Δε ζυγιάζω, δε μετρώ, δε βολεύομαι! Ακολουθώ το βαθύ μου χτυποκάρδι...

Νίκος Καζαντζάκης, Ασκητική


Τετάρτη 23 Ιανουαρίου 2013

Ο ΧΟΡΟΣ ΤΩΝ ΘΕΡΙΣΤΩΝ ΚΕΦΑΛΑΙΟ 7ο


   Η μέρα σήμερα ήταν όμορφη κι η πλατεία γεμάτη κόσμο. Από τη στιγμή
που έστησα το καβαλέτο μου σχηματίστηκε ουρά από τουρίστες που περίμε-
ναν να τους ζωγραφίσω το σκίτσο. Ένας ένας στήνονταν ακίνητος μπροστά
στο άσπρο χαρτί, που μολυβιά μολυβιά καθρέφτιζε την «πανέμορφη» φάτσα
του, περιμένοντας στωικά το αποτέλεσμα, χωρίς σχεδόν ανάσα μη και χαλάσει
η πόζα. Κι εγώ σαν καλό και συναισθηματικό κορίτσι που ασφαλώς είμαι, τους
έκανα ένα μίνι λίφτινγκ κονταίνοντας λίγο τη μυτούλα, αφαιρώντας τις σα-
κούλες κάτω από τα μάτια και ρετουσάροντας με μεράκι πλαστικού χειρούρ-
γου όποια εμφανή ατέλεια υποβάθμιζε το λίμπιντο του μοντέλου μου. Το πλα-
τύ χαμόγελο του «στρουθοκάμηλου» πελάτη όταν αντικρίζει στο χαρτί το τέ-
λειο είδωλό του, είναι κατά κανόνα η μεγαλύτερη ανταμοιβή του καλλιτέχνη.
Μερικά μέτρα πιο πέρα, στη μέση της πλατείας, ένα άλλου είδους καλλιτε-
χνικό χάπενινγκ ελάμβανε χώρα. Μια λυγερόκορμη μαντόνα στεκόταν ακίνη-
τη μπροστά από το «ναό της αγάπης», βγάζοντας με το δικό της τρόπο το με-
ροκάματο του τρόμου. Και λέω τρόμου, βλέποντας το περίεργο διερχόμενο
πλήθος να την κοιτάζει σαν να βλέπει ούφο, να την αγγίζει για να διαπιστώσει
πόσο κρύο είναι το «μάρμαρο», και μερικά ανεκδιήγητα πιτσιρίκια να πλη-
σιάζουν δειλά δειλά σαν να βλέπουν το “τέρας”, τσιρίζοντας ή φτύνοντας με-
ρικές φορές το άγαλμα με την πλήρη ανοχή των γονιών τους. Ουφ, ευτυχώς
που είμαι ζωγράφος, σκέφτηκα, σε διαφορετική περίπτωση δεν θα ντυνόμουν
μαντόνα, αλλά δράκος, και θα δάγκωνα σίγουρα μερικά από αυτά τα περίεργα
χέρια που θα με άγγιζαν.
Μου έκανε εντύπωση η καινούργια συνάδελφος. Δεν την είχα ξαναδεί εδώ.
Φαινόταν να απολαμβάνει αυτό που έκανε κρίνοντας από την ηρεμία του
προσώπου της. Μου έκανε επίσης εντύπωση το γεγονός ότι ο πάστορας της
Μιράκολι δεν είχε ακόμα κάνει την εμφάνισή του. Προφανώς δεν είχε αντι-
ληφθεί την “ασέλγεια” που γινόταν έξω από την εκκλησία του, γιατί τη συγκε-
κριμένη εκκλησία την θεωρούσε ιδιοκτησία του μαζί με το περιβάλλοντα χώ-
ρο. Τον είχα δει πολλές φορές να προπηλακίζει καλλιτέχνες παντομίμας που
τολμούσαν να μιάσουν το χώρο του. Πόσο μάλλον η σημερινή παραβίαση που
φέρει αναίσχυντα την “ιερά” μεταμφίεση της μαντόνας.
Έφτιαχνα το σκίτσο ενός Ολλανδού τουρίστα, ρίχνοντας ταυτόχρονα μα-
τιές στη Μιράκολι για να μη χάσω την ατραξιόν που ήμουν παραπάνω από
βέβαιη ότι θα συνέβαινε οσονούπω. Και δεν έπεσα καθόλου έξω βλέποντας
μια γηραιά ευλαβή κυρία, να τα χώνει χειρονομώντας στη μαντόνα, να μπαί-
νει στην εκκλησία, και σε χρόνο ρεκόρ να ξαναβγαίνει αλλά μπρατσέτο με τον
“συμπαθή μου” πάστορα. Στάθηκαν μπροστά στην κοπέλα κι άρχισαν να τη
βρίζουν. Είδα τότε την μαντόνα να κατεβαίνει από το βάθρο, και να σπρώχνει
τον πάστορα. Η ευσεβής κυρία σήκωσε το μπαστούνι της και χωρίς δισταγμό
χτύπησε τη μαντόνα στο κεφάλι. Το διερχόμενο πλήθος χωρίστηκε ξάφνου σε
δύο στρατόπεδα. Οι καλοί με τον πάστορα και οι κακοί με τη μαντόνα. Προς
στιγμήν μου ήρθε ένα νευρικό γέλιο, σύντομα όμως ο θυμός ήταν το συναί-
σθημα που με κυρίεψε. Αποφάσισα να ταχθώ με τους “κακούς” και παρατώ-
ντας το καβαλέτο, και το μοντέλο μου να με κοιτάζει έκπληκτο , έτρεξα στο
πεδίο της μάχης. Δεν θυμάμαι πόσα μπινελίκια έριξα στον πάστορα και το σι-
νάφι του που είχαν ξετρυπώσει από την εκκλησία συνηγορώντας στον προπη-
λακισμό της μαντόνας. Θυμάμαι μόνο πως μέσα στην παραζάλη μου είδα ένα
γνώριμο κόκκινο κεφάλι, με δάκρυα στα μάτια, να βρίζει σε ελληνικότατη αρ-
γκό. Συνειδητοποιώντας ότι η μαντόνα του σκανδάλου δεν ήταν άλλη από τη
Μελίνα, την άρπαξα από το μπράτσο και την τράβηξα στο πίσω μέρος της
πλατείας.
«Πήγαινε σπίτι κι έρχομαι κι εγώ σε λίγα λεπτά» της φώναξα, «φύγε πριν
πλακώσει η αστυνομία γιατί θα έχουμε μπλεξίματα» της είπα με φωνή που
δεν σήκωνε αντίρρηση. Η Μελίνα υπάκουσε και απομακρύνθηκε αμέσως.
Έκανα τον γύρο της εκκλησίας τρέχοντας, και χωρίς να με αντιληφθεί το “ιε-
ρατείο” έφθασα μέχρι τα σύνεργά μου τα οποία άρπαξα σε χρόνο μηδέν και
εξαφανίστηκα στα στενά δρομάκια της πόλης.

Ανέβηκα τις σκάλες ασθμαίνοντας, γιατί η αναπνοή μου είχε σωθεί από το
τρέξιμο. Στις περιπτώσεις αυτές δεν βρίσκεις με τίποτα το δίκιο σου. Αφ’ ενός
μεν γιατί κάθε δραστηριότητα καλλιτεχνικού είδους είναι τύποις παράνομη,
και αφ’ ετέρου γιατί η εκκλησία είναι πάντα στο απυρόβλητο. Πόσο μάλλον
που εμείς είμαστε και τα αλλοδαπά της παρέας.
Βρήκα τη Μελίνα καθισμένη στον καναπέ όλο νεύρα, να κρατά μια πετσέ-
τα με πάγο στο κεφάλι της. Τα ζουμιά που έτρεχαν από το λιωμένο πάγο ξέ-
βαφαν το λευκό μακιγιάζ, φτιάχνοντας αστεία σάρκινα μπαλωματάκια στο
δέρμα της. Το σκουφί κρεμόταν στις άκρες των μαλλιών γαντζωμένο με όσα
τσιμπιδάκια είχαν απομείνει, και η κεραμιδί κάπα της έχασκε γεμάτη τρύπες
σε στιλ «τα κουρέλια τραγουδάνε ακόμα». Πέταξα στο πάτωμα το βαλιτσάκι
με τα πινέλα, και κρατώντας ακόμα το καβαλέτο στη μασχάλη, έτρεξα βολίδα
στο μπάνιο μέσα σ’ ένα ξέφρενο γέλιο, σχεδόν βρεγμένη, γιατί ατυχώς είχα
πάψει να χρησιμοποιώ παμπεράκια από δύο χρονών.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου