Δε ζυγιάζω, δε μετρώ, δε βολεύομαι! Ακολουθώ το βαθύ μου χτυποκάρδι...

Νίκος Καζαντζάκης, Ασκητική


Τετάρτη 23 Ιανουαρίου 2013

Ο ΧΟΡΟΣ ΤΩΝ ΘΕΡΙΣΤΩΝ ΚΕΦΑΛΑΙΟ 5ο


   Επιστρέφοντας από την κουζίνα με τα αχνιστά φλιτζάνια ανά χείρας,
βρήκα τη Μελίνα βυθισμένη στην μεγαλοπρεπή μπερζέρα να ταξιδεύει στο
δικό της κόσμο. Το βλέμμα της ήταν απλανές χαμένο σε μια άλλη διάσταση.
Χαμογέλασα τρυφερά, τελικά δεν ήμουν το μόνο “χαμένο” της παρέας.
«Ταξίδι με τον άνεμο ή μήπως με παπόρι; Έτοιμος είναι ο καφές κοκκινο-
μάλλα κόρη» απήγγειλα με στόμφο διακόπτοντας τους συλλογισμούς της.
Ένα πλατύ χαμόγελο έλαμψε στο πρόσωπό της και ίσως να ήταν το πρώτο
της φωτεινό γέλιο από τη στιγμή που την γνώρισα. Είχε μαζέψει τα μαλλιά της
πίσω με μια όμορφη γαλάζια κορδέλα απελευθερώνοντας ένα γλυκύτατο προ-
σωπάκι με δυο λαμπερά ξεπλυμένα από το κλάμα μελιά μάτια. «Είσαι όμορ-
φο κορίτσι, Μελίνα όνομα και πράγμα» σκέφτηκα φωναχτά.
«Ω, σ’ ευχαριστώ.. κι εσύ επίσης» μου ανταπόδωσε το κομπλιμάν.
«Σκεφτόμουν ότι αυτό το σπίτι πρέπει να είναι πολύ παλιό. Πολύ θα ήθε-
λα να μάθαινα την ιστορία του. Ξέρεις κάτι σχετικά μ’ αυτήν;» με ρώτησε με
πραγματικό ενδιαφέρον.
«Μμ.. αντέχεις τις συγκινήσεις;» αποκρίθηκα με ύφος γεμάτο υπονοούμε-
να.
«Μα ναι, φυσικά».
«Ωραία λοιπόν» είπα κι άναψα τσιγάρο πίνοντας μια μεγάλη γουλιά καφέ.
«Αυτό το σπίτι το παλιό… με ιστορίες παράξενες ο θρύλος το έχει ντύσει..
Λένε ότι είναι στοιχειωμένο. Γύρω στο 1814 κατοικούσε εδώ ένας τρελός επι-
στήμονας. Τον έλεγαν Σεράν και κανείς δεν ήξερε από πού είχε έρθει. Αυτός
λοιπόν ο δρ. Σεράν ήταν διαταραγμένη προφανώς προσωπικότητα. Έκανε
διάφορα πειράματα με ανθρώπινα πειραματόζωα προσπαθώντας να μεταλλά-
ξει τη γενετήσια διαδικασία και να καταφέρει το ακατόρθωτο, να φτιάξει δη-
λαδή ένα τρίτο φύλλο το οποίο θα χρησίμευε μόνο για αναπαραγωγή. Για το
σκοπό αυτό παρέσυρε στο σπίτι άτομα νεαρά, αγόρια και κορίτσια, τα οποία
φυσικά σκότωνε για να χρησιμοποιήσει τα όργανά τους για τα πειράματά
του..» έκανα μια μικρή διακοπή πίνοντας μια ακόμα γουλιά καφέ και κοίταξα
τη Μελίνα στα μάτια.
«Θέλεις να συνεχίσω

Πήρε βαθιά ανάσα, δεν ήταν σίγουρη αν πίστευε όσα άκουγε, το ύφος ό-
μως που τα έλεγα δεν άφηνε αμφιβολία για του λόγου μου τουλάχιστον το α-
ληθές. «Σ’ αυτό εδώ το σπίτι εννοείς ότι σκότωνε τα θύματα του;» με ρώτησε
με τα μπράτσα της μπιμπικιασμένα από ανατριχίλα.
«Ναι ρε, γι αυτό το σπίτι δε μιλάμε;» απάντησα με φυσικότητα,.«λοιπόν
σκάσε κι άκου τη συνέχεια. Ο Σεράν κάποια στιγμή κατάφερε να φτιάξει το
πλάσμα που επιθυμούσε, από τη μεγάλη του χαρά όμως έπαθε έμφραγμα και
πέθανε. Το “πλάσμα” έμεινε μόνο και απροστάτευτο. Ήταν όμως ένα εξω-
πραγματικό κατασκεύασμα, που δεν είχε γέννηση άρα ούτε και θάνατο. Πως
θα μπορούσε να κλείσει έναν κύκλο χωρίς να έχει αρχή; Το “πλάσμα” λοιπόν
στοίχειωσε μέσα εδώ προσμένοντας την ενσάρκωση του Σεράν που θα έρθει
κάποια μέρα να αποτελειώσει το “έργο” του, ώστε να το “ελευθερώσει” έτσι ή
αλλιώς. Το “πλάσμα” που δεν είναι ούτε καν φάντασμα κινείται μέσα στο κτί-
ριο και τόχει στοιχειώσει. Λίγοι τολμούν να κατοικήσουν εδώ. Τα κάτω διαμε-
ρίσματα είναι άδεια».
Με κοίταξε με δυσπιστία και τρόμο συγχρόνως. «Το πιστεύεις εσύ αυτό;»
με ρώτησε.
«Φυσικά. Άλλωστε το έχω δει το “πλάσμα” απάντησα ρουφώντας τον κα-
πνό μου αμέριμνη σαν να έλεγα το πιο φυσικό πράγμα του κόσμου. Την είδα
να χάνει το χρώμα της.
«Και πως είναι;» ρώτησε στρίβοντας νευρικά τα δάχτυλά της.
«Δεν είναι εχθρικό, με μένα τουλάχιστον. Είναι ψηλό και πολύ άσχημο.
Έχει ένα μάτι τεράστιο, και μακρύ πηγούνι. Τα χέρια του δεν έχουν δάχτυλα,
όσο για τα “μερεμέτια” του είναι παράξενα, εμπρός είναι θηλυκό και πίσω
αρσενικό…. Χα χα χα χα» ξέσπασα σε δυνατά γέλια μη μπορώντας να κρατη-
θώ άλλο σοβαρή.
Την είδα να σκοτεινιάζει. Προς στιγμήν νόμισα ότι θύμωσε πιστεύοντας
ότι την κοροϊδεύω, στιγμιαία όμως άλλαξε διάθεση και ξέσπασε μαζί μου σε
γέλια.
«Θα μου το γνωρίσεις κι εμένα;» μου είπε γελώντας.
«Αν μου υποσχεθείς ότι δεν θα μου το πάρεις, ναι θα σου το γνωρίσω»
«Υπόσχομαι» έγνεψε με τα μάτια μη μπορώντας να συγκρατήσει τα γέλια
της.
«Λοιπόν για να σοβαρευτούμε. Το σπίτι έχει μια κοινότυπη ιστορία. Χτί-
στηκε πολλά χρόνια πριν, από μια οικογένεια τσιφούτηδων αποκλειστικά και
μόνο για εκμετάλλευση, και κληροδοτείται από γενιά σε γενιά σε γονιδιακά
πλέον φραγκοφόνηδες κληρονόμους, που το νοικιάζουν σε φουκαράδες αλλο-
δαπούς γιατί όπως βλέπεις έχει τα ψιλοχάλια του. Η εν λόγω οικογένεια λέγε-
ται Λεβινιάνο και είναι φυσικά Ιταλοεβραίοι».
«Και αυτός ο Κόντε στο κάδρο ποιος είναι;» ρώτησε η Μελίνα δείχνοντας
μου το κάδρο που κρεμόταν στον τοίχο πλάι σε μια αράχνη που ύφαινε ξέ-
γνοιαστη τον ιστό της. «Γιατί πίστεψα πως θα ήταν κομμάτι της ιστορίας του
σπιτιού για να τον έχεις στη φάτσα».
«Κόντε;» μονολόγησα κουνώντας το κεφάλι μου. «Κόντε απάτη. Αυτός εί-
ναι ο Ερνέστο γλυκιά μου, και ξέρεις γιατί τον έχω στη φάτσα; Για να μη κάνω
τον κόπο να μουντζώνομαι στον καθρέφτη κάθε που βγαίνω από το σπίτι, θυ-
μίζοντας στον εαυτό μου το χουνέρι που έπαθε, για να είναι προσεχτικός εκεί
έξω. Ο τύπος όταν πρωτοήρθα στην Ιταλία, ούσα μαλακισμένο βλαχάκι με
πλησίασε και ενδιαφέρθηκε για τους πίνακες μου με την πρόφαση ότι ήταν
γκαλερίστας. Ήταν καλοντυμένος και η παρουσία του μου ενέπνεε εμπιστο-
σύνη. Γίναμε φίλοι και καθώς μιλούσε με θαυμασμό για τη δουλειά μου, κολα-
κεύτηκα το ούφο κι έπεσα αύτανδρη στα δίχτυα του. Μου έπαιρνε πίνακες
με το πρόσχημα ότι, θα τους εξέθετε στη γκαλερί του στο Παρίσι για να με
προβάλλει στους καλλιτεχνικούς κύκλους. Εγώ καψωμένη από την επιθυμία
να προβληθώ δεν ζήτησα ούτε για το τυπικό της υπόθεσης κάποια απόδειξη
ότι του έδινα τα έργα μου. Κι αυτός ο αρχικλέφτης του κερατά έσβηνε την δι-
κή μου υπογραφή, τους υπόγραφε με κάποιο βαρύγδουπο όνομα και τους μο-
σχοπούλαγε σε ψωριάρηδες Ιταλούς της υψηλής κοινωνίας. Κάποιος όμως
από τους “υπογράφοντες” είδε κάπου τον πίνακα με το όνομα του κι έφτασε
μέχρι εμένα»
«Έλα ρε!» με διέκοψε η Μελίνα έκπληκτη. «Και πώς σε βρήκε;» ρώτησε
εύλογα.

«Τον έστειλε σε μένα το αρχίδι ο Ερνέστο. Δεν φτάνει δηλαδή που με έ-
κλεβε, με έδωσε κι από πάνω το καθίκι. Ο Ραφαήλ -έτσι λέγανε το ζωγράφο-
ήρθε στη σχολή και μπουκάροντας μέσα στην αίθουσα σε ώρα μαθήματος μ’
έκανε ρόμπα, απειλώντας με μήνυση εμένα και τη σχολή. Από τη σχολή όπως
ήταν φυσικό με διώξανε επί τόπου. Ο Ραφαήλ έκανε μήνυση και ορίστηκε δι-
κάσιμη. Παραλίγο να πάω φυλακή γιατί δεν είχα λεφτά ούτε για δικηγόρο ού-
τε για πιθανή εξαγορά της ποινής μου. Είδα κι έπαθα να τον πείσω ότι δεν
είχα ιδέα για όλη αυτή την απάτη. Δεν ξέρω αν τελικά τον έπεισα , ξέρω ότι
κατέληξα στο κρεβάτι του Ραφαήλ, ο οποίος “υπέκυψε” στη γοητεία μου και
απέσυρε τη μήνυση. Μου πήρε καιρό να ξεχάσω τη νίλα που έπαθα. Ο Ερνέ-
στο φυσικά εξαφανίστηκε κι εγώ είχα πάρει ένα σκληρό μάθημα ζωής. Δύο
χρόνια μετά το συμβάν, με κάλεσε ένας δικηγόρος ο οποίος μου δήλωσε ότι ο
Ερνέστο που είχε πεθάνει από καρκίνο είχε αφήσει διαθήκη. Πίστεψα ότι οι
τύψεις του τον έκαναν να μου αφήσει ως κληρονομιά το αντίτιμο έστω από
τους κλεμμένους πίνακες. Μου άφησε κληρονομιά το Μουσολίνι μια και αυτή
ήταν όλη του η περιουσία, μαζί μ’ ένα γράμμα στο οποίο μου ζητούσε να τον
συγχωρέσω για να μη πάει στην κόλαση. Ήταν βλέπεις και θρησκόληπτο το
καθίκι και πίστεψε ότι με μια συγνώμη, καθάριζε με τα καζάνια και τους διαό-
λους της κόλασης»
«Δίκιο έχεις βρε Γοργώ. Ζούγκλα είναι έξω και τα θηρία καραδοκούν. Πί-
στεψέ με κάτι ξέρω κι εγώ» δήλωσε η Μελίνα με πίκρα.
«Ξέρεις κάτι ρε; Ό,τι και να είναι εκεί έξω εμείς τόχουμε χεσμένο. Γιατί
όποιος άνεμος κι αν σε φέρνει εδώ σίγουρα στο διάβα του σ’ έχει ανεμοτινά-
ξει. Κοίτα όμως, είσαι εδώ παρούσα, βρίσαμε, κλάψαμε, γελάσαμε. Με μια λέ-
ξη ΖΟΥΜΕ!» είπα και της έσφιξα δυνατά το χέρι. «Αλήθεια βρε μάτια μου, τι
έχει μέσα αυτό το μπαούλο που κοντεύει να γίνει το δεύτερο σώμα σου. Γιατί
μια κοπελάρα σαν και σένα, να σέρνει με ευλάβεια ένα μπαούλο, χα.. χα.. εί-
ναι ένα θέαμα όπως και να το κάνεις χα.. χα» ξέσπασα πάλι σε δυνατά γέλια
καθώς θυμόμουν τη Μελίνα να σέρνει στους δρόμους της Ρώμης μέσα στην
άγρια νύχτα.
«Θα σου πω». Μου απάντησε χαμογελώντας. «Πρώτα όμως να κάνω
ένα μπάνιο γιατί το lanote έχει πολύ κακό εξαερισμό, για να μην πω ότι δεν
έχει καθόλου, και μυρίζω τσιγαρίλα μέχρι το κόκαλο. Α.. και πες στο αφεντικό
σου ότι τις τσιμπάει τις τιμές, απαράδεκτος είναι» μου είπε κουνώντας το χέ-
ρια της με σκέρτσο μαλώνοντας με ταυτόχρονα λες και το μαγαζί ήταν δικό
μου.
«Ναι, ναι αύριο κιόλας θα του κάνω παρατήρηση το υπόσχομαι. Για να μη
σου πω ότι θα τον απολύσω τον παλιοβλάκα» είπα σοβαρή.
Την είδα να ανοίγει προσεκτικά το καπάκι του μπαούλου και να βγάζει με
τελετουργικές κινήσεις μερικές ολόλευκες πετσέτες κι ένα σωμόν αραχνοΰφα-
ντο νυχτικό.
«Πρόσεξε μη σε δει έτσι το “πλάσμα” γιατί θα σου την πέσει» αστειεύτηκα
μαζί της και την οδήγησα μέχρι το μπάνιο. «Προς το παρόν βολέψου στον κα-
ναπέ για ύπνο μικρή πριγκίπισσα, ελπίζω να μη σου πέσει σκληρός» της είπα
γελώντας και την άφησα να απολαύσει ένα ζεστό μπάνιο που σίγουρα χρεια-
ζόταν…
Δεν θα είχαμε κοιμηθεί ούτε τρεις ώρες όταν χτύπησε το τηλέφωνο. Είδα
τη Μελίνα να πετάγεται τρομαγμένη γιατί η αλήθεια είναι ότι ο ήχος του τη-
λεφώνου ήταν κάτι ανάμεσα σε κατοχική σειρήνα συναγερμού, και κακοξυ-
πνημένου κόκορα.
«Έλα ρε Δομίνικε, στον ύπνο σου με είδες αγοράκι μου πρωί πρωί» απά-
ντησα με νυσταγμένη φωνή κι ένα τεράστιο χασμουρητό να την συνοδεύει.
«Στον ύπνο μου; Μήπως κοιμήθηκα; Είμαι μέσα στη φρίκη ρε συ. Κρατή-
σου! Η Ντέπυ είναι έγκυος» μου είπε σχεδόν τσιρίζοντας.
«Ε.. και;»
«Ε.. και; Πας καθόλου καλά; Αυτό έχεις να πεις;» αποκρίθηκε νευριασμέ-
νος.
«Τώρα θέλεις να τ’ ακούσεις πρωί πρωί ρε Δομίνικε; Ξεκόλλα μανάρι μου»
«Γοργώ πιες καφέ να ξυπνήσει το κοιμισμένο μυαλό σου και πάρε με να
μιλήσουμε. Τα πράγματα δεν είναι τόσο απλά. Περιμένω οκ;» συμπλήρωσε
μαινόμενος κι έκλεισε το τηλέφωνο.

Γαμώ την τρέλα μου γαμώ. Ούτε να κοιμηθεί δεν μπορεί με την ησυχία του
ένας άνθρωπος σε τούτη την κωλοζωή μουρμούρισα και κατευθύνθηκα προς
το μπάνιο. Η Μελίνα που εν τω μεταξύ είχε ανασηκωθεί με κοίταξε στα μάτια
με απορία. «Συμβαίνει κάτι;» ρώτησε.
«Συγνώμη για το «χαρούμενο» ξύπνημα. Ένας παιδικός φίλος από την Ελ-
λάδα σκέφτηκε να με βασανίσει πρωϊνιάτικα. Συνέχισε τον ύπνο σου και σόρυ
για τη διακοπή» απολογήθηκα.
«Δεν πειράζει» μου απάντησε ευγενικά η Μελίνα. Έτσι κι αλλιώς ξυπνάω
πρωί. Θέλεις να φτιάξω εγώ τον καφέ;»
«Η τέλεια πρόταση» της χαμογέλασα, «σκέτο με λίγο γάλα, α… κάπου έχω
και κουλουράκια, νομίζω στο ντουλάπι πάνω από τη λάντζα, αν φυσικά δεν
τάχει φάει ο Μίκυ»
«Μίκυ;» ρώτησε
«Αχ, μέσα στην απορία σε βρίσκω Μελίνα, σε σοφίτα βρίσκεσαι όχι σε
σουίτα, ο Μίκυ καρδιά μου είναι το κατοικίδιο ποντίκι μου, ολόκληρη φαμίλια
έχει να θρέψει ο φουκαράς, αν τον συναντήσεις μη τρομάξεις, φώναξε μου να
σας συστήσω».
Με μια αυθόρμητη κίνηση μάζεψε τα πόδια της τρομαγμένη.
«Φοβάμαι τα ποντίκια» ψιθύρισε ανατριχιάζοντας σύγκορμη.
«Κι εγώ τους ανθρώπους, αλλά τους τρώω στη μάπα κάθε μέρα» απάντη-
σα στωικά, κι εξαφανίστηκα πίσω από το παραβάν σίγουρη πλέον ότι τον κα-
φέ θα τον έφτιαχνα εγώ.
«Συγνώμη» μου είπε με ένοχη φωνή καθώς ακουμπούσα τους καφέδες και
τα βουτήματα στο τραπέζι. «Μερικές φορές γίνομαι σπασικλάκι. Έχεις.. και
κατσαρίδες;» ρώτησε με αηδία.
«Με τη Σόνια και την Κατίνα γνωριζόμαστε, τώρα για τις άλλες… θα σε γε-
λάσω, περαστικές είναι κατά κανόνα» είπα και ξέσπασα σε γέλια. «Έλα ρε μη
φοβάσαι. Πλασματάκια της φύσης είναι και πολύ πιο ξηγημένα από τους αν-
θρώπους. Αν δε τα πειράξεις δε σε πειράζουν» συμπλήρωσα και της πρότεινα
ένα κουλουράκι.
«Μπα, άσε δεν θέλω, να μη το στερήσω από το Μίκυ και τα κορίτσια» είπε
χαριτωμένα και γέλασε δυνατά.
Ήπιαμε τον καφέ μας βυθισμένες στη σιωπή. Ένοιωθα ήδη μεγάλη οικειό-
τητα με το ξένο κορίτσι που έτσι ξαφνικά είχε μπει στη ζωή μου. Δεν ξέρω το
γιατί, αλλά είχε κατακτήσει ήδη μια θέση στην καρδιά μου. Ίσως η φυσική ευ-
γένεια που διέθετε, ίσως και η νοσταλγία για την πατρίδα με έκανε ιδιαίτερα
ευαίσθητη απέναντι της. Σίγουρα όμως βαθιά μέσα μου, εκείνο που γούσταρα
ήταν η μαγκιά της να αντιστέκεται στο σύστημα, που από καταβολής κόσμου
ήθελε τους καλλιτέχνες κοσμήματα στα κλεφτοδάχτυλά του. Η τέχνη όμως δεν
είναι υπηρέτης κανενός, γιατί η τέχνη είναι ελευθερία..
Το τηλέφωνο χτύπησε ξανά διακόπτοντας τη σιωπή μας. Ήταν ο Δομίνικος
που ήθελε να δηλώσει την παρουσία του με μια αναπάντητη κλήση.
«Είστε χρόνια φίλοι;» ρώτησε η Μελίνα.
«Από παιδιά» απάντησα, «γνωριστήκαμε στην Τήνο όπου έκανα διακοπές
τα καλοκαίρια. Ο Δομίνικος είναι αγιογράφος και ζει στην Τήνο. Είναι ένας
καλόκαρδος άνθρωπος αλλά εξαιρετικά ιδιόρρυθμος. Ξεροκέφαλος του κερα-
τά και κολλημένος με τη θρησκεία. Καθολικός στο θρήσκευμα, αν αυτό σου
λέει κάτι από μόνο του. Έχουμε μαλώσει άπειρες φορές πάνω στο θέμα αυτό.
Ο Δομίνικος λοιπόν από τα εφηβικά του χρόνια ήταν αθεράπευτα ερωτευμέ-
νος με τη Δέσποινα. Ένα κοριτσόπουλο του νησιού η Δέσποινα, με μακριές
κοτσίδες, τριχωτά πόδια και αξύριστες μασχάλες. Η μαμά της ήταν νεοκόρισ-
σα σε μια εκκλησία στον Πάνορμο. Γαμώ τους συνδυασμούς ε; Καθολικοί και
Ορθόδοξοι. Στην Τήνο για να καταλάβεις αυτές οι δύο “παρατάξεις” είναι κάτι
σαν Μακρυκωσταίοι και Κοντογιώργηδες. Μίσος αγεφύρωτο. Τώρα θα μου
πεις ο Χριστός και η αγάπη που και οι δύο πρεσβεύουν σε ποιο ακριβώς κομ-
μάτι παίζει; Είναι μεγάλη κουβέντα αυτό, άστο για άλλη στιγμή.
Το ζευγάρι Δομίνικος Δέσποινα ήταν ο καταλύτης που ένωσε τις αντιμα-
χόμενες οικογένειες, που υποκύπτοντας στο μεγάλο έρωτα των παιδιών τους
δέχτηκαν αμφότερες να συναινέσουν στο γάμο. Το μεγάλο πρόβλημα όμως
δημιουργήθηκε όταν ήρθε η ώρα του “μυστηρίου”. Καθολικός ή Ορθόδοξος
γάμος; Ιδού η απορία. Εδώ τα πράγματα δυσκόλεψαν αρκετά, γιατί ακόμα και

τα ίδια τα πιτσούνια δεν μπορούσαν να τα βρουν μεταξύ τους. Πήραν λοιπόν
τη “σοφή” απόφαση να τελέσουν διπλό γάμο. Κυριακή απόγευμα στις έξι ο
Καθολικός και στις οκτώ της ίδιας μέρας ο ορθόδοξος. Συμπούρμπουλο κα-
τέφθασε το σόι στο long play γάμο που κράτησε τρεις ολόκληρες ώρες. Ευχές
και συχώρια, γλέντι και μπάλος κι όλοι επιτέλους μονιασμένοι.
Όμως λίγο μετά από τους απόηχους της φιέστας, ο γάμος άρχισε να πηγαί-
νει κατά διαόλου μέσα σε όλη αυτή την θρησκευτική παράνοια. Η αλήθεια εί-
ναι ότι ο Δομίνικος ήταν το σπαστικό της παρέας, γιατί η Δέσποινα δεν είχε
και πολύ νταλκά με τα θεία οπότε κανένα πρόβλημα, έλα όμως που ο Δομίνι-
κος την υποχρέωνε να νηστεύει καθολικά και ορθόδοξα, να εξομολογείται σε
παπά και πάστορα και να εκκλησιάζεται ντούμπλεξ. Έτσι δεν πήρε πολύ καιρό
στη μπαϊλντισμένη Δέσποινα να γίνει Ντέπυ, και ο Δομίνικος… κερατάς.
Το διαζύγιο αναπόφευκτο κέρατο γαρ, και μάλιστα στο νησί όπου ο κό-
σμος ψοφάει για κουτσομπολίκι. Εδώ έγινε η μεγάλη γκέλα, γιατί η μεν Ντέπυ
πήρε εύκολα το χαρτί της ελευθερίας από τη “δημοκρατική” ορθόδοξη παρά-
ταξη, ο Δομίνικος ο φουκαράς όμως, έπεσε θύμα της “δικτατορικής” καθολι-
κής παράταξης».
Τα μελένια μάτια της Μελίνας με κοίταξαν γεμάτα έκπληξη. «Δηλαδή ο
ένας πήρε διαζύγιο και ο άλλος όχι;» ρώτησε.
«Ακριβώς» είπα και άρχισα να γελάω. «Συγνώμη Ντομινικάκι αλλά έχει
πολύ φάση το σκηνικό» απολογήθηκα για το γέλιο μου. Η Μελίνα συνειδητο-
ποιώντας την πραγματικότητα που μόλις είχε ακούσει, φτιάχνοντας προφα-
νώς την εικόνα στο μυαλό της άρχισε να γελάει δυνατά. Μας πήρε ώρα να
σταματήσουμε το γέλιο που έγινε νευρικό φθάνοντας μέχρι δακρύων.
«Για πες τι έγινε μετά» τραύλισε κάποια στιγμή η Μελίνα προσπαθώντας
να σοβαρευτεί.
«Έγινε…» συνέχισα κρατώντας με το ζόρι τα γέλια «ότι η ελεύθερη ού-
σα Ντέπυ, διεκδικώντας την εν Τήνω, και ουχί ευκαταφρόνητης αξίας βίλα,
όπου έμεναν με τον Δομίνικο, έφερε τον “αρραβωνιαστικό” της κόντε Ζώη
“ντε λα πείνα” να ζήσει μαζί της μέχρι της τελέσεως των επικείμενων γάμων
τους».
«Δεν σε πιστεύω Γοργώ, πλάκα μου κάνεις. Δεν γίνονται αυτά τα πράγμα-
τα»
«Γιατί δεν γίνονται; Ιδού η απόδειξη κούκλα μου. Δομίνικος Φράγκος»
«Μα είναι γελοίο να μη μπορεί να πάρει διαζύγιο» επέμεινε η Μελίνα.
«Εγώ συμφωνώ. Ο πάπας έχει πρόβλημα»
«Και ζούνε δηλαδή όλοι μαζί; Κι ο Δομίνικος τι λέει γι’ αυτό;»
«Έχεις δει την ταινία ο πόλεμος των Ρόουζ; Ε, αυτό γίνεται στο σπίτι του
Δομίνικου. Έχει βγάλει μαλλιά η γλώσσα μου να του λέω να τα παρατήσει και
να συνεχίσει τη ζωή του. Αυτός όμως το έχει φάει γερά το κόλλημα. Δεν μπο-
ρώ να κάνω τίποτα. Μόνος του πρέπει να το λύσει. Αλήθεια έχεις πάει ποτέ
στην Τήνο;» ρώτησα ξαφνικά τη Μελίνα.
«Ναι. Στην Παναγία, ο μπαμπάς μου μας πήγαινε συχνά για προσκύνημα»
απάντησε πικρόχολα η Μελίνα.
«Κατάλαβα. Της εκκλησίας ο πατέρας»
«Ο πατέρας.. τέρας» αποκρίθηκε η Μελίνα κι άλλαξε αμέσως κουβέντα.
«Είσαι σίγουρη ότι μπορώ να μείνω μαζί σου Γοργώ;»
«Είσαι σίγουρη ότι μπορείς να μείνεις μαζί μου Μελίνα;» ήταν η απάντηση
μου. Μου έγνεψε ναι χαμογελώντας.
Σηκώθηκα κι άρχισα να σκαλίζω ένα ξύλινο κουτί πλάι στη βιβλιοθή-
κη. Αφού έβγαλα από αυτό δεκάδες άχρηστα πράγματα βρήκα ένα ζευγάρι
κλειδιά που θυμόμουν πως είχα ρίξει μέσα του, μετά από τη θυελλώδη αποχώ-
ρηση του “πρώην” μου. Είχα ορκιστεί εκείνη τη μέρα, πως κανένα αρσενικό
δεν θα ξαναπάρει κλειδιά του σπιτιού μου. Και αυτό τον όρκο τον είχα κρατή-
σει φανατικά. Χαμογέλασα στην ανάμνηση του κι έδωσα τα κλειδιά στη Με-
λίνα.
«Σα στο σπίτι σου κούκλα μου» της είπα και της πρότεινα μια αγκαλιά.
«Σ’ ευχαριστώ Γοργώ. Δεν είχα ποτέ αδελφή. Από σήμερα έχω» απάντησε
και τα μάτια της βούρκωσαν.
«Λοιπόν ώρα για το μεροκάματο» δήλωσα αποφορτίζοντας την ατμόσφαι-
ρα.
«Ανοίγει και πρωί το μπαρ;» με ρώτησε απορημένη.

«Όχι ρε. Το πρωί μαθήτρια και το βράδυ πόρνη» είπα χαριτολογώντας.
«Τα πρωινά δουλεύω στις πιάτσες ζωγραφίζοντας σκίτσα. Στην αρχή το έκανα
από ανάγκη. Τώρα το κάνω και για χάζι. Είναι μια καλή άσκηση για τα νεύρα
όπως και να το κάνεις» συμπλήρωσα, κι άρχισα να μαζεύω τα σύνεργα της
δουλειάς.
«Αν βαρεθείς εδώ μέσα έλα καμιά βόλτα. Θα είμαι στην πιάτσα ντελ πόπο-
λο την ξέρεις;»
«Την πιάτσα με τις δίδυμες εκκλησίες ε; Ναι, ναι την ξέρω»…..





Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου