Δε ζυγιάζω, δε μετρώ, δε βολεύομαι! Ακολουθώ το βαθύ μου χτυποκάρδι...

Νίκος Καζαντζάκης, Ασκητική


Τρίτη 3 Μαρτίου 2015

Το Μυθιστόρημα των Τεσσάρων

 

Το Μυθιστόρημα των Τεσσάρων ένα υπέροχο μυθιστόρημα, ένα λογοτεχνικό πείραμα, του οποίου το αποτέλεσμα θεωρήθηκε επιτυχημένο απ' τον εμπνευστή του μια και είχε όλα αυτά τα συστατικά ώστε να το κάνουν ενδιαφέρον. Τα συστατικά αυτά ήταν η ενδιαφέρουσα πλοκή, το μυστήριο , η δράση, ο έρωτας καθώς και οι ήρωες αλλά και οι προδότες. Ένα βιβλίο που αγκαλιάστηκε από το αναγνωστικό κοινό που περίμενε πως και πως να αγοράσει την εφημερίδα για να διαβάσει την συνέχεια της ιστορίας...

Το Μυθιστόρημα των Τεσσάρων είναι ένα μυθιστόρημα που γράφτηκε το 1958 από τέσσερις εκπροσώπους της Γενιάς του ’30, τους Άγγελο Τερζάκη, Στρατή Μυριβήλη, Ηλία Βενέζη και Μ. Καραγάτση.
Εμπνευστής του μυθιστορήματος ήταν ο Γιάννης Μαρής και σύμφωνα με μαρτυρίες οι συγγραφείς πείσθηκαν να συμμετάσχουν στην απόπειρα μετά από αρκετές αμφιβολίες. Όρος της συμφωνίας ήταν να μην υπάρχει καμία συνεννόηση των συγγραφέων σχετικά με την εξέλιξη της πλοκής: ο κάθε συγγραφέας θα συνέχιζε την αφήγηση από εκεί που την άφησε ο προηγούμενος εκμεταλλευόμενος με όποιον τρόπο ήθελε το υλικό των προηγουμένων ενοτήτων. Η δημοσίευση του έργου θα γινόταν στην εφημερίδα Ακρόπολις σε οκτώ εβδομαδιαίες συνέχειες και η σειρά θα καθοριζόταν με κλήρωση, ενώ ο τίτλος δόθηκε κατόπιν προτάσεων των αναγνωστών της εφημερίδας.
Οι συνέχειες του μυθιστορήματος δημοσιεύθηκαν από τις 2 Μαρτίου 1958 έως τις 26 Απριλίου 1958 και η σειρά των συγγραφέων ήταν η εξής: Μυριβήλης, Καραγάτσης, Τερζάκης, Βενέζης για τον πρώτο κύκλο των τεσσάρων εβδομάδων και αμέσως ακολούθησε ο δεύτερος κύκλος με την ίδια σειρά.
Πηγή:ΒΙΚΙΠΑΙΔΕΙΑ
 
Περίληψη
Το μυθιστόρημα ξεκινάει στην Αίγινα της δεκαετίας του 1920 και τελειώνει πάλι στην Αίγινα τρείς δεκαετίες αργότερα. Είναι η ερωτική ιστορία μιας Ελληνίδας χορεύτριας, της Ελισάβετ Μανιάτη και ενός Ελληνο-ιταλού στρατιωτικού, του Αμαντέο Μαντσίνι. Μέσα από το ρομάντσο τους διαβάζουμε για την αρχοντική Αίγινα, την πρώτη πρωτεύουσα του σύγχρονου ελληνικού κράτους, με τα παλιά κτήρια, το σπίτι που έζησε ο Ιωάννης Καποδίστριας, το αρχοντικό του Τρικούπη και των Ζαίμηδων. Το μεγαλύτερο όμως μέρος της υπόθεσης εκτυλίσσεται στην Αθήνα της δεκαετίας του 1950, στην μεταπολεμική και μετεμφυλιακή σύγχρονη πρωτεύουσα που προσπαθεί να κλείσει τις πληγές της: πολυτελή μπαρ που συχνάζουν δημοσιογράφοι και Αμερικάνοι σύμμαχοι και προστάτες, καφετέριες στην πλατεία Συντάγματος, η Λυρική Σκηνή ανεβάζει οπερέτες, οι κινηματογράφοι προβάλλουν την Άννα Μανιάνι, τα ζευγάρια πάνε ρομαντικές βόλτες στο Σούνιο και στου Φιλοπάππου. Και μετά μεταφερόμαστε στον Πειραιά. Εδώ το τοπίο αλλάζει για άλλη μια φορά. Εδώ δεν έχουμε να κάνουμε με τους κοσμικούς Αθηναίους και τους τρόπους διασκέδασής τους. Εδώ βλέπουμε το προλεταριάτο που προσπαθεί να κερδίσει τον επιούσιο μέσα από κακουχίες και βάσανα.
Πηγή:anastasiosds.blogSpot.gr
 
 
Το μυθιστόρημα αυτό έγινε και τηλεοπτική σειρά.
 
Αποσπάσματα
 
ΣΤΡΑΤΗΣ ΜΥΡΙΒΗΛΗΣ

Στρατής Μυριβήλης
[…]  Εκεί πάνω στο ναό της Αφαίας τους βρήκε το σούρουπο. Τους τύλιξε μέσα στη μαγεία του χωρίς να υποψιαστούν. Οι σκιές τους επλησίαζαν από παντού κι έκαναν τις ομάδες των πεύκων να σμίγουν στ’ απόμακρα. Το νησιώτικο μούχρωμα έκανε τα χρώματα πιο τρυφερά. Τα χρώματα της θάλασσας και των ανάγλυφων βουνών. Όλη αυτή η ειρηνική ατμόσφαιρα της ώρας και του τοπίου μέσα στην απόλυτη ησυχία έκανε τις καρδιές τους να συνεννοούνται μ’ ελάχιστα λόγια. Με ένα ναι, με ένα όχι, ένα «νομίζεις;». Κουβέντιαζαν καθισμένοι πλάι-πλάι στο αρχαίο μάρμαρο, που κρατούσε ακόμα μιαν ευχάριστη, ελάχιστη θαλπωρή από το ολημερινό χάιδι του ήλιου. Μιλούσαν με μια περίεργη ηρεμία, που ποτέ πριν λίγη ώρα δεν μπορούσαν να φανταστούν πως θα κυριαρχούσε πάνω στις επαναστατημένες των συνειδήσεις, που ειρήνευαν τώρα με τις αμοιβαίες των εξηγήσεις, γεμάτες από αυθόρμητη ειλικρίνεια. Δεν ύψωνε κανένας από τους δυο τους τον τόνο της φωνής, σα να μιλούσε ο καθένας με τον εαυτό του, ή σα να διηγότανε τα γεγονότα που συντάραξαν τη ζωή τους σε κάποιον τρίτο. Κι αυτός ο ανύπαρχτος τρίτος, που άκουγε τη διπλή αυτή εξομολόγηση, ήταν και μέσα στους δυο τους. Δε μιλούσε, μόνο δεχόταν τις ανακοινώσεις τους χωρίς αντίλογο, σα να ‘ταν τίποτα παλιές ιστορίες χωρίς σημασία.

  Υπήρχε στη συνομιλία αυτή ένας τόνος συγκρατημένος κι από τους δυο. Ένας τόνος σκεπασμένης τρυφερότητας, που κρυβόταν μέσα σε μια διάθεση μειλιχιότητας και τρυφερής ευγένειας. Κάπου-κάπου σταματούσαν να μιλάνε. Κοιταζόντανε μόνο στα μάτια αυτές τις ώρες της σιωπής, και στα μάτια τους δεν υπήρχε τίποτ’ άλλο εξόν η πίκρα του παιδιού που πόνεσε πολύ, που τιμωρήθηκε πολύ για άγνωστο φταίξιμο. Ένα τριζόνι άρχισε να τρίζει τα έλυτρά του κρυμμένο στη ρίζα της κοντινής κολόνας. Ήταν σαν κάποιος να χούρδιζε ένα ρολόι της τσέπης.[…]



Μ. ΚΑΡΑΓΑΤΣΗΣ



Μ. Καραγάτσης
[…]  Ο άνθρωπος πολλές φορές στη ζωή του, βρίσκεται αναγκασμένος να εκστομίσει την απειλή. Είναι η παρόρμηση, τα αφάρπαγμα της οργισμένης στιγμής, που συσκοτίζει το νου· που εξουδετερώνει το Υπερεγώ, το σφυρηλατημένο από τον αταβισμό αιώνων πολιτισμού, από καλλιέργεια και υποταγή στις κοινωνικές συνθήκες. Και φέρνει στην επιφάνεια το πρωτόγονο Εγώ, που ελλοχεύει ύπουλα στα κύτταρά μας· που μας το μετέδωσε, ανάμεσα από αναρίθμητες γενιές, με τα χρωματοσώματά του, ο απώτατος πρόγονός μας, ο τρωγλοδύτης, ο κτηνάνθρωπος· εκείνος που για να επιβιώσει, ν’ αναπαραχθεί και να κυριαρχήσει, άλλον τρόπο απ’ το φονικό δεν ήξερε.

  Την εκστομίζουμε την απειλή· κι η πρόθεσή μας είναι, εκείνη τη στιγμή, συνεπής με τα λόγια μας. Εκείνη τη στιγμή… Τις πιότερες φορές το πρόσκαιρα παραμερισμένο Υπερεγώ επανέρχεται και μα ξανατοποθετεί στα πλαίσια της υποκειμενικής και αντικειμενικής ασφάλειας που μας προσφέρει ο πολιτισμός. Κι η απειλή απομένει απειλή…

  Αυτού του είδους η απειλή, όσο ειλικρινά κι αν εκστομίζεται, έχει εντός της το έωλο του ανέφικτου. Ηχεί ψεύτικα, κούφια, μάταια. Όταν όμως πηγάζει από απόφαση αδέκαστη, τότε λες και δεν τη λέει ο άνθρωπος· λες και απ’ το στόμα του ανθρώπου μιλάει το Πεπρωμένο. Λες κι ήρθε κιόλας ο Θάνατος· κι ετοιμάζεται ν’ ανοίξει τις σκοτεινές φτερούγες του και να χυμήξει στο ανέκκλητα καταδικασμένο σφάγιο.

  Έτσι πρέπει ν’ αντήχησε η φωνή του Αμενταίο Μαντσίνι τη στιγμή που εξήγγειλε την απειλή. Δεν ήταν απειλή, αλλά θετική προεξόφληση γεγονότος μελλοντικού και βέβαιου. Με μιας, άγνωστο πως, μπροστά στα μάτια της Ελισάβετ Μανιάτη σχεδιάστηκε η εικόνα ενός κουφαριού. Μπρούμυτα κειτόταν ο νεκρός της φαντασίας της, πάνω στα θυμάρια ενός δασωμένου λόφου, κάτω απ’ την παγερή μαρμαρυγή των μύριων αστεριών ενός διάφανα σκοτεινού ουρανού. Από μια μικρή τρύπα στο στήθος αργοκυλούσε, πάνω στα πράσινα θαμνόφυλλα, το απαίσιο πορφυρό ρυάκι…[…]



ΑΓΓΕΛΟΣ ΤΕΡΖΑΚΗΣ



Άγγελος Τερζάκης
[…]  Η κοινωνική ζωή είναι μια φαντασμαγορία από αστερισμούς που δεν έχουν μόνον αστέρια πρώτου μεγέθους, και τα τρίτου, παίζουν εκεί το ρόλο τους. Όλα χρειάζονται, ακόμα και τα πιο ταπεινά. Η δεσποινίς Φρόσω Ματθαιάκη, αστέρι μάλλον τρίτου μεγέθους ως τώρα στον ουρανό της αθηναϊκής ζωής, έβλεπε ξαφνικά τον εαυτό της να προβιβάζεται, ν’ ανυψώνεται, να περιζώνεται με την αίγλη της υψηλής κοινωνίας.

  Εδώ και δυο εικοσιτετράωρα ζούσε σα μέσα σε όνειρο. Ένα όνειρο συναρπαστικό. Δακτυλογραφάκι – όπως και να το κάνεις – άσημο ως τώρα, παγκρατιώτισσα γέννημα-θρέμμα, κορίτσι οικογενείας αστικής αλλά ξεπεσμένης, η δεσποινίς Φρόσω είχε, φυσικά, τις ιδέες της. Ιδέες μεγαλεπήβολες όσο και προσεχτικά παραχωμένες: να εφοπλιστεί όσο πρέπει για την ώρα της μεγάλης μάχης, που σου δίνει την κυριαρχία της σύγχρονης ζωής. Να μη περιοριστεί στον κύκλο της γειτονιάς της, του κόσμου της, αλλά να σημαδέψει πιο ψηλά, όσο παίρνει ψηλότερα. Να κάνει ό,τι περνάει από τα χεράκια της – χεράκια αβρότατα, παχουλά, φτερωμένα πάνω στη γραφομηχανή, τρομερά επιδέξια – για να «ανέβει». Αχ αυτό το ανέβασμα, η ανάρρηση στις υψηλές κοινωνικές σφαίρες, ο ίλιγγος και το πάθος. Μάτι δεν έκλεινε ολάκερες νύχτες η δεσποινίς Φρόσω Ματθαιάκη για να πλάθει με το νου της τα οράματα της αυριανής, της περιπόθητης ζωής. Ο κινηματογράφος της είχε βάλει φωτιά στο αίμα. Εκείνη μια φορά ήταν ζωή, όπως τη βλέπεις στα κοσμικά φιλμ: δεξιώσεις, γουναρικά, διαδήματα, βίλες, καζίνα, κούρσες, κότερα, Κυανές Ακτές, ερωμένοι διπλωμάτες, πρίγκιπες, μαχαραγιάδες, περιπέτειες, σκάνδαλα, θρίαμβοι. Να σου πιάνεται η ανάσα. Και η δεσποινίς Φρόσω – το Φροσάκι της πλατείας Πλαστήρα – είχε κάνει μέσα του επίσημο όρκο, φοβερό, ή να πραγματοποιήσει μια μέρα τ’ όνειρό του ή, αν τυχόν το ιδεί να ξεφτάει, ν’ αυτοκτονήσει με βερονάλ – μια κι όξω. Ή του ύψους ή του βάθους.

  Προς τιμήν της ωστόσο θα ομολογήσουμε πως, για να βάλει σ’ εφαρμογή τη φιλοδοξία της η Φρόσω, καταπιάστηκε σαν καλός στρατηγός: καμιά βιασύνη, καμιά προχειρότητα, εγκατάλειψη στην τύχη. Εξοπλισμός, αντίθετα, ως τα δόντια. Κι όχι μόνον εξωτερικώς, σε πνευματικά εξαρτήματα. Γι’ αυτό είναι που στρώθηκε κι έμαθε τα γαλλικά, τ’ αγγλικά, στην εντέλεια. Γι’ αυτό η στενογραφία. Αλλά γι’ αυτό και το επιμελέστατο διάβασμα ξένων βιβλίων, περιοδικών, κάθε έντυπου που μπορεί ν’ αναπτύξει το πνεύμα σου, να σου δώσει γνώσεις, κοινωνικό αέρα. Που ξέρεις τι σου λαχαίνει αύριο; Γίνεσαι κυρία του κόσμου, γυναίκα πολιτευομένου, οικονομολόγου, μπορεί και πρέσβειρα. Πρέπει να μπορείς να τα βγάλεις πέρα.[…]



ΗΛΙΑΣ ΒΕΝΕΖΗΣ



Ηλίας Βενέζης
[…]  Ήθελε ν’ ακουμπήσει σε κάτι στερεό, σε μια στιγμή της αιωνιότητας, να τα μετρήσει όλα τούτα με μέτρα μεγάλα, για να δει πόσο είναι εφήμερα, να γαληνέψει. Κοίταξε τη θάλασσα, την εξαίσια γαλάζια θάλασσα, την ελληνική, τα βουνά που τη ζώναν, τα νησιά, τα χρώματα. Άνοιξε το μικρό ταξιδιωτικό βιβλίο που είχε πάντα στη βαλίτσα της. Άρχισε να διαβάζει αφηρημένα:

  «… Ο ήλιος χαμηλώνει στο βάθος των Κυκλάδων. Όλα είναι ήμερα και ζεστά. Τίποτα που να φωνάζει, τίποτα πάνω από την αντοχή του ανθρώπου: και η θάλασσα, κι ο ουρανός, και τα νησιά. Τίποτα το ατέλειωτο, το μη καθορισμένο. Λες: ¨Αυτή η θάλασσα κι αυτός ο ουρανός κι αυτά τα νησιά είναι του χεριού μου. Θα μπορούσα ν’ αντιμετρηθώ μαζί τους¨. Κι αυτό, που είναι ήδη ένας τρόπος συνεννοήσεως, είναι στο απώτατο βάθος η ουσιαστική δύναμη που κίνησε όλον τον πολιτισμό του Αιγαίου. Οι άνθρωποί του δεν είχαν να κάνουν με το αχανές και με το αβέβαιο. Μπροστά τους, στο βάθος του ορίζοντα, με γραμμές ανάλαφρες που στυλώνονταν μέσα απ’ τα κύματα σα να ήταν όνειρο, όμως περιγραμμένο πάντα και αναμφισβήτητο, τους καλούσε ένα νησί, μια στεριά, σκοπός βέβαιος. Έμαθαν να γυρεύουν πάντα, να’ χουν πάντα ένα σκοπό, να μη σταματούν ποτέ στη μέση του δρόμου, να τελειώνουν πάντα το έργο που καταπιάνονταν. Έμαθαν να είναι δυνατοί, ξέροντας πως η δύναμη γίνεται πολλές φορές ταυτόσημη με το πεπρωμένο, έμαθαν να είναι ξύπνοι και σβέλτοι.  Και προ πάντων έμαθαν να δουλεύουν σε κείνη την ασύλληπτη δύναμη, που έβαλε στο μέτωπο του λαού αυτού βούλα πύρινη, τη σφραγίδα της δωρεάς: έμαθαν να δουλεύουνε στη φαντασία. Ζώντας στη μαγεία των νησιών τους, σ’ αυτό το απίθανο παιχνίδι φωτός και σκιάς, μάθανε να καταλαβαίνουνε τη μεγάλη ώρα της γης που τους προορίστηκε με το ένστικτο, που είναι βέβαια βαθύτερο απ’ το αίσθημα. Στεφανώσανε τα νησιά τους με τους ωραιότερους θεούς και τους ωραιότερους μύθους, αν όχι για τίποτα άλλο, τουλάχιστο για να παραβγούνε μαζί τους στη μορφιά. Για να μην έχουν να λεν τα νησιά πως αυτά στάθηκαν πιο δυνατά απ’ τον άνθρωπο, πως αυτός στάθηκε αδύναμος να υψωθεί ως τη μορφιά τους…»
  Η Ελισάβετ Μανιάτη σφάληξε το βιβλίο, σφάληξε τα μάτια. Η βαθύτατη καλλιέργειά της απ’ τον καιρό που σπούδαζε στη Γερμανία τη βοηθούσε να προσανατολίζεται αμέσως σε κάθε περιοχή γνώσης, να έχει εκείνη την άλλη αίσθηση, που δεν έρχεται από το θεό αλλά την κατακτά μόνος του, αν του είναι προορισμένο, ο άνθρωπος.[…]
 
Πηγή:logotexnika.blogSpot.gr

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου