Δε ζυγιάζω, δε μετρώ, δε βολεύομαι! Ακολουθώ το βαθύ μου χτυποκάρδι...

Νίκος Καζαντζάκης, Ασκητική


Κυριακή 23 Νοεμβρίου 2014

ΜΗΝ ΞΕΧΑΣΕΙΣ ΤΟ ΚΛΕΙΔΙ ΠΑΝΩ ΣΤΗΝ ΠΟΡΤΑ,ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΕΚΤΟ

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΕΚΤΟ
Το τηλέφωνο χτυπούσε επίμονα εδώ και ώρα. Σηκώθηκε με νωχελικές κινήσεις από τον καναπέ όπου είχε πάρει μια πρέζα ύπνο, και σύρθηκε προς το τηλέφωνο.
 Ήταν η Βίκυ που της έβαλε τις φωνές.. 
 «Ακόμα κοιμάσαι βρε ουφο; Ξέρεις τι ώρα είναι; Μη κάνεις κανένα αστείο και δεν έρθεις».
«Να έρθω οπωσδήποτε ε;» απάντησε η Τζίνα και χασμουρήθηκε  τεμπέλικα .
«Ο π ω σ δ η π ο τ ε!» ακούστηκε από την άλλη πλευρά του τηλεφώνου…Η Βίκυ δεν το  συζητούσε καν..
«Οκ. Σε μια ώρα θα είμαι εκεί.».
Στράφηκε προς τον Αντρέα  που κουνούσε την ουρά του προσπαθώντας να μαντέψει αν θα πήγαινε και αυτός μαζί της…
«Ο κ.Μανόλο ντε Καρδίτσα.. Χεστήκαμε!!! Φλαμένγκο λέει. Είχε ρε Aντρίκο στην Καρδίτσα Φλαμενγκοσχολή; Που έμαθε ο τύπος φλαμένγκο μου λες;  Μακάρι νάξερες ε;  Κι εγώ το ίδιο φίλε».
Κοίταξε το κινητό της. «Ούτε φωνή ούτε ακρόαση ο κύριος Χρήστος». Μονολόγησε  πηγαίνοντας προς το μπάνιο.
Η άσχημη διάθεση που είχε, άρχισε να αμβλύνεται με τα κόλπα του Αντρέα ο οποίος προσπαθούσε να δηλώσει την παρουσία του τραβώντας το μπουρνούζι της και μασώντας τις παντόφλες της. Κάποια στιγμή χάθηκε μέσα στο σπίτι. Επέστρεψε κρατώντας στο στόμα του ένα αθλητικό παπούτσι που βρήκε περιπλανώμενο…
Η Τζίνα του  χαμογέλασε πονηρά, «φρικέ ντύσιμο να τους τη σπάσουμε ε; Ότι πεις μεγάλε…Να το ξέρεις όμως, θα  πω στη Βίκυ ότι εσύ με πίεσες».  Ο Αντρέας κούνησε  το κεφάλι του γέρνοντας το δεξιά όπως έκανε κάθε φορά που του απηύθυναν τον λόγο… Η Τζίνα γέλασε δυνατά. Τον χάιδεψε και κατευθύνθηκε στην ντουλάπα…
Τράβηξε ένα παντελόνι τζήν ξεβαμμένο και μία λευκή πουκαμίσα. Παπούτσια σαφώς  αθλητικά. Βάφτηκε ελαφρά, φόρεσε ένα μακρύ και ένα κοντό σκουλαρίκι χτενίζοντας σε «ατιμέλητο» look τα κοντοκουρεμένα μαλλιά της, κι’ έτοιμη για φλαμένγκο  night.!!!    

Με την ψυχή στο στόμα  έφτασε στο γραφείο της Βίκυς. Δρασκέλισε τα σκαλοπάτια δύο δύο και έφτασε στο γραφείο της λαχανιασμένη. Η Βίκυ τσαντιζόταν πολύ όταν την έστηναν. Πόσο μάλλον απόψε  που ήταν μια σημαντική βραδιά γι αυτήν. Άλλωστε ο μόνος λόγος  που η Τζίνα  πήγαινε σε αυτήν την εκδήλωση  ήταν για να μην της χαλάσει το χατίρι. Αυτές τις συγκεντρώσεις με τους in καλλιτέχνες τις βαριόταν θανάσιμα.
Μπήκε στο γραφείο και προς έκπληξή της βρήκε χαμογελαστή..
«Βικάκι μη με βρίσεις. Έχεις δίκιο. Είμαι γαϊδούρα το παραδέχομαι αλλά  είχε κίνηση..» μίλησε με ύφος απολογητικό..
«Ρε ούφο σιγά μη περίμενα να έρθεις στην ώρα σου. Σου είπα εννέα για να έρθεις στην καλλίτερη περίπτωση δέκα.. Σου την έσκασα χαζό» της λέει και γελάει..
«Και εγώ τσακίστηκα να φτάσω; Ούτε ασανσέρ δεν πήρα για να μην καθυστερώ.. Καλααά.... σημειώνω το καψώνι» 
«Εκδρομή θα πάμε και ντύθηκες έτσι;» μουρμουρίζει και την κοιτάζει από πάνω ως κάτω. «Τυπάκι είσαι ρε» συμπληρώνει και χαμογελάει.
 
Η εκδήλωση ήταν σε μια  μουσική σκηνή πίσω από την Ακρόπολη. Ένας χώρος πολύ συμπαθητικός με ζεστά χρώματα και χαμηλό φωτισμό. Ο κόσμος είχε αρχίσει να μαζεύεται σιγά σιγά.
Ένας  χαριτωμένος νεαρός τις οδήγησε στο τραπέζι που είχαν κλείσει για το περιοδικό.
«Έχει τίποτα καλό το table team;» ρωτά η Τζίνα χαμογελώντας με νόημα .
«Δεν ξέρω ποιοι θα είναι στο τραπέζι μας. Και πρόσεχε βλαμμένο μην πετάξεις κανένα «ντε καρδίτσα» και με κάνεις ρεζίλι. Να είσαι καλό κορίτσι εντάξει;»
«Ορκίζομαι σωφροσύνην και αρετήν» λέει η Τζίνα σηκώνοντας το χέρι.
Πλησίασαν στο τραπέζι και φόρεσαν τα «καλά» τους χαμόγελα για τις συστάσεις.
Ο κύριος και η κυρία Ιωάννου μετά του υιού Πάρη. Ο κύριος Παύλος. Πολύ κύριος τι να σου πω σκέφτηκε η Τζίνα καθώς άπλωνε το χέρι της χαζοχαμογελώντας. Η κυρία Φαίη, η γραμματεύς παρά τω προέδρω.
Ο κύριος Ερμής, ο φωτογράφος του περιοδικού μετά του πατρός του κυρίου Δημοσθένη Πάνδανου, συγγραφέως. Η κυρία και ο κύριος Φατσέα, των δημοσίων σχέσεων..
«Χάρηκα πολύ Τζίνα Σταυρίδου» είπε η Τζίνα κατάκοπη από τις χαιρετούρες.
«Φατσέα η κυρά φατσέα»  ψυθίρισε  στην Βίκυ καθώς καθόταν.
«Σκάσε βλαμμένο» της απάντησε  χαμογελαστά η Βίκυ.
Ώσπου να αρχίσει το πρόγραμμα η κουβέντα ήταν γύρω από το περιοδικό, τη μουσική, και τον Μανόλο. Φυσικό ήταν η Τζίνα και ο πατήρ Πάνδανος  μια και ήταν οι μόνοι εκτός περιοδικού να μην συμμετέχουν.
«Είστε μουσικός υποθέτω». Απευθύνθηκε στην Τζίνα σπάζοντας την σιωπή των «ξένων» ο Πάνδανος.
«Καμμία σχέση».  Του απάντησε λακωνικά.
«Τότε κριτικός;  Ή μήπως δημοσιογράφος;» συνεχίζει.
«Φίλη της Βίκυς». Του λέει ξερά.
«Αγαπάτε το φλαμένγκο όμως». Επιμένει.
Με την άκρη του ματιού της κοιτάζει την Βίκυ που την παρακολουθεί με αγωνία μη πετάξει κανένα κουφό.
«Μα ναι, ασφαλώς. Τρελαίνομαι για Φλαμένγκο» του λέει, και χαμογελά προς την Βίκυ.
Ο Πάνδανος είναι ένας άντρας γύρω στα πενήντα, με γκρίζα μαλλιά και ένα περίεργο παρουσιαστικό. Άνθρωπος γενικά ευγενικός και ενημερωμένος για πολλά πράγματα.
 «Τρελλός επιστήμων» είπε αργότερα η Τζίνα,
 «Καλλιεργημμένο» τον χαρακτήρισε  η Βίκυ.
 «Χαχα.. Καλλιεργημένος; Φυτό δηλαδή» συμπλήρωσε η Τζίνα και έβαλε τα γέλια.
«Α, να χαθείς οδοστρωτήρα» της είπε και γέλασε και αυτή με την καρδιά της.

Η παράσταση άρχισε με ένα  μουσικό Ισπανικό συγκρότημα. Η Βίκυ χάθηκε μέσα στις νότες χωρίς να ανησυχεί  πια για τη συμπεριφορά της φίλης της. Ήξερε πως μέσα από τη μουσική κάπου θα περιπλανιέται  και αυτή στο δικό της κόσμο, ζωγραφίζοντας τις δικές της εικόνες.
 «Είμαι βέβαιος πως θα έρθει μια μέρα που ο Φυσικός, ο Ποιητής, και ο Φιλόσοφος, θα μιλούν την ίδια  γλώσσα και θα συνεννοούνται θαυμάσια μεταξύ τους», ακούστηκε μια απαλή και ήρεμη ψιθυριστή φωνή δίπλα στο αφτί της όταν άρχιζε το διάλειμμα.
Η Τζίνα γύρισε προς το μέρος του και του χαμογέλασε ενθαρρύνοντας τον να συνεχίσει. «Αυτή η γλώσσα θα έχει βάση το σολφέζ φαντάζομαι», συμπληρώνει  χαριτολογώντας ο Πάνδανος
«Ίσως αυτή η γλώσσα, να έχει σαν βάση τα χρώματα. Ένας χορός εικόνων ας πούμε» του απαντά η Τζίνα και συνεχίζει με πάθος. «Οι συνδυασμοί των χρωμάτων είναι συναίσθημα, είναι μια μορφή ποίησης, μια μουσική της φύσης. Τα περιλαμβάνει όλα. Το φως του ήλιου, φτιάχνει αποχρώσεις του φωτός. Η χλομάδα του φεγγαριού αποχρώσεις του σκότους. Χρώματα κοινά σε όλο τον σύμπαν. Αυτό από μόνο του δεν αποτελεί  ήδη μια κοινή γλώσσα;»
«Μα ναι, έπρεπε να το φανταστώ, είστε ζωγράφος λοιπόν;» την ρωτά ο Πάνδανος.
«Όχι κύριε Δημοσθένη. Δεν είμαι ούτε ζωγράφος»
 Η Βίκυ που έχει ακούσει την κουβέντα τους επεμβαίνει ως πυροσβεστήρ.
«Κύριε Δημοσθένη η Τζίνα ζωγραφίζει πολύ όμορφα αλλά το κρατάει κρυφό. Είναι επίσης και λίγο συνάδελφός σας. Γράφει στίχους».
«Αλήθεια κυρία μου;» τη ρωτά ενθουσιασμένος ο Πάνδανος
«Υπερβολές. Κάτι σαχλαμάρες γράφω» απαντά η Τζίνα κάνοντας έναν απαξιωτικό μομφασμό  και αγριοκοιτάζει την Βίκυ.
  «Εγώ πάντως θα ήθελα να διαβάσω μερικούς στίχους σας κυρία μου».
 «Κύριε Δημοσθένη να ζητήσω μια χάρη;» λέει η Τζίνα πίνοντας μια γουλιά από το ποτήρι της Βίκυς γιατί το δικό της ποτό έχει ήδη τελειώσει από ώρα.
«Ασφαλώς. Ό,τι θέλετε» απαντά ευγενικά.
«Θεωρώ τον πληθυντικό γλώσσα της απόστασης. Να τον κάνουμε ενικό  για να συζητήσουμε σαν άνθρωποι μια και γνωριστήκαμε;»
«Με μεγάλη μου ευχαρίστηση Τζίνα. Άλλωστε  ούτε και σε μένα αρέσει ο πληθυντικός “της απόστασης”», λέει και  γελάει.
«Λοιπόν Δημοσθένη, οι στίχοι που γράφω είναι  ερασιτεχνικοί. Άγουροι εντελώς. Ως καρποί ανώριμοι προς «βρώσιν». Θα ντρεπόμουν αν τους  διάβαζε ένας συγγραφέας».
«Εάν επιμείνω;» ρωτάει, και χωρίς να περιμένει απάντηση, βγάζει από την  τσέπη του μια ατζέντα, γράφει το e mail του σε ένα χαρτάκι και της το δίνει.
Τα φώτα είχαν αρχίσει να χαμηλώνουν δηλώνοντας ότι το δεύτερο μέρος της παράστασης άρχιζε.
«Σσσς.. ησυχία εσείς εκεί πέρα» τους παρατηρεί νευριασμένη η Φατσέα ενώ της φεύγουν σάλια μαζί με μασημένα φουντούκια. Ο Δημοσθένης και η Τζίνα κοιτάζονται. Προφανώς κάνουν την ίδια σκέψη για την φάτσα της Φατσέα και ξεσπούν σε γέλιο. Ο Ερμής κοιτάζει τον πατέρα του με αυστηρό ύφος. Το ίδιο και η Βίκυ την Τζίνα. Το νευρικό γέλιο όμως είναι συνήθως μεταδοτικό, έτσι σε χρόνο μηδέν αρχίζει να γελά και η Βίκυ, και ο  Ερμής και η Φαίη. Η Φατσέα έξαλλη σηκώνεται να φύγει γιατί το παίρνει προσωπικά. Γίνεται ένα μικρό μπάχαλο στο τραπέζι ώσπου οι πέτρες του σκανδάλου ζητούν συγνώμη και βγαίνουν έξω.
Σε λίγο εμφανίζεται και η Βίκυ που δεν μπορεί να σταματήσει να γελά .
«Είσαι τέρας» λέει στη Τζίνα, και τα μάτια της τρέχουν δάκρυα από τα γέλια.
«Εγώ φταίω που είναι έτσι η φατσέα;  Χαχαχα, σαν μάσκα  είναι»
  Μια σοβαρή κυρία με βεραμάν ταγιέρ και ξανθά κρεπαρισμένα  μαλλιά  περίμενε ταξί στην άκρη του δρόμου. Παρακολουθούσε περίεργα όλη αυτή την ώρα τη σκηνή. Τους πλησιάζει λοιπόν, και γεμάτη απορία  λέει στη Βίκυ που εξακολουθεί αν γελάει περισσότερο από όλους.
«Συγνώμη. Να σας ρωτήσω κάτι; Αυτός ο Μανόλος που γράφει η ταμπέλα κωμικός είναι; Ποιοι άλλοι παίζουν στην παράσταση;»
«Η Φατσέα κι ο Φατσέας» προλαβαίνει και απαντά η Τζίνα αρχίζοντας  πάλι το ξέφρενο γέλιο…
«Θα πρέπει να έχει πολύ πλάκα η παράσταση» συμπληρώνει η κυρία με εύθυμη διάθεση.. «Θα έρθω. Θα έρθω  οπωσδήποτε να τη δω!».
Πέρασαν μερικά λεπτά μέχρι να ηρεμήσουν εντελώς. Πρώτη μπήκε στην αίθουσα η Βίκυ. Ακολούθησε ο Δημοσθένης και η Τζίνα. Κάθισαν αθόρυβα στις θέσεις τους. Ο Ιωάννου της έριξε ένα περίεργο βλέμμα αλλά δεν είπε τίποτα Η ατμόσφαιρα αποφορτίστηκε. Το επεισόδιο θεωρήθηκε λήξαν, και όλα έβαιναν καλά..
Η εκδήλωση πλησίαζε στο τέλος της όταν ένα γκαρσόνι  με το δίσκο του περνούσε πλάι από τη Φατσέα, την ώρα που εκείνη ενθουσιασμένη  χειροκροτούσε άτσαλα το Μανόλο. Το δεξί της χέρι τινάχτηκε στο πλάι  πετυχαίνοντας το δίσκο. Ένα ποτήρι κύλησε και πέφτοντας πάνω στο τραπέζι έκανε γκέλ με αποτέλεσμα το περιεχόμενο του να τιναχτεί όλο πάνω στο πρόσωπο της Φατσέα..
Ο Ιωάννου που εκείνη τη στιγμή έπινε μια γουλιά νερό παραλίγο να πνιγεί. Άρχισε να γελάει δυνατά δίνοντας το σύνθημα στο υπόλοιπο τραπέζι. Το γέλιο πήρε διαστάσεις και άρχισε να γελάει όλο το μαγαζί. Η Φατσέα εκνευρισμένη αποχώρησε. Το ίδιο και ο Μανόλο. Η Βίκυ γλίτωσε την απόλυση χάρη στον Πάρη που την υπερασπίστηκε  «έως θανάτου» .   

  
   Ο Δημοσθένης  Πάνδανος δεν είναι ένα απλό πρόσωπο.
Είναι ένας  πολύπλευρος άνθρωπος, πολυταξιδεμένος και παραδομένος σε ένα δικό του κόσμο. Τα βιβλία του, σχεδόν όλα, έχουν μεταφυσικές προεκτάσεις, χωρίς όμως να σε πάνε στην σφαίρα της φαντασίας. Κείμενα λιτά και χωρίς υπερβολές. Οπαδός και λάτρης του γιόγκι Παραμαχάνσα Γιοκάντα. Μυημένος σε μυστικιστικές διδασκαλίες μελετητής των μεγάλων Μυστών.
Σαν άντρας δεν λέει και πολλά πράγματα. Θα τον χαρακτήριζα μάλλον άσχημο. Δεν έχει αρσενική παρουσία. Τα χέρια του μοιάζουν απαίδευτα και θηλυπρεπή.
Εκείνο που αναμφισβήτητα του δίνει μια κάποια γοητεία είναι το βλέμμα του. Ένα βλέμμα μαγνητικό και κάπως περίεργο. Όταν σε κοιτάζει νοιώθεις να μην μπορείς να ξεφύγεις από την ματιά του, κι ότι μπορεί να διαβάζει την πιο κρυφή σου σκέψη.
«Μυστηριακό» το χαρακτήρισε η Βίκυ.
«Σκοτεινό» το είπε η Τζίνα.  
Όπως και να είναι όμως ο Πάνδανος έδειξε γοητευμένος από τη Τζίνα.


Ήταν κάπου ξημερώματα. Η Τζίνα είχε αργήσει πολύ να κοιμηθεί το βράδυ. Η ιστορία με το Χρήστο είχε αρχίσει να της «πέφτει βαριά στο στομάχι» όπως είπε στη Βίκυ χαριτολογώντας μεν, αλλά εννοώντας το.
Ξύπνησε μουσκεμένη στον ιδρώτα και οι παλμοί της θα έγραφαν εκατόν πενήντα. Είχε δει ξανά το όνειρο. Ένα παράξενο όνειρο, που από παιδί ερχόταν στον ύπνο της και την τάραζε.
Ήταν ένα σπίτι. Ένα παράξενο σπίτι με μεγάλα τετράγωνα ασπρόμαυρα πλακάκια. Το δάπεδό του έμοιαζε με τεράστια σκακιέρα. Αυτός μάλλον ήταν ο χώρος υποδοχής.
Ένας μακρόστενος διάδρομος οδηγούσε στο βάθος όπου βρισκόταν η   κουζίνα. Στη μέση ένα μεγάλο τετράγωνο τραπέζι από βαρύ ξύλο με πάγκους γύρω του αντί για καθίσματα. Στο χώρο κυριαρχούσαν τα τεράστια παράθυρα με τα οβάλ παντζούρια στο χρώμα καμένου ξύλου, που έβλεπαν σε ένα περιβόλι με δέντρα. Η κουζίνα ήταν πάντοτε άδεια.
 Μια ξύλινη σκάλα με κυκλική σκαλιστή κουπαστή, οδηγούσε στο πάνω πάτωμα. Δεξιά υπήρχαν δύο κλειστές πάντα πόρτες. Αριστερά τρεις μικρότερες. Μόνο η μία ήταν ανοιχτή. Οδηγούσε σε  ένα δωμάτιο παιδικό, όπου  μια παράξενη κούνια φτιαγμένη από μπαμπού και σκοινί βρισκόταν πάντα σε κίνηση. Μέσα σε αυτήν δεν υπήρχε μωρό, στον χώρο αυτό όμως, πάντοτε πλανιόταν έντονα μια παρουσία. Μια απροσδιόριστη άϋλη μορφή που προκαλούσε στην Τζίνα ένα αλλόκοτο συναίσθημα.
Το όνειρο αυτό είχε πάντα το ίδιο τέλος. Η Τζίνα κατέβαινε την  κυκλική σκάλα. Από ψηλά έβλεπε τις τετράγωνες ασπρόμαυρες πλάκες και πάνω τους πιόνια σκακιού να κάνουν κινήσεις. Όσο πλησίαζε τον κάτω όροφο ένοιωθε μια αγωνία που μεγάλωνε, και μεγάλωνε, σαν κάτι τραγικό να είχε συμβεί κάπου  εκεί στο τέλος της σκάλας.
Δεν έφτανε ποτέ στο τέλος αυτής της διαδρομής. Ήταν το σημείο που ξυπνούσε ιδρωμένη και με ταχυπαλμία.
 Την είχε απασχολήσει  αρκετές φορές αυτό το όνειρο. Όσες φορές όμως είχε επιχειρήσει να το συζητήσει με κάποιον άρχιζε το δούλεμα. Έτσι αποφάσισε να το αγνοήσει. Και ήταν πολύς ο καιρός που δεν το είχε ξαναδεί.
       Σηκώθηκε από το κρεβάτι της και πήγε προς το μπάνιο για ένα κρύο ντούς. Εκείνη τη στιγμή η Βίκυ, είχε σηκωθεί να βγάλει τον Αντρέα έξω για κατούρημα.
«Ε; Τι έπαθες Τζινάκι; Χάλια φαίνεσαι» της είπε και την κοίταξε με απορία. «Ρε. Είσαι ιδρωμένη, έχεις κάτι;»
«Όχι, όχι δεν είναι τίποτα. Ένα όνειρο ήταν» είπε η Τζίνα με χαμένο ακόμα ύφος.
«Να φτιάξω καφεδάκι, ή θα κοιμηθείς κι άλλο; Εγώ βρικολάκιασα πρωί πρωί» είπε αναστενάζοντας..
«Το.. γήρας μάτια μου, έρχεται με αϋπνία το γαμημένο.. Αρχίσαν τα συμπτώματα «απάντησε η Τζίνα και κατευθύνθηκε προς το μπάνιο τραγουδώντας» γερνάααωω  μαμάάάάά, καφέέέέ  μαμάάάά!!
Κάθισαν  στη βεράντα και η Βίκυ επέμενε να μάθει για το όνειρο που τάραζε τόσο πολύ τη φίλη της.
«Θα σου πω, αλλά αν αρχίσεις το δούλεμα θα πάρω το λάστιχο και θα σε ποτίσω μαζί με τα φυτά, να γίνεις καλλιεργημένη, οκ;» είπε η Τζίνα και πήρε στα χέρια της τη μάνικα.
«Όχι  βρε, δεν θα σε κοροϊδέψω. Ορκίζομαι» απάντησε η Βίκυ σταυρώνοντας με νόημα τα δύο της δάχτυλα.
Η Τζίνα άρχισε την αφήγηση, ενώ η Βίκυ την άκουγε προσεκτικά.
«Μμμ!!, για πες μου κάτι…» είπε σοβαρά σοβαρά η Βίκυ ανασηκώνοντας το φρύδι της, όπως έκανε όταν έπαιρνε το σοβαρό της ύφος..
«Το τραπέζι της κουζίνας, είχε φαγητά ή ξεροσφύρι την έβγαζαν τα φαντάσματα;» ρώτησε ξεσπώντας σε τρανταχτά γέλια, ώσπου τελικά της έφυγε ο καφές από το χέρι λερώνοντας τον Αντρέα που κοιμόταν στα γόνατά της.
Η Τζίνα σε χρόνο μηδέν άνοιξε το νερό και άρχισε να την καταβρέχει..
«Έλα τώρα να σε πλύνω επίορκο τέρας.. Αντρίκο συγνώμη για το ντούς!!!» 
Η Βίκυ έφυγε για το μπάνιο γελώντας  βρεγμένη ως το κόκαλο.
«Τζίνα; Γιατί δεν ρωτάς τον Πάνδανο που έχει φάει βάρεμα με την μεταφυσική να σου πει τη γνώμη του;» Της είπε αργότερα η Βίκυ. «Σοβαρά μιλάω τώρα Ναι;» συμπλήρωσε σοβαρή.
 «Καλή ιδέα»  μονολόγησε η Τζίνα και σηκώθηκε να μαζέψει τα νερά….



«Δημοσθένη καλημέρα.»
«Ωω!! Τζίνα καλημερούδια. Μα τώρα πώς να μην πάει όμορφα η μέρα μου; Χαίρομαι πολύ που σε ακούω  κούκλα μου».
«Πάντα ευγενικός Δημοσθένη».
«Μα με σένα δεν θα μπορούσα να είμαι άλλο τι, από σκλάβος της γοητευτικής σου παρουσίας».
«Ευχαριστώ»
«Εγώ ευχαριστώ ομορφιά μου. Ευχαριστώ που χρωματίζεις τη ζωή μου με τα χρώματα της αυγής και του ζωοδότη ήλιου».
Ωραία τα λέει αλλά δε με πείθει, ευτυχώς που δεν είναι η Βίκυ στην θέση μου να απογειωθεί και να την ψάχνω. Βέβαια δεν είναι των ηλικιακών της προδιαργαφών ο Πάνδανος αλλά με τα λόγια αυτά θα την έκανε χώμα.
«Δημοσθένη, να σου ζητήσω μια χάρη;»
«Μα και βέβαια, ότι θέλεις κοριτσάκι μου»
Μου; οπα και τα κτητικά! Ωχ δεν με βλέπω καλά.
«Ήθελα να συζητήσουμε κάτι που έχει σχέση με τα όνειρα, χαζομάρες δηλαδή, αλλά θα ήθελα σε κάποιον να μιλήσω γι αυτό. Θεωρώ ότι είσαι ο πιο κατάλληλος. Αν έχεις λίγο χρόνο κάποια στιγμή, και θέλεις φυσικά, πίνουμε καφεδάκι και να τα πούμε;»
«Μα και βέβαια θέλω, με μεγάλη ευχαρίστηση. Μπορώ και σήμερα αν θέλεις. Χαίρομαι που σε ενδιαφέρει η μεταφυσική»
«Ωραία να τα πούμε το βραδάκι.. Θα σου τηλεφωνήσω όταν τελειώσω τη δουλειά»
«Θα περιμένω. Καλή και γλυκιά μέρα να έχεις»
«Ευχαριστώ, επίσης Δημοσθένη».
 Μακάρι να μου άρεσε σαν άντρας. Είναι ευγενικός. Ξέρει να φερθεί σε γυναίκα. Όχι σαν τον Χρήστο που είναι μέσα στην ψυχεδέλεια, και τη μιζέρια. Τον θέλω όμως η ανόητη. Με γοητεύει σαν άντρας. Πρέπει ωστόσο να την “κάνω”, πριν με στείλει στο φρενοκομείο να κάνω παρέα με τις τρελάρες. Το έχω πάρει απόφαση, έχει φάει τις κίτρινες κάρτες του. Πάει ολοταχώς για κόκκινη με την απαράδεκτη συμπεριφορά του. Αχ και να ήταν γλυκός σαν τον Πάνδανο, ή έστω ο Πάνδανος να ήταν γοητευτικός σαν τον Χρήστο. Αλλά γαμώ την γκαντεμιά μου λειψοί είναι και οι δύο…


«Βίκυ, απόψε θα βγω με τον Πάνδανο» είπε η Τζίνα δένοντας τα κορδόνια από τα αθλητικά της παπούτσια.
«Ωχ, τι καινούργιο είναι αυτό; Πως θα βγεις δηλαδή;»
«Από την πόρτα ασφαλώς θα βγω».
«Α ναι; Εγώ έλεγα θα βγεις από το μπαλκόνι με ανεμόσκαλα…Με τον Πανδανούλη Τζίνα; Μμ, ψήνεται κάτι;» ρώτησε και χαμογέλασε πονηρά
«Όχι ρε βλάκα. Σιγά μη ψήνω κάτι με το ΚΑΠΗ. Απλά καφεδάκι, εσύ δεν  μου είπες να τον ρωτήσω;»
«Ναι βρε μάτια μου, αλλά πότε πρόλαβες κιόλας;»
«Έτσι είμαι εγώ, βιαστικό κορίτσι»
«Το ξέρει ο Δημοσθένης ότι είναι «απλά καφεδάκι», η θα σου την πέσει. Πολύ θερμό τον βλέπω»
«Αν δεν το ξέρει θα το μάθει. Δεν του έταξα και γάμο ρε χαζό»
«Καλάάάά… Με βλέπω άνεργη στο τέλος. Ο Ιωάννου τον πάει πολύ τον Πάνδανο»
«Χαχαχα, αφού τον πάει πολύ να τον πάρει αυτός. Ταιριάζουνε και στην ηλικία»
«Άντε να χαθείς βλαμένο» είπε η Βίκυ με νόημα.
«Και μην ξεχνάς…..»
«Ναι, ξέρω μαμά, να προσέχω»...


Τζίνα και Δημοσθένης συναντήθηκαν στο Αττικό Άλσος. Η Βραδιά πολύ όμορφη. Κατάλληλη για συζητήσεις «έκτης αίσθησης» .
Ο Δημοσθένης άρχισε να μιλάει στην Τζίνα για τους αστερισμούς και την επιρροή τους στον ανθρώπινο οργανισμό. Το πέμπτο στοιχείο της φύσης τον αιθέρα και την αναφορά των αρχαίων φιλοσόφων σε αυτό. Για τους αρχαίους πολιτισμούς της Αιγύπτου. Τη θεά Κάλι και την Ίσιδα. Τη μετενσάρκωση που πίστευε με φανατισμό. 
Τον παρακολουθούσε μαγεμένη. Η Τζίνα πάντα είχε  ενδιαφέρον για θέματα που δεν άπτονται της πραγματικότητας. Είχε όμως το όριο της. Δεν πέρναγε στην άλλη όχθη, όπως πολλές φορές συμβαίνει στους ανθρώπους που ασχολούνται με τα μεταφυσικά.
Ο Πάνδανος προφανώς είχε περάσει  αυτό το όριο. Τόχει φάει το κόλλημα, αλλά εμένα τι με κόφτει, σκέφτηκε κάποια στιγμή η Τζίνα.
Μιλούσε συνεπαρμένος από την εμπειρία του στις  «αναδρομές» που είχε κάνει. Αναφέρθηκε σε τρεις προηγούμενες ζωές του.
Στην πρώτη του αναφορά είχε ζήσει στην Σπάρτη  στην αρχαία Ελλάδα. Ήταν σκλάβος. Της περιέγραψε με κάθε λεπτομέρεια  την ζωή του.
Ζούσε σε μια καλύβα και υπηρετούσε έναν επιφανή Έλληνα της εποχής.
Τον έλεγαν Μύρωνα, τη γυναίκα του Ελικωνίδα, είχε και δύο παιδιά τη Βερίνη και τον Μελάνιππο.
Η ζωή του ήταν βασανισμένη. Το ίδιο και της οικογένειας του. Το πιο συγκλονιστικό από την αφήγηση του  Πάνδανου (Μύρωνα), ήταν η στιγμή του θανάτου του.
Επειδή φυγάδευσε τον Μελάννιπο, τον δωδεκάχρονο γυιό του, σε μέρος που θα μπορούσε να ζήσει ελεύθερος, καταδικάστηκε σε μαστίγωμα μέχρι θανάτου.
Η εκτέλεσή του έγινε στον  ναό της Ορθίας Αρτέμιδος, ως θυσία , στον ιερό βωμό της.
Την στιγμή που ο Δημοσθένης περιέγραφε το μαστίγωμα και τον θάνατο του, (ως Μύρων βεβαίως), σταγόνες ιδρώτα έτρεχαν στο μέτωπο του, και το βλέμμα του ήταν σκοτεινό και πονεμένο.

 Δεν πάει καλά ο άνθρωπος, σκέφτηκε η Τζίνα. Αν όμως είναι αλήθεια όλα αυτά, θα ήθελα πολύ να ξέρω τι ήμουν στην προηγούμενη ζωή μου. Αλλά αν είναι να ήμουν δούλα, άσε καλύτερα να μην το μάθω και ψυχοπλακωθώ.  Αν ήμουν Θεά ε, τότε οκ. Καλή εμπειρία  δεν λέω, συμπλήρωσε το συλλογισμό της και χαμογέλασε μουλωχτά για να μην παρεξηγηθεί ο Δημοσθένης.
«Έλα καλή μου» είπε επιτέλους κάποια στιγμή ο Πάνδανος, «πές μου για το όνειρο σου. Έλα να το συζητήσουμε, θέλω να το ακούσω» Πάνω στην ώρα, γιατί η Τζίνα ήταν έτοιμη να αντιδράσει.
  Δεν δίστασε ούτε στιγμή να το κάνει. Αισθάνθηκε ασφαλής να μιλήσει γι αυτό. Ο Δημοσθένης ήταν ο σωστός άνθρωπος στο σωστό timing. Θα την άκουγε χωρίς μετά να της κάνει πλάκα.
Άρχισε λοιπόν να του περιγράφει το όνειρο με κάθε λεπτομέρεια.
Ο Δημοσθένης ακούγοντας την περιγραφή του σπιτιού ενώ στην αρχή ήταν χαλαρός, ξαφνικά  χλόμιασε.
«Σταμάτα μια στιγμή  καλή μου» την παρακάλεσε, ενώ η Τζίνα παρατήρησε τα χέρια του να ιδρώνουν και να τρέμουν.
«Τι έγινε Δημοσθένη; Δεν είσαι καλά; Να φύγουμε;»ρώτησε αναζητώντας με τα μάτια της τον σερβιτόρο για το λογαριασμό.
«Όχι, όχι καλά είμαι. Να πάρουμε ένα ποτό ακόμα;» της είπε με φωνή που έτρεμε.
«Είσαι σίγουρος ότι είσαι καλά;»τον ρώτησε ξανά μη μπορώντας να εξηγήσει την ταραχή του. «Όσα ποτά θέλεις. μόνο να είσαι καλά εντάξει;»
Παράγγειλε δύο νέα ποτά και την κοίταξε  βαθιά στα μάτια. 
Δεν ήταν βλέμμα αυτό, ήταν μια πύρινη βολή που πέρασε μέσα από  μάτια, έκανε τον κύκλο του κεφαλιού, και συνέχισε προς το υπόλοιπο κορμί της. Αισθάνθηκε μια περίεργη δόνηση η Τζίνα.  Σίγουρα κάτι τον είχε συγκλονίσει από αυτά που άκουγε. Τι  όμως; Και πόσο σοβαρό ήταν;
«Πες μου» της είπε ξαφνικά. «Το δωμάτιο, αυτό με την κούνια, είναι δεξιά ή αριστερά στο διάδρομο;» μιλούσε  αργά και σταθερά.
«Αριστερά» είπε η  Τζίνα σχεδόν ψιθυριστά, κάνοντας ένα μορφασμό απορίας.
«Το χρώμα; Θυμάσαι το χρώμα; Μήπως σιέλ ταπετσαρία με ανοιχτόχρωμες ρίγες στο πάνω μέρος;»
«Ακριβώς» είπε η Τζίνα και άρχισε να τα χάνει.
«Η κούνια; Πες μου σε ποιο μέρος του δωματίου είναι;»
«Στο βάθος εμπρός και δεξιά» απάντησε. Είχε όμως αρχίσει να ταράζεται και εκείνη.
«Ένα μεγάλο παράθυρο με λευκές κουρτίνες ακριβώς από πίσω;» συνέχισε στο ίδιο στυλ, πίνοντας  μια μεγάλη γουλιά από το ποτό που μόλις είχε φέρει ο σερβιτόρος.
«Λευκές με γαλάζια κορδόνια στη μέση. Και πάντα ανοιχτό και φωτεινό» συμπλήρωσε η Τζίνα σαν να μιλούσε μόνη της. «Διαβάζεις τις σκέψεις μου Δημοσθένη; Με τρομάζει όλο ετούτο. Πώς τα ξέρεις αυτά;» Είπε με ύφος μικρού παιδιού που έμαθαν το μυστικό του. Είχε αρχίσει  να νοιώθει  πολύ άβολα.
«Θα σου τα εξηγήσω όλα μάτια μου, μην ανησυχείς. Όχι δεν είμαι μάγος ούτε διαβάζω σκέψεις» είπε διασκεδάζοντας με το πεισμωμένο ύφος της. Το χαμόγελο ξαναγύρισε στα χείλη του. Αυτή τη φορά πιο πλατύ.
«Σε παρακαλώ προσπάθησε να θυμηθείς κάτι πιο χαρακτηριστικό. Είναι σημαντικό καλή μου» παρακάλεσε ο Δημοσθένης και της έπιασε το χέρι.
Η Τζίνα με μια ενστικτώδη κίνηση τραβήχτηκε.
«Δεν θυμάμαι τίποτα άλλο» του είπε, δείχνοντας να θέλει να σταματήσει αυτή την κουβέντα.
«Έχεις δίκιο καλή μου, σε τρόμαξα. Όμως πίστεψέ με δεν ήταν αυτή η πρόθεση μου. Το όνειρό σου είναι μήνυμα. Οι Ορφικοί από το 1500 και πίσω, πίστευαν πως η ψυχή είναι εξόριστη, μέχρι να ξαναγυρίσει στη γη να ενωθεί με ένα σώμα. Για τον Αριστοτέλη, το όνειρο αντιπροσώπευε τη ζωή της ψυχής του κοιμισμένου. Ο ύπνος, σύμφωνα με την ανατολική φιλοσοφία είναι η ανάπαυση της ψυχής. Είναι η στιγμή επικοινωνίας της με άλλους χώρους και χρόνους. Είναι ας πούμε, στη σημερινή μας γλώσσα, οι στιγμές διεκπεραίωσης των εκκρεμοτήτων της ψυχής».
Η Τζίνα τον διέκοψε.
«Μήπως να μου τα έλεγες πιο συνοπτικά Δημοσθένη; Όχι ότι δεν μου αρέσουν αυτά που αναλύεις τόσο όμορφα, αντιθέτως με εντυπωσιάζουν. Πες μου όμως πρώτα για το δικό μου όνειρο, και μετά  δική σου να σε ακούω όλη την νύχτα»
Χαμογέλασε. Ήταν ξανά ήρεμος και έτοιμος να συζητήσει τα πάντα.
Και η Τζίνα χαλάρωσε, και χώθηκε πιο βαθιά στην αναπαυτική πολυθρόνα του μπάρ.
Η νύχτα είχε προχωρήσει, το αλκοόλ είχε αρχίσει να δρα στο αίμα της. Η δροσιά ήταν ευωδιαστή, και το φεγγάρι σε μέγεθος νυχιού είχε κάνει τη χαριτωμένη του εμφάνιση. Η ατμόσφαιρα  ήταν άκρως  μυστηριακή για την Πανδανοσυζήτηση .
Η γνωστή Τζίνα όμως ξαναχτύπησε με τις απρόβλεπτες ατάκες της.
«Δημοσθένη πες μου γαμώτο τι θέλει να διεκπεραιώσει επιτέλους η ψυχή μου και μου χαλάει τον ύπνο; Γιατί θα τα πάρω στο κρανίο και θα την αφήσω στα «μη περαιωμένα» που λέμε  εμείς οι γραφιάδες».
Ο Δημοσθένης γέλασε δυνατά. Γέλασε με την καρδιά του.
Γελούσε τόσο δυνατά που οι θαμώνες του μπάρ τον κοιτούσαν με απορία. Η σκηνή θύμιζε ξανά Μανόλο.
«Είσαι αφασία όπως λέτε εσείς η νέοι» κατάφερε να αρθρώσει ο Πάνδανος όταν ηρέμησε λίγο από το γέλιο. «Είχα να γελάσω έτσι χρόνια μάτια μου. Πριν λίγες μέρες στην συναυλία και τώρα ξανά. Είσαι απίστευτο πλάσμα».
«Δημοσθένη; Περιμένω!» είπε ναζιάρικα η Τζίνα..
«Ναι καλή μου θα σου πω» απάντησε ανάβοντας τον καπνό του.
«Λοιπόν», πήρε το σοβαρό του και συνέχισε. «Το όνειρό σου είναι ολοφάνερο. Είναι η μνήμη κάποιου σημαντικού γεγονότος μιας προηγούμενης ζωής σου».
«Πόσο προηγούμενη δηλαδή;» ρώτησε η Τζίνα με ύφος δυσπιστίας και πειράγματος.
«Δεν είσαι έτοιμη να με ακούσεις Τζίνα. Το βλέπω στα πονηρά σου ματάκια. Έχεις δίκιο. Όμως είναι κάτι που μπορώ να σου το αποδείξω. Όχι όμως έτσι. Όχι τώρα. Δεν είσαι έτοιμη για κάτι τέτοιο» της μίλησε με τόση ηρεμία που την έκανε να ντραπεί για την συμπεριφορά της. Στο βάθος όμως αυτή η σιγουριά του την προβλημάτισε. Τι είναι τώρα ετούτο; Συλλογίστηκε. Θα μπεις στο τρυπάκι να ακούς «παγανίες» που έλεγε και η γιαγιά; Όμως τι να ξέρει; Και τι μπορεί να μου αποδείξει; Ακούγεται τεκμηριωμένος. Δεν μπορεί να λέει μπούρδες
«Να πω τι σκέπτεται ο άπιστος Θωμάς μου;» διέκοψε τον συλλογισμό της ο Πάνδανος. «Τι βλακείες μου λέει γέρος άνθρωπος. Κρίμα και τον εκτιμούσα!!!» είπε και χαμογέλασε στραμμένος προς την Τζίνα.
«Ω, όχι, την πάτησες Δημοσθένη. Αντίθετα σκεφτόμουν ότι είσαι πολύ σοβαρό άτομο για να λες σαχλαμάρες». Είπε σοβαρή για να μαζέψει λίγο και τα προηγούμενα..
«Λοιπόν; Θα μου πεις;» τον παρακάλεσε..
«Ναι θα σου πω..» της είπε και πήρε πάλι το σοβαρό του ύφος.
«Στο σπίτι αυτό έχεις ζήσει περισσότερο από εκατό χρόνια πριν»
Τώρα Πανδανούλη μου το χαλάς. Ξέρεις και πόσα χρόνια πριν; Σκέφτηκε αλλά δεν το ξεστόμισε. Συνέχισε μόνο να τον κοιτάζει περίεργα.
«Δεν σου κάνει εντύπωση που δεν έχεις βγει ποτέ έξω από το σπίτι;»
«Αυτό είναι αλήθεια. Ναι το έχω σκεφτεί πολλές φορές»
«Ωραία. Ο λόγος είναι ότι η συγκεκριμένη στιγμή ήταν τόσο έντονη, τόσο συνταρακτική που έμεινε στη μνήμη σου. Στον εγκέφαλό σου»
«Μπορεί. Δεν θυμάμαι», της ξέφυγε πάλι ειρωνικά.
Φάνηκε να ενοχλήθηκε. Η Τζίνα το κατάλαβε και αμέσως το διόρθωσε.
«Δεν είναι δυνατόν να το θυμάμαι. Έτσι δεν είναι;» συμπλήρωσε με απολογητικό ύφος,
«Ναι. Δεν είναι δυνατόν» είπε και έπαψε να μιλά.
Κοίταξε προς το φεγγάρι. Το βλέμμα του έγινε ξανά σκοτεινό. Δεν μίλησε για αρκετά λεπτά.
«Θα σε αφήσω να σκεφτείς» είπε σκυθρωπός. «Όταν θα είσαι έτοιμη να τα ακούσεις όλα, τότε μόνο θα σου μιλήσω».
«Μα, γιατί όχι τώρα;» διαμαρτυρήθηκε έντονα.
«Γιατί πρέπει να «καθίσουν» μέσα σου όλα αυτά. Να κατασταλάξουν. Τότε μόνο θα δεις καθαρά τα πράγματα. Θα σου πω μόνο αυτό» είπε, και το παράξενο βλέμμα του την έκανε να ανατριχιάσει. 
«Μπορώ να σε πάω να δεις αυτό το σπίτι. Ξέρω που βρίσκεται. Εκεί θα μάθεις  την ιστορία του. Εκεί θα καταλάβεις πολλά πράγματα. Θα πιστέψεις όσα σου λέω καλή μου».
«Και πότε νομίζεις ότι θα είμαι έτοιμη Δημοσθένη;» ρώτησε πεισματωμένη σαν παιδί που του έκοψαν το παραμύθι στη μέση.
«Όταν εσύ θα μου ζητήσεις να πάμε. Θα χρειαστεί να κάνουμε ένα μικρό ταξίδι. Αυτό το σπίτι βρίσκεται σε ένα νησί. Δεν θα σου πω ποιο. Θα μου ζητήσεις να πάμε όταν θα είναι ώριμο μέσα σου» Της έσφιξε τόσο δυνατά το χέρι που την πόνεσε. Το τράβηξε απότομα χωρίς να του δείξει τον φόβο που ένοιωσε.
«Να σε ρωτήσω κάτι Δημοσθένη;»
«Ότι θέλεις καλή μου» απάντησε γαλήνια.
«Πόσες πόρτες έχει επάνω; Και τι πόρτες;»  
«Δύο διπλές δεξιά. Τρεις μονές αριστερά» είπε με απόλυτη σιγουριά.
Ήταν η σειρά της Τζίνας να ταραχτεί. Τι γίνεται γαμώτο; Λές; Όχι, αποκλείεται κάπου τα έχει ακούσει. Αλλά που; Θα με τρελάνει αυτός. Κουλ Τζίνα. Τέλος οι παλαβομάρες. Τέλος εδώ….
Δεν ξαναμίλησαν για το θέμα αυτό. Ήπιαν άλλο ένα ποτό σιωπηλοί και η Τζίνα έδωσε σήμα για αναχώρηση.
«Καληνύχτα. Ή μάλλον καλημέρα γλυκό μου πλάσμα. Σ’ ευχαριστώ για την όμορφη βραδιά. Ελπίζω να μην έπληξες. Θα τα ξαναπούμε σύντομα έτσι; Α.. Θα είμαι μια εβδομάδα στην Πάτρα, θέλεις να έλθεις Σαββατοκύριακο;» της πρότεινε ο Πάνδανος και της φίλησε ευγενικά το χέρι όταν έφθασαν στο σπίτι.
«Ευχαριστώ για την πρόσκληση. Θα το ήθελα, αλλά θα δουλεύω μάτια μου. Μια άλλη φορά εντάξει;» του είπε ψέματα για να τον αποφύγει.
«Σαν να πήραμε πολύ θάρρος μίστερ Dimos» ψιθύρισε, και του άπλωσε το χέρι.
 «Καλημέρα Δημοσθένη, ήταν όμορφα. Σ’ ευχαριστώ. Τα ξαναλέμε».
Σιγά μην τα ξαναπούμε. Τρελός για δέσιμο είναι ο τύπος. Τζίνα δρόμοο…
Ανέβηκε στο σπίτι. Δεν θα έλεγε τίποτα στη Βίκυ γιατί θα την έκανε να ανησυχήσει. Είχε πάρει τις αποφάσεις της άλλωστε. Τέρμα οι «μαλάκες». Ούτε Δημοσθένης ούτε Χρήστος. Κόκκινη κάρτα και στους δύο.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου