Δε ζυγιάζω, δε μετρώ, δε βολεύομαι! Ακολουθώ το βαθύ μου χτυποκάρδι...

Νίκος Καζαντζάκης, Ασκητική


Τετάρτη 23 Ιανουαρίου 2013

Ο ΧΟΡΟΣ ΤΩΝ ΘΕΡΙΣΤΩΝ ΚΕΦΑΛΑΙΟ 13ο


   «Τι έπαθες τώρα; Μήπως σε τσίμπησε μύγα τσε-τσε;» με ρώτησε η Γορ-
γώ μέσα στην απορία καθώς με είδε να την αφήνω σύξυλη στη μέση του πρωι-
νού μας καφέ, και παίρνοντας το πουγκί μου να βγαίνω σαν σίφουνας από τη
σοφίτα.
Δεν της αποκρίθηκα. Ήθελα να μείνω μόνη. Έτσι έκανα όταν στριμωχνό-
μουν μέσα μου. Έφευγα για να βρω την πλήρη απομόνωση.
Κατέβηκα δυο δυο τα σκαλοπάτια του σπιτιού, κι άνοιξα με δύναμη τη ε-
ξώπορτα. Ένας ήλιος δυνατός μ’ έκανε να βάλω αμέσως το χέρι μου αντήλιο.
«Μπήκαμε στο καλοκαίρι» μονολόγησα και με το βλέμμα μου αναζήτησα
τον ζητιάνο στο απέναντι παγκάκι. Έλειπε. Μου φάνηκε παράξενο. Αυτός ή-
ταν τακτικός θαμώνας. Μάλλον μετά από τα απανωτά τρελά που είδε να συμ-
βαίνουν στο σπίτι της Via Flavia, δεν άντεξε άλλο και είπε να βρει αλλού στέκι
μη και απολωλαθεί ολωσδιόλου ο τάλας, σκέφτηκα και κατευθύνθηκα προς τα
εκεί, κάνοντας κατάληψη στο “παγκάκι” του.
«Το παγκάκι, του παγκακιού,» άρχισα σαν χαμένη να κλείνω τη λέξη σ’ ό-
λες της τις πτώσεις. Στην κλητική έδωσα έμφαση. «Ω! παγκάκι» αναφώνησα,
συνειδητοποιώντας πια πως το μόνο σίγουρο μέρος στη ζωή ενός ανθρώπου
σαν και μένα, είναι η ξύλινη αυτή κατασκευή, και μάλιστα κάτω από ανήλια-
γο μέρος. Αναστέναξα μήπως και μου φύγει το βάρος που ένοιωθα εδώ και
μερικές μέρες. Συγκεκριμένα από τη μέρα που διάβασα το γράμμα της γιαγιάς
της Γοργώς. Δεν το κρύβω πως ζήλεψα, που στη ζωή της φίλης μου υπήρξε έ-
στω κι ένας άνθρωπος που τη λάτρεψε τόσο, σε αντίθεση με μένα που κανέ-
νας δεν μ’ είχε αγαπήσει. Πάντα ήμουν το αποπαίδι, η παραφωνία στη ζωή
των άλλων, κι αυτό με πλήγωνε βαθιά. Μια αβάσταχτη πληγή που μεγαλώνο-
ντας αποφάσισα να τη κουβαλώ κλεισμένη ερμητικά μέσα στο μπαούλο μου,
μήπως και έτσι απαλύνω τον πόνο. Σ’ αυτό το “πράμα” όπως το χαρακτήρισε
η Γοργώ. Και με το δίκιο της. Δεν την κατηγορώ, αφού δεν της άφησα ποτέ τα
περιθώρια να με διαβάσει. Άλλωστε κανέναν δεν άφηνα να μπει στη ψυχή
μου. Στα απόκρυφά μου. Ίσως από άμυνα, ίσως πάλι από χαρακτήρα. Ούτε κι
εγώ μπορώ να το εξηγήσω. Έτσι ήμουν από τότε που θυμάμαι τον εαυτόν μου.
Μόνο όταν ενσάρκωνα κάποιο ρόλο, άνοιγα το όστρακό μου, και μεταλλασ-
σόμουν. Πολλοί συνάδελφοί μου είχαν να το λένε. «Η Μελίνα είναι ένα απί-
στευτο πλάσμα. Λες και βγάζει το μαγικό της ραβδάκι επί σκηνής» ήταν η α-
τάκα τους, όταν με έβλεπαν να παίζω. Τελικά το μόνο καλό που πήρα από τη
Γιολάντα, ήταν το ταλέντο αυτό της υποκριτικής. Γιατί η μάνα μου, άσχετα με
όλα αυτά που είχαν συμβεί μεταξύ μας, ήταν σπουδαία ηθοποιός, και θα ήταν
άδικο να μην της το αναγνωρίσω.
«Αχ! Μωρέ Γιολάντα…» μονολόγησα με πίκρα.
«Γκιολάντα;» άκουσα μια φωνή δίπλα μου να αναρωτιέται.
Γύρισα ξαφνιασμένη. Ήταν ο φίλος μου ο ζητιάνος, που εδώ και λίγα λε-
πτά καθόταν δίπλα μου χωρίς να τον έχω πάρει είδηση, έτσι βουτηγμένη που
ήμουν στις σκέψεις μου.
«Η μάνα μου» του απάντησα στα ελληνικά και στέναξα.
«Α!...» αναφώνησε και χαζογέλασε, ενώ με κοιτούσε περίεργα, προσπα-
θώντας να θυμηθεί από πού με ξέρει.
«Ιστορία μου, αμαρτία μου. Που να σου εξηγώ τώρα» συνέχισα να του λέω
στα ελληνικά.
«Προμπλέμα;» με ρώτησε τακτοποιώντας μια σακούλα με κάτι υπολείμ-
ματα παξιμαδιών.
«Προβλήματα θέλεις να πεις. Τώρα προστέθηκε και της Γοργώς, και άστα
να πάνε…».
«Γκοργκώ;» ρώτησε πάλι με απορία.
Φυσικό ήταν να αναρωτιέται, έτσι όπως τον είχα μπλοκάρει με τα ονόμα-
τα.
«Ναι, Γκοργκώ. Δεν ξέρεις ποια είναι η Γκοργκώ;» τον ρωτώ. «Αλλά που
να ξέρεις. Λοιπόν, η Γοργώ στην ελληνική μυθολογία ήταν ένα τέρας με πολ-
λά κεφάλια. Μόνο αυτό το τέρας που εγώ ξέρω έχει ένα κεφάλι. Και τι κεφάλι;
Αγύριστο. Τούχει καρφωθεί ντε και καλά η ιδέα να φύγει από δω. Να επι-
στρέψει στην πατρίδα. Τώρα που κι εγώ βρήκα ένα απάγκιο, μιαν απαντοχή.
Και να έφτανε μόνο αυτό; Όχι βέβαια. Πρέπει να αποφασίσω άμεσα αν θα

επιστρέψω μαζί της ή θα παραμείνω, εδώ μόνη μου, στο αλαφροΐσκιωτο σπίτι
της Via Flavia; » αποκρίθηκα συνεχίζοντας απτόητη στα ελληνικά.
«Δεν καταλαβαίνω» μου είπε στη γλώσσα του, και μου πρόσφερε ένα πα-
ξιμάδι, που μόλις πήγα να το βάλω στο στόμα μου, μου ήρθε μυρωδιά από
ναφθαλίνη.
«Μαζί με τα μάλλινα το είχες βάλει;» τον ρώτησα, κι άρχισα να το τρώω
για να μην τον προσβάλω.
«Πως σε λένε» με ρώτησε με μπουκωμένο στόμα.
«Μελίνα. Εσένα;»
«Πιέτρο»
«Σενιόρ Πιέτρο, χάρηκα» του είπα και τούδωσα το χέρι μου, «κι απ΄ότι
ψυχανεμίζομαι, μας βλέπω να κάνουμε παρέα από δω και στο εξής. Καλά, μας
φαντάζεσαι; Ένας ζητιάνος κα μια ξεπεσμένη θεατρίνα στο ίδιο παγκάκι να
μοιράζονται τα χαμένα τους όνειρα; Φάση θα έχει. Δεν νομίζεις;» συμπλήρω-
σα δαγκώνοντας με προσοχή μη και σπάσω κανένα δόντι ένα κομμάτι από το
“μυρωδάτο” παξιμάδι του.
Ο σενιόρ Πιέτρο δεν απάντησε. Μόνο χασκογελούσε, αφού δεν καταλά-
βαινε γρι ελληνικά.
Μείναμε για λίγο σιωπηλοί. Εκείνος ψαχουλεύοντας το δισάκι του, κι εγώ
στις σκέψεις μου, σιγοτραγουδώντας συνάμα το «Κλωτσοσκούφι» του Μάνου
Χατζηδάκη μέσα σε μια απόλυτη μιζέρια.
«Χαρά η τύχη μου
δεν μου’ χει στείλει
με αρνηθήκανε
εχθροί και φίλοι
ποτέ δεν στέγνωσαν
τα δυο μου μάτια
ποτέ δεν γέλασαν
τα δυο μου χείλη.
Κάθε ά -κάθε άνθρωπο μονάχο
Κάθε ά –κάθε άνθρωπο μαγκούφη
θα τον έ- θα τον έχουνε οι άλλοι
πάντοτε πάντοτε για κλωτσοσκούφι..» και σταμάτησα απότομα γιατί δεν
μπορούσα άλλο να συγκρατήσω τα δάκρυά μου που σαν βρύσες έτρεχαν στα
μάγουλά μου.
Ο σενιόρ Πιέτρο με κοίταξε αποσβολωμένος και με πονεσιάρικο ύφος συ-
νάμα. Ύστερα σηκώθηκε και κάνοντας μια βαθιά υπόκλιση μπροστά μου, μου
έδωσε το χέρι του να χορέψουμε. Ήταν τόσο τρυφερή η χειρονομία του που
δεν μου έκανε καρδιά να του αρνηθώ.
«Συνέχισε το τραγούδι σου» μου είπε ψιθυριστά στο αυτί και μ΄έπιασε
από τη μέση.
«Ποτέ δεν γνώρισα
μιαν άσπρη μέρα
και δεν με φίλησε
ποτέ μητέρα
καλάμι έρημο
είμαι στον κάμπο
που πάει κι έρχεται
με τον αγέρα…» συνέχισα παραδομένη στη τόσο ανθρώπινη και θερμή α-
γκαλιά του, διασκεδάζοντας για λίγο την μιζέρια μου, που μ’ είχε κατακλύσει
ίδια με κείνη του Βασιλάκη Καΐλα σε κάποια από τις γνωστές ελληνικές ταινί-
ες μελό.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου