Δε ζυγιάζω, δε μετρώ, δε βολεύομαι! Ακολουθώ το βαθύ μου χτυποκάρδι...

Νίκος Καζαντζάκης, Ασκητική


Κυριακή 7 Δεκεμβρίου 2014

ΜΗΝ ΞΕΧΑΣΕΙΣ ΤΟ ΚΛΕΙΔΙ ΠΑΝΩ ΣΤΗΝ ΠΟΡΤΑ ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΟΓΔΟΟ

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΟΓΔΟΟ

Το λιμάνι ήταν πανέμορφο, και ίδιο σχετικά με όλων των νησιών του Αιγαίου. Το ξεχωριστό στο λιμάνι της Καλύμνου ήταν η γοργόνα. Ένα πανέμορφο γλυπτό στην είσοδο του νησιού που θα τραβούσε την προσοχή ακόμα και σε έναν «τυφλό».
Πήραν το δρόμο προς τις Μυρτιές. Φτάνοντας εκεί σταμάτησαν σε ένα μικρό απόμερο λιμανάκι όπου τους περίμενε ένα μικρό σκάφος. Το όνομά του Ελισσώ.
Ωπα.. τώρα Τζίνα τι γίνεται; Που θα σε πάει ο μυστήριος; Μήπως ήρθε η ώρα να σταματήσεις τις ταρζανιές  και να γυρίσεις πίσω; Έπρεπε να έχω μιλήσει στη Βίκυ. Αν μου συμβεί κάτι δεν θα ξέρει κανείς που βρίσκομαι.
Ο Δημοσθένης μάντεψε αμέσως τη σκέψη της.
«Τζίνα, αν δεν θέλεις να συνεχίσεις γυρίζουμε πίσω τώρα. Δεν έχεις όμως να φοβηθείς τίποτα καλή  μου. Δεν θυσιάζουμε εκεί μελαχρινά κορίτσια, μόνο ξανθά και γαλανομάτικα» είπε και χαμογέλασε.
«Δεν φοβάμαι αλλά έχει αρχίσει να μου τη δίνει όλο αυτό το τελετουργικό. Η σιωπή, το μυστήριο, διάολε να μάθω μήπως και εγώ που πάμε; Πώς λένε το μέρος; Τι παίζει και πως παίζει εκεί; Αν δεν μου πεις τώρα, συγνώμη για τον κόπο, αλλά δεν πάω πουθενά.» Είπε και κάθισε κάτω οκλαδόν.
«Ωραία. Θα σου πω, παλιοπεισματάρα… Περίμενε λίγο…» είπε ο Δημοσθένης χαμογελώντας και κινήθηκε προς το σκαφάκι.
Πήρε από μέσα ένα παχύ πανί. Το έστρωσε κάτω (μη λερώσει το λευκό του παντελονάκι) και κάθισε και αυτός.
«Το χωριουδάκι που θα πάμε Τζίνα το λένε Ατη… Στη μυθολογία η Ατη ήταν μια  θεότητα η οποία εκπροσωπούσε την σύγχιση, τη συμφορά. Λέγεται ότι την παλιά εποχή στο χωριό αυτό κατέφευγαν άνθρωποι με «διαταραγμένη» προσωπικότητα αναζητώντας την προσωπική τους γαλήνη.
Στο χωριό αυτό, υπήρχε, και υπάρχει ακόμα μια πηγή, της οποίας το νερό είχε την ιδιότητα να προκαλεί οράματα. Μέσα από τα οράματα αυτά, ο «ασθενής», αν μπορούμε να τον χαρακτηρίσουμε έτσι, έβλεπε την αιτία που του προκαλούσε τις φοβίες, τις αμφισβητήσεις, και το «ό,τι» γενικά τάραζε την ψυχική του ηρεμία».
Η Τζίνα άκουγε με προσοχή,
«Είπες υπάρχει ακόμα. Έχει δηλαδή νερό “μαγικό;”»
«Όχι καλή μου. Δεν τρέχει πια νερό. Μόνο μια ή δυό φορές τον χρόνο λένε κάποιοι…»
«Κάποιοι; Το χωριό κατοικείται; Αυτοί που το είδαν ήπιαν;»
«Στο χωριό ζουν πια μερικοί γέροντες.. Ένας από αυτούς μου είπε ότι είδε την πηγή να αναβλύζει νερό κάποια ανύποπτη στιγμή. Δεν ήπιε φυσικά γιατί φοβήθηκε. Την άλλη μέρα ξαναπήγε παίρνοντας μαζί του ένα κατσίκι,  να το  ποτίσει από την πηγή,  για να δει αν συμβεί κάτι παράξενο. Η πηγή  όμως ήταν στεγνή.» 
«Και τον πίστεψες;»
«Τι να σου πω, δεν είχε λόγο να πει ψέματα. Αλλά…ήταν πολύ γέρος, δεν ξέρω… δεν ξέρω…»
 «Ελα πές μου για το σπίτι…» είπε η Τζίνα διακόπτοντας την ιστορία του.
«Το σπίτι αυτό είναι χτισμένο στην πλαγιά του λόφου. Είναι έξω από το χωριό»
«Και πώς θα πάμε; Γαιδουράτοι;» ρώτησε η Τζίνα που άρχισε να ξαναβρίσκει το χιούμορ της.
«Ποδαράτοι ματάκια μου» απάντησε χαριτολογώντας ο Δημοσθένης.
Σοβαρεύτηκε και συνέχισε….«Το σπίτι αυτό έχει χτιστεί το 1705 όπως λέει η πλάκα που υπάρχει στην είσοδο του. Έχουν ζήσει σε αυτό όπως καταλαβαίνεις πολλές γενιές.
«Θα είναι ερείπιο βρε μάτια μου. Τρακόσια χρόνια σπίτι;»
«Βρε χαζό έχει συντηρηθεί. Άλλωστε είναι χτισμένο με πέτρα. Παθαίνει τίποτα η πέτρα;»
«Μοιάζει με το δικό μου; Δηλαδή … αυτό στο όνειρο;»
«Θα το δεις μονή σου. Θα δώσεις εσύ την απάντηση. Ναι;»
«Ξέρεις αυτόν που το έχει; Κατοικείται δηλαδή;»
«Ναι, τον γνωρίζω. Και πάψε να ρωτάς, θα χαλάσεις όλο το σασπένς ανυπόμονο κορίτσι. Πάμε;»
Η Τζίνα ακόμα διατηρούσε κάποιες αμφιβολίες. Αν όμως όλα αυτά ήταν αλήθεια δεν ήθελε με τίποτα να το χάσει. Ακούγονταν όλα εξωπραγματικά. Αλλά εξωπραγματικό ακούγεται πάντα ότι δεν μπορεί να ερμηνευθεί. Και υπάρχουν τόσα, μα τόσα πολλά που δεν μπορούν να ερμηνευτούν σε αυτή τη ζωή. Τζίνα δεν κάνουμε πίσω, πρέπει να δούμε το «στοιχιωμένο κάστρο». Τόσες ώρες ταξίδι και να κωλώσουμε τώρα; Vivere pericolozamnete δεν είπαμε;
 «Φύγαμε» είπε και σηκώθηκε.
«Το σκαφάκι ποιανού είναι;» ρώτησε καθώς τίναζε απ’ τα ρούχα της το χώμα.
«Δεν είπαμε τέλος οι ερωτήσεις περίεργο πλάσμα;»
«Καλά. Ότι πεις αλλά ποιανού είναι η Ελισούλα;»
Γύρισε και την κοίταξε με το περίεργο βλέμμα του. Ηλεκτρίστηκε στο άκουσμα Ελισούλα. Η Τζίνα αισθάνθηκε άσχημα. Σαν να είπε κάτι που δεν έπρεπε και σώπασε .
 Μπήκε στο σκάφος παρακολουθώντας τις κινήσεις του Πάνδανου με προσοχή. Δεν ξέρεις τι γίνεται καμιά φορά. Ας δούμε πως δουλεύει το εργαλείο. Σκέφτηκε η Τζίνα που δεν είχε επαναπαυτεί ούτε  για μια στιγμή.
«Μες του Αιγαίου τα νησιά άγγελοι φτερουγίζουν….» άρχισε να σιγοτραγουδάει ο Πάνδανος καθώς το μικρό σκάφος έσχιζε τα γαλάζια  νερά.
Του χαμογέλασε και τον συνόδεψε στο τραγούδι. Ένοιωθε περίεργα. Αλλά ήταν όμορφα..
Το «ταξίδι» κράτησε ίσα με ένα τραγούδι.
Άραξαν σε ένα πανέμορφο και προς μεγάλη έκπληξη της Τζίνας καταπράσινο λιμανάκι.
Ο Δημοσθένης την πρόλαβε πάλι. Σα να διάβαζε τη σκέψη της αυτός ο άνθρωπος. Πάντα την προλάβαινε.
«Σου κάνει εντύπωση το πράσινο ε; Φαντάσου μια όαση. Ένα μικρό παράδεισο. Αυτό είναι η Άτη καλή μου.»
Το χωριουδάκι ήταν μικροσκοπικό με αραιά σπιτάκια εδώ και κει. Έμοιαζε να μην κατοικείται. Η Τζίνα ανατρίχιασε.
 Γαμώ την ερημιά. Γεια σου Αθήνα με το καυσαέριο και την μόλυνση. Ωαίος ο παράδεισος, αλλά…θα προτιμήσω  κόλαση. Σκέφτηκε κι άρχισε να παίρνει βαθιές εισπνοές, για να καβατζώσει τα πνευμόνια της με καθαρό οξυγόνο.
«Κύρ Δημοσθένη καλωσόρισες. Θα μείνεις μέρες;» ρώτησε μια γραφική φιγούρα ξεδοντιασμένης γιαγιάς, που ξεπρόβαλε στο κατώφλι ενός σπιτιού. Στα χέρια της κρατούσε καλαμπόκι και έριχνε στις κότες που έκαναν πανηγύρι γύρω από τα μακριά της φουστάνια….
«Για χαρά σου κυρά Βαγίτσα. Δεν ξέρω πόσο θα μείνω. Θα έλθω πάντως να με φιλέψεις παστό και τσίπουρο…»
«Να κοπιάσεις γιέ μου. Να φέρεις και την κυρά..» είπε και χαμογέλασε με το ξεδοντιασμένο της στόμα στη Τζίνα.
«Αυτό το πλανήτη έχει άλλους κατοίκους κυρ. Δημοσθένη;» ρώτησε η Τζίνα που έκανε χάζι τη γιαγιά.
«Έχει αλλά είναι μέσα και βλέπουν «πρωινό καφέ». Αποκρίθηκε με την ίδια διάθεση ο Δημοσθένης.
Ο ήλιος είχε ανέβει για τα καλά στον ουρανό. Η διαδρομή ήταν ανηφορική και η Τζίνα άρχισε να λαχανιάζει, 
«Φτάσαμε» της είπε ο Δημοσθένης βλέποντας την να έχει μείνει πίσω.
Μια μάντρα πέτρινη με ύψος που έκρυβε το εσωτερικό του χώρου έκανε την εμφάνιση του μπροστά στα μάτια της.
Πλησίασαν στην μεγάλη ξύλινη πόρτα και ο Πάνδανος έβγαλε από την τσάντα του ένα μεγάλο κλειδί.
Η Τζίνα διέκρινε μια ταραχή στο πρόσωπό του και παρατήρησε το χέρι του να τρέμει αλαφρά.
«Θέλω να δεις και να αισθανθείς. Να νοιώσεις. Άσε την σκέψη σου ελεύθερη καλή μου και μη φοβάσαι. Θα σου τα εξηγήσω όλα» της είπε και την έπιασε από το χέρι οδηγώντας την στο εσωτερικό της αυλής.
Η Τζίνα μαγεύτηκε. Συστάδες καταπράσινων δέντρων έκαναν την εμφάνισή τους. Τα πιο πολλά από αυτά ήταν οπωροφόρα. Μεθυστικές μυρωδιές από γαζία γέμισαν την αναπνοή της.
Γαζία, αχ, το αγαπημένο της δέντρο. Παράξενο.. Άρχισε να νοιώθει ήδη οικεία με το χώρο;Ή όλα αυτά τα έφτιαχνε η προδιατεθειμένη της φαντασία;
Προχώρησαν. Στο βάθος το «αρχοντικό» με ολόκλειστα παράθυρα.
Λουλούδια ήταν σκαρφαλωμένα στα παρτέρια. Άγριες τριανταφυλλιές σε διάφορα χρώματα. Ανάμεσά τους πάνω στο χώμα πανσέδες και πολύχρωμα χωνάκια. Το χώμα ήταν φρεσκοποτισμένο και μύριζε έντονα.
Η Τζίνα είχε κιόλας χίλιες ερωτήσεις. Όμως δεν μίλησε. Κάτι περίεργο άρχισε να παίζει μέσα της.
Έφτασαν στην πόρτα. Ο Δημοσθένης γύρισε και την κοίταξε.
«Έτοιμη;» τη ρώτησε. Του έγνεψε ναι.
Ένοιωσε τα πόδια της να τρέμουν και άρχισε να παίρνει εισπνοές για να δαμάσει την ταραχή της.
Ασπρόμαυρες πλάκες. Σαν σκακιέρα. Μπροστά η ξύλινη σκάλα με την σκαλιστή κουπαστή.
Κοίταξε προς το βάθος ελπίζοντας να μη δει τίποτα γνωστό. Η πόρτα που οδηγούσε στην κουζίνα ήταν μισάνοιχτη. Κατευθύνθηκε προς τα εκεί. Ο Δημοσθένης δεν πήγε μαζί της. Είχε σταθεί στην άκρη του διαδρόμου και την παρακολουθούσε.
Τα μεγάλα ξύλινα παράθυρα. Το τραπέζι με τους πάγκους. Όλα εκεί στη θέση τους. Πήγε προς το παράθυρο και το άνοιξε. Το φως του ήλιου ήρθε να βεβαιώσει την εικόνα.
Θεέ μου! «Το σπίτι». Αυτό είναι. Όχι. Μάλλον σε όνειρο είμαι πάλι. Κάτι μου κάνει ο Πάνδανος και ονειρεύομαι ξύπνια. Δεν είναι δυνατόν… Θέλω να φύγω. Δεν τα καταλαβαίνω αυτά. Δεν είναι δυνατόν..
Γύρισε πίσω στο χώρο υποδοχής. Ο Δημοσθένης ήταν ακόμα στην ίδια θέση και την κοίταζε. Μόνο που τώρα τα μάτια του ήταν βουρκωμένα.
«Θέλω να φύγω» του είπε σοβαρά.
«Δεν μπορείς να φύγεις καλή μου. Πρέπει να ανέβεις επάνω. Να αισθανθείς. Να θυμηθείς»..
«Δεν θέλω ούτε να αισθανθώ, ούτε να θυμηθώ. Να φύγω θέλω» είπε η Τζίνα αφήνοντας επιτέλους τα δάκρυά της να τρέξουν. Ήταν κατατρομαγμένη.
«Η μοίρα έχει οδηγήσει εδώ τα βήματά σου. Δεν μπορείς να αγνοήσεις το πεπρωμένο καλή μου. Πάμε επάνω μαζί. Πρέπει να δεις κάτι» είπε και την έπιασε από το χέρι, ενώ το βλέμμα του είχε πάρει την περίεργη λάμψη που τρόμαζε την Τζίνα. Το ένστικτό της  έλεγε να τον ακολουθήσει.
Ανέβηκαν αργά τα σκαλοπάτια και όσο πλησίαζαν στο τέλος της σκάλας η καρδιά της χτυπούσε ολοένα και πιο δυνατά.
΄Ηταν όλα εκεί. Ο διάδρομος, οι πόρτες. Σαν να βρισκόταν στο «Όνειρο». Ένοιωσε ξαφνικά να χαλαρώνει. Μπήκαν στο παιδικό δωμάτιο. Ο Δημοσθένης άνοιξε το παράθυρο.
 Η μυρωδιά της κλεισούρας έκανε την ατμόσφαιρα περισσότερο μυστηριακή. Κάτι απροσδιόριστα γλυκό γέμισε την καρδιά της Τζίνας.
Ο Δημοσθένης εισέπραξε αυτή τη χαλάρωση και άρχισε να διηγείται…
«Πριν πολλά χρόνια σε αυτό εδώ το σπίτι, ζούσε ένα ερωτευμένο ζευγάρι. Η Ελισσώ και ο Όμηρος. Ζούσαν όμορφα και γαλήνια. Η Ελισσώ λάτρευε τα λουλούδια και τον κήπο. Ο Όμηρος ήταν ψαράς. Τα βράδια καθόντουσαν στην αυλή σκοτεινά κάτω από τα αστέρια. Ο Όμηρος  μελετούσε αστρολογία. Ήταν το πάθος του. Έδειχνε λοιπόν στην Ελισσώ του τους αστερισμούς, και της εξηγούσε όλα όσα ήξερε για αυτούς. Εκείνη άκουγε τις ιστορίες και βάφτιζε τα αστέρια με δικά της ονόματα. Ήταν το αγαπημένο τους παιχνίδι.
Μια μέρα, ανοιξιάτικη πρέπει να ήταν, ο Όμηρος μπήκε στο σπίτι με δυνατές φωνές. Η Ελισσώ άρχισε να κατεβαίνει σαν τρελή τις σκάλες. Δεν πρόλαβε να φτάσει στο τέλος τους. Ο Όμηρος είχε ήδη πεθάνει. Ένα δηλητηριώδες φίδι τον είχε δαγκώσει δίπλα στη καρδιά καθώς προσπαθούσε να ανέβει σε ένα δέντρο για να κόψει καρπούς»
Δάκρυα έτρεχαν από τα μάτια του Δημοσθένη και μούσκεψαν τα χέρια της Τζίνας που τα κρατούσε στα δικά του.
«Κατάλαβες Ελισσώ μου; Κατάλαβες τώρα γιατί το όνειρό σου σταματούσε στις σκάλες; Γιατί αυτό το δωμάτιο ήταν ανοιχτό;»
«Γιατί;» ψέλλισε με κόπο η Τζίνα;
«Γιατί εδώ μέσα, σε αυτή την κούνια, κοιμόταν ο γιός μας αγάπη μου». Είπε και την αγκάλιασε κλαίγοντας με λυγμούς…
«Μια στιγμή. Περίμενε..» είπε η Τζίνα και τον έσπρωξε δυνατά. «Καλό το παραμύθι Δημοσθένη. Αλλά εσύ που τα ξέρεις όλα αυτά; Πως τα θυμάσαι κι εγώ δεν θυμάμαι τίποτα; Πας καλά; Με δουλεύεις;»
Πλησίασε κοντά της και της έπιασε ξανά τα χέρια.
«Όχι δεν τα θυμήθηκα μόνος μου. Τα είδα στην αναδρομή. Είναι όλα γραμμένα σε βιντεοταινίες. Μπορείς να τα δεις και τώρα αν θέλεις. Αυτό έγινε πριν από πέντε χρόνια. Δεν είχα ιδέα μέχρι τότε. Το σπίτι έρχεται παλιά, από τους παππούδες μου. Εγώ ήμουν ανυποψίαστος μέχρι την αναδρομή. Σου το είπα και πριν μικρή μου. Η μοίρα οδηγεί τα βήματα μας. Είμαστε έρμαια στα χέρια της. Όταν μου μίλησες για το όνειρο «έπαθα». Αν σου μιλούσα από την αρχή  για όλο αυτό δεν θα με πίστευες. Τώρα όμως με πιστεύεις. Δεν μπορείς να κάνεις αλλιώς. Κανείς δεν πάει κόντρα στο πεπρωμένο».
«Μισό λεπτό Δημοσθένη. Είναι μαλακίες όλα αυτά. Συμπτώσεις είναι. Δεν πιστεύω τίποτα. Δεν γίνονται αυτά τα πράγματα. Θέλω να φύγω τώρα..» είπε η Τζίνα σοκαρισμένη.
«Είσαι η γυναίκα μου. Η Ελισσώ μου. Δεν μπορείς να φύγεις πια είναι η μοίρα» της είπε και την άρπαξε απότομα φέρνοντας την στην αγκαλιά του.
«Την έχω χεσμένη την μοίρα Πάνδανε. Άσε με να φύγω τώρα γιατί θα δεις την άλλη Ελισσώ» Φώναξε η Τζίνα και τον έσπρωξε ξανά .
Η Τζίνα πάντα όταν έρχεται σε δύσκολη θέση αντιδρά πάντα επιθετικά. Την στιγμή εκείνη παρ’ ότι ήταν τρομοκρατημένη έκανε πάλι την επίθεσή της. Βγήκε από το δωμάτιο και άρχισε να κατεβαίνει τρέχοντας την σκάλα.
Έφτασε στην πόρτα και προσπάθησε να την ανοίξει. Μάταια όμως, ήταν κλειδωμένη.
«Τι σημαίνει αυτό;» Ρώτησε τον Πάνδανο που είχε ήδη κατέβει και αυτός.
«Δώσε μου το κλειδί σε παρακαλώ. Δεν μπορώ τις αηδίες και τα δράματα. Σε παρακαλώ».
«Ελισσώ μου ηρέμησε κοριτσάκι μου» είπε και την πλησίασε.
«Η Τζίνα είμαι άρρωστε. Τζίνα με λένε και σένα Δημοσθένη. Και δεν έχω παιδί, ένα σκυλί έχω τον Αντρέα. Σου κάνει για το σενάριο;» του φώναξε θυμωμένη κολλώντας το πρόσωπο της στο δικό του.
Την κοίταξε σε αλλόφρονη κατάσταση, κι αρπάζοντάς την από τους ώμους την τράνταξε χτυπώντας τη στην πόρτα.
«Είσαι η Ελισσώ μου. Σε βρήκα. Είσαι η γυναίκα μου. Θα ζήσουμε μαζί… » είπε με λύσσα και τα μάτια του αγρίεψαν θυμίζοντας τρικυμίες.

Η Τζίνα τα χρειάστηκε και άρχισε να το μαζεύει Τα πόδια της δεν θα την κρατούσαν για πολύ ακόμα. Είχαν αρχίσει να πονούν από την τρεμούλα και την προσπάθεια να μην το δείξουν.
Τρελός για δέσιμο είναι. Την έχω άσχημα. Τζίνα ηρέμησε.. Είπε στον εαυτό της  και άρχισε να σιγοτραγουδάει για να ηρεμήσει όπως έκανε πάντα όταν ήταν μικρή: «..Ήρθα στη ζωή μου αργά, αργά και να την αρνηθώ. Μέγας έρωτας και τρόμος είναι η νύχτα που μεθώ..»

 «Όμηρε, ηρέμησε μωρό μου. Έλα να το συζητήσουμε», τον παρακάλεσε αλλάζοντας τακτική για να τον  χαλαρώσει.
«Πως; Πώς με είπες αγάπη μου; Το ήξερα πως θα θυμηθείς…» είπε και άρχισε να της φιλά πάλι τα χέρια.
Τα πόδια της πήραν να λυγίζουν. Κατέρρευσε αργά αργά και βρέθηκε στο δάπεδο με την πλάτη στην πόρτα και τον Πάνδανο κολλημένο σαν στρείδι επάνω της.
Ήθελες pericolozamente Τζινάκι ε; Κολύμπα τώρα παρεούλα με τον τρελό. Ψυχραιμία. Θα του περάσει και θα βγούμε από εδώ. Πρέπει να τον ηρεμήσω. Έχω το κινητό. Να πάρω την Βίκυ. Αλλά τι να της πω γαμώτο; Πώς να της εξηγήσω και τι;
 Όσο η Τζίνα σκεφτόταν είχε τα μάτια κλειστά έτσι ο Πάνδανος πίστεψε πως αποκοιμήθηκε.
«Χαλάρωσε κοριτσάκι μου. Σου ήρθαν όλα ξαφνικά. Χαλάρωσε, κοιμήσου καρδούλα μου. Αύριο όλα θα είναι όπως παλιά. Θα αρχίσουμε από εκεί που μείναμε» ψιθύρισε στο αφτί της,
Άντε στο διάολο παλάβρα, ήθελε να του πει. Κρατήθηκε όμως συνειδητοποιώντας ότι βρισκόταν σε δύσκολη θέση, και σώπασε προσπαθώντας να σκεφτεί τι θα κάνει.
Τον ένοιωσε να χαλαρώνει το σφίξιμο. Δεν κουνήθηκε καθόλου ελπίζοντας να αποκοιμηθεί και να του φύγει. Η απόλυτη σιγή της φύσης άρχισε να την τρομάζει. Προσπάθησε να ακούσει ένα θόρυβο, κάτι, ένα κρώξιμο πουλιού, ένα θρόισμα φύλου. Απόλυτη ησυχία. Το σώμα της εξακολουθούσε να τρέμει. Δεν μπορούσε να το σταματήσει. Ακούγοντας την βαριά του ανάσα  έκανε μια κίνηση αιφνιδιασμού. Πετάχτηκε επάνω σαν ελατήριο και άρχισε να τρέχει προς την σκάλα. Ανέβηκε τρία τρία τα σκαλοπάτια και βρέθηκε στον πάνω όροφο χωρίς να κοιτάξει πίσω της. Δεν άκουσε τον Δημοσθένη να την ακολουθεί και αυτό την έβαλε σε υποψία. Μπήκε στο πρώτο δωμάτιο που βρήκε μπροστά της. Η Πόρτα είχε κλειδί από πίσω. Έκλεισε με δύναμη και με χέρια που έτρεμαν προσπάθησε να κλειδώσει. Αφουγκράστηκε κολλώντας το αφτί της στην πόρτα. Δεν ακουγόταν τίποτα. «Τι είναι πάλι ετούτο το κόλπο γαμώτο;» Είπε δυνατά ανακτώντας κάπως το κουράγιο της. Πήγε μέχρι το τεράστιο παράθυρο. Από μια χαραμάδα στο παντζούρι κοίταξε έξω. Ήταν πολύ ψηλά για να πηδήξει. Ούτε συζήτηση. Άρχισε να περιεργάζεται το δωμάτιο. Ήταν κρεβατοκάμαρα με μονό κρεβάτι σκεπασμένο με ένα πολύχρωμο χράμι. Οι κουρτίνες βαριές με τις αποχρώσεις του καλύμματος. Βαθύ πορτοκαλί με κεραμιδί ρίγες. Έστρεψε το βλέμμα της στους πανύψηλους τοίχους. Οι κρεμασμένοι πίνακες την έκαναν να ανατριχιάσει. Ήταν ζωγραφιές της Αναγέννησης. Η Τζίνα πάντα απεχθανόταν αυτή την εποχή και τους πίνακες της. Της έφερναν κατάθλιψη τα σκοτεινά χρώματα και τα στρουμπουλά σώματα των γυναικών με τα γελαδινά στήθη. Άνοιξε την σκαλιστή ντουλάπα και κοίταξε μέσα. Ήταν εντελώς άδεια.
Η ώρα είχε αρχίσει να περνάει και ο Πάνδανος δεν ακουγόταν. Η Τζίνα άρχισε να εκνευρίζεται. Ιδρώτας έτρεχε σε όλο το κορμί της, και δυνατοί πόνοι τρυπούσαν το στομάχι της. Αποφάσισε να βγει έξω από το θλιβερό δωμάτιο. Άνοιξε σιγά σιγά την πόρτα, αφού πρώτα κοίταξε από την κλειδαρότρυπα μήπως ο Δημοσθένης ήταν απ’ έξω. Το πάτωμα έτριξε με τα βήματά της. Κράτησε την ανάσα της και προσπάθησε να ακούσει κάποιο θόρυβο. Τίποτα. Μια γνώριμη μυρωδιά ερχόταν από το κάτω πάτωμα. Ήταν η μυρωδιά του καπνού του Πάνδανου.
Κατέβηκε με αργές κινήσεις τη σκάλα. Τον είδε να κάθεται στη μεγάλη μπερζέρα στο βάθος του καθιστικού. Με την άκρη του ματιού της είδε την εξώπορτα ελαφρά ανοιχτή. Με δυο δρασκελιές θα μπορούσε να φύγει. Όμως τι σήμαινε αυτό; Γιατί όλο αυτό το σκηνικό; Κάτι δεν της άρεσε. Όπως και να είχε όμως αν έβγαινε έξω θα μπορούσε να τρέξει. Θα έφτανε μέχρι το χωριό. Εκεί θα ήταν ασφαλής. Δεν ήθελε να το σκεφτεί άλλο. Δεν είχε πολλές επιλογές. Ήταν σίγουρη ότι ο Δημοσθένης την είχε ακούσει, αν ήθελε θα είχε ήδη φτάσει μέχρι εδώ. Μάλλον του πέρασε η κρίση και με αφήνει να φύγω σκέφτηκε και κινήθηκε με αργά βήματα προς την πόρτα.
 «Ελισσώ;» ακούστηκε η φωνή του Πάνδανου, ήρεμη αυτή τη φορά.
Η Τζίνα στράφηκε προς το μέρος του χωρίς όμως να κάνει ούτε ένα βήμα πίσω. Τον κοίταξε. Τα πόδια της άρχισαν πάλι να τρέμουν.
 «Θα φύγεις λοιπόν; Θα με εγκαταλείψεις Ελισσώ;»
Τι να του πω τώρα του άρρωστου Θεέ μου να μην τον αγριέψω πάλι;
«Όπως θέλεις γλυκιά μου. Δεν μπορώ να σε κρατήσω με το ζόρι. Να ξέρεις μόνο ότι θα σε περιμένω στην επόμενη, και στην επόμενη ζωή. Θα σε ψάξω παντού. Θα σε αναζητώ χίλιες ζωές. Μέχρι να είμαστε και πάλι μαζί» της είπε.
Δεν έβγαλε άχνα. Τον κοίταξε μόνο ανέκφραστη. Φοβόταν μήπως κάνει μια λάθος κίνηση και τον πιάσει πάλι η κρίση του.
«Φύγε λοιπόν αφού το αποφάσισες. Πήγαινε κόντρα στη μοίρα ανόητη. Εγώ δεν θα ζήσω άλλο σε αυτή τη ζωή. Δεν έχει πια νόημα για μένα. Φύγε τώρα. Μέχρι το βράδυ θα έχω φύγει και εγώ. Για πάντα. Μέχρι να σε ξαναβρώ. Φύγε Ελισσώ φύγε, φύγε, φύγε»φώναξε υστερικά και ξέσπασε σε λυγμούς.
Η Τζίνα άνοιξε την πόρτα και εξαφανίστηκε μέσα σε κλάσματα του δευτερολέπτου. Άρχισε να τρέχει σαν τρελή. Δεν πήρε μαζί της τίποτα. Έτρεχε έτρεχε ώσπου της σώθηκε η ανάσα. Έπεσε πάνω στο χώμα και άρχισε να κλαίει. Όλος ο φόβος ξέσπασε μέσα της φέρνοντας την σε κατάσταση υστερίας. Εκείνη τη στιγμή μια σκέψη την έκανε να ανατριχιάσει. Αν ο Πάνδανος έλεγε αλήθεια ότι θα «φύγει», ότι θα αυτοκτονήσει δηλαδή, εκείνη μπορεί να βρισκόταν μπλεγμένη. Δεν θα μπορούσε να αποδείξει ότι δεν είχε καμία σχέση με το θάνατο του. Την είχε δει μαζί του η γρια στο χωριό. Τους είδε να πηγαίνουν στο χτήμα. Αν πάθαινε κάτι θα έβρισκε άσχημο μπελά. «Τώρα Τζίνα τι κάνουμε;» μονολόγησε. «Πάνδανο ή φυλακή; Λες να την κάνει; Αλλά τρελός είναι γιατί όχι;». Γυρίζει πίσω και αρχίζει να τρέχει προς το κτήμα. Από το μυαλό της περνάνε μαύρες σκέψεις. Έτρεξε για πέντε έξη λεπτά που της φάνηκαν αιώνες. Το στήθος της πονούσε φριχτά. Δεν μπορούσε να ανασάνει άλλο. Στάθηκε για ένα μόνο λεπτό και μετά άρχισε να ξανατρέχει. Μπήκε στον κήπο. Από μακριά είδε την πόρτα ορθάνοιχτη όπως την είχε αφήσει. Μπήκε μέσα πανικόβλητη. Ο Πάνδανος ήταν πεσμένος στο πάτωμα. Τον πλησίασε διστακτικά μήπως είναι κόλπο και την αρπάξει πάλι. Καμιά κίνηση. Το πρόσωπό του ήταν χλωμό. Άγγιξε το μέτωπό του. Ήταν ζεστό. Με αλλόφρονες κινήσεις έψαξε να βρει το σακίδιο της. Κάπου γύρω πρέπει να έχει πέσει. Το βρίσκει και βγάζει το κινητό της. Τα χέρια της τρέμουν τόσο που δεν μπορεί να σχηματίσει νούμερο. Καλεί με μεγάλη προσπάθεια την Βίκυ. «Έλα σήκωσε το, σήκωσε το σε παρακαλώ» φωνάζει κλαίγοντας. Δεν απαντάει. Παίρνει το εκατόν εξήντα έξη. Τους μιλάει αλλοπρόσαλλα. Δεν μπορεί να τους εξηγήσει που βρίσκεται. Προφανώς θεωρούν ότι είναι φάρσα και το κλείνουν. Καλεί την Αστυνομία. Μιλάει με έναν αστυνομικό ο οποίος καταλαβαίνει αμέσως ότι υπάρχει πρόβλημα και την βοηθάει να ηρεμήσει και να του εξηγήσει που βρίσκεται. Πρέπει να πέρασαν ώρες από τη στιγμή εκείνη. Η Τζίνα καθισμένη στο πάτωμα χαμένη εντελώς. Ο Πάνδανος ακίνητος. Τώρα πια δεν τολμούσε να τον πλησιάσει. Φοβόταν ότι είχε πεθάνει.
Ο ήχος του ελικοπτέρου τάραξε την σιωπή της φύσης. Η Τζίνα πετάχτηκε έξω. Άρχιζε να κουνάει  τα χέρια της δείχνοντας ότι ήταν εκεί. Το ελικόπτερο τους μετέφερε αμέσως στην Κω. Η Τζίνα οδηγήθηκε στο τμήμα για κατάθεση και ο Πάνδανος σε κρίσιμη κατάσταση στο νοσοκομείο. Δεν ήξερε αν έπρεπε να πει όλη αυτή την απίθανη ιστορία στην αστυνομία. Κανένας δεν θα την πίστευε έτσι και αλλιώς. «Είχαμε έρθει εκδρομή» τους είπε. «Φίλοι είμαστε. Τον τελευταίο καιρό έλεγε κάτι αλλοπρόσαλλα πράγματα αλλά δεν έδωσα σημασία. Μάλλον είχε κάποιο πρόβλημα που δεν μου το είχε πει. Έφυγα για το χωριό. Εκείνος είπε ότι θα μείνει. Επειδή όμως δεν τον είδα και πολύ καλά ξαναγύρισα και τον βρήκα έτσι. Δεν ξέρω τι πήρε. Δεν έχω ιδέα».
Ο αστυνομικός την κοίταξε με συμπάθεια. Φάνηκε να την πίστεψε. Ήταν έτοιμη να καταρρεύσει.
«Θα μείνεις εδώ απόψε και το πρωί βλέπουμε» της είπε. «Μην ανησυχείς. Πιστεύω ότι τον προλάβαμε. Ο γιατρός είναι αισιόδοξος. Το πρωί θα έρθει και ο γιός του. Τον έχουμε ειδοποιήσει.»
«Α, ωραία. Μπορώ δηλαδή να φύγω;»
«Εε, θα το δούμε αυτό. Ηρέμησε τώρα και ξεκουράσου. Θα σου φέρω κάτι να φας. Εντάξει;»
  Έγνεψε ναι και τον είδε να χάνεται στο βάθος του διαδρόμου. Που είσαι ρε Βίκυ; Τι έπαθες γαμώτο και χάθηκες; Και να σκεφτεί κανείς ότι είναι στην Κω. Πώς έμπλεξα έτσι Θεέ μου; Πως θα ξεμπλέξω;
   Δεν έκλεισε μάτι όλη τη νύχτα. Το μυαλό της έτρεχε σε φυλακές και σιδερένιες μπάλες. Μακριά από τ’ άδικο έλεγε πάντα η γιαγιά της. Μακριά από τ’ άδικο παιδί μου.
 Οι πρωινές ακτίνες του ήλιου φώτισαν το χώρο δηλώνοντας την έναρξη της νέας μέρας. Η Τζίνα κουλουριασμένη σε μια άβολη καρέκλα έβγαλε το κινητό της προσπαθώντας για μια ακόμα φορά να επικοινωνήσει με τη Βίκυ. Είχε αρχίσει να ανησυχεί σοβαρά για τη φίλη της. Η Βίκυ ήταν πάντα τυπική. Το κινητό της δεν το έκλεινε ποτέ. Μαύρες σκέψεις έκαναν το στομάχι της να σφιχτεί.
Κουβέντες και πνιχτά γέλια ακούστηκαν από το διπλανό γραφείο. Κατευθύνθηκε προς τα εκεί και χτύπησε δυνατά την πόρτα. Ένας αγουροξυπνημένος μπάτσος άνοιξε την πόρτα και της χαμογέλασε με ευγένεια.
«Καλημέρα κυρία Σταυρίδου. Δεν ρωτώ πως περάσατε την νύχτα. Το βλέπω. Είστε χάλια. Να σας προσφέρουμε ένα καφεδάκι;»
«Ω, ναι. Σας ευχαριστώ πολύ. Αυτό είναι δώρο ανεκτίμητο. Σκέτο παρακαλώ, και διπλό».
«Καθίστε, έχω καλά νέα. Πριν λίγο μου τηλεφώνησαν από το νοσοκομείο. Ο κύριος Πάνδανος είναι εκτός κινδύνου. Δεν μένει παρά να μας δώσει μια τυπική κατάθεση, και  είστε ελεύθερη να πάτε να τον δείτε».
Της ήρθε να τον αγκαλιάσει. Πήρε βαθιά ανάσα και καλημέρισε τον ήλιο που καθρεπτιζόταν στη γαλανή θάλασσα του Αιγαίου.
«Αυτό κι αν είναι νέο. Χίλια ευχαριστώ καλέ μου κύριε. Χίλια ευχαριστώ» είπε και άφησε ελεύθερα τα δάκρυα της να τρέξουν στο πρόσωπό της.
«Ηρεμήστε κυρία. Τέλος καλό, όλα καλά» απάντησε ο κύριος αστυφύλαξ και της πρόσφερε το αχνιστό καφεδάκι που μόλις είχε φέρει ο καφετζής.
Άνοιξε ανακουφισμένη το σακίδιο της και ψαχούλεψε στο βάθος για να βρει κανένα ξεχασμένο πακέτο τσιγάρα. Ξαφνικά χλόμιασε. Το πορτοφόλι της έλειπε. Έφερε το άνοιγμα της τσάντας στο πρόσωπο της, και κοίταξε προσεκτικά μέσα στην βομβαρδισμένη τσάντα. Πουθενά δεν φαινόταν. Την έλουσε κρύος ιδρώτας.
«Συμβαίνει κάτι;» ρώτησε το όργανο βλέποντας την αμηχανία της.
«Όχι. Η μάλλον ναι, λείπει το πορτοφόλι μου. Κάπου θα μου έπεσε» του είπε.
«Λυπάμαι. Ίσως να σας έπεσε στο σπίτι του κυρίου Πάνδανου. Όπως και να έχει θα σας δανείσει να κινηθείτε υποθέτω. Άλλωστε σας οφείλει τη ζωή του κατά κάποιο τρόπο. Αν πάντως το βρει κάποιος και το φέρει σε εμάς θα σας το στείλουμε. Να μείνετε ήσυχη. Είχε μέσα πολλά χρήματα;».
«Όχι κάτι λίγα. Μην ενοχλείστε. Σας ευχαριστώ» είπε η Τζίνα που δεν είχε καμιά όρεξη να δώσει συνέχεια στο θέμα.
Πέρασαν δύο ώρες περίπου όταν το πολυπόθητο τηλέφωνο που θα έδινε την άδεια στην Τζίνα να φύγει έγινε. Ο Πάνδανος είχε συνέλθει και είπε ότι η ευθύνη ήταν μόνο δική του. Ζήτησε μάλιστα να δει την Τζίνα. Ο αστυνομικός προσφέρθηκε να την μεταφέρει μέχρι το νοσοκομείο. Δέχτηκε μη έχοντας άλλη επιλογή, γιατί φοβήθηκε μήπως και  υποψιαστούν ότι κάτι περίεργο συνέβαινε και  έμπλεκε πάλι.
Ανακατεύτηκε το στομάχι της φτάνοντας έξω από το νοσοκομείο. Η ιδέα και μόνο ότι θα συναντούσε πάλι τον θεοπάλαβο της προκάλεσε ταραχή. Ο αστυνομικός την άφησε στην πύλη του νοσοκομείου. Η Τζίνα τον ευχαρίστησε για τη «φιλοξενία» και  πέρασε με γρήγορο βήμα το κατώφλι του Ιπποκράτειου Νοσοκομείου.
«Ούφ! Τι ιστορία και αυτή Θεούλη μου. Φτηνά τη γλίτωσα» είπε μεγαλόφωνα.
«Ουεέ, η τρέλα δεν πάει στα βουνά» είπε γελώντας ο κουλουρτζής όταν την άκουσε να μιλά μόνη της.
«Στα βουνά; Πας καλά κύριε μου; Σε ποια βουνά; Όλη η τρέλα πάνω στο νησί σας είναι!» του απάντησε με  χαμόγελο.
Κάθισε ανακουφισμένη στο παγκάκι και πήρε βαθιές ανάσες περιμένοντας να απομακρυνθεί το περιπολικό. Η σκέψη της πήγε ξανά στη Βίκυ. Επιχείρησε πάλι να της τηλεφωνήσει. Καμία απάντηση. Σηκώθηκε και με βήμα αργό βγήκε από το νοσοκομείο.
«Κυρία Τζίνα;» άκουσε μια λεπτή φωνούλα να την καλεί.
Γύρισε πίσω ξαφνιασμένη. Ήταν ο Ερμής ο γιος του Δημοσθένη που έφτασε πανικόβλητος στην Κω με την πρωινή πτήση.
«Φεύγετε; Τι έγινε; Τι συνέβη με τον μπαμπά;» τη ρώτησε σε ένα στυλ που δεν της άρεσε καθόλου.
«Δεν σου είπε ο ίδιος;» του απάντησε ψυχρά.
«Όχι. Πέστε μου εσείς»
«Άκου αγόρι μου. Έχω περάσει μια απίστευτη περιπέτεια εξ αιτίας του Δημοσθένη. Μη την πληρώσεις εσύ. Και κατέβασε τους τόνους σε παρακαλώ γιατί δεν σε παίρνει. Πίστεψε με».
«Δεν καταλαβαίνω τίποτα. Μπορείτε να γίνετε σαφέστερη;» επέμενε.
«Όχι δεν μπορώ. Ρώτα το μπαμπά σου. Νομίζω πάντως ότι θέλει ψυχίατρο. Και πες του να μην τολμήσει να με ενοχλήσει άλλο γιατί θα του κάνω μήνυση» απάντησε θυμωμένη και συνέχισε το δρόμο προς το λιμάνι.
Η καλή «κακή» της συνήθεια να πετάει χύμα ψιλά μέσα στην τσάντα της έλυσε προσωρινά το πρόβλημα της πείνας που θέριζε ήδη το στομάχι της. Τα σκόρπια κέρματα συγκέντρωσαν τρία ολόκληρα ευρώ. Ποιος τη χάρη της. Αγόρασε μια ολόκληρη φρατζόλα ζεστό ψωμί και ένα τέταρτο φέτα. Κάθισε πάνω στο ζεστό βότσαλο και απόλαυσε το γεύμα της περιμένοντας  το πρώτο πλοίο, όπου θα τρύπωνε ως λαθρεπιβάτης, και ..ο Θεός βοηθός.
Δεν δυσκολεύτηκε καθόλου να μπει στο Καράβι. Ήταν τόσος κόσμος μαζεμένος στο λιμάνι που μέσα στο συνωστισμό πέρασε απαρατήρητη από τα μάτια του ελεγκτή. Ανέβηκε στο κατάστρωμα και αφού βρήκε ένα άδειο παγκάκι, έβαλε προσκεφάλι το σακίδιο της και κοιμήθηκε ξερή κάτω από τον ζεστό ήλιο που ήταν ακόμα ψηλά.
Είχε νυχτώσει για καλά όταν άνοιξε τα μάτια της. Το φεγγάρι είχε πάρει το δρόμο του φωτίζοντας αχνά το στερέωμα. Η υγρασία της περόνιασε το κορμί. Ένοιωσε κρύα ρίγη να διαπερνούν το κορμί της, κουλουριάστηκε βάζοντας τα παγωμένα χέρια της ανάμεσα στα γόνατα. Ήταν τόσο γλυκιά η βραδιά, τόσο γαλήνια η θάλασσα με τις ασημένιες πινελιές του φεγγαριού να στολίζουν τον υγρό της καμβά, που δεν της έκανε καρδιά να μπει μέσα στο πνιγηρό σαλόνι με τη βρωμοποδία και το ροχαλητό.
«Ότι δεν σε σκοτώνει, σε κάνει πιο δυνατοοο» άρχισε να σιγοτραγουδάει.
«Τρέμε Βίκυ. Την έβαψες μόλις σε δω. Μόνο να είσαι καλά. Μόνο αυτό Θεέ μου». 


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου