Δε ζυγιάζω, δε μετρώ, δε βολεύομαι! Ακολουθώ το βαθύ μου χτυποκάρδι...

Νίκος Καζαντζάκης, Ασκητική


Τρίτη 28 Οκτωβρίου 2014

Η πρώτη μου φορά αντικρίζοντας τον Πατέρα με τους αντάρτες του ΕΛΑΣ!


Μια ποιητική περιγραφή της αγαπημένης μου μητέρας  για την ιστορική εκείνη στιγμή που έζησε εκείνη και αδελφός της όταν για πρώτη φορά αντίκρισαν τον Πατέρα τους, τον καπετάνιο του 12ου Συντάγματος του ΕΛΑΣ,  Βλάση Ανδρικόπουλο με τους αντάρτες του.

"Ήταν μια γαληνεμένη ώρα του δειλινού του Ιουλίου. Το χωριό ντυμένο στην γλυκιά μυρωδιά του βραδινού, ανάμειχτη με τα αρώματα των λουλουδιών απ' τις αλτάνες και της καβαλίνας που σκόρπιζαν τα πρόβατα και τα γίδια που γύριζαν μισοκοιμισμένα από την πλούσια βοσκή στα λιβάδια στις στάνες για να τα αρμέξουν οι τσοπάνηδες πίσω τους με τις γλίτσες και το κριάρι μπροστάρης με το πιο μεγάλο και μελωδικό τσοκάνι να οδηγεί τους υποτακτικούς του. Μια ραχούλα εκεί στο ξέφωτο του χωριού που τα στεφάνωνε το τρανό λιθάρι, μια στρογγιλάδα τόσο δα μικρή, σαν λιλιπούτεια πλατεία με πέτρινα καθίσμαστ γύρω - γύρω, ήταν ο περίπατος του δειλινού.

Εκεί μέναμε ως το βράδυ να μας σκεπάσει πότε μια αστροφεγγιά και πότε το ασημένιο φως της σελήνης, να μας χαϊδέψει με το μυστηριακό της φως, καθώς οι ίσκιοι μας μεγάλωναν και έμοιαζαν γίγαντες. Απόλυτη ησυχία, μόνο οι κουβέντες μας ακούγονταν και κάπου - κάπου η θλιβερή φωνή του γκιώνη. Με διάφορα χωρατά κι ανέκδοτα, έτσι για να περάσει η ώρα και τα αγόρια κοίταζαν τα κορίτσια κι έκαναν συμφωνίες μυστικές με τα μάτια τους, που έλαμπαν μες στο σκοτάδι σαν κάρβουνα πύρινα.
Ξαφνικά ένα τραγούδι μακρινό τάραξε αυτή την μυστηριακή γαλήνη! Κοιταχτήκαμε έκπληκτοι, δεν φοβηθήκαμε, δεν ήταν Γερμανοί. Αυτοί δεν έρχονταν ποτέ τραγουδώντας, αλλά με ριπές απ' τα πολυβόλα τους που έφερναν μαζί τους τον φόβο του θανάτου. Στα βάρβαρα πόδια τους το χορτάρι πέθαινε και το πράσινο της ελπίδας εξαφανιζόταν. Όχι δεν ήταν Γερμανοί, αυτοί δεν θα μπορούσαν ποτέ να τραγουδήσουν. Τα νυχτοπούλια σταμάτησαν το λάλημά τους και ακούμπησαν τα ράμφη τους ανάμεσα στους σκισμένους βράχους και τα στοργικά του πλάτανου κλαδιά.
Και το τραγούδι επικό, σιγά-σιγά γινόταν πιο έντονο,

 ερχόταν όλο και πιο κοντά. Ήταν χαρούμενο σαν όρθρος εωθινός, γεμάτο λεβεντιά με φωνές αντρικές καθάριες, δίχως άχτι, έκανε τα δέντρα να στήνονται στον σκοπό του, που λύγιζαν στον άνεμο. Έκαναν υποκλίσεις στους λεβέντες που διάβαιναν μαζί με το τραγούδι τους. Κράταγαν με τα ντουφέκια στα χέρια τους την λευτεριά μας την χιλιάκριβη, ασύγκριτη εκείνη την στιγμή αυτής της βραδιάς, ασύλληπτη με κυκλικές παρελάσεις στα στενά δρομάκια του χωριού.
Κι ο κόσμος μας φάνηκε απέραντος, η Λευτεριά ήρθε στην αυλή μας, κι οι ορίζοντες χτύπησαν τις πόρτες μας. Αντάρτες, Αντάρτες του ΕΛΑΣ πάνω στον δρόμο, στο ήσυχο μονοπάτι, ακούγονταν τα πατήματα της αρβύλας μαζί με τα πέταλα των αλόγων τους. Και το τραγούδι τους κράταγε έδινε ρυθμό στο βήμα τους και δε σταματούσε. Στα μέτωπα τους που σκέπαζαν τα μισά, το καπέλο τους με μόνο τα διακριτικά γράμματα ΕΛΑΣ σε μια ποικιλία σχημάτων ανάπνεαν κι άνθιζαν τα χαμόγελα που κλείνουν το μέλλον του Κόσμου της ζωής της ελπίδας σαν να έλεγαν:Αγαπηθείτε!
Έτρεξα κι εγώ με το μικρό διαβολάκο το αδέλφι μου κι όλο το συφερτό φωνάζοντας: Αντάρτες, Αντάρτες, δε φοβόμαστε πια, έχουμε τον στρατό μας. Είχαμε τις απαντοχές μας και το τραγούδι κορυφωνόταν, συνεχιζόταν κι οι πέτρες άστραφταν απ' τα πέταλα των αλόγων τους. Όλα γύρω έμοιαζαν σαν μια μυθική χώρα, σαν μια αναδυόμενη Ατλαντίδα. Και τους είδα! Κι ένοιωσα ένα ρίγος, μια υπερηφάνεια, μια ασύγκριτη έπαρση.
Τώρα το αεράκι πηδούσε από κλωνί σε κλωνί, τραγουδώντας κι αυτό Λευτεριά - Λευτεριά. Και ξαφνικά με συγκλόνισε η μεγαλύτερη συγκίνηση που είχα γνωρίσει στην ως τότε μικρή ζωή μου. Τον είδα! Πάνω σε ένα άλογο ουγγαρέζικο ντορί πανύψηλο με τον όγκο του να επιβάλλεται σε όλα όσα τον ακολουθούσαν. Κι ήταν συμμετρικά αντίθετο το θωρί του, με τον μικρόσωμο αρχηγό που το καβαλίκευε. Μικρόσωμος μα τόσο επιβλητικός, ταπεινός μα και υπερήφανος γι' αυτούς που τον ακολουθούσαν, με τους Αντάρτες του! Φορούσε την στρατιωτική του στολή, τσαλακωμένη από τις πορείες και τις μάχες. Με αυτή έλαμπε σαν την πιο αστραφτερή πανοπλία ενός στρατηγού! Ήταν ο αρχηγός που ξέχυνε όλη την λεβεντιά, την αντρειοσύνη του, την αγάπη του για την Πατρίδα. Το κεφάλι του με τα λιγοστά άσπρα μαλλιά το σκέπαζε ένα κόκκινο σκουφί, ένα μπερέ, με μοναδικά διακριτικά ΕΛΑΣ, φορεμένο πλαγιαστά στο μέτωπό του και πάρα κάτω δύο μάτια ζωντανά φλογερά σαν κάρβουνα, που λαμποκοπούσαν κι έσπαζαν τα σκοτάδια της σκλαβιάς. Με μια αποφασιστικότητα, μια σιγουριά για την Νίκη που διαχέονταν κι έσμιγε με το φως των άστρων. Αστέρια κι αυτά που ανέβαιναν στο στερέωμα της Αιωνιότητας. Ναι, ήταν ο Πατέρας μου!"


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου