Δε ζυγιάζω, δε μετρώ, δε βολεύομαι! Ακολουθώ το βαθύ μου χτυποκάρδι...

Νίκος Καζαντζάκης, Ασκητική


Τετάρτη 23 Ιανουαρίου 2013

Ο ΧΟΡΟΣ ΤΩΝ ΘΕΡΙΣΤΩΝ ΚΕΦΑΛΑΙΟ 6ο


   Η Γοργώ μ’ άφησε μέσα στον βαθύ προβληματισμό έτσι όπως την είδα με
τα σύνεργα της ζωγραφικής να πηγαίνει να βγάλει τον άρτο τον επιούσιο.
Πριν από λίγο καιρό το είχα επιχειρήσει κι εγώ, αλλά την τελευταία στιγμή
έκανα πίσω. Ντρεπόμουν να στηθώ μπροστά στον κόσμο και μεταμορφωμένη
να κάνω παντομίμα, έστω κι αν γνώριζα πολύ καλά αυτό το είδος.
Έριξα το βλέμμα μου πάνω στο μπαούλο. Το “misterioso”, όπως το αποκά-
λεσε χαρακτηριστικά χθες η Γοργώ, από τη στιγμή που δεν πήρε απάντηση
μου για το περιεχόμενό του. Ήθελα και εγώ να το παίξω λίγο μυστήριο, πριν
της αποκαλύψω πως μέσα σ’ αυτό απλά υπάρχουν αναφορές από τη θεατρική
μου ζωή. Αυτή τη λίγη αλλά τόσο ουσιαστική θεατρική ζωή.
Το έφερα μπροστά μου, και με αργές κινήσεις το άνοιξα. Έβγαλα ένα α-
μάνικο μακρύ μπεζ φόρεμα, σαν χλαμύδα και μια κάπα σε χρώμα κεραμιδί.
Χωρίς δεύτερη σκέψη, τα φόρεσα. Ύστερα κάθισα μπροστά στον καθρέπτη κι
άρχισα να βάφω όλο μου το πρόσωπο μ’ άσπρο μεικ απ, ενώ το περίγραμμα
των ματιών μου με καφέ μολύβι. Μετά μάζεψα τα μαλλιά μου κότσο και τα
κάλυψα με ένα σκουφάκι από γάζα. Στο τέλος κάρφωσα στο κεφάλι μου με
δύο τσιμπιδάκια ένα μακρύ λινό μαντήλι.
«Απίστευτο!» μονολόγησα, χαμογελώντας από ικανοποίηση, καθώς είδα
τη μεταμόρφωσή μου σε μαντόνα να έχει στεφθεί με επιτυχία.
Προτού φύγω να πάω να βρω τη Γοργώ στην Πιάτσα ντέλ Πόπολο, είπα να
ανάψω ένα τσιγάρο, και να σκεφτώ πως θα στήσω τη παντομίμα μου, όταν η
ματιά μου έπεσε στο καδράκι που είχα μέσα στο μπαούλο με μια ρήση του
Κάρολου Κούν.
«Δεν κάνουμε θέατρο για το θέατρο. Δεν κάνουμε θέατρο για να ζήσουμε.
Κάνουμε θέατρο για να πλουτίσουμε τους εαυτούς μας, το κοινό που μας πα-
ρακολουθεί κι όλοι μαζί να βοηθήσουμε να δημιουργηθεί ένας πλατύς, ψυχικά
πλούσιος και ακέραιος πολιτισμός στον τόπο μας»
«Δάσκαλε συγχώρα με αλλά πρέπει να επιβιώσω» είπα και σηκώθηκα α-
μέσως.
Κατέβηκα με φόρα τη σκάλα, έχοντας ωστόσο τεντωμένες τις κεραίες μου
μήπως συναπαντήσω και το “πλάσμα

«Κοκκινομάλλα κόρη, σύνελθε» επανέφερα αμέσως τον εαυτόν μου στα
λογικά του.
Πριν ανοίξω τη εξώπορτα, πήρα μια βαθιά ανάσα. Εκεί έξω με περίμενε η
πραγματικότητα.
«Μελίνα, οπλίσου με θάρρος», είπα στον εαυτόν μου, και έκανα την μεγά-
λη μου έξοδο.
Η μέρα ήταν πανέμορφη. Ιδανική για βόλτα και καφεδάκι στη λιακάδα
σκέφτηκα, κι αναστέναξα που μια τόσο απλή χαρά ήταν για μένα πολυτέλεια.
«Κι όχι μόνο για σένα» μονολόγησα καθώς είδα έναν ζητιάνο να κάθεται στο
απέναντι παγκάκι και να με κοιτά χάσκοντας. Φαίνεται το όλο μου παρουσια-
στικό είχε τραβήξει το ενδιαφέρον του. Μονομιάς μου ήρθε η τρελή επιθυμία
να τον περιπαίξω. Τον πλησίασα λοιπόν με αργά και σταθερά βήματα. Στάθη-
κα μπροστά του, και παίρνοντας ένα απόκοσμο βλέμμα τον κοίταξα έντονα
στα μάτια.
«Μαντόνα μια» ίσα που ψέλλισε και σταυροκοπήθηκε.
Συγκρατήθηκα να μη γελάσω. Με αργές κινήσεις, έβγαλα ένα ευρώ απ’ το
πουγκί μου και το άφησα δίπλα του. Χαζογέλασε με το στόμα ανοικτό, και κα-
τόπιν με κοίταξε όλος απορία. Σίγουρα αναρωτιόταν αν ήμουν πραγματική, ή
κάποιο αποκύημα της φαντασίας του.
Του έσκασα ένα τελευταίο χαμόγελο, κι απομακρύνθηκα, ενώ τον άκουγα
πίσω μου μέσα στον ενθουσιασμό να φωνάζει: «Μιράκολοοο!»
Φθάνοντας στη Πιάτσα ντελ Πόπολο, άρχισα να ψάχνω με το βλέμμα μου
τη Γοργώ. Την εντόπισα να κάθεται λίγα μέτρα από τα σκαλοπάτια της Σάντα
ντέι Μιράκολι, και έχοντας στημένο το καβαλέτο μπροστά της να φτιάχνει το
πορτραίτο ένας ξανθομπάμπουρα μάλλον τουρίστα.
Πέρασα αδιάφορα από δίπλα της, και κατευθύνθηκα προς την εκκλησία.
Στάθηκα στο πρώτο σκαλοπάτι, διαγώνια περίπου από εκείνη. Έβγαλα από το
πουγκί ένα πορσελάνινο πιατάκι και το έβαλα μπροστά στα πόδια μου.
«Πενία τέχνας κατεργάζεται» είπα από μέσα μου, και στήθηκα ωσάν στή-
λη άλατος παίρνοντας την έκφραση της μαντόνας.
Ομολογώ από τα πρώτα κιόλας λεπτά, αν εξαιρέσουμε ένα σκατόπαιδο
που βγάζοντας τη γλώσσα του με στόλισε με τα σάλια του, είχα γκράντ σουξέ.
Πολλοί ήταν αυτοί που στέκονταν μπροστά μου να θαυμάσουν την μεταμόρ-
φωσή μου. Κι εγώ για να τους αποζημιώσω τους έκανα σκέρτσα. Μαντόνα και
σκέρτσα. Πως σας φαίνεται; Άλλες φορές τους έκλεινα το μάτι, άλλες πάλι με
μια ανεπαίσθητη κίνησή μου τους έκανα να τρομάζουν. Δεν το κρύβω είχα
αρχίσει να τη καταβρίσκω μ’ όλο αυτό το παιχνίδι με τους περαστικούς, και με
τα ευρούλια όλο και να καμπανίζουν πάνω στο πορσελάνινο πιατάκι, μέχρι τη
στιγμή που στάθηκε, μπροστά μου μια κυριούλα γύρω στα ογδόντα και άκρως
νεανίζουσα. Φορούσε ένα ψάθινο καπέλο με δύο κερασάκια καρφωμένα πά-
νω σε κόκκινη κορδέλα, και ένα άσπρο δαντελένιο φόρεμα, με ρόζ φιογκάκια
στον ποδόγυρο. Με λίγα λόγια μια εκδοχή της κούκλας Μπάρμπι στα βαθιά
της γεράματα.
«Είσαι μια βλάστημη» μου φώναξε, σηκώνοντας το μπαστούνι της.
Της χαμογέλασα ανοιγοκλείνοντας τα βλέφαρα μου με χάρη. Κάτι είπε που
δεν κατάλαβα, κι ύστερα κατευθύνθηκε προς την εκκλησία. Δεν πέρασαν λί-
γα λεπτά, και την είδα αυτή τη φορά να κατεβαίνει αλά μπρατσέτα με τον
παπά.
«Πλάκωσαν οι ενισχύσεις. Δεν γλιτώνουμε την ατραξιόν» είπα μέσα από
τα δόντια μου, και οπλίστηκα με θράσος.
Παπάς και γιαγιά Μπάρμπι στάθηκαν μπροστά μου, αρχίζοντας τις απο-
δοκιμασίες. Ωστόσο δεν αντιδρούσα. Τους κοίταζα μόνο έντονα. Κάποια στιγ-
μή τολμούν και κάνουν την βίαιη κίνηση να με κατεβάσουν από τη θέση που
βρισκόμουν, τραβώντας με από τα ρούχα.
Αυτό ήταν. Ποιος είδε τη Μελίνα και δεν την φοβήθηκε. Ξέχασα αμέσως
τους καλούς μου τρόπους, καθώς κι ότι βρισκόμουν σε μια ξένη χώρα, όπου
ανά πάσα στιγμή μπορούσα να βρεθώ αντιμέτωπη με τους νόμους της.
«Ως εδώ και μη παρέκει» φώναξα θιγμένη, κι άρχισα ν’ ανταποδίδω τα
ίσα, γράφοντας στα παλιά μου παπούτσια ακόμα και τον κόσμο που είχε μα-
ζευτεί, κάνοντας χάζι το διπλωματικό επεισόδιο που μόλις είχε ξεσπάσει.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου