Δε ζυγιάζω, δε μετρώ, δε βολεύομαι! Ακολουθώ το βαθύ μου χτυποκάρδι...

Νίκος Καζαντζάκης, Ασκητική


Τετάρτη 23 Ιανουαρίου 2013

Ο ΧΟΡΟΣ ΤΩΝ ΘΕΡΙΣΤΩΝ ΚΕΦΑΛΑΙΟ 34ο


Το Οδύσσειο έτρεμε από τα χειροκροτήματα και τα μπράβο. Η κυρία
Φωτεινή ήρθε τρέχοντας προς το μέρος μας και μας αγκάλιασε.
«Μπράβο, μπράβο σε όλους σας» φώναξε ενθουσιασμένη μοιράζοντας
φιλιά.
«Είσαι καλά;» με πήρε παράμερα η Μελίνα βλέποντας με έτοιμη να κα-
ταρρεύσω.
«Δεν ήθελα να γίνει έτσι» ψέλλισα. «Η βία, πάντα φέρνει βία».
«Ακριβώς όπως το είπες είναι. Πήγαιναν γυρεύοντας» είπε η Μελίνα
σφίγγοντας με στην αγκαλιά της, «Έλα, πάμε πίσω. Δεν πρέπει ο κόσμος να
καταλάβει τίποτα. Ας τους αφήσουμε να φύγουν με ότι πήραν απόψε από την
παράσταση. Αύριο ξημερώνει μια καινούργια μέρα» συνέχισε, και παίρνοντας
με από το μπράτσο ανακατευτήκαμε με το πλήθος που έδινε συγχαρητήρια
στην κυρία Φωτεινή.
Με την ανατολή του ήλιου όλα φωτίστηκαν αλλιώς. Η ζωή είχε βάλει με το
δικό της τρόπο άλλη μια τελεία. Έπρεπε να αποφασίσουμε τι θα κάνουμε με
τις ζωές μας. Ο μύλος είχε καταστραφεί. Ο θρίαμβος της παράστασης, είχε
ήδη γίνει για μας χθες. Τα πράγματα θα ακολουθούσαν την πορεία τους και
εμείς τη δική μας.
«Τι σκέφτεσαι;» με ρώτησε η Μελίνα καθισμένη στην ξύλινη κούνια που
κρεμόταν κάτω από ένα γέρικο δέντρο στην αυλή.
«Νοιώθω να ωρίμασα ξαφνικά» είπα στη φίλη μου σπρώχνοντας ελαφρά
την κούνια. «Και ξέρεις κάτι; Δεν είμαι σίγουρη ότι μου αρέσει αυτό. Για να
πω την αλήθεια δεν ξέρω τι θέλω. Ποτέ δεν ήξερα. Μελίνα κάτι τρελό περνάει
από τη σκέψη μου. Μήπως όλο αυτό ήταν ένα παιχνίδι; Μήπως μας χρησιμο-
ποίησαν για να λύσουν τις διαφορές τους; Μήπως ήμασταν το τυρί στη φά-
κα;»
«Πως σου ήρθε τώρα αυτό;» ρώτησε η Μελίνα σέρνοντας τα πόδια της στο
χώμα αμήχανα.

«Ο Δαμιανός δεν φάνηκε μετά την παράσταση. Ούτε ένα τυπικό τηλεφώ-
νημα. Ξέρουν πως είμαστε εδώ. Περίμενα πως θα είχαν έρθει να μας βρουν.
Δεν μ’ αγαπάει Μελίνα, δε μ’ αγαπάει» είπα με παράπονο.
«Όχι, όχι…δεν πιστεύω κάτι τέτοιο. Αρνούμαι να το πιστέψω. Γοργώ μη
μου βάζεις ιδέες σε παρακαλώ».
«Εντάξει. Ας αφήσουμε το χρόνο να μιλήσει» μονολόγησα. «Λέω να πάω
στο μύλο. Δεν με χωράει ο τόπος εδώ. Η κυρία Φωτεινή είναι ένας γλυκύτατος
άνθρωπος, θα της χρωστάω για πάντα τις στιγμές που μου χάρισε, όμως δεν
αντέχω τη φλυαρία της, όχι αυτή τη στιγμή. Η καρδιά μου είναι βαριά σαν μο-
λύβι. Εσύ μείνε. Ο Πέτρος θα ξυπνήσει όπου νάναι».
«Δεν πας καλά που θα μείνω μόνη μου, να φάω ανάκριση από τη Φωτεινή.
Έρχομαι κι εγώ μαζί» είπε και πήδηξε μ’ ένα ακροβατικό σάλτο από την κού-
νια.
Πήραμε αμίλητες το δύσβατο, αλλά σύντομο μονοπάτι ανάμεσα στα χτή-
ματα, που οδηγούσε στο πίσω μέρος του μύλου. Πλάι μας ακούστηκε ένα
γνώριμο κουδουνάκι.
«Το παιδί σου μας ακολουθεί κατά πόδας» είπα στη Μελίνα και γέλασα
δυνατά. «Φροσάκι μπουον τζιόρνο».
Το θέαμα του καμένου μύλου με το φως της μέρας γέμισε την καρδιά
μας θλίψη. Περπατήσαμε μέσα στα αποκαΐδια με τα μάτια βουρκωμένα.
Η Μελίνα κάθισε πάνω στο μισοκαμένο μπαούλο της, βάζοντας το
πρόσωπο ανάμεσα στα χέρια της. Μετά σηκώθηκε και το άνοιξε, βγάζοντας
με αργές κινήσεις ότι είχε απομείνει σώο από το αρχείο της ζωής της. Την ά-
φησα μόνη με τις αναμνήσεις της που έμοιαζαν να βγαίνουν μέσα από το μα-
γικό κουτί του χρόνου.
Ανέβηκα προσεκτικά τα σκαλοπάτια που οδηγούσαν στο δωμάτιό μου,
και ξάπλωσα στο καμένο στρώμα, αγνοώντας τις στάχτες που αναπηδούσαν
σε κάθε μου κίνηση γεμίζοντας την ανάσα μου σκόνη. Στύλωσα το βλέμμα μου
στο ταβάνι, προσπαθώντας πάνω στο σκούρο φόντο να ζωντανέψω τη μορφή
της γιαγιάς μου. Την είδα να μου χαμογελά. «Είμαι περήφανη για σένα Γορ-
γώ» μου είπε «Μην κλαις μωρό μου. Ν’ αγαπάς σημαίνει πως διακινδυνεύεις
να μην έχεις στην αγάπη ανταπόκριση. Να ελπίζεις σημαίνει πως διακινδυνεύ-
εις να διαψευστεί η ελπίδα σου. Πρέπει όμως να διακινδυνεύεις, γιατί το με-
γαλύτερο ρίσκο στη ζωή είναι να μη διακινδυνεύεις τίποτα.
Ο άνθρωπος που δεν διακινδυνεύει τίποτα, δεν κάνει τίποτα, δεν έχει τί-
ποτα, κι είναι ένα τίποτα. Δεν μπορεί να μάθει, να νοιώσει, ν’ αλλάξει, να ωρι-
μάσει, ν’ αγαπήσει, να ζήσει».
Ένοιωσα τα μάτια μου να πλημμυρίζουν μουσκεύοντας το στρώμα, τη
σκέψη μου ν’ αδειάζει, και την καρδιά μου να γίνεται ανάλαφρη, μέχρι που
βάρυναν τα βλέφαρα χάνοντας την εικόνα της γιαγιάς από μπροστά μου.
Πρέπει να με πήρε ο ύπνος γιατί πετάχτηκα ξαφνικά ακούγοντας φωνές
από τη μεριά του δρόμου. Κατέβηκα δυο δυο τα σκαλοπάτια συναντώντας
στην άκρη της σκάλας τη Μελίνα που με κοιτούσε με απορία. Τρέξαμε προς
την ανοιχτή πόρτα και βάζοντας τα χέρια μας αντήλιο είδαμε να φτάνουν κα-
λημερίζοντας μας από μακριά, ο Δαμιανός, ο Πέτρος, ο Δομίνικος, η κυρία
Φωτεινή, και σύσσωμη η θεατρική ομάδα, κρατώντας σκούπες, σακούλες,
κουτιά από μπογιά, και ένα καλάθι γεμάτο φρούτα και τρόφιμα.
«Μήπως έχω παραισθήσεις;» ρώτησε απορημένη η Μελίνα.
«Να έχουμε την ίδια παραίσθηση; Μπα.. δεν νομίζω» αποκρίθηκα βαδίζο-
ντας προς τα έξω. Πριν προλάβω να κάνω τρία βήματα, ο Δαμιανός είχε φτά-
σει στη βεράντα και με άρπαξε στην αγκαλιά του. Πίσω του ο Πέτρος τον μι-
μήθηκε πνίγοντας τη Μελίνα με φιλιά. Χειροκροτήματα και φωνές ακούστη-
καν από το “πλήθος”.
«Αφήστε τους έρωτες για… και στρωθείτε στη δουλειά μη μας πάρει το
βράδυ» φώναξε η κυρία Φωτεινή. «Άντε παιδιά ανασκουμπωθείτε» έδωσε
εντολή και σήκωσε τα μανίκια της.
Η Μελίνα με κοίταξε με την ευτυχία ζωγραφισμένη στα μάτια.
«Τελικά δεν είμαστε μόνες. Γιατί δεν θέλουμε να είμαστε μόνες» μου είπε
και χώθηκε στην αγκαλιά του Πέτρου.

Είχε αρχίσει να σουρουπώνει. Στη βεράντα του μύλου είχαμε απομείνει, ο
Πέτρος η Μελίνα ο Δαμιανός κι εγώ. Αποκαμωμένοι από την κούραση απο-

λαμβάναμε σιωπηλοί το δειλινό, μεθυσμένοι από του έρωτα τις μυρωδιές, βυ-
θισμένοι στις σκέψεις μας. Δεν ρώτησα τίποτα το Δαμιανό για τα γεγονότα
της προηγούμενης μέρας. Δεν ήθελα να ξέρω. Ήθελα μόνο να χαθώ στις πρω-
τόγνωρες ετούτες στιγμές, και να μείνω σ’ αυτή τη ζάλη όσο περισσότερο
μπορούσα.
Ξαφνικά αισθάνθηκα γύρω μια παρουσία. Σηκώθηκα να βεβαιωθώ ότι
η αυλόπορτα ήταν κλειστή, όταν στο βάθος του ορίζοντά μου, και στην άκρη
της ξερολιθιάς, μια αχνή φιγούρα εμφανίστηκε με πλάτη τη θάλασσα.
Με γοργά βήματα κατευθύνθηκα προς αυτήν χωρίς να πω τίποτα σε κανέ-
ναν.
Ήταν ο Κρίτος.
«Κρίτο;» ψιθύρισα αγγίζοντας τρυφερά το πρόσωπό του.
«Τα καταφέρατε τελικά» είπε και το βλέμμα του φωτίστηκε.
«Όλοι μαζί τα καταφέραμε. Χωρίς εσένα δεν θα γινόταν τίποτα. Έλα να
καθίσεις μαζί μας Κρίτο» τον παρακάλεσα.
«Όχι Γοργώ. Θα φύγω».
«Ήταν πολύ σπουδαίο αυτό που έγινε, κι εσύ ήσουν η ήρεμη δύναμη που
μας ώθησε στη μάχη. Μην φύγεις Κρίτο. Σε παρακαλώ μείνε».
«Καλή μου, έχω κουραστεί από τα σπουδαία πράγματα, τους σπουδαίους
θεσμούς και την επιτυχία. Μ’ ενδιαφέρουν μόνο αυτές οι μικρές, αόρατες αν-
θρώπινες δυνάμεις της αγάπης, που λειτουργούν από άτομο σε άτομο, κινού-
μενες απαρατήρητα, μέσα από χαραμάδες του κόσμου. Είστε δυνατά κορίτσι-
α. Έχετε αξίες που μόνο φωτισμένοι άνθρωποι κατέχουν. Μείνετε εδώ. Ο τό-
πος σας χρειάζεται όσο τον χρειάζεστε κι εσείς. Γιατί χωρίς να το επιδιώξετε,
γίνατε φύλακες του αρχαίου πνεύματος. Το δηλώσατε με το πάθος σας. Κερ-
δίσατε μια μάχη Γοργώ. Όμως μην ξεχνάς πως υπάρχουν οι μάχες που δεν δό-
θηκαν ακόμα».
Τον αγκάλιασα μη μπορώντας ν’ αρθρώσω λέξη. Τι να του έλεγα άλλωστε.
Τον ακολούθησα με το βλέμμα μου, μέχρι που έγινε ένα με τη χλωμάδα του
φεγγαριού, μέχρι που χάθηκε ανάμεσα στους γλάρους. Κράτησα στη μνήμη
μου τη γαλάζια ματιά του καθώς σβηνόταν στο μισοσκόταδο, και τα τελευ-
ταία του λόγια. Υπάρχουν οι μάχες που δεν δόθηκαν ακόμα.


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου