Δε ζυγιάζω, δε μετρώ, δε βολεύομαι! Ακολουθώ το βαθύ μου χτυποκάρδι...

Νίκος Καζαντζάκης, Ασκητική


Κυριακή 11 Ιανουαρίου 2015

ΜΗΝ ΞΕΧΑΣΕΙΣ ΤΟ ΚΛΕΙΔΙ ΠΑΝΩ ΣΤΗΝ ΠΟΡΤΑ,ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΔΩΔΕΚΑΤΟ

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΔΩΔΕΚΑΤΟ

«Τζίνα πως σου φαίνομαι;» ρωτάει η Βίκυ τη φίλη της μπαίνοντας με ύφος μοιραίας γυναίκας στο δωμάτιό της.
«Ουάου! Φιλενάδα, είσαι μια κούκλα».
Η Βίκυ κοιτάζεται στο καθρέφτη και κάνει μια στροφή για να δείξει το μαύρο μακρύ φόρεμά της, κρατώντας με τα χέρια της τη κόκκινη αραχνοΰφαντη εσάρπα που έπεφτε στους ώμους της.
«Μήπως είναι επίσημο το ντύσιμό μου για μια βραδιά φλαμέγκο;»
«Όχι. Άλλωστε είναι η βραδιά σου απόψε. Πως και πως περίμενες τη μέρα αυτή» λέει  η Τζίνα καθώς έστρωνε στους ώμους της  τη κόκκινη εσάρπα. «Είσαι μέσα στο πνεύμα της βραδιάς. Ο «κατάρες» θα πάθει μπλακ αουτ  με την εμφάνισή σου και.... όχι μόνο αυτός», συμπληρώνει με πονηρό ύφος.
«Αν εννοείς τον Πάρη ξέχνα το»
«Γιατί; Έχεις περίσσευμα από γκόμενους και δεν το ξέρω;».
«Δεν έχω καλό προαίσθημα γι’ αυτόν»
«Τι εννοείς;»
 «Διαισθάνομαι ότι ο Πάρης δεν είναι αυθεντικός».
 «Μαιμουδένιος δηλαδή; Δεν έχω ξανακούσει γκόμενο μαϊμού. Δεν αφήνεις τις μαλακίες; Ο Πάρης σε γουστάρει. Νομίζεις πως είναι τυχαίο που θέλει να είναι στην ομάδα που θα πάει στη Κώ για τη συναυλία του Τάρες; Όχι βέβαια. Δεν τον πήρε ξαφνικά ο πόνος να δουλέψει, ο μαμόθρεφτος μπούλης.  Να σε ξεμοναχιάσει θέλει».
«Το ξεμονάχιασμα φοβάμαι. Και ξέρεις κάτι; Το γεγονός ότι είναι φίλος του Παύλου με βάζει σε αρνητική διαδικασία απέναντί του».
«Έχεις δίκιο σ’ αυτό. Όμως δεν θα σε φάει αν δεν το θέλεις. Μην είσαι αρνητική λοιπόν, απλώς προσεχτική»
«Ας τα’ αφήσουμε τώρα αυτά. Σε παρακαλώ φρόντισε να είσαι εγγλέζα στο ραντεβού μας  απόψε, και όχι μόνο αυτό, κατάλαβες πειραχτήρι;»
Η Τζίνα χαμογελάει «Για σένα το κάνω και έρχομαι βρε χαζό. Θα δεις πως είμαι σοβαρή όταν θέλω. Άλλωστε είπαμε είναι η βραδιά σου απόψε».
Η Βίκυ τη κοιτάει χωρίς να πολυπιστεύει πως δεν θα ξυπνήσει μέσα της ο διαβολάκος. Θυμήθηκε τη βραδιά που είχαν πάει να δούνε όπερα στο Ηρώδειο. Και ποια όπερα; “Τη δύναμη του πεπρωμένου”. Ένα από τα πιο αγαπητά λυρικά έργα  του Βέρντι. Η Τζίνα από τα πρώτα κιόλας λεπτά  έδειξε να βαριέται. Η Βίκυ από τη μεριά της προσπαθούσε να τη βάλει στο πνεύμα της ιστορίας, λέγοντας της ψιθυριστά πως ο Βέρντι ονόμασε αυτό το έργο του «όπερα ιδεών» θέλοντας να σκιαγραφήσει  όλες τις κοινωνικές ομάδες της εποχής. Μετά άρχισε να της μιλά  για τα ασίγαστα πάθη των ηρώων και τον μελωδικό πλούτο της μουσικής μήπως και της ξυπνήσει το ενδιαφέρον αλλά μάταιος κόπος. Η Τζίνα συνέχιζε να το διακωμωδεί βάζοντας τελικά και τη Βίκυ  στο χορό του καλαμπουριού. Πάει και η όπερα πάει και ο Βέρντι. Σίγουρα τα κοκαλάκια του μεγάλου μουσουργού θα έτριζαν από τις ατάκες που πήγαιναν και έρχονταν. Η μία έκοβε και η άλλη  έραβε.  Στο τέλος  μη μπορώντας άλλο να πνίξουν τα γέλια τους έφυγαν και πήγαν να τα πιουν σε κάποιο μπαρ.
«Λοιπόν Τζινάκι, ξεκουράσου, και στις 9 ραντεβού στο περιοδικό εντάξει;»
Η Τζίνα έγνεψε καταφατικά και βαριεστημένα, ενώ η Βίκυ ρίχνοντας  στα γρήγορα μια τελευταία ματιά στο καθρέφτη πήρε τη τσάντα της και έφυγε κατ’ ευθείαν για το περιοδικό.

Οι δύο φίλες μόλις μπήκαν στο ζεστό και μικρό χώρο της μουσικής σκηνής οδηγήθηκαν στο τραπέζι όπου ήδη ήταν μαζεμένη η «αφρόκρεμα» του Ντο ρε μι.
Η Βίκυ έκανε τις συστάσεις και κάθισε δίπλα στη θέση που της είχε κρατήσει ο Πάρης.
«Μμμ! γλύκα ο Παρούλης τελικά. Αν δεν το θέλεις τον παίρνω εγώ» της λέει  η Τζίνα ψιθυριστά.
«Πάρτον, αλλά σκάσε μη σε ακούσουν» της είπε μέσα από τα δόντια της και ξαναμπήκε αναγκαστικά στη συζήτηση που ήδη είχε αρχίσει γύρω από το περιοδικό.
Εν τω μεταξύ ο πατήρ Πάνδανος, φανερά γοητευμένος με την παρουσία της Τζίνας, κουβέντιαζε μαζί της κοιτάζοντάς την με το παράξενο και  έντονο βλέμμα του.
 Κάποια στιγμή ο Πάρης διακόπτει τη συζήτηση και ανακοινώνει  πως ο φλαμεγκίστας έκφρασε την επιθυμία να γνωρίσει τη Βίκυ.
«Ξέχνα το Πάρη, δεν είμαι εγώ για τέτοια» αντιδρά αμέσως η Βίκυ
«Άφησε τις ντροπές και έλα σε παρακαλώ μόνο για λίγα λεπτά».
Η Τζίνα μόλις βλέπει να πιάνουν τη Βίκυ οι ντροπές  τη σκουντάει με τον αγκώνα της.
 «Πήγαινε βρε βλαμμένο. Μια ζωή στην αφάνεια θα είσαι;» την παροτρύνει ψιθυριστά
«Έλα, ρε Τζίνα, αφού δεν γουστάρω τέτοια, το ξέρεις».
«Εντελώς χαζό είσαι» της λέει  και τη σηκώνει με το ζόρι.
Ο φλαμεγκίστας αμέσως τους καλοδέχτηκε με ένα ζεστό χαμόγελο αφήνοντας τη κουβέντα που είχε με το υπόλοιπο συγκρότημα
«Σας την έφερα» λέει ο Πάρης συστήνοντας την.
Ο Μανόλο με μια πηγαία ευγένεια πήρε το χέρι της και το κράτησε με θέρμη στο δικό του.
«Χαίρομαι από καρδιάς που σας γνωρίζω και θα ήθελα να σας πω ένα μεγάλο ευχαριστώ  για το αφιέρωμα που μου γράψατε.  Δεν είμαι παρά ένας ταπεινός μουσικός που παίζει με τη ψυχή του» της είπε σε σπασμένα ελληνικά.
«Κύριε Τάρες, παρακολουθώ χρόνια το γεμάτο πάθος μουσικό σας ταξίδι,   και ομολογώ πως μου  ήταν πολύ δύσκολο να το καταγράψω και  να το καταθέσω μέσα σε λίγες λέξεις”  του λέει η Βίκυ και κοκκινίζει.
 «Ξέρεις Μανόλο, η Βίκυ θα είναι μαζί μας στη συναυλία της Κώ» ανακοινώνει  ο Πάρης και την πιάνει από τον ώμο για να νοιώσει πιο άνετα.
«Θαυμάσια! Θα είναι μεγάλη μας χαρά»
 «Σας ευχαριστώ πολύ» του είπε ενώ μέσα της παρακαλούσε  να τελειώνει μια ώρα αρχύτερα η όλη φάση.
Λες και ήταν ώρα ανοικτή, γιατί σαν από μηχανής θεός  μπήκε ο υπεύθυνος της μουσικής σκηνής για να ειδοποιήσει τον Μανόλο πως σε  λίγα λεπτά αρχίζουν. Χωρίς χάσιμο χρόνου η Βίκυ και ο Πάρης αποχωρούν αφήνοντας τον φλαμεγκίστα με το συγκρότημά του να προετοιμαστεί.

Ούφ! Πάει και αυτό, είπε από μέσα της και γύρισε να δει τη Τζίνα που εξακολουθούσε να μιλάει  με τον Πάνδανο.
Καλώς τη  νέα τη συγκίνηση σκέφτηκε  και χαμογέλασε πονηρά.
Σκύβει στο αυτί  της φίλης της και παραποιώντας τον στίχο από ένα παλιό τραγούδι του Μικρούτσικου της σιγοτραγουδά. «Αυτός για σένα θα πάθει έρωτα, και συ για κείνον θα κινδυνέψεις.... »
Η Τζίνα χαμογελάει και  πριν  προλάβει ν’ ανταποδώσει το πείραγμα της,  τα φώτα χαμηλώνουν  και στην αίθουσα με μιας πέφτει  βαθιά σιωπή.
Η Βίκυ κλείνει τα μάτια από τις πρώτες νότες. Με συνοδοιπόρο τους μαγικούς ήχους του φλαμέγκο αφήνει τη ψυχή της να περιπλανηθεί στη κλασική γη του έρωτα τη Σεβίλλη. Στις ανδαλουσιάνικες αυλές, τις ζωντανεμένες από την ομορφιά και την αφθονία των λουλουδιών  και  τους σκεπασμένους τοίχους με τα πολύχρωμα αζουλέχος. Στα γαληνεμένα νερά του Γκουαλδακιβίρ και τις γειτονιές  του Λόρκα.
Μια μουσική γεμάτη εικόνες, συναισθήματα και πάθη που σε παραλύουν μαγικά και σε καθηλώνουν.
Ο Μανόλο ένας ταπεινός ταξιδευτής ταγμένος να κουβαλά στο δισάκι του  τη ψυχή μιας φυλής δίχως πατρίδα, παίζοντας τους καημούς και τις χαρές της  άλλες φορές  σαν ένας χείμαρρος φωτιάς, κι άλλες σαν μια λάβα ηφαιστείου που κυλάει πάνω σε βουνοπλαγιά.
Τέλειωσε  το πρώτο μέρος του προγράμματος. Η Βίκυ μοιάζοντας να ξυπνά από όνειρο, έβγαλε έναν αναστεναγμό ανακούφισης που δεν είχε γίνει κανένα  παρατράγουδο. Αλλά που να ήξερε, πως το δεύτερο κάθε άλλο παρά μαγικό θα ήταν.
     Ας όψεται η φάτσα της Φατσέα! Τέτοια παρωδία δεν είχε ταίρι.
Ευτυχώς  που μεσολάβησε ο Πάρης για να μη πετάξει ο φλαμεγκίστας στον αέρα όλη τη συνεργασία. Δύο ώρες ήταν μαζί του προσπαθώντας να τον καλμάρει. Όσο για τη Βίκυ, την είχε φάει η αγωνία. Περίμενε έξω σε με γωνιά μόνη της (γιατί η Τζίνα είχε φύγει νωρίτερα), καπνίζοντας το ένα τσιγάρο μετά το άλλο. Όταν άνοιξε επιτέλους η πόρτα και  αντίκρισε να βγαίνουν πατέρας και γιος παρέα με τον Μανόλο ανακουφίστηκε. Ο Πάρης μόλις την είδε έτρεξε αμέσως  κοντά της.
«Βίκυ τέλος καλό. Όλα καλά».
«Δόξα τω θεώ! Θα φύγω ήσυχη τώρα» του είπε.
 «Σε παρακαλώ μείνε. Δεν αργώ  σε δύο λεπτά έρχομαι» της απαντά.
Αντάλλαξε μαζί τους  μερικές κουβέντες στα πεταχτά, και αφού  καληνύχτισε τον φλαμεγκίστα και τον πατέρα του, επέστρεψε κοντά της.
 «Τι βραδιά και αυτή!», είπε ο Πάρης και άναψε τσιγάρο.
«Σκέτη ιλαροτραγωδία. Αλλά ευτυχώς που λύθηκε κάθε παρεξήγηση. Που πάνε τώρα ο πατέρας σου και ο Μανόλο;»
«Να  δειπνήσουν κάπου, και μετά θα τον συνοδεύσει μέχρι  το ξενοδοχείο του. Λοιπόν τι λες πάμε και εμείς μια βόλτα;» της πρότεινε ευγενικά.
Το κεφάλι της πονούσε πολύ και το μόνο που επιθυμούσε απεγνωσμένα ήταν το κρεβάτι της.
«Θα προτιμούσα να επιστρέψω σπίτι μου» του είπε κι έφυγε.


Η Βίκυ κρατώντας τη μικρή της βαλίτσα   μπήκε με τη ψυχή στα πόδια  στο πλοίο. «Ευτυχώς που το πρόλαβα στο τσακ» σκέφτηκε καθώς ανέβαινε δύο δύο τα σκαλοπάτια μέχρι τη ρεσεψιόν. Αναψοκοκκινισμένη στάθηκε  στο γκισέ και έδειξε το εισιτήριό της στον υπεύθυνο για να της δώσει νούμερο καμπίνας.
«Κυρία μου πάρτε μια ανάσα» της είπε ο υπεύθυνος ευγενικά όταν την είδε σ’ αυτή τη κατάσταση
«Αυτό παθαίνω όταν αγχώνομαι»  του αποκρίθηκε και συνέχισε να κάνει αέρα με το χέρι της.
Ο υπεύθυνος χαμογέλασε. Τσεκάρισε το εισιτήριο της και της έδωσε το κλειδί της καμπίνας.
Μπαίνοντας μέσα  στη μικροσκοπική καμπίνα της πέταξε με μιας τα παπούτσια και κάθισε στο κρεβάτι. Το μόνο που ήθελε ήταν να γείρει και να κοιμηθεί μέχρι το πρωί που θα έφταναν στη Κω. Η αλήθεια είναι πως ένοιωθε πολύ κουρασμένη.
 Όλες αυτές τις μέρες είχε πέσει με τα μούτρα στη δουλειά. Από τη μια να γράφει πυρετωδώς αφιερώματα και κριτικές,  και από την άλλη να βοηθάει τον Πάρη στις προετοιμασίες για τη συναυλία του φλαμεγκίστα στη Κω. Και σαν να μην έφταναν αυτά να έχει και τη Φατσέα, που ήδη είχε πάει στο νησί μαζί με όλο το συγκρότημα του Μανόλο, να δημιουργεί προβλήματα σε οτιδήποτε  έκτακτο προέκυπτε.
Με όλα αυτά η Βίκυ έφτανε στο σπίτι ένα σκέτο ράκος. Έκανε  ντούς κι  έπεφτε κατ’ ευθείαν για ύπνο. Ακόμα και με τη Τζίνα δεν είχε κουράγιο  να πει κουβέντα. Μόνο κάποιο βράδυ που επέστρεψε νωρίς  κουβέντιασε  λίγο μαζί της προτείνοντάς της να έρθει το σαββατοκύριακο στο νησί. Εκείνη όμως αρνήθηκε προβάλλοντας λόγους βαριεστιμάρας.
«Καλώς την και ας άργησε», της φώναξε  ο Πάρης χαριτολογώντας καθώς την είδε να ξεπροβάλει από τη πόρτα του μεγάλου σαλονιού του πλοίου κοιτάζοντας το ρολόι του.
«Συγνώμη Πάρη  που άργησα στο ραντεβού μας. Παραλίγο  να χάσω και το πλοίο. Πέρασα μεγάλη αγωνία.  Λίγα λεπτά αν  καθυστερούσα  σίγουρα θα μου κουνούσατε το μαντήλι»  είπε και κάθισε.
«Φαίνεται πως δεν ήθελες να αφήσεις κάτι καλό γι  αυτό και καθυστέρησες», άφησε υπονοούμενο ο Παύλος.
 Όλο αυτό το ύφος του Παύλου είχε αρχίσει να την ενοχλεί πολύ.
Αν συνεχίσει να το παίζει έτσι και αυτές τις μέρες που κατ’ αναγκη θα τον τρώω στη μάπα, θα τον στείλω να κάνει  παρέα με τα ψάρια σκέφτηκε η Βίκυ.
«Για πες μας Βίκυ τελικά τι καλό άφησες;»τη ρώτησε ο και Πάρης με πονηρό ύφος
 «Τίποτα σπουδαίο.  Αν δεν με θέλεις κάτι, λέω να βγω λίγο έξω να αναπνεύσω  θαλασσινή αύρα πριν πάω για ύπνο» είπε αγνοώντας και τους δύο.
Βγήκε έξω και περπάτησε για  λίγο στο κατάστρωμα.
Η νύχτα είχε πέσει και τα φώτα από τον Πειραιά ίσα που φαίνονταν. Κάθισε σ’ ένα παγκάκι να απολαύσει  την ηρεμία της νύχτας. Καιρό είχε να νοιώσει όμορφα και χαλαρά. Φευγαλέα από μπροστά της πέρασε η μορφή του Λίνου του ψαρά και ένοιωσε κάπως παράξενα. (Άραγε τι να κάνει;) αναρωτήθηκε και άναψε τσιγάρο.
Για τον Λίνο το μόνο που ήξερε ήταν πως ζούσε από το ψάρεμα. Όλες κείνες τις μέρες που αντάμωναν  σε κείνη την παραλία ποτέ δεν της είχε μιλήσει για τη ζωή του. Μα μήτε και κείνος είχε ζητήσει να μάθει κάτι για κείνην. Τελικά είναι ωραίο, και γοητευτικό συνάμα, όταν δύο άνθρωποι μπορούν να πουν πολλά, να αφουγκραστούν ο ένας τον άλλον χωρίς να χρειαστεί να δώσουν διαπιστευτήρια.
 «Δίνω όλα μου τα λεφτά  για να μάθω τη σκέψη σου» άκουσε τη φωνή του Πάρη  πάνω από το κεφάλι της.
Η Βίκυ τινάχτηκε.
«Απλά χαλαρώνω. Εσύ πως και δεν πήγες για ύπνο;»
«Δεν νυστάζω. Λέω να σου κάνω λίγη παρέα» της είπε και κάθισε δίπλα της. Για λίγα λεπτά έμειναν σιωπηλοί να παρατηρούν μια τρελοπαρέα φοιτητών που διασκέδαζαν γρατζουνόντας μια ξεκούρδιστη κιθάρα.
«Μου θύμισαν τα φοιτητικά μου χρόνια τότε που όλα σχεδόν ήταν ξέγνοιαστα» είπε ο Πάρης  και αναστέναξε.
Η Βίκυ χαμογέλασε φέρνοντας στο μυαλό της την εποχή των ισχνών αγελάδων  που με κάποια συντρόφια από το κόμμα είχαν αποφασίσει να κάνουν διακοπές.
«Έχεις ξαναπάει στη Κω;» τον ρώτησε αλλάζοντας κουβέντα, για να μη πέσουν σε  κλίμα νοσταλγίας.
«Όχι είναι η πρώτη φορά εσύ;»
«Ναι, πριν είκοσι χρόνια. Ελπίζω να μην έχει αλλάξει τόσο πολύ ώστε να με απογοητεύσει»
«Ωραία τότε θα με ξεναγήσεις»
«Αν βρούμε χρόνο πολύ ευχαρίστως», δέχτηκε πρόθυμα η Βίκυ,«γιατί κάθε βήμα στο νησί, είναι μια πορεία μέσα στο χθες και το σήμερα, μέσα στο χρόνο και την ιστορία». 
«Μμ! Δεν έχω ιδέα για την ιστορία του νησιού. Τι λες αύριο μετά τη πρόβα του Μανόλο να κάνουμε μιαν αρχή;»
«Ναι και μάλιστα προτείνω να είναι στη παρέα μας  και ο Τάρες»
«Πολύ καλή ιδέα»

Η Βίκυ από τη πρώτη στιγμή που το καράβι άραξε στο λιμάνι της Κω έμεινε άφωνη από τις αλλαγές του νησιού.
Καθισμένη στο πίσω κάθισμα του αυτοκινήτου του Πάρη παρ’ όλη τη νύστα της παρατηρούσε τα ξενοδοχειακά συγκροτήματα (σκέτα εκτρώματα) που δέσποζαν στη παραλιακή λεωφόρο.
Αχ! πάει η Κως που ήξερα. Τη θυσίασαν  στο βωμό του κέρδους, σκέφτηκε και έγειρε το κεφάλι πίσω.
«Σαν πρώτη εντύπωση μου αρέσει πολύ το νησί» δήλωσε ο Παύλος. «Τι λες και συ  Πάρη;»
«Πολύ ανεπτυγμένο τουριστικά» συμπλήρωσε ο Πάρης ρίχνοντας μια κλεφτή ματιά στη Βίκυ από το καθρέφτη του αυτοκινήτου..
Η Βίκυ δεν θέλησε να παρέμβει καθόλου στα σχόλια τους. Προτίμησε να κλείσει για λίγο τα μάτια της μέχρι να φτάσουν στο ξενοδοχείο που  βρισκόταν λίγα χιλιόμετρα έξω από τη  πόλη. Άλλωστε μια δύσκολη γεμάτη άγχος μέρα τη περίμενε.
Οι πρόβες για τη συναυλία κράτησαν μέχρι αργά το μεσημέρι.
Τα μέλη του συγκροτήματος εξαντλημένα από τη κούραση και τη ζέστη δεν είχαν διάθεση για περιήγηση. Μπήκαν στο πουλμανάκι και πήγαν κατ’ ευθείαν στο ξενοδοχείο να ξεκουραστούν. Μόνο ο Μανόλο έμεινε για να ακολουθήσει τη Βίκυ και τον Πάρη  στη βόλτα.
Μέσα στο ντάλα μεσημέρι, ξεκίνησαν πρώτα από τη γεμάτη ζωντάνια πλατεία της Ελευθερίας που βρίσκεται κοντά στο λιμάνι. Περπάτησαν  στα  δρομάκια της  με τα καταστήματα που ο κάθε ταξιδευτής μπορεί να  περάσει ευχάριστες ώρες χαζεύοντας  ακόμη και αν δεν χρειαστεί να αγοράσει κάτι. Κατόπιν επισκέφτηκαν τα αρχαία μνημεία στη δυτική πλευρά της πόλης που έχουν διασωθεί σε πολύ καλή κατάσταση. Το ελληνιστικό γυμνάσιο με το ονομαστό ξυστό δρόμο του, μια περίστυλη αίθουσα κορινθιακού ρυθμού όπου λειτουργούσε στα ρωμαϊκά χρόνια η βεσπασιανή των Θερμών και βέβαια το ιδιαίτερα αξιόλογο μωσαϊκό της αρπαγής της Ευρώπης.
Μετά από αρκετή ώρα ποδαρόδρομου, κατέληξαν μπροστά από τη κύρια είσοδο του κάστρου των ιπποτών, ίσως το εντυπωσιακότερο κτίσμα του νησιού. Εκείνο που προκαλεί εντύπωση είναι το τεράστιο δέντρο, ο περίφημος πλάτανος του Ιπποκράτη .
«Είναι αλήθεια;» ρώτησε  ο Μανόλο τη Βίκυ.
«Ο Πλάτανος του Ιπποκράτη έχει συνδεθεί με πολλούς θρύλους και μύθους του λαού. Μάλιστα είναι πολύ πιθανό εδώ να έγινε και η ομιλία του Απόστολου Παύλου προς τους κατοίκους της Κω για τη χριστιανική θρησκεία».
«Μμ! Το νησί έχει μεγάλο ιστορικό ενδιαφέρον», συμπλήρωσε ο Πάρης.
«Και δεν τα έχουμε δει όλα» σχολίασε η Βίκυ όταν κάθισαν σε μια καφετέρια εκεί κοντά να ξαποστάσουν.
«Ευτυχώς που θα μείνουμε άλλες δύο μέρες, και το πιο ενδιαφέρον φυσικά είναι πως θα έχουμε ξεναγό εσένα» είπε ο Πάρης  χαιδεύοντας το κεφάλι του.
«Σας είπα ό,τι θυμόμουν. Αύριο αν είμαστε ξεκούραστοι μπορούμε να πάμε στο Ασκληπιείο», πρότεινε η Βίκυ και ήπιε μια γουλιά από το καφέ της που λίγα λεπτά πριν είχε παραγγείλει.
Ο Μανόλο ενθουσιάστηκε και την ευχαρίστησε για τη προθυμία της να τον  ξεναγήσει, ενώ ο Πάρης την κοίταζε γδύνοντας την περίεργα με το βλέμμα του.
Η Βίκυ ενοχλήθηκε αμέσως χωρίς να το κρύψει Ποτέ δεν της άρεσαν οι άνδρες που ξεγυμνώνουν με το βλέμμα τους μια γυναίκα, όταν μάλιστα εκείνη δεν έχει αφήσει καμία χαραμάδα για οποιοδήποτε σεξουαλικό υπονοούμενο.  
Προφασίστηκε πονοκέφαλο και χωρίς χάσιμο χρόνου έφυγε για το ξενοδοχείο. Η πρώτη της κίνηση μπαίνοντας στο δωμάτιο ήταν να τηλεφωνήσει στη φίλη της. Η Τζίνα όμως δεν απαντούσε.
Που να είναι η γυριστρούλα; αναρωτήθηκε αφήνοντας το ακουστικό στη θέση του. Χωρίς να νοιώσει κάποια ιδιαίτερη ανησυχία, πέταξε τα ρούχα της από πάνω της και κατευθύνθηκε στο μπάνιο.
    Πάλι με τον ψυχεδέλικ της θα είναι. Αχ! Τζινάκι διακρινόμαστε για τη σταθερότητά μας  μονολόγησε και άφησε το νερό να κυλήσει στο κορμί της λυτρωτικά.
Το βράδυ δεν θέλησε να δειπνήσει με τον Πάρη και τους υπόλοιπους. Ένοιωθε πολύ κουρασμένη και προτίμησε να μείνει στο δωμάτιό της παραγγέλνοντας κάτι πρόχειρο να φάει. Προσπάθησε ξανά να επικοινωνήσει με τη φίλη της αλλά δεν τα κατάφερε. Η ανησυχία για κείνη είχε αρχίσει ήδη να φωλιάζει μέσα της.
«Χρειάζομαι επειγόντως κάτι να πιω» είπε και άνοιξε από το μίνι μπαρ ένα μπουκάλι άσπρο παγωμένο κρασί. Από το πρώτο ποτήρι κιόλας τα βλέφαρά της βάρυναν. Με κινήσεις αργές, σηκώθηκε και ξάπλωσε στο κρεβάτι. Ο ύπνος την πήρε αμέσως μέχρι το άλλο πρωί.
Κατεβαίνοντας στην τραπεζαρία του ξενοδοχείου για το πρωινό βρήκε τον Πάρη να την περιμένει.
«Καλημέρα» της είπε ευδιάθετος. «Θα μου κάνεις παρέα;»
Η Βίκυ κάθισε χωρίς να μιλήσει. Η διάθεσή της δεν ήταν και τόσο καλή απέναντι του. Ίσως γιατί τελευταία εισέπραττε ότι η συμπεριφορά του ήταν «κάπως». 
«Κακόκεφη σε βλέπω Βίκυ. Ξενυχτήσαμε χτες βράδυ;»
«Ναι, ήμουν με τον Μορφέα και τα πίναμε»του απάντησε ειρωνικά.
«Καλός;»
«Ποιος;»
«Ο Μορφέας» απαντάει φυσιολογικά ο Πάρης.
«Πλάκα μου κάνεις; Άστο καλύτερα»απάντησε η Βίκυ μη θέλοντας να τον προσβάλλει, και χαμογέλασε καθώς θυμήθηκε τον Μίλτο τον πρώην άντρα της Τζίνας που δεν ήξερε τον Κοντορεβιθούλη.
«Είπα κάτι αστείο και γελάς;» τη ρώτησε θιγμένος.
«Είπες;» απάντησε διπλωματικά η Βίκυ και δάγκωσε με βουλιμία ένα ζεστό γευστικό κρουασάν.


    Η συναυλία είχε μεγάλη επιτυχία. Το κοινό ενθουσιασμένο δεν σταματούσε να αποθεώνει τον Μανόλο Τάρες και το συγκρότημά του.
«Θρίαμβος! Θρίαμβος! φώναζε η Φατσέα, που ντυμένη στα λαχανί έμοιαζε σαν κάμπια με καπέλο.
Η Βίκυ που στεκόταν μόνη σε μια γωνιά, συγκρατήθηκε να μη βάλει τα γέλια βλέποντας την ενδυματολογική επιλογή της Κικίτσας.
Τελικά, πολλές γυναίκες κάνουν τα αδύνατα δυνατά για να είναι η προσωποποίηση του κιτς  σκέφτηκε και κατευθύνθηκε στο μικρό καμαρίνι, που είχε κατακλυστεί από κόσμο, για να συγχαρεί τον Μανόλο.
Εκεί ήταν μαζεμένοι όλοι. Η Φατσέα μέσα στη τρελή χαρά σκορπούσε άφθονα χαμόγελα στον Δήμαρχο και τους τοπικούς δημοσιογράφους. Για να δείξει μάλιστα τις ικανότητές της γενικότερα, μοίραζε  ντιρεκτίβες σε όλους, εξηγώντας παράλληλα τον τρόπο που θα έφταναν ως το κέντρο που θα δεξιωνόταν το περιοδικό τους καλεσμένους.
Στο εξοχικό κέντρο που βρισκόταν σε ένα ορεινό ειδυλλιακό χωριό, συγκεντρώθηκαν λίγο πριν  τα μεσάνυχτα. Η Βίκυ θέλοντας να αποφύγει πιθανή πρόσκληση του Πάρη,  προτίμησε να μπει μαζί με το συγκρότημα στο πουλμανάκι για να φτάσει μέχρι το χωριό.
Ο θεός Διόνυσος δεν άργησε να φέρει την ευθυμία και το κέφι σ’ όλη την ομήγυρη. Από τη μια το κρασί και το καλό φαγητό, κι από την άλλη οι οργανοπαίκτες που είχαν έρθει  να παίξουν για τον συμπατριώτη Μανόλο, ξεσήκωσαν τους πάντες σε ένα ξέφρενο γλέντι πλην της Βίκυς που έπινε ήσυχη το κρασί της απόμερα.
Εκείνη όμως που έδωσε ρέστα, ήταν η Φατσέα. Κώλο δεν έβαλε κάτω. Μέχρι και μαθήματα μπάλλου έκανε στους χορευτές του συγκροτήματος. Κάποια στιγμή, εκεί που έστριβε και κουνούσε την άσπρη πετσέτα με τα ακροδάχτυλά της, σφηνώνεται το τακούνι της ανάμεσα σε ένα κενό που έκαναν οι πλάκες, και… πάρτην κάτω.  Ευτυχώς δεν χτύπησε, γιατί θα σχόλαγε το πανηγύρι.
«Απ’ ό,τι βλέπω δεν διασκεδάζεις Βίκυ» είπε ο Πάρης  που μέχρι εκείνη τη στιγμή δεν της είχε απευθύνει τον λόγο.
«Ευχαριστιέμαι που βλέπω εσάς να διασκεδάζετε και μου φτάνει» του λέει χαμογελώντας συγκρατημένα.
«Θέλεις να πάμε να χορέψουμε;»
«Όχι σε ευχαριστώ. Πήγαινε εσύ»
Εκείνος δεν υπάκουσε. Κάθισε δίπλα της και άρχισε να παίζει με το πακέτο τα τσιγάρα του νευρικά.
Δεν περνάνε λίγα λεπτά και γυρνάει πάλι προς το μέρος της.
«Θέλεις να επιστρέψουμε μαζί στο ξενοδοχείο;»
«Όχι, θα επιστρέψω με τον τρόπο που ήρθα» του απάντησε ψυχρά.
«Σε παρακαλώ. Θέλω να σου μιλήσω. Κάνε μου αυτή τη χάρη»της ζήτησε.
Η Βίκυ σκέφτηκε ότι ήταν ευκαιρία να ξεκαθαρίσει μια και καλή μαζί του τα πράγματα. Γι’ αυτό αποφάσισε να δεχτεί.
Η ώρα θα  ήταν τρεις περίπου όταν η Βίκυ και ο Πάρης έφυγαν από το κέντρο αφήνοντας τους άλλους πίσω να συνεχίσουν το γλέντι τους.
«Γιατί επέμενες να φύγουμε πρώτοι; Δεν ήταν σωστό  που τους αφήσαμε» λέει  η Βίκυ 
Ο Πάρης δεν  σχολίασε τη κουβέντα της.
«Είπες πως θέλεις να μου μιλήσεις. Λέγε λοιπόν» του λέει  αυστηρά.
Το ύφος της τον έκανε να νοιώσει  άβολα, και για λίγα λεπτά σιώπησε. Ύστερα παίρνοντας μια βαθιά ανάσα ξεκίνησε την κουβέντα με επιθετικό ύφος.
 «Ξέρεις κάτι; Πολύ την αθώα μας παριστάνεις τελικά» της λέει νευριασμένα, και φρενάροντας απότομα σβήνει τη μηχανή του αυτοκινήτου.
«Πάρη τι έπαθες;» τον ρωτά έκπληκτη, και με την ανησυχία να χτυπάει την πόρτα της.
«Αναρωτιέμαι αν είσαι χαζή ή παριστάνεις τη χαζή» της απαντά  και  αρχίζει να τη ξεγυμνώνει και πάλι με τα μάτια του. Η Βίκυ κοκκινίζει και δαγκώνει τα χείλη της. Μαζεύεται περισσότερο στον εαυτόν της και με το  βλέμμα της τον παρακαλεί να μη συνεχίσει αυτή τη σιωπηλή διαδρομή  που ξεκίνησε στο κορμί της.
Εκείνος όμως δεν σταματά. Τα μάτια του περνάνε από το πρόσωπο της, κι ύστερα σιγά σιγά  χαμηλώνουν. Γέρνει ελαφρά προς τη μεριά της και με αργές κινήσεις σηκώνει το φόρεμά της αρχίζοντας να τη χαϊδεύει ανάμεσα στα πόδια.
Ακαριαία του τραβά το χέρι και με φωνή γεμάτο παράπονο τον ρωτά.
«Γιατί το έκανες  αυτό;».
Εκείνος ξεσπά σε σαρκαστικό γέλιο.
«Μη γελάς σε παρακαλώ» του λέει ευγενικά για να μην οξύνει άλλο τα πράγματα.
«Είναι να μη γελάω σαν παρθένα κάνεις» της λέει  χλευαστικά. «Δεν νομίζω πως έκανες το ίδιο όταν σε πήδαγε ο Παύλος» και ορμάει λυσσασμένα  πάνω της.
Η Βίκυ συνειδητοποιώντας το χυδαίο παιχνίδι που θα βίωνε, αρχίζει να αντιστέκεται απεγνωσμένα.
«Έτσι με ερεθίζεις πιο πολύ» έλεγε με φωνή που δήλωνε πόσο ολοκληρωτικά βυθισμένος ήταν μέσα στην «ερωτική» του έξαρση και παραζάλη.
Με βίαιες κινήσεις της σκίζει το φόρεμα και  ξεκουμπώνει το παντελόνι του. Ακουμπά το ξεγυμνωμένο σκληρό μόριό του στη κοιλιά της και το κατεβάζει  στο αιδοίο της. Τη στιγμή  που είναι έτοιμος πια να τη κατακτήσει βιαστικά και να χυθεί μέσα της, η  Βίκυ βγάζει μια κραυγή. Απελευθερώνει τα χέρια της από τα δικά του, και βάζοντας όλη της τη δύναμη τον γρατζουνάει με τα νύχια της στο πρόσωπο μήπως έτσι μπορέσει και τον ακινητοποιήσει.
Ο Πάρης αμέσως αποτραβιέται. Νοιώθει ένα δυνατό πόνο και ενστικτωδώς αγγίζει  το πρόσωπο του.
 «Πουτάνα, τι μου έκανες;» άρχισε να βρίζει μόλις είδε αίματα στα χέρια του.
Η Βίκυ χωρίς να χάσει χρόνο του δίνει  μια δυνατή σπρωξιά και ανοίγοντας τη πόρτα πηδάει έξω από το αυτοκίνητο. Έντρομη αρχίζει να τρέχει μέσα στα χωράφια με όσες αντοχές της είχαν απομείνει. Στη θολούρα της τον άκουγε να αδειάζει όλη τη χολή του για κείνη, και για όλες τις γυναίκες.
Σταμάτησε μόνο όταν σιγουρεύτηκε  πως δεν κινδύνευε πια.
Αποκαμωμένη από τον φόβο και τον εξευτελισμό, ακούμπησε  το κορμί της  πάνω σε ένα δέντρο και ξέσπασε σε αναφιλητά.
«Δεν είναι κανένας εδώ;» φώναξε σηκώνοντας το βλέμμα της ψηλά. «Κανένας δεν είναι εδώ. Μόνο εσύ και το σκοτάδι» ψέλλισε και σαν αλλοπαρμένη  πήρε το μονοπάτι που δεν ήξερε που θα την βγάλει.
Μετά από αρκετή ώρα  περπάτημα  βγήκε επιτέλους στη δημοσιά.
Κρατώντας το σκισμένο της φουστάνι, στάθηκε στην άκρη του δρόμου και περίμενε μήπως και φανεί κάποιος άνθρωπος να τη βοηθήσει. Ξάφνου  στο βάθος φάνηκαν  φώτα  αυτοκινήτου. Τακτοποίησε πρόχειρα το φόρεμά της και κάνοντας μερικά βήματα προς τη μέση του δρόμου σήκωσε το  χέρι.
 Δεν περνάνε  δευτερόλεπτα  και μπροστά της σταματά ένα φορτηγάκι.
«Τι τρέχει κοπελιά;» τη ρωτά ένας άνδρας γύρω στα πενήντα με ταλαιπωρημένο πρόσωπο.
«Κάτι μου συνέβη και έχασα τον δρόμο. Σε παρακαλώ μπορείς να με πας στο ξενοδοχείο;»
Ο οδηγός βγάζει λίγο το κεφάλι του έξω από το παράθυρο και την κοιτάζει καλά καλά  από τη κορφή μέχρι τα νύχια.
«Σίγουρα θέλεις στο ξενοδοχείο και όχι στην  αστυνομία;»
«Σίγουρα στο ξενοδοχείο» του είπε η Βίκυ με σταθερή φωνή.
«Τότε έμπα μέσα. Καταλαβαίνεις δεν  θέλω να μπω σε μπελάδες.»
«Μην ανησυχείς. Δεν πρόκειται να σε βάλω  σε μπελάδες»τον καθησυχάζει..
Η Βίκυ κάθισε δίπλα του προσπαθώντας να κρύψει την ταραχή της.
«Δεν πρέπει να είσαι από δω, έχεις άλλον αέρα. Αυτόν της πρωτευουσιάνας.  Για διακοπές ήρθες στο νησί;» τη ρωτά ενώ με την άκρη του ματιού του την περιεργαζόταν.
«Ναι» του απαντά λακωνικά.
«Πρώτη φορά έρχεσαι στη Κώ;»
«Πρώτη. Εσύ ντόπιος;»τον ρώτησε διστακτικά.
«Όχι. Τούρκος είμαι αλλά μένω εδώ πολλά χρόνια. Δουλεύω σε οικοδομές.»
Η Βίκυ σιώπησε.
«Για πες μου εσύ που φαίνεσαι μορφωμένη κοπέλα. Πως βλέπεις τα ελληνοτουρκικά;»
Θεέ μου γιατί μου το κάνεις αυτό; είπε από μέσα της και μαζεύτηκε πιο πολύ.
«Καλά τα βλέπω»
«Καλά; Μα  δεν διαβάζεις τι γίνεται;»
«Ξέρεις… έχω έρθει για διακοπές και … »
«Ναι… ναι καταλαβαίνω. Ξεκούραση, μπάνια, διασκέδαση. Θα μείνεις μέρες;»
«Όχι» του απαντά με αδύναμη φωνή
«Φαίνεται δεν έχεις όρεξη για κουβεντούλα. Δεν πειράζει κοπέλα μου, έχεις και συ τα σεκλέτια σου» της  λέει με συμπόνια.  
Μαζεμένη στο κάθισμά της από την αγωνία της  μετρούσε ακόμα και τα δευτερόλεπτα.
 Όταν μετά από ώρα,  είδε πως πλησίασαν κοντά  στο ξενοδοχείο η Βίκυ αναστέναξε από ανακούφιση.
«Εδώ είναι καλά να κατέβω» του είπε.
«Εσύ ξέρεις καλλίτερα  κοπέλα μου» της είπε και σταμάτησε αμέσως «Είσαι σίγουρα καλά;»
 «Καλά είμαι, σε ευχαριστώ πολύ. Δεν πρόκειται να ξεχάσω τη καλοσύνη σου» του είπε με ζεστή φωνή.
«Να προσέχεις  κοπελιά μου και να ξέρεις πως ο Τούρκος και ο Έλληνας δεν έχει να χωρίσει τίποτα. Να θυμάσαι αυτή τη κουβέντα του Αχμέτ. Ο Αλλάχ μαζί σου»
«Το ξέρω Αχμέτ» του είπε συγκινημένη  και του έσφιξε το χέρι.
Το πρώτο πράγμα που προβλημάτισε  τη Βίκυ μπαίνοντας στο σαλόνι του ξενοδοχείου ήταν πώς να κρύψει το χάλι της. Μάζεψε  το φόρεμά της  όπως όπως, χτένισε με τα δάχτυλα τα μαλλιά της και με βήμα σταθερό πλησίασε στο γκισέ.
«Παρακαλώ το 312» είπε με αδιάφορο ύφος στον νυχτερινό υπάλληλο.
Εκείνος έκπληκτος μπροστά στη θέα της ανοίγει το στόμα του.
«Το 312... »επαναλαμβάνει αυτή τη φορά η Βίκυ με όσα αποθέματα αυτοκυριαρχίας της είχαν απομείνει.
«Αμέσως κυρία μου» μουρμούρισε εκείνος και γύρισε  αμέσως πίσω στο ξύλινο πίνακα με τα κλειδιά.
«Ορίστε…» της λέει ευγενικά και της το δίνει
 Πριν προλάβει να κάνει μερικά βήματα  ακούει να τη φωνάζει.
«Κυρία Στεργιάδη;  Έχω  τη τσάντα σας εδώ που ξεχάσατε στο κέντρο. Ξέρετε, ο κύριος Ιωάννου, μου είπε να σας τη δώσω»
«Ευχαριστώ πολύ» είπε ευγενικά και ανέβηκε γρήγορα στο δωμάτιό της.
Η πρώτη της δουλειά όταν μπήκε στο δωμάτιο ήταν να πετάξει τα ρούχα από πάνω της  και  να κάνει ένα ντους. Κατόπιν έβαλε  τα πράγματά της στη μικρή της αποσκευή  και κατέβηκε πάλι κάτω. Ο τόπος πια δεν τη χωρούσε.
«Παρακαλώ, αν με ζητήσει κανείς, πείτε πως λόγοι προσωπικοί με ανάγκασαν να φύγω εσπευσμένα» είπε στον υπάλληλο και του επέστρεψε το κλειδί του δωματίου.
«Εντάξει κυρία μου. Να φωνάξω ταξί γιατί τέτοια ώρα είναι δύσκολο να βρείτε»
«Ευχαριστώ, δεν θέλω να σας βάλω σε κόπο.» του είπε και έφυγε.
Ευτυχώς μόλις  βγήκε έξω μετά από λίγα λεπτά ένα ταξί σταμάτησε ακριβώς μπροστά της. 
«Στο λιμάνι παρακαλώ» είπε στον οδηγό και μπήκε μέσα.


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου