Δε ζυγιάζω, δε μετρώ, δε βολεύομαι! Ακολουθώ το βαθύ μου χτυποκάρδι...

Νίκος Καζαντζάκης, Ασκητική


Σάββατο 2 Μαΐου 2020

Πηνελόπη Δέλτα "Τα τρία κεράκια" Διήγημα


























Τα τρία κεράκια


Σ' ένα εκκλησιδάκι παράμερο, μαυρισμένο από τη φωτιά μα όρθιο ακόμα, μοναχικό στο χαλασμένο χωριό, ένας γέρος στέκει στο στασίδι του, στα σκοτεινά, και προσεύχεται.
Η εκκλησία είναι αδειανή, όλοι έφυγαν· μα στο μανουάλι μπροστά του, μερικά κεράκια καίουν ακόμα γύρω στη μεσιανή λαμπάδα.
Τα μάτια του γέρου είναι στηλωμένα στα τρία ακριανά κεράκια· τ' άναψε για τα τρία του παλικάρια που πολεμούν στην Κρέσνα. Τα είχε ανάψει με καρδιόχτυπο· στο καθένα είχε δώσει με το νού του από ένα όνομα, τ' όνομα των παιδιών του, και τα κοίταζε με κάποιο φόβο, μη σβήσει κανένα, που θα ήταν κακό σημάδι για το παιδί του εκείνο. Μα όχι! Χαρούμενες και πηδηχτές έκαιαν οι φλογίτσες, πότε ολόισες και κίτρινες, στέλνοντας κολόνα τον καπνό απάνω, πότε γερτές και γαλάζιες, μικρεμένες σαν αναποφάσιστες, σκορπώντας άτακτα τον καπνό ολόγυρα.
- «Σώσον, Κύριε, τον λαόν σου και ευλόγησον την κληρονομίαν σου, νίκας τοις βασιλεύσι κατά βαρβάρων δωρούμενος...», μουρμούρισε ο γέρος.
Τα χείλια του τρεμοσαλεύουν στην προσευχή, μα μέσα στην καρδιά του αναπολεί τις ειδήσεις που έφθασαν, και μονάχο σηκώνεται το χέρι του και κάνει το σταυρό του. - «Αναστάς εκ του μνήματος και τα δεσμά διαρρήξας του Άδου...»
Με τ' ανοιχτά του χέρια μισοαπλωμένα, με τα μάτια σηκωμένα, ψιθυρίζει ο γέρος το τροπάρι:
- «Δόξα σοι, Κύριε!...» Ετούτο και αν ήταν ανάσταση!...
Τι και αν τράβηξε πολλά ο ελληνισμός; Τι και αν κάηκε το χωριό ολόκληρο; Τι και αν πατούσαν σε στάχτη οι ελευθερωτές; Φθάνει που ελευθέρωναν και όλο μπροστά τραβούσαν.
Για το Γένος, για την πατρίδα την ελεύθερη...
Μ' ένα τσούξιμο στην καρδιά θυμήθηκε τον αδελφό του τον παπά, σφαγμένο και πεταμένο μ' εβδομήντα άλλα κουφάρια στην άκρη του δρόμου όπου περνούσαν οι νικητές. Ναι, ήταν φρικτό, το ήξερε, του το είχε πει το παιδί του που τα είδε, ζεστά ακόμα, τα θύματα των Τούρκων, σα μπήκε στα Σέρβια με το νικηφόρο στρατό... Μα τι μ' αυτό; Χωρίς θυσίες λευθεριά δε γίνεται.
-«Άγιος ο Θεός, Άγιος ισχυρός, Άγιος αθάνατος, ελέησον ημάς...»
Όλα του τ' αγόρια τα είχε δώσει στον πόλεμο· τα τρία του παλικάρια τού τα χάρισε ο Θεός και γλίτωσαν και από τα Γιαννιτσά και από το φοβερό Μπιζάνι. Το ένα, το τέταρτο το μικροχαϊδεμένο, είχε πέσει στο Σαραντάπορο. Θεός σχωρέσει το! Ήταν ο φόρος της λευθεριάς· έπρεπε να τον πληρώσει και αυτός, και δεν το έκλαψε το παιδί του. Σαν τον αδελφό του τον παπά, το είχε δώσει και αυτό θύμα στο μεγάλο θυσιαστήρι της πατρίδας της ελευθερωμένης...
Και ανέβηκαν στη Σαλονίκη οι δικοί μας, και τότε, αλήθεια, έκλαψε ο γέρος από χαρά. Και πήραν το Μπιζάνι οι δικοί μας, κι έλεγε ο γέρος πως θα τελείωνε από τη συγκίνηση. Μα του χάρισε ακόμα μέρες ο Χάρος, για να δει και άλλη μεγαλύτερη ακόμα δόξα της πατρίδας.
Γιατί ζήλεψαν οι Βούλγαροι την ομορφιά της δεύτερης πόλης του ελληνισμού, γύρεψαν να μας την αρπάξουν δόλια. Τότε, αλήθεια, κόντεψε να σπάσει η καρδιά του γέρου, γιατί το έμαθε στο χωριό του ανάμεσα στους εχθρούς που έλεγαν πως την πήραν κιόλα.
Μα δεν την πήραν! Γιατί έφθασε ο στρατός μας σα χείμαρρος βροντερός, και τους πέταξε πέρα και τους κατρακύλησε ως την Κρέσνα.
- «Ευλογητός ει, Κύριε, ο Θεός των πατέρων» και δοξασμένο τ' όνομα σου εις τους αιώνας...
Και τι αν βρέθηκε το χωριό του στο δρόμο των εχθρών; Το ήξεραν όλοι πως μιας και προχωρήσουν οι δικοί μας και πετάξουν πίσω τους εχθρούς, ο Βούλγαρος στο αίμα θα ξεδιψάσει. Ε, πέρασαν οι Βούλγαροι κι έκαναν τη δουλειά τους. Μα τι σημαίνει; Κοιμούνταν η κακομοίρα η γριά του κάτω από τα χαλάσματα του ρημαγμένου του σπιτιού. Ούτε βρήκε πια τα κόκαλα της σαν πέρασαν κι έφυγαν οι Βούλγαροι. Μαζί με τους άλλους που γύρευαν τους πεθαμένους τους, γύρεψε και αυτός· μα πού ήταν το σπίτι του, καλά-καλά δεν ήξερε πια. Πέτρες και στάχτη ήταν τώρα όλο το όμορφο χωριό τους, δεν ήταν να πεις πια πως ξεχώριζες τίποτα.
-Ευλογημένο τ' όνομα σου, Κύριε! Μόνο έτσι μπορούσε να ελευθερωθεί το Γένος, και το Γένος όσο πήγαινε και λευθερώνουνταν...
Ακούμπησε ο γέρος το κεφάλι στο μαυρισμένο από τον καιρό ξύλο του στασιδιού κι έκλεισε τα μάτια.
Ας είναι, ήταν κρύα η ζωή χωρίς την κακομοίρα τη γριά του και χωρίς το πατρικό του, όπου μεγάλωσαν τα παλικάρια του, όπου είχε τραγουδήσει και γελάσει και κλάψει και αντρειέψει το ξανθόμαλλο χαϊδεμένο του, που κοιμούνταν το στερνό του ύπνο σε κάποια χαράδρα του Σαρανταπόρου...
Ήταν ήσυχη, ήσυχη η εκκλησία, τόσο που σαν κάποιος φόβος να τον έπιασε το γέρο. Άνοιξε τα μάτια να βεβαιωθεί πως καίουν ακόμα τα κεράκια του, ένα για κάθε αγόρι, που να του τα χάριζε ο Θεός ως το τέλος, να του κλείσουν και αυτουνού τα μάτια σαν έλθει η ώρα...
Και πάλι ακούμπησε στο στασίδι.
Και απάνω του έπεσε βαριά η σιωπή, σιωπή τέτοια που ούτε στον τάφο δεν ήταν μεγαλύτερη.
Και στη σιωπή αυτή, ένιωσε σα μιαν ανατριχίλα που πέρασε στην εκκλησιά, σιωπηλή και αυτή, σαν από άλλον κόσμο.
Ο γέρος ανατρίχιασε, τρεμούλιασε η καρδιά του, και γύρισε κατά την ανοιχτή πόρτα.
Έξω στην ερημιά, στο σκοτάδι όπου άσπριζαν κάπου-κάπου οι πεσμένες πέτρες, είδε ένα ποτάμι πλατύ, που σιωπηλά κυλούσε, και πέρα έναν καβαλάρη που διάβαινε. Μαυροφορεμένος και διάφανος έστεκε στο διάφανο μαύρο του άλογο· μπροστά του έσπρωχνε πλήθος από νέους, και πίσω έσερνε δεμένους γέρους και γριές, και στη σέλα και στα καπούλια αρμαθιές είχε κρεμασμένα τα παιδάκια.
Ο γέρος παρατήρησε πως οι νέοι ήταν πολύ περισσότεροι, και κοπαδιαστά έτρεχαν μπροστά.
Σιωπηλά διάβαιναν, σα να μην πατούσαν χάμω. Όλο αυτοί μιλούσαν, μα καμιά φωνή δεν ακούουνταν, και όμως τους άκουε ο γέρος. Ήταν άλλου κόσμου το διάβα αυτό, και άλλου κόσμου η κουβέντα.
Κι ένα παιδάκι παρακαλούσε κι έλεγε:
-«Χάρο μου, γύρνα στο βουνό να μάσω λουλουδάκια».
-«Βασιλικό δε σου 'βαλε η μάνα σου στο χέρι;»
-«Μαράθηκε ο βασιλικός. Θέλω χλωρά λουλούδια».
Και καθάρια άκουσε ο γέρος την απάντηση:
-«Όπου πατήσει Βούλγαρος, χόρτο χλωρό δε μένει».
Και κάποιος άλλος έλεγε:
-«Χάρο μου, κόνεψ' εις χωριό, κόνεψ' εις κρύα βρύση, να πιουν οι γέροντες νερό κι οι νιοι να λιθαρίσουν...»
Και πάλι αποκρίθηκε ο Μαύρος Καβαλάρης:
-«Όπου περάσει Βούλγαρος, στάλα δροσιάς δε μένει».
- «Χάρο μου, στάσου, Χάρο μου, πάρε μαζί το γέρο, που έμεινε πια έρημος σαν καλαμιά στον κάμπο...»
Ανατρίχιασε ο γέρος κι έσκυψε να δει το σωπασμένο στόμα που μιλούσε.
Τρία παλικάρια όμορφα, σαν κυπαρίσσια ίσια, γυρνούσαν τ' αχνά τους πρόσωπα και άπλωναν τα χέρια τους κατά την εκκλησιά.
Μα ο Χάρος γέλασε και τα έσπρωξε μπροστά.
-«Ούτε σε βρύση σταματώ, ουδ' εις χωριό κονεύω», είπε. «Γνωρίζ' η μάνα το παιδί και τα παιδιά τους γέρους, γνωρίζονται τ' αντρόγυνα και χωρισμό δεν έχουν. Καιρός γι' αυτά δεν είναι πια, τραβάτ' εμπρός, λεβέντες...»
Είχαν προχωρήσει στο γοργό τους πέρασμα, πριν προφθάσει να τρέξει πίσω τους ο γέρος. Έκανε να τους φωνάξει, και η φωνή του τον τρόμαξε. Ανασηκώθηκε και κοίταξε... Ήταν μονάχος στην εκκλησιά... Μόνο μπροστά του, στο μανουάλι, κάπνιζαν ακόμα τρία σβησμένα κεράκια, τα δικά του.
Και αναστέναξε ο γέρος και μάζεψε την κάπα στο στήθος του, γιατί ξαφνικά ένιωσε κρύο μεγάλο...
Μα πάλι αντρειεύτηκε, ανασηκώθηκε κι έκανε το σταυρό του.
-«Ευλογητός ει, Κύριε, ο Θεός των πατέρων ημών», είπε.
Έτρεμε λίγο το χέρι του κάνοντας το σταυρό του, μα τι να γίνει;
Έπρεπε να γίνει και αυτό για να ελευθερωθεί το Γένος. Τρία παιδιά του έμεναν, τα έδωσε και αυτά. Η πατρίδα τα 'κραξε. Τι σημαίνει; Η γαλάζια σημαία της λευθεριάς κυμάτιζε τώρα στης Κρέσνας τα κορφοβούνια.

Και με το κεφάλι σηκωμένο γύρισε ο γέρος και βγήκε από την εκκλησιά.




Εγώ είμαι ένας, θα περάσω και θα ξεχαστώ, η Πατρίδα όμως θα μείνει.







Η Πηνελόπη Δέλτα (Αλεξάνδρεια Αιγύπτου24 Απριλίου 1874 Αθήνα2 Μαΐου 1941) ήταν Ελληνίδα συγγραφέας, γνωστή κυρίως από τα ιστορικά της μυθιστορήματα για παιδιά, η σημαντικότερη ίσως γυναικεία φυσιογνωμία στις κρίσιμες για τον Ελληνισμό πρώτες δεκαετίες του 20ου αι,


Βιογραφία

Η Πηνελόπη Μπενάκη - Δέλτα γεννήθηκε στις 24 Απριλίου του 1874, στην Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου, από τον επιχειρηματία και εθνικό ευεργέτη Εμμανουήλ Μπενάκη και την Βιργινία Χωρέμη, μέλος της ισχυρής τότε εμπορικής οικογένειας Χωρέμη της Αλεξάνδρειας. Η Πηνελόπη ήταν το τρίτο από τα έξι παιδιά της οικογένειας. Η οικογένεια συνολικά απαρτιζόταν από:
την Αλεξάνδρα Μπενάκη Χωρέμη - Daves (1871 - 1941)
τον Αντώνη Μπενάκη (1873 - (1954)
την Πηνελόπη Μπενάκη - Δέλτα (1874 - (1941)
τον Κωνσταντίνο Μπενάκη (1875 - 1877)
τον Αλέξανδρο Μπενάκη (1878 - (1921)
και την Αργίνη Μπενάκη - Σαλβάγου (1883 - (1972)
Η οικογένεια Μπενάκη μετακόμισε προσωρινά στην Αθήνα το 1882, όπου η Πηνελόπη παντρεύτηκε τον πλούσιο Φαναριώτη έμπορο Στέφανο Δέλτα το 1895. Μαζί του απέκτησε τρεις κόρες: τη Σοφία (μετέπειτα Μαυροκορδάτου), τη Βιργινία (μετέπειτα Ζάννα και γιαγιά του πρώην Πρωθυπουργού Αντώνη Σαμαρά) και την Αλεξάνδρα (μετέπειτα Παπαδοπούλου). Επέστρεψαν στην Αλεξάνδρεια το 1905, όπου η Πηνελόπη γνώρισε τον Ίωνα Δραγούμη, τότε υποπρόξενο της Ελλάδας στην Αλεξάνδρεια.Ανάμεσά τους αναπτύχθηκε ένας μεγάλος έρωτας, η Πηνελόπη όμως δεν θέλησε να αντιταχθεί στις κοινωνικές επιταγές και την υποχρέωσή της απέναντι στον σύζυγο και τα παιδιά της. Η πλατωνική αυτή σχέση της Πηνελόπης Δέλτα με τον Δραγούμη τελείωσε το 1908, όταν αυτός συνδέθηκε με τη Μαρίκα Κοτοπούλη.
Το 1910 εγκαινιάστηκε η μακρόχρονη αλληλογραφία της Δέλτα με τον Γάλλο βυζαντινολόγο Γκυστάβ Σλυμπερζέ, που την βοήθησε στη συγγραφή των μυθιστορημάτων της τα σχετικά με την βυζαντινή ιστορία. Η Δέλτα που είχε μετακομίσει στην Φρανκφούρτη το 1906 εξέδωσε το πρώτο της μυθιστόρημα, το Για την Πατρίδα1909, το οποίο εκτυλίσσεται κατά την διάρκεια της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας. Σύντομα ακολούθησε και το δεύτερο μυθιστόρημά της, Τον Καιρό του Βουλγαροκτόνου. Το στρατιωτικό κίνημα στο Γουδή το 1909 την ενέπνευσε να γράψει το Παραμύθι χωρίς όνομα (1911).
Το 1913 η οικογένεια Δέλτα επέστρεψε στην Αλεξάνδρεια και το 1916 εγκαταστάθηκαν μόνιμα στην Αθήνα, όπου ο πατέρας της Δέλτα, Εμμανουήλ Μπενάκης, είχε εκλεγεί δήμαρχος. Ανέπτυξαν στενή φιλία με τον Ελευθέριο Βενιζέλο, τον οποίο και προσκαλούσαν συχνά στην εξοχική τους οικία στην Κηφισιά.
Κατά την επισιτιστική και ανθρωπιστική κρίση που δημιουργήθηκε εις βάρος των Ελλήνων της Ανατολικής Μακεδονίας κατά την διάρκεια της Β΄ Βουλγαρικής κατοχής ελληνικών εδαφών (1916-1918) και διαπιστώθηκε σε όλο το εύρος της μετά την απελευθέρωση των περιοχών, πολύτιμη υπήρξε η συνδρομή του Ελληνικού Ερυθρού Σταυρού με επικεφαλής την Πηνελόπη Δέλτα και την Έλλη Αδοσίδου, για την οργάνωση συσσιτίων, πρόχειρων νοσοκομείων και διανομή ιατροφαρμακευτικού εξοπλισμού[12]. Ακόμη, καθοριστική ήταν η συμβολή της Πηνελόπης Δέλτα στην ενεργοποίηση του κρατικού μηχανισμού καθώς και στον σχεδιασμό, την οργάνωση και την εκτέλεση του δύσκολου έργου της παλιννόστησης των χιλιάδων Ελλήνων Ανατολικομακεδόνων ομήρων που βρίσκονταν σε βουλγαρικά στρατόπεδα συγκέντρωσης εκτελώντας καταναγκαστικά έργα στο εσωτερικό της Βουλγαρίας την περίοδο 1917-1918.
Το 1922 αναλαμβάνει δράση, με την συμβολή της οικογένειάς της, για την ανακούφιση των αναγκών και την αποκατάσταση των προσφύγων της Μικρασιατικής Καταστροφής. Μάλιστα, στο κτήμα του πατέρα της, στην Κηφισιά, αλλά και στο σπίτι τους φιλοξενήθηκαν δεκάδες οικογένειες Μικρασιατών προσφύγων, στους οποίους παρείχαν και συσσίτιο.
Το 1925 εκδόθηκε Η ζωή του Χριστού, ενώ την ίδια χρονιά εμφανίστηκαν τα πρώτα συμπτώματα της σκλήρυνσης κατά πλάκας, ασθένειας που την ταλαιπώρησε μέχρι τον θάνατό της. Το 1929 ξεκίνησε τη συγγραφή της τριλογίας Ρωμιοπούλες, η οποία τελείωσε το 1939 και είναι ένα αυτοβιογραφικό μυθιστόρημα το οποίο αφηγείται σε τρεις τόμους τη ζωή της Δέσποινας Κρινά-Δαπέργολα, μιας δραστήριας γυναίκας την οποία η κοινωνία της εποχής της περιόριζε σε ένα χρυσό κλουβί. Το πρώτο βιβλίο, Το Ξύπνημα, καλύπτει γεγονότα των ετών 1895-1907, η Λάβρα καλύπτει τα έτη 1907-1909 και το Σούρουπο τα έτη 1914-1920.
Εν τω μεταξύ, εκδόθηκαν άλλα τρία μυθιστορήματά της: ο Τρελαντώνης (1932), όπου περιγράφει τις περιπέτειες του αδελφού της, όταν όλα τα αδέρφια ήρθαν από την Αίγυπτο να περάσουν το καλοκαίρι με την θεία τους (σε ένα σπίτι του Τσίλερ) στον Πειραιά, ο Μάγκας (1935), η ζωή στην Αλεξάνδρεια με τα μάτια του μικρού σκυλιού της οικογένειας, και το Στα μυστικά του Βάλτου (1937), όπου η ιστορία εκτυλίσσεται γύρω από την λίμνη των Γιαννιτσών κατά τη διάρκεια του Μακεδονικού Αγώνα.
Το 1941 ο Φίλιππος Δραγούμης εμπιστεύθηκε στην Δέλτα τα ημερολόγια και το αρχείο του αδελφού του, Ίωνα Δραγούμη, στα οποία η Δέλτα πρόσθεσε περίπου 1.000 χειρόγραφες σελίδες με σχόλια για το έργο του Δραγούμη. Στις 27 Απριλίου 1941, ημέρα κατά την οποία τα γερμανικά στρατεύματα κατέλαβαν την Αθήνα, η Πηνελόπη Δέλτα προσπάθησε να αυτοκτονήσει παίρνοντας δηλητήριο και τελικά έφυγε από τη ζωή πέντε ημέρες αργότερα, στις 2 Μαΐου 1941, ενώ είχαν ήδη προηγηθεί άλλες δύο απόπειρες αυτοκτονίας στο παρελθόν. Στον τάφο της, στον κήπο του σπιτιού της, χαράχτηκε η λέξη ΣIΩΠH. Το 2012 κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Τετράγωνο η βιογραφία της, από τη Μίτση Πικραμένου, με τίτλο Η κυρία με τα μαύρα.
Το 2014 εκδόθηκε το τελευταίο της ανέκδοτο έργο Ρωμιοπούλες από τις εκδόσεις Ερμής, το οποίο παρέμενε ανέκδοτο επί 75 χρόνια. Κυκλοφόρησε με επιμέλεια του δισέγγονού της Αλέκου Π. Ζάννα.

















Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου