Δε ζυγιάζω, δε μετρώ, δε βολεύομαι! Ακολουθώ το βαθύ μου χτυποκάρδι...

Νίκος Καζαντζάκης, Ασκητική


Τετάρτη 23 Ιανουαρίου 2013

Ο ΧΟΡΟΣ ΤΩΝ ΘΕΡΙΣΤΩΝ ΚΕΦΑΛΑΙΟ 11ο


   Το τηλέφωνο χτυπούσε συνέχεια. Δίσταζα να το σηκώσω γιατί ήξερα πως
θα ήταν ο φίλος της Γοργώς ο Δομίνικος.
Ήταν η δωδέκατη συνεχόμενη φορά που καλούσε, κι αποφάσισα ν’ απα-
ντήσω μια κι επέμενε τόσο πολύ.
«Παρακαλώ;» απάντησα μιλώντας ελληνικά. Η σιωπή του μου έδειξε
πως ξαφνιάστηκε ακούγοντας τη φωνή μου
«Ποια είσαι εσύ;»ρώτησε απότομα.
«Εσύ ποιος είσαι;» απάντησα επίσης απότομα.
Ακολούθησε σιωπή.
«Θα μιλήσεις ή θα το κλείσω;»
«Ο Δομίνικος είμαι και θέλω τη Γοργώ»
«Δεν είναι εδώ»
«Εσύ ποια είσαι;»
«Δεν σε αφορά» του απάντησα εκνευρισμένη από τη συμπεριφορά του.
«Ο Δομίνικος είμαι. Ζητώ συγνώμη γα το ύφος μου» είπε ποντάροντας
στην γυναικεία ευαισθησία απέναντι στη λέξη συγνώμη. Προφανώς καιγόταν
να μάθει ποια ήμουν και δεν ήθελε να ρισκάρει την πιθανότητα να του το
κλείσω.
«Κι εγώ συγνώμη»του απάντησα ευγενικά αυτή τη φορά «Είμαι η Μελίνα.
Η Γοργώ έφυγε λίγο νωρίτερα για τη δουλειά της σήμερα. Θέλεις να της πω
κάτι;».
«Ναι.. πες της ότι θέλω να της μιλήσω. Έχω προβλήματα, είμαι στα πρό-
θυρα νευρικής κρίσης. Προλαβαίνει δεν προλαβαίνει να μη με δει τρόφιμο στη
Λέρο. Εσύ Μελίνα; Συμφοιτήτριά της είσαι; Δεν μου έχει μιλήσει ποτέ για σέ-
να» ρώτησε η Κατίνα μέσα του που καιγόταν να μάθει τι σήμαινε «Μελίνα»
στη ζωή της Γοργώς.
«Όχι. Δεν είμαι συμφοιτήτριά της» αποκρίθηκα κοφτά. «Αν έχεις ανάγκη
όμως να μιλήσεις σε κάποιον κύριε Δομίνικε μπορώ να σε ακούσω» είπα πρό-
θυμα.
«Είσαι πολύ γλυκιά Μελίνα, όνομα και πράγμα. Σε παρακαλώ όμως άσε
τα “κυριλίκα”. Σ’ ευχαριστώ κορίτσι μου αλλά δεν θέλω να σε κουράσω με τα

δικά μου. Είναι μεγάλη ιστορία. Είμαι ένας άντρας παντρεμένος με μια γυναί-
κα που με έχει χωρίσει επισήμως, και που ετοιμάζεται να παντρευτεί έναν άλ-
λο άντρα ο οποίος ζει δικαιωματικά μαζί της, μέσα στο δικό μου το σπίτι, μια
κι εγώ δεν έχω το δικαίωμα να τους πετάξω έξω. Γιατί εγώ δεν είμαι επίσημα
διαζευγμένος με την εν λόγω γυναίκα. Καταλαβαίνεις το μπλέξιμο;»
«Ναι, μου έχει μιλήσει σχετικά η Γοργώ. Όμως πιστεύω πως κάποιος τρό-
πος θα υπάρχει να λυθεί το πρόβλημα. Μέχρι τότε όμως γιατί δεν φεύγεις από
το σπίτι να βρεις την ισορροπία σου; Θεωρώ ότι δεν είναι ότι καλλίτερο να υ-
περασπίζεσαι ντουβάρια με αντίτιμο την ψυχική σου υγεία που σίγουρα θα
μεταβληθεί και σε σωματική αν συνεχίσεις να θρέφεις αυτή τη κατάσταση»
«Το σπίτι μου δεν είναι απλά ντουβάρια. Το έχτισα με το αίμα μου και δεν
θα επιτρέψω σε καμία “κυρία” να με διώξει από αυτό. Πάνω από το πτώμα
μου θα γίνει κάτι τέτοιο» απάντησε με θυμό
«Εντάξει. Το παίρνω πίσω. Εσύ ξέρεις» οπισθοχώρησα «Ξέρεις έχω ακού-
σει πως τα θέματα αυτά λύνονται στο Βατικανό. Κάτι σαν ανώτατο δικαστή-
ριο όπως θα λέγαμε σε νομική βάση. Γιατί δεν το ψάχνεις προς αυτή την κα-
τεύθυνση;»
«Το έχω κάνει ήδη κούκλα μου. Η υπόθεση μου εξετάζεται στις 29 του μή-
να. Η Δέσποινα όμως είναι έγκυος και αν ισχυριστεί ότι το παιδί είναι δικό
μου, είμαι χαμένος από χέρι. Καταλαβαίνεις γιατί είμαι έξαλλος;»
«Θα κάνει κάτι τέτοιο;»
«Φυσικά»
«Τι να σου πω βρε Δομίνικε; Καλό κουράγιο. Θα πω στη Γοργώ ότι τηλε-
φώνησες, εντάξει;».


   Τα μούτρα από τον ομηρικό καβγά που κάναμε, με απόλυτη επιτυχία, η
Γοργώ κι εγώ δεν κράτησαν για πολύ. Το ίδιο κιόλας βράδυ η σχέση μας απο-
καταστάθηκε. Μου ήταν αδύνατον να της κρατήσω κακία. Μα ούτε κι αυτή
από το λίγο που την ήξερα. «Ή τη δέχεσαι έτσι όπως είναι, ή όχι» είπα στον
εαυτό μου και χωρίς δεύτερη σκέψη πήγα και τη βρήκα στο μπαρ όπου δού-
λευε.
«Περασμένα ξεχασμένα σκατομαθημένο πλουσιόπαιδο;» τη ρώτησα τρυ-
φερά.
«Ναι, παλιογκρινιαρόγρια» μου ανταπέδωσε, και δώσαμε τα χέρια ξεσπώ-
ντας σε δυνατά γέλια καθώς θυμηθήκαμε την όλη φάση.
Από κείνη τη μέρα πέρασε περίπου ένας μήνας. Στο διάστημα αυτό, είχα
φορτσάρει και όργωνα όλες τις πιάτσες κάνοντας παντομίμα, για να συνει-
σφέρω κι εγώ στον καθημερινό άρτο τον επιούσιο. Με τα πρώτα χρήματα που
έπιασα στα χέρια μου, πήγα κι αγόρασα…ως και προσούτο.
«Κοίτα χλίδα το πόπολο» δεν έχασε ευκαιρία να με περιπαίξει η Γοργώ.
«Η φτώχεια θέλει καλοπέραση» αντιγύρισα, κι έβαλα στο πιάτο τις τέσσε-
ρις – για παραπάνω ούτε λόγος - σαν τσιγαρόχαρτα φέτες προσούτο.
Ένα βράδυ μάλιστα εκεί που ήμασταν χυμένες η μια στη μπερζέρα κι η άλ-
λη στον καναπέ, μας ήρθε η φαεινή ιδέα να πάμε για φαγητό σ’ ένα ρεστωράν
πολυτελείας στη Via Venetto. Στη πολυσύχναστη και ιστορική Via Venetto,
όπου εδώ και πολλά χρόνια διανοούμενοι αλλά και διάσημοι καλλιτέχνες την
φωτίζουν με λαμπερή τους αύρα.
Μπήκαμε με αέρα κοσμοπολίτικο πιάνοντας ένα κεντρικό τραπέζι για να
έχουμε το οπτικό μας πεδίο ελεύθερο. Ακόμα ήταν νωρίς και δεν είχε πολύ
κόσμο. Ένας άνδρας γύρω στο εξήντα με τη στόφα κείνη του λατίνου εραστή,
από τα πρώτα κιόλας λεπτά που μας αντίκρισε άρχισε να κάνει παιχνίδι,
φλερτάροντας πότε τη Γοργώ και πότε εμένα. Δεν του δώσαμε σημασία.
Ξεκινήσαμε με δύο μαρτίνι μπιάνκο και κατόπιν παραγγείλαμε για πρώτο
πιάτο προσούτο με πεπόνι, και για κυρίως (πιάτο) πάπια με κρούστα από
πράσινες ελιές. Στο μεταξύ ο λατίνος εραστής απτόητος εξακολουθούσε να

μας φλερτάρει και μάλιστα άκρως προκλητικά, πότε κλείνοντας πονηρά το
μάτι του, και πότε στέλνοντας βουβά παθιάρικα φιλιά. Με λίγα λόγια είχε γί-
νει σούργελο. Αλλά δεν το έβαζε κάτω. Φαινόταν έτοιμος να συνεχίσει μέχρι
τελικής πτώσης.
Η Γοργώ είχε αρχίσει να εκνευρίζεται.
«Μη του δίνεις σημασία» προσπάθησα να την ηρεμήσω, και γέμισα το πο-
τήρι της με κρασί κιάντι.
Η ώρα θα ήταν περίπου 10.30 όταν αποφασίσαμε να ζητήσουμε τον λογα-
ριασμό. Τι το θέλαμε; Κόλπος μας ήρθε όταν είδαμε το ποσό. Δεν καθόμασταν
στα αυγά μας καλλίτερα.
«Τα μεταξωτά βρακιά θέλουν κι επιδέξιους κώλους όπως λέει και ο σοφός
λαός» μουρμούρισα.
Βγάλαμε τα πορτοφόλια μας διακριτικά, μετρώντας μέχρι το τελευταίο
κέρμα. Έλειπαν δώδεκα ευρώ για να συμπληρώσουμε το ποσό.
«Τι κάνουμε τώρα;» αναρωτήθηκα.
«Μας βλέπω χαρούμενες λαντζέρισες σε κουζίνα χάι λούξ» είπε η Γοργώ
«εκτός κι αν…» συμπλήρωσε και το πρόσωπό της φωτίστηκε από ένα πονηρό
χαμόγελο.
«Εκτός κι αν;» επανέλαβα μέσα στην απορία.
«Εκτός κι αν… ασκήσει μια απ’ τις δύο μας τη γοητεία της σε κάποιον που
ήδη είναι ψημένος κι έτοιμος για φάγωμα» έλυσε το γρίφο, ρίχνοντας το
βλέμμα της στο αντικρινό τραπέζι που καθόταν ο λατίνος εραστής.
«Ούτε να το συζητάς» την απότρεψα αμέσως.
«Ε! τότε ετοιμάσου να πλύνεις τα πιάτα της ζωής σου στην καλλίτερη πε-
ρίπτωση, γιατί υπάρχει κι η χειρότερη, που τη λένε “φρέσκο” ελληνιστί» μου
είπε απότομα.
Έμεινα για λίγο σκεφτική.
«Ποια από τις δύο;» ρώτησα σοβαρά και με σταθερή φωνή.
«Εσύ φυσικά που είσαι ηθοποιός» με αιφνιδίασε και με παρότρυνε να κά-
νω παιχνίδι.
Δεν έφερα αντίρρηση. Πήρα μια βαθιά ανάσα και γυρνώντας προς τη με-
ριά του “υποψηφίου” του χάρισα ένα χαμόγελο όλο γοητεία. Ο λατίνος ερα-
στής τσίμπησε αμέσως κι ανταποκρίθηκε υψώνοντας το ποτήρι του. Κάποια
στιγμή σηκώθηκε από τη θέση του πηγαίνοντας δήθεν προς την τουαλέτα και
με κοίταξε με νόημα.
«Σε καλεί το ζόμπι» μου είπε η Γοργώ που δεν μπορούσε να συγκρατηθεί
από τα γέλια.
Χωρίς πολύ σκέψη μη και το μετανιώσω σηκώθηκα. Via Venetto δεν ήθε-
λα; Τι να έκανα η (απω)λωλή; Ν’ άφηνα να μας βρει το ξημέρωμα στη λάντζα
ή σε κανένα κρατητήριο παρέα με κατσαρίδες; Πήρα λοιπόν ύφος μοιραίας
γυναίκας και κατευθύνθηκα προς τη μεριά του, υιοθετώντας το λίκνισμα ίδιο
μ’ αυτό της Ρίτας Χέιγουρθ στην Γκίλντα, ενώ σιγοτραγουδούσα το «Put the
blame on Mame boy».
«Μα καλά, τι του πούλησες και μας πλήρωσε τον λογαριασμό;» με ρώτησε
κατόπιν η Γοργώ όταν βγήκαμε έξω από το ρεστωράν.
«Φούμαρα αλα γκρέκα σε πρώτη φάση. Μετά του έδωσα το νούμερο του
κινητού μου, και την υπόσχεση να δειπνήσουμε αύριο βράδυ στο σπίτι του»
της απάντησα με φυσικότητα.
«Καλά, εσύ δεν έχεις κινητό».
«Γιατί αυτός το ξέρει;» αποκρίθηκα και ξέσπασα σε γέλια.
«Τελικά είσαι μεγάλο μούτρο» είπε ξεσπώντας κι εκείνη σε ακράτητα γέ-
λια.
Φθάνοντας στο σπίτι ανάλαφρες από τη βραδινή μας έξοδο, είπαμε να
πιούμε ένα τελευταίο ποτάκι πριν ξαπλώσουμε. Ήταν περασμένα μεσάνυχτα,
όταν αποφασισμένες πια να κοιμηθούμε χτύπησε το τηλέφωνο.
Ήταν και πάλι ο Δομίνικος. Αυτή τη φορά μέσα στη μαύρη απελπισία απ’
όσο μου είπε κατόπιν η Γοργώ.
«Δεν ξέρω τι να κάνω με το φιλαράκι μου γαμώτο» είπε και έπεσε σαν μο-
λύβι πάνω στον καναπέ.
«Τι συμβαίνει;» τη ρώτησα μέσα στην αγωνία.

«Άσε ρε. Εκδικάζεται μεθαύριο η υπόθεση του διαζυγίου του στο Βατικανό
και δεν έχει ούτε ένα στοιχείο να υπερασπίσει τον εαυτό του».
«Δεν μπορεί, θα υπάρχει κάποια λύση» την παρηγόρησα και της άναψα
τσιγάρο.
«Απορώ με την αισιοδοξία σου βρε Μελίνα».
Δεν της αντιγύρισα. Έμεινα αρκετή ώρα σιωπηλή, προσπαθώντας να σκε-
φτώ με ποιο τρόπο θα μπορούσαμε να τον βοηθήσουμε. Η φλασιά δεν άργησε
να έρθει.
«Λοιπόν, βρήκα ένα άπαιχτο τρόπο να βοηθήσουμε το Δομίνικο» της ανα-
κοίνωσα μ’ ενθουσιασμό, κι άρχισα να της εξηγώ την τρελή ιδέα που είχε πε-
ράσει από το μυαλό μου.
Η Γοργώ στην αρχή πρόβαλλε σοβαρές αντιρρήσεις, στη συνέχεια όμως
μου υποσχέθηκε πως θα σκεφτεί τη πρότασή μου..




Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου