητα κι έκανες την πληγή μου αθανασία μου, αθανασία μου, αθανασία μου Με σκλάβωσες, με λάβωσες και θέλω να πεθάνω για να 'χω τη λαβωματιά στον κάτω κόσμο συντροφιά και να ποθώ παράφορα τον κόσμο τον απάνω

Τρίτη 6 Αυγούστου 2024

Μια γλυκόλαλη κυρά του δρόμου...!ΜΙΚΡΕΣ ΙΣΤΟΡΙΕΣ-Βάνα Σμπαρούνη #logotexnia


"Πόσες φορές μέσα στην καθημερινότητά μας δεν αναρωτιόμαστε..ποια χαρά, ποιο όνειρο, ποια αλήθεια, ποιό ταξίδι να ζωγραφίσουμε στο βιβλίο της ζωής μας; Ψάχνουμε...ψάχνουμε, μα τίποτα...όλα γύρω ασυνάρτητα και κομματιασμένα. Ένα συνεχές μούδιασμα μυαλού και καρδιάς... Και εκεί που ο καιρός είναι πανταχόθεν κλειστός, ξαφνικά, από ένα στενό δρομάκι μακριά ακούμε μια τρυφερή, μια γλυκόλαλη κυρά του δρόμου, μια λατέρνα να μας τραγουδάει, για ένα γαρούφαλο στ' αυτί, για ένα φιλότιμο...για μια πονηριά στο μάτι...φεγγοβολώντας για λίγο αυτός ο ήχος μιας άλλης εποχής μια μικρή αχτίδα μέσα μας...σαν να μας μιλά και να μας λέει ότι η ζωή παρά τις ακεφιές της, τα γκρίζα και μαύρα της έχει και ένα μυστικό, ότι για να γεννήσει θέλει έρωτα κι αγάπη ...!"Β.Σ.


Παρασκευή 2 Αυγούστου 2024

"Στη γειτονιά των ονείρων..."Μικρές ιστορίες-Βάνα Σμπαρούνη #logotexnia ...

Μια φορά και έναν καιρό, εκεί στην γειτονιά των ονείρων κάτω απ' την Ακρόπολη, στην δεκαετία του ΄60, κάποιοι ονειροπόλοι δημιούργησαν μουσικές σκηνές που όλοι καλοί χωρούσαν. Μιλώ για τις "μπουάτ", με το πιάνο, την κιθάρα και τον τραγουδιστή πάνω στη τόσο δα μικρή σκηνή, βαλμένη σε απόσταση αναπνοής από τους θαμώνες, να ερμηνεύει μεγάλους συνθέτες, ποιητές και στιχουργούς.Μαθητές,φοιτητές,εργάτες της ζωής και της τέχνης γίνονταν όλοι μια παρέα, όπου μπορούσαν να συζητήσουν, να αμφισβητήσουν,να μάθουν και να διαφωνήσουν πίνοντας το βερμουτάκι τους και τραγουδώντας με την καρδιά και την ψυχή...Γλυκιές στιγμές κι αναμνήσεις από κείνη την εποχή,που αν και δύσκολη, αυτοί οι όμορφοι...τρελοί κρατούσαν το όνειρο ζωντανό...!


Σάββατο 16 Σεπτεμβρίου 2023

Αύριο,έχει ο θεός...! Μια ιστορία της Βάνας Σμπαρούνη-Ηχητικό-Λόγος με t...


 

 

Αύριο, έχει ο θεός...!

Κοίταζε το παιδάκι που έτρωγε στο απέναντι παγκάκι με λαιμαργία το ζεστό κρουασάν και του έπεφταν τα σάλια. Άραγε, από πότε είχε να φάει; Μπορεί να ήταν πριν από δυο μέρες, από εκείνο το βράδυ που τον λυπήθηκε κάποιος και του έριξε στο τσίγκινο πιατάκι ένα εύρώ, και είχε αγοράσει ένα κουλούρι απ΄τον κουλουρά της γειτονιάς. Μπορεί όμως και αρκετές μέρες πριν. Μήπως η πείνα είχε αρχίσει να εξασθενεί τη μνήμη του; Ίσως. Τελικά, κακό πράμα η πείνα, σε βάζει σε κάτι τρυπάκια, σε κάτι περιπέτειες, που ποτέ δεν είχες φαντασθεί ότι θα μπορούσες να ζήσεις. Δηλαδή, τι να ζήσεις; Μια κουβέντα είναι, όταν το στομάχι χτυπάει ταμπούρλο, όταν δεν μπορείς να κοιμηθείς, να κινηθείς. Σε ακινητοποιεί η άτιμη με τα βαρίδια της. Σώμα και πνεύμα παραδομένα σ’ ένα συνεχές κενό. 

Αναστέναξε και γύρισε αμέσως αλλού το βλέμμα του. Φοβόταν τον εαυτό του, μη και δεν συγκρατηθεί και ορμίσει πάνω στο παιδάκι και αρπάξει το κρουασάν μέσα απ’ το στόμα του.

Μίλτος Παυλίδης, σαράντα χρονών, πρώην μεγαλοτσομπάνης με πολλά κοπάδια αιγοπροβάτων νυν θεόπτωχος και άστεγος. Εδώ κι ένα χρόνο μετά το μεγάλο κατακλυσμό, καμιά σχέση με του Νώε, εκείνη μπροστά στου Χείρωνα ήταν λάιτ, η ζωή του μια απίστευτη κατρακύλα, δίχως φρένα και τακάκια..., Μέσα σε μια μέρα έχασε τα πάντα, ζώα, σπίτι, αγροτικό, με λίγα λόγια όλο το βιός του. Από τότε ο Μίλτος έχει γίνει ένας περιπλανώμενος και παραπλανημένος πρώην μεγαλοτσομπάνης μια και η κυβέρνηση, παρά τις υποσχέσεις της, ακόμα δεν έχει απαλύνει κάπως τις πληγές του...

Ευτυχώς, που δεν είχε οικόγενεια, και μόνο τον εαυτό του είχε να κλαίει, αλλιώς δεν θα το άντεχε...Ο Μίλτος ήταν πολύ ευαίσθητος άνθρωπος...

Αποφάσισε να φύγει και να περπατήσει προς το κέντρο της πόλης, εκεί όπου σ' ένα μεγάλο δρόμο υπήρχε μια υπαίθρια αγορά, μήπως και κάνει κανένα θέλημα και βγάλει κανένα μεροκάματο και φάει κάτι. Ένα σουβλάκι, ένα σάντουϊτς...Μετά, είχε ο θεός...Θα πήγαινε στο στέκι του, εκεί όπου είχαν κατασκηνώσει κι άλλοι...συνάδελφοι του άστεγοι...συγκεκριμένα σ' ένα πεζοδρόμιο κοντά στον σιδηροδρομικό σταθμό, και θα περίμενε, να κουδουνίσει κανένα ευρούλι στο τσίγκινο πιατάκι του...Μακάρι να είχε τη φλογέρα του, να έπαιζε κανένα τραγούδι της ράχης και του λόγγου... αλλά...θάφτηκε κι αυτή μαζί με τ'άλλα πράγματά του στη λασπουριά...

Κατηφόρισε τη μεγάλη λεωφόρο με σκυφτό το κεφάλι. Από την καταστροφή και μετά πάντα σκυφτός περπατούσε. Κάποια στιγμή εκεί που πήγαινε να στρίψει για να βγει στο δρόμο με την υπαίθρια αγορά, στη γωνία είδε πεσμένο ένα φάκελο. Ένα ταχυδρομικό φάκελο από εκείνους με την εσωτερική επένδυση. Είπε να τον προσπεράσει αλλά στο τέλος υπερίσχυσε η περιέργειά του και τον σήκωσε. Αντί να στρίψει να βγει στο δρομο με την υπαίθρια αγορά, πέρασε απέναντι το φανάρι και κατευθύνθηκε με βήμα γοργό προς τη μικρή πλατεία, εκείνη με το άγαλμα ενός ευεργέτη. Κάθισε σ' ένα παγκάκι και άρχισε να περιεργάζεται το φάκελο, ρίχνοντας ταυτόχρονα και μερικές ματιές τριγύρω, μή τύχόν και υπήρχε κανένα αδιάκριτο μάτι...

Να τον ανοίξει, ή να μην τον ανοίξει...ιδού το δίλλημα. Κι αν τον ανοίξει και περιέχει κάτι που δεν πρέπει να δει, κάτι απόρρητο, βρε αδελφέ, τι κάνει τότε;...Όχι, όχι, δεν θα τον ανοίξει, θα πάει να τον αφήσει πάλι εκεί που το βρήκε. Μπορεί αυτουνού που του έπεσε να πάει τον ψάξει εκεί...

Απ' την άλλη όμως, μπορεί και να μην ήταν τυχαίο που τον βρήκε.. να του τον έστειλε ο θεός, κάποιος φύλακας άγγελος, ποιος ξέρει...

Τελικά, αποφάσισε να τον ανοίξει...

Ω! Ευαγγελίστρα μου! αναφώνησε, μ΄αυτό που αντίκρισε, δεν είναι δυνατό, δεν είναι... λεφτά, πολλά λεφτά...μονολόγησε με φωνή που ίσα του έβγαινε. Ναι, αυτό που είχε ανικρίσει δεν ήταν άλλο από ένα μεγάλο πάκο από ευρώ χρώματος μωβ. Τον έκλεισε όπως όπως και τον έκρυψε εσωτερικά του μπουφάν του, ενώ μια πονηρή σκέψη είχε αρχίσει να τριβολίζει το μυαλό του. Να τον κρατήσει. Απ' όσο μπορούσε να υπολογίσει θα πρέπει να ήταν γύρω στις 50 με 6ο χιλιάδες, μια χαρά λ ποσό για να κάνει μια νέα αρχή. Αν ανήκε σε κάποιον που τα είχε ανάγκη. Μα κι αυτός τα είχε ανάγκη. Δεν τα είχε; Ναι, αλλά δεν ήταν σωστό. Άσε ότι μπορεί να ήταν και γρουσουζιά αν τα κρατούσε. Ό,τι κερδίζεις χωρίς να κόπο, του έλεγε ο πατέρας του, να ξέρεις ότι δεν θα σου βγει σε καλό. “Ναι, είδα πως μου βγήκαν σε καλό τα τόσα χρόνια σκληρής δουλειάς στο χωράφι και στη στάνη, μέσα σε μια στιγμή, ήρθε ο Χείρωνας και όλα πήγαν στράφι. Γι' αυτό, άσε με ρε πατέρα, άσε με...”είπε και αναστέναξε.

Σηκώθηκε και πήγε και κάθισε πίσω απ' ένα θάμνο. Με τις κεραίες του τεντωμένες, πήρε ξανά το φάκελο, τον άνοιξε και βάζοντας το χέρι του μέσα άρχισε να ψαχουλεύει. Ήθελε να δει αν υπήρχε και κάτι άλλο μέσα κάποιο στοιχείο που θα μπορούσε να δείξει σε ποιον ανήκαν τα χρήματα αυτά. Τελικά, κάτι βρήκε. Συγκεκριμένα ένα σημείωμα. Το έβγαλε αμέσως κι άρχισε να το διαβάζει. Ήταν από κάποιο φιλανθρωπικό σωματείο, ονόματι Αγάπη, που είχε μαζέψει αυτά τα λεφτά για κάποιο φτωχό παιδάκι, που ήταν βαριά άρρωστο για ναπάει στο εξωτερικό να κάνει εγχείρηση. Έψαξε να βρει τη διεύθυνση αυτού του φιλανθρωπικού σωματείου. Ήταν γραμμένη στην πίσω πλευρά του φακέλου, που απ' την σαστιμάρα του όμως δεν την είχε δει.

Ε, ρε διλλήματα που σου βάζει η ρημάδα η ζωή ... μονολόγησε κι έκρυψε το φάκελο πάλι στο εσωτερικό του μπουφάν του.

Αντι να πάρει τον δρόμο για την υπαίθρια αγορά, πήρε αυτόν που έβγαζε στη μεγάλη λεωφόρο. Πέρασε απέναντι και έκανε δεξιά, σ΄ένα στενό δρομάκι, κοιτώντας τα νούμερα. Όταν έφτασε στο νούμερο 12 σταμάτησε. Χτύπησε το κουδούνι και περίμενε. Του άνοιξε μια κοπέλα, γύρω στα 30. Εκείνη μόλις τον είδε έτσι ρακένδυτο πήγε αμέσως να του κλείσει την πόρτα. Ο Μίλτος όμως την στάματησε. “Μην κλείνετε, έχω κάτι για εσάς”

Τι μπορεί να έχετε εσείς για μένα;”

Ο Μίλτος χωρίς να πει κάτι της έδωσε αμέσως τον φάκελο. Η κοπέλα μόλις τον πήρε στα χέρια της το πρώτο πράγμα που έκανε ήταν να δει αν είχε παραβιαστεί.

Πού τον βρήκατε;”

Σε μια γωνία, εδώ πιο κάτω”.

Σας ευχαριστώ πολύ. Είχαμε φάει το σύμπαν για να τον βρούμε. Είχε πέσει....” άρχισε να του λεει την ιστορία εκείνη.

Δεν είστε υποχρεωμένη να μου πείτε όλη την ιστορία...” την διέκοψε κάποια φορά... “Λοιπόν, ας πηγαίνω εγώ τώρα...καλή σας ημέρα”.

Κατηφόρισε, αυτή τη φορά, τη μεγάλη λεωφόρο. Μέσα του ένοιωθε μια χαρμολύπη. Χαρά που ένα παιδάκι θα σωζόταν και λύπη που για μια ακόμη φορά θα κοιμόταν πεινασμένος.

Είχε αρχίσει να βρέχει. Διάφοροι περαστικοί είχαν ανοίξει τις ομπρέλες τους κι άλλοι έτρεχαν να φυλλαχτούν απ' αυτή κάτω απ τα υπόστεγα . Χαμογέλασε. Εκείνος τη βροχή πια δεν φοβόταν...Φοβάται ο βρεγμένος τη βροχή... όχι.

Πριν φτάσει στην υπαίθρια αγορά έκανε μια στάση σ΄ενα μεγάλο φούρνο. Το στομάχι του γουργούριζε... Πόσο θάθελε να φάει ένα κρουασάν... Έβαλε το χέρι του στη τσέπη του παντελονιού του και έβγαλε ένα ξεχασμένο αντίδωρο που είχε πάρει μια κυριακή από κάποια εκκλησία. Το σκούπισε απ' τα χνούδια και το έκανε μια χαψιά.

Αύριο, έχει ο θεός” είπε και συνέχισε τον δρόμο του...




Κυριακή 10 Σεπτεμβρίου 2023

“Ήταν η πρώτη φορά που ο Ανδρέας επισκεπτόταν τις φυλακές”Δάκρυα θλιμμέν...



Δάκρυα θλιμμένης προσευχής…

Ήταν Τετάρτη και ώρα δύο το μεσημέρι όταν ο Ανδρέας μετά από ένα πολύωρο ταξίδι πέρασε την μεγάλη πύλη των φυλακών και κατευθύνθηκε προς το κεντρικό φυλάκιο, ένα γραφείο αποπνικτικά μικρό. Έριξε μια γρήγορη ματιά μέσα να δει αν υπήρχε κάποιος φύλακας. Δεν υπήρχε. Ήταν ακόμα νωρίς, απ’ ό,τι του είχαν πει, το φυλάκιο άνοιγε στις τρεις το απόγευμα. Θα μπορούσε να πάει να πιει έναν καφέ στο καφενεδάκι που υπήρχε απέναντι, αλλά προτίμησε να καθίσει εκεί, ήθελε να είναι απ’ τους πρώτους που θα περνούσε τον έλεγχο.

Πρώτη φορά επισκεπτόταν μια φυλακή. Δεν ήξερε τίποτα για φυλακές, ούτε καν πού έπεφταν μέχρι εκείνη τη μέρα, πριν από δύο μήνες, που πήρε στο χέρι του ένα γράμμα. Ένα γράμμα από μια κρατούμενη. Του το είχε αφήσει πάνω στο τραπέζι της κουζίνας η θεία του η Κρινιώ δίπλα απ’ το σκεπασμένο πιάτο με το αγαπημένο του φαγητό. Παραξενεύτηκε, δεν είχε κάποιον που θα μπορούσε να του στείλει κάποιο γράμμα. Δυο, τρεις φίλοι είχε που έμεναν δυο στενά παρακάτω από το σπίτι του. Ούτε και κανέναν συγγενή. Τον μόνο που είχε ήταν η θεία του, η Κρινιώ, πρώτη ξαδέλφη της μάνας του, που από τη μέρα που πέθανε, μωράκι ακόμα, εκείνη τον μεγάλωσε σαν πραγματική μάνα.

Κάθισε σε μια ξέμπαρκη συφοριασμένη πλαστική καρέκλα που υπήρχε δίπλα απ’ το φυλάκιο και είπε έτσι περιμένοντας να ξαναδιαβάσει το γράμμα αυτό από την Μάρθα Καρνέζη. Ίσαμε εκατό φορές το είχε διαβάσει, πίστευε ότι με την επανάληψη θα μπορούσε κάποια στιγμή να χωνέψει, να συνειδητοποιήσει την ανατροπή που απ’ τη μια στιγμή στην άλλη έφερε τα πάνω κάτω στη ζωή του.

Το έβγαλε, λοιπόν, απ’ την εσωτερική τσέπη του μπουφάν του κι άρχισε για μία ακόμη φορά να το διαβάζει…

«Σπύρο,

Θα αναρωτιέσαι ποια είμαι και τι σχέση, εγώ μια κρατούμενη μπορεί να έχω μαζί σου. Και με το δίκιο σου, αγόρι μου, όμως, κάνε λίγη υπομονή και θα μάθεις.

Λοιπόν, όλα ξεκίνησαν πριν από είκοσι χρόνια όταν η ζωή κάποια στιγμή επέλεξε για μένα μια μοναχική ανάβαση στον Γολγοθά. Μια ανάβαση που έμοιαζε σαν εκείνα τα ανακοινωθέντα σε κάποιες μικρές στήλες εφημερίδων, εκείνα που ο κάθε αναγνώστης συνήθως τα προσπερνά αδιάφορα και ο εκδότης από υποχρέωση και μόνο καταγράφει το συμβάν.

Ήταν μια βροχερή μέρα στα μέσα του χειμώνα του 1970 όταν στην έξοδο του εργοστασίου που δούλευα με περίμενε το αφεντικό. Ήθελε λόγω βροχής να με πάει εκείνος στο σπίτι μου με τη λιμουζίνα του. Του αρνήθηκα ευγενικά. Εκείνος όμως επέμενε λέγοντάς μου ότι η στάση για να πάρω το λεωφορείο ήταν αρκετά μακριά και θα γινόμουν μουσκίδι. Το ξανασκέφτηκα και δέχτηκα. Την επόμενη μέρα πάλι με περίμενε στην έξοδο. Αυτή τη φορά μπορεί να μην έβρεχε, έκανε όμως πολύ κρύο. Να μην τα πολυλογώ οι καιρικές συνθήκες μας έκαναν να έρθουμε κοντά. Έτσι μια ηλιόλουστη Κυριακή μας βρήκε εμάς τους δύο να τρώμε σ’ ένα εξοχικό ταβερνάκι κοντά στη θάλασσα. Ήταν ευγενικός, περιποιητικός, κι έμοιαζε να πετάει στους επτά ουρανούς έχοντας εμένα παρέα. Κάπως έτσι, άρχισε η σχέση μας μ΄ένα δεσμο που έμελλε να γίνει ολέθριος. Εγώ απ’ την άλλη ένιωθα χλιαρά. Δεν ήταν ο έρωτας της ζωής μου. Για μένα μόνο ένας έρωτας υπήρξε, εκείνος του Δημήτρη, που δυστυχώς, έφυγε απ’ τη ζωή και τη ζωή μου εντελώς ξαφνικά λίγες μέρες πριν ανεβούμε τα σκαλιά της εκκλησίας.. Τέλος πάντων…

Ο Άρης, το αφεντικό, γνωρίζοντας ότι δεν ήμουν ερωτευμένη μαζί του έκανε τα πάντα να με κρατήσει κοντά του. Προσπαθούσε να μου δίνει ωραίες ερωτικές στιγμές. Μου άρεσε αλλά μέχρι εκεί. Οι διαφορές μας ήταν χαώδεις. Ούτε ιδεολογικά ήμασταν μαζί, ούτε από μόρφωση. Μπορεί να δούλευα ως εργάτρια στο εργοστάσιο και τιμή μου μεγάλη που ήμουν εργάτρια, ήμουν, όμως, και πτυχιούχος φιλόλογος αλλά εκείνη την εποχή, μεσούσης μάλιστα και της χούντας, μια αριστερή ήταν δύσκολο να βρει δουλειά και μάλιστα σε σχολείο. Ο καιρός περνούσε και εγώ βλέποντας ότι η σχέση μας δεν πήγαινε παραπέρα από τη δική μου την πλευρά, μια μέρα σε κάποιο ραντεβού μας του είπα ότι θέλω να χωρίσουμε. Από εκείνη τη στιγμή η ζωή μου έγινε ένα μαρτύριο, ασκώντας πάνω μου βία. Κι όλο αυτό γιατί δεν μπορούσε με τίποτα να δεχτεί ότι είχαμε τελειώσει. Η κατάσταση είχε φτάσει στο απροχώρητο. Τότε αποφάσισα να φύγω απ’ τη δουλειά και να αλλάξω και σπίτι ώστε να χάσει κάθε ίχνος μου. Έτσι μετακόμισα σε ένα σπίτι σε μια άλλη γειτονιά της πρωτεύουσας. Δυστυχώς, μετά από μία εβδομάδα με εντόπισε. Η ζωή μου έγινε ακόμα πιο μαρτυρική. Σε ανύποπτη στιγμή εμφανιζόταν μπροστά μου σαν φάντης μπαστούνι ζητώντας μου πιεστικά να τον ακολουθήσω στο δωμάτιο που είχε κλείσει σε κάποιο ξενοδοχείο. Εγώ όσο αρνιόμουν, τόσο εκείνος πείσμωνε και γινόταν πιο βίαιος. Αποφάσισα να πάω στην αστυνομία να τον καταγγείλω, αλλά δεν βρέθηκε ούτε ένας αστυνομικός να δείξει ενδιαφέρον, μια ευαισθησία, αγόρι μου, για την κατάστασή μου. Κανένα ενδιαφέρον.

Και περνούσε ο καιρός μέσα στον φόβο και την απελπισία. Οι μέρες μου, οι ώρες μου είχαν κάτι σαν ραδιενέργεια, που αν και δεν φαινόταν με γυμνό μάτι, είχε όμως «μολυσμένες» επιδράσεις στην ψυχή μου. Όσες φορές πήγα να ζητήσω βοήθεια, μήπως βγω από αυτόν τον εφιάλτη, εύρισκα, πάντα μπροστά μου έναν τοίχο, μια παγερή αδιαφορία. Προσευχόμουν στο θεό μου, ζητώντας του μια ανάσα ανθρώπου, μια καρδιά που να παλλόταν, ένα σημάδι λύτρωσης…

Ήταν παραμονή του Άγιου Σπυρίδωνα όταν επιστρέφοντας στο σπίτι μου από μια επίσκεψη τον είδα να με περιμένει μπροστά στην πόρτα μου. Πάγωσα από φόβο μήπως και πάλι μ’ αρπάξει και κάνει το ίδιο, με πάει δηλαδή στο βρώμικο εκείνο ξενοδοχείο και με βιάσει όπως ένα βράδυ πριν από μια εβδομάδα. Προσπάθησα να ξεφύγω, εκείνος όμως ήταν πιο δυνατός. Κάποια στιγμή, λίγο πριν με βάλει με τη βία στο αυτοκίνητό του, βρήκα τη δύναμη και τον έσπρωξα. Εκείνος παραπάτησε και έπεσε κάτω χτυπώντας το κεφάλι του στην άσφαλτο . Σκοτώθηκε επί τόπου.

Από εκείνο το μοιραίο βράδυ η ζωή μου μπήκε στα αζήτητα… Παγιδευμένη κι ανήμπορη να με υπερασπιστώ, παραδόθηκα στο έλεος των δικαστών. Η εμμονή αυτή στην αδιαφορία ήταν ο δικός μου εξευτελισμός. Ήταν σαν να έβλεπα έναν μαθηματικό να γράφει στον πίνακα 2+2=5 και να μην το διορθώνει. Έτσι βρέθηκα να διαβαίνω μια μέρα την πύλη των φυλακών.Δις ισόβια κάθειρξη…

Είχε περάσει περίπου ένας μήνας…Κάποια μέρα ένιωσα μιαν αδιαθεσία και με πήγαν στον γιατρό. Μου έκαναν εξετάσεις, δεν είχα κάτι το ανησυχητικό, απλά ήμουν έγκυος. Για να μην τα πολυλογώ εκεί αρχές του Ιούνη γέννησα ένα υγιέστατο αγοράκι. Όνομα μητρός Μάρθα Καρνέζη. όνομα πατρός αγνώστο…Επειδή δεν ήθελα να μεγαλώσει μέσα φυλακή και επειδή δεν είχα γονείς, είχαν πεθάνει και οι δυο το έδωσα στην πρώτη μου ξαδέλφη, που ήξερα ότι θα το αναθρέψει σαν πραγματική μάνα. Για το αγόρι αυτό ήμουν πεθαμένη. Όλα αυτά τα χρόνια εγκλεισμού μέρα μάθαινα νέα του. Η ξαδέλφη μου σε κάθε επισκεπτήριο ερχόταν να με δει. Μου έλεγε τα νέα τους, πώς περνούσε, πώς μεγάλωνε. Μάλιστα που έφερνε και φωτογραφίες του από διάφορες φάσεις της ζωής του. Το αγόρι αυτό ήσουν εσύ Ανδρέα.

Τώρα ξέρεις την αλήθεια. Πριν με κρίνεις άκου την προσευχή μου, αυτή που έλεγα στο δικό μου θεό κάθε βράδυ πριν πέσω για ύπνο, ελπίζοντας να περάσει μέσα απ’ τα συρματοπλέγματα αυτά που μάτωναν το βλέμμα μου, και να φτάσει σε σένα, στον κόσμο...

«Πού είσαι θεε μου; Πού είσαι απόψε που αισθάνομαι πως πεθαίνει η συνέχεια πέρα απ' τον ορίζοντα, που νοιώθω πως θρηνεί το φως από τότε που το υποχρέωσαν ν' ακολουθεί το σκοτάδι, ένα σκοτάδι που Κρίση την βάπτισαν, για να δικαιολογήσουν την παρούσα ΑΠΟΥΣΙΑ, που νοιώθω πως ο πόνος που ερήμην μου με δυναστεύει, πόνος αλλιώτικος, αλλόκοτος, σκληρότερος από κείνο που μ' έφερε εδώ;

Που νοιώθω γερασμένη – γελασμένη στο τελευταίο ΤΕΤΕΛΕΣΘΑΙ; Λαχταρώ να διώξω την καταχνιά του κορμιού μου,και να το ντύσω, ηλιογέννητε θέ μου, με τη λαχτάρα της Χαράς.

Να πάψω να κρυώνω...

Λαχταρώ να Σου στείλω δάκρυα θλιμμένης Προσευχής για μια συνέχεια ζωής που ονειρευόμουν.

Δεν θέλω να πεθάνω ΖΩΝΤΑΝΗ!

Πεινάω για μελλούμενη ΖΩΗ...

Πού είσαι θέε μου;

Δεν βιαζόμουν να φτάσω στην Ιθάκη μου, την ονειρευόμουν, μα...εκείνη ξεμάκρυνε α-κόμα πιο πολύ.

Συνθηκολόγησα με τη μοίρα μου και βάλθηκα, αναγεννημένη, ν' ακολουθήσω την οδό της Σωτηρίας. Μα ξεθώριασαν τα μονο-πάτια στο χάρτη μου. Χάθηκαν, δεν τα θωρώ πια...

Πού είσαι Χριστέ μου;

Φοβάμαι, ναι φοβάμαι πως θα χαθώ – χωρίς ΕΛΕΟΣ – στις γωνιές της απόλυτης σιωπής, ισχνή και καταφρονεμένη, ανύπαρ-κτη φιγούρα σαν να μην ανήκα ποτέ στο ΚΟΣΜΟ!

Τ' αναμάρτητα αδέλφια μου κει έξω στο μεθύσι της λησμοσύνης, συμμετέχουν ακυ-ρώνοντάς με.

Δεν θα προλάβω -λέω- να Σου μιλήσω για τη διαδικασία μιας επόμενης ζωής που σχεδίαζα – σαν τέλειωνε η τιμωρία μου...

Απόκαμα...

Πού είσαι θεε μου;»

Τον επόμενο μήνα αποφύλακίζομαι, βγαίνω έξω κι εκείνο που τρομάζει είναι ο φόβος να συνεχίσω να ζω σ’ έναν κόσμο αδιάφορο σ΄έναν κόσμο με παροπλισμένη συνείδηση».

Μάρθα.

Έβαλε πάλι το γράμμα μέσα στο φάκελο και κοίταξε το ρολόι του. Ήταν τρεις και ένα λεπτό. Σηκώθηκε και πήγε και κάθισε μπροστά στο παράθυρο. ήταν ανοικτό και η φύλακας είχε έρθει.

-Καλησπέρα, είπε δειλά.

Η φύλακας ανταπέδωσε. «Για ποιον έχετε έρθει;» τον ρώτησε.

«Για την Μάρθα Καρνέζη»

«Α, ναι, σήμερα η Μάρθα αποφυλακίζεται…Δώστε μου, σας παρακαλώ, την ταυτότητά σας…

Ο Ανδρέας της τη έδωσε.

«Ανδρέας Καρνέζης» διάβασε το όνομά του φωναχτά η φύλακας…μετά σηκώνοντας το βλέμμα της τον ρώτησε: «Είστε συγγενής της;

«Ναι, είμαι ο γιος της …


"Σαντίνα" - Βάνα Σμπαρούνη-Μυθιστόρημα-Audio book-Κεφάλαιο Δεύτερο

  ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΔΕΥΤΕΡΟ   Τ ο επόμενο πρωί ξύπνησε με μ' ένα βάρος στο στήθος. Ανακάθισε για λίγο στο κρεβάτι μέχρι να νοιώσει καλύτερα κι ύσ...