Δε ζυγιάζω, δε μετρώ, δε βολεύομαι! Ακολουθώ το βαθύ μου χτυποκάρδι...

Νίκος Καζαντζάκης, Ασκητική


Τρίτη 28 Οκτωβρίου 2014

Η πρώτη μέρα του πολέμου του 1940

Η πρώτη μέρα του πολέμου του 1940 μέσα απ' τα μάτια ενός μικρού αγοριού...
από το βιβλίο - μαρτυρία  του Χρίστου Ανδρικόπουλου "Ένα παιδί στον πόλεμο από το 1940 έως το 1945" Εκδόσεις: περί τεχνών





ΚΕΦΑΛΑΙΟ 1."28 Οκτωβρίου 1940. Η πρώτη ημέρα.

Πρωί 28ης Οκτωβρίου 1940, ώρα 7 π.μ. Μας ξύπνησε ο Πατέρας , για να μας ανακοινώσει την κήρυξη του πολέμου με την φασιστική Ιταλία του Μουσολίνι. Η Μητέρα μου λέει να ντυθώ για να πάω στο σχολείο. Ετοιμάζομαι, παίρνω την σάκα μου και μαζί με την Μητέρα μου προχωράμε για το σχολείο. Η ώρα είναι ήδη 8 π.μ. Στον δρόμο συναντάμε και άλλες Μανάδες που εκείνη την στιγμή επιστρέφουν από το σχολείο. Μας πληροφορούν ότι δεν θα γίνουν μαθήματα, λόγω του πολέμου που κηρύχθηκε και αναγκαστικά επιστρέφουμε στο σπίτι.
Ο Πατέρας δεν είχε φύγει ακόμα και λέει στην Μητέρα να με πάρει μαζί του. Θα πήγαινε στην Εθνική Τράπεζα που βρίσκεται στην Γούναρη (Καλαβρύτων την έλεγαν τότε) και Κορίνθου, για να εισπράξει το μηνιαίο μέρισμα που δικαιούτο σαν μερισματούχος του μετοχικού ταμείου στρατού που ήταν.
Ξεκινήσαμε, εγώ πιασμένος από το χέρι του Πατέρα. Πρέπει να σας πω ότι πάντα όταν με κρατούσε από το χέρι ο Πατέρας, αισθανόμουνα σιγουριά, ασφάλεια και ότι δεν διέτρεχα κανένα κίνδυνο.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 2. Βομβαρδισμός


Κατεβαίνοντας προς τα Υψηλά Αλώνια φτάνουμε στο καφενείο του Λειβαδίτη. Ήταν ένα παραδοσιακό καφενείο πολύ γνωστό στο Πατραϊκό κοινό. Ήταν προς την κάτω δεξιά μεριά των Υψ. Αλωνίων και Αθ.Διάκου.
Φθάνοντας εκεί ακούμε την βοή αεροπλάνων. Ο κόσμος ο οποίος κυκλοφορούσε εκείνη την ώρα ήταν αρκετός, παρ' ότι ήταν ακόμα πρωί. Κοιτούσε με περιέργεια τα ασημένια αυτά πουλιά.
Προχωράμε να κατέβουμε την Αθ.Διάκου και ακούμε την πρώτη βόμβα που πέφτει αρκετά μακριά. Είναι η βόμβα που πέφτει στον Άγιο Διονύσιο, που βρίσκεται προς την βόρεια πλευρά της Πάτρας. Εγώ άρχισα να πανικοβάλλομαι. Γυρίζοντας ο Πατέρας προς το μέρος μου, μού ρίχνει μια επιτιμητική ματιά και σε αυστηρό ύφος μου λέει: Μη φοβάσαι θα δούμε τι είναι!
Προχωράμε και πριν φτάσουμε στην Γούναρη, ακούμε πολύ κοντά αυτή την φορά να πέφτουν αρκετές βόμβες στον Κινηματογράφο Πάνθεον που βρισκόταν απέναντι από την Εθνική Τράπεζα, που ήταν ο προορισμός μας. Καπνός, σκόνη, χαλασμός. Βλέποντας ο Πατέρας αυτή την κατάσταση, αναγκάζεται εκ των πραγμάτων, να γυρίσουμε πίσω.
Τον κόσμο τον έχει πιάσει πανικός και τρέχει σαν τρελός για να επιστρέψει, προσπαθώντας να προφυλαχθεί από τυχόν άλλες βόμβες που θα έπεφταν, όλοι να βρουν καταφύγιο στα σπίτια τους ή αλλού.
Φτάνοντας στο σπίτι μας βλέπω την Μητέρα με την αδελφή μου, που στο μεταξύ είχαν γυρίσει από το σχολείο, έντρομες. Ο Πατέρας μάς καθησυχάζει ότι δεν διατρέχουμε κίνδυνο. Έτσι βγαίνουμε στην πόρτα του σπιτιού μας και ακούμε τον βόμβο των αεροπλάνων να δυναμώνει. Κοιτώντας προς τον ουρανό βλέπουμε σε χαμηλό ύψος να περνούν πολλά αεροπλάνα. Ο κόσμος είχε πάλι βγει έξω στους δρόμους και έλεγε ότι τα αεροπλάνα είναι Ελληνικά. Οι Ιταλοί είχαν φροντίσει να βγάλουν τα διακριτικά και ο κόσμος νόμιζε ότι ήταν δικά μας.
Εκεί που γινόταν αυτή η κουβέντα, ένας σμήνος από αεροπλάνα περνούν προς το κάτω μέρος της πλατείας Υψ.Αλωνίων, δηλαδή προς την Τριών Ναυάρχων, και την στιγμή αυτή ρίχνουν τις βόμβες από τις σκάλες που ενώνουν την Πλατεία Υψ.Αλωνίων με την οδό Τριών Ναυάρχων, που φτάνει μέχρι την θάλασσα.
Πάλι σκόνη, καπνός, χαλασμός. Έντρομος ο κόσμος μπαίνει μέσα στα σπίτια, για να γλιτώσει και να προφυλαχθεί από τις βόμβες που θα έπεφταν. Η Μητέρα μάς παίρνει και πάμε στο βάθος του σπιτιού, εμένα και την αδελφή μου. Νομίζει ότι όταν μας έχει κάτω από το πρεβάζι της πόρτας θα έχουμε σιγουριά και προφύλαξη. Για λίγο όμως παύουν να πέφτουν βόμβες και βγαίνουμε πάλι στο δρόμο, να δούμε τι γίνεται. Έχει καθαρίσει κατά κάποιο τρόπο η σκόνη και ο καπνός από τις βόμβες.
Ο Πατέρας λέει στην Μητέρα ότι καλύτερα είναι να φύγουμε από την Πάτρα και για σιγουριά να πάμε στα Ζαρουχλέϊκα, όπου μένουν οι κουμπάροι μας Κάνιστρα, που ένας από αυτούς με είχε βαφτίσει και μου είχε δώσει και το όνομά του.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 3. Φεύγουμε για τα Ζαρουχλέϊκα.
Αμέσως, χωρίς να πάρουμε τίποτα, βγαίνουμε από το σπίτι και προχωράμε για να πάρουμε τον δρόμο προς τα Ζαρουχλέϊκα. Περνάμε τα σχολεία του Βούδ, ανηφορίζουμε προς την Αγία Τριάδα. Εκείνη την στιγμή ο Πατέρας σκέφτεται τι να κέναι η μεγάλη μας αδελφή Κική που είναι χήρα με δύο μικρά παιδιά, τον Γιάννη και τον Βλασσάκη. Θα πάμε να την πάρουμε, λέει ο Πατέρας, άλλωστε στον δρόμο μας είναι.
Στον δρόμο έχει βγει όλος ο κόσμος και προσπαθεί να φύγει από την πόλη για να γλιτώσει. Ο αδελφός μας ο Ανδρέας δεν είχε δώσει σημεία πού βρίσκεται. Μέσα στην κοσμοχαλασιά που υπάρχει στον δρόμο, φτάνουμε τελικά στο σπίτι της αδελφής μας. Κτυπάμε την πόρτα, φωνάζουμε, δεν παίρνουμε καμία απάντηση. Όπως φαίνεται, είχε ήδη φύγει, χωρίς να ξέρουμε πού είναι.
Προχωράμε και παίρνουμε τον δρόμο για να πάμε στα Ζαρουχλέϊκα.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 4. Περιγραφή των ημερών εκεί.

Στα Ζαρουχλέϊκα την πρώτη ημέρας μας έδωσαν ένα δωμάτιο για να διανυκτερεύσουμε. Ο Πατέρας το απόγευμα, αφού είχαν σταματήσει οι βομβαρδισμοί, πήγε στο σπίτι στην Πάτρα και μας έφερε ρούχα για να μπορούμε να κοιμηθούμε και να για να αλλάξουμε, γιατί από την ταλαιπωρία είχαν γίνει χάλια. Αργά το βράδυ ήρθε και ο μεγαλύτερος αδελφός μας Ανδρέας και έμεινε μαζί μας. 
Το βράδυ σε μια τραπεζαρία μεγάλη με πολλά άτομα συγγενείς της οικογένειας Κάνιστρα φάγαμε το φαγητό που είχαν φτιάξει για όλους μας. Κουρασμένοι και ταλαιπωρημένοι από τις περιπέτειες της ημέρας κοιμηθήκαμε.
Το πρωί ξυπνήσαμε με τον βόμβο των αεροπλάνων που με το πρώτο φως της ημέρας άρχισαν να βομβαρδίζουν πάλι. Ανενόχλητοι και χωρίς καμία παρουσία δικών μας αεροπλάνων. Εμείς δυστυχώς δεν είχαμε. Ο Μεταξάς είχε αφήσει την Ελλάδα απροστάτευτη και οι Ιταλοί αλώνιζαν στον εναέριο χώρο.
Η Μητέρα, θέλω να τονίσω, ήταν που φοβόταν περισσότερο και έτσι είχε μεταφέρει σε μας τα παιδιά υπερβολική φοβία. Θυμάμαι το θρησκευτικό της παραλήρημα, που σε κάθε επιδρομή κάναμε σταυροκόπημα και ικεσίες προς τον Θεο-Χριστό-Παναγία έβγαιναν από τα χείλη μας, με συνεχείς υμνωδίες και παρακλήσεις.
Θα σας περιγράψω έτσι, για να ρίξω μια σχετική εύθυμη νότα στην δραματική αυτή κατάσταση, έστω για και λίγο αστεία. Όταν ακούγαμε αεροπλάνο, η Μητέρα μας έπαιρνε από το χέρι και τρέχοντας από το σπίτι των Κάνιστρα πηγαίναμε σε ένα αμπέλι που ήταν δίπλα. Εκεί ήταν πολλα και μεγάλα δέντρα από ελιές. Μας κάθιζε στον κορμό μας μεγάλης ελιάς και αρχίζαμε τα παρακάλια προς όλους τους αγίους και τον Θεό για να μας γλιτώσει.
Ο Πατέρας που μας έβλεπε σε αυτή την κατάσταση στην αρχή το ανεχόταν. Όταν όμως είδε να γίνεται συνέχεια αυτό, έβαλε φωνή στην Μητέρα να σταματήσει να μας τρομοκρατεί.
Όλη μέρα πέρασε σε αυτό το μοτίβο, δηλαδή με βομβαρδισμούς. Το βράδυ, όταν πλέον είχαν σταματήσει οι βομβαρδισμοί, τα πράγματα έπαιρναν έναν άλλο, πιο κανονικό ρυθμό, που μπορώ να πω ήταν λίγο ευχάριστος.
Μείναμε και αυτό το βράδυ στο σπίτι των Κάνιστρα. Ο Πατέρας το βράδυ συνεννοήθηκε με την Μητέρα και πήραν την απόφαση το πρωί να φύγουμε για να πάμε στο Μπρακουμάδι, στο σπίτι της αδελφής του της θείας Ολυμπιάδας. Η απόσταση όμως μέχρι το Μπρακουμάδι ήταν 20 χιλιόμετρα και βάλε, και έπρεπε να την διανύσουμε πεζοπορώντας, διότι μεταφορικό μέσο δεν υπήρχε. Ήταν πολύ σκούρα τα πράγματα, άλλος τρόπος δεν υπήρχε και έπρεπε να το υποστούμε. 
Το πρωί που ξυπνήσαμε άρχισε να βρέχει και έκανε αρκετό κρύο. Έτσι το θέμα της πορείας μας προς το Μπρακουμάδι έπαιρνε δραματική μορφή. Ο μεγαλύτερος αδελφός Ανδρέας που ήταν 18 ετών, δεν θέλησε να μας ακολουθήσει, γιατί όπως έμαθε από την δουλειά του, έπρεπε να πάει να εργασθεί. 
Κατά τις 10 η ώρα ξεκινήσαμε...

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 5. Φεύγουμε για Μπρακουμάδι (Βασιλικό).
Ο Πατέρας, η Μητέρα, η αδελφή μου Σωσώ και εγώ που ήμουν ο Βενιαμίν της οικογένειας... Το 1940 ήμουν 9 ετών.
Χαιρετίσαμε τους οικοδεσπότες οι γονείς μας και εμείς. Ο Πατέρας τους ευχαρίστησε για την περιποίηση και την φιλοξενία τους για δύο ημέρες και δύο νύχτες και φύγαμε.
Παίρνουμε λοιπόν τον δρόμο προς την δημοσιά. Ο δρόμος αυτός ήταν μεν για αυτοκίνητα, αλλά τότε δεν ήταν ασφαλτοστρωμένος. Είχε πολλές λακκούβες με νερό και συγχρόνως άρχισε να ψιλοβρέχει. Άνοιξαν τις ομπρέλες του ο Πατέρας και η Μητέρα, ενώ εμείς ήμασταν με τα αδιάβροχά μας, που είχε φροντίσει από την προηγούμενη ο Πατέρας να μας φέρει από το σπίτι στην Πάτρα.
Ο δρόμος προς το Μπρακουμάδι ήταν δραματικός. Περπατούσαμε σε όλη την διαδρομή με την βροχή να πέφτει και το κρύο που εν τω μεταξύ είχε γίνει και αυτό τσουχτερό. Η Μητέρα σχεδόν σε όλη την διαδρομή δεν σταμάτησε να κλαίει. Ήταν βλέπεις αμάθητη σε τέτοιου είδους ταλαιπωρίες, καθώς και φιλάσθενη. 
Με πολύ κόπο και πολλές στάσεις κατά την διάρκεια της διαδρομής που κράτησε περίπου τέσσαρες ώρες, κατά το απόγευμα φτάσαμε στο Μπρακουμάδι.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 6. Μπρακουμάδι. Η διαμονή μας εκεί.
Το σπίτι της θείας Ολυμπιάδας ήταν ένα πλίθινο διώροφο. Κάτω στο ισόγειο είχαν βαρέλια για το κρασί τους και όλα τα υπάρχοντα που θέλει μια αγροτική οικογένεια  για να περάσει τον Χειμώνα που ερχόταν. Στον επάνω όροφο ήταν ένα μεγάλο δωμάτιο που το χρησιμοποιούσαν για υπνοδωμάτιο και δίπλα ένα μικρό δωμάτιο με ένα τζάκι που χρησίμευε για κουζίνα και συγχρόνως τραπεζαρία...
Η θεία Ολυμπιάδα ήταν χήρα και είχε μια κόρη ανύπαντρη, την Πηνελόπη, και δύο αγόρια, τον Θόδωρο 20 ετών και τον Χρίστο 18 ετών. Τον Θόδωρο, μόλις φτάσαμε, τον κάλεσαν στον στρατό, για να εκπαιδευτεί και να σταλεί στο μέτωπο. 
Τα κρεβάτια που είχαν ήταν λίγα και έτσι το πρώτο βράδυ μας στρώσανε στο πάτωμα. Εγώ κοιμήθηκα με την Μητέρα, η Σωσώ μόνη της και ο Πατέρας στο κρεβάτι του Θόδωρου που έφυγε την ίδια μέρα για τον στρατό.
Τον Πατέρα τον απασχολούσε το θέμα της μεγάλης μας αδελφής, που όπως σας είπα ήταν χήρα και με δύο μικρά παιδιά. Δεν ξέραμε τι ειχαν γίνει, που είχαν πάει με αυτή την κοσμοχαλασιά των βομβαρδισμών και την αλλοφροσύνη που είχε κυριεύσει τον κόσμο γενικά. Την εποχή εκείνη δυστυχώς τηλέφωνα υπήρχαν ελάχιστα στα χωριά και η επικοινωνία ήταν σχεδόν αδύνατη.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 7. Εξιστόρηση των γεγονότων.
Η ζωή μας στο Μπρακουμάδι άρχισε να κυλά σχεδόν ομαλά. Ο Πατέρας μπόρεσε τελικά να πάρει κάποιο τηλέφωνο, για να μάθει για την αδελφή μας την Κική. Με τα παιδιά της είχε πάει στο χωριό του Πατέρα, στα Λακκώματα. Μέσω του αδελφού του, του Αποστόλη, που έμενε στα Λακκώματα, ειδοποίησε την Κική ότι εμείς είμαστε στο Μπρακουμάδι κι έτσι η Κική μετά δύο ημέρες ήρθε στο Μπρακουμάδι. 
Τώρα όμως το θέμα της διαμονής μας ήταν που θα μέναμε όλοι μαζί, γιατί το σπίτι της Θείας Ολυμπιάδας δεν μας χωρούσε. Ο Πατέρας βρίσκει έναν που νοίκιαζε το σπίτι του, μέσα στο Μπρακουμάδι και έτσι όλοι μαζί μετακομίζουμε στο σπίτι αυτό.
Είχε μια εξωτερική σκάλα για να ανέβεις στο πρώτο πάτωμα. Ένα μεγάλο δωμάτιο αβέρτο που δεν είχε χωρίσματα. Το είχαν χωρίσει με καραβόπανο και το έκαναν δύο δωμάτια. Στο ένα κοιμόμαστε εμείς και στο άλλο η Κική με τα παιδιά της. Στην άκρη είχε και ένα τζάκι, όπου εκεί μαγειρεύαμε και ζεσταινόμαστε, γιατί είχε αρχίσει να κάνει αρκετό κρύο.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 8. Ο πόλεμος στην Αλβανία, νίκες και ελπίδες.
Οι ημέρες περνούν με νέα από το μέτωπο της Αλβανίας. Οι νίκες του στρατού μας φτάνουν και σε μας. Ενθουσιασμένοι οι μεγάλοι χαίρονται, γιατί οι Έλληνες νικούν τους Ιταλούς φασίστες.
Ένα πρωϊνό, νομίζω ήταν 25 Νοεμβρίου 1940, οι καμπάνες της εκκλησίας άρχισαν να κτυπούν χαρμόσυνα. Ακολούθησαν και οι καμπάνες των άλλων χωριών να κτυπούν κι αυτές. Από στόμα σε στόμα ήρθε η χαρμόσυνη είδηση. Ο Ελληνικός στρατός μπήκε στην Κορυτσά. Η Κορυτσά είναι η πρώτη Ελληνική πόλη από την Βόρεια Ήπειρο που απελευθερώνεται από τον Ελληνικό στρατό.
Ο κόσμος βγήκε στους δρόμους και με τραγούδια γλεντούσε την μεγάλη αυτή Ελληνική νίκη. Ήταν η πρώτη μεγάλη νίκη του στρατού μας και γι αυτό όλοι ένιωσαν μεγάλη ανακούφιση και ελπίδα για μια νικηφόρα πορεία σε αυτόν τον καταστροφικό πόλεμο που είχε αρχίσει και που θα έφερνε τέτοιες καταστροφές σε όλο τον κόσμο σε ανθρώπινες ζωές και σε υλικές απώλειες, που ο κόσμος δεν είχε γνωρίσει μέχρι τώρα.
Μετά την Κορυτσά έρχονται και άλλες πόλεις Ελληνικές που ήσαν στην Αλβανία να τις απελευθερώνει ο στρατός μας.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 9. Ο Πατέρας όμως ήθελε να πολεμήσει.
Έκανα αίτηση να πάει εθελοντικά να καταταγεί. Οι φασίστες τότε του Μεταξά, που κυβερνούσαν την Ελλάδα, δεν τον έκαναν δεκτό λόγω φρονημάτων.
Καρτερικά με αγωνία παρακολουθούσε κι αυτός την εξέλιξη του πολέμου και προβληματισμένος για την πορεία γενικά της όλης κατάστασης, πόσο μπορούσαμε να κρατήσουμε στον πόλεμο αυτό, που πρέπει να έχεις μεγάλα αποθέματα στρατού και πολεμικών υλικών για να φέρεις πέρας ένα τέτοιο πόλεμο.


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου