Δε ζυγιάζω, δε μετρώ, δε βολεύομαι! Ακολουθώ το βαθύ μου χτυποκάρδι...

Νίκος Καζαντζάκης, Ασκητική


Τετάρτη 23 Ιανουαρίου 2013

Ο ΧΟΡΟΣ ΤΩΝ ΘΕΡΙΣΤΩΝ ΚΕΦΑΛΑΙΟ 12ο


   Δύο λυγερόκορμες μοναχές κατέβηκαν με σταθερό βήμα τα μαρμάρινα
σκαλοπάτια του σπιτιού της Via Flavia. Η Αδελφή Ελεονόρα και η αδελφή Αι-
κατερίνη, καθολικές αδελφές του ιερού τάγματος της παναγίας Καρμήλου της
Τήνου, άρτι αφιχθείσες εις Ρώμην, δι’ ειδικήν αποστολήν.
«Είσαι έτοιμη αδελφή μου;» ρώτησα τη Μελίνα φτάνοντας στην πόρτα.
«Πανέτοιμη» απάντησε με τη σιγουριά του ηθοποιού που ήδη είχε μπει
στο πετσί του ρόλου του. «Εσύ;» ρώτησε διακρίνοντας άγχος στη φωνή μου.
«Για να πω την αλήθεια είμαι ψιλοχεσμένη. Ρε συ έτσι και μας πάρουν
πρέφα τη γαμήσαμε. Το Βατικανό είναι ειδική περίπτωση. Αυτό που πάμε να
κάνουμε είναι θεόκουφο».
«Σσς, ντροπή σου καλόγρια πράγμα και να βρίζεις σαν νταλικιέρης. Συ-
γκεντρώσου σ’ αυτό που κάνεις και πρόσεχε τη γλώσσα σου. Μήπως να το
παίξεις κωφάλαλη καλόγρια για νάμαστε πιο ασφαλείς;» είπε και γέλασε με
την καρδιά της ενώ συγχρόνως άνοιξε την πόρτα. «Συγκεντρώσου αδελφή Ε-
λεονόρα. Φύγαμε» συμπλήρωσε και βγήκε πρώτη στο δρόμο.
Το βλέμμα του πρώτου περαστικού που συναντήσαμε έπεσε ερευνητικό
πάνω μας κάνοντας τα γόνατα μου να μουδιάσουν.
«Μελίνα δεν θα τα καταφέρω» ψιθύρισα νοιώθοντας άβολα μέσα στα ρά-
σα.
«Σκάσε και περπάτα» αποκρίθηκε μέσα από τα δόντια της.
Δυο γουρλωμένα μάτια στο απέναντι παγκάκι μας κοίταξαν σαν νάβλεπαν
κάτι σε παραίσθηση. Η Μελίνα του έγνεψε καλημέρα με τόση άνεση που μ’
έκανε να ξεχάσω τον φόβο μου και να γελάσω δυνατά. Ο άντρας σταυροκο-
πήθηκε κι ανταπόδωσε την καλημέρα του σκύβοντας ευλαβικά το κεφάλι.
«Τα’ παιξε τελείως ο φουκαράς» είπε η Μελίνα γελώντας κι αυτή. «Την
προηγούμενη φορά είδε να βγαίνει από το σπίτι μια μαντόνα, τώρα δυο καλό-
γριες, χα..χα.. την επόμενη φορά να το παίξουμε Βελζεβούλ για να έρθει στα
ίσια του χα.. χα»
«Ξέρεις κάτι Μελίνα;» της είπα σοβαρά κοιτάζοντας την στα μάτια «είσαι
τελικά πολύ πιο τρελή από ότι δείχνεις, και σε πάω με χίλια γαμώτο».

Διασχίσαμε την μεγάλη λεωφόρο Settembre με βήμα γαλήνιο και αργό,
όπως αρμόζει στους εκπροσώπους των θεών. Οι μεγάλοι σταυροί και οι ταπει-
νές υποκλίσεις από κάποιους αθεράπευτα θρησκόληπτους μ’ έκαναν να θέλω
να πεθάνω από το γέλιο, κέρβερος όμως πλάι μου η Μελίνα, με επανέφερε
στην τάξη κάθε που πήγαινα να παρεκτραπώ.
«Εισιτήρια για το λεωφορείο έχουμε;» ρώτησα κάποια στιγμή την «αδελ-
φή μου» καθώς πλησιάζαμε στη στάση.
«Ναι γαμώτο, εισιτήρια, το ξέχασα» αναπήδησε η Μελίνα.
«Άσε πηγαίνω εγώ» προθυμοποιήθηκα βλέποντας στο απέναντι πεζοδρό-
μιο το καπνοπωλείο. Η έκπληξη μου ήταν μεγάλη όταν ο πωλητής του μαγα-
ζιού αρνήθηκε να πάρει χρήματα. «Την ευλογία σας αδελφή μου, καλό δρόμο
να έχετε» είπε σκύβοντας ευλαβικά το κεφάλι του. Του έδωσα κι εγώ την ευ-
λογία μου με μεγάλη ευχαρίστηση. Για να μη λένε κάποιοι δηλαδή πως “τα
ράσα δεν κάνουν τον παπά”.
Είχα επισκεφτεί κι άλλες φορές το Βατικανό. Η πιετά του Μιχάηλ Άντζελο
ασκούσε πάντα πάνω μου μια ανεξέλεγκτη γοητεία. Με μάγευε η έκφραση, η
κίνηση, και το συναίσθημα αυτού του έργου. Κάποιες στιγμές ένοιωθα ότι ε-
πικοινωνώ μαζί του, ότι γίνομαι εγώ ο δημιουργός του, σμιλεύοντας πάνω του
όλα τα συναισθήματα που μπορεί να έχει ένα έμψυχο όν.
Κατά τα άλλα, όλο αυτό το εκκλησιαστικό τέρας που άπλωνε σαν γίγαντας
το πόδι του έτοιμο να συνθλίψει την κάθε αμαρτωλή σκέψη, να καταστείλει
την όποια ανθρώπινη αμφισβήτηση σε ότι είχε ορισθεί “ιερό”, με γέμιζε θυμό
και οίκτο συγχρόνως, για όλες αυτές τις παγιδευμένες σκέψεις που ακου-
μπούσαν όλη τους την ελπίδα στο ηλεκτρικό κερί που άναβαν, ρίχνοντας ένα
κέρμα στο μηχάνημα όπως αυτό που βγάζαμε τσίχλες και αρκουδάκια όταν
είμαστε παιδιά. Ένοιωθα λύπη για κείνους τους “αμαρτωλούς”, που στωικά
περίμεναν τη σειρά τους στο ξύλινο κουβούκλιο με το κόκκινο λαμπάκι, που
μου θύμιζε μπουρδέλο της οδού Μάρνης, για να πάρουν το “απαλλακτικό βού-
λευμα” από τον δικηγόρο του θεού, που θα τους λύτρωνε από τις παλιές αμαρ-
τίες, δίνοντας τους το πράσινο φως για τις καινούργιες…
«Που χάθηκες μάτια μου;» άκουσα τρυφερή τη φωνή της Μελίνας πλάι
μου. «Όλα θα πάνε καλά, μη φοβάσαι. Ο φόβος είναι κακός σύμβουλος, βάλ-
τον μπροστά σου να τον βλέπεις, μη τον αφήσεις να σε κυνηγά» συμπλήρωσε
και κοίταξε με θαυμασμό την μεγάλη πύλη του Βατικανού.
«Αέρα…» ψιθύρισα χαριτολογώντας, και με σταθερό βήμα πέρασα μπρο-
στά από τους Ελβετούς φρουρούς, κλείνοντας τους ελαφρά το μάτι.
«Γοργώ μαζέψου!» με μάλωσε η μαμά Μελίνα.
«Οκ sis» αποκρίθηκα σοβαρή και κατευθύνθηκα προς την είσοδο.
Περπατήσαμε στη μεγάλη πλατεία του αγίου Πέτρου χωρίς να ασχοληθεί
κανείς μαζί μας, φυσικό ήταν, δεν είμαστε οι μοναδικές καλόγριες, τόπος λα-
τρείας ήταν, μαύριζε το μάτι σου από ράσα. Το μόνο που είχα να κάνω από
εδώ και μπρος ήταν να αφοσιωθώ στην αποστολή μας, και ν’ αφήσω πίσω μου
-προς το παρόν τουλάχιστον - τις αντιδραστικές μου σκέψεις σ’ ότι αφορούσε
το συγκεκριμένο χώρο.
«Μελίνα πιστεύεις στο Θεό;» ρώτησα τη φίλη μου ξαφνιάζοντας την.
«Ρε συ, δεν σε πιστεύω. Είναι η κατάλληλη ώρα να συζητήσουμε κάτι τέ-
τοιο; Μπορείς να σκάσεις για λίγο και να κοιτάς μήπως δεις το Δομίνικο; Γι
αυτόν ήρθαμε εδώ, θυμάσαι;»
«Σόρρυ σιστερ» απολογήθηκα και προχώρησα με θάρρος προς την τερά-
στια είσοδο του ναού του Αγίου Πέτρου.
Η σιδερένια πύλη του ναού της “αγάπης” με γέμισε για μια ακόμα φορά
φρίκη βλέποντας τις απερίγραπτες σκηνές τρόμου αποτυπωμένες πάνω στο
σιδερένιο καμβά της πόρτας. Φιγούρες ανθρώπων που βασανίζονταν με απί-
στευτο τρόπο. Εκφράσεις πόνου και βίας που μόνο ένα άρρωστο καλλιτεχνικό
μυαλό θα μπορούσε να συλλάβει. Προσπέρασα χωρίς να το σχολιάσω αλλά το
βλέμμα της Μελίνας πάνω στην πύλη, επιβεβαίωσε τη σκέψη μου.
Περπατήσαμε στο εσωτερικό του ογκώδη ναού που έμοιαζε με πολυτελή
γκαλερί έργων τέχνης. Εκείνο που έκανε το χώρο ξεχωριστό ήταν η επιβλητι-
κή διαστατή αντίθεση, σε σχέση με ότι ανάσαινε μέσα στον ναό.

Η ώρα ήταν τουριστική και δεκάδες άνθρωποι περπατούσαν σαν μικρο-
σκοπικά μυρμήγκια αποτυπώνοντας ο καθένας τις δικές του εικόνες απο-
στροφής ή δέους.
Το βλέμμα μου πλανήθηκε στο χώρο προσπαθώντας να εντοπίσει το Δομί-
νικο. Η Μελίνα με ακολουθούσε σιωπηλά παρατηρώντας τον περίφημο ναό
του Αγίου Πέτρου με εμφανή απορία. Μου ήρθε πολλές φορές η επιθυμία να
τη ρωτήσω πως ένοιωθε με όλη αυτή τη χλιδή που έβλεπε γύρω της. Δεν το
έκανα όμως γιατί δεν ήθελα μια πρόχειρη απάντηση.
Εντόπισα το Δομίνικο στο βάθος ενός διαδρόμου στα αριστερά του ναού,
όπου υπήρχαν μερικά μικρά δωματιάκια, τα οποία προφανώς θα εκτελούσαν
χρέη γραφείων περαιώσεως υποθέσεων. Καθόταν αφηρημένος σε ένα παγκά-
κι, μπροστά από ένα παρεκκλήσι μ’ ένα σκαλιστό φέρετρο στην άκρη του.
«Τι ψυχανωμαλία είναι τώρα αυτή αδελφέ μου; Διαλογισμός μπροστά από
ένα πτώμα; Μόνο ένας Δομίνικος θα μπορούσε να το κάνει αυτό» ψιθύρισα
στο αφτί του ανυποψίαστου φίλου μου.
Τινάχτηκε σαν να τον χτύπησε ηλεκτρικό ρεύμα. Με κοίταξε σαν να έβλε-
πε παραίσθηση.
«Γοργώ;»
«Αδελφή Ελεονόρα παρακαλώ. Να σας συστήσω. Από εδώ η αδελφή Αι-
κατερίνη» είπα και έστρεψα το βλέμμα μου προς την Μελίνα.
Ο Δομίνικος άφωνος κοιτούσε μια τη Μελίνα και μια εμένα, ανίκανος να
αρθρώσει λέξη. Πριν προλάβει να αντιδράσει μια φωνή ακούστηκε από το
βάθος του διαδρόμου.
«Σενιόρ Φράγκος;»
Με κοίταξε με βλέμμα που έλεγε “μη το κάνεις”, και γύρισε με αμηχανία
προς τη Μελίνα. «Χάρηκα» της είπε με χαζό ύφος, «σε παρακαλώ μην την
αφήσεις να το κάνει» συμπλήρωσε ικετευτικά ενώ προχωρούσε προς το γρα-
φείο όπου συνεδρίαζε το κονκλάβιο, και φυσικά η Μελίνα κι εγώ τον ακολου-
θήσαμε χωρίς δεύτερη κουβέντα.
Ένας υπερήλικας ιερέας κατείχε την θέση του “ιεροεξεταστού” σ’ ένα ξύλι-
νο γραφείο. Δεξιά και αριστερά του κάθονταν δύο νεότεροι ρασοφόροι κρα-
 τώντας από μια στοίβα χαρτιά ο καθένας. Έδειξαν στον Δομίνικο μια καρέ-
κλα να καθίσει κοιτάζοντας μας με απορία. Ομολογώ τα γόνατά μου είχαν αρ-
χίσει να τρέμουν. Οι σφυγμοί μου χτυπούσαν τρελά κι ο Δομίνικος έτοιμος να
καταρρεύσει σωριάστηκε πάνω στο κάθισμα, με μάγουλα κατακόκκινα έτοιμα
να εκραγούν. Η Μελίνα μ’ ένα αξιοθαύμαστο θράσος άπλωσε το χέρι της στον
κύριο “δικαστή”.
«Τα σέβη μου ένδοξε αδελφέ μου» ξεκίνησε να μιλά σε άπταιστα ιταλικά.
«Σας μεταφέρω τους σεβάσμιους χαιρετισμούς της Μεγάλης μητέρας του
τάγματος της Παναγίας Καρμήλου. Είμαι η αδελφή Αικατερίνη, και από εδώ η
αδελφή Ελεονόρα» είπε και έδειξε προς το μέρος μου. Του χαμογέλασα έτοιμη
να λιποθυμήσω. «Η αδελφή μας δυστυχώς δεν μιλάει καλά Ιταλικά, γι’ αυτό
επιτρέψτε μου να αναφερθώ εγώ στο σκοπό της επίσκεψης μας».
Ένα πλατύ χαμόγελο έλαμψε στο πρόσωπο του γέροντα, ο οποίος έδωσε
εντολή στους παρατρεχάμενους του να φέρουν αμέσως καθίσματα για τις γο-
ητευτικές “αδελφές”.
«Ο κύριος Φράγκος είναι ένας άξιος υπηρέτης της τέχνης…» μπήκε αμέ-
σως στο θέμα η Μελίνα. «Ένας λαμπρός αγιογράφος που προσφέρει ανιδιο-
τελώς τις υπηρεσίες του κοσμώντας τους καθολικούς ναούς με ελαιογραφίες
και αγιογραφίες. Η μονή της Παναγίας Καρμήλου έχει γίνει ένα κόσμημα χά-
ρη στην θεία έμπνευση του ταπεινού αυτού δούλου του Κυρίου. Το ήθος του
και ο ευσεβής βίος του οδήγησαν την αγία Μητέρα του τάγματος να πάρει την
απόφαση να μας στείλει εδώ για να καταθέσουμε στην εκδικαζόμενη υπόθεση
του αδελφού μας. Ο κύριος Φράγκος είχε την ατυχία να νυμφευθεί μία γυναί-
κα χριστιανή μεν, ωστόσο του ορθοδόξου δόγματος. Πιστεύοντας ότι με την
αγάπη του θα την έφερνε στον αληθή δρόμο του θεού, αφοσιώθηκε με πάθος
στην προσπάθεια του αυτή. Δυστυχώς όμως η κυρία Δέσποινα Ηλιάδη, η νό-
μιμη σύζυγος του κυρίου Φράγκου, δεν στάθηκε άξια στο πλευρό του. Η στά-
ση της είναι άκρως προκλητική και απρεπής, πράγμα που μπορεί να βεβαιω-
θεί από πολλά άτομα που ζουν στο νησί. Λόγω της ιερότητας του χώρου, δεν
μπορώ να μπω σε λεπτομέρειες άγιε πατέρα, όμως η εκτίμηση μας ως εκπρο-
σώπων του θεού είναι, ότι ο ευπρεπής αυτός άνθρωπος πρέπει να απαλλαγεί



από το γάμο αυτό, και τις τραγικές συνέπειες της νομικής του δέσμευσης, ώ-
στε να μπορέσει απερίσπαστος να συνεχίσει το καλλιτεχνικό και άγιο έργο
του. Όλα αυτά που σας καταθέτω υπήρχαν γραπτά σε επιστολή, υπογεγραμ-
μένη από τη μεγάλη Μητέρα του τάγματος, την οποία δυστυχώς είχαμε την
ατυχία να απωλέσουμε μαζί με τις αποσκευές μας κατά τη διάρκεια του ταξι-
διού μας. Δεσμεύομαι όμως προσωπικά να σας στείλω αντίγραφο της, αμέσως
μόλις επιστρέψουμε στην Τήνο».
«Εσείς κύριε Φράγκο συμφωνείτε με όσα καταθέτει η αδελφή Αικατερί-
νη;» ρώτησε τον Δομίνικο ο “πατέρας”.
«Απόλυτα άγιε πατέρα. Και ευχαριστώ από τα βάθη της καρδιάς μου τις
αδελφές που έκαναν τόσο κόπο να ταξιδέψουν μέχρι εδώ για να καταθέσουν.
Είμαι βαθιά συγκινημένος. Συγχωρέστε με που δεν μπορώ να πω περισσότε-
ρα. Σας παρακαλώ μόνο να εξετάσετε την περίπτωση μου και να με απαλλάξε-
τε από το γάμο αυτό» δήλωσε ο Δομίνικος με δάκρυα στα μάτια.
Δεν μίλησα καθόλου, παραλίγο να κλάψω κι εγώ με όσα άκουγα. Ήταν και
οι δύο τους απίστευτα “ειλικρινείς”.
Ο παπάς έσκυψε μιλώντας ψιθυριστά στους συνεργάτες του κοιτάζοντας
προς το μέρος μας. Ο Δομίνικος ρουφούσε τη μύτη του, σκουπίζοντας τα δά-
κρυά του, και η Μελίνα του κρατούσε το χέρι στοργικά. Η σκηνή που έβλεπα
μπροστά μου άρχισε να μου φέρνει γέλιο. Δεν θα κρατιόμουν για πολύ ακόμα.
Σηκώθηκα απότομα και βγήκα από το χώρο πριν τα κάνω θάλασσα. «Συγχω-
ρήστε την» άκουσα τη Μελίνα να λέει. «Είναι πολύ ευαίσθητη η αδελφή Ελε-
ονόρα, πολύ ευαίσθητη!».
«Είσαι ένα τέρας» φώναξα, και αγκάλιασα συγχρόνως τη Μελίνα όταν
την είδα να βγαίνει αγκαζέ με τον Δομίνικο, στην πλατεία όπου τους περίμε-
να.
«Ντομινίκ; Come va;»απευθύνθηκα στον φίλο μου και τον αγκάλιασα σφι-
χτά.
«Είστε τελείως παλαβές. Θα με κλείσετε στη φυλακή. Με κάνατε απατεώ-
να. Σας λατρεύω όμως κωλόπαιδα» είπε με τη σειρά του ο Δομίνικος και άνοι-
ξε την αγκαλιά του και στις δυό μας.
«Πάμε για ντρινκ και τσιγάρο γιατί κοντεύω να σκάσω» είπα με παράπο-
νο.
«Ποτό και τσιγάρο με τα ράσα; Παλάβωσες εντελώς;»
«Καλά, τα βγάζω τώρα αμέσως» απάντησα τραβώντας από το κεφάλι μου
το καπέλο.
«Μηη» φώναξαν και οι δυο ταυτόχρονα και ξεσπάσαμε σε γέλια.

   Επιστρέψαμε σπίτι με χαρούμενη διάθεση. Η απόφαση θα έβγαινε σε λί-
γες μέρες και ο Δομίνικος ήταν σχεδόν σίγουρος ότι με αυτή την “ιερή” πα-
ρέμβαση τα πράγματα θα ήταν θετικά. Άλλωστε το ύφος της “επιτροπής” έ-
δειξε ότι συμμερίσθηκε ευμενώς τη θέση του φίλου μας.
Η Μελίνα ανέλαβε να μαγειρέψει, ενώ εγώ με το Δομίνικο καθίσαμε να τα
πούμε. Είχα πολύ καιρό να τον δω και η παρουσία του με γέμισε χαρά και νο-
σταλγία.
«Έχεις δει καθόλου τη γιαγιά μου;» τον ρώτησα κάποια στιγμή.
Είδα το βλέμμα του να σκοτεινιάζει.
«Γοργώ η γιαγιά σου πέθανε» μου είπε κοφτά. Πάντα έτσι ήταν ο Δομίνι-
κος, απότομος και ευθύς.
«Πότε; Πώς;» ψέλλισα
«Πριν δυο μήνες. Γεράματα. Ήταν ενενήντα οκτώ χρονών βρε Γοργώ.
Έφυγε ήρεμα και γαλήνια. Πέθανε στον ύπνο της. Μου άφησε ένα φάκελο για
σένα. Δεν ήθελα να σου το πω από το τηλέφωνο. Καταλαβαίνεις ε;»
«Ναι, ναι καταλαβαίνω» είπα με τα μάτια γεμάτα δάκρυα. «Την αγαπού-
σα τη γιαγιά μου Δομίνικε, την αγαπούσα πολύ, άσχετα αν δεν είχα μαζί της
επικοινωνία. Δεν είχε καμιά σχέση με τον μπαμπά μου. Ήταν γλύκα η Γοργώ»
«Και εκείνη σε αγαπούσε μωρό μου. Έλα τώρα, χαμογέλασε μου, κράτα
την ανάμνησή της στην καρδιά σου και συνέχισε τη ζωή σου, ναι;»
Έκλεισα τα μάτια και του έσφιξα το χέρι. Καρέ καρέ πέρασαν μπροστά
μου οι σκηνές από τα παιδικά μου χρόνια στο νησί. Εικόνες που μου ράγισαν
τη καρδιά. Εικόνες που ξύπνησαν τη νοσταλγία για το γαλάζιο της πατρίδας
μου, τον ήλιο, το φως, την ενέργεια που ανάβλυζε από κάθε πέτρα, κάθε δέ-
ντρο, κάθε γωνιά. Η Ρώμη με γοήτευε σαν πόλη, όμως ποτέ δεν ήταν η μάνα

μου, ο τόπος μου. Πάντα ένοιωθα “ξένη”, το έβλεπα στα μάτια των ανθρώπων
που συναναστρεφόμουν καθημερινά, το διάβαζα στα βλέμματα των συμφοι-
τητών μου στη σχολή, το συναντούσα μέσα στην καρδιά μου κάθε που άκουγα
Χατζηδάκη και Μούσχουρη. Ήμουν “ξένη” όσο κι αν ήθελα να το ξεχνώ, γιατί
πάντα και παντού κάποια ανάγωγη συμπεριφορά μου το θύμιζε…
Το μενού που ετοίμασε η Μελίνα περιλάμβανε μακαρονάδα ελληνική με
σάλτσα σκόρδο, και μπόλικο τριμμένο κεφαλοτύρι. Ήπιαμε πάνω από τρία
κιλά κόκκινο κρασί, τραγουδήσαμε ελληνικά τραγούδια, χορέψαμε ζειμπέκικο
και καλαματιανό ξεσηκώνοντας με τις φωνές μας όλη την Via Flavia, και επή-
γαμε για ύπνο ο καθένας παραδομένος στις δικές του σκέψεις.
Ξύπνησα αξημέρωτα μ’ έναν κόμπο στην καρδιά κρατώντας στα χέρια
μου το φάκελο που μου είχε δώσει ο Δομίνικος πριν κοιμηθεί. Πήγα στο μπά-
νιο και με δάκρυα στα μάτια τον άνοιξα..
Καλή μου Γοργώ. Έχω πολλά χρόνια να σε δω και πλάθω την εικόνα σου
μέσα στην φαντασία μου. Δεν μου είναι ωστόσο και πολύ δύσκολο να φαντα-
στώ το όμορφο κοριτσάκι μου μεγαλωμένο. Όταν έμαθα για την απόδρασή
σου από το οικογενειακό κατεστημένο χάρηκα για σένα. Χάρηκα που άνοιξες
τα φτερά σου και πέταξες μακριά από αυτό το κλουβί. Κάποτε θα καταλάβεις
τους λόγους που μ’ έκαναν ν’ αποστασιοποιηθώ από την οικογένεια και να ζή-
σω ελεύθερη στο νησί. Δυστυχώς το σπίτι που μένω καθώς και όλη η περιου-
σία μου, είναι γραμμένα στον Ντίνο από τον πατέρα του. Αυτό σημαίνει πως
τίποτα πια δεν σε δένει με τον τόπο αυτό γιατί όπως έμαθα ο πατέρας σου σε
αποκλήρωσε. Υπάρχει όμως ένα σπίτι στην Αντίπαρο που από σήμερα είναι το
μυστικό μας. Ήταν το ερωτικό μου καταφύγιο. Πήγαινα εκεί με το Λουκά, το
μεγάλο έρωτα της ζωής μου, ο οποίος ήταν παντρεμένος και όπως καταλαβαί-
νεις το μικρό χωριό μας δεν χωρούσε αυτό τον έρωτα. Ο Λουκάς το είχε αγο-
ράσει μόνο για μένα. Ήταν ο άνθρωπος μου, το ταίρι μου. Τον συνάντησα στη
ζωή μου αργά, αργά και για να κάνω πίσω. Έζησα μέσα σ’ αυτό το σπίτι τη
γλυκιά παρανομία, την ηδονή και την προσωπική μου ελευθερία. Μέσα στο
φάκελο θα βρεις τις πληροφορίες που χρειάζεσαι για να πας μέχρι εκεί, καθώς
και τους τίτλους ιδιοκτησίας. Είναι δικό σου καρδούλα μου. Είναι το πιο πολύ-
τιμο κομμάτι της ζωής μου και στο χαρίζω με όλη την ψυχή μου. Μη λυπάσαι
που θα φύγω. Θα ζω πάντα στην καρδιά σου και θα σε προστατεύω από όπου
βρίσκομαι. Ζήσε καλά, δόξασε τη ζωή, τον έρωτα, τη φύση την ελευθερία σου.
Σ’αγαπώ…
Έσφιξα το γράμμα στην καρδιά μου κι άφησα το καταχωνιασμένο μου πα-
ράπονο να ξεχυθεί σαν χείμαρρος. Αντίο γιαγιάκα, ψιθύρισα και στο μυαλό
μου έγινε το απότομο «κλικ». Τελικά η ξενιτιά της καρδιάς μου ήταν αυτό που
με βασάνιζε πιο πολύ. Το ήξερα πως μια μέρα θα γύριζα πίσω. Τα όνειρά μου
πάντα τα στοίχειωνε το φως του Αιγαίου, οι ήχοι των γλάρων, κι οι μυρωδιές
της θάλασσας. Η νοσταλγία έγινε ξαφνικά φυλακή μου. Ήξερα πως από τη
στιγμή εκείνη δεν με χωρούσε πια η Ρώμη..
Ένα δυνατό χτύπημα στην πόρτα διέκοψε απότομα τη σκέψη μου.
«Γοργώ; Είσαι καλά;» ακούστηκε η φωνή του Δομίνικου. «Άνοιξε τη πόρ-
τα σε παρακαλώ»
«Καλά είμαι, άντε να κοιμηθείς» αποκρίθηκα εκνευρισμένη.
«Δεν γίνεται… χρειάζομαι το μπάνιο».
«Είσαι σίγουρος;»
«Να το αναλύσουμε τώρα;» επέμεινε ο Δομίνικος.
«Καλή ιδέα» απάντησα σχεδόν σίγουρη ότι δεν χρειαζόταν το μπάνιο αλλά
ήθελε να με κάνει να βγω έξω.
«Με το τρία κάνω ντού και μπαίνω μέσα. Ένα.. δύο..»
Σαν σίφουνας άνοιξα την πόρτα του μπάνιου και βγήκα στο διάδρομο. Τον
Δομίνικο τον ήξερα καλά, το είχε ξανακάνει αυτό και παλιότερα όταν με είχε
ακούσει να κλαίω στο μπάνιο μετά από ένα ομηρικό καυγά με την Τερέζα τότε
που είχε έρθει να με πάρει βίαια από το νησί. Είχε σπάσει την πόρτα αδιαφο-
ρώντας για τις συνέπειες, που δεν ήταν καθόλου ευχάριστες μια και ο Ντίνος
του τις έβρεξε για αυτή του την πράξη.
«Παράτα με ήσυχη» του είπα έντονα «μη μου σπάς τα νεύρα γαμώτο, μια
ζωή αυτό κάνεις»

«Θα σου πάρω κόλλα να τα κολλήσεις κούκλα μου».
«Χα..χα.. αστείο, γελάσαμε» απάντησα και τον έσπρωξα για να περάσω.
«Ε.. τι πάθατε ρε σείς; Ξέρετε τι ώρα είναι;» ακούστηκε η φωνή της Μελί-
νας που είχε ξυπνήσει απότομα από τις φωνές μας.
«Το Δομίνικο ρώτα που θέλει να μου το παίξει μπαμπάς ξαφνικά»
«Όχι, τη φίλη σου να ρωτήσεις που έκανε κατάληψη στο μπάνιο και κο-
ντεύει να σκάσει η κύστη μου» διαμαρτυρήθηκε ο Δομίνικος που στεκόταν
όρθιος μπροστά στο μπάνιο με το σλιπάκι.
«Α.. δεν πάτε καλά εσείς οι δύο» είπε χαμογελώντας η Μελίνα. «Γοργώ
έκλαιγες; Τα μάτια σου είναι κατακόκκινα. Τι έπαθες μάτια μου;»
«Έπαθα.. ότι δεν μπορεί κανείς να φρικάρει με την ησυχία του μέσα σ’
αυτό το σπίτι» απάντησα και δάκρυα έτρεξαν ανεξέλεγκτα από τα μάτια μου
φέρνοντας σε αμηχανία και τους δύο φίλους μου.
«Λοιπόν, Δομίνικε άντε για κατούρημα, κι εγώ φτιάχνω καφέ. Γοργώ γρή-
γορα επί του καναπέως» διέταξε η Μελίνα και με φίλησε στο μάγουλο. «Μη
το κάνεις αυτό, φίλοι σου είμαστε. Η μήπως δεν είμαστε;»
«Εγώ θέλω ένα ποτό» είπα με το ύφος ενός παιδιού που χαϊδεύεται όταν
το μαλώνουν.
«Κι εγώ θέλω μια Πόρσε.. αλλά θα πιω καφέ προς το παρόν» είπε με νόη-
μα η Μελίνα και πήγε στη κουζίνα.
Οι καφέδες έφτασαν μαζί με κέϊκ και κουλουράκια. Εν τω μεταξύ ο Δομί-
νικος είχε βγει από το μπάνιο και καθόταν απέναντι μου στη μπερζέρα με τα
μούτρα κατεβασμένα.
«Λοιπόν παιδάκια; Θα μου πείτε τι επάθατε πρωι πρωί;» ρώτησε η Μελίνα
προσπαθώντας να αποφορτίσει την κατάσταση.
Χωρίς να μιλήσω έβγαλα το γράμμα της γιαγιάς από το τσεπάκι της πιτζά-
μας μου και της το έδωσα. Το διάβασε μεγαλόφωνα κοιτάζοντας με την άκρη
του ματιού της μια εμένα και μια το Δομίνικο.
«Γοργώ μου, καταλαβαίνω πως νοιώθεις» είπε τρυφερά η Μελίνα και μου
έπιασε το χέρι. «Η ζωή όμως συνεχίζεται. Δέξου την απώλεια σαν μια αυλαία
που πέφτει, γιατί μια παράσταση είναι η ζωή μας, μια παράσταση με αρχή μέ-
ση τέλος. Σκέψου πως η γιαγιά σου βρίσκεται στη χώρα των μακάρων όπως
λέγανε οι αρχαίοι τον παράδεισο».
«Παρέα με την Αθηνά και τον Ποσειδώνα» συμπλήρωσε πικρόχολα ο Δο-
μίνικος.
«Το παιδί μίλησε» συμπλήρωσα κοιτάζοντας το Δομίνικο, που όση ώρα η
Μελίνα διάβαζε το γράμμα της γιαγιάς είχε μια παράξενη έκφραση. Κρατού-
σε το φλιτζάνι με τον καφέ στον αέρα αμήχανος, και φαινόταν έκπληκτος με
όσα άκουγε. «Ξέρεις Μελίνα, ο Δομίνικος είναι πολύ Χριστιανός, τόσο πολύ
που όταν ακούει για αρχαίους Έλληνες φρικάρει. Ίσως γιατί τον ενοχλεί η
copyright θρησκεία που προγραμματίστηκε να πιστεύει σαν καλό ρομποτάκι
που είναι».
«Γοργώ, όσο κι αν με προκαλέσεις δεν θα σου κάνω τη χάρη να μπω σ’ αυ-
τή την κουβέντα μαζί σου. Είσαι ένα άθεο πλάσμα που δεν θα σε κρίνω εγώ γι’
αυτό».
«Δεν είμαι άθεο πλάσμα. Άθρησκο είμαι. Δεν πιστεύω σ’ αυτό το καρναβά-
λι που είδαμε σήμερα στον Αγιο Πέτρο. Σου αρέσει αυτό το θέαμα Δομίνικε; Ο
Χριστός που λατρεύεις μανάρι μου, παιδί μαραγκού ήταν κι όχι πρίγκιπας. Σε
φάτνη γεννήθηκε κι όχι σε βίλα με πισίνα και τζακούζι. Μπορείς να μου πεις
που κολλάει σε όλη αυτή τη χλίδα ένας μύστης σαν τον Ιησού;»
«Άντε πάλι» μπήκε στη μέση η Μελίνα. «Μπορούμε να μιλήσουμε σαν πο-
λιτισμένοι άνθρωποι; Γοργώ κατέβασε τους τόνους σε παρακαλώ. Και συ ρε
Δομίνικε προσπάθησε να καταλάβεις πως νοιώθει».
«Εγώ να δεις πως νοιώθω» μουρμούρισε ο Δομίνικος και το πρόσωπο του
έγινε κόκκινο.
«Ναι, πες μας τώρα πως σε πόνεσε ο χαμός της Γοργώς» πετάχτηκα. «Πες
τα σε κανέναν άλλο αυτά Δομινικάκι γιατί τη γιαγιά μου δεν την πήγαινες κα-
θόλου, πράγμα που μου το είχες πει εσύ ο ίδιος. Ποτέ δεν κατάλαβα αυτή την
αντιπάθεια που είχες για κείνη. Το σεβάστηκα όμως. Μην ακούω τώρα μαλα-
κίες για το πώς “νοιώθεις”».
«Είχα κι εγώ μια γιαγιά» απάντησε ο Δομίνικος με μια ματιά που με κε-
ραυνοβόλησε.

«Όλοι έχουμε γιαγιάδες» ανταπάντησα χαμηλώνοντας τους τόνους γιατί
το ύφος του δεν μου έστελνε καλά μηνύματα.
«Η γιαγιά μου πέθανε μ’ έναν πολύ άσχημο τρόπο» συνέχισε κοιτώντας με
στα μάτια, «αυτοκτόνησε πέφτοντας από ένα βράχο στη θάλασσα. Την βρήκα
πνιγμένη καθώς γύριζα από το ψάρεμα».
«Συγνώμη» ψιθύρισα, «τραγικό είναι, δεν το ήξερα, δεν μου το είπες πο-
τέ»
«Όχι, το τραγικό δεν το άκουσες ακόμα. Δεν σου μίλησα ποτέ γι’ αυτό για-
τί δεν ήθελα να σου απομυθοποιήσω, το μόνο ίσως πλάσμα που αγαπούσες
και θαύμαζες. Άλλωστε δεν ήμουν σίγουρος. Τώρα όμως είμαι, και ήρθε η ώρα
να το μάθεις. Η γιαγιά μου αυτοκτόνησε γιατί δεν άντεχε τα κουτσομπολιά
του κόσμου. Τον παππού μου τον λέγανε Λουκά, αν αυτό σου λέει κάτι. Ο
παππούς διατηρούσε παράνομη σχέση με μια χήρα. Έφευγε από το σπίτι και
χανόταν για μέρες. Υπήρχαν υπόνοιες πως η χήρα ήταν η γιαγιά σου. Κανείς
όμως δεν μπορούσε να το βεβαιώσει αυτό. Η γιαγιά μου είχε κλειστεί στο σπί-
τι και έβγαινε έξω μόνο το βράδυ. Δεν θέλει πολλά ο άνθρωπος για να σαλτά-
ρει. Η γιαγιά μου ήταν γλυκιά και ευαίσθητη. Δεν μπορώ να καταλάβω πως
μπόρεσε να της το κάνει αυτό ο παππούς μου. Ένα χρόνο ακριβώς μετά το
θάνατο της γιαγιάς πέθανε και ο παππούς. Θεία δίκη το λένε».
Η τελευταία ατάκα, μου ανέβασε και πάλι τις αδρεναλίνες. Το σκοτεινό
βλέμμα όμως του Δομίνικου συγκράτησε το ξέσπασμά μου. Δεν ήθελα να τον
πρεσάρω άλλο για να μη πούμε πράγματα για τα οποία μετά θα μετανιώναμε
και οι δύο. Ο Δομίνικος ήταν για μένα ένα πολύ αγαπημένο πρόσωπο. Ήταν
ένας καλός φίλος έτοιμος να κάνει τα πάντα για μένα. Οι όποιες διαφορές μας
ήταν αποκύημα της διαφορετικότητας του χαρακτήρα μας και μόνο. Στο βά-
θος τον αγαπούσα και μ’ αγαπούσε. Οι θρησκευτικές του αντιλήψεις τον παγί-
δευαν πάντα σε εκδικητικά συναισθήματα. Αν είναι δυνατόν ο όποιος θεός να
τιμωρούσε το Λουκά γιατί ερωτεύτηκε. Λες κι ο έρωτας είναι προγραμματάκι
σε pc που το φορτώνεις όταν έχεις άδειο δίσκο. Την περίπτωση ο Λουκάς να
είχε κενά από το γάμο του, τόσα όσα να τον οδηγήσουν σε μια ξένη αγκαλιά
κανένας δεν το εξέταζε. Ο Λουκάς και η γιαγιά μου ήταν το δέντρο. Το δάσος
Σελίδα -62 -
δεν μπήκε κανένας στον κόπο να το παρατηρήσει. Στα δικά μου πάντως μά-
τια η γιαγιά μου όχι μόνο δεν απομυθοποιήθηκε όπως φανταζόταν ο Δομίνι-
κος, αλλά ο πήχης της ανέβηκε ακόμα πιο ψηλά. Ήταν μεγάλη μαγκιά να βα-
δίσει το δρόμο της καρδιάς της, αγνοώντας την ηλικία και το σούσουρο του
χωριού, που δεν είναι ό,τι καλλίτερο στις κλειστές κοινωνίες. Η Γοργώ ήταν
λεβεντιά, ήταν άνθρωπος ελεύθερος και χτυπούσε γροθιά στο μαχαίρι όσο
κοφτερό κι αν ήταν αυτό.
«Μελίνα συγνώμη που σε μπλέξαμε σ’ αυτό» είπε απολογητικά ο Δομίνι-
κος βλέποντας τα μάτια της φίλης μας βουρκωμένα. «Μερικές φορές όμως τα
πράγματα πρέπει να λέγονται με το όνομά τους για να μην υπάρχουν αυταπά-
τες».
«Δεν έχει σχέση με σας, είναι κάτι δικό μου παιδιά. Μην ασχολείστε» είπε
η Μελίνα και σηκώθηκε πηγαίνοντας προς το μπάνιο.
Έτρεξα πίσω της. «Μελίνα; Τι σε βασανίζει; Μίλα μου σε παρακαλώ, θα
νοιώσεις καλλίτερα.
«Δεν είμαι έτοιμη για να μιλήσω. Μη με πιέζεις σε παρακαλώ».
«Εντάξει» αποκρίθηκα και γύρισα πίσω.
«Να σας πω κορίτσια» φώναξε ο Δομίνικος από το βάθος. «Δεν θα πάθω
προστάτη εξ αιτίας σας. Τέρμα τα κλάματα στο μπάνιο. Αμάν πια. Το χρειάζο-
μαι το μπάνιο αδερφές μου, το χρειάζομαι».
Περάσαμε όλοι μαζί τη μέρα μας ξεναγώντας το Δομίνικο στα αξιοθέα-
τα της αιώνιας πόλης, και αργά το απόγευμα τον συνοδέψαμε στο αεροδρόμι-
ο.
«Ευχαριστώ πολύ κούκλες. Κι αν είπαμε και μια στραβή κουβέντα νερό κι
αλάτι έτσι; Δεν θα ξεχάσω ποτέ ό,τι κάνατε για μένα. Θα τα πούμε σύντομα,
καλοκαίρι έρχεται θα σας περιμένω στο νησί, μου υπόσχεστε ότι θα έρθετε;»
«Θα δούμε» πετάχτηκε η Μελίνα και τον αγκάλιασε. «Χάρηκα που σε
γνώρισα Δομίνικε. Ελπίζω να είμαι κι εγώ φίλη σου από εδώ και μπρος».
Αντί για απάντηση την έσφιξε στην αγκαλιά του και τη φίλησε στο μέτωπο.
«Να μου προσέχεις το παλαβό» είπε δείχνοντας προς το μέρος μου. «Και μην

δίνεις σημασία σε ό,τι λέει. Είναι αντιδραστικό στοιχείο. Από μικρό ήταν κω-
λόπαιδο» συμπλήρωσε και μου τσίμπησε το μάγουλο χαμογελώντας.

   Από τη μέρα που έφυγε ο Δομίνικος, θαρρώ πως ένα κομμάτι μου έφυγε
μαζί του στο νησί. Τις νύχτες ονειρευόμουν το σπίτι που είχα κληρονομήσει
από τη γιαγιά μου. Το φανταζόμουν πάνω σ’ ένα έρημο λόφο με θέα τη θά-
λασσα. Δεν θα μπορούσε να είναι αλλιώς μια ερωτική φωλιά. Μπροστά θα
είχε ένα κήπο με πολύχρωμα λουλούδια, και δέντρα με πυκνό φύλλωμα που θ’
άπλωναν προστατευτικά τη σκιά τους πάνω στο καταπράσινο γκαζόν. Μια τε-
ράστια αιώρα θα κρεμόταν κάτω από δυο αιωνόβιες κουκουναριές, και στην
άκρη του κήπου θα περνούσε ένα μικρό φυσικό ρυάκι που με τα γάργαρα νε-
ρά του θα εξάγνιζε το χώρο γύρω του. Ονειρευόμουν ένα όμορφο ντόπιο αρ-
σενικό, μαυρισμένο από τον ήλιο, με δέρμα τραχύ, που θα μ’ έπαιρνε στα χέ-
ρια του και θα κάναμε έρωτα στην έρημη ακρογιαλιά με θεατές τους απορη-
μένους γλάρους. Αχ, πόσο είχα νοσταλγήσει τον έρωτα.
«Μελίνα θέλω να μιλήσουμε» είπα σοβαρά ένα πρωινό στη φίλη μου.
«Συμβαίνει κάτι Γοργώ; Τι μυστηριώδες ύφος είναι αυτό;»
«Φεύγω» της είπα μονολεκτικά.
Είδα το πρόσωπό της ν’ αλλάζει χρώμα ξαφνικά, κι ένοιωσα άσχημα για
τον τρόπο μου.
«Που σημαίνει;» με ρώτησε, και κάθισε βαριά στον καναπέ.
«Σημαίνει ότι.. δεν μπορώ να ζήσω άλλο εδώ. Η ιδέα της επιστροφής στην
Ελλάδα στοίχειωσε τον ύπνο μου. Δεν μπορώ πια να ζωγραφίσω. Έχω χάσει
την έμπνευσή μου. Το βλέπεις και μόνη σου. Αν δεν δούλευες εσύ όλη τη μέρα
τα χρήματα από το μπαρ δεν θα μας έφταναν ούτε για το νοίκι. Καλλιτέχνης
είσαι. Ξέρεις πόσο σημαντική είναι στην τέχνη η καλή ψυχολογία».
«Το ξέρω. Φυσικά έχω αντιληφθεί ότι τον τελευταίο καιρό δεν είσαι καλά.
Όμως πίστευα ότι είναι μια φάση που θα σου περάσει».
«Δεν περνάει Μελίνα, δεν περνάει. Το σκέφτηκα καλά. Θέλω να φύγω. Θα
ήμουν πολύ ευτυχισμένη αν ερχόσουν κι εσύ μαζί μου. Θα σου αρέσει εκεί.
Μπορούμε να δουλέψουμε στη Μύκονο, στην Πάρο, στη Σύρο στην Τήνο. Τα
καλοκαίρια τα νησιά είναι γεμάτα κόσμο. Θα έχουμε σίγουρο μεροκάματο.
Δεν αντέχω άλλο αυτό το “μουσείο”. Μου φέρνει κατάθλιψη αυτή η πόλη. Θέ-
λω να το σκεφτείς καλά και ν’ αποφασίσεις. Θα μείνουμε στην Αντίπαρο. Δεν
ξέρω αν έχεις πάει ποτέ σ’ αυτά τα νησιά. Ένας παράδεισος είναι που κατοι-
κείται όμως από διαβόλους. Ο κόσμος εκεί είναι παράξενος. Οφείλω να σου το
επισημάνω αυτό».
«Δεν ξέρω τι να πω. Αισθάνομαι αδειασμένη. Θα μπορούσες να το έχεις
συζητήσει μαζί μου. Αυτό το… “αποφάσισα”…μου ακούγεται φασιστικό. Εντά-
ξει, καταλαβαίνω. Αν αυτό είναι που θέλεις κάντο. Δεν μπορώ να σου πω τίπο-
τα αυτή τη στιγμή. Με πιάνεις εντελώς αδιάβαστη» απάντησε η Μελίνα με
σκυθρωπό ύφος.
«Αν θέλεις μπορείς να κρατήσεις το σπίτι. Εγώ θα πάρω μαζί μου μόνο τα
προσωπικά πράγματά μου».
«Είναι τρελό» με διέκοψε. «Πως θα μείνεις σε ένα έρημο μέρος μόνη σου;
Δεν ξέρεις καν που βρίσκεται το σπίτι της γιαγιάς σου, δεν ξέρεις σε τι κατά-
σταση είναι αυτό. Δεν έχω πάει ποτέ στις Κυκλάδες. Ξέρω όμως ότι η Αντίπα-
ρος είναι ένα μικρό νησί. Το χειμώνα δεν μένουν εκεί πάνω από χίλια άτομα
και αυτά συγκεντρωμένα στην πόλη. Είσαι ένα παιδί μεγαλωμένο στην πρω-
τεύουσα και μάλιστα μέσα στις ανέσεις και την ευμάρεια. Μην το υποτιμάς
αυτό. Έχει περάσει στο dna σου η καλοπέραση. Θα σαλτάρεις στην απομόνω-
ση».
«Τέλος του μήνα φεύγω Μελίνα. Σκέψου κι αποφάσισε» της έκοψα την
κουβέντα, μη θέλοντας να ακούσω άλλα. Είχε δίκιο και το ήξερα στο βάθος.
Όμως η επιθυμία να μετρηθώ με τις αντοχές μου σ’ αυτή την πρόκληση, μου
είχε γίνει εμμονή. Τίποτα δεν θα μου άλλαζε γνώμη και το ήξερα.






Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου