Δε ζυγιάζω, δε μετρώ, δε βολεύομαι! Ακολουθώ το βαθύ μου χτυποκάρδι...

Νίκος Καζαντζάκης, Ασκητική


Πέμπτη 15 Ιανουαρίου 2015

Ανδρέας Κάλβος ένας μεγάλος Έλληνας ποιητής


Ανδρέας Κάλβος, ο ποιητής  που είδε το βαθύτερο  νόημα της Ελευθερίας σαν αρετή και σαν τόλμη. Η ποίησή του κυλάει σαν μεγάλο ποτάμι υμνώντας τον ηρωισμό αλλά και την υπεράνθρωπη προσπάθεια του λαού μας που νοιώθει να ξαναγεννιέται για τη λευτεριά του.
Ω  νίκη , δια τους Έλληνας
στεφάνους πλέξε` αλλ’ όχι
σαν εκείνους που χαρίζεις
εις βασιλέα κενόδοξον,
αιματοπότην`
σαν κείνους όχι . Επάνω τους
τα δάκρυα των λαών
στάζουσι , και  μαραίνονται
ογλήγορα, ως απ’ όφιν
χόρτα καημένα.
"Ο Κάλβος είναι μια μορφή τραγική, πονεμένη..." θα πει γι' αυτόν ο Μαρίνος Σιγούρος, "...σιωπηλή, υπερήφανη, υψωμένη στο βάθος της ευγενέστερης οδύνης του ανθρώπινου πνεύματος και πυκνοσκεπασμένη με το θρυλικό πέπλο της Ίσιδας".
Σύγχρονος του Σολωμού, γεννήθηκε το 1792 στη Ζάκυνθο από μητέρα αρχοντοπούλα (την Ανδριανή Ρουκάνη) και από πατέρα μικροαστό και τυχοδιώκτη (τον Τζανέτο η Ιωάννη Κάλβο, πρώην ανθυπολοχαγό του βενετικού μισθοφορικού στρατού). Το 1802 ο πατέρας Κάλβος παίρνει τα δύο παιδιά του, τον Ανδρέα και τον κατά δύο χρόνια μικρότερο Νικόλαο, και εγκαταλείπει τη σύζυγο του για να εγκατασταθεί στο Λιβόρνο της Ιταλίας, γεγονός που παρέχει δυνατότητες μόρφωσης στον Κάλβο, ο οποίος, φιλομαθής καθώς είναι, πραγματοποιεί τις πρώτες επαφές του με τα ελληνικά γράμματα και την κλασική ελληνική και λατινική αρχαιότητα.
Στο Λιβόρνο γράφει ο Κάλβος και το πρώτο του έργο, τον Ύμνο στον Ναπολέοντα, κείμενο προτρεπτικό αντιπολεμικό, που αργότερα αποκηρύσσει (κι έτσι γνωρίζουμε την ύπαρξη του, μιας που το ίδιο δεν σώζεται). Τον ίδιο χρόνο πηγαίνει για λίγους μήνες στην Πίζα, όπου εργάζεται ως γραμματέας και αμέσως μετά πηγαίνει στη Φλωρεντία, κέντρο τότε της πνευματικής ζωής και δημιουργίας. Τα δυο παιδιά μεγαλώνουν χωρίς οικογενειακή θαλπωρή. Η μητέρα χάνει τα ίχνη των παιδιών της και ο πατέρας εγκαταλείπει τα παιδιά, ταξιδεύοντας για τις δουλειές του. Το 1812 σημαδεύεται από τον θάνατο του πατέρα του και την ακόμη μεγαλύτερη οικονομική κάμψη που γνωρίζει αλλά παράλληλα και από την γνωριμία του με τον Ugo Foscolo, τον πιο τιμημένο Ιταλό ποιητή και λόγιο της εποχής. Ο Foscolo θα γίνει δάσκαλος, καθοδηγητής και μυητής του Κάλβου στον νεοκλασικισμό, στα αρχαϊκά πρότυπα, και στον πολιτικό φιλελευθερισμό. Το 1813 ο Κάλβος, και υπό την σκιά του Foscolo, γράφει στα ιταλικά τις τρεις τραγωδίες: Θηραμένης, Δαναΐδες και Ιππίας. Επιπλέον ολοκληρώνει τέσσερις δραματικούς μονολόγους, σύμφωνα με τις νεοκλασικιστικές επιταγές. Ο Foscolo αυτοεξορίζεται στο τέλος του 1813 στη Ζυρίχη για να αποφύγει το αυστριακό καθεστώς. Ο Κάλβος τον ξανασυναντά εκεί το1 816 και την ίδια εποχή πληροφορείται τον θάνατο της μητέρας του, γεγονός που τον συγκλονίζει. Εν τω μεταξύ έχει συνθέσει στα ιταλικά, από το 1814, και την Ωδή εις Ιονίους.
Στα τέλη του 1816 οι δύο φίλοι καταφεύγουν στην Αγγλία και η αλληλεπίδραση τους εξακολουθεί μέχρι τον Φεβρουάριο του 1817, όταν ο οξύθυμος και στρυφνός χαρακτήρας αμφοτέρων διαλύει τη φιλία τους. Ο Κάλβος εξασφαλίζει τα προς το ζην παραδίδοντας ιδιαίτερα μαθήματα κυρίως ιταλικών και σε μικρότερο βαθμό ελληνικών. Μεταξύ 1817 και 1818 μεταφράζει στα νέα ελληνικά το Book of Common Prayer, το κατ' εξοχήν κανονικό βιβλίο της Αγγλικανικής Εκκλησίας, και επιμελείται φιλολογικά την ιταλική μετάφραση για λογαριασμό του εκδότη Bagster. Η νεοελληνική έκδοση θα κυκλοφορήσει το 1820 και η ιταλική το 1821, σε δύο σχήματα. Η πολύγλωττος έκδοση, σε οκτώ γλώσσες, θα τυπωθεί το 1821 σε σχήμα 4ο. Στα 1818-19 δίνει διαλέξεις με θέμα τη σωστή προφορά των αρχαίων, οι οποίες προκαλούν αίσθηση. Συντάσσει και εκδίδει μια Νεοελληνική Γραμματική, μια Μέθοδο Εκμάθησης Ιταλικών σε τέσσερα μέρη (το τρίτο μέρος συνιστούν οι δικές του Danaidi) και ασχολείται με τη σύνταξη ενός αγγλοελληνικού λεξικού.
Το Μάιο του 1819, προσχώρησε στο Αγγλικανικό Δόγμα (he had conformed to the Church of England) και παντρεύεται την Τερέζα Τόμας η οποία πεθαίνει (πιθανότατα και η κόρη που είχαν εν τω μεταξύ αποκτήσει) ένα χρόνο αργότερα. Αποτυχημένη είναι και η ταυτόχρονη ερωτική του σχέση με την μαθήτρια του Σούζαν Ριντού. Τότε πιθανολογείται και μια απόπειρα αυτοκτονίας του Κάλβου (περίπου το 1820). Τέλη Ιουλίου του 1820 εγκαταλείπει την Αγγλία.
Το 1819 τυπώνει και την πρώτη ελληνόφωνη ωδή του, «Ελπίς Πατρίδος». Το ποίημα θα ανευρεθεί από τον Λεύκιο Ζαφειρίου σχεδόν 200 χρόνια μετά στην βιβλιοθήκη του Πανεπιστημίου της Γλασκόβης και θα παρουσιαστεί στον τόμο «Ο Βίος και το Έργο του Ανδρέα Κάλβου» (Μεταίχμιο 2006).
Τον Σεπτέμβριο του 1820 επιστρέφει στη Φλωρεντία με μια μικρής διάρκειας στάση στο Παρίσι. Εμπλέκεται στο κίνημα των Καρμπονάρων, συλλαμβάνεται και απελαύνεται στις 23 Απριλίου του 1821. Καταφεύγει στη Γενεύη, όπου περιβάλλεται με αγάπη από τον φιλελληνικό κύκλο. Εργάζεται και πάλι ως καθηγητής ξένων γλωσσών, ενώ παράλληλα ασχολείται με την έκδοση ενός χειρογράφου της Ιλιάδας, που όμως δεν πραγματοποιείται. Συγκλονισμένος και συνεπαρμένος από το ξέσπασμα της επανάστασης, εκδίδει το 1824 το πρώτο μέρος του ελληνόγλωσσου — και του μόνου με υψηλή ποιητική αξία — έργου του, τη Λύρα, μια συλλογή 10 ωδών. Οι ωδές του σχεδόν αμέσως μεταφράζονται και στα γαλλικά και βρίσκουν ευνοϊκότατη υποδοχή. Στις αρχές του 1825 ο Κάλβος μεταβαίνει στο Παρίσι, όπου ένα χρόνο αργότερα δημοσιεύει ακόμη δέκα ωδές, με οικονομική ενίσχυση των φιλελλήνων, τα Λυρικά.
Στο τέλος του Ιουλίου του 1826 πηγαίνει στο Ναύπλιο. Απογοητεύεται όμως από την επικρατούσα διχόνοια και από την αδιαφορία για τον ίδιο και το έργο του. Τον Αύγουστο του ίδιου χρόνου πηγαίνει στην Κέρκυρα, όπου μέχρι το 1827 διδάσκει στην Ιόνιο Ακαδημία. Ως το 1836, οπότε και επανατοποθετείται στην Ακαδημία, ασχολείται με ιδιαίτερα μαθήματα. Το 1841 αναλαμβάνει τη διεύθυνση του Κερκυραϊκού Γυμνασίου, παραιτείται όμως στο τέλος του χρόνου. Ταυτόχρονα συνεργάζεται με τοπικές εφημερίδες. Με τον Σολωμό, όπως μαρτυρείται, «είχε απλή γνωριμία».
Τον Νοέμβριο του 1852 ο Κάλβος αφήνει την Κέρκυρα και επιστρέφει στην Αγγλία. Ένα χρόνο αργότερα, τον Φεβρουάριο του 1853 παντρεύεται με τη Charlotte Wadams, στο παρθεναγωγείο της οποίας στο Λάουθ θα διδάσκει μέχρι το τέλος της ζωής του. Ο Κάλβος πεθαίνει στις 3 Νοεμβρίου του 1869. Η ταφή του (καθώς και της χήρας του, που πέθανε το 1888) έγινε στο νεκροταφείο της εκκλησίας της Αγ. Μαργαρίτας στο Κέντιγκτον, κοντά στο Λάουθ.
Μετακομιδή των οστών του Κάλβου

Η σορός του Ανδρέα Κάλβου και της συζύγου παρέμειναν στην Αγγλία για 91 χρόνια. Κατόπιν αιτήσεως της, τότε, ελληνικής κυβέρνησης, που γιόρτασε το 1960 ως "Έτος Κάλβου", έγινε η μετακομιδή των οστών του εθνικού ποιητή από το Λονδίνο στην Αθήνα και εν συνεχεία στη Ζάκυνθο. Πρεσβευτής στην αγγλική πρωτεύουσαν ήταν ο Γιώργος Σεφέρης. Στρατιωτικό απόσπασμα απένειμε τιμές στο αεροδρόμιο του Ελληνικού, την 19η Μαρτίου, ημέρα της μεταφοράς των δύο φερέτρων, ενώπιον συγκεντρωμένου πλήθους και προσωπικοτήτων από τον πνευματικό και πολιτικό κόσμο. Με στρατιωτική συνοδεία τα δύο "μολύβδινα φέρετρα", στα οποία τοποθετήθηκε η ελληνική σημαία, οδηγήθηκαν στο ναό του Αγίου Ελευθερίου στη Μητρόπολη, όπου ετελέσθη τρισάγιο.
Βιογραφικά στοιχεία από την ΒΙΚΙΠΑΙΔΕΙΑ






ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΛΑΓΙΟΣ-ΑΝΔΡΕΑΣ ΚΑΛΒΟΣ-ΩΔΗ ΠΡΩΤΗ (Ὁ Φιλόπατρις)

Ω φιλτάτη πατρίς,
ω θαυμασία νήσος,
Ζάκυνθε· συ μου έδωκας
την πνοήν, και του Απόλλωνος
τα χρυσά δώρα!

γ'.
Ποτέ δεν σε ελησμόνησα,
ποτέ· ― Και η τύχη μ' έρριψε
μακρά απόσε· με είδε
το πέμπτον του αιώνος
εις ξένα έθνη.

ιβ'.
Χαίρε Αυσονία, χαίρε
και συ Αλβιών, χαιρέτωσαν
τα ένδοξα Παρίσια·
ωραία και μόνη η Ζάκυνθος
με κυριεύει. 

κ'.
Η λαμπάς η αιώνιος
σου βρέχει την ημέραν
τους καρπούς, και τα δάκρυα
γίνονται της νυκτός
εις εσέ κρίνοι.

κγ'.
Ας μη μου δώση η μοίρα μου
εις ξένην γην τον τάφον·
είναι γλυκύς ο θάνατος
μόνον όταν κοιμώμεθα

εις την πατρίδα.






"Τα ηφαίστεια" Ανδρέας Κάλβος


Αυγεριναί τού ηλίου ακτίνες, τι προβαίνετε;
Τάχα αγαπάει να βλέπει έργα ληστών
το μάτι των ουρανίων;

Ω! Έλληνες, ω! θείαι ψυχαί
πού εις τούς μεγάλους κινδύνους
φανερώνετε ακάμαντον ενέργειαν
καί υψηλήν φύσιν.

Πώς, πώς τής ταλαιπώρου πατρίδος
δεν πασχίζετε να σώσητε τον στέφανον;
Από τα χέρια ανόσια ληστών τοσούτων;

Είναι πολλά τα πλήθη των
και τρομερά εις την όψιν.

Αλλ' ένας Έλλην δύναται,
ένας άνδρας γενναίος
να τα σκορπίσει.



ΑΙ ΕΥΧΑΙ 
Της θαλάσσης καλήτερα
φουσκωμένα τα κύματα
'να πνίξουν την πατρίδα μου
ωσάν απελπισμένην, έρημον βάρκαν· 'Σ την στεριάν, 'ς τα νησία
καλήτερα μίαν φλόγα
'να ιδώ παντού χυμένην,
τρώγουσαν πόλεις, δάση, λαούς και ελπίδας· Καλήτερα, καλήτερα
διασκορπισμένοι οι Έλληνες
'να τρέχωσι τον κόσμον,
με εξαπλωμένην χείρα ψωμοζητούντες· Παρά προστάτας 'νάχωμεν.
Με ποτέ δεν εθάμβωσαν
πλούτη ή μεγάλα ονόματα,
με ποτέ δεν εθάμβωσαν σκήπτρων ακτίνες. Ημείς δια τον σταυρόν
ανδρείως υπερμαχόμεθα
και σεις εβοηθήσατε
κρυφά τους πολεμούντας σταυρόν και αλήθειαν. Δια 'να θεμελιώσητε
την τυραννίαν, τιμάτε
τον σταυρόν εις τας πόλεις σας,
και αυτόν επολεμήσατε εις την Ελλάδα. Και τώρα εις προστασίαν μας
τα χέρια σας απλώνετε!
τραβήξετέ τα οπίσω·
βλέπει ο θεός και αστράπτει δια τους πανούργους. Όταν το δένδρον νέον
εβασάνιζον οι άνεμοι,
τότε βοήθειαν ήθελεν·
εδυναμώθη τώρα, φθάνει η ισχύς του. Το ξίφος σφίγξατ', Έλληνες -
τα ομμάτιά σας σηκώσατε -
ιδού - εις τους ουρανούς
προστάτης ο θεός μόνος σας είναι. Και αν ο θεός και τ' άρματα
μας λείψωσι, καλήτερα
πάλιν ' να χρεμετήσωσι
'ς τον Κιθαιρώνα Τούρκων άγριαι φοράδες, παρά... Αι, όσον είναι
τυφλή και σκληροτέρα
η τυραννίς, τοσούτον
ταχυτέρως ανοίγονται σωτήριοι θύραι. Δεν με θαμβώνει πάθος
κανένα· εγώ την λύραν
κτυπάω, και ολόρθος στέκομαι
σιμά εις του μνήματός μου τ' ανοικτόν στόμα.


Ωδή τετάρτη ΕΙΣ ΣΑΜΟΝ 
Όσοι το χάλκεον χέρι
βαρύ του φόβου αισθάνονται,
ζυγόν δουλείας ας έχωσι·
θέλει αρετήν και τόλμην
η ελευθερία.
Αυτή (και ο μύθος κρύπτει
νουν αληθείας) επτέρωσε
τον Ίκαρον· και αν έπεσεν
ο πτερωθείς κ’ επνίγη
θαλασσωμένος·
Αφ’ υψηλά όμως έπεσε,
και απέθανεν ελεύθερος.-
Αν γένης σφάγιον άτιμον
ενός τυράννου, νόμιζε
φρικτόν τον τάφον.
[δ'-κγ']
Εάν φιλοτιμούμεθα
‘να την ξαναποκτήσωμεν
μ’ ίδρωτα και με αίμα,
καλόν είναι το καύχημα
της αρχαίας δόξης.






Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου