Δε ζυγιάζω, δε μετρώ, δε βολεύομαι! Ακολουθώ το βαθύ μου χτυποκάρδι...

Νίκος Καζαντζάκης, Ασκητική


Δευτέρα 26 Οκτωβρίου 2020

"Συνέβησαν έτσι...!" Ιστορικό Αφήγημα της Σωσώς Ανδρικοπούλου

Το ιστορικό αυτό αφήγημα το έχει γράψει η μητέρα μου. Είναι οι μνήμες της από τα μαύρα και πικρά εκείνα χρόνια της γερμανικής κατοχής. Είναι όλες εκείνες οι θύμισες όταν έφηβη ακολούθησε τον πατέρα της, τον Βλάση Ανδρικόπουλου, καπετάνιο του 12ου Συντάγματος του ΕΛΑΣ στις δύσκολες πορείες του πάνω στα βουνά του Ερύμανθου.















----------------------------------------------------------------

Τίτλος: "Συνέβησαν έτσι...!"

Συγγραφέας: Σωσώ Ανδρικοπούλου

Δια χειρός faidra

Copy right:2020


Το παρόν έργο πνευματικής ιδιοκτησίας προστατεύεται κατά τα διατάξεις της ελληνι­κής νομοθεσία (Ν2121/1993, όπως έχει τροποποιηθεί και ισχύει σήμερα) και τις διε­θνείς συμβάσεις περί πνευματικής ιδιοκτησίας.

Απαγορεύεται απολύτως η άνευ γραπτής άδειας του συγγραφέα κατά οποιοδήποτε τρόπο ή μέσο (ηλεκτρονικό, μηχανικό ή άλλο) αντιγραφή, φωτοανατύπωση και εν γένει αναπαραγωγή, εκμίσθωση ή δανεισμός, μετάφραση, διασκευή, αναμετάδοση στο κοινό σε οποιαδήποτε μορφή και εν γένει εκμετάλλευση του συνόλου ή μέρους του έργου.

----------------------------------------------------------------------------------

Συνέβησαν έτσι...!

Στις αγαπημένες μου κόρες Γεωργία και Βάνα,

στις εγγονές μου Δανάη και Αθηνά-Αναστασία,

στα δισέγγονά μου

Πρόλογος

Μέσα σ' αυτό το βιβλίο είναι γραμμένες οι μνήμες μου, όταν μικρό κοριτσάκι ακολούθησα τον πατέρα μου στις δύσκολες πορείες του στα βουνά του Ερύμανθου. Η στρατιωτική του δράση, δε χωράει σ' ένα βιβλίο, μα εγώ έγραψα αυτά που θυμόμουνα, μπλεγμένα με τις δικές μου εμπειρίες του πρώτου εφηβικού μου έρωτα, που έμεινε για πάντα στην καρδιά μου. Εδώ μέσα είναι όλα αλήθειες, όπως οι κίνδυνοι, οι περιπέτειες, ο κατατρεγμός που περάσαμε από τους Γερμανούς η οικογένειά μου κι εγώ. Όμως είναι εμπειρίες που δεν μετάνιωσα ποτέ που τις έζησα.

Αυτό το βιβλίο δεν είναι τίποτ' άλλο από ένα πολιτικό μνημόσυνο στον μεγάλο μου πατέρα. Είχα ορκιστεί στον τάφο του να πω όλα εκείνα που δεν είπαν οι συναγωνιστές του την ημέρα της κηδείας του, γιατί δεν το επέτρεψαν οι ακροβολισμένοι αστυνομικοί που είχαν κυκλώσει τον τόπο της ταφής του. Χαίρομαι διπλά που μπορώ να εκπληρώσω τον όρκο μου στη σημερινή δημοκρατία χωρίς εκφοβισμούς και λυπάμαι που ο πατέρας μου δεν έζησε να δει πως δικαιώθηκε για όλα όσα αγωνίστηκε, να δει πως είμαστε μονοιασμένοι χωρίς διαχωρισμούς σε εθνικόφρονες και Εαμοβούλγαρους και χωρίς παλάτι με βασιλιάδες. Αυτό ήταν μια από τις μεγάλες του προσδοκίες και επιθυμίες του. Από μικρή διδάχτηκα τα μεγάλα ιδανικά του. Είχε μια ευαισθησία στις λέξεις, Λευτεριά, Ανεξαρτησία, Δημοκρατία και δεν ήταν τυχαίο που πάλεψα σε όλη μου τη ζωή για να τις κατακτήσω. Τέλος, θέλω να πω ότι τα ιστορικά γεγονότα είναι απόλυτα εξακριβωμένα.

Συνέβησαν έτσι...!

Σωσώ Ανδρικοπούλου




Από την απελευθέρωση της Πάτρας

από τον ΕΛΑΣ



στην πρώτη σειρά, ο γέροντας είναι ο πατέρας μου, ο Βλάσης Ανδρικόπουλος, ο καπετάν Ανδρίτσος, δίπλα του στα αριστερά του κάθεται ο Άρης Βελουχιώτης, τον κρατάει απ' τον ώμο.



Η σημαία του 12ου Συντάγματος του ΕΛΑΣ, που έχει το αίμα του αντάρτη σημαιοφόρου της, είναι η μοναδική πολεμική σημαία ΕΛΑΣίτικου Συντάγματος που διασώζεται σήμερα σ' όλη την Ελ­λάδα.

Η πρώτη φορά που αντίκρισα τον πατέρα μου

με τους αντάρτες του ΕΛΑΣ


Είχε σημάνει εσπερινό εκείνο το γλυκό απόβραδο του Ιουλίου το μικρό σήμαντρο του Άι Γιώργη. Ο παπα Παναής πρόβαλε στο προαύλιο της εκκλησία γλυκός, γαλανός, ίδιος γήινος αρχάγγελος. Κατέβαινε τα λιγοστά σκαλοπάτια, ενώ τα ράσα του τ' ανέμιζε το αεράκι που ερχόταν από το βουνό. Παρακάτω σ' ένα στρογγυλό ξέφωτο, μαζεύονταν για λίγη συντροφιά οι χωριανοί. Ανάμεσά τους ξεχώριζαν τρεις φιγούρες αλλιώτικες, μια γυναίκα μεγάλη με δύο παιδιά, ένα κορίτσι και ένα αγόρι πολύ διαφορετικοί από τους άλ­λους της συντροφιάς. Η μεγάλη γυναίκα ήταν η μητέρα μου, το κο­ρίτσι ήμουν εγώ και το αγόρι ο αδελφός μου.

Η μητέρα μου μια κυρία πανέμορφη, αρχοντικιά, ντυμένη απλά, αναδείκνυε μια μοναδικότητα. Με ωραίο παράστημα, πρόσω­πο καλοσυνάτο, με μάτια γελαστά ακόμα και όταν δεν γελούσε. Αγκάλιαζε όλη την παρέα μ' ευπροσήγορη καταδεκτικότητα. Ήμα­σταν και οι τρεις μας στο επίκεντρο της συντροφιάς. Θυμάμαι η μητέρα μου φορούσε ένα απλό μαύρο φόρεμα, με άσπρο γιακά που το πλούμιζε με την ομορφιά της. Ήταν σαράντα πέντε χρονών περί­που μ' εμφα­νέστατα τα ίχνη της παρωχημένης καλλονής. Δίπλα της καθόμουν εγώ, ένα κορίτσι δεκατριών χρονών με διάπλαση έφηβης, με καστα­νά πλούσια μαλλιά πλεγμένα σε δύο χοντρές πλεξούδες. Αστραπο­βολούσα, παίρνοντας δανεική λίγη από την ακτινοβολία της μη­τέρας μου, με τη δροσιά μου παραπανίσια να με κάνει πιο όμορφη. Στο άλλο πλάι καθόταν ο αδελφός μου, ένα δεκάχρονο αγόρι λίγο χλωμό. Στεκόταν με πρόσωπο στρυφνό, βασανισμένο γιατί ήταν υποχρεωμένο να μένει αδρανές κάτω απ' το άγρυπνο εν­διαφέρον της μητέρας μας. Αυτό ήθελε να παίξει μα το κρατούσε, ίσως με κάποιο φόβο για κάτι αόριστο που τη βασάνιζε. Ήταν όμορ­φο αγόρι ο αδελφός μου, πανομοιότυπο της μητέρα μας, μα γένους αρ­σενικού. Όλοι στο χωριό ήξεραν ότι αυτό το αρμονικό οικογε­νειακό τρίο είχε πάει να κάνει καλοκαιρινές διακοπές στο βουνίσιο ειδυλλιακό θέρετρο. Άλλωστε εκείνη την εποχή το βουνό τραβούσε τους παραθεριστές πιο πολύ από τη θάλασσα.

Κι ήταν εκείνη η γαληνεμένη ώρα του δειλινού του Ιουλίου μετά τον εσπερινό. Γύρω μοσχοβολούσε η μυρωδιά του σκίνου και του θυμαριού που ερχόταν με το αγεράκι από το τρανό λιθάρι, που δέσποζε πάνωθέ του σαν γρανιτένιος γίγαντας, όπως ένας φύλακας άγγελος για το ανθρώπινο ομάδι, που ρουφούσε τις ευωδιές από τις αλτάνες, με τους βασιλικούς, τις ματζουράνες, τους κατιφέδες, ανα­κατεύοντας ένα σύνθετο κοκτέιλ αρωμάτων που μεθούσε με την κα­θαρότητα της ατμόσφαιρας. Ο ήλιος κατακόκκινος δίσκος αποχαι­ρετούσε εκεί μακριά στο νοητό ορίζοντα το βόρειο ημισφαίριο με μια καληνύχτα στην αόρατη ανοιχτή θάλασσα. Γαληνεμένο απόσπερο. Κάπου από εκεί ψηλά, στο τρανό λιθάρι είχε ξεπροβάλει το μισό κίτρινο φεγγάρι, σαν χρυσή γόνδολα στα κανάλια του στε­ρεώματος. Όλα ειδυλλιακά... ως και τα τσοπάνια από τα πρόβατα που γύριζαν από τη βοσκή χορτασμένα, ηχούσαν σαν μελωδία σε δίσκο με βελόνα ενός πεύκου στο γραμμόφωνο της φύσης. Κι έσμι­γε η μυρωδιά της καβαλίνας με τ' αρώματα της μάνας γης.

Εκεί στη μικρή ραχούλα, με τ' αυτοσχέδια πέτρινα καθίσματα, ήταν ο περίπατος του απόβραδου. Καθόμασταν κουβεντιάζοντας, λέγοντας αστεία για να περάσει η ώρα. Πότε μας σκέπαζε μια αστροφεγγιά μυστηριακά, καθώς οι ίσκιοι μεγάλωναν γύρω μας και γίνονταν γίγαντες, ή μια ολόγιομη φεγγαράδα με το ασημένιο της φως. Τ' αγόρια με τα κορίτσια κάναμε με τις ματιές μυστικές συμ­φωνίες για μελλοντικά ζευγαρώματα.

Μα εκείνο το βράδυ μια μουγκαμάρα είχε πέσει ξαφνικά στην ανομοιογενή παρέα μας. Ήταν σαν κάτι να περιμέναμε ενστικτώδι­κα να συμβεί. Απροσδόκητα από μακριά με την πνοή του ανέμου ακούστηκε ένα τραγούδι. Στην αρχή ήταν κάτι όμοιο με τη μουρ­μούρα από νυχτοπούλια, που από ώρα είχαν αρχίσει το χαβά τους. Κοιταχτήκαμε έκπληκτοι, μα δεν φοβηθήκαμε. Καταλάβαμε πως δεν ήταν Γερμανοί. Εκείνοι ερχόντουσαν τραγουδώντας ανατριχιαστι­κά με τα πολυβόλα τους. Αυτό το τραγούδι που ακουγόταν ήταν αι­σιόδοξο, επικό. Σκορπούσε τη μελωδία του ρυθμικά με τα πατήματα αυτών που το τραγουδούσαν, με φωνές αντρίκειες, συγχρονισμένες, πρωτόγονα μελωδικές. Τα βήματά τους βαριά μα στοργικά πάνω στο χορτάρι. Λες και δεν ήθελαν να το πατήσουν οι αρχάγγελοι της λευτεριάς για να μην το τραυματίσουν.

“Όχι!” φωνάξαμε όλοι, “αυτοί δεν είναι Γερμανοί”. Τα νυχτοπούλια έκοψαν το μονότονο λάλημά τους και ακινητοποίησαν τα ράμφη τους στους σκισμένους βράχους και στα στοργικά φυλλώματα των αιωνόβιων πλατάνων. Και το τραγούδι τράνευε, γινόταν πιο έντονο καθώς κόνταινε. Γεμάτο λεβεντιά, χωρίς άλτ, έκανε τα κλαδιά των δέντρων να χορεύουν, να λυγίζουν με τον άνεμο για να κάνουν υποκλίσεις στους λεβέντες που διάβαιναν. Μαζί με το τραγούδι τους κρατούσαν και τα ντουφέκια τους. Με αυτά σήκωναν ψηλά με τα χέρια τους τη λευτεριά της πατρίδας. Με κυκλικές παρελάσεις στα πέτρινα δρομάκια του χωριού, έδιναν ρυθμό στο τραγούδι τους οι χοντρές τους αρβύλες, και τα πατήματα των αλόγων τους πέταγαν σπίθες πάνω στο λιθόστρωτο δρόμο. Τα μέτωπα τους σκέπαζαν τα καπέλα τους με μοναδικά διακριτικά “ΕΛΑΣ” σε μια ποικιλία χρωμάτων και σχεδίων. Ανέπνεαν και άνθιζαν χαμόγελα που έκλειναν το μέλλον της Ελλάδας γεμάτα ελπίδες. Ήταν σαν να έλεγαν μελωδικά: “Αγαπηθείτε, Ενωθείτε, Πολεμήστε...”.

Συγκεντρωθήκαμε στη μικρή πλατεϊτσα κάτω από το ξέφωτο, όπου εκεί εμείς το ανθρώπινο ομάδι περνούσαμε τις γαληνεμένες ώρες του δειλινού. Το σκοτάδι είχε πέσει για καλά και μόνο η αστροφεγγιά φώτιζε τους σύγχρονους ήρωες, που στάθμευσαν την πορεία τους. Με μιας σηκωθήκαμε όλοι και κατηφορίσαμε φωνάζοντας: “Αντάρτες, αντάρτες του ΕΛΑΣ”. Είχαμε τώρα τις απαντοχές μας με τον απελευθερωτικό στρατό τους. Και όλα άλλαζαν. Έμοιαζαν μυθική χώρα, μια αναδυόμενη Αντλαντίδα.

Μαζί τους έτρεξα κι εγώ με τον αδελφό μου, που είχαμε απαγκιστρωθεί θεληματικά από την επιτήρηση της μητέρας μας. Τρέχαμε και εμείς να ανταμώσουμε το μεγάλο γεγονός εκείνης της μαγικής βραδιάς, να το ζήσουμε με την ένταση του αναπάντεχου.

Στη μέση του δρόμου, ένας αντάρτης που είχε ξεστρατίσει από τους άλλους βιαστικός έτρεξε προς τη μεριά μας, μας αγκάλιασε και μας φίλησε. “Πού είναι η μαμά;” μας ρώτησε. Τότε όλοι κατάλαβαν τη μυστική μας ταυτότητα. “Μπαμπα! Μπαμπα!” φώναξε ο αδελφός μου και έπεσε στην αγκαλιά του. Εκείνος τον σήκωσε ψηλά και τον έβαλε να καθίσει στη σέλα του αλόγου του. Στο μεταξύ εγώ τον κοιτούσα εκστασιασμένη. Ναι, ήταν ο πατέρας μου, ο αρχηγός. Πάνω σ' ένα ντορή Ουγγαρέζικο άλογο έμοιαζε με μικρογραφία γίγαντα. Φορούσε τη στολή του τσαλακωμένη από τις πορείες και τις μάχες, με τα διακριτικά του βαθμού του, που όμως φάνταζε με λαμπρή πανοπλία στρατηλάτη. Στο κεφάλι του με τα λιγοστά άσπρα μαλλιά φορούσε έναν κόκκινο μπερέ με τ' αρχικά γράμματα Ε.Λ.Α.Σ (Εθνικός, Λαϊκός, Απελευθερωτικός, Στρατός). Στο πρόσωπό του έλαμπαν δύο φλογερά μάτια, σαν κάρβουνα πυρωμένα. Ξέχυναν τη λάμψη τους να διαλύσουν τα σκοτάδια. Έσκιζαν με τις αστραπές τους τον ουρανό της σκλαβιάς, να διαλύσουν την αντάρα, για να' ρθει η λιακάδα με την ξαστεριά της λευτεριάς. Γεμάτος σιγουριά με τα παλικάρια που τον ακολουθούσαν, αποφασισμένοι για την τελική νίκη. Ρίγησα σύγκορμη. Μια περηφάνια με κυρίευσε για αυτόν τον μεγάλο άνθρωπο, τον αρχηγό. Αυτός που ήταν ο πατέρας μου.

Παρότι είχαν περάσει τόσα χρόνια όλα τα θυμόμουν με κάθε λεπτομέρεια. Όντως, αυτές οι εμπειρίες δεν ξεχνιούνται. Οι συνταρακτικές μνήμες ενός παιδιού μένουν για πάντα. Κι εγώ είχε ζήσει πολλές και συγκλονιστικές.

Εκεί, λοιπόν, στο ορεινό χωριό είχαμε πάει κυνηγημένοι από τον φόβο των Γερμανών. Έπρεπε να κρυφτούμε μια και ήμασταν η οικογένεια του αρχηγού. Ευτυχώς, είχαμε βρει φιλικό καταφύγιο εκεί και μας φιλοξενούσε με τα λίγα που μπορούσε να μας δώσει. Μια στέγη πρωτόγονη με άβολα κρεβάτια και ανύπαρκτα κομφόρ. Μας πλούτιζε όμως η αγάπη των χωριανών και προσπαθούσαμε να βολευτούμε με αυτά τα λίγα, τα υποτυπώδη. Η μητέρα μου, μια υπέροχη γυναίκα, ολοκαύτωμα στο βωμό των παιδιών της, αν και φοβισμένη και δειλή, έκανε μεγάλη προσπάθεια να σταθεί αντάξια στο πλάι του συζύγου της, που όχι λίγες φορές την είχε βγάλει από τη στενή οικογενειακή της εστία. Φλογερός αγωνιστής της δημοκρατίας ο πατέρας με υψηλά ιδανικά πολλές φορές στοίχιζαν στη φαμίλια του την ηρεμία και τη φυσιολογική της πορεία. Αντικαθεστωτικός στη δικτατορία του Μεταξά, πότε ήταν εξόριστος και πότε κρυβόταν για το φόβο των κρατούντων. Όμως, ποτέ δεν παραπονέθηκε ή δεν εναντιώθηκε στη ρότα που εκείνος είχε χαράξει στη ζωή του. Όμορφη γυναίκα, στα νιάτα της ήταν καλλονή, μα πολύ νωρίς είχε παραμελήσει τον εαυτό της για χάρη των παιδιών της. Για τη μόρφωσή μου ξεχνούσε τις πιο πολλές φορές πως δεν είχε να ντυθεί ένα καλό φόρεμα για να με συνοδεύσει στις συναυλίες, που έπρεπε να πάρω μέρος στις επιδείξεις του πιάνου και τα βόλευε αλλάζοντας ένα γιακαδάκι σε κάποιο παλιό, έτσι για να δείχνει ανανεωμένη. Μα, δεν το είχε και πολύ ανάγκη, η ομορφιά της περίσσευε.

Δεύτερη σύζυγος ενός μεγάλου στρατιωτικού και μάχιμου αγωνιστή, μα συγχρόνως και σωστού πατέρα και οικογενειάρχη, που βοηθούσε όσο μπορούσε στην καλή μόρφωση των παιδιών του. Από τον πρώτο του γάμο, η μητέρα μου κληρονόμησε έξι παιδιά. Δύο κορίτσια και τέσσερα αγόρια. Αν και παντρεύτηκε μεγάλη ήταν γόνιμη. Του χάρισε άλλα δύο παιδιά, εμένα, την Αναστασία, Σωσώ χαϊδευτικά και τον Χρίστο. Με το μεγαλείο της ψυχής της έδωσε σ' εμένα το όνομα της πεθαμένης συζύγου του. Τα τρία παιδιά του πρώτου γάμου στην πορεία μας άφησαν. Πέθαναν σε πολύ νεαρή ηλικία. Όλα είκοσι χρονών. Ήταν γι' αυτή μεγάλη δοκιμασία, γιατί τα λάτρευε, δεν τα ξεχώριζε από εμάς, τα δικά της. Τα έκλαψε, τα πένθησε με σπαραγμό αληθινής μάνας. Στη ζωή είχαν απομείνει τρία. Μια κόρη παντρεμένη, η Κική, που χήρεψε στα είκοσι πέντε της χρόνια με δύο παιδιά, τον Γιάννη και τον Βλάση. Ο μεγάλος γιος, ο Νικηφόρος, υπηρετούσε στη χωροφυλακή, κρυφό μαράζι του πατέρα μας, που τον ήθελε να γίνει στρατιωτικός. Ο τρίτος, ο Ανδρέας, μόλις είκοσι πέντε χρονών, ακολουθούσε τον πατέρα μας στη μεγάλη πορεία του στα βουνά, πιστός στον όρκο που είχε δώσει για τη λευτεριά της πατρίδας.

Η μητέρα μου έδινε την αγάπη της στα παιδιά της χωρίς ιδιαίτερες εξαιρέσεις, μα το καμάρι της ήμουνα εγώ. Έκανε τα πάντα για να πάρω μια καλή μόρφωση και παιδεία. Για εκείνη την εποχή η ρυθμική γυμναστική, το πιάνο και η γαλλική γλώσσα ήταν προνόμια για τα παιδιά των πλουσίων. Κι όμως, με αιματηρές οικονομίες με προετοίμαζε για μια ζωή έξω απ' τα δικά της πρότυπα, πολύ ψηλά απ' τη δική της μίζερη ζωή. Εκείνη υπήρξε μια απλή φτωχή ασπρορουχού. Εγώ όμως ήθελε να πάρω καλλιτεχνικούς δρόμους. Πώς της είχε κολλήσει; Ίσως να' ταν κάποιο απωθημένο της. Πάσχιζε να μην μου λείπει τίποτα. Καλή απλήρωτη δασκάλα μου έδινε κοινωνικά μαθήματα για να διαβώ το δύσκολο δρόμο της ζωής με αξιοπρέπεια, με καλοσύνη, με πλούτο εσωτερικής καλλιέργειας. Όμως ο πόλεμος ήρθε όπως ένας ορμητικός χείμαρρος και τα παρέσυρε όλα στο πέρασμά του, όπως ένας σεισμός που γκρεμίζει συθέμελα τα οικοδομήματα των προσδοκιών. Κι' έτσι όλα έμειναν στη μέση, να περιμένουν να τα φτιάξουμε πάλι απ' την αρχή...

Τώρα, κυνηγημένοι απ' τους Γερμανούς περνούσαμε τον καιρό μας σε εκείνο το γραφικό χωριουδάκι στα ριζά του Ερύμανθου. Εδώ που έμελλε να γίνει ένας σταθμός στο ως τώρα μικρό οδοιπορικό της ζωής μου. Ένα σημάδι ανεξίτηλο, που θα θρόνιαζε για χρόνια στην καρδιά μου.

Εκείνη λοιπόν τη μαγική βραδιά το συναπάντημά μου με τους αντάρτες του ΕΛΑΣ με είχε συγκλονίσει. Ήθελα να τους γνωρίσω από κοντά, να τους νιώσω πιο οικείους.

Έτσι αργά το βραδάκι ανηφόρισα από το σπίτι μου αμέριμνη, χαρούμενη προς το δημοτικό σχολείο του χωριού, ένα μικρό μονοθέσιο ίσα για τις ανάγκες των λίγων μαθητών. Πετρόχτιστο και νοικοκυρεμένο, απέναντι από την εκκλησιά του Άι Γιώργη, στο πιο ψηλό σημείο του χωριού. Παιδί άτρομο – έμοιαζα στον πατέρα μου – ένιωθα απόλυτα φυσιολογικά. Για την γνωριμία αυτή που πήγαινα να κάνω, να πω την αλήθεια, δεν ήμουν και πολύ άνετη. Όμως είχα αποφασίσει να τους συναντήσω.

Είχαν ανάψει φωτιές, η νύχτα εκείνη του Ιούλη ήταν δροσερή και ένα αεράκι κατηφόριζε βουνίσιο από το τρανό λιθάρι. Τ' αναμμένα καντήλια τρεμόσβηναν μυστηριακά τις φλογίτσες τους μέσα από τα χρωματιστά τζάμια. Ήταν σαν να ήθελαν να φωτίσουν αμυδρά τους ήρωες, που αναπαύονταν στο προαύλιο της εκκλησίας, δίνοντας τους μορφές απόκοσμες σαν τις αγιογραφίες του τέμπλου. Ήταν μια αστροφεγγιά... Πληθώρα τ' αστέρια στο καθάριο στερέωμα, που φώτιζαν τη νύχτα μ' εκατομμύρια φώτα λες για να τους τιμήσουν.

Τα παλικάρια παρέες παρέες ξεκουράζονταν. Η ανάπαυση του πολεμιστή. Έμοιαζαν με τους συντρόφους του Ρομπέν των δασών, ταλαιπωρημένοι, μα και χαρούμενοι, εκείνους που είχα δει στον κινηματογράφο, μα η διαφορά ήταν τεράστια. Εδώ ήταν με σάρκα και οστά. Έλεγαν αστεία και γελούσαν, άλλοι τραγουδούσαν αντάρτικα τραγούδια. Κάποιος τους συνόδευε με φυσαρμόνικα νοσταλγικά. Κάπου κάπου ακουγόταν κάποια ερωτικά τραγούδια, σουξέ της εποχής, έτσι για να σπάνε με την τρυφεράδα τους τα αδρά επικά τραγούδια του αγώνα.

Βροντάει ο Όλυμπος αστράφτει η Γκιώνα

βούϊζουν τ' Αγραφα σιέται ο Μωριάς

Στ' άρματα, στ' άρματα εμπρός στον αγώνα, για τη χιλιάκριβη τη λευτεριά.

Ξαναζωντάνεψε τ' αρμοτολίκι τα μπράτσα σίδερο

φλόγα η ψυχή, λουφάζουν έντρομοι οι ξένοι λύκοι

στην εκδικήτρα μας αντρίκεια ορμή

Ο Γοργοπόταμος στην Αλαμάνα στέλνει περήφανο χαιρετισμό

Νέα ανάστασης χτυπάει καμπάνα, βρήκαν στα όπλα το λυτρωμό.

Μετά μια γλυκιά φωνή με τη συνοδεία της φυσαρμόνικας άρχισε να τραγουδά νοσταλγικά. Ίσως αυτός που τραγουδούσε, θυμόταν την ερωτική αγαπημένη του.

Σαν κι απόψε το φεγγάρι πάλι ασήμωσε τη λεύκα,

και ψιθύρισε ο μπάτης μες στα πεύκα σ' αγαπώ...

Σαν κι απόψε μες της άνοιξης τα μάγια είχαμε μπλέξει

κι απ' τα χείλη σου πρωτάκουσα τη λέξη, σ' αγαπώ...

Η ζωή μου τώρα πια κυλάει άδεια, δίχως χρώμα, κι ευωδιά,

είμαι μόνος απ' τη μέρα που' χεις φύγει, με τη θλίψη συντροφιά...

Σαν κι απόψε μες της άνοιξης τα μάγια είχαμε μπλέξει

κι απ' τα χείλη σου πρωτάκουσα τη λέξη, σ' αγαπώ...


Καημοί ανθρώπινοι, απλοί μαζί με τη σκληρή τους γενναιότητα. Άντρες ερωτευμένοι, όμως αποφασισμένοι να θυσιαστούν για τη λευτεριά της πατρίδας.

Ξαλαφρωμένοι από τις αρματωσιές τους, ξάπλωναν πρόχειρα στο έδαφος με στρωμνή τις τσαλακωμένες χλαίνες τους. Οι μορφές τους μυθικές. Τα γένια τους ατίθασα έκρυβαν το μισό τους πρόσωπο και καθώς τους φώτιζαν οι φλόγες αντανακλούσαν στα πυρωμένα τους μάτια, που σπινθηροβολούσαν και υψώνονταν σαν πυγολαμπίδες ν' ανταμώσουν τ' αστέρια, να σμίξουν οι φωτιές τους και να ξεχυθούν από κει ψηλά κεραυνοί, για να διώξουν τα σκοτάδια της σκλαβιάς, να κάνουν το βράδυ λαμπερό. Να διαλυθούν τα σύννεφα, να φωτίσει ο ήλιος μετά από την καταιγίδα, ατόφιος σε μια απαστράπτουσα πατρίδα.

Πλησίασα διστακτικά, με κάποιο δέος μια παρέα με αντάρτες. Η καρδούλα μου χτυπούσε τόσο δυνατά, που πήγαινε να σπάσει. Όλους αυτούς τους θεωρούσε σαν απόστολους μιας άλλης θρησκείας. Το όνομά της Λευτεριά! Τους κοντοζύγωσα με αφέλεια, παίρνοντας το θάρρος εκείνο που μου έδινε η στενή μου συγγένεια με τον αρχηγό, ήθελα να τους γνωρίσω, να τους μιλήσω. “Καλησπέρα, καλωσήρθατε, είμαι η Σωσώ”. Εκείνοι σωστοί ιππότες σηκώθηκαν αμέσως να με υποδεχτούν, κάνοντας θέση να καθίσω κάπου ανάμεσά τους. Αφέθηκα με χάρη να βολευτώ, όπως είχα μάθει να κάθομαι πάντα.

Εκείνη τη στιγμή το λιτό τους δείπνο ήταν στο φρούτο. Έτρωγαν αχλάδια, που τα καθάριζαν με το υπηρεσιακό τους μαχαίρι. Μου πρόσφεραν ένα κομμάτι, που το δέχτηκα λέγοντας ένα αχνό ευχαριστώ από τη συγκίνηση. Θα ορκιζόμουν πως δεν είχα φάει ποτέ αχλάδι με τέτοια γλυκιά γεύση, με τόση όρεξη έτσι απλά απ' το χέρι ενός αντάρτη.

Με κοιτούσαν τρυφερά, τα βλέμματά τους αγνά συναγωνιστικά, ανάμικτα με θαυμασμό γι' αυτή την ωραία κοπέλα που ομόρφαινε τη συντροφιά τους. Ήξεραν πως ήμουν η κόρη του αρχηγού τους και το καμάρι του. Με θεωρούσαν σαν μια μικρή αδελφούλα, που ίσως είχαν αφήσει πίσω σε κάποια άλλη πόλη ή χωριό, για να ριχτούν στον ιερό τους αγώνα. Μου συστήθηκαν... Ο Τάσος, ο Λέων, ο Λαμπέτης, ο καπετάν Μωραϊτης, ο Στέφανος. Τα κωδικά τους ονόματα. Άφησα το μικρό αβρό μου χέρι μ' εμπιστοσύνη στις τραχιές τους παλάμες, που το κράτησαν απαλά σαν πουλάκι για να μην το τραυματίσουν. Και γελούσα με μια παιδική αφέλεια που αφόπλιζε. Έκανα χίλιες ερωτήσεις για όλα αυτά τα πρωτόφαντα που έβλεπα γύρω μου. Μου απαντούσαν σε όσα μπορούσαν και μέχρι εκεί που επιτρεπόταν για να μάθω.

Ήμουν δεκατεσσάρων χρονών, γεμάτη νεανική δροσιά, χάρη και μια ποιότητα που ξέχυνε γύρω μου η παρουσία μου, και γι' αυτούς τους κουρασμένους άντρες μια ζωογόνα όαση, που τους ξεκούραζε όπως τους νομάδες της ερήμου, που ζητούν τη μαγική γυναικεία φιγούρα σ' έναν αντικατοπτρισμό στις ολοήμερες πορείες τους πάνω στην καυτή άμμο.

Ωστόσο, η ματιά μου στάθηκε στον τελευταίο, στον Στέφανο. Το γιατί δεν μπόρεσα ποτέ να το εξηγήσω. Ήταν ένας άντρας πολύ μεγαλύτερός μου, ωραίος, μελαχρινός, όχι πολύ ψηλός, μα γεροδεμένος. Το μισό του πρόσωπο το σκέπαζαν πυκνά γένια. Ένα πλατύ λαμπερό χαμόγελο διαγραφόταν στο σαρκώδες στόμα του. Τα μάτια του σκούρα καστανά, γεμάτα γλυκιά μυστηριακή γοητεία. Ναι, εξέπεμπε έναν φλογερό ερωτισμό. Πρώτη φορά ένιωθα έναν άντρα να με συναρπάζει καθώς το βλέμμα του αντάμωνε με το δικό μου. Όχι, αυτό το χαμόγελο, τα μάτια που με κάρφωναν με γλυκές αστραπές, που με χάιδευαν τρυφερά, δεν έμοιαζε με κοίταγμα συναγωνιστικό ή αδελφικό όπως των άλλων. Ήταν βαθιά ερωτικό που με συγκλόνιζε με μια γλυκιά ταραχή. Τότε δεν το πολυκαταλάβαινα, απλά ένοιωθα μια ανατριχίλα στην επιδερμίδα μου. Η καρδούλα μου κάτω απ' το ελαφρύ καλοκαιρινό μου φουστάνι χτυπούσε άτσαλα, που αν πρόσεχε κανείς το αριστερό μου στηθάκι θα διέκρινε τους παλμού της. Ναι, μπορεί να ήμουν μικρή, μα είχα μια πρώιμη διάπλαση. Μια λίμπιντο στο κορμί μου, που έπαιζε ηδονικά παιχνίδια και που απόπνεε με την παρουσία μου ένα άρωμα πρώιμης έφηβης πολύ ερεθιστικό.

Αμέσως διαισθάνθηκα την ερωτική συμφωνία που υπέγραφαν οι ματιές μας, και αφέθηκα να με τραβήξουν σ' ένα πρωτοπάτητο μονοπάτι. Ούτε εκείνος, ούτε εγώ προσπαθήσαμε να το κρύψουμε. Ήμασταν μαγνήτες δυο πόλων σε μια δυνατή έλξη. Και μείναμε εκεί κοιτώντας ο ένας τον άλλον, απομονωμένοι απ' τους γύρω μας, χωρίς ούτε μια λέξη, κι ήταν θεία εκείνη η πρώτη αγνή ερωτική μας επαφή.

Ναι, ο Στέφανος, ο αντάρτης με ερωτεύτηκε. Αυτός ο μικρόσωμος άντρας με το φλογερό ταμπεραμέντο, που πολεμούσε στις μάχες λεβέντικα, παλικαρίσια. Ο Στέφανος, ο κομμουνιστής, ο μάχιμος ιδεολόγος που ριχνόταν στον αγώνα κατά του ντόπιου και ξένου φασισμού, που όταν ξεχνιόταν τραγουδούσε την τρίτη διεθνή, αυτός που εθελοντικά αναλάμβανε τις πιο επικίνδυνες αποστολές, ναι, με ερωτεύθηκε με την πρώτη ματιά. Το ένοιωσα αμέσως. Είναι αυτή η κρυπτογραφική διαίσθηση των ερωτευμένων. Δεν το κρύβω περηφανεύτηκα, που η μικρή έφηβη τον νίκησε, τον αφόπλισε.

Θυμάμαι εκείνο το βράδυ στο άβολο κρεβάτι μου να τον φέρνω κοντά μου, στα κοριτσίστικα όνειρά μου. Ένοιωθα ευτυχισμένη, αισθανόμουν γυναίκα όμορφη, ταυτίστηκα με τα νιάτα μου και περίμενα πότε να ξημερώσει η άλλη μέρα για να τον ξαναδώ. Τι κι αν ήταν πολύ μεγαλύτερός μου, γινόταν μικρός. Εγώ ήμουν η μεγάλη αρχόντισσα και εκείνος ο υποταχτικός μου.

Αγαπηθήκαμε... Και δεν λέγαμε ψέμματα. Εγώ κλείστηκα στη ματιά του και εκείνος στην καρδιά μου. Ήξερα πως όχι μόνο μ' αγαπούσε, μα και με σεβόταν. Όταν βρισκόταν μακριά σε μάχες μου έγραφε γράμματα και μου τα έδινε όταν ανταμώναμε. Ή μου τα έστελνε με τον Τάσο, που ήταν ο μόνος που γνώριζε το δεσμό μας. Τι δεσμό δηλαδή, αστεία πράγματα, ούτε ένα φιλί δεν είχαμε ανταλλάξει, ούτε στο μιλητό. Μόνο στα πολυσέλιδα γράμματά του μου φανέρωνε τον ερωτά του. Κι εγώ τα δεχόμουν, τα διάβαζα και αμέσως τα έσκιζα. Μια πιο ουσιαστική επαφή ήταν ανέφικτη. Και αλίμονο αν το μάθαινε κάποιος άλλος. Ο Στέφανος θα αντιμετώπιζε το εκτελεστικό απόσπασμα.

Τέλος πάντων, που είχα μείνει; Α, ναι, εκεί που είχα πάει να συναντήσω τους αντάρτες.... Λοιπόν, λίγο πιο πέρα καθόταν μόνος ο πατέρας μου, μια μορφή θαρρείς βγαλμένη από γρανίτη και κάπνιζε σκεφτικός το τσιμπούκι του. Ποιος ξέρει τι έγνοιες τον προβλημάτιζαν. Ανάμεσα στα πόδια του κρατούσε τον αδελφό μου, τον Χρίστο. Ένιωσα μια εσωτερική έπαρση. Ένας μεγάλος άνθρωπος, μικρόσωμος σαν φιγούρα ναπολεόντεια, μα μεγάλος μαχητής. Πόσα μπορούσε να κρατάει στον εγκέφαλό του αυτή η μεγάλη μορφή του αντάρτικού αγώνα;

Παιδί ενός μεγαλοτσέλιγκα ο πατέρας μου, δεν τον κράτησε τίποτα στο μικρό του χωριό παρ' όλο που το λάτρευε. Θυμάμαι το έλεγε μικρό Παρισάκι, κι ας ήταν βουτηγμένο σε μια λάκα. Γύρω γύρω το έζωναν βουνά και πάνω ένα στρογγύλεμα ουρανού, που ήταν πάντα συννεφιασμένος και νόμιζες πως θα πέσει να σε πλακώσει. Εκείνος ήθελε γράμματα, μα κανένας δεν το καταλάβαινε. Ήθελε να καλλιεργήσει το μεγάλο του πνεύμα, να διαβάσει, να μορφωθεί. Τα όρια του μικρόκοσμου του ήταν πολύ στενά και τον συνέθλιβαν με τους βράχους τους. Αυτός ήθελε την απλωσιά, τους μεγάλους ορίζοντες ν' αφήσει ελεύθερη τη μεγαλοφυΐα του να μεγαλουργήσει. Και ξεκίνησε από το μικρό χωριουδάκι των Καλαβρύτων, τα Λακώματα, να πάει στην πιο κοντινή πόλη, την Πάτρα χωρίς καμιά πατρική βοήθεια. Και μορφώθηκε μόνος του. Τη μισή μέρα δούλευε σ' ένα σιδεράδικο. Σκληρή δουλειά για ένα παιδί. Τη νύχτα μελετούσε κάτω από τη φλόγα ενός κεριού. Εμπλούτιζε τις σχολικές του γνώσεις με ιστορία, μυθολογία, με ποίηση. Ήταν άφθαστος, έγραφε επική ποίηση, πολλή δύσκολη. Αποστήθιζε μεγάλα ποιήματα, τον Όμηρο, τον Παλαμά. Στην απαγγελία ήταν υπέροχος, μάγευε...

Αυτά τα ποιήματα που έγραψε δυστυχώς δεν έχουν σωθεί, δεν υπάρχουν χειρόγραφα. Ίσως γιατί ως στρατιωτικός έκαναν πολλές μετακομίσεις και σε κάποιες απ' αυτές να χάθηκαν. Μπορεί και η πρώτη του σύζυγος να τα είχε δώσει και στα παιδιά να παίζουν. Όλα τα απάγγελνε από μνήμης. Φταίμε και εμείς, τα παιδιά του, που δεν του ζητήσαμε να μας τα γράψει. Το ημερολόγιο του απ' το αντάρτικο το πήρε ο συναγωνιστής Παπαστεριόπουλος για να γράψει το βιβλίο του και δεν μας το επέστρεψε. Εγώ από κει πήρα βοήθεια. Το ξέρω είμαστε ασυγχώρητοι, αλλά ήταν και η αστυνομία που σε κάθε έρευνά της όλο και κάτι κούρσευε. Αχ, τι δύσκολοι καιροί...

Όταν πήγε στρατιώτης πολέμησε σε όλους τους Βαλκανικούς πολέμους και τον κέρδισε ο στρατός. Χωρίς να έχει φοιτήσει στη σχολή Ευελπίδων, έπαιρνε τους βαθμούς επ' ανδραγαθία και τα παράσημα πλάκα. Στην κατοχή εντάχθηκε στο Ε.Α.Μ ΕΛΑΣ, αρχηγός των αντάρτικων δυνάμεων της Αχαΐας. Στις μάχες πολεμούσε ακάλυπτος με μόνο όπλο το υπηρεσιακό του περίστροφο, μπροστάρης φωνάζοντας με τη στεντόρεια φωνή του: “Εμπρός παλικάρια μου, για την πατρίδα, για την λευτεριά της”. Και οι αντάρτες του να τον ακολουθούν και να τον καλύπτουν, πολεμώντας βέβαιοι για τη νίκη. Στο Λεόντιο έγινε το Βατερλώ του ταγματάρχη Ιταλού Γκασπάρο, τον αποκαλούμενο ανταρταφάγο, σε μάχη τακτική, ενώ αυτός περίμενε ανταρτοπόλεμο υπό τις διαταγές του πατέρα μου, που μαζί με τον σμήναρχο Μίχου τον κατατρόπωσαν. Οι απώλειες για τους Ιταλούς ήταν μεγάλες. Ο συλληφθείς Γκασπάρο με τέσσερις ακόμα αξιωματικούς εκτελέστηκαν από ανταρτοδικείο.

Στη Χαλανδρίτσα, στην Τριταία, και πού δεν είχε πολεμήσει αυτός ο μικρόσωμος γίγαντας. Μάχες νικηφόρες, κάνοντας αισθητή την παρουσία του νεοσυσταθέντος αντάρτικου στον Ερύμανθο και σε όλη την Αχαΐα μέχρι την Ηλεία.

Κρατώντας στις πλάτες του και τους άλλους πολέμους της πατρίδας, γεμάτος τραύματα, μα και παράσημα στο αριστερό του στήθος που δεν τα φορούσε, δεν τα μοστράριζε. Ήταν πολύ σεμνός. Πήγε στρατιώτης, πολέμησε το 1912 για την απελευθέρωση της Μακεδονίας. Τάχτηκε στο Βορειοηπειρωτικό αγώνα, ακούραστος μαχητής για μια Ελλάδα μεγάλη και δημοκρατική. Πιστός οπαδός του Βενιζέλου, έδωσε τα πάντα για να βιώνουν τα παιδιά του και όλοι οι Έλληνες σε μια ένδοξη πατρίδα.

Ακόμα και στον πρώτο παγκόσμιο πόλεμο αγωνίστηκε στο πλευρό των Γάλλων συμμάχων. Παρασημοφορήθηκε με το μεγαλόσταυρο από τον ίδιο τον διάδοχο Κωνσταντίνο που ήταν αρχηγός του στρατεύματος, όπως τον είχε διορίσει ο Βενιζέλος, το πιο μεγάλο σφάλμα του, που τόσα δεινά έφερε στην Ελλάδα. Συνήθιζε να λέει: “Το παλάτι ευθύνεται για όλα τα δεινά της πατρίδας μας”. Ήταν φανατικός αντιβασιλικός. Μ' αυτή την ιδέα είχε γαλουχήσει και μένα. Και μου έμενε σ' όλη μου τη ζωή. Κοριτσάκι δεν πολυκαταλάβαινα, στην πορεία όμως με την αλληλουχία των ιστορικών γεγονότων, μπήκε μέσα στο πετσί μου. Με τις ανδραγαθίες του πήρε τους βαθμούς και τα παράσημα το ένα μετά το άλλο.

Τώρα σ' αυτό το μικρό χωριουδάκι, μ΄ένα λόχο του αντάρτικου στρατού του, κάπνιζε συλλογισμένος το τσιμπούκι του, ήρεμος και γαλήνιος. Ίδιος ολύμπιος θεός. Άραγε τι άλλες μάχες σχεδίαζε με τη μεγαλοφυΐα της στρατιωτικής του παιδείας.

Αυτός ήταν ο συνταγματάρχης Βλάσης Ανδρικόπουλος ή Βέτσος, ο καπετάν Ανδρίτσος. Ένας μεγάλος στρατιώτης μάχιμος παρά τα εξήντα του χρόνια, δίνοντας το δικό του πατριωτικό παρόν για την λευτεριά της σκλαβωμένης πατρίδας.


Το πανηγύρι του Δεκαπενταύγουστου

Και περνούσε ο καιρός σε κείνο το φιλόξενο χωριό του Ερύμανθου, με το τρανό λιθάρι πάνωθέ του, τον γρανιτένιο αυτό γίγαντα που το προστάτευε από τις πλημμύρες και τους ορμητικούς χείμαρρους, που κατέβαιναν από το βουνό το χειμώνα όταν έλιωναν τα χιόνια. Το στεφάνωνε σαν διάδημα, δίνοντάς του πιότερη ομορφιά και γραφικότητα.

Και έφτασε ο δεκαπενταύγουστος και το χωριό ντύθηκε στα γιορτινά του. Ήταν το πανηγύρι του. Σ' ένα φτωχικό ερημοκλήσι, της Κυράς Παναγιάς, που το κύκλωναν οι λόγκοι, εκεί τραβούσαν οι χωριανοί το πρωί της γιορτής για να λειτουργηθούν.

Το χωριό χτισμένο αμφιθεατρικά σαν τις κερκίδες αρχαίου θεάτρου, με τα σπίτια λιθοπετρόχτιστα, με τις αυλές τους γεμάτες αλτάνες, είχε μια απέραντη θέα σε όλο τον κάμπο, που ανοιγόταν στα πόδια του. Εκείνη τη γιορτινή μέρα είχε ξεχαστεί η φοβέρα του καταχτητή. Τον αχό του πολέμου που αντιβοούσε κάτω μακριά, σαν να είχε γίνει μια άτυπη ανακωχή, τον είχαν ξεχάσει. Με τον λόχο του 12ου συντάγματος του ΕΛΑΣ που είχε στρατοπεδεύσει στο χωριό, είχαμε τις απαντοχές μας. Ο φόβος είχε λουφάξει, είχαμε την ευλογία της Παναγιάς και το χωριό θα έκανε και αυτό την αντίστασή του. Θα το γλεντούσαμε.

Τα πέτρινα πεζούλια γύρω γύρω στην πλατεία, καναπέδες αυτοσχέδιοι για να κάθονται οι πανηγυριώτες και λίγα ξύλινα τραπέζια στις άκρες για να μην κλείνουν τη μικρή χωματένια πίστα. Το κατάστημα κερνούσε μόνο κρασί και αγάπη. Σιγά σιγά η μικρή πλατεϊτσα με τα αιωνόβια πλατάνια γέμιζε από το ανθρώπινο ομάδι του χωριού. Μαζί κατηφόριζαν και οι αντάρτες με τα όπλα στους ώμους τους από τη ραχούλα, που ήταν το σχολείο, το προσωρινό τους κατάλυμα.

Εκεί θα στήνονταν οι χοροί. Τα πλατάνια φουντωμένα καταπράσινα άπλωναν τους κλώνους τους προστατευτικά σαν τα χέρια της Παναγιάς. Πάνω από το βουνό διαχέονταν οι ευωδιές από τα σκίνα και τα θυμάρια. Τα πέτρινα πεζούλια περίμεναν του πανηγυριώτες να τους προσφέρουν τα άβολα καθίσματα. Μα ποιος τα πρόσεχε αυτά; Οι άνθρωποι απελευθερωμένοι από τις δουλειές, την καθημερινή κούραση ήθελαν να χαρούν, να γλεντήσουν.

Εκεί λοιπόν στην πλατεία του χωριού σ' ένα σπίτι με ξεχαρβαλωμένα τρύπια πατώματα, με μιαν ετοιμόρροπη σκάλα που νόμιζες πως θα διαλυθεί από στιγμή σε στιγμή, μέναμε και εμείς, η οικογένεια του αρχηγού, χωρίς ούτε καν τα απαραίτητα. Ούτε φως, μα και νερό, που το κουβαλούσαμε από την κοντινή κελαριστή βρυσούλα, που τραγουδούσε ασταμάτητα τη μελωδία του τρεχάμενου νερού της.

Πάνω σε δύο αυτοσχέδια κρεβάτια από ξύλα με χορτάρινα στρώματα και άφθονους ψύλλους, που μας κοίμιζαν τα βράδια, εγώ ύφαινα τα νεανικά μου όνειρα για μια ωραία μελλοντική ζωή. Και το γέλιο δεν έφευγε από τα χείλη μου. Τα νιάτα μου τα τωρινά ήταν εδώ και ήθελα να τα χαρώ έστω και σ' αυτούς τους δύσκολους καιρούς. Τα άλλα ήταν σαν να μην με αφορούσαν. Όμως πολύ γρήγορα θα καταλάβαινα σε πόσο δύσκολο δρόμο θα περνούσα. Κακοτράχαλο το μονοπάτι μου.

Στη διπλανή κάμαρη ζούσε μια άλλη οικογένεια με τέσσερα μέλη. Το ζευγάρι με τα δυο τους παιδιά. Φτωχή φαμίλια, δεν είχαν στον ήλιο μοίρα που λένε. Εκείνος, ο πατέρας, βοσκός σε ξένα κοπάδια, μισότρελος, είχε μια αδυναμία στις γκλίτσες και διέθετε ομολογουμένως μια καλή συλλογή. Μ' αυτές έδερνε κατά προτίμηση το γιο του. Η μητέρα μια μικρόσωμη αεικίνητη χωριάτισσα, ήταν η εταίρα του χωριού. Η Κυράτσω με τ' όνομα. Μια σημαδεμένη με αμέτρητες ρυτίδες γυναίκα, όχι μόνο του χρόνου, αλλά πιο πολύ της μίζερης ζωής της. Εύκολη σε κάθε ερωτική αμαρτία με τους συγχωριανούς της και τώρα με τους αντάρτες. Κι ήταν αλήθεια. Την είχα δει να κοιμάται μ' έναν αντάρτη, αυτή όμως ούτε που είχε αντιδράσει, σαν να μην είχε συμβεί τίποτα. Την αναφέρω γιατί θα παίξει κάποιο ρόλο παρακάτω στην ιστορία μας. Ο γιος ένα απόκουτο πλάσμα αλλά η κόρη δεν πήγαινε πίσω, ακολουθούσε και εκείνη πιστά το παράδειγμα της μητέρας της, χωρίς να καταλαβαίνει καλά καλά γιατί το έκανε. Μέχρι που κάποιος την άφησε έγκυο.

Μ' αυτούς λοιπόν τους ανθρώπους συζούσαμε αναγκαστικά. Δεν ήμουν καμιά ψηλομύτισσα, ούτε και η καπετάνισσα όπως αποκαλούσαν τη μητέρα μου, παίρναμε τη συγκατοίκηση ως αναπόφευκτη και τους βοηθούσαμε όσο μπορούσαμε. Αλλά και η Κυράτσω με τη σειρά της μας βοηθούσε. Έκανε διάφορες δουλειές του σπιτιού και μας κουβαλούσε νερό απ' τη βρύση. Ο αδελφός μου ο Χρίστος ούτε χαμπέριζε, έπαιζε ανέμελος με τον μικρό γιο της Κυράτσως και μάλιστα το χαιρόταν που ήταν απόκουτος και τον έκανε ό,τι ήθελε.

Κάτω απ' το σπίτι βρισκόταν το τσαγκαράδικο του χωριού. Ένα μικρο δωματιάκι με χώμα για πάτωμα. Εκεί εργάζονταν δύο άντρες, ο ένας, μεγάλος πια οικογενειάρχης με δυο κορίτσια, ο άλλος πολύ νεότερος, λίγο περισσότερο από είκοσι χρονών. Ήταν εξώγαμο παιδί, μούλο τον αποκαλούσαν οι συγχωριανοί του. Και οι δύο ήταν γαλανομάτηδες. Δούλευαν για τις ανάγκες του χωριού, τακούνια, σόλες, παπούτσια πρωτόγονα, φτιαγμένα από λάστιχο και βακέτα. Δεν μπορούσα να καταλάβω ποια κοινή φύτρα είχαν οι δύο αυτοί άνθρωποι. Ποιο κοινό DNA τους έδινε τα ωραία γαλανά μάτια και τα σγουρά ανοιχτόχρωμα μαλλιά.

Ο Χρήστος Καρμήρας, ο τσαγκάρης και ο μπαλωματής ήταν ένας πανέξυπνος ορεσίβιος πενηντάρης, πάντα γελαστός και χωρατατζής, έλεγε πράγματα απίθανα, που τα έκανε να φαίνονται αληθινά. Καλοσυνάτος άνθρωπος. Η μεγαλύτερη δόξα του ήταν όταν του ζήτησα να μου φτιάξει ένα ζευγάρι μποτάκια. Ποτέ δεν τον ξέχασα.

Εκεί στο τσαγκαράδικο κατέβαινα κάθε πρωί και έπιανα κουβεντούλα τελείως αθώα, κι ήταν μια όαση χαράς η παρέα τους στην τόσο πληκτική και ανούσια ως τότε ζωή μου. Ο Χρήστος και ο Γεράσιμος με αγαπούσαν και με σέβονταν. Ήταν τιμή τους, λέγανε, που η κόρη του αρχηγού ζητούσε τη συντροφιά τους. Όσα χρόνια και αν πέρασαν από τότε, δεν τους ξέχασα, πάντα τους θυμόμουν μ' αγάπη. Τελικά, τα μποτάκια μου έγιναν μούρλια.

Στην άκρη του χωριού προς την κοκκινόβρυση υψωνόταν το αρχοντικό των Παπαδόπουλων. Ναι, αυτών που έκαναν τη στυγνή δικτατορία της 21ης Απριλίου του 1967. Τότε το κατοικούσαν ο πατριάρχης Παπαδόπουλος, ένας αλαζόνας επιβλητικός άντρας, που φορούσε πάντα κιλότα ιππασίας και μπότες, η γυναίκα του και η μοναχοκόρη τους Αθηνά. Τα δύο του αγόρια απουσίαζαν. Πού ήταν; Άλλοι έλεγαν πως ήταν στο Κάϊρο, όμως στο ψιθυριστό από τους χωριανούς διέρρεε πώς ήταν στα τάγματα ασφαλείας. Μια φορά η κόρη τους με πλησίασε για να κάνουμε παρέα, αλλά εγώ το ξέκοψα αμέσως. Μπορεί να ήμουν αθώα αλλά όχι και χαζή.

Όλα ήταν έτοιμα για ν' αρχίσει ο χορός και τριγύρω τα προμηνύματα της χαράς, του ξεφαντώματος για ένα διάλειμμα ξεγνοιασιάς με χρώματα φανταχτερά έντυναν τις καρδιές μας εκείνο το καλοκαιρινό γιορταστικό βράδυ. Το φως της μέρας έσβηνε σιγά σιγά σ' ένα πυρακτωμένο ηλιοβασίλεμα και οι ασετιλίνες άναβαν να φωτίσουν το σκοτάδι, που ερχόταν αργοπορημένος πανηγυριώτης.

Και άρχισαν τα όργανα και έσμιξε με τον αγέρα του βουνού η ελληνική λεβεντιά. Και μοσχοβολούσε το σκίνο και το θυμάρι στο θρόισμα από τα κλαδιά, σαν να λικνίζονταν και αυτά στους σκοπούς του τσάμικου και του καλαματιανού. Όλοι χόρευαν σε κυκλικούς χορούς με κέφι και ζωντάνια, χωριανοί και αντάρτες. Τα κορίτσια έκαναν πολύπλοκα τσαλίμια για να εντυπωσιάσουν τ' αγόρια. Ήταν ένα είδος νυφοπάζαρου. Από δω θ' άρχιζαν οι διαδικασίες για κάποιο συνοικέσιο, με στόχο ένα μελλοντικό γάμο.

Εγώ χόρευα στον κυκλικό χορό των ανταρτών, που καμάρωναν για τον έντεχνο εξευγενισμένο χορό μου, μα πιο για το κατακόκκινο φόρεμά μου που έμοιαζε να ανεμίζει σαν κομμουνιστική παντιέρα καθώς πετούσα το κορμί μου με τα επιδέξια βήματα του χορού μου. Δίπλα μου ήταν ο Στέφανος, μου κρατούσε απαλά το χέρι που κάποιες στιγμές μου το έσφιγγε με ερωτική σημασία.

Εκεί στο διάκενο από τα κλαδιά των πλατάνων, η σελήνη έκανε τον περίπατό της στο στερέωμα, σωστή βασίλισσα με τους αυλικούς της τ' αστέρια, με καβαλιέρο της τον Αυγερινό, ολόγιομη σε όλες τις δόξες της. Η καθάρια ατμόσφαιρα την έφερνε πιο κοντά, την νοιώθαμε σαν μια εξώκοσμη συντρόφισσα που συμμετείχε στο γλέντι μας.

Κάποια στιγμή την είδαμε να χάνεται σιγά σιγά και να γίνεται σκοτάδι. Το γύρω του πλανήτη τον φώτιζαν μόνο τ' αστέρια και το χώρο της πλατείας οι γήινες ασετιλίνες.

“Έκλειψη! Έκλειψη!...” φωνάξαμε όλοι μαζί. Και έγινε μια σιωπή. Μας είχε εκστασιάσει το ουράνιο φαινόμενο. Μας διακατείχε ένα δέος. Ο Στέφανος έσκυψε στο αυτί μου και τρυφερά μου ψιθύρισε “σ' αγαπώ”. Και πάλι η σελήνη βγήκε από την τροχιά της για να ξαναλάμψει πιο λαμπερή, αδιαμφισβήτητη κυρίαρχη του ουράνιου θόλου, μυστηριώδης με το φως της το ασημί και αιώνιο.

“Να χορέψει η κόρη του αρχηγού σόλο κοζάκικο” ακούστηκε ξαφνικά η φωνή του Στέφανου να λέει.

Τότε η ορχήστρα άρχισε να παίζει ένα χασαποσέρβκικο γρήγορο. Εγώ χωρίς πολλά παρακάλια, πετάχτηκα και σαν μια κατακόκκινη φλόγα σε κείνη τη μικρή χωματένια πίστα πάνω στις πέτρες χόρεψα κοζάκικο. Θυμάμαι αντιβούισαν οι πλαγιές από τις τουφεκιές των ανταρτών, μα πιο πολύ του Στέφανου, που αχαλίνωτος άφησε να εκδηλωθεί η αγάπη του για μένα καθώς και η περηφάνια του για το ξέφρενο χορό μου.


Ένα οδοιπορικό στο Κούμανι

Λίγο πιο πέρα από το Καλούσι ήταν ένα μικρό ιδιωτικό θέρετρο σε μια κατάφυτη πλαγιά του Ερύμανθου, περίπου τρία χιλιόμετρα μακριά που είχε διαλέξει ο πατέρας μου για καταφύγιο μας για τον φόβο των Γερμανών, αλλά και των ντόπιων προδοτών που δεν ήταν λίγοι, πρόθυμοι να μας παραδώσουν στα χέρια τους, απλά για να τους ευχαριστήσουν. Οι χωριάτες φοβόντουσαν τον κομμουνισμό περισσότερο από τους Γερμανούς. Η προπαγάνδα του Μεταξά τους τον παρουσίαζε σαν μπαμπούλα. Τους είχαν πείσει πως οι κομουνιστές θα τους έπαιρναν τα χωράφια τους, πως είναι άθεοι και είχαν διαλύσει την οικογένεια και άλλα πολλά που με την αμορφωσιά τους τα πίστευαν. Μπορούσαν λοιπόν να προδώσουν έτσι και μόνο για την κακώς εννοούμενη δόξα τους. Πόσες φορές είχαμε κινδυνεύσει θα το μαθαίναμε αργότερα. Όμως, τώρα, μας φύλαγε το άγρυπνο μάτι των ανταρτών.

Εκεί λοιπόν στο ιδιωτικό θέρετρο, το Κουμάνι, καταπράσινο ειδυλλιακό σκαρφαλωμένο λες κι ήταν οι κήποι της Βαβυλώνας, όμως φυσικό δημιούργημα από το χέρι του θεού, χωρίς τον πολιτισμό να το λερώνει, με την άγρια φύση να το νταντεύει και τις κελαρυστές πηγές του να ψάλλουν ύμνο εωθινό, είχαμε βρει καταφύγιο.

Το χάιδευε το καλοκαίρι ο ήλιος, δεν το έκαιγε, τρύπωνε ανάμεσα από τα φύλλα των αιωνόβιων δέντρων, φιλτραρισμένος στο νωπό χώμα από την ικμάδα της νύχτας. Αυτό το μικρό χωριό έμοιαζε με οργιώδη ζούγκλα. Το καλοκαίρι σε αυτόν τον επίγειο παράδεισο το γιόμα ήταν χλιαρό, δροσερό μέχρι που ν' ανατριχιάζεις το βράδυ. Το χειμώνα ερήμωνε. Τα σπίτια του λίγα, τα πιο πολλά του ιδιοκτήτη. Ήταν ένα γλυκό γεροντάκι ανάπηρο, καθηλωμένο πάνω στην αναπηρική του πολυθρόνα. Επίγονος μιας μεγάλης οικογένειας αγωνιστών του ' 21, από τη μεγάλη ράτσα των Κουμανιωταίων, του τότε απελευθερωτικού αγώνα κατά των Τούρκων τυράννων, της σκοτεινής αυτής περιόδου με τα τετρακόσια χρόνια σκλαβιάς της Ελλάδας. Τα τρία του παιδιά, δύο αγόρια και ένα κορίτσι είχαν ενταχθεί στον ΕΛΑΣ και πολεμούσαν σαν απλοί αντάρτες. Όμορφοι άνθρωποι, απλοί, όπως όλοι οι πραγματικοί άρχοντες, ένωσαν τις ατομικές τους δυνάμεις για την τωρινή απελευθέρωση της πατρίδας, εφάμιλλοι γόνοι των προγόνων τους. Φιλόξενοι, με απλοχεριά πρόσφεραν φαγητό, στέγη και προπαντός ασφάλεια. Οι πόρτες τους πάντα ανοικτές για τους φίλους. Το μικρό θέρετρο είχε γίνει ένα βουνίσιο καταφύγιο για τους αντάρτες. Στέκι και ορμητήριο κρυμμένο στην πλαγιά σαν απόρθητο κάστρο χωρίς πύλες. Σε μια ραχούλα, ένα παρατηρητήριο καλά οχυρωμένο έδινε στους παραθεριστές την ασφάλεια και τη σιγουριά ν' απολαμβάνουν τις καλοκαιρινές διακοπές τους.

Οι Γερμανοί με τους συμμάχους τους, τους Έλληνες προδότες ταγματασφαλίτες δεν τολμούσαν να το πλησιάσουν. Εκεί, λοιπόν, είχα πάει για λίγες μέρες, όπου ένας μορφωτικός σύλλογος της Πάτρας είχε μια παιδική κατασκήνωση, ευγενική προσφορά του ιδιοκτήτη. Για μένα ήταν μια ευχάριστη ανάπαυλα να συναναστραφώ, να μιλήσω πολιτισμένα με την Πρόεδρο του συλλόγου, την κυρία Σοφία, για τα ενδιαφέροντά μου, όπως το χορό, το πιάνο. Την ήξερα και την αγαπούσα την κυρία Σοφία, άλλωστε είχα πάρει πολλές φορές μέρος σε πολιτιστικές και φιλανθρωπικές εκδηλώσεις μια και ήταν μέλος του συλλόγου η μητέρα μου.

Εκεί στο παρατηρητήριο ήταν και ο Στέφανος, που κατέβαινε το βράδυ μαζί με τους άλλους αντάρτες στο χωριό και γινόταν γλέντι τρικούβερτο με αντάρτικα τραγούδια μα και νοσταλγικά ερωτικά σουξέ της εποχής. Ο Στέφανος τραγουδούσε ωραία καθώς και οι άλλοι αντάρτες, που πολλοί από αυτούς ήταν καλλιτέχνες. Θυμάμαι πως τα νυχτοπούλια σταματούσαν το μονότονο χαβά τους για ν' ακούσουν μελωδίες πρωτάκουστες. Το ρομαντικό πλατωνικό φλερτάκι με τον Στέφανο δεν περπάταγε. Το μόνο που ήξερα ήταν πως μ' αγαπούσε.

Έφτασε η μέρα που θα έφευγα και ο Στέφανος προσφέρθηκε να με συνοδεύσει στο λίγο δρόμο, από ένα κακοτράχαλο μονοπάτι ανάμεσα στο λόγκο που το είχαν χαράξει οι άνθρωποι για πιο κοντινό. Πιασμένοι από το χέρι ξεκινήσαμε να διανύσουμε αυτή τη μικρή διαδρομή περπατώντας. Οι ευωδιές του βουνού φιλτραρισμένες, καθάριες μας χάιδευαν τα πρόσωπα με το αεράκι. Ήταν μια θωπεία που μας έφερνε ευφορία, τρυφερότητα, μια μαγική γαλήνη που μας αγκάλιαζε τα σώματα, τις ψυχές μας. Μας εξιδανίκευε. Τα χέρια μας στις χούφτες μας τα νιώθαμε να τρεμουλιάζουν. Μια ανατριχίλα διαπερνούσε τα κορμιά μας. Ταραγμένες και οι σκέψεις μας προσπαθούσαμε να τις δαμάσουμε με μεγάλη δυσκολία. Τα μάγουλά μου είχαν γίνει άλικα. Μια πεθυμιά μας κυριαρχούσε. Να μην τελειώσει ποτέ αυτό το μικρό οδοιπορικό. Κάποια στιγμή γύρισα και τον κοίταξα. Με παρατήρησε με λατρεία μα ήταν συγκρατημένος. Το χέρι του στο χέρι μου, το ένιωθα με τους παλμούς της καρδιάς τους, διάβαζα στην αφή του τα γράμματα της αγάπης του. Μα έμενε σιωπηλός. Και ξαφνικά σταθήκαμε αυθόρμητα και βρεθήκαμε αγκαλιασμένοι. Μου χάιδεψε τα μαλλιά, η αγάπη του ξεχείλισε φανερά. Με φίλησε πρώτα στο μέτωπο σαν να' μουν εικόνισμα.

“Είσαι τόσο όμορφη, ίδια με Παναγιά και διστάζω να σε αγγίξω. Άφησέ με να γεμίσω τα μάτια μου με τη θωριά σου. Σ' αγαπώ τόσο πολύ. Θα ήθελα αυτή τη στιγμή να πεθάνω για να πάρω την επαφή μας στην αιωνιότητα, αφού δεχτείς πρώτα να σε φιλήσω”.

Ήταν η πρώτη ερωτική μου εμπειρία που μου έδωσε τα φτερά να πετάξω στη ζωή. Ναι, μια πολύ τρυφερή και καθόλου τραυματική εμπειρία. Μια ωραία ανάμνηση που την κρατάω ακόμα ως τώρα. Αγαπήθηκα από ένα ωραίο άντρα με τη σημασία της λέξης εξειδικευμένη. Ήμουν πολύ μικρή, όμως τώρα ξέρω πως υπήρξα πολύ τυχερή.

Αυτή η πλατωνική μας επαφή ήταν η πρώτη και η τελευταία. Εκεί τελείωσαν όλα, όσο κράτησε το μικρό οδοιπορικό Κουμάνι, Καλούσι. Μετά την απελευθέρωση χαθήκαμε. Εκείνος ακολούθησε το δεύτερο αντάρτικο στα βουνά της Πίνδου. Έκανα προσπάθειες να τον βρω, μα πώς; Με το κωδικό του όνομα; Ξανασυναντηθήκαμε μετά από πολλά χρόνια. Ο Στέφανος ήταν ένα ναυάγιο. Και πάλι μας χώρισε η ζωή. Εκείνος είχε φτιάξει τη δική του οικογένεια και εγώ τη δική μου. Του έμεινε όμως η ανάμνησή μου, όπως και σε μένα η δική του. Μέχρι που έμαθα πως πέθανε.

Δύσκολοι καιροί

Το πόσο δύσκολοι ήταν εκείνοι οι καιροί; Τώρα που έφτασα στην ωριμότητά μου, τώρα μπορώ να το συνειδητοποιήσω. Τότε, με τα νιάτα μου, τη κοριτσίστικη ξεγνοιασιά μου το έπαιρνα αψήφιστα. Βέβαια καταλάβαινα τους κινδύνους, που μας απειλούσαν από τους Γερμανούς και τους ντόπιους προδότες.

Κι ήρθε το φθινόπωρο και ο χειμώνας δεν θα αργούσε σε εκείνο το ορεινό χωριό. Θα μας θέριζε το κρύο, και πού να μέναμε; Στο πανάθλιο σπίτι, χωρίς ζεστασιά, μα ούτε τ' απαραίτητα μέσα δεν είχε για να περάσουμε ολόκληρο χειμώνα πάνω στο βουνό. Έπρεπε, λοιπόν, να φύγουμε. Έτσι μια μέρα ήρθε ο ξάδελφός μου για να μας πάρει. Ήταν και εκείνος οργανωμένος στο Ε.Α.Μ. Εκείνος μας είχε πάει και στο Καλούσι. Ο πατέρας μου του είχε εμπιστευτεί την ασφάλειά μας και ό,τι πιο καλό για τη διαβίωσή μας. Έπρεπε να φύγουμε, να πάμε στον κάμπο να περάσουμε το χειμώνα. Το καλοκαίρι θα ξανανεβαίναμε.

Κατεβήκαμε λοιπόν στον κάμπο σ' ένα σπίτι το ίδιο πανάθλιο, χωρίς ανέσεις, κλειστό από παντού, σε μια ισιάδα που με πλάκωνε αβάσταχτα. Ένα ίσιωμα όσο έπιανε η ματιά μου, χωρίς να μπορώ να δω ένα ηλιοβασίλεμα. Γύρω ελαιώνες με τις ασημοπράσινες συγχορδίες των φύλλων τους να θροϊζουν. Τα σιτάρια να στρώνονται πράσινο χαλί στην πρώτη τους φύτρα, με τα καφετιά μανιτάρια σαν μικρές ομπρελίτσες στις ρίζες τους και τα χωστά άγρια ραδίκια ένα με της φύτρες τους. Ένα διαφορετικό τοπίο με τη δική του ιδιαίτερη ομορφιά, μα που δεν μου πρόσφερε καμιά μαγεία, ούτε και χαρά.

Εγώ, σαν μικρός εωσφόρος κυνηγούσα κάτω από τον ίσκιο των δέντρων του ήλιου το φως, σεργιανούσα να βρω ένα ξάγναντο στους μικρούς χωμάτινους λόφους. Έπαιρνα τις πλαγιές ν' ανοιχτεί η ματιά μου σε κείνο το σημείο που ήταν το χωριό των ονείρων μου, να διακρίνω από μακριά το τρανό λιθάρι, το θρύλο μου. Με άσπρους κρίνους στην καρδιά με τα επτά χρώματα της ίριδας στο πρόσωπο σήκωνα το χέρι να το χαιρετίσω. Έστελνα φιλιά στο γρανιτένιο γίγαντα γιατί ήξερα ότι κάπου εκεί κοντά βρισκόταν ο αγαπημένος μου. Πάνωθέ μου ο ουρανός βάραινε τους ώμους μου με ατέλειωτη μοναξιά. Επόπτευε το μηδαμινό σύμπαν στα αλλοτινά της μνήμης μου και στύλωνε διάπλατα τα μάτια μου στο τρανό λιθάρι, όσο μπορούσα να θωρώ εκστατική να υψώνεται κάθετα φαλακρό, που για μένα ήταν ένα ορόσημο, μια προτομή ενός γιγάντιου αγάλματος. Δεν μπορούσα να δω το μικρό χωριό, όμως το φανταζόμουν νοσταλγικά, με τα πέτρινα σπίτια του, τις αλτάνες, τον καπνό που υψωνόταν από τα τζάκια που έδιναν τη θαλπωρή τους μαζί με τη ζεστασιά της καρδιάς. Και εκεί κάτω από την ισάδα του, ένα πουλί έβρεχε με ιριδισμούς τα πρόβατα που έβοσκαν με το αιώνιο σέλας της αγάπης.


Ομπλός, φθινόπωρο του 1944

Εκείνο το φθινόπωρο το αντάρτικο είχε φουντώσει. Οι νίκες του διαδεχόταν η μια την άλλη. Είχαν πλησιάσει πολύ τα αστικά κέντρα. Το 12ο σύνταγμα βελτίωνε τις στρατηγικές του θέσεις περιορίζοντας τους Γερμανούς στην πόλη, στην ενδοχώρα δεν είχαν καμία πρόσβαση. Δεν τολμούσαν να ξεμυτίσουν από την Πάτρα. Ήταν και η συνθηκολόγηση της Ιταλίας με τους συμμάχους Αμερικανούς, που μπήκαν στη Ρώμη την 4η Ιουνίου του 1944. Η Ρώμη όντας πρωτεύουσα ενός από τα κράτη του άξονα, ήταν ο πρώτος στόλος των συμμάχων, αν και δεν παρουσίαζε ιδιαίτερο στρατηγικό ενδιαφέρον. Η πρώτη συμμαχική δύναμη που μπήκε στη Ρώμη ήταν η 88η αμερικάνικη μεραρχία που έφτασε στις 9.15 στην Πιάτσα Βενέτσια. Συγχρόνως οι Γάλλοι του εκστρατευτικού σώματος, πέρασαν τον Τίβερη και κατέλαβαν το βουνό Σάκρο και έτσι μπόρεσαν ν' απολαύσουν το θαυμάσιο θέαμα της παράδοσης της Αιώνιας Πόλης.

Οι Γερμανοί είχαν πανικοβληθεί, είχαν χάσει έδαφος σε όλα τα μέτωπα και έβλεπαν πως ο πόλεμος γι' αυτούς ήταν πια χαμένη υπόθεση. Είχαν λουφάξει λοιπόν στις πόλεις, τους έλειπε όμως το πλιάτσικο που έκαναν στα χωριά, ενισχυμένοι από τους ταγματασφαλίτες.

Μετά την παράδοση της Ιταλίας, άρχισαν ν' ανεβαίνουν στο βουνό Ιταλοί στρατιώτες να ενταχθούν στον ΕΛΑΣ Ήταν κάτι φοβισμένα ανθρωπάκια, που ζητούσαν προστασία και καταφύγιο στο βουνό. Οι περισσότεροι ήταν άοπλοι και ο ΕΛΑΣ τους δεχόταν μόνο από φιλανθρωπία. Στα χέρια των Γερμανών ήταν σίγουρο πως θα κινδύνευε η ζωή τους. Άλλωστε δεν τους πήγαιναν ποτέ, οι Γερμανοί τους περιφρονούσαν, τους αποκαλούσαν δειλούς και κοκορόφτερους, γιατί οι δύστυχοι δεν ήθελαν τον πόλεμο. Έλεγαν: “Όχι πόλεμο, έρωτα, αγάπη...”. Ούτε οι πρόδρομοι των χίπηδων να ήταν.

Την αντάρτικη στρατηγική δεν ήμουν σε θέση να την καταλάβω. Ήμουν μικρή και ανίδεη σε τέτοια πράγματα. Θυμάμαι όμως πως ο απλός λαός είχε αγκαλιάσει το αντάρτικο. Με υπερηφάνεια αναγνώριζε σε αυτούς τους μόνους άξιους απελευθερωτές της πατρίδας. Η περίοδος εκείνη από τον Οκτώβρη μέχρι τον Δεκέμβρη ήταν η εποχή ενός ξέφρενου ενθουσιασμού. Το Ε.Α.Μ., ο ΕΛΑΣ με τους νικηφόρους αγώνες τους είχε πάρει με το μέρος τους όλο το λαό. Όμως, ήταν μπροστά τους ένας χειμώνας βαρύς και δυσοίωνος.

Ήταν τότε που είχα πάει στον Ομπλό, ένα μοναστήρι οκτώ ως δέκα χιλιόμετρα έξω απ' την Πάτρα, ένα μικρό ίσιωμα και γύρωθέ του βουνά. Το Παναχαϊκό, οι παρυφές του Ερύμανθου και του Χελμού, ένας μικρός γήινος παράδεισος, φτιαγμένος από το θεό. Ειδυλλιακό με τους καλόγερους με τα ράσα τους να μπλέκονται με τις πολυποίκιλες στολές των ανταρτών σε μια παράξενη γραφικότητα.

Εκεί στον Ομπλό είχα πάει να δω τον πατέρα μου. Αντάμωσα με απλούς ανθρώπους της πόλης που ανέβαιναν ως εκεί περπατώντας για να δουν και ν' αγκαλιάσουν τους ημίθεους της σύγχρονης κλεφτουριάς, που πολεμούσαν για μια νέα παλιγγενεσία, για την ανάσταση της πατρίδας. Να γνωρίσουν από κοντά τους ατίθασους παρτιζάνους, που έγραφαν τη νέα ιστορία της Ελλάδας. Και ένιωθα υπερήφανη που ανάμεσα σ' αυτούς ήταν ο πατέρας μου και ο αδελφός μου, ο Ανδρέας. Σ' αυτό το ησυχαστήριο που θα τους ξεκούραζε αλήθεια για πόσο καιρό, κανείς δεν ήξερε, η ζωή τους ήταν απλή. Το πρωί έκαναν γυμνάσια προγραμματισμένα για την αντάρτικη τακτική, εκπαίδευση στα νέα όπλα που είχαν πάρει από τους Ιταλούς μετά την συνθηκολόγηση. Αυτά έπρεπε να επιδοθούν για να πολεμήσουν σε επιδέξια και έμπειρα χέρια. Το βράδυ μετά το συσσίτιο, μαζεύονταν κι έκαναν καλλιτεχνικές εκδηλώσεις. Τραγουδούσαν τόσο ωραία τα αντάρτικά τραγούδια που ξεσήκωναν για επανάσταση. Άρχιζαν με τον ύμνο του ΕΛΑΣ:

Εμπρός ΕΛΑΣ, εμπρός ΕΛΑΣ

για την Ελλάδα, το δίκιο και τη λευτεριά,

απ' το βουνό ως την κοιλάδα,

πέτα, πολέμα με καρδιά...

ένα τραγούδι είναι η φωνή σου,

καθώς στη μάχη ροβολάς,

κι αντιλαλούν από την ορμή σου

πλαγιές και κάμπους ΕΛΑΣ, ΕΛΑΣ

επίσης έκαναν και διάφορα θεατρικά σκέτς, γιατί πολλοί από τους αντάρτες ήταν ηθοποιοί και καλλιτέχνες. Ο πατέρας μου απάγγελνε ποιήματα μεγάλων ποιητών. Το “Δωδεκάλογο του γύφτου” του Κωστή Παλαμά, το “Ματρώζο” του Στρατήγη και στο τέλος κατά γενική απαίτηση δικά του ιστορικά ποιήματα, “Την ναυμαχία της Σαλαμίνας” με την υπέροχη αφηγηματική του δεξιοτεχνία, κομμάτια από την ελληνική μυθολογία.

Εκεί ήταν και ο Στέφανος. Θυμάμαι εκείνο το βράδυ ήταν πανευτυχής. Μου κρατούσε το χέρι απαλά και κάπου κάπου γύριζε και με κοίταζε με λατρεία.

Η γιορτή της ψυχαγωγικής βραδιάς τελείωνε με τον εθνικό μας ύμνο. Έτσι αγνά όπως ήταν και η ψυχή τους περνούσαν τις ημέρες της ανάπαυσης στα κακοτράχαλα βουνά της Αχαΐας, που είχαν τα λημέρια τους οι συνεχιστές των θρύλων και των παραδόσεων της ελληνικής λεβεντιάς. Εκεί μαζί τους έζησα δύο εικοσιτετράωρα μεταξύ παραμυθιού και πραγματικότητας, ονείρου και οράματος. Έφυγα μια μέρα πριν τη μάχη που έδωσαν με τους Γερμανούς, στην οποία αναγκάστηκαν να εγκαταλείψουν τον Ομπλό λόγω της υπεροπλίας του εχθρού και της αριθμητικής τους υπεροχής. Οι Γερμανοί μπήκαν στο μικρό παράδεισο της μονής και τον μαγάρισαν με τις μπότες τους. Μάλιστα άρπαξαν ό,τι βρήκαν πολύτιμο και έκαψαν ένα μέρος του μοναστηριού. Όταν το έμαθα δεν το χώραγε ο νους μου πώς αυτό το επίγειο κομμάτι του παραδείσου, το αμαύρωσαν με τις βρώμικες πατημασιές τους οι δολοφόνοι του Γ΄Ράϊχ, μαζί με τα τσιράκια τους, τους Έλληνες ταγματασφαλίτες.


Ένα οδοιπορικό από τη Μέτζαινα

Μπορεί ο ανταρτοπόλεμος να' ταν εκείνο τον καιρό σε όλο του το μεγαλείο, όμως ο ΕΛΑΣ παίρνοντας θάρρος, ίσως κάπως αλόγιστο, είχε φέρει τις δυνάμεις του πολύ κοντά στην Πάτρα. Μετά τον Ομπλό που αναγκάστηκαν να εγκαταλείψουν, τώρα ήταν περίπου είκοσι πέντε χιλιόμετρα μακριά από την Πάτρα. Οι μετακινήσεις τους βέβαια ήταν ζήτημα στρατηγικής. Δεν είχα γραπτά τα γεγονότα με ιστορικά ντοκουμέντα γιατί το ημερολόγιο του πατέρα μου το είχε πάρει ο Ηλίας Παπαστεριόπουλος να γράψει το βιβλίο του, και δεν μας το επέστρεψε ποτέ. Απ' αυτό το βιβλίο παίρνω βοηθήματα για γεγονότα που δεν θυμάμαι. Τα περισσότερα τα γράφω από μνήμης, με θύμησες που και αυτές έχουν κάπως εξασθενίσει μετά από χρόνια. Αυτό όμως που έζησα στο οδοιπορικό από τη Μέτζαινα, στα κακοτράχαλα βουνά του Ερύμανθου, ήταν τόσο συνταρακτικό που έχει χαραχτεί στη μνήμη μου ανεξίτηλα.

Εκείνο, λοιπόν, το φθινόπωρο που μέναμε στον κάμπο, ένας λόχος του ΕΛΑΣ ήταν στη Μέτζαινα, ένα κεφαλοχώρι χτισμένο σε μια πλαγιά. Αυτό ήταν μεγάλο πλεονέκτημα γιατί μπορούσαν να εποπτεύουν όλες τις εξόδους στους δρόμους της Πάτρας και πιο μακριά σε όλο τον κάμπο. Ένας ορεσίβιος αντάρτης από την Κέρκεζη, που ήταν ο προσωπικός στρατιώτης του αρχηγού, ερχόταν κάθε βδομάδα στο Μπρακουμάδι να μας φέρνει τρόφιμα. Κάποια φορά του ζήτησα να με πάρει μαζί του να δω τον πατέρα μου. Βέβαια η μητέρα μου είχε φέρει αντιρρήσεις, μα τελικά πείστηκε.

Ο στρατιώτης με έβαλε στο άλογό του, είχα μάθει να ιππεύω, και αυτός ακολουθούσε πεζός. Έβλεπα από μακριά το χωριό και μου άρεσε. Μου θύμιζε το Καλούσι έτσι όπως ήταν ξαπλωμένο στην πλαγιά με τα σπίτια αμφιθεατρικά. Όταν φτάσαμε και το είδα από κοντά ενθουσιάστηκα, ανάσαινα μετά από την πληκτική ισάδα του κάμπου. Εκεί φιλοξενήθηκα στο σπίτι που έμενε ο πατέρας μου, σε μια οικογένεια αριστερών που ήταν οργανωμένοι στο Ε.Α.Μ. με το όνομα Τσιούτη. Αργότερα γνώρισα και συγγενείς τους στο Καλούσι, που και αυτοί κυνηγημένοι από τους Γερμανούς είχαν καταφύγει εκεί.

Στη Μέτζαινα είδα και τον Τάσο, τον φίλο του Στέφανου που μου έδωσε τρία γράμματά του. Τα διάβασα κρυφά. Ήταν ένας χείμαρρος αγάπης και παράπονου. Τα φύλαξα στο στήθος μου, στο άκομψο σουτιενάκι, που μου είχε ράψει η μητέρα μου και μου είναι αδύνατο να θυμηθώ πότε και πού τα έχασα.

Κι έγιναν τέσσερις οι μέρες που έμεινα στη Μέτζαινα. Δεν ήθελα να φύγω, μα δεν είχα πάρει ρούχα. Ήμουν αποφασισμένη να το κάνω την επόμενη μέρα, αλλά ένα μεγάλο τμήμα γερμανικού τάγματος, σαν να θυμήθηκαν πως κάπου εκεί κοντά στην Πάτρα ήταν μια ανταρτοφωλιά, που έπρεπε να την γκρεμίσουν με τα βάρβαρα χέρια τους για να μην κελαϊδάνε τ' αηδόνια της σύγχρονής κλεφτουριάς. Το λιοντάρι του Γ' Ράϊχ μπορεί να ήταν ημιθανές, όμως, αν και στα τελευταία του, έβγαζε άγριους βρυχηθμούς που αντιλάλησαν στα απάτητα βουνά της Αχαΐας με όλμους, με πολυβόλα, βεβαίως και με την αριθμητική τους υπεροχή. Βγήκαν λοιπόν για να τους απωθήσουν από τα κοντινά προάστια. Βιαστικά ο αντάρτικός λόχος διοίκησης του 12ου συντάγματος σήκωσαν τα πολυβόλα τους, πήραν τα όπλα στους ώμους, φόρτωσαν στα μουλάρια τις λιγοστές τους προμήθειες σε τρόφιμα και πολεμικό υλικό και τράβηξαν για τα βουνά. Αυτά τα ήξεραν καλά, τους ήταν οικεία και φιλικά. Στο μεταξύ, εγώ ήταν αδύνατον να φύγω, όλοι οι δρόμοι ήταν αποκλεισμένοι, σίγουρα θα έπεφτα στα χέρια τους. Έτσι αναγκάστηκα να ακολουθήσω τον πατέρα μου σ' ένα οδοιπορικό αρκετά επικίνδυνο. Βάδιζα μαζί με τα κορίτσια, τις νοσοκόμες του ΕΛΑΣ που ακολουθούσαν τους αντάρτες. Ο χειμώνας στ' απάτητα βουνά είχε κάνει αισθητή την παρουσία του και αυτά όσο κι αν ήθελαν να' ναι φιλικά μαζί μας, μας θέριζαν με τους αγέρες και κοκάλωναν τα μέλη μας με την παγωνιά τους.

Εγώ με μια παιδική άγνοια για τον κίνδυνο τους ακολουθούσα όχι και πολύ μακριά τους. Νόμιζα ότι, αφού ήμουν με τον πατέρα μου, ήμουν προστατευμένη με την πανοπλία της αγάπης του. Ίππευα το άλογο του στρατιώτη Σπύρου, και όσο ήμουν στη σέλα, έδινα τα μποτάκια μου στη νοσοκόμα που ήταν ξυπόλητη κι ας πάγωναν τα πόδια μου έτσι όπως ήταν γυμνά. Όταν κατέβαινα από το άλογο γινόταν το αντίθετο. Τέτοια ήταν η αλληλεγγύη μεταξύ μας.

Η πορεία ασταμάτητη όλη την ημέρα. Τη νύχτα, αν βρίσκαμε σίγουρο κατάλυμα σταματούσαμε για λίγο. Και οι Γερμανοί λίγο πιο πίσω μας, ίσκιος μας, ίσως σε απόσταση αναπνοής, περίμεναν την κατάλληλη ευκαιρία να μας επιτεθούν, κάπου να μας στριμώξουν για να μας εξοντώσουν. Ένα βράδυ περάσαμε τη νύχτα μας σ' ένα μοναστήρι. Κοιμήθηκα μαζί με τον πατέρα μου σ' ένα κελί. Ανάλλαγη, βρώμικη και αυτό ήταν το πιο φοβερό για μένα. Ακόμα πιο τρομερό ήταν όταν είχα την πρώτη ψείρα στο κορμί μου. Δεν μπορώ να θυμηθώ πόσα μερόνυχτα κράτησε αυτό το εφιαλτικό οδοιπορικό. Ανά πάσα στιγμή κινδυνεύαμε να πέσουμε στα χέρια των Γερμανών, που μας ακολουθούσαν καταπόδας για να μας βάλουν στο σημάδι να μας αποδεκατίσουν.

Διαβήκαμε μονοπάτια κακοτράχαλα, διάσελα, άγριες πλαγιές του Ερύμανθου. Κάποιο βράδυ εγκλωβιστήκαμε σ' ένα χωριό, δεν θυμάμαι πως το έλεγαν, ίσως να ήταν το Μάνεσι, βέβαιοι πως το πρωί έπρεπε να δώσουμε μια μάχη δύσκολη και άνιση, αντιμέτωποι με τις κατά πολύ ισχυρές δυνάμεις και βαριά εξοπλισμένες του γερμανικού στρατού, κι ήμασταν σίγουροι πως θα την χάναμε. Έπρεπε να την αποφύγουμε, μας πώς; Όλες οι έξοδοι του χωριού ήταν μπλοκαρισμένες. Εκτός από μια που δεν την γνώριζαν οι εχθροί.

Στο σύνταγμα ήταν κάποιος αντάρτης με τον βαθμό του λοχαγού του ελληνικού στρατού, δεξιός μα καλός πατριώτης, με μεγάλη στρατιωτική παιδεία. Είχε ανέβει στο βουνό για να μην τον επιστρατεύσουν αναγκαστικά στα τάγματα ασφαλείας και είχε μπει για καλά στην αντάρτικη τακτική και την εφάρμοζε ανάλογα με τις περιστάσεις. Ήρωας του Ελληνοϊταλικού πολέμου, είχε χάσει στην Αλβανία το ένα του πόδι. Τον θυμάμαι, τον έλεγαν Γιώργο Μανωλόπουλο.

Όμως αν αποτολμούσαμε να διαφύγουμε από την άγνωστη για τους Γερμανούς αφύλακτη έξοδο, θα άκουγαν τις πατημασιές από τις αρβύλες των ανταρτών και τις οπλές των αλόγων, και τότε δεν θα γλίτωνε κανείς. Συσκέφτηκαν λοιπόν οι αντάρτες και αποφάσισαν να καλυφθούν με κουρέλια και παλιές σκισμένες κουβέρτες για να μην κάνουν θόρυβο. Νύκτωρ περάσαμε από την αφύλακτη διάβαση σε μια ηρωική έξοδο αντάξια με κείνη του Μεσολογγίου, μόνο που αυτή ήταν επιτυχημένη χωρίς νεκρούς. Οι Γερμανοί βέβαιοι πως μας είχαν στο χέρι, όσο αυτοί κοιμούνταν σίγουροι πως το πρωί θα μας αποδεκάτιζαν τόσο εμείς απομακρυνόμασταν χωρίς να μας παίρνουν χαμπάρι. Είχαν γίνει πολλά τέτοια απείρου κάλους και δόξας της αντάρτικης τακτικής. Στο δρόμο για τη διάσωσή μας οι αντάρτες γελούσαν για το φιάσκο που είχαν κάνει στους Γερμανούς. Τους είχαν κάνει και άλλα τέτοια χουνέρια, όταν μια φορά έκαναν κολοσούρτη σε μια απόκρημνη πλαγιά με τον συνταγματάρχη Γιάννη Σέρβο. Οι Γερμανοί τους έχασαν χωρίς να μπορέσουν να καταλάβουν το σάλτο μορτάλε τους. Έφυγαν τότε όπως και τώρα απογοητευμένοι, γυρνώντας πίσω στην Πάτρα, ντροπιασμένοι, χωρίς ούτε ένα τεκμήριο μιας μικρής υποτυπώδους νίκης.

Το πρωί μας βρήκε από την κόλαση της νύχτας, στον παράδεισο μιας ηλιόχαρης ημέρας χωρίς να έχουμε τους Γερμανούς πίσω μας να μας κυνηγάνε. Σε κάποια στροφή ανοίχτηκε η ματιά μας σ' ένα οροπέδιο άφθαστης ομορφιάς. Γύρω γύρω βουνά και στη μέση μια πεδιάδα με αλφαδιασμένα κλήματα αμπελιών σε μια αρχιτεκτονική περίτεχνη, με αρμονία θεϊκή, που μας άφησε άφωνους από θαυμασμό. Ήταν το οροπέδιο των Δεμέστιχων που τ' αμπέλια του θαρρείς πως τά' χε φυτέψει ο Βάκχος με τα χέρια του για να γίνεται από τα σταφύλια τους το πιο ωραίο κρασί και το νέκταρ που έπιναν οι Ολύμπιοι.

Σε κάποια στάση μας είπε ο αρχηγός, ο πατέρας μου, στον στρατιώτη του, ανακουφισμένος από το αίσιο τέλος αυτού του εφιαλτικού οδοιπορικού “Πάρε την κόρη μου Σπύρο και να την πας στη μητέρα της να ησυχάσω”. Πάλι με το άλογο εγώ, πεζός ο Σπύρος φτάσαμε στο Καλέτζι. Μου φάνηκε σαν αληθινή λύτρωση από την κόλαση που είχα ζήσει τόσες ημέρες, ήταν για μένα η γη της επαγγελίας.

Στο Καλέτζι μας φιλοξένησαν κάποιοι συγγενείς του Παπανδρέου. Αναστήθηκα όταν μου έδωσαν τη δυνατότητα να πλυθώ, ν' αλλάξω ρούχα, που μου πρόσφεραν ευγενικά τα κορίτσια του σπιτιού. Περάσαμε ένα ειρηνικό βράδυ δίπλα στο τζάκι και κοιμηθήκαμε σε καθαρά κρεβάτια. Το επόμενο πρωί ο Σπύρος κι εγώ φύγαμε για το Μπρακουμάδι, όπου εκεί ήταν η μητέρα μου με τον αδελφό μου.


Στην κορυφή του κόσμου

Και ήρθε η μέρα που τόσο περίμενα. Θα φεύγαμε απ' τον κάμπο, το μονότονο ίσωμα που με πλάκωνε, χωρίς ορίζοντες, δίχως ηλιοβασιλέματα. Έπρεπε να μετακινούμαστε συνεχώς να μην ξέρουν οι προδότες Έλληνες που μένουμε. Θα πηγαίναμε πάλι στο βουνό. Τα πράγματα είχαν δυσκολέψει πολύ. Οι Γερμανοί έκαναν αιφνιδιαστικές εκκαθαριστικές επιχειρήσεις σε όλη την Αχαΐα. Είχαν εξαγριωθεί με το τελευταίο τους φιάσκο. Το' χαν πάρει απόφαση να διαλύσουν τους αντάρτες, αρκετά τους είχαν απασχολήσει. Ήταν γι' αυτούς ένα κακό σπυρί που έπρεπε να σπάσουν.

Ο ΕΛΑΣ είχε πάρει και πάλι τα βουνά. Άλλοτε έδιναν μάχες και άλλες φορές όταν τα έβρισκαν σκούρα κατέφευγαν στο Γρεβενό, που ήταν απόρθητο φρούριο και κρησφύγετο της νεότερης κλεφτουριάς. Μαζί με τη μητέρα μου και τον αδελφό μου, που μας οδηγούσε ο ξάδελφός μας, πήραμε το δρόμο για το Καλούσι. Δεν ήταν μακριά, μια ισάδα ήταν ως το Πρέβεδο και από κει αριστερά μια ανάβαση δύσκολη ακόμα και για τα μουλάρια που μας κράταγαν στην ράχη τους μαζί με τα λιγοστά υπάρχοντά μας, για τις ανάγκες μας. Αργότερα βέβαια έγινε ένας δρόμος ίσιος και ασφαλτοστρωμένος. Ήμουν χαρούμενη, νόμιζα πως ανέβαινα στην κορυφή του κόσμου. Θυμάμαι ότι άπλωνα ασυναίσθητα τα χέρια μου να φυλακίσω τις ολοπόρφυρες ακτίνες του δειλινού, που μάτωναν τις βουνοπλαγιές. Οι ηλιοπεταλούδες έμοιαζαν με ηλιοτρόπια πετώντας στο δίσκο του ήλιου, που σιγά σιγά βούλιαζε πέρα μακριά στις αθέατες θάλασσες. Οι ορίζοντες πλάταιναν στα κουρασμένα μου μάτια από τις μονότονες ισάδες του κάμπου, ξεκουράζονταν στην απλαδιά του ουρανού.

Και το τρανό λιθάρι κόνταινε τη θωριά του και πλησίαζε όλο και πιο κοντά μου, θαρρείς για να το αγκαλιάσω... Και ένοιωθα σαν μυθικός αεροναύτης να πετάει στο πιο ατάραχο, ανέφελο στερέωμα. Ο ήλιος ποτέ άλλοτε δεν μου φάνηκε να έχει βουλιάξει σε πιο φλογερό ηλιοβασίλεμα.

Ήθελα να κόψω αγριολούλουδα να τα σφίξω στις χούφτες μου, να μυρίσω μέσα σε αυτά την εφηβεία μου, ν' αγγίξω τα πράσινα σκίνα και τα άσπρα κρινάκια, που ξεπετάγονταν ανάμεσά τους έτσι για να σπάσουν τη μονοτονία της χλωρίδας. Η αγαλλίαση της ψυχής μου με φώτιζε με ιριδισμούς, έλαμπε σαν χρυσαλλίδα. Κείνη τη στιγμή νόμιζα πως κρατούσα τα ηνία του κόσμου στα χέρια μου.

Κι ήρθε ο χειμώνας βαρύς, κρύος και απειλητικός. Όμως δεν χαμπέριζα ούτε την παγωνιά, ακόμα και το άγνωστο που μας περίμενε τόσο αόριστο, με τους κινδύνους που μας παραμόνευαν ανά πάσα στιγμή. Θυμάμαι μας είχαν βρει ένα σπίτι πιο ανθρώπινο για να μπορέσουμε να περάσουμε το χειμώνα, με το τζάκι μας, τα περιποιημένα κρεβάτια μας να κοιμόμαστε πιο άνετα. Το σπίτι δεν ήταν στην πλατεία, αλλά σ' ένα απόμερο δρομάκι του χωριού γιατί ο κίνδυνος από τους προδότες ταγματασφαλίτες και τους Γερμανούς ήταν ορατός μα και απρόσμενος. Έπρεπε να φυλαγόμαστε όσο μας ήταν δυνατόν.

Τα Χριστούγεννα του 1943 βρίσκουν το 12ο σύνταγμα στο Γρεβενό, ένα χωριό της Τριταίας, σωστή αετοφωλιά, μόνιμο καταφύγιο του αντάρτικου σε 700 μέτρα περίπου υψόμετρο στις πλαγιές του Ωλενού, με γύρω βουνά και πάνω μια στρογγυλάδα ουρανού, ίσα για να υποθέτεις ότι υπάρχει. Γύρω γύρω χαράδρες, δυσκολοπροσέγγιστο φρούριο στον εχθρό. Εκεί είχαν χτίσει ρηγάτο οι Φράγκοι. Ακόμα και σήμερα υπάρχουν σπίτια που κατοικούνται αληθινά φρούρια, με πολεμίστρες και βαριές πόρτες αδιαπέραστες από τις σφαίρες. Γέρικα ελάτια αγκάλιαζαν ολόγυρα τις παρυφές τους, κάνοντας το απροσπέλαστο.

Εκεί, λοιπόν, πήγαμε να κάνουμε Χριστούγεννα μαζί με τον πατέρα μας. Μέσα σ' αυτή την άγρια φύση, στο καταχείμωνο, χωρίς να έχουμε καλά καλά ένα ρούχο για ν' αντιμετωπίσουμε το κρύο, ένα παλτό ή ένα γιορτινό φόρεμα, περάσαμε τη μεγάλη γιορτή της χριστιανοσύνης, όσο υποφερτά μας επέτρεπαν οι δύσκολες καταστάσεις που βιώναμε. Οι αντάρτες έψαλλαν όλοι μαζί χριστουγεννιάτικους ύμνους, είπαν τα κάλαντα, ευχήθηκαν μεταξύ τους το “επί γης ειρήνη” και όλοι μαζί έφαγαν σ' ένα κοινό τραπέζι στο σχολείο του χωριού, με τα φαγώσιμα που είχαν φέρει από τα γύρω χωριά. Κρεατικά, κρασί, τσίπουρο, γλυκά. Γιορτάσανε παραδοσιακά και μετά στήσανε γλέντι με αντάρτικα τραγούδια και δημοτικά. Ευχήθηκαν νικηφόρες μάχες και να γιορτάσουν τα επόμενα Χριστούγεννα στα σπίτια τους με τις οικογένειές τους. Την επόμενη μέρα πάλι πανέτοιμοι για νέους αγώνες, για νέες μάχες. Αυτή τη μεγάλη γιορτή την περίμεναν πως και πως οι σταυραετοί των βουνών, ήθελαν να ξεσκάσουν, να ζήσουν μια σύντομη ανάπαυλα χαρά μέσα στις κακουχίες του δύσκολου ανταρτοπόλεμου.


Παραμονή πρωτοχρονιάς στο εκκλησάκι του Άι Λια

Μετά τη γιορτή των Χριστουγέννων που περάσαμε με τον πατέρα μου, γυρίσαμε πίσω στο Καλούσι. Σε λίγο το 1943 θα μας αποχαιρετούσε, θα έμπαινε ο καινούργιος χρόνος το 1944. Ελπίζαμε και πιστεύαμε πως αυτός ο χρόνος θα' ταν καλύτερος από τον περσινό. Αν και μακριά απ' τον πατέρα μου ευχόμασταν να περάσουμε μια ήσυχη μοναχική πρωτοχρονιά. Ο καιρός ήταν κρύος, μα ένας χλωμός ήλιος μας ζέσταινε με τις αδύναμες ακτίνες του μέσα από τα σύννεφα. Μέχρι που σκεφτόμασταν ανήμερα την πρωτοχρονιά να βγούμε βόλτα στην πλατεία. Όμως, ξαφνικά, ο καιρός άλλαξε. Άρχισε να πέφτει ένα ψιλό χιόνι από το απόγευμα. Όλοι ήμασταν κλεισμένοι στα σπίτια μας γύρω από το τζάκι. Περιμέναμε να υποδεχτούμε τον νέο χρόνο, αν όχι χαρούμενα, τουλάχιστον ειρηνικά. Θυμάμαι - και απορώ πως κρατούν οι μνήμες μου τόσα χρόνια – εκεί κοντά στις εννιά το βράδυ μέσα στην απόλυτη ησυχία που κάποιες στιγμές την έσπαγαν οι θλιβερές φωνές του γκιόνη, ακούσαμε μια αναταραχή, μια αλλόκοτη βουή στην πλαϊνή μπασιά του χωριού Τρισάκι. Ήταν μια νύχτα πηχτή αυτή η τελευταία του Δεκέμβρη, μια ανάσα μακριά για να πεθάνει το 1943. Παντού περιπλανιόταν μια φοβέρα στον άνεμο, λες και να καραδοκούσε ο θάνατος, ο αφανισμός. Τα δέντρα λύγιζαν από τη μανία όλων των στοιχείων της φύσης, και όντως, ο θάνατος ροβολούσε από το στενό εκείνο μονοπάτι. Δεν ήταν πιο πλατύ από μια πηχιά, σαν φιδάκι καφετί στη γύρω πρασινάδα των σκίνων. Εκείνη τη νύχτα πέθανε το πράσινο χορτάρι της ελπίδας κάτω από τις μπότες των Ούνων, από τα άξεστα δολοφονικά τους πατήματα. Η αντάρα τους ηχούσε στην άγρια νύχτα και έφτανε ως τα σπίτια, μαζί με τον αχό από τις φωνές τους στην αντιπαθητική γλώσσα τους. Και ήταν παραμονή πρωτοχρονιάς, όμως αυτοί την αγνόησαν κι αν την ήξεραν, δεν τους έλεγε τίποτα.

Πεταχτήκαν όλοι μέσα από τα ζεστά τους σπίτια έντρομοι για ν' αντικρίσουν το θάνατο με πολλές μορφές να μπαίνει στο χωριό. Ένα ομάδι φοβισμένα γυναικόπαιδα το έβλεπαν να καταφτάνει χωρίς να μπορούν να κάνουν κάτι, ν' αντιδράσουν με οποιονδήποτε τρόπο.

Η μητέρα μου, ο αδελφός μου και εγώ βγήκαμε έντρομοι στο μικρό πλατύσκαλο πανικόβλητοι, ανήμποροι να κάνουμε κάτι. Είχαμε κοκαλιάσει κυριολεκτικά από το φόβο μας. Εκείνο που θυμάμαι, ήταν πως κάποιος μας τράβηξε βίαια. Ποιος; Ίσως να ήταν ο πατέρας του παιδικού φίλου μου, του Άγγελου. Εμείς δεν ξέραμε πού να πάμε, από ποιο μονοπάτι έπρεπε να φύγουμε, που θα μας έβγαζε έξω από το χωριό. Ήταν μια νύχτα άναστρη και παγωμένη. Το χιόνι μας σκαμπίλιζε τα πρόσωπα και τα δέντρα βούϊζαν με το προμήνυμα μιας συμφοράς. Και το ομάδι των έντρομων ανθρώπων έκαναν την ηρωϊκή τους έξοδο σαν άλλοι Μεσολογγίτες, με σύμβουλο μόνο τον πανικό τους.

Πήραμε ένα μονοπάτι παράλληλο με εκείνο που περπατούσαν οι Γερμανοί. Εμείς φεύγαμε, οι άλλοι έμπαιναν στο χωριό. Οι εχθροί φωνάζοντας, εμείς σιωπηλοί, χωρίς άχνα, παρά μόνο με μια βουβή προσευχή στα ξερά μας χείλη, που ανέβαινε ίσια πάνω στο θεό για να μας σώσει από τον κίνδυνο και να ξεφύγουμε. Ξέραμε πως όταν θα γυρίζαμε, θα βρίσκαμε τα σπίτια μας καμένα. Μα φεύγαμε για να σώσουμε τις ζωές μας και ας ήταν που θα βλέπαμε κάποια στιγμή τις φλόγες να υψώνονται πυρπολώντας όλα τα υπάρχοντά μας.

Από μικρό κοριτσάκι πίστευα στην αθωότητα του χιονιού, μα τώρα το ένιωθα να με χτυπάει στο πρόσωπο όμοιο με άσπρα χαλίκια. Περίμενα εκείνη την πρώτη ημέρα του χρόνου για μια αισιόδοξη φύτρα, αντί όμως γι' αυτό αντιμετώπιζα το θάνατο. Η μόνη μου παρηγοριά ήταν που έβλεπα κοντά μου τη μητέρα μου και τον αδελφό μου, φοβισμένους όμως ζωντανούς.

Πήραμε τον έναν λόφο μετά τον άλλον για να απομακρυνθούμε όσο πιο πολύ μπορούσαμε μέσα στο λόγγο, χωρίς να ξέρουμε καλά καλά για πού τραβάγαμε και πού θα φτάναμε, όταν, ξάφνου, φάνηκε μπροστά μας ένας μικρός λοφάκος, φωτισμένος σαν φάρος στην πράσινη χιονισμένη θάλασσα των σκίνων. Ένας αληθινός φάρος για ναυαγούς που είχαν χάσει τον προσανατολισμό τους. Ένα θαύμα..., ένα ερημοκλήσι με τα καντήλια του αναμμένα. Κάποιος χριστιανός ίσως να το' χε τάμα να τ' ανάψει μέρα που ξημέρωνε. Η πόρτα του θυμάμαι ήταν ανοιχτή όμοια με πύλη τ' ουρανού. Όλο το τρομαγμένο ομάδι τρέξαμε και μπήκαμε μέσα κάνοντας ευλαβικά το σταυρό μας. Εκεί μας καλωσόρισε η σεπτή μορφή του Άι Λιά, χαμογελώντας στο εικόνισμα του τέμπλου δίπλα στο Χριστό. Τελικά, ένα ταπεινό εκκλησάκι είχε γίνει το λυτρωτικό μας καταφύγιο σαν από θαύμα. Από τις πέτρες που ήταν χτισμένο χωρίς λάσπη, έμπαινε ο αγέρας πιο φιλικός και το χιόνι δεν σκαμπίλιζε τα χλωμά και φοβισμένα πρόσωπά μας.

Κοιταχτήκαμε...Τώρα χαμογελούσαμε αισιόδοξα γιατί καμιά φλόγα δεν είδαμε να έχει σηκωθεί από το χωριό. Ο Άι Λιας είπε και έκανε ο θαύμα του ολοκληρωμένο.

Δεν είχαμε ρολόγια να δούμε την ώρα που άλλαζε ο χρόνος, πως αυτός ο αγύριστος Δεκέμβρης άφησε την τελευταία του ανάσα μαζί με το 1943. Το ξημέρωμα καταλάβαμε πως ο Γενάρης του νέου χρόνου μας χαμογελούσε φέρνοντας μαζί του για δώρο μια λιακάδα. Ευχηθήκαμε ο ένας στον άλλον και φιληθήκαμε. Τώρα ήμασταν ήσυχοι και γαλήνιοι, είχαμε ξεχάσει πια το θάνατο.

Το θαύμα είχε γίνει δώρο πρωτοχρονιάτικο, θεόσταλτο από τον Άι Λια.  


Η μάχη στο Καλούσι και η ζωή στα δύο λαγκάδια

Οι Γερμανοί σε αυτή την επιχείρηση δεν είχαν στόχο τα γυναικόπαιδα, ούτε είχαν στο πρόγραμμά τους να βάλουν φωτιά στο χωριό. Τους αντάρτες κυνηγούσαν, το πρώτο τάγμα με αρχηγό το Νικήτα, ένα μεγάλο παλικάρι που τους είχε γίνει στενός κορσές, ο φόβος και ο τρόμος των Γερμανών, που ήταν σταθμευμένο στις κορυφογραμμές του Ερύμανθου πάνω από το Καλούσι. Αυτούς είχαν στο στόχαστρο. Οι αντάρτες είχαν πάρει ελλιπή μέτρα επαγρύπνησης γιατί δεν περίμεναν να κάνουν οι Γερμανοί εκκαθαριστικές επιχειρήσεις την ημέρα της πρωτοχρονιάς. Αιφνιδιάστηκαν όταν ένα εχθρικό τάγμα με 250 άντρες, με όλμους και πολυβόλα και βαρύ οπλισμό είχε φτάσει στις υπώρειες του Ερύμανθου στις 31 Δεκέμβρη στα υψώματα Αστέρι. Ήταν η νύχτα της πρωτοχρονιάς που τους είχαμε αντιληφθεί και είχαμε αδειάσει το χωριό με την έξοδό μας. Οι Γερμανοί διασπάστηκαν σε τμήματα για να κυκλώσουν τους αντάρτες και τις πρώτες πρωϊνές ώρες της 1ης του Γενάρη πήραν πορεία για το Καλούσι. Δυστυχώς για τους αντάρτες, τα πολυβόλα τους έπαθαν εμπλοκή και τα πυρά τους ήταν χαλαρά, μόνο με τα τουφέκια τους χτυπούσαν. Η θέση τους ήταν πολύ δύσκολη, γι' αυτό και αναγκάστηκαν να υποχωρήσουν και να περιμένουν ενισχύσεις. Όντως δύο αντάρτικες ομάδες έσπευσαν στο Καλούσι μα ήταν αργά. Οι Γερμανοί είχαν μπει στο χωριό, χωρίς να συγκρουστούν με τον ΕΛΑΣ. Το απόγευμα το εγκατέλειψαν φεύγοντας για την Πάτρα μέσω Πρεβέδου αφού λεηλάτησαν και πλιατσικολόγησαν απ' όσα χωριά πέρασαν.

Η συμπλοκή στο Καλούσι ήταν ένα απλό επεισόδιο στην ιστορία του 12ου συντάγματος, το σημαντικό από την άλλη πλευρά, ήταν άλλο. Οι Γερμανοί είχαν αρχίσει να εφαρμόζουν το αντίδοτό τους στην παρτιζάνικη τακτική. Αυτή του αιφνιδιασμού. Μέσα στο αντάρτικο στρατό, είχαν εισχωρήσει Έλληνες προδότες, που έδιναν πληροφορίες για τις θέσεις του ΕΛΑΣ, όργανα των ΕΣ.ΕΣ. Αλήθεια είναι αδιανόητο πώς υπήρχαν τέτοιοι και όμως υπήρχαν. Ο Γιάννος, ο Ελπιδοφόρος και άλλοι. Κάποια στιγμή τους έπιασαν και τους πάτησαν κάτω σαν σκουλήκια, όπως τους άξιζε.

Δεν θυμάμαι που μείναμε αυτές τις δύο ημέρες η μητέρα μου, ο αδελφός μου και εγώ. Ίσως σε κάποια φιλόξενη στάνη. Όταν γυρίσαμε στο χωριό σκεφτήκαμε ότι και εκεί δεν ήμασταν ασφαλείς. Φύγαμε λοιπόν για να μείνουμε έξω απ' το χωριό σε μια ερημική τοποθεσία με δύο τρία καλυβόσπιτα, κατοικίες των τσοπάνηδων, αρκετά μακριά το ένα από το άλλο. Στα δύο λαγκάδια. Κάποιος καλός άνθρωπος μας παραχώρησε ένα σπίτι για καταφύγιο. Ήταν ένα πανάθλιο καλύβι που το είχαν για να μένουν τα καλοκαίρια με τα πρόβατά τους. Στήσαμε ένα πρωτόγονο κρεβάτι με ξύλα δίπλα στη γωνιά που έκαιγε πάντα μια δυνατή φωτιά. Νερό παίρναμε από λαγκάδι που ήταν κοντά μας, ευτυχώς γάργαρο και καθαρό, ενώ τα τρόφιμα μας τα έφερνε ο Κερκεζίτης στρατιώτης του πατέρα μου. Ξύλα για τη φωτιά μας έκοβε ένας φτωχοδιάβολος Καλουσιώτης, που του είχα βαφτίσει ένα από τα πολλά παιδιά του.

Εκεί λοιπόν στα δύο λαγκάδια, στο πανάθλιο καλύβι περάσαμε όλο το χειμώνα. Κρύο και αφύλαχτο από παντού, με πέτρινες πλάκες για κεραμίδια, που όταν χιόνιζε έμπαινε από τις χαραμάδες. Το καλύβι βλέπεις ήταν για τα πρόβατα και καλοκαιρινό, μα που τώρα είχε γίνει δική μας κατοικία της ανάγκης. Λίγα μέτρα πιο κάτω σ' ένα άλλο καλύβι έμενε μια οικογένεια από την Πάτρα κυνηγημένοι κι αυτοί από τους Γερμανούς. Ο βαθμοφόρος αντάρτης, Λυκούργος το κωδικό του όνομα, οι δύο μεγαλοκοπέλες ανύπαντρες αδελφές του και ο αδελφός του, δικηγόρος στο επάγγελμα, με τη γυναίκα του και την αβάπτιστη κορούλα τους. Υπήρχε και ένα άλλος αδελφός, ουδέτερος και αδιάφορος τύπος. Ήταν γείτονες καλοί, κάναμε την παρέα της απελπισίας σε κείνη την ερημιά. Πιο κάτω ζούσε μια άλλη οικογένεια μεγαλοτσοπάνηδων με πολλά κοπάδια αιγοπροβάτων. Θυμάμαι διάβαινα και τα δύο λαγκάδια για να πάω στο καλύβι τους, που βέβαια ήταν πολύ πιο περιποιημένο από το δικό μας. Η Χαρίκλεια, η Χριστίνα και η Τρισεύγενη ήταν οι κόρες και ο Νίκος, ο βοσκός, ο αδελφός. Οι γονείς τους ήταν ηλικιωμένοι και έμεναν στο χειμαδιό. Γίναμε αχώριστη παρέα. Με τις τρεις αδελφές, πολύ μεγαλύτερες από μένα, δέθηκα με μια ζεστή φιλία, τις αγαπούσα. Μου φαινόταν σαν να είχα αποχτήσει ένα θησαυρό, αυτόν της φιλίας, που μου ελάφρυνε τη μοναξιά μου. Αυτές οι κοπέλες μου έμαθαν να ζυμώνω ψωμί, ν' ανοίγω φύλλο για πίτες μοσκομυριστές, να γνωρίζω ποια είναι τα καλά χόρτα για να τα μαζεύω, εκεί φύτρωναν άφθονα καθαρά βουνίσια. Για μένα ήταν μια διασκέδαση το μάζεμα των χόρτων. Μόνο να φουρνίζω δεν με άφηναν, για να μην κάψω, όπως έλεγαν, το ντελικάτο μου δέρμα. Με λίγα λόγια είχαμε φτιάξει μια παρέα όμορφη, καλοσυνάτη όπως η φύση που μας περιτριγύριζε με την καθάρια της ατμόσφαιρα. Δεν ξέρω αλλά ένιωθα βουνίσια, ίσως να' ταν η φύτρα από τον πατέρα μου, που έλεγε με καμάρι πως ήταν βουνίσιος. Δέθηκα με το βουνό, με τα ατέλειωτα κάλλη του, τα περήφανα ελάτια μου να σκορπούν την ευωδιά της ιερής επιτάφιας αποκομιδής του Χριστού. Από του ονείρου μου τη νοσταλγία, από τα αναμνηστικά μεθύσια της ανεμώνης, την αιθέρια λεπτή μυρωδιά του κυκλάμινου... Έζησα στο βουνό τις χαρές της εφηβείας μου, είδα το ηλιοβασίλεμα από τα ψηλώματα να πυρπολεί τη δύση όπως μια ρομφαία, να μου καίει την καρδιά και το κορμί. Αναμνήσεις...πώς να τις ξεχάσω;


***


Στα δύο λαγκάδια μείναμε όλους τους μήνες του χειμώνα. Οι εμπειρίες, οι τόσο νέες για μένα διαδέχονταν η μια την άλλη συνταραχτικές που γέμιζαν τη μικρή μου ζωή, πότε χαρούμενες, άλλοτε τρομαχτικές με το θάνατο που παραμόνευε πάνω στις ειδυλλιακές ραχούλες που μεταβάλλονταν σε σκοπευτήρια με τα πολυβόλα των Γερμανών και άλλες φορές από το πυροβολικό που μας σημάδευε από τον Κάλανο με οβίδες που πέφτανε δίπλα μας, λίγα μέτρα πιο εκεί από το καλυβόσπιτο που μέναμε. Εκεί που ζούσαμε, σε κείνη τη λάκα, απομονωμένοι, δεν έφταναν τα νέα από τον ανταρτοπόλεμο που είχε θεριέψει. Η μια μάχη διαδεχόταν την άλλη. Νίκες; Ίσως, όμως με πολλές απώλειες για τους αντάρτες και για τους Γερμανούς περισσότερες. Αιματηρές για τους σταυραετούς των βουνών, αλλά και για τον εχθρό με τους συμμάχους τους προδότες ταγματασφαλίτες, γιατί αυτοί ήταν οι επιτιθέμενοι, ο ΕΛΑΣ καραδοκούσε στις ράχες των βουνών και τους υποχρέωναν να υποχωρήσουν. Μερικές φορές τα νέα του πολέμου τα μαθαίναμε από τον Σπύρο, τον στρατιώτη που μας έφερνε προμήθειες σε τρόφιμα. Όλα όσα συνέβαιναν δεν μπορούσε να μας τα ιστορήσει με λεπτομέρειες, μας έλεγε τα μισά.

Εκεί στα δύο λαγκάδια συνέβαιναν τραγικά πράγματα που πολλές φορές επειδή δεν ήταν μοιραία κατέληγαν σε κωμικοτραγικά. Οι Γερμανοί δεν μας άφηναν να περάσει εβδομάδα χωρίς να κάνουν επιδρομές. Γύρω μας από παντού έφτανε ο αχός του πολέμου και οι προδότες να πληθαίνουν. Δεν ξέραμε από πού να φυλαχτούμε. Ήταν κάποτε ένας χωριάτης που τον είχαν πιάσει οι Γερμανοί με κυνηγετική καραμπίνα. Φυσικά τον πήραν για αντάρτη κι ήταν έτοιμοι να τον εκτελέσουν. Τότε εκείνος έπιασε τον αξιωματικό των τσολιάδων. Ισχυριζόταν πως δεν ήταν αντάρτης και για να τους βεβαιώσει, πρότεινε να τους οδηγήσει εκεί όπου κρυβόμασταν εμείς, η οικογένεια του αρχηγού, για να γλιτώσει φυσικά την εκτέλεση. Και δω το χέρι του θεού μας έσωσε. Ο ταγματασφαλίτης ήταν από τους υποχρεωτικά στρατευμένους. Εκτιμούσε τον πατέρα μου, άλλωστε ήταν γνωστά τ' αλληλέγγυα αισθήματα μεταξύ στρατιωτικών. Ήταν συστρατευμένοι σε πολλούς πολέμους, ίσως και να του' χε μείνει λίγη τσίπα, ανθρωπισμός ή ελάχιστη από τη στρατιωτική του τιμή. Τον έφτυσε κατάμουτρα και τον έδωσε στους Γερμανούς να τον σκοτώσουν. Τέτοιοι χωριάτες προδότες υπήρχαν πολλοί. Με την αμορφωσιά τους, αλλά και με την προπαγάνδα του Μεταξά μισούσαν τους αντάρτες, που τους έλεγαν κομμουνιστές και μπαμπούλες. Τέλος πάντων, εκείνο τον καιρό, τον Φλεβάρη του 1944, οι Γερμανοί είχαν πάρει απόφαση να διαλύσουν το αντάρτικο. Είχαν ζώσει, λοιπόν, όλα τα βουνά, κάθε περιοχή ξεχωριστά, με τις στρατιές των Ούνων του Χίτλερ, μαζί με τους συμμάχους τους ταγματασφαλίτες, που τους είχαν επιστρατεύσει από τις φυλακές. Απατεώνες, κλέφτες, φονιάδες, ένα συνονθύλευμα με αποβράσματα της κοινωνίας, χωρίς ηθικούς φραγμούς, που προτιμούσαν να συνεργαστούν με τον εχθρό, προκειμένου να βγουν από τις φυλακές. Τους όπλισαν, τους εκπαίδευσαν πρόχειρα και τους έριξαν στις τάξεις τους να τους βοηθήσουν για να εξοντώσουν τον ΕΛΑΣ. Μέσα απ' αυτούς συμπεριέλαβαν και τους Ε.Ο.Ν.ίτες του Μεταξά. Ταγματασφαλίτες, έτσι τους αποκαλούσαν οι αντάρτες και που, δυστυχώς, αυτοί βγήκαν πατριώτες μετά την απελευθέρωση.

Ένα πρωί, εκεί στη λάκα με τους λοφίσκους ολόγυρα, άρχισαν να πέφτουν οβίδες πυροβολικού. Τους χτυπούσαν από τον Κάλανο και τον Πλάτανο που ήταν απέναντί μας στη δημοσιά που πήγαινε για τα Καλάβρυτα. Οι οβίδες έπεφταν βροχή γύρω μας χωρίς να μπορούμε ν' αντισταθούμε, να κάνουμε κάτι για να σωθούμε. Ήμασταν στο έλεος του θεού, τρομαγμένοι, κλεισμένοι σε κείνη τη γούβα, να περιμένουμε μοιρολατρικά να μας πετύχει κάποια από τις αμέτρητες φονικές οβίδες των Γερμανών. Η μητέρα μου κι εγώ είχαμε ντυθεί με χωριάτικα ρούχα, με μαντήλια στα κεφάλια μας, να παραπλανήσουμε τους Γερμανούς αν τυχαία περνούσαν από εκεί. Βέβαια δεν έπειθε η μεταμφίεσή μας, μα ήταν ενέργειες σχεδόν κωμικές πάνω στον πανικό μας. Ήταν να γελάς και να κλαις μαζί. Πού είχε εξαφανιστεί όλο εκείνο το ειδυλλιακό τοπίο με τη φυσική του τρυφεράδα; Τώρα είχε γίνει μια παγίδα θανάτου. Όμως, πέρασε κι αυτή η περιπέτεια, χωρίς απώλειες ευτυχώς. Οι Γερμανοί κάποια στιγμή μάζεψαν τ' ασκέρια τους και γύρισαν πίσω στην Πάτρα. Μα ήρθαν πάλι, πολύ σύντομα, και αυτή τη φορά μπήκαν στο χωριό.

Εδώ υπάρχει κι ένα κωμικοτραγικό γεγονός. Υπήρχε μια οικογένεια, ονόματι Τσούτη, η οποία ήταν γείτονας μας στην εθελοντική μας εξορία. Η οικογένεια αυτή είχε ένα κοριτσάκι αβάπτιστο, το οποίο κάποια στιγμή έπρεπε να βαπτιστεί. Ανεβαίναμε λοιπόν στο χωριό να γίνει το μυστήριο από τον παπά Παναγή στην εκκλησία του Άι Γιώργη, αλλά κάθε φορά έκαναν ντου οι Γερμανοί. Έτσι φεύγαμε τρομαγμένοι χωρίς να έχουμε προφτάσει να κάνουμε τη βάφτιση. Την είχαμε συνδέσει και μιαν επιδρομή των Γερμανών.

Είχε κοντοζυγώσει η άνοιξη. Θρυμματισμένο το κομμάτιασμα από τα δέντρα που αργοσάλευαν με το κρύο αεράκι και ανακάτωναν τα χρώματα της άνοιξης όπως το πινέλο ενός ζωγράφου στην παλέτα του. Ήταν σαν να ανακλαδιζόταν η φύση για να ξυπνήσει. Άλλη μια χειμέρια νάρκη έφτανε στο τέλος της. Μπουμπούκιαζε η άνοιξη και μαζί της και οι ελπίδες μας πως εκείνος ο χειμώνας θα ήταν ο τελευταίος της σκλαβιάς μας.

Μια μέρα ανεβήκαμε για μια άλλη φορά στο χωριό να γίνει επιτέλους η βάπτιση. Και έγινε το μυστήριο. Το όνομα αυτής Ειρήνη, της θείας της και κατ' επέκταση συμβολικό. Και βγήκαμε στο προαύλιο της εκκλησίας να πάρουμε ένα γλυκό, μια μπομπονιέρα προχειροφτιαγμένη έτσι για το καλό όταν ξαφνικά θωρώντας προς το Τρισάκι, είδαμε τους Γερμανούς ν' ανεβαίνουν στο χωριό. Ήταν περίπου 300 με βαρύ οπλισμό, πολυβόλα και όλμους. Τους βλέπαμε πολύ κοντά μας, σε απόσταση μισού χιλιομέτρου. Έντρομοι σκορπιστήκαμε στα δρομάκια του γύρω λόγγου να φύγουμε πριν οι Γερμανοί μπούνε στο χωριό. Άλλοι από δω, άλλοι από κει, παίρναμε τρέχοντας τα κακοτράχαλα μονοπάτια ανάμεσα στους θάμνους λαχανιασμένοι να κρυφτούμε στη φιλική μας λάκα, το καταφύγιό μας.

Οι Γερμανοί μόλις μας είδαν άρχισαν να μας χτυπάνε με τα πολυβόλα τους. Οι ριπές γάζωναν τα σκίνα για να μας πετύχουν. Φαίνεται μας είχαν περάσει για αντάρτες ή για ύποπτους φυγάδες.

Ο αδελφός μου, ένα παιδί δειλό, φοβισμένο μονίμως, έτρεμε ολόκληρος. Και είχε δίκιο. Δεν ήταν λίγα αυτά που του συνέβαιναν στην τρυφερή ηλικία των δέκα χρόνων του. Αγόρι χαϊδεμένο, μα και ατίθασο, είχε μπλέξει σε μια περιπέτεια που δεν τον άφηνε να χαρεί φυσιολογικά, που τον είχε υποχρεώσει να μεγαλώσει απότομα σε μια τόσο δύσκολη εποχή. Πιασμένοι από τα χέρια τρέχαμε μέσα στο λόγγο έντρομοι για να γλιτώσουμε. Εγώ, πιο μεγάλη, προστατευτική, του φώναζα: “Σκυφτός Χρηστάκη μου, γίνε ένα με τα σκίνα για να μη μας βλέπουν...” Και τρέχαμε σκυφτοί, σχεδόν γονατιστοί. Και οι ριπές εξακολουθούσαν να μας γαζώνουν. Μα ευτυχώς δεν μας πετυχαίναμε ή μας έχαναν μέσα στον πυκνό λόγγο, ή αυτοί που μας σημάδευαν ήταν πολύ κακοί σκοπευτές. Στο τέλος, έτσι τρέχοντας πέσαμε στην πλαγιά ενός λόφου και οι Γερμανοί μας έχασαν από το στόχαστρό τους. Όταν καταλάβαμε πως είχαμε γλιτώσει, σταματήσαμε να ξελαχανιάσουμε. Αγκαλιαστήκαμε κλαίγοντας από τη χαρά μας. Δεν πιστεύαμε πως είχαμε βγει ζωντανοί από αυτή την περιπέτεια. Σιγά σιγά τραβήξαμε για το καλυβόσπιτό μας, που μας φάνταζε σαν κάστρο.

Την τρομαχτική αυτή εμπειρία ο αδελφός μου και εγώ δεν την ξεχάσαμε ποτέ. Ακόμα και τώρα όταν βρισκόμαστε, την αναθυμόμαστε και την διηγούμαστε με κάποιο χιούμορ, βέβαια κατόπιν εορτής.


Μια θύμηση πολύ σημαντική

Ήταν ακόμα καλοκαίρι εκεί στον Σεπτέμβρη του 1943 όταν είχα πάει πάλι στο Κουμάνι, να μείνω λίγες ημέρες στο σπίτι της κυρίας Σοφή. Στο χωριό ήταν ένα τμήμα του 12ου συντάγματος που στάλιαζε εκεί για λίγο. Πήγαινα στο κατάλυμά τους κάθε μέρα. Εκεί είχα δει έναν Γερμανό που είχαν πιάσει οι αντάρτες αιχμάλωτο. Ήταν ένα άτομο που δεν του έδινες πολύ σημασία, ένα ουδέτερο ανθρωπάκι. Όταν τους ρώτησα μου είπαν πως περίμεναν να τον ανταλλάξουν με δικούς τους που είχαν πιάσει οι Γερμανοί. Γι' αυτούς ήταν πολύ σημαντικός.

Ένα βράδυ ήρθε η μητέρα μου με την Κυράτσω για να με πάρουν βιαστικές και τρομαγμένες. Είχαν πληροφορίες πως οι Γερμανοί έκαναν πολεμική επιχείρηση για να βρουν και να ελευθερώσουν τον αιχμάλωτο. Φύγαμε σχεδόν τρέχοντας στο μικρό οδοιπορικό ανάμεσα στους θάμνους και τα σκίνα για να φτάσουμε πιο γρήγορα στο Καλούσι. Όταν φτάναμε στο χωριό, εκεί στη μικρή στρογγυλάδα, τη ράχη όπως την έλεγαν, και που περνούσαμε τα βράδια μας, σ΄ένα δρομάκι από τα τρία τέσσερα στην μπασιά του χωριού ακούσαμε θόρυβο από ανθρώπινες φωνές, που έρχονταν ομαδικά με συγκεχυμένες ομιλίες. Έμοιαζαν με μουρμουρητά, πατημασιές από αρβύλες και άλογα. Μπροστά ήταν ένας μοναχικός οδηγός που καθησύχαζε στα ελληνικά τους χωρικούς που είχαν μαζευτεί εκεί από περιέργεια. “Να πάτε στα σπίτια σας και δεν θα σας πειράξει κανείς. Μόνο να κλειστείτε μέσα, μην τρομάζετε, εμείς ερχόμαστε φιλικά”. Ο ελληνόφωνος οδηγός έτσι προσπαθούσε να ηρεμήσει τους έντρομους ανθρώπους. Η μητέρα μου, η Κυράτσω και εγώ που είχαμε φτάσει στην πλατεϊτσα αναθαρρήσαμε και τους πλησιάσαμε. Εκείνος, ο οδηγός, μας κοίταξε προσεκτικά και μας ρώτησε: “Μα εσείς δεν φαίνεστε να είσαστε από εδώ” είπε υποψιασμένος. Και τότε η καπετάνισσα, η μητέρα μου, του συστήθηκε με εκείνη την ιστορική φράση: “Μα δε με γνωρίζετε; Είμαι η γυναίκα του αρχηγού, του συνταγματάρχη Βλάση Ανδρικόπουλου”. Εκείνος της έπιασε αμέσως τα χέρια καθησυχαστικά, προστατευτικά και της είπε: “Καλά, καλά κυρία μου, πηγαίνετε και εσείς στο σπίτι σας”. Τα είχε καταλάβει όλα. Άλλωστε ξεχωρίζαμε φανερά από τους άλλους, όμως η επιβεβαίωση της μητέρας μου ήταν το κερασάκι στην τούρτα. Εγώ λίγο πιο πίσω της είχα καταλάβει πως αυτοί που ακολουθούσαν τον ελληνόφωνο οδηγό ήταν Γερμανοί, και όπως φεύγαμε της είπα: “Τι κάνατε μαμά, ξέρετε ποιοι είναι αυτοί;”

“Δεν είναι αντάρτες” με ρώτησε με αφέλεια.

“Όχι μαμά, είναι Γερμανοί”.

Πως φύγαμε απ' την πλατεία; Είναι τρομακτικό ακόμα και τώρα που το σκέφτομαι. Πηδήξαμε κάτι βραχάκια, παραλίγο να γκρεμοτσακιστούμε. Από τότε η μητέρα μου έχασε τη φωνή της. Και τραγουδούσε τόσο υπέροχα. Έκτοτε δεν βγήκε από το λάρυγγά της ούτε ένας φθόγγος.

Πήγαμε στο σπίτι της Κυράτσως που είχε μετακομίσει σε άλλο στην άκρη του χωριού. Ακόμα και τώρα θυμάμαι τον πανικό που μας διακατείχε.

Οι Γερμανοί ήταν μια μικρή ομάδα με λίγους άντρες που έψαχναν να βρούνε τον αιχμάλωτο. Είχαν σταθεί στο Καλούσι για να περάσουν τη νύχτα τους στο σπίτι του παπά Παναγή, να φάνε και να κοιμηθούν. Η Κυράτσω, μια πανέξυπνη και καπάτσα χωριάτισσα, αποφάσισε να πάει μέχρι εκεί να δει, ν' ακούσει, να καταλάβει τέλος πάντων πώς αυτός ο Έλληνας με τόση τόλμη και με κίνδυνο της ζωής του φυγάδευσε τη μητέρα μου και μένα. Εκεί έκανε πως σερβίριζε, ώσπου κάποια στιγμή άκουσε τη συζήτηση του οδηγού με τους Γερμανούς. Βέβαια δεν κατάλαβε τίποτα, μα ο Έλληνας διερμηνέας τη γνώρισε και την πλησίασε. Της είπε πως οι Γερμανοί αναζητούσαν την ωραία κυρία και την δεσποινίδα που είχαν συναντήσει στη μπασιά του χωριού. Αυτός τους είπε πως ήταν ξένες, περαστικές απ' το χωριό και είχαν φύγει. Όμως της συνέστησε ότι θα ήταν καλό η καπετάνισσα, δηλαδή η μητέρα μου, με τα παιδιά της να φύγουν πρωί πρωί για περισσότερη ασφάλεια. Από εδώ αρχίζει ένα άλλο οδοιπορικό απελπισίας και πανικού.

Μια γυναίκα έντρομη με τα δυο της παιδιά σχεδόν τροχάδην να φεύγουν απ' το χωριό και να περπατούν νυχτιάτικα μέσα στο λόγγο. Δεν ξέραμε πού θα μας βγάλει. Η μόνη που κρατούσε την ψυχραιμία της ήμουν εγώ. Ο αδελφός μου ήταν πολύ δειλός, άλλωστε παιδί ακόμα, έτρεμε από τον φόβο, σαν να τον κυνηγούσε ο κακός δράκος του παραμυθιού. Και άξαφνα σε μια τοποθεσία που λέγονταν Σκαμνιές αντικρίσαμε ένα σπίτι, ένα καταφύγιο για να κρυφτούμε. Αναθαρρήσαμε. Επιτέλους, είχαμε βρει μια στέγη να μας προστατεύσει.

Πριν φτάσουμε στην πόρτα εμφανίστηκε ο ιδιοκτήτης, που ήταν ο δάσκαλος του χωριού, Σωτηρόπουλος στ' όνομα. Εκεί, είχε τα μελίσσια του και ένα μικρό σπίτι. “Μακριά, μακριά απ' το σπίτι μου καπετάνισσα” μας σταμάτησε αμέσως, “σας ψάχνουν οι Γερμανοί κι ήρθες εδώ να πάρεις και εμάς στο λαιμό σου; Τραβήξου, μην πλησιάζετε, δεν σας δέχομαι”.

Τότε η μητέρα μου σχεδόν κλαίγοντας του είπε: “Γιατί μας διώχνεις δάσκαλε; Πού να πάω μια γυναίκα με δύο παιδιά;”

“Οπουδήποτε αλλού εκτός απ' το σπίτι μου” της απάντησε.

Μείναμε άναυδοι, και σαν ένα φύσημα αέρα να ερχόταν από το ακατονόμαστο, θλιβερό ανθρωπάκι, οπισθοχωρήσαμε λίγα βήματα, έτσι ασυναίσθητα. “Μην τον παρακαλάς μαμά αυτόν τον γυμνοσάλιαγκα” είπα έξαλλη, “δεν βλέπεις πως είναι ένας υπάνθρωπος, που τον έπλασε ο θεός για να ντρέπεται, που τον ρεζιλεύει και να μετανιώνει για τον πηλό που χάλασε για τον πλάσει; Είναι να τον λυπάσαι”.

“Εσύ λέγε ό,τι θέλεις κοριτσάκι μου, όμως φύγετε”.

Κοιταχτήκαμε. Ήμασταν απελπισμένοι. Πού να πηγαίναμε; Πάλι μέσα στο λόγγο; Δεν ξέραμε. Όμως δεν μπορούσαμε να μείνουμε και εκεί. Κάναμε, λοιπόν μεταβολή, αλλά πάνω που ήμασταν έτοιμοι να φύγουμε, ξαφνικά, από το απέναντι σπίτι βγήκε ο νοικοκύρης, ο ξάδελφος του δασκάλου. Με βήμα γοργό μας πλησίασε και μας είπε: “Έλα καπετάνισσα. Είσαι καλοδεχούμενη με τα παιδιά σου στο σπίτι μου. Αφού είναι γραφτό θα περάσουμε αυτή τη δοκιμασία, και ό,τι άλλο μας τύχει μαζί”.

Μας έμπασε στο σπίτι του με στοργή, καλοσυνάτα, λέγοντας στη γυναίκα του να σφάξει αμέσως μια κότα να τη μαγειρέψει για να φάμε που ήμασταν πεινασμένοι. Μετά μας έστρωσαν κρεβάτια με καθαρές φλοκάτες να κοιμηθούμε. Ήταν ο καλός Σαμαρείτης της παραβολής, που μας φιλοξένησε, το καλό δημιούργημα που έπλασε ο θεός για να υπερηφανεύεται να χαλαλιζει τον πηλό που ξόδεψε για το πλάσμα του. Δεν ξέχασα ποτέ το όνομά του. Λεγόταν Ρουμελιώτης.

Το άλλο πρωί ήρθε ο καλός μας άγγελος, ο Στέφανος, με άλογα και προμήθειες να μας πάρει. Ο κίνδυνος είχε περάσει. Έγινε η ανταλλαγή και οι Γερμανοί έφυγαν. Η φράση όμως της μητέρας μου ... “Δε με γνωρίζεις, είμαι η γυναίκα του αρχηγού” κυκλοφόρησε σε όλο το αντάρτικο και έμεινε ιστορική. Η καημένη η μητέρα μου δεν ήθελε ούτε να της το αναφέρουν. Αισθανόταν απαίσια που μια άστοχη κουβέντα της σε ανύποπτη στιγμή έφερε σε τέτοιο κίνδυνο τη ζωή μας. Μετά την απελευθέρωση, μας επισκέφτηκε ο σωτήρας μας. Ήταν από το Μάνεσι Καλαβρύτων. Υπεύθυνος του Ε.Α.Μ. του χωριού του, τομεάρχης Ε.Α.Μ. περιφέρειας, μέλος του Λαϊκού δικαστηρίου κατά τα χρόνια της κατοχής. Θυμόταν μ' ευγνωμοσύνη τα λόγια του ηρωϊκού πατέρα μου που στην πλατεία του χωριού κρατώντας τον από το χέρι είπες στους συντεταγμένους αντάρτες του: “Συναγωνιστές, σας παρουσιάζω τον σωτήρα της οικογένειάς μου”. Οργανωμένος, λοιπόν, στο Ε.Α.Μ. τον είχαν επιτάξει οι Γερμανοί, όταν τον βρήκαν στο αμπέλι του για διερμηνέα, αφού τον άκουσαν να μιλάει τη γλώσσα τους. Για καλή μας τύχη δεν ήταν προδότης. Μας είπε πως έμεινε άναυδος όταν η καπετάνισσα του συστήθηκε. Με πολύ διπλωματικό τρόπο έπεισε τους Γερμανούς να μην μας ψάξουν, ότι ήμασταν ξένες, περαστικές και φύγαμε. Είχαν υποψιαστεί ότι είχαμε κάποια σχέση με τους αντάρτες. Ο άνθρωπος αυτός θα μείνει για πάντα στη μνήμη μου. Ήταν ο σωτήρας μας, ένας αληθινός πατριώτης. Υπήρχαν κι άλλοι πολλοί για να με κάνουν υπερήφανη αλλά εγώ γνώρισα αυτόν τον ένα, τον Γιώργο Αθανασόπουλου από το Μάνεσι Καλαβρύτων. Μετά από πολλά χρόνια έψαξε να μας βρει στην Αθήνα. Συναντηθήκαμε στο σπίτι μου στον Βύρωνα, με τα χρόνια φορτωμένα στις πλάτες μας, μα και τις αναμνήσεις μας ζωντανές, καθάριες από την ομίχλη του καιρού που διάβηκε. Θυμάμαι όταν τον αντίκρισα στην πόρτα μου αμέσως αγκαλιαστήκαμε με τον σωτήρα μας και αρχίσαμε να κλαίμε σαν μικρά παιδιά. Δάκρυα ανάτασης στους ουρανούς της θύμησης. Όμως αισθάνομαι ιερή υποχρέωση να αναφέρω σ' αυτό το βιβλίο, στο επόμενο κεφάλαιο, το οδοιπορικό της Οδύσσειας του σωτήρα μας, έτσι όπως μου το έδωσε δακτυλογραφημένο εκείνη τη μέρα που με επισκέφτηκε στο σπίτι μου. Είναι ένας φάρος τιμής γι' αυτόν τον μεγάλο Έλληνα, και του το αφιερώνω.


Μαρτυρία του Ε.Α.Μ.ίτη Γιώργου Αθανασόπουλου




Κηφισιά 15 Νοεμβρίου 1999


"Στην αγαπητή κ. Αναστασία Β. Ανδρικοπούλου - Σμπαρούνη αφιε­ρώνω τις επόμενες σελίδες της περιγραφής της ομηρίας μου από τους Γερμανούς. Γράφω τις συγκλονιστικές στιγμές που η Θεία Πρόνοια με βοήθησε να σώσω αυτήν και την μητέρα της από τα χέρια των Γερμανών στα χρόνια της κατοχής. Θα θυμούμαι μ' ευ­γνωμοσύνη τα λόγια του ηρωϊκού πατέρα της Συνταγματάρχη Βλάση Ανδρικόπουλου που στην πλατεία του χωριού μου Μάνεσι Καλαβρύτων κρατώντας με από το χέρι είπε στους συνταταγμένους αντάρτες του: Συναγωνιστές σας παρουσιάζω τον σωτήρα της οικο­γένειάς μου" 

Με άπειρη αγάπη 

Γεώργιος Δ. Αθανασόπουλος

Υπεύθυνος ΕΑΜ του χωριού μου

Τομεάρχης ΕΑΜ της Περιφ.

Μέλος του Λαϊκού Δικαστηρίου κατά τα χρόνια της κατοχής.

ΧΡΟΝΙΑ ΚΑΤΟΧΗΣ

Ήταν μια ηλιόλουστη ημέρα του Σεπτεμβρίου 1943. Επέστρεφα από το χωράφι μας από τη "Μήχνη" με το γαϊδουράκι μου φορτωμένο ξύλα στις 10.30 περίπου το πρωί. Φορούσα μια λεπτή φανέλα και το αριστερό μου πανταλόνι ήταν τρύπιο στο γόνατο. Στην είσοδο του χωριού, στη δυτική αυλή του σπιτιού του Παπαδημητρίου ήταν σταθμευμένη μια μηχανοκίνητη φάλαγγα των Γερμανών. Γερμανοί στρατιώτες προσπαθούσαν να συνεννοηθούν με τον Νικόλαο Τζελέπη (Νταβέλη) μάταια. Ο Νικόλαος βλέποντας εμένα με έδειξε και ένας Γερμανός με φώναξε και μου ένευσε να πάω εκεί. Πράγματι επλησίασα αφού δεν υπήρχε "οδός διαφυγής". Τους ρώτησα γερμανιστί τι με θέλουν. Ο επί κεφαλής της φάλαγγας ένας υψηλός αξιωματικός, πολύ εκνευρισμένος, με το μαστίγιον ανά χείρας μου είπε: Τον Πρόεδρο. Σε λίγο ήλθε ο Πρόεδρος, ο μπαρμπΑρίστος Τσουρέκης. Τότε ο αξιωματικός οργίλως μου είπε 12 λέξεις που αντηχούν ακόμα στ' αυτιά μου:SIE WERDE MIT UNS BLEIBEN BIS DAS VERLORE AUTO WIRD BEFIENDEN. EINSTEIGEN. (Θα μείνετε μαζί μας μέχρι ότου το χαμένο αυτοκίνητο ευρεθή. Ανεβήτε στο αυτοκίνητο) και μου έδειξε με το μαστίγιο την πόρτα του δεύτερου θωρακισμένου αυτοκινήτου. Ο ΜπαρμπΑρίστος μου λέει: Τι λέει, ρε παιδί; Ανέβα στο αυτοκίνητο και θα δούμε πού θα μας πάνε, του απάντησα. 

Έβαλαν μπρος τις μηχανές και δρόμο προς την Κάτω Βλασία, στου Μούλου. Εκεί μας κατέβασαν. Κατά την διάρκειαν της διαδρομής ένας Γερμανός στρατιώτης, ίσως να μην ήταν και καθ' αυτό Γερμανός, με ρώτησε αν ξέρω Γαλλικά και η απάντησίς μου ήταν καταφατική. Έτσι αρχίσαμε συζήτηση στα Γαλλικά. Μου είπε ότι ήλθον στη Σπάρτη από το Ρωσικό μέτωπο, την Κριμαία, προς ανάπαυση και ότι γρήγορα θα επέστρεφον στο μέτωπο. Επίσης μου είπε ότι έχασαν ένα αυτοκίνητο που έφυγε από τη Σπάρτη για την Πάτρα και ότι σ' αυτό ήταν ένας αξιωματικός και ένας στρατιώτης. Οι πληροφορίες τους ήταν ότι κάπου εκεί κοντά στα χωριά μας του έστησαν ενέδρα οι αντάρτες και πήρα το αυτοκίνητο με τους Γερμανούς και ότι αυτοί εξήλθον προς ανεύρεσίν των. Καθώς κατάλαβα κανείς από τους Γερμανούς δεν ήξερε Γαλλικά και κανένας του δεν ήξερε ούτε μια λέξη Ελληνικά, αφού άλλωστε λίγες μόνο ημέρες ήσαν στην Ελλάδα. Σ' αυτά τα δύο οφείλω την δυνατότητα να κάμω ό,τι η Θεία Πρόνοια με φώτισε να κάμω.

Φθάσαμε στη Κάτω Βλασία, στου Μούλου. Εκεί βρήκαμε και άλλα μηχανοκίνητα να μας περιμένουν. Τον Πρόεδρο διέταξαν να μείνει εκεί ενώ εμένα με παρέλαβαν δύο στρατιώτες - ο ένας βαθμοφόρος - και τραβήξαμε προς το χωριό. Στα δέκα περίπου μέτρα ο βαθμοφόρος διατάσσει τον στρατιώτη να τρέξει στο χωριό να πει στον Διοικητή που ήταν εκεί ότι ήτο κουρασμένος και δεν μπορούσε να τρέξει. Τότε ο βαθμοφόρος του είπε: Επ' ώμου και τροχάδην. Σαν αυτόματο ο στρατιώτης έβαλε το όπλο επ' ώμου και άρχισε να τρέχει στον ανήφορο για το χωριό. Στα δεκαπέντε μέτρα ο βαθμοφόρος τον διέταξε "Μεταβολή" και ο στρατιώτης τρέχων έφθασε μπροστά μας όπου και διετάχθη με νέα "μεταβολή" να συνεχίσει. Αυτό συνέχιζε ενώ ανεβαίναμε προς το χωριό. Δεν προχωρήσαμε πολύ γιατί ο Διοικητής μαζί με άλλους στρατιώτες κατέβαινε από το χωριό. Έτσι κατεβήκαμε στου Μούλου. Εκεί ο Δ/τής μέσω εμού είπε στον ΜπαρμπΑρίστο ότι αν οι αντάρτες δεν αφήσουν τους Γερμανούς ελεύθερους σε τρεις ημέρες θα κάψουν τα χωριά που ευρίσκονται στο δρόμο και το δικό μας φυσικά. Ο Πρόεδρος του είπε ότι το αυτοκίνητο πέρασε από το χωριό μας και κανείς δεν το πείραξε και ότι είναι άδικο να καταστραφεί ένα χωριό για κάτι που δεν έκαμε. Ο Δ/τής επέμενε: Να μηνύσετε στους αντάρτες να αφήσουν τους Γερμανούς ελεύθερους. Είπαν στον Πρόεδρο ότι είναι ελεύθερος να επιστρέψει εις το χωριό ενώ σε μένα είπαν ότι θα μείνω μαζί τους. Σε λίγο μπήκαμε στα μηχανοκίνητα και πήραμε κατεύθυνση προς την Πάτρα. Όταν φθάσαμε στο ύψος του «Μήχα» τραβήξαμε αριστερά και φθάσαμε μπροστά στο Ξενοδοχείο. Εκεί μας περίμεναν άλλα μηχανοκίνητα. Ο επικεφαλής είπε ότι βρήκαν το αυτοκίνητο που είχαν πάρει οι αντάρτες αλλά χωρίς λάστιχα. Χάρηκαν ιδιαιτέρως διότι στο αυτοκίνητο βρέθηκαν οι στρατιωτικοί χάρτες και πιθανώς απόρρητες διαταγές. Κάθισαν για φαγητό-κονσέρβες χωρίς να δώσουν καμία σημασία σε μένα. Το μόνο που δεν με ενδιέφερε ήταν το φαγητό. Τότε με επλησίασε η κυρία Φιλιππάκη, ιδιοκτήτρια του ξενοδοχείου, με μια ηλικιωμένη κυρία, φίλη της κας Φιλιππάκη, επίθετο Βονέλη και μου είπε: Δεν μας αφήσαν τίποτα. Πήραν όλες τις κουβέρτες, τα σεντόνια κλπ. Της εξήγησα ότι μπροστά στη ζωή τίποτα δεν είναι αυτά. Προφανώς δεν είχε αντιληφθεί τον κίνδυνο. Προσπάθησα να την καθησυχάσω. Η κα Βονέλη μου εξέφρασε την ανησυχία της γιατί ήταν Αγγλίδα υπήκοος και είχε αγγλικό διαβατήριο. Της συνέστησα να κρύψει το διαβατήριο και μου είπε ότι το είχε στο στηθόδεσμό της.

Αφού έφαγαν ένας βαθμοφόρος μαζί με το γαλλομαθή στρατιώτη με κάλεσαν και ταυτόχρονα σηκώθηκαν δέκα στρατιώτες οπλισμένοι και με διέταξαν να τους ακολουθήσω. Αμέσως σκέφθηκα ότι κάπου θα πάμε διότι δεν ταίριαζε δέκα στρατιώτες βαριά οπλισμένοι να πάνε να εκτελέσουν έναν άοπλο. Βαδίσαμε καμιά εικοσαριά μέτρα και ο επικεφαλής βγάζει από την τσέπη του ένα σημείωμα και αργά, αργά διαβάζει: Λακώματα, Σποδιάνα, Αλποχώρι, Καλούσι, Σταροχώρι. Δεν τα ξέρω αυτά τα μέρη τους είπα. Δεν ξέρω αν υπάρχουν δρόμοι. Θα βρούμε τα μέρη, θα βρούμε και τους δρόμους μου απάντησαν.  Προχωρήσαμε λίγο στη κορυφή ενός υψώματος και κάτω στο βάθος υπήρχε ένας ξεροπόταμος και το χωριό Λακώματα. Για να ερευνήσουν αν στο χωριό υπήρχαν αντάρτες άρχισαν να ρίχνουν οπλοβομβίδες στο χωριό. Αφού δεν είδαν καμιά κίνηση αρχίσαμε να κατεβαίνουμε στο χωριό. Φθάσαμε. Μού είπαν, ρώτησε πού είναι ο Πρόεδρος, και ο παπάς του χωριού. Εγώ βρήκα την ευκαιρία να ενημερώσω τους κατοίκους γιατί ευρισκόμεθα εκεί, τι σκοπεύουν να κάνουν οι Γερμανοί, πόσο θα μείνουν και να μηνύσουν στους αντάρτες ν’ αφήσουν τους Γερμανούς να μην κάψουν τα χωριά και σκοτώσουν αθώους ανθρώπους. Για τον Πρόεδρο μου είπαν οι κάτοικοι ότι είναι στην Πάτρα, πήγε να πάρει αλάτι και ότι ο Παπάς είναι στα κτήματά του και θα επιστρέψει το βράδυ. Ζήτησαν το σπίτι του Παπά και μια και το εύρηκαν μεγάλο είπαν πως θα μείνουμε εκεί να δούμε και τον Παπά. Η παπαδιά και όλο το χωριό ήταν ανάστατοι από τον φόβο που προξένησαν οι οπλοβομβίδες και από τη θέα των Γερμανών. Αυτό το διεπίστωσαν οι Γερμανοί και μου είπαν να πω πώς είναι Γερμανοί, δεν πειράζουν τις γυναίκες.

Άρχιζε να βραδιάζει. Οι Γερμανοί έβαλαν φρουρά γύρω από το σπίτι. Εγώ συζητούσα με τον γαλλομαθή Γερμανό στρατιώτη ο οποίος επέμενε ότι θα βρούμε τους αντάρτες. Του εξήγησα ότι οι αντάρτες δεν είναι στρατός, είναι οπλισμένα άτομα που φανερώνονται την νύκτα και ότι την ημέρα στήνουν ενέδρες. Αυτός το βιολί του. Θα τους βρούμε. Το βράδυ αυτό με έβαλαν και κοιμήθηκα σε χωριστό δωμάτιο. Το πρωί ζήτησαν πάλι τον Παπά. Η παπαδιά εξήγησε ότι ο Παπάς είναι αντάρτης και του έκαψαν το σπίτι. Εκτός από το μεγάλο σπίτι που μείναμε ο Παπάς είχε και ένα μικρότερο σπίτι και επειδή το μεγάλο σπίτι ήταν κοντά σε άλλο και υπήρχε κίνδυνος να καεί κι αυτό έκαψαν το μικρότερο σπίτι λέγοντας: Ο παπάς είναι μεγαλοιδιοκτήτης. Κατ’ εντολή των ρώτησα τους χωρικούς αν είδαν τους αντάρτες με Γερμανούς και όλοι τους μου είπαν δεν είχαν ιδέα για τίποτα. Σημειωτέον ότι από τα Λακώματα, πράγμα που δεν ήξερα, κατήγετο και ο υπαρχηγός του ΕΛΑΣ Πελοποννήσου συνταγματάρχης Βλάσης Ανδρικόπουλος, έμπειρος και γενναίος αξιωματικός. Επειδή ήμουνα σχεδόν γυμνός παρεκάλεσα τη δασκάλα του χωριού και μου έδωσε μια φανέλα του ανδρός της.

Στις εννέα το πρωί ακολουθήσαμε το πρόγραμμα. Φύγαμε για τη Σποδιάνα. Εκεί όλοι οι άνδρες είχαν εγκαταλείψει το χωριό. Μόνο γυναίκες και ένας γέρων που έκειτο κατά γής και έκανε  ή ήτο ασθενής υπήρχαν. Ερωτηθέντες απήντησαν ότι δεν γνωρίζουν τίποτα για αντάρτες και Γερμανούς. Προτού αρχίσουν να λένε τους κατετόπιζα γιατί ήλθαν οι Γερμανοί, πόσο θα μείνουν, και τι θα κάμουν αν δεν βρούν τους Γερμανούς και ότι πρέπει να συστήσουν στους αντάρτες να αφήσουν τους Γερμανούς. Έτσι νόμιζα ότι βοηθούσαν τους χωρικούς να μου δώσουν ταυτόσημες απαντήσεις με την ελπίδα να μη πέσω σε αντιφάσεις με τις μοιραίες συνέπειες. Και εδώ οι απαντήσεις ήσαν αι αυταί. Οι Γερμανοί από το ύψος του χωριού με τα οπλοπολυβόλα έβαλον κατά ενός υδρομύλου που βρίσκεται στο βάθος του ξεροπόταμου για να εξακριβώσουν μήπως υπάρχουν αντάρτες. Απέναντι στο δρόμο Πατρών Καλαβρύτων τα γερμανικά μηχανοκίνητα όργωναν το δρόμο.

Γυρίσαμε μετά το μεσημέρι πάλι στα Λακώματα. Εκεί μας περίμενε ένα τμήμα Γερμανών με ασύρματο. Περνούσε ένας με το μουλάρι του φορτωμένο. Τον διέταξαν να ξεφορτώσει το μουλάρι του και φόρτωσαν τον ασύρματο λέγοντας πως σε τρεις μέρες θα του το επιστρέψουν πάλι.

Κατόπιν άρχισε η πορεία προς την κορυφήν του Ερυμάνθου. Πήραμε τη ρεματιά που είχε θάμνους από μικρά αλλά και μεγάλα πλατάνια. Οι Γερμανοί ψάχνοντας τους θάμνους βρήκανε κουτιά από γερμανικές γαλέτες, γερμανικά φυσίγγια. Με χαρά μου είπαν:  από εδώ πέρασαν οι αντάρτες και οι Γερμανοί. Θα τους βρούμε. Σε απόσταση είκοσι μέτρων από το σημείο αυτό συναντούμε ένα τσοπάνο. Εγώ πιστεύοντας ότι όσα μου είπαν στα Λακώματα ήσαν αληθή παρέλειψα να τον κατατοπίσω και όταν τον ερώτησα για τους αντάρτες και για τους Γερμανούς μου απήντησε ότι προς τριών ημερών ήσαν στο χωριό κατόπιν έφυγαν και δεν ξέρω που τους πήγαν. Τι να κάμω; Να πω ότι ήσαν στο χωριό προ τριών ημερών; Τι θα γινότανε το χωριό που όλοι τους είπαν δεν είχαν ιδέα για τίποτα. Μη έχοντας άλλη διέξοδο είπα πως ο άνθρωπος αυτός δεν ξέρει τίποτα. Τον αφήσαμε και συνεχίσαμε την πορεία προς την κορυφή του όρους. Σκεπτόμενος ότι πιθανόν να έχουμε εμπλοκή με τους αντάρτες προσπάθησα να μείνω τελευταίος στη σειρά εις την φάλαγγα κατ’ άνδρα πορεία ώστε όταν άρχιζε η εμπλοκή να το σκάσω γιατί οι αντάρτες θα σκότωναν τον οδηγό  και διερμηνέα των Γερμανών πρώτα. Οι Γερμανοί το αντελήφθησαν αυτό και μου είπαν ή πρώτος ή στο μέσον της φάλαγγας. Έτσι πήγα στην αρχή. Προχωρούσα σκυφτός και με τα χέρια πλεγμένα πίσω να φαίνομαι ότι ήμουν δεμένος μήπως γλιτώσω τις πρώτες σφαίρες.

Σε απόσταση 500 μέτρων από την κορυφή βρίσκουμε και άλλο τσοπάνο. Τον κατατόπισα με λίγα λόγια. Ο άνθρωπος με κοίταζε με περιέργεια και πονηριά. Θα σκεπτόταν τι παρίστανα αν και του εξήγησα ότι είμαι όμηρος.

Μείναμε αρκετή ώρα κάτω από τα έλατα ενώ ο ασύρματος εργαζόταν συνέχεια με το κέντρο επιχειρήσεων. Σε μια στιγμή εδόθη η διαταγή. Οι μισοί στρατιώτες θα αναχωρήσουν για το Αλποχώρι και οι άλλοι μισοί με τον ασύρματο θα παραμείνουν στη θέση τους. Ρώτησα τότε τον τσοπάνο. Πώς θα πάμε στο Αλποχώρι. Ευτυχώς ο Θεός τον φώτισε. Στο Αλποχώρι δεν μπορεί να πάμε. Νυχτώνει και θα τσακιστείτε στους βράχους. Να πάτε στο Καλούσι που είναι ομαλότερα τα βράχια και αύριο πάτε στο Αλποχώρι. Υπάρχουν βουνά βράχια και φαράγγια μην πάτε στο Αλποχώρι απόψε. Έτσι αποφάσισαν να πάμε στο Καλούσι. Ο ήλιος άρχισε να δύει. Οι πλαγιές απότομες και σε κάθε βήμα μας κυλούσε και μια μεγάλη πέτρα. Νύχτωσε. Βλέπαμε σε μακρινή απόσταση  αναλαμπές φώτων. Κρατούσαμε πορεία προς την κατεύθυνση αυτή μέσα στο σκοτάδι. Πέτρες και δένδρα μας εμπόδιζαν την ομαλή πορεία. Οι Γερμανοί αραίωσαν και άρχισαν να συνεννοούνται με συνθήματα για να ξέρουν ότι είναι παρόντες. Σε μια στιγμή στο σκοτάδι κάποιος δεν απάντησε στο σήμα. Σταμάτησαν. Έψαξαν. Τον βρήκαν. Ο επικεφαλής άρχισε να τον κτυπά με το όπλο ενώ αυτός ούρλιαζε από τον πόνο. Γιατί και πώς έγινε αυτό ακόμη δεν μπορώ να το εξηγήσω. Είχε νυχτώσει αρκετά όταν φθάσαμε τα πρώτα φώτα. Ήταν μια καλύβα. Εγώ αμέσως την κατήχηση. Μας δείξανε το δρόμο για το Καλούσι, και κράτησαν το στόμα τους κλειστό αφού τους εξήγησα ότι αν έλεγαν κάτι εναντίον των ανταρτών και το μάθαιναν οι αντάρτες τους περίμενε κακός θάνατος.

Περπατήσαμε κάμποσο και το φεγγάρι άρχιζε σιγά σιγά να βγαίνει. Σε μια στιγμή βλέπω τους Γερμανούς να τρέχουν και να καταδιώκουν κάτι. Πιάνουν ένα μουλάρι χωρίς τον οδηγό του. Ήταν φορτωμένο με καρβέλια. Να μου λέγουν ότι αυτό πήγαινε στους αντάρτες. Προσπάθησα να τους πείσω ότι το καλοκαίρι οι χωρικοί μένουν στα χωράφια τους που είναι μακριά από το χωριό και έτσι είναι αναγκασμένοι να κάνουν εφοδιασμό για μια εβδομάδα και πλέον. Πήρανε το μουλάρι και προχωρώντας φθάσαμε στη παρυφή του χωριού στο πρώτο σπίτι.  Μια γυναίκα ήταν στην πόρτα ενώ 4-5 παιδιά παίζανε μπροστά από αυτή. Σταματήσαμε. Εγώ το βιολί μου, είπα τα γνωστά. Όταν άκουσαν τα παιδιά ότι οι ένοπλοι είναι Γερμανοί άρχισαν να κλαίνε. Γιατί κλαίνε με ρώτησαν οι Γερμανοί. Φοβούνται τους λέω. Να μην φοβούνται. Δεν έχουμε τίποτα με τον κόσμο. Τους Γερμανούς θέλουμε που έχουν οι αντάρτες. Όταν είπα πως οι Γερμανοί θέλουνε τον Πρόεδρο η γυναίκα μου απάντησε: Ποιον θέλετε τον παλιό ή τον καινούργιο (Τον ανταρτοπρόεδρο). Για να μην φέρω τον νέο Πρόεδρο σε δύσκολη θέση είπα τον παλιό. Ο παλιός λέγει η γυναίκα λείπει από το χωριό. Κατόπιν ρώτησα κατ’ εντολήν των πού είναι το σπίτι του Παπά. Τραβάτε ίσια είπε η γυναίκα, είναι ένα μεγάλο σπίτι. Έτσι ακολουθήσαμε την πορεία προς τα εκεί. Σε λίγα μέτρα αριστερά του δρόμου βλέπουμε δύο σκιές πάνω σε μια μεγάλη πέτρα. Πλησιάζω, βλέπω μια κυρία με ένα νεαρό κορίτσι. Όταν βρέθηκα κοντά μού έκανε εντύπωση η αμφίεσίς τους. Ερωτώ την κυρία: είσθε από εδώ. Όχι μου λέγει, είμαι από την Πάτρα. Βλέπουσα σκιές οπλοφόρων νόμισε ότι είναι αντάρτες. Είμαι η γυναίκα του υπαρχηγού του ΕΛΑΣ Πελοποννήσου, Συνταγματάρχη Βλάση Ανδρικόπουλου. Εδώ Γερμανοί κυρία μου της λέγω. Πωπω μαμάκα μου λέγει η κόρη της. Μη φοβείσθε τους λέγω, είμαι άνθρωπος δικός σας, είμαι από το Μάνεσι των Καλαβρύτων. Λέγομαι έτσι. Τους είπα όλα τα γνωστά. Τους συνέστησα να φύγουν αμέσως από το χωριό. Να ειδοποιήσουν τον Συνταγματάρχη να αφήσουν τους Γερμανούς ελεύθερους γιατί οι Γερμανοί είναι αποφασισμένοι να βομβαρδίσουν τα χωριά με τα στούκας που ευρίσκονται στον Άραξο, θα κάψουν χωριά και θα σκοτώσουν αθώους ανθρώπους. Να φύγετε αμέσως. Οι Γερμανοί περίμεναν την επιστροφή μου. Τους είπα ότι η κυρία είναι από την Πάτρα και ήλθε με την κόρη της να περάσουν δυο, τρεις ημέρες λόγω του καύσωνος που είναι στην πόλη. Έτσι ξανασυνεχίσαμε το δρόμο μας για το σπίτι του Παπά. Πιο πάνω δεξιά είδαμε ένα μεγάλο σπίτι. Νόμισα ότι ήταν του Παπά και ανέβηκα επάνω με τρεις Γερμανούς. Μέσα ήταν ένας μετρίου αναστήματος άνδρας που μου συνεστήθη ως δάσκαλος του χωριού. Στο πάτωμα ήταν ξαπλωμένη μια νεαρά γυναίκα. Μου είπε ότι είναι η σύζυγός του και ότι γέννησε προς τριών ημερών. Τα μεταβίβασα αυτά στους Γερμανούς. Ρώτησε για τους στρατιώτες. Είναι Ιταλοί μου λέγει. Όχι του λέγω είναι Γερμανοί. Διαβίβασα αυτό εις τους Γερμανούς οι οποίοι με στόμφο είπαν: Είμαστε Γερμανοί. Ρώτησε για τους αντάρτες μου είπαν. Ο δάσκαλος άρχισε να μου λέγει ότι προ δύο ημερών ήσαν στο χωριό και ότι το οπλισμό τους τον έχουν στον Αγιάννη. Τις λες δάσκαλε του λέω. Τι είναι αυτά που λες. Αν μάθουν οι αντάρτες αυτά που λες θα σε γδάρουν ζωντανό. Τα έχασε. Θα λες ότι δεν ξέρω τίποτα το συγκεκριμένο. Γυρίζουν την νύχτα βγάζουν λόγους και εξαφανίζονται αυτά θα λέτε. Του έκανα κατήχηση και εξηγούσα στους Γερμανούς ότι οι κάτοικοι του χωριού είναι φιλήσυχοι. Ο δάσκαλος ήταν πια σαστισμένος. Ποιος ήμουν εγώ και τι ρόλο έπαιζα. Οι Γερμανοί είπαν ότι θα έμεναν το βράδυ στο σπίτι του αλλά θέλουν να δουν τον Παπά. Μου έδειξε το σπίτι και τραβήξαμε για εκεί.

Ήταν πιο μεγάλο σπίτι από εκείνο του δασκάλου και μας υπεδέχθη, τρόπος του λέγειν, η παπαδιά και μια ηλικιωμένη κυρία, ίσως η μητέρα της ή πεθερά της. Ζητήσαμε τον Παπά. Μου είπαν είναι στα κτήματα και πιθανόν να έλθει απόψε ή αύριο το πρωί. Η παπαδιά έφερε μέλι και οι Γερμανοί πεινασμένοι έτρωγαν μέλι και τα καρβέλια που πήραν από το μουλάρι. Τέτοιο μέλι έλεγαν δεν υπάρχει ούτε στο Βερολίνο. Τους είπα ότι πρέπει να μεριμνήσω για συσσίτιο και ευχαρίστως δέχθηκαν την πρότασή μου. Έτσι βρήκα την ευκαιρία και πήγα στο μαγειρείο έξω και είπα στην ηλικιωμένη κυρία ποιος είμαι, πώς λέγομαι και τα  ήδη γνωστά. Συνέστησα δε να έλθει ο παπάς να δούμε τι θα κάνουμε. Πράγματι ήλθε ο παπάς και μου είπε: Πίστεψα σ’ αυτά που μου διαβίβασες. Αν δεν πίστευα ας καίγανε το δικό μου σπίτι πρώτα.

Ενώ το προηγούμενο βράδυ στα Λακώματα με έβαλαν να κοιμηθώ σ’ ένα ξεχωριστό δωματιάκι σήμερα με έβαλαν στη μέση της ομάδος. Επειδή το σπίτι του παπά ήταν κάτω από ένα μικρό ύψωμα με θάμνους έβαλαν καλή φρουρά γύρωθεν. Η άλλη ομάδα με τον ασύρματο ξενύχτησε στο βουνό.

Πριν τα μεσάνυχτα εδόθη το σύνθημα του συναγερμού. Με ξυπνούν. Το δωμάτιο φώτιζε ένα καντήλι με λάδι. Φέρνουν ένα άτομο με γερμανικό πηλίκιο, γερμανική στολή και γερμανικό όπλο. Ρώτησέ τον μου λέγουν πού βρήκε τα όπλα. Ο άγνωστός οπλοφόρος μού είπε ότι τα πήρε από το οπλοστάσιο των ανταρτών στον Αγιάννη. Εγώ μετέφρασα ότι τον επεστράτευσαν οι αντάρτες και του έδωσαν και τον οπλισμό. Πού είναι οι αντάρτες τώρα ήτο η επόμενη ερώτησις. Δεν ξέρω απάντησε. Αμέσως τον τράβηξαν έξω και σε δευτερόλεπτα τον γάζωσαν με τα αυτόματα. Όταν γύρισαν μέσα μού είπαν: ξέρουμε ότι θα στεναχωρηθείς που σκοτώσαμε έναν Έλληνα αλλά διαταγή του Φύρερ όποιος φέρει όπλα εναντίον των Γερμανών να σκοτώνονται επί τόπου. Είμαστε Γερμανοί δεν είμαστε Ιταλοί και εμείς οι λίγοι είμαστε ικανοί να τα βάλουμε με μία μεραρχία. Από τη στιγμή εκείνη μέχρι το πρωί τα πολυβόλα και οι χειροβομβίδες δεν έπαψαν ούτε λεπτό. Έβαλον προς όλας τα κατευθύνσεις. Τραβώντας τον άγνωστο στο προαύλιο προς εκτέλεση αυτός φώναζε: κύριε διερμηνέα τα παιδιά, τα παιδιά μου. Θα σας πω να τους πιάσετε τους αντάρτες. Σκέφθηκα: Αφού ήτο διαταγή του Φύρερ ούτως ή άλλως θα τον σκότωναν. Τουλάχιστον τώρα οι Γερμανοί δεν ξέρουν τίποτα για τους αντάρτες ούτε ότι ήσαν στο χωριό προ δύο ημερών. Οι Γερμανοί ξανακοιμήθηκαν σαν να μη συνέβαινε τίποτε. Κανείς στη θέση μου δεν θα μπορούσε να κλείσει μάτι όσο κουρασμένος και να ήταν. Το ίδιο έπαθα κι εγώ.

Χάραξε. Ήθελα να πάω να ουρήσω. Παίρνω τα παπούτσια μου με τρεμάμενα χέρια. Προσπαθώ να τα φορέσω. Έτρεμα όλος. Τότε κατάλαβα πως οι άνθρωποι κατουριούνται από φόβο. Δεν κατουρήθηκα αλλά έφθασα κοντά σ’ αυτό. Οι Γερμανοί κατάλαβαν ότι ξύπνησα και με ρωτούν πού πας; WASSERLASSEN τους λέω. Να κατουρήσω. Με συνόδεψαν δύο Γερμανοί ένοπλοι μέχρι το προαύλιο όπου είδα και τον νεκρό γαζωμένο από τις σφαίρες. Σε λίγο ήλθε και ο παπάς. Του είπα τα διατρέξαντα. Σαν την αμαρτία έπεσε απάνω τους μου λέγει. Τα πολυβόλα είχαν σταματήσει γιατί η μέρα είχε προχωρήσει. Κατά τις δέκα ή ώρα έφθασε και άλλη ομάδα με τον ασύρματο. Μέναμε εκεί χωρίς να ξέρω τι μέλλει να γίνει. Πλησίαζε μεσημέρι. Ιδού ένας πολίτης εκ Πατρών, αν δεν κάνω λάθος δικηγόρος, με γυαλιά, ξεχνώ τώρα το όνομά του, ήλθε συνοδεύων τους Γερμανούς που κρατούσαν αιχμάλωτοι οι αντάρτες. Ο ένας ήτο αν θυμούμαι καλά το όνομά του ο Συν/ρχης Φον Χέγκελ. Καταλαβαίνει κανείς τη χαρά των Γερμανών. Ο συνταγματάρχης απευθυνόμενος σε μένα μου είπε εις άπταιστο Ελληνική. Σε παρακαλώ διάβασέ μου αυτό το γράμμα που μου έδωσαν οι αντάρτες, είναι πολύ κακογραμμένο, δεν μπορώ να το διαβάσω. Έλεγαν θα τους νικήσουν. Κατάλαβα ότι η αποστολή μου σταμάτησε. Δεν ήτο δυνατόν να κάμω τίποτα πλέον. Το παιχνίδι μου τέλειωσε οριστικά. Κανείς πλέον δεν ενδιαφέρετο για μένα εάν υπήρχον ή όχι. Έτσι καθόμουν σε μιαν άκρη αναμένοντας. Δεν κράτησε όμως πολύ η ησυχία μου. με κάλεσαν και μου είπαν ότι πρέπει να εορτάσωμεν την επιστροφή των συντρόφων μας θέλουμε δύο χοιρινά. Κάλεσα τον παπά, τον καλό αυτόν άνθρωπο που μου έδινε κουράγιο στην προσπάθειά μου και του είπα την αξίωσή τους. Ο παπάς μου είπε: Πού να βρούμε τώρα γουρούνια και με τι λεπτά. Πες για προβατίνες. Μπορούμε να έχουμε τρεις. Το διαβίβασα αλλά οι Γερμανοί ανένδοτοι. Είχαμε τις πληροφορίες ότι εδώ υπάρχουν αντάρτες και να η απόδειξις πίασαμε έναν αντάρτη με γερμανικό όπλο. Τότε είπα στο παπά τα ακόλουθα λόγια:Πάτερ σ’ όλους τους κινδύνους η Εκκλησία στάθηκε στο πλευρό του λαού. Να πας στην Εκκλησία να πάρεις χρήματα ν’ αγοράσεις τα χοιρινά και όταν με το καλό απαλλαγούμε από τους Γερμανούς να διηγηθείς τα διατρέξαντα στους συγχωριανούς σου και να ζητήσεις ο κάθε ένας να δώσει τον οβολό του για να τακτοποιηθεί το Ταμείον της εκκλησίας. Τούτο και εγένετο. Οι Γερμανοί έφαγαν καλά. Εγώ στην άκρη μου αναμένοντας τα μελλούμενα. Σε λίγο με κάλεσαν: Πού είναι αυτή η κυρία από την Πάτρα με την κόρη της; Είπα ότι φοβήθηκαν και έφυγαν για την Πάτρα και ειδοποίησα τον παπά να την φυγαδεύσει αμέσως, αλλά ο παπάς με βεβαίωσε ότι είχε ήδη εγκαταλείψει το χωριό από το βράδυ.

Αφού φάγανε εδόθη το σύνθημα της αναχωρήσεως. Είχαμε κατεβεί καμιά διακοσαριά μέτρα προς τον κάμπο όταν ένας αξιωματούχος αντελήφθη ότι ξέχασε το πορτοφόλι του. Σταμάτησε όλη η φάλαγγα. Το βρήκε και συνεχίσαμε την πορεία μας προς το Σταροχώρι. Είμαστε τυχεροί διότι είχαμε απομακρυνθεί από το Καλούσι αρκετά και είμαστε εκτός βολής των όπλων των ανταρτών διότι ο Συν/χης Ανδρικόπουλος είχε κινήσει από το Αλποχώρι με όλη τη δύναμή του με πρόθεση να δώσει μάχη με τους Γερμανούς. Η τοποθεσία που ήταν το σπίτι του παπά ευνοούσε πολύ μια επίθεση.

Στο Σταροχώρι μας περίμεναν όλα τα μηχανοκίνητα με εστραμμένα  τα πολυβόλα προς το Καλούσι. Ευνόητο είναι ότι επικράτησε μεγάλη ευφορία μεταξύ των Γερμανών. Ο ομαδάρχης της ομάδος ασυρμάτου με πλησίασε και μου είπε ότι πωλούσε το μουλάρι που πήρε από τα Λακώματα στους Σταροχωρίτες αλλά δεν μπορούσε να συνεννοηθεί μαζί τους. Τον επετίμησα λέγοντας: Σεις οι Γερμανοί είσθε υπερήφανοι για το λόγο σας. Τώρα θέλεις να πωλήσεις το μουλάρι που υποσχέθηκες να το επιστρέψεις σε τρεις μέρες; Θα το πω στον διοικητή σου. Αυτός αγρίεψε και δεν άργησα να καταλάβω ότι οι άνθρωποι αυτοί δεν έχουν πολλά λεφτά και κανόνισα μια τιμή – την αξία δύο προβατίνων. Εξήγησα στον αγοραστή ότι δέον να επιστρέψει το ζώον στον κάτοχό του διότι τον αναμένει άσχημο τέλος. Ευχαρίστως ο Λακωματίτης το έδινε το μικρό ποσό για να πάρει πάλι το ζώο του. Έτσι έκλεισε και αυτή η πληγή.

Αργά το απόγευμα ξεκινήσαμε για την Πάτρα. Φθάσαμε στην Πλατεία Γεωργίου. Οι Γερμανοί έβαλαν όλα τα μηχανοκίνητα επί της Πλατείας, τα ευθυγράμμισαν και εδόθη το σύνθημα να σταματήσουν όλες οι μηχανές ταυτοχρόνως. Ήμουνα τόσο εξαντλημένος ψυχικώς και σωματικώς που κοιμήθηκα μέσα στο μηχανοκίνητο συνεχώς μέχρι της επομένης πρωίας.

Το πρωί ξύπνησα με την έννοια και τώρα τι γίνεται; Σε λίγο οι Γερμανοί βάζουν εμπρός στις μηχανές. Πού πάμε του ρωτώ. Στην Καλαμάτα μου απαντούν. Άρχισα τότε να σκέπτομαι πώς και πού θα αποδράσω.

Φθάσαμε στις Ιτιές. Σταματήσαμε. Η θάλασσα λάδι. Οι Γερμανοί τη ζήλεψαν. Γδυθήκανε για μπάνιο. Ρίξανε χειροβομβίδες για ψάρια. Φάγανε και εγώ ήμουν βυθισμένος στη σκέψη πώς θα αποδράσω.

Στη μία η ώρα με πλησιάζει ο ψηλός αξιωματικός που με είχε αγριοκοιτάξει στο Μάνεσι και μου λέει: Σε λίγο αυτοκίνητο θα σε πάει στο χωριό σου. Τον ευχαρίστησα αλλά η καρδιά μου ήταν τόσο κουρασμένη που ούτε καν χάρηκα. Το άκουσα σχεδόν αδιάφορα νομίζοντας ότι κάτι τέτοιο δεν επρόκειτο να συμβεί. Αλλά έπειτα από λίγο μου λέγουν να ανεβώ στο αυτοκίνητο της επιστροφής. Ευχαρίστησα το θεό γιατί θα γύριζα στο σπίτι μου. Ήταν ένα θωρακισμένο. Μπροστά ο οδηγός και δύο στρατιώτες. Πίσω εγώ. Στο αυτοκίνητο υπήρχαν πολυβόλα, χειροβομβίδες, όλμοι και ό,τι χρειάζεται μια μάχη.

Φθάσαμε στο Μανεσέικο στις πρώτες στροφές που βλέπει κατά το Μπούμπουκα. Ζούσα με την αγωνία μήπως βρεθεί κανένας αντάρτης και ρίξει καμιά τουφεκιά. Έκανα διαρκώς την προσευχή μου. Τους παρακάλεσα να σταματήσουν διότι η απόσταση από το χωριό ήταν μικρή, τους είπα, και θα πήγαινα με τα πόδια. Έτσι κατέβηκα.

Πλησιάζοντας το χωριό ακριβώς πάνω από το αμπέλι μας στο δρόμο συναντώ κάποιον από το χωριό, δεν θυμάμαι τώρα ποιος ήταν. Σε άφησαν οι Γερμανοί μου λέει. Πού να τοξέρε η μανούλα σου μου λέει. Τι συμβαίνει του λέω, η μάνα μου δεν είναι καλά; Όχι καλά είναι, μου απαντά, αλλά ανησυχεί για σένα.

Γύρισα σπίτι μου και με δάκρυα είδα τη μάνα μου και τα αδέλφια μου. Δεν μπορούσα να αρθρώσω λέξη. Οι χωριανοί δεν τέλειωναν να με ρωτούν για την περιπέτειά μου.

Επειδή είχαμε συχνές επιδρομές των Ιταλών και των Γερμανών στο χωριό, επειδή από εκεί περνούσαν τα αυτοκίνητα τους, μέναμε σχεδόν μονίμως στο χωράφι μας στη «Μήχνη».

Μια μέρα, τρεις μέρες περίπου μετά την περιπέτειά μου με τους Γερμανούς, καθόμαστε το μεσημέρι στο μεγάλο πλάτανο, κάτω από τον οποίο βγαίνει νερό, για φαγητό. Απέναντι ο δρόμος που έρχεται κανείς από τη Βλασία για την Κέρτεζη και τα Καλάβρυτα. Σε μια στιγμή βλέπω ένα αντάρτη να κατεβαίνει στο δρόμο και να πλησιάζει σε μας. Βασίλη του φωνάζω. Γιώργο μου απαντά. Ήταν ο παλιός μου φίλος και συμφοιτητής μου Βασίλειος Σπηλιόπουλος από την Πάτρα, λογιστής στη καλτσοποιία του Ηλιόπουλου. Πού πας Βασίλη; Πάω στο αρχηγείο στην Κέρτεζη για σένα. Διαταγή του Βλάση του Ανδρικόπουλου. Του είπε η γυναίκα του ότι έσωσες εκείνη και την κόρη των από τους Γερμανούς. Θέλει να τους πληροφορήσω επίσημα γι’ αυτό μήπως κανένας καλοθελητής διαστρέφοντας τα γεγονότα θελήσει να σου κάνει κακό.

Μετά από ένα μήνα ο Συνταγματάρχης πέρασε με το Σύνταγμά του από το χωριό μας. Με αναζήτησε και με βρήκε. Παράταξε τους αντάρτες του στην Πλατεία του χωριού σε σχήμα Πι με πήρε από το χέρι, με έφερε στο μέσον και είπε: Συναγωνιστές σας παρουσιάζω το σωτήρα της οικογένειάς μου. Του απάντησα ότι δεν έκανα τίποτα περισσότερο από το καθήκον μου προς την Πατρίδα.

Αυτό είναι το τέλος μιας περιπέτειας εκ των αρκετών που είχα μόνος μου ή μαζί με άλλους στα χρόνια της κατοχής.

Τώρα έπειτα από 54 χρόνια ξανασκέπτομαι. Τι θα συνέβαινε εάν η σύζυγος και η κόρη του ηρωϊκού Συνταγματάρχη, Υπαρχηγού του ΕΛΑΣ Πελοποννήσου έπεφτε στα χέρια των Γερμανών; Τι τους έμελλε να τραβήξουν στα στρατόπεδα συγκεντρώσεων; Πώς θα το άντεχε ο ηρωϊκός Συνταγματάρχης; Τι αντίκτυπο θα είχε στον αγώνα αυτή η οικογενειακή του καταστροφή; Και ποιος θα πίστευε πώς εγώ έκανα ό,τι μπορούσα; Τι έμελλε να πάθουν εγώ και η οικογένειά μου;

Βραδύτερον όταν ο αρχηγός του ΕΛΑΣ Πελοποννήσου Μίχος ήλθε στο Μάνεση, ήλθε σπίτι μου. Με γνώριζε άλλωστε και επανειλημμένως είχαμε συζητήσει για το αντάρτικο. Με ρώτησε να του πω την ιστορία με κάθε λεπτομέρειες. Δεν έχασα την ευκαιρία να του πω πως ο απελευθερωτικός αγώνας πήρε άσχημο δρόμο και ότι θα πάει φυλακή. Η απάντησή του ήταν: Μια φορά μπήκε ο Κολοκοτρώνης φυλακή.

Δυστυχώς, η πρόβλεψή μου ήταν ακριβής.


Γεώργιος Δ. Αθανασόπουλος.


Άνοιξη του 1944. Η αναγέννηση

Η άνοιξη έκανε την εμφάνισή της κάπως αργοπορημένη σε κείνα τα βουνίσια μέρη. Ο ανταρτοπόλεμος ήταν σε πλήρη άνθιση όπως και η φύση, τόσο που οι Γερμανοί είχαν σκυλιάσει για να διαλύσουν τους κουρελήδες, όπως αποκαλούσαν περιφρονητικά τους σταυραετούς των βουνών και της λευτεριάς, μα δεν τα κατάφερναν μπροστά στην ορμή και την αποφασιστικότητα του ΕΛΑΣ Όλη η ύπαιθρος ήταν φανερά με το μέρος τους, απ' άκρη σε άκρη του Μωριά. Ναι, τότε ήταν όλοι μαζί τους, μα δυστυχώς ο λαός μας ξεχνάει εύκολα.

Εκεί στη λάκα τα νέα τα μαθαίναμε πολύ αργοπορημένα, όπως έχω αναφέρει και πιο πάνω. Ζούσαμε τόσο απομονωμένοι που καμιά φορά νομίζαμε πως ήμασταν μόνοι μας με το θεό. Και η άνοιξη αργοφαινόταν να κατεβαίνει από τις κορυφογραμμές των βουνών για να ημερέψει την πλάση. Τα χιόνια έλιωναν, και μόνο σε κάτι απόσκια έβλεπαν τ' απομεινάρια που κράταγαν ακόμα το χειμώνα. Όλα είχαν λουλουδιάσει στη γη. Το χορτάρι καταπράσινο ξεφύτρωνε στις ισάδες και στις πλαγιές των λοφίσκων. Τ' αγριολούλουδα πρόβαλαν τα κεφαλάκια τους μέσα από το νοτισμένο χώμα να χαρούν την καλοσύνη του ήλιου. Όλα μας έδιναν μια νότα αισιοδοξίας και οι καρδιές μας τραγουδούσαν. Μα ήμασταν και πολύ συγκρατημένοι. Δεν γνωρίζαμε τι θα μας φέρει το αύριο, ποια θα' ταν τα μελλούμενα, μα και πάλι αισιοδοξούσαμε.

Έφτασε το Πάσχα και όλοι ετοιμαζόμασταν να το γιορτάσουμε με θρησκευτική κατάνυξη. Στα χωριά τη μεγάλη αυτή γιορτή τη νιώθεις πιο κοντά σου και σε πλημμυρίζει. Το συναίσθημα που σε φέρνει πιο κοντά στο θεϊκό δράμα του Ιησού, στη θλίψη της Μεγάλης Παρασκευής και να συμμετάσχεις αυθόρμητα στην αποθέωση της δόξας του με την Ανάσταση. Στη δύναμη του θεανθρώπου που πάτησε και νίκησε το θάνατο.

Γύρω μας οι μάχες αχολογούσαν, πολλές και φονικές, βαμμένες με αίμα. Οι Γερμανοί δεν λογάριαζαν γιορτές, θα έκαναν εκκαθαριστικές επιχειρήσεις ακόμα και το Πάσχα. Όμως για μας ήταν η μεγαλύτερη γιορτή της χριστιανοσύνης. Γύρω μας ο θάνατος, κοντά μας εκεί λίγο πιο κάτω. Ο παπά Παναγής έκανε την Ανάσταση στις έξι το πρωί για να μη γίνουμε στόχος με τ' αναμμένα κεριά στους Γερμανούς. Φοβισμένοι, όμως αποφασισμένοι για να γιορτάσουμε ανεβήκαμε από τα δύο λαγκάδια στο χωριό, οι εγκάθειρκτοι της ερημιάς. Ευτυχώς, η ανάσταση έγινε χωρίς εχθρικό επεισόδιο. Θυμάμαι φορούσα ένα πράσινο παλτουδάκι, που μου το είχε ράψει η μητέρα μου στο χέρι, από κάτι τσόχινα πανιά, λουρίδες άσπρες που είχε βάψει. Τις είχαν πάρει οι αντάρτες από κάποιον ιταλικό σταθμό, που είχαν καταλάβει. Ένα κακοραμμένο ρούχο, αλλού πιο ανοιχτό, αλλού πιο σκούρο πράσινο. Μα, φάνταζε ωραία πάνω μου, θαρρείς πως είχε βγει από τα χέρια της καλύτερης μοδίστρας. Ο Αποστόλης Λιώνης, πατέρας της Χαρίκλειας και της Χριστίτσας, ένας γλυκύτατος ηλικιωμένος άνθρωπος, με πλησίασε στο προαύλιο της εκκλησίας, με φίλησε και μου είπε: “Χριστός Ανέστη, ωραίο μου κορίτσι. Στην Ανάσταση, τη γιορτή της αγάπης όλοι φιλιούνται, και εγώ θα έχω να λέω πως φίλησα την πιο όμορφη κοπέλα που συνάντησα στη ζωή μου”. Έτσι έκανε αυτός την αρχή και φιληθήκαμε όλοι, με αγάπη, χριστιανικά. Δεν θυμάμαι πολλά για μετά. Μόνο πως γυρίσαμε με τον αδελφό μας στο σπιτοκάλυβό μας, που μας περίμενε η μητέρα μας και φάγαμε όλοι μαζί με την οικογένεια Τσούτη. Ακόμα δεν θυμόμουν την ακριβή ημερομηνία του Πάσχα. Την έμαθα από το βιβλίο του καλού μου φίλου Ηλία Παπαστεριόπουλου. Ήταν 16 τ' Απρίλη του 1944. Εδώ, δεν το κρύβω, πως μελαγχολώ με τις σκέψεις μου και τις αναπολήσεις μου τις μπερδεμένες.

Εκείνον τον καιρό ο πατέρας μου είχε μετατεθεί στην ταξιαρχία μέσα στην Αχαΐα βέβαια ως καπετάνιος. Δεν το ήθελε και ας ήταν το αξίωμα του ταξίαρχου ανώτερο. Εκείνος ήθελε το 12ο σύνταγμα, τον Ερύμανθο, που τώρα διοικούσε ο συνταγματάρχης Γιάννης Σέρβος.

Οι Γερμανοί έμπαιναν στα χωριά και τα λεηλατούσαν. Έκαναν βαρβαρότητες και βανδαλισμούς σ' εκκλησίες, αντάμα με τους υπανθρώπους του Κουρκουλάκου. Πολλά από αυτά όπως το Πλανίτερο, τη Βλόγκοβα, το Αγρίδι, τη Σποδιάνα τα έκαψαν ολοσχερώς, αφού πρώτα τα λεηλάτησαν. Η θρυλική μάχη, που έγινε στα Δεμέστιχα στις 4 του Φλεβάρη του 1944, κερδήθηκε με πλήρη επικράτηση του ΕΛΑΣ Κράτησε δύο ημέρες, κι ήταν η δεύτερη μάχη με επιτελικό σχέδιο μετά το Λεόντιο. Επίσης η μάχη στα Σπάτα της Ηλείας, που το γενικό πρόσταγμα το είχε ο πατέρας μου, Βλάσης Ανδρικόπουλος, ως ταξίαρχος, έληξε νικηφόρα για τον ΕΛΑΣίτικο στρατό. Πήραν πολλά πολεμοφόδια από τις αποθήκες των Γερμανών και έπιασαν πολλούς αιχμαλώτους. Ακόμα και το διασυμμαχικό αρχηγείο έδωσε συγχαρητήρια στον αρχηγό με επιστολή του ίδιου του συνταγματάρχη Στήβενς. Οι Γερμανοί απαιτούσαν να πάρουν πίσω τα λάφυρα, τους αιχμαλώτους, οπλισμό και τρόφιμα, αλλιώς τους απειλούσαν πως θα κάψουν όλα τα χωριά εκεί γύρω και πως θα εκτελούσαν τριάντα αγρότες.

Μια επιτροπή από τα Σπάτα, με επικεφαλής τον πρόεδρο, πήγε στην ταξιαρχία να παρακαλέσει την ηγεσία των ανταρτών να υποκύψουν στις αξιώσεις των Γερμανών. Φυσικά, οι προτάσεις τους απορρίφθηκαν. Η επιτροπή γύρισε άπρακτη με έγγραφη απάντηση της ηγεσίας. Τους έγραφαν πως δεν ήταν στις προθέσεις τους να επιστρέψουν τους αιχμαλώτους και το πολεμικό υλικό. Πως ο Γερμανός διοικητής ήταν ελεύθερος να κάνει ό,τι νομίζει. Άλλη μια βαρβαρότητα δεν θα τον βάραινε περισσότερο. Είχε κάνει τόσες πολλές. Ότι οι απειλές του δεν θα τους έκαναν να υπαναχωρήσουν και αν ήθελε ας έκαιγε τα γύρω χωριά, ακόμα και ας εκτελούσε 300 ή 1000 Έλληνες. Όσο κι αυτό τους λυπούσε, εκείνοι έκαναν το καθήκον τους προς την πατρίδα. Ο αγώνας τους ήταν ιερός και το ήξεραν πως απαιτούσε θυσίες. Αν ήθελε, ας ερχόταν αυτός σ' επαφή μαζί τους, και ας σταματήσει τις απειλές πως θα εκτελέσει αθώους χωρικούς και θα κάψει τα χωριά. Αγώνας χωρίς εκατόμβες δεν μπορεί να εννοηθεί. Την έγγραφη αυτή απάντηση την είχαν υπογράψει: Βλάσης Ανδρικόπουλος, καπετάνιος, Θρασύβουλος Κωνσταντίνου, πολιτικός καθοδηγητής.


Ο Άρης έρχεται στην Πελοπόννησο

Όταν τέλειωσαν οι εκκαθαριστικές επιχειρήσεις του Πάσχα που κράτησαν ένα μήνα, ήταν η πιο σκληρή αντιπαράθεση των ανταρτικών δυνάμεων με τον εχθρό, δηλαδή από τις 12 έως 30 του Απρίλη του 1944 και που είχαν μεγάλες απώλειες και στις δύο πλευρές, σε νεκρούς, τραυματίες και αιχμαλώτους στις πολλαπλές φονικές μάχες. Είχαν εξαντλήσει πιο πολύ τον ΕΛΑΣ, τότε που όλοι περίμεναν την αποχώρηση των Γερμανών και το θηρίο του τρίτου ράϊχ σφάδαζε, τα πράγματα δεν ήταν πολύ καλά. Τα περιθώρια είχαν στενέψει για το αντάρτικο κίνημα, είχε εξασθενίσει από τρόφιμα, πολεμοφόδια και ρουχισμό. Δεν είχε όμως καταλαγιάσει ούτε στιγμή ο αγώνας για τη λευτεριά, που εκείνη την εποχή ήταν καθοριστικός. Λαβωμένο θεριό η Γερμανία με το στρατό της διασκορπισμένο σε πολλά μέτωπα. Μα το θεριό όσο πιο θανάσιμα είναι τραυματισμένο και ημιθανές, άλλο τόσο γίνεται επικίνδυνο. Μούγκριζε κάνοντας απεγνωσμένες προσπάθειες να κρατηθεί ζωντανό, με τις ωμότητες και την απανθρωπιά των τελευταίων πιστών του Χίτλερ. Τότε διαδόθηκε από άκρη σε άκρη στην Πελοπόννησο μια χαρούμενη είδηση σαν τη λάμψη μιας αστραπής. Ο Άρης Βελουχιώτης πέρασε από τη Ρούμελη στο Μοριά.

Ανεξακρίβωτες φήμες έλεγαν πως ήρθε με χιλιάδες στρατό, ταξιαρχίες, βαρύ οπλισμό, μέχρι και τανκς. Η αλήθεια όμως ήταν, πως ο ζωντανός θρύλος της αντίστασης, ο μεγάλος αγωνιστής, το άτρομο παλικάρι, ο φόβος και ο τρόμος των Γερμανών στη Ρούμελη, είχε έρθει με τριάντα μαυροσκούφηδες και πολλούς αντάρτες που τον ακολουθούσαν. Βγήκαν ένα βράδυ σε κάποιο ακρογιάλι της Αιγειάλειας στις 2 Απρίλη του 1944. Ο ερχομός του έμεινε για λίγες μέρες κρυφός, μα όταν μαθεύτηκε αντιβούισε ο θρύλος του στα χωριά και τις πόλεις και έγινε τραγούδι μυριόστομο.

Ο Άρης ήρθε στην Πελοπόννησο. Ο αντάξιος απόγονος των ηρώων του ΄21, σκληρός για τους εχθρούς αλλά και με μια τρυφερή καρδιά για όλες τις μάνες, ακόμα και των μαυραγοριτών, που εκείνη την εποχή λυμαίνονταν το λαό, όταν οι Έλληνες πατριώτες αγωνίζονταν για τη λευτεριά της πατρίδας.

Ο ερχομός του Άρη έδωσε νέα πνοή στον αγώνα του αντάρτικου, που κείνο τον καιρό περνούσε άσχημες μέρες. Έλειπαν το ψωμί, τα πολεμοφόδια είχαν σχεδόν εξαντληθεί στις αλλεπάλληλες μάχες, οι αντάρτες ήταν ρακένδυτοι, ξυπόλητοι με κουρέλια στα πόδια, αδύνατοι από την πείνα, μα πολεμούσαν με αυτοθυσία τους κατά πολύ ανώτερους σε όγκο εχθρούς. Ήταν οι μεγάλοι ανώνυμοι ήρωες, που δεν έσκυβαν το κεφάλι. Και όλο περισσότερο ανέβαιναν από τις πόλεις για να ενώσουν τις δυνάμεις τους, απόστολοι και αυτοί της λευτεριάς. Η κατάσταση αυτή κράτησε ένα μήνα, μα ούτε μια ημέρα δεν σταμάτησαν τις συγκρούσεις με τον εχθρό.

Όταν ήρθε ο Άρης μέσα σ' ένα μήνα το αντάρτικο ντύθηκε, ποδέθηκε, χόρτασε τροφή και ψωμί. Ο μεγάλος καπετάνιος συντόνισε τον αγώνα σε όλη την Πελοπόννησο. Μάζεψε όλες τις δυνάμεις του μοραΐτικου λαού και εξύψωσε το ηθικό τους και την πίστη τους στον αγώνα για τη νίκη. Η μικρή πέννα μου δεν έχει τη δύναμη να γράψει γι' αυτόν τον γίγαντα. Ας το κάνουν άλλοι. Το σίγουρο είναι πως αυτός ο άνθρωπος ενέπνευσε τόση αγάπη, όσο και μίσος. Τον αγάπησαν και τον μίσησαν παράφορα. Ήταν ρεαλιστής, αποφασιστικός,διορατικός, μαζί και παρορμητικός. Αυτό το μεγάλο του προσόν ποτέ δεν τον πρόδωσε στον αγώνα του για κάθε μάχη, για κάθε στρατιωτική επιχείρηση, όταν έβαζε για συντελεστή την ακατανίκητη τάση του για τις ηρωϊκές πράξεις του. Είχε αστέρι ο άνθρωπος που τον οδηγούσε επί του ασφαλούς στις νίκες. Ήταν ευγενικός στους κατώτερούς του και πολύ λίγο σατανικός ως διπλωμάτης. Σκληρός σαν ατσάλι, όπως σκληρός ήταν και ο αγώνας που έκανε. Δεν είχε πάει να κάνει σκι στα βουνά, πόλεμο έκανε.

Είχα την ευτυχία να τον γνωρίσω κοριτσάκι δεκαέξι χρονών μετά την απελευθέρωση στα γραφεία της εφημερίδας “Ελεύθερη Αχαΐα”, καθώς και τον μεγάλο κομμουνιστή ηγέτης τον κάπως αμφιλεγόμενο Νίκο Ζαχαριάδη. Αισθάνομαι υπερήφανη που τον βλέπω στην φωτογραφία να έχει αγκαλιάσει τον πατέρα μου από τις πλάτες. Είναι εκείνη που έβγαλαν σε κάποιο καφενείο που διασκέδαζαν μαζί με απλούς αντάρτες και καπετάνιους.

Ναι, νιώθω ακόμα υπερήφανη που τον συνάντησα, που μίλησα έστω και λίγο μαζί του. Εκεί στα γραφεία της εφημερίδας δεχόταν τον απλό κόσμο και συνομιλούσε μαζί τους. Ο πατέρας μου μού τον έδειξε και μου είπε: “Αυτός είναι, πήγαινε κοντά του να του μιλήσεις. Είναι τόσο απλός, όσο και μεγάλος”. Το δίχως άλλο πήγα κοντά του και τον χαιρέτισα με κάποιο δέος και μεγάλη συγκίνηση. Όταν με ρώτησε ποια είμαι, του απάντησα με τρεμουλιαστή φωνή: “Είμαι η κόρη του γέρο Βλάση...” Εκείνος τότε με φίλησε στο μέτωπο τρυφερά, αδελφικά και μου είπε: “Έχεις μεγάλο πατέρα και πρέπει να είσαι υπερήφανη”. Ναι, ήμουν και είμαι υπερήφανη για τον πατέρα μου. Αυτά τα λόγια από το στόμα του Άρη Βελουχιώτη ήταν σφραγίδα για όλη τη ζωή μου και είχαν ιδιαίτερη βαρύτητα.


Στην Τσαπουρνιά

Είχε μπει για τα καλά η άνοιξη και τα πράγματα για την οικογένειά μας είχαν δυσκολέψει πολύ. Το καλυβόσπιτο που κατοικούσαμε το χρειαζόταν ο ιδιοκτήτης, γιατί θα έφερνε τα γιδοπρόβατά του στο βουνό τώρα που ο καιρός είχε καλοσυνέψει. Μια παχιά ολόδροση χλόη στα γύρω λιβάδια είχε στρώσει το πράσινο χαλί της. Η ανοιξιάτικη μαγεία της αναγέννησης της φύσης σε όλο το μεγαλείο της. Από τα χιόνια που είχαν λιώσει, τα λαγκάδια ήταν γεμάτα με γάργαρα νερά. Οι τσοπάνηδες σιγά σιγά μετακινούσαν τα κοπάδια τους στα καλοκαιρινά βοσκοτόπια που είχαν άφθονο χορτάρι. Εμείς, όμως, έπρεπε να βρούμε άλλο καλύβι για να μείνουμε έξω από το χωριό. Και βρήκαμε ένα χαμόσπιτο πολύ χειρότερο από κείνο που μέναμε το χειμώνα. Μικρό και άβολο σε μια άδεντρη πλαγιά, που το χτυπούσε ανελέητα ο ήλιος χωρίς καμιά σκιά. Το πόσιμο νερό το παίρναμε από ένα κοντινό ρυάκι. Ήταν λιγοστό, σχεδόν στάσιμο. Στο ρηχό πάτο του βλέπαμε σωρό γυρίνους, τους μικρούς ασχημάτιστους βατράχους να κολυμπάνε. Ήταν σαφώς μολυσμένο το νερό που πίναμε και παθαίναμε συχνά πυκνά μικροδηλητηριάσεις με τα γνωστά επακόλουθα. Διάρροιες με πυρετό, χωρίς να μπορούμε να τις αντιμετωπίσουμε με τίποτα. Πώς ζήσαμε; Αυτό ήταν θαύμα. Εκείνο τον καιρό το σύνταγμα με διοικητή τον πατέρα μου στάθμευε στη Βλασία με το λόχο διοίκησης. Όταν ήρθε ο Σπύρος να μας φέρει τρόφιμα και είδε πού μέναμε και κάτω από ποιες συνθήκες διαβιώναμε ανησύχησε. Δεν ήταν τόπος ανθρώπινης διαμονής για την καπετάνισσα και παιδιά της. Μέσα στο χωριό δεν πήγαινε η μητέρα μου, φοβόταν και όχι αδικαιολόγητα τους Γερμανούς, αλλά και τους προδότες χωριάτες.

Φεύγοντας ο Σπύρος πήρε μαζί του τον αδελφό μου και μας διαβεβαίωσε πως θα' ρχόταν να πάρει και εμάς, αφού ενημέρωνε τον πατέρα μου, και πως θα μας έβρισκε σπίτι να μείνουμε. Έτσι μείναμε μόνες και αβοήθητες σε κείνη την τρώγλη.

Κάποια μέρα ήρθε ο Σπύρος και φύγαμε από το καλύβι με τα λιγοστά υπάρχοντά μας. Αποχαιρετίσαμε το Καλούσι, εκεί που είχαμε ζήσει συγκλονιστικές εμπειρίες. Εκεί άφηνα τη μισή μου ζωή και όλη τη μικρούλα καρδιά μου, την πρώτη λουλουδένια αγάπη της εφηβείας μου. Μα, θα ξαναγυρνούσα κάποια στιγμή τον Δεκαπενταύγουστο γιατί εκεί είχα ασημώσει ένα αγοράκι και θα πήγαινα να το βαφτίσω. Τέλος πάντων, που είχα μείνει; Α, ναι, εκεί που ήρθε ο Σπύρος να μας πάρει. Θυμάμαι ήταν χαρούμενος όπως πάντα όταν κατάφερνε κάτι για να μας ευχαριστήσει. Ο καλός μας φύλακας άγγελος είχε βρει στην Τσαπουρνιά κάποιο ξενοδοχείο να μείνουμε, που με τον πόλεμο δεν λειτουργούσε, το είχαν επιτάξει οι αντάρτες. Μας πήγαινε στον πολιτισμό, κοντά στον πατέρα μου, σ' ένα ειδυλλιακό περιβάλλον για να καθίσουμε εκεί ως την απελευθέρωση, που πίστευαν πως δεν ήταν μακριά.

Στην Τσαπουρνιά άλλαξε τελείως η ζωή μου. Είχα δικό μου δωμάτιο, μπάνιο για να πλένομαι, καλούς ανθρώπους γύρω μου. Ένα θέρετρο ήταν και η Τσαπουρνιά. Το ξενοδοχείο ήταν χτισμένο σε υψόμετρο 700 μέτρων μέσα στην καταπράσινη φύση του βουνού με τα έλατα να το αγκαλιάζουν ολοτρίγυρα και πηγές καθάριες με ολόδροσα γάργαρα νερά. Ήταν το ιδεώδες μέρος για φυματικούς και όχι μόνο. Λίγο πιο κάτω στη γούβα ήταν το χωριό του πατέρα μου, τα Λακώματα. Σε απόσταση ενός χιλιομέτρου, ήταν άλλο ένα θέρετρο του Μίχα μ' ένα ξενοδοχείο πολύ μεγάλο, που το είχαν επιτάξει οι αντάρτες για νοσοκομείο. Διάσπαρτα σπιτάκια μέσα στα έλατα, φιλοξενούσαν αρρώστους με αναπνευστικά προβλήματα.

Τις πρώτες ημέρες ήμουν μαγεμένη απ' την ομορφιά του τοπίου. Ήταν το αγαπημένο μου βουνό. Έκανα τον περίπατό μου στους στενούς δρομίσκους ανάμεσα στα ελάτια, που μοσχοβολούσαν με την ιδιαίτερη μυρωδιά της ελατόψιχας στον κορμό τους, που έμοιαζε με δάκρυ του δέντρου. Έφτανα σε μια ραχούλα και από εκεί έβλεπα τα Λακώματα. Ήταν και αυτό ένα γραφικό χωριό με τις πηγές τους, που κελάρυζαν μέσα σε μια οργιώδη βλάστηση, που το έκανε να μοιάζει με ζούγκλα. Οι συκιές του γεμάτες πράσινα και μαύρα σύκα που έσταζαν μέλι. Οι συγγενείς μας κάθε πρωί μας έστελναν ένα καλαθάκι με τη δροσιά της νύχτας.

Λίγο πιο ψηλά από το ξενοδοχείο υπήρχε μια βίλα ενός Εγγλέζου. Την είχε χτίσει μαγεμένος και αυτός από την άγρια φύση. Εκεί οι αντάρτες είχαν εγκαταστήσει ένα αναρρωτήριο για τους τραυματίες και τους αρρώστους. Διευθυντής ήταν ο επίατρος Αντώνης Πετραλιάς, ένας μεγάλος γιατρός και ουμανιστής. Είχε φέρει από την Αμαλιάδα, που ήταν η ιδιαίτερη πατρίδα του την οικογένειά του. Τη γυναίκα του και τα δυο του παιδιά.

Η χαρά μου η μεγάλη ήταν όταν ήρθαν να μείνουν η αδελφή μου Κική με τα δυο της αγόρια, τον Γιάννη και τον Βλάση. Ήταν από τον πρώτο γάμο του πατέρα μου και πολύ μεγαλύτερη μου. Αγαπιόμασταν πολύ. Είχε χηρέψει πολύ νέα, είκοσι πέντε χρονών, και μεγάλωνε τα δύο αγόρια της μόνη της. Μπήκε και αυτή στην παρέα μας και κάθε βράδυ περνούσαμε ωραία κάτω απ' την αιωνόβια καρυδιά που ήταν στο προαύλιο του ξενοδοχείου. Έρχονταν και οι αντάρτες από το αναρρωτήριο και γινόμασταν όλοι μια συντροφιά. Ο αδελφός μου, ο Χρίστος, ο Ρένος Πετραλιάς με τα παιδιά της αδελφής μου Κικής σμίξανε και κάνανε καλή παρέα με τα παιχνίδια τους, και επιτέλους ο αδελφός μου είχε ξεκολλήσει από τα φουστάνια της μητέρας μου.

Και οι ημέρες περνούσαν ωραία και τα βράδια ενδιαφέροντα, με πολιτισμένες παρέες, κάνοντας τη ζωή μας ευχάριστη. Εκεί μάλιστα είχα γνωρίσει άντρες με ανώτερη παιδεία, κομμουνιστές που με καθήλωναν με τις συζητήσεις του. Μου άνοιγαν καινούργιες πλατιές λεωφόρους να περπατήσω στη ζωή μου, θεμελιώνοντας σιγά σιγά τη δική μου κοσμοθεωρία. Ο χαρακτήρας μου έπαιρνε νέα μορφή και σχήμα. Έγινα μια συνειδητή κομμουνίστρια, βέβαια δεν οργανώθηκα ποτέ στο κόμμα, αυτό το έκανε η μικρή μου κόρη, μα εντάχτηκα αριστερά και παραμένω μέχρι και σήμερα, με όλες τις δυσκολίες και τις αντιξοότητες που πέρασα σε όλη τη διάρκεια της ζωής μου. Τότε σκεφτόμουν πως υπάρχουν υψηλά ιδανικά και πάσχιζα με το μικρό μου ανάστημα να τα φτάσω. Τώρα στην ωριμότητα μου, με όλο το κατρακύλισμα του υπαρκτού σοσιαλισμού, θα έπρεπε να έχω αναθεωρήσω τις ιδέες μου. Άλλωστε το έκαναν οι περισσότεροι, μα δε το μπορώ. Μέσα μου παραμένω πιστή στις βασικές μου αρχές. Όλοι οι σύντροφοι αντάρτες που συζητούσα μαζί τους είχαν ως βάση τον υλισμό. Αυτοί είχαν διαβάσει Καρλ Μαρξ που είναι η κοινωνική και οικονομική θεωρία που απετέλεσε τη βάση της πολιτικής των σοσιαλιστικών κομμάτων. Από όσα μου μάθαιναν οι σύντροφοι, τι ωραία λέξη, έπαιρνα αυτά που με έβρισκαν σύμφωνη και τ΄άλλα τα απέρριπτα. Ο υλισμός αποκλείει την οντότητα του πνεύματος, έχει ως πρώτη αρχή την ύλη, αρνιέται την ύπαρξη των υπεραισθητών δυνάμεων, όπως του θεού. Εγώ δεν υπήρξα ποτέ άθεη. Όμως, οι φωτισμένοι ηγέτες του κομμουνισμού είχαν αναπτύξει παράλληλα και το πνεύμα. Αλίμονο αν ο Λένιν ήταν μόνο υλιστής. Χωρίς πνευματικές ικανότητες πώς θα ξεσήκωνε ένα λαό βασανισμένο και καταπονημένο να κάνει μια μεγάλη επανάσταση. Λοιπόν, το πνεύμα δίνει πρώτα την ικανότητα στα όντα να μεγαλουργήσουν. Έτσι κι εγώ θεωρώ πρωτεύουσα οντότητα το πνεύμα. Υποστηρίζω ότι ο άνθρωπος δεν υπάρχει παρά στην ιδέα που δημιουργούμε και δεν υφίσταται πραγματικότητα ανεξάρτητη από το πνεύμα. Είμαι ιδεαλίστρια. Αντιρεαλίστρα; Όχι απόλυτα. Ρομαντική; Πολύ. Με χαρακτηρίζει η τάση μου στο ιδανικό, το συναίσθημα και ρέπω προς την ονειροπόληση, όχι όμως μακριά από την πραγματικότητα. Αποδοκιμάζω τον υλισμό; Όχι απαραίτητα σε κάποια σημεία. Αν αυτά αντιδιαστέλλονται μεταξύ τους δεν το εμβαθύνω. Αυτοί είναι οι δρόμοι του κομμουνισμού. Πολύπλοκοι σαν λαβύρινθος, μα που σε βγάζουν πάντα στο φως, στα υψηλά ιδανικά. Έτσι τα στρίμωξα μέσα μου και σε αυτά πιστεύω κι ας μη διάβασα ποτέ Μαρξ, κι ας δεν τάχτηκα ποτέ στο κόμμα, ούτε καθοδηγήθηκα από έμπειρους καθοδηγητές. Αυτή τη κοσμοθεωρία μου διαμόρφωσα σε κείνο το ορεινό θέρετρο και την εφαρμόζω σε όλη μου τη ζωή. Κι ας διαψεύστηκα και ας μην κέρδισα τίποτα.

Εκείνο το καλοκαίρι γιόρτασα τα δέκατα έκτα γενέθλιά μου. Ένιωθα πως είχα ωριμάσει γρήγορα και τόσο ξαφνικά, κι ας ήμουν ακόμα τόσο μικρή. Μου άρεσε η ζωή μου στην Τσαπουρνιά. Ήταν ενδιαφέρουσα όπως είπα και πριν. Πλούτιζα τις γνώσεις μου με τις συζητήσεις που έκανα με τους συντρόφους αντάρτες με πρωτάκουστες μαρτυρίες. Άντρες νέοι που βασανίστηκαν σαν τους πρώτους χριστιανούς για την πίστη τους στα ιδανικά του σοσιαλισμού, στα κολαστήρια της ασφάλειας, στις φυλακές και στα ξερονήσια, με τα πνευμόνια τους μισά από τη φυματίωση, από το ξύλο και την κακή διαβίωση.

Εκεί στην Τσαπουρνιά γνώρισα τον Τρύφωνα. Παπαφλέσσας το κωδικό του όνομα, ένα λοχαγό της επιμελητείας. Βέβαια, δεν τον έβλεπα πρώτη φορά. Είχαμε συναντηθεί πριν λίγο καιρό στη Βλασία. Ήταν ένας ωραίος άντρας περίπου είκοσι οκτώ χρονών που εντάχτηκε στον ΕΛΑΣ μετά τη διάλυση της μικρής αντιστασιακής ομάδας του από τους αντάρτες. Έμεινε λοιπόν μαζί τους να πολεμήσει στο πλευρό τους, όπως θα έκανε κάθε πατριώτης. Πολύ μορφωμένος, απόφοιτος της ανώτατης εμπορικής σχολής, με πολλές ευαισθησίες. Έγραφε ποίηση και γενικά ήταν ένας ενδιαφέρων τύπος. Του έδωσαν την επιμελητεία, μια ασήμαντα εμπιστευτική υπηρεσία, ανώδυνη. Όμως αυτή τη δουλειά του την έκανε καλά. Είχε έρθει στην Τσαπουρνιά γιατί ήταν άρρωστος και επειδή δεν είχε κρεβάτι το αναρρωτήριο, τον έφεραν να ξαπλώσει σ' ένα δωμάτιο του ξενοδοχείου. Εγώ έκανα κάτι λίγο χρέη νοσοκόμας, όχι βέβαια υπεύθυνες δουλειές, έπαιρνα θερμοκρασίες και ποτέ δεν είχα φοβηθεί το μικρόβιο της φυματίωσης, που είχαν οι περισσότεροι ασθενείς αντάρτες.

Ένα μεσημέρι μπήκα στο δωμάτιο του Τρύφωνα να του πάρω τη θερμοκρασία. Σκύβοντας τον φίλησα τελείως τυπικά στο μέτωπο να καταλάβω αν είχε πυρετό. Αυτός όμως αναζήτησε τα χείλη μου με το στόμα του και με φίλησε πολύ ερωτικά. Ξαφνιάστηκα, δεν το περίμενα, αισθάνθηκα άβολα κι έκανα να σηκωθώ χωρίς να πω τίποτα. Όμως με κράτησε και μου ψέλλισε “Σ' αγαπώ...” . Εκείνη τη στιγμή άνοιξε η πόρτα και μπήκε η μητέρα μου. Βέβαια δεν ήταν χαζή, είχε καταλάβει τη σκηνή που είχε προηγηθεί και με το δίκιο της έγινε έξαλλη. Ο Τρύφωνας πολύ ευγενικά, άλλωστε τον διέκρινε κάποιο τάκτ που τον έκανε να ξεχωρίζει, της είπε: “Αγαπώ την κόρη σας, θα μιλήσω και στο αρχηγό, θέλω να την παντρευτώ”. Ως δια μαγείας η μητέρα μου ηρέμησε, αφού είχε ακούσει την πολυπόθητη πρόταση από το λοχαγό. Είναι να γελάει κανείς πόσο πρόθυμα το δέχτηκε, λες και φοβόταν πως κινδύνευα να μείνω γεροντοκόρη. Παίρνοντας για συναίνεση τη στάση μου, εκείνη του χαμογέλασε ευτυχισμένη. “Από μένα έχετε την ευχή μου”. Τώρα για πότε βρέθηκα αρραβωνιασμένη, ούτε που το κατάλαβα. Δεν λέω με κολάκευε αυτή η πρόταση γάμου, μα τίποτ' άλλο. Πίστευα πως ο Τρύφωνας την έκανε βιασμένα για να σώσει τα προσχήματα, χωρίς βαθύτερη σκέψη ή ότι εκείνη τη στιγμή είχε πυρετό και δεν καταλάβαινε τι έλεγε, τι υπόσχεση έδινε για έναν αρραβώνα μιας αρρωστημένης στιγμής. Δεν πίστεψα ποτέ πως ο λοχαγός της επιμελητείας με αγαπούσε και πως ειπώθηκε αυτή η πρόταση στη μητέρα μου και πολύ αργότερα στον πατέρα μου. Μπορεί να είχε γοητευτεί από τα νιάτα μου αυτός ο ώριμος και πολύπειρος άντρας. Ή αυτή την πρόταση να έγινε με δόλο για να έχει την απόλυτη υποστήριξη του αρχηγού και την αμέριστη εμπιστοσύνη του. Αυτός πήγαινε σε ρίψεις στη Ρακίτα που έκαναν οι Άγγλοι και οι λίρες έπεφταν βροχή από τον ουρανό. Ο Τρύφωνας μετά την απελευθέρωση κυκλοφόρησε με πολλά λεφτά. Θα μιλήσω παρά κάτω γι' αυτόν τον περίεργο αρραβώνα και πως τέλειωσε άδοξα. Πάντως τότε κυκλοφόρησε σε όλο το αντάρτικό πως ο λοχαγός και εγώ αρραβωνιαστήκαμε. Τον έβλεπα τακτικά όταν πήγαινα στον Κάλανο που είχε μεταφερθεί ο λόχος του συντάγματος, χωρίς βέβαια ιδιαίτερες τρυφερές συναντήσεις. Ήταν πολύ τυπικός. Εγώ έμενα σ' ένα φιλικό σπίτι μαζί με τον πατέρα μου. Είχα και μια τρυφερή φιλική γνωριμία με μια κοπέλα συνομήλική μου, τη Σούλα, τη μικρότερη κόρη της οικογένειας. Η Σούλα ήταν ερωτευμένη με τον Ρήγα, έναν ανθυπολοχαγό του τακτικού στρατού που είχε πολεμήσει και στην Αλβανία. Μεγάλο παλικάρι του αγώνα, το φόβητρο των Γερμανών και των ταγματασφαλιτών, που τόσο μπαμπέσικα τον σκότωσαν μετά την απελευθέρωση. Εκεί στον Κάλανο γνώρισα και τον μεγάλο φίλο μου, τον Ηλία Παπαστεριόπουλο, υπέροχο άνθρωπο και κομμουνιστή, ανθυπολοχαγό που κρατούσε την πιο έμπιστη θέση. Προϊστάμενος του Α2 γραφείου. Με πόση συγκίνηση τον θυμάμαι. Γλυκός, ωραίος από μεγάλη πατραϊκή οικογένεια. Τον αγαπούσα και μ' αγαπούσε και κείνος πολύ. Πόσο μου στάθηκε στη δύσκολη πορεία μου ως πραγματικός φίλος και ως δικηγόρος. Τον φυλάω στην καρδιά μου, δεν τον ξέχασα ποτέ τώρα που έχει φύγει. Έδωσε κι αυτός στο θυσιαστήριο του εμφυλίου στα βουνά του Γράμμου και της Πίνδου το μικρότερο βλαστάρι της οικογένειας, τον πανέμορφο αδελφό του Αλέξανδρο.


Στη Βλασία

Ο λόχος διοίκησης του συντάγματος εκείνον τον καιρό είχε καταλύσει στη Βλασία, ένα κεφαλοχώρι των Καλαβρύτων, σχεδόν τρία τέταρτα δρόμος από τη Τσαπουρνιά. Τότε τα νεανικά μου ποδαράκια είχαν φτερά. Θέλησα να πάω να δω τον πατέρα μου. Ξεκινήσαμε, λοιπόν, με τον αδελφό μου και την κυρία Πετραλιά να πάμε πεζοί έτσι για ένα περίπατο. Ο δρόμος αν και κακοτράχαλος ήταν πολύ καλύτερος από τα μονοπάτια που όργωνα στο Καλούσι. Μέσα σ' ένα μαγευτικό οδοιπορικό κάτω στα έλατα, μου φάνηκε σαν να περπατούσα στον παράδεισο.

Μόλις φτάσαμε στη Βλασία ρωτήσαμε και βρήκαμε που έδρευε το αρχηγείο του συντάγματος. Το χωριό ήταν ωραίο, χτισμένο σε μια ορεινή πλαγιά του Ερύμανθου, με σπίτια σωστά αρχοντικά. Λίγο πιο πάνω ήταν η άνω Βλασία, συνέχεια του κάτω χωριού.

Τον πατέρα μου είχα πολύ καιρό να τον δω. Μόλις τον είδα έπεσα στην αγκαλιά του με λαχτάρα όπως κάθε κοριτσάκι που ζητάει την προστασία του αγαπημένου του γονιού. Φιληθήκαμε τρυφερά, μα τον βρήκα καταπονημένο, κουρασμένο από τις ταλαιπωρίες, όπως πάντα με κείνα τ' αστραφτερά μάτια όλο ζωντάνια να λάμπουν από ψυχωμένη δύναμη. Ο πατριώτης, ο αγωνιστής της λευτεριάς δεν το έβαζε κάτω. Ο αγώνας συνεχιζόταν και έπρεπε να ευοδωθεί με την τελική νίκη, για να δώσουν το παρόν. Εκεί ήταν και ο Θρασύβουλος Κωνσταντίνου, ένας μεγαλογιατρός από την Πάτρα. Είχε τη φήμη του καλύτερου ψυχιάτρου νευρολόγου των Βαλκανίων. Ένας όμορφος άντρας περίπου πενήντα χρονών, γεμάτος αρχοντιά, μεγάλος κομμουνιστής ιδεολόγος και τώρα μάχιμος στο βουνό, έδινε το δικό του παρόν, τη δική του αντίσταση για τη λευτεριά της πατρίδας. Παλιοί φίλοι με τον πατέρα μου, τον γερό Βλάση όπως τον έλεγε. Είχε γίνει φύλακας άγγελός του. Τον πρόσεχε στην υγεία του, που ήταν από τότε κλονισμένη, άλλωστε ήταν εξήντα δύο χρονών. Το ίδιο έκανε και αργότερα ο Θρασύβουλος και στη φυλακή, που τους έστειλε μαζί η καταδίκη τους από τους δικαστές της ντροπής. Έμεινε κοντά του και στην αρρώστια του μέχρι που ο πατέρας μου πέθανε. Μεγάλος ανθρωπιστής ο Θρασύβουλος, που μετά την αποφυλάκισή του, ο πατραϊκός λαός τον τίμησε με την ψήφο του για δήμαρχο. Όμως αν και με κλονισμένη υγεία ήταν στις επάλξεις και στα κοινά αλλά η καρδιά του τον πρόδωσε. Πέθανε λίγο πριν αναλάβει τη δημαρχία όρθιος.

Στη Βλασία γνώρισα και έναν άλλο μεγάλο αντάρτη. Τον καπετάν Πάνο, ένα από τα πρωτοπαλίκαρα του Άρη Βελουχιώτη, που είχαν έρθει μαζί του από τη Ρούμελη. Στην ιδιωτική του ζωή το επάγγελμά του ήταν καθηγητής φιλόλογος. Τώρα ήταν ο μαυροσκούφης καπετάνιος, που ακολουθούσε τον αρχηγό πιστά. Ωραίος σαν αρχαίος πολεμιστής, με πλούσια γένια και δύο φλογερά μάτια, έτοιμος να πεθάνει σ' ένα νεύμα, μια διαταγή του Άρη και να γίνει ολοκαύτωμα για τον αγώνα. Σκληρός όπως και ο αρχηγός του έκρυβε μέσα του μια τρυφερή, θαρραλέα καρδιά.

Δεν το κρύβω, εντυπωσιάστηκα από τη θωριά του. Πρώτη φορά έβλεπα μαυροσκούφη από την συνοδεία του Άρη. Όταν με γνώρισα ο πατέρας μου σε κείνο θυμάμαι μου χαμογέλασε καλόκαρδα καθώς με παρατηρούσε από πάνω ως κάτω. “Έχεις ωραίο κορίτσι αρχηγέ” του είπε, “θα γίνει όμορφη γυναίκα όταν μεγαλώσει” συμπλήρωσε και με φίλησε αδελφικά, συναγωνιστικά χωρίς καμιά πονηρή σκέψη. Άλλωστε ο Άρης τους είχε σ' ερωτική καραντίνα. Τους ήταν αδιανόητο να κοιτάξουν γυναίκα όσο κρατούσε ο αγώνας.

Τον Πάνο τον έβλεπα κάθε φορά που πήγαινα στη Βλασία. Η γνωριμία μας είχε γίνει μια φιλική σχέση.

Και κοντοζύγωνε η μέση του καλοκαιριού όταν αποφάσισα να πάω να κάνω τη βάφτιση στο Καλούσι, όπως είχαμε συμφωνήσει με την οικογένεια του παιδιού. Θα πήγαινα με την αδελφή μου Κική και θα μας συνόδευε ο Σπύρος. Τόσες φορές έχω αναφέρει αυτόν τον ορεσίβιο Κερτεζίτη, που είχε γίνει τόσο οικείος στη ζωή μου. Λοιπόν, ο Σπύρος δεν είναι ένα αφηρημένο άτομο, ένας απρόσωπος αντάρτης, ήταν ένας απλοϊκός γλυκός άνθρωπος, αγνός πατριώτης και για μένα ένας άλλος αδελφός που με αγαπούσε και τον αγαπούσα καθώς και όλη η οικογένεια. Φρόντιζε να παίρνει από την επιμελητεία ό,τι καλύτερο υπήρχε σε τρόφιμα και να μας τα φέρνει για να τρεφόμαστε καλά. Ο πατέρας μου του είχε απόλυτη εμπιστοσύνη για να με συνοδεύει στις παιδιάστικες τρελίτσες μου με το άλογο βόλτα στα γύρω χωριά. Ναι, ο Σπύρος ήταν ο φύλακας άγγελός μου, που με προστάτευε και δεν μου χάλαγε κανένα χατίρι. Έτσι και στο Καλούσι, θα με συνόδευε αυτός.

Μια μέρα εκεί που μιλούσα για τη βάφτιση ήταν και ο καπετάν Πάνος, ο οποίος εξέφρασε την επιθυμία του να είναι μαζί μου και αυτός νονός. Το δέχτηκα με χαρά. Θα του δίναμε δύο ονόματα. “Άρης και Κωνσταντίνος”. Το όνομα του μεγάλου αρχηγού και το όνομα ενός πεθαμένου αδελφού μου. Θυμάμαι ο Πάνος βρήκε και αγόρασε τα πιο ωραία βαφτιστικά. Αλήθεια από πού; Άγνωστο. Ήθελε ο βαφτισιμιός του να ντυθεί από τον νονό του παραδοσιακά και να γίνει μια βάφτιση αντάξια στα ένδοξα ονόματα που θα του δίναμε.

Και έγινε η βάφτιση. Ήταν δεκαπενταύγουστος, στη γιορτή της Παναγίας.

Για την ιστορία τον Πάνο, αυτόν τον μαυροσκούφη καπετάνιο, με τα πλούσια γένια και τα δύο φλογερά μάτια, έτοιμο να πεθάνει για τη λευτεριά, τον πρόδωσε ένας χωριάτης στα τάγματα της υπαίθρου, που τον κυνηγούσαν μετά την απελευθέρωση, όταν αυτός ξεχώρισε μόνος του με λίγους πιστούς του αντάρτες για να μην παραδώσει τα όπλα. Τότε που έγινε εκατόμβη το δεύτερο αντάρτικο στην Πελοπόννησο, που δε γλίτωσε κανένας από τους ανυπότακτους Ε.Λ.Σίτες, τότε που οι προδότες είχαν στήσει χορό και που συναγωνίζονταν ποιος θα πρόδιδε πιο πολλούς. Τότε που το μίσος τους για τους αντάρτες εκδηλώνονταν ακόμα και από τους παπάδες. Το ίδιο έκανε και ο παπά Παναής, ο αγαθός ποιμένας του Καλουσιού. Ας τον κρίνει κι αυτόν ο μεγάλος Κριτής.


Περιμένοντας τη λευτεριά

Και περιμέναμε την ώρα της λευτεριάς, που όλοι πίστευαν πως δεν ήταν μακριά. Δεν έχω γραπτά ντοκουμέντα μόνο τις μνήμες μου έχω, άλλες αμυδρές, άλλες πιο έντονες να με φέρουν κοντά στα γεγονότα εκείνου του καιρού. Όσα θα γράψω για την απελευθέρωση της Πάτρας τα πήρα από το βιβλίο του Ηλία Παπαστεριόπουλου “Ο Μωριάς στα όπλα”.

Οι αντάρτικες δυνάμεις του ΕΛΑΣ ήταν ακροβολισμένες ετοιμοπόλεμες στα πλησιέστερα προάστια της Πάτρας. Όμως δεν ήθελαν να δώσουν μάχη μέσα στην πόλη για να μην την αιματοκυλήσουν. Πρώτα είχε απελευθερωθεί ο Πύργος. Εκεί έγινε λουτρό αίματος, αλλά και το Βατερλό των ταγμάτων ασφαλείας, που η μαχητικότητά τους είχε πέσει τελείως. Στον Πύργο πολέμησαν για όλη την Πελοπόννησο. Αν δεν γινόταν η αιματηρή μάχη του Πύργου της Ηλείας, θα γινόταν φονικότερη της Πάτρας με θύματα εκατονταπλάσια. Εκεί στο ειδυλλιακό θέρετρο που μέναμε δεν έφταναν τα νέα. Ήμασταν τελείως ξεκομμένοι και περιμέναμε... περιμέναμε να ηχήσουν οι καμπάνες της λευτεριάς. Και αισιοδοξούσαμε πως γρήγορα θα ξαναβρίσκαμε τα σπίτια μας, τις συνήθειές μας για να αρχίσουμε πάλι τη ζωή μας, παίρνοντας μια καινούργια άκρη από το κουβάρι που είχε κοπεί με τον πόλεμο, για να ξαναπλέξουμε νέες ελπίδες με τις νέες προοπτικές σε μια πατρίδα ελεύθερη. Πόσο ήμασταν γελασμένοι... Μας περίμεναν νέες τραγικές περιπέτειες, πιο σκληρές από την σκλαβιά των Γερμανών, κι αυτά που θα περνούσαμε στο μέλλον θα ' ταν από συμμαχικό χέρι, το διαβολικό της κρομβελικής πολιτικής προπαγάνδας, αλλά και από το αδελφικό των δοσίλογων που θα επέπλεαν όπως γίνεται πάντα. Η ιστορία μας έχει στο παρελθόν άπειρα τέτοια παραδείγματα. Αυτοί είναι που κέρδιζαν. Λοιπόν, οι προδότες, οι συνεργάτες των Γερμανών, θα γύριζαν το φύλλο να κάνουν κολεγιά με Εγγλέζους εναντίον των αγωνιστών του Ε.Α.Μ. , ΕΛΑΣ. Τώρα που οι Άγγλοι δεν τους χρειάζονταν, η αισχρή προπαγάνδα τούς παρουσίαζε σαν σφαγείς, αιμοβόρους αντάρτες, γιατί τα συμφέροντά τους αυτά τους επέβαλαν.

Εκεί, λοιπόν, στην Τσαπουρνιά περνούσαμε τις τελευταίες εβδομάδες, μπορεί και ημέρες.

Οι ταγματασφαλίτες παρέδωσαν τα όπλα τους στον ΕΛΑΣ, αφού πήραν τη διαβεβαίωση από τους Άγγλους ότι θα τους δώσουν πολύ γρήγορα καινούργια και πιο σύγχρονα για να χτυπήσουν τ' αδέλφια τους, τους ελευθερωτές της πατρίδας από τον κατακτητή. Αυτοί δεν είχαν ενδοιασμούς, ήταν τόσο πωρωμένοι ηθικά, άλλωστε το είχαν ξανακάνει με τους Γερμανούς.

Πώς απελευθερώθηκε η Πάτρα; Τα γεγονότα τα έμαθα μέσες άκρες, αυτό όμως που γνωρίζω καλά είναι πως παραδόθηκαν πρώτα οι Τσολιάδες. Οι Γερμανοί αφού αντιστάθηκαν χλιαρά, έτσι για την τιμή των όπλων και μη έχοντας ανοικτό δρόμο από την Αιγιάλεια να φύγουν, αποβιβάστηκαν σε λίγα πλοιάρια, που ήταν στο πατραϊκό λιμάνι και έφυγαν δια θαλάσσης. Έτσι η απελευθέρωση της μαρτυρικής πρωτεύουσας της Αχαΐας έγινε αναίμακτη.

Οι ταγματασφαλίτες ήταν μαντρωμένοι σε στρατόπεδο με τους αξιωματικούς, υποτίθεται για να τους δικάσουν. Δεν έχαιραν καμιάς εκτίμησης των διασυμμαχικών δυνάμεων. Οι Άγγλοι τους προπηλάκιζαν, τους φέρονταν σαν να' ταν παρειές. Ήταν αμοιβαία τα αισθήματα, αλλά και ο ίδιος ο στόχος τους. Οι Εγγλέζοι ήθελαν να παρουσιάσουν τους Ε.Λ.ΑΣ.ίτες ως προδότες, αυτό ήταν προς το συμφέρον τους και τους δωσίλογους, τους συνεργάτες των Γερμανών, ως πατριώτες. Και πάλι αμοιβαία τα συμφέροντα αμφοτέρων. Τους ΕΛΑΣίτες φοβόντουσαν, τους ταγματασφαλίτες τους είχαν στο χέρι, έτσι όπως ήταν απάτριδες και χωρίς συνειδήσεις. Πικραίνομαι πάρα πολύ αναθυμούμενη τα γεγονότα που ακολούθησαν μετά.

Η Πάτρα απελευθερώθηκε στις 4 του Οκτώβρη του 1944.

Δυστυχώς, ατύχησα, δεν παραβρέθηκα στη μεγάλη παρέλαση του ΕΛΑΣ στους δρόμους της πόλης, που ο απλός λαός αποθέωσε τους αγωνιστές των βουνών. Ήταν ακόμα ενθουσιώδης, απρόσβλητος από την προπαγάνδα των Άγγλων. Οι συκοφαντικές κατηγορίες δεν είχαν διαρρεύσει και ο αγνός λαός υποδεχόταν τους ελευθερωτές του στρώνοντας χαλιά για να παρελάσει ο ένδοξος στρατός του ΕΛΑΣ. Τις ψυχές του δεν είχε φαρμακώσει ακόμα η οχιά της αγγλικής προπαγάνδας. Οι εφημερίδες έγραφαν πρωτοσέλιδα άρθρα για της ελευθερωτές της πόλης. Ο “Νεολόγος Πατρών” μια δεξιά φιλομοναρχική εφημερίδα δημοσίευσε διθυραμβικά σχόλια για τους τιμημένους ήρωες των βουνών. Στο φύλλο της 5 Οκτώβρη 1944 έγραφε: “Όταν μετ' ολίγων περάσουν, αι όντως συγκινητικαί στιγμαί του εορατασμού της απελευθέρωσης, όταν ο λαοός μας μετά την μεγαλειώδη υποδοχή που τους επεφύλαξε, θα έχει ήδη εκδηλώσει αισθήματα αγάπης και ευγνωμοσύνης προς τους αγωνισθέντες υπέρ της ελευθερίας ήρωας των βουνών το παραλήρημα της εθνικής ευτυχίας, ας διακοπεί δι εν και μόνον λεπτόν. Και το λεπτόν αυτό ας το αφιερώσωμεν εν κατανυκτικήν σιγήν ευλαβείας, εις τους ένδοξους απόντας μας. Εις αυτούς που δεν είναι, που δεν θα είναι πλέον κοντά μας... Ενός λεπτου σιωπήν!!! Την δικαιούται ο αγνός αγωνιστής του βουνού, που αιωνίως θα τον κοιμίζει και θα τον ξυπνά το συνταρακτικό τραγούδι του θρύλου. Ενός λεπτού σιωπή. Αι κεφαλαί ας κύψουν προ των αγίων σκιών των. Αι καρδιαί ας πάλλουν μόνο γι' αυτούς. Η σκέψις μας ας πετάξει κοντά τους. Και ας τους μακαρίσωμε διότι έπεσαν υπέρ της αιωνίας Ελλάδος”.

Ο “Ταχυδρόμος” μια επίσης δεξιά τοπική εφημερίδα έγραφε κι αυτή στις 5 Οκτώβρη 1944: “Μετά από τρία έτη υποδούλου βίου... όταν το τελευταίον γερμανικό τηλεβόα εσίγα, και οι λεγεώνες των πατριωτών των ορέων πλήρης ενθουσιασμού κατήρχοντο εις τους πέριξ λόφους, ομού με τα γενναία τέκνα της φίλης και συμμάχου μας γηραιάς Αλβιώνος, και εισήρχοντο θριαμβευταί εις τας οδούς, πολλοί έκλαιον εκ συγκινήσεως, και άλλοι ησπάζοντο αλλήλους. Οι Έλληνες πατριώτες μη ανεχόμενοι την δουλείαν, ήρχισαν ο εις μετά τον άλλον καταφεύγοντας εις τα όρη. Αι ομάδες των ορέων επληθήνθησαν και απετέλεσαν τον στρατόν εκείνον, ο οποίος νικητής εισήλθεν εχθές εις την πόλιν ταύτην, ομού με τους γενναίους συμμάχους και την απελευθέρωσεν. Δια την απελευθέρωσην ταύτην, ανήκει μέγα μέρος της ευγνωμοσύνης μας και προς τους συμμάχους μας που συμπολέμησαν ανδρείως”.

Ο ΕΛΑΣ αποθεώθηκε από το λαό της Πάτρας. Με ιαχές και χειροκροτήματα εκδήλωναν τα αισθήματα της ευγνωμοσύνης τους, στους ταλαιπωρημένους ηλιοκαμένους ήρωες του ΕΛΑΣ. Παντού είχε στηθεί ένα σωστό πανηγύρι και στο κέντρο της πόλης επικρατούσε ένας τρελός ενθουσιασμός. Όλη η μέρα της 4ης Οκτώβρη ήταν αφιερωμένη στη λατρεία του κάθε αντάρτη. Την ανταμοιβή που απαιτούσε ο ΕΛΑΣίτης, του την έδωσε ο απλός λαός, που τον πίστεψε και τον τραγούδησε.


Για μια νέα ζωή

Δεν ευτύχησα να παραβρεθώ στις μεγάλες στιγμές του αντάρτικου, να καμαρώσω τον μεγάλο πατέρα μου επικεφαλής του στρατού πάνω στο ντορή ουγγαρέζικο άλογό του να παρελαύνει στους δρόμους της αγαπημένης του πόλης ελευθερωτής. Ήμουν με τη μητέρα μου και τον αδελφό μου στη Χαλανδρίτσα, σε κάποιο σπίτι και περιμέναμε να έρθει να μας πάρει ο Σπύρος. Δεν θυμάμαι το όνομα της οικογένειας που μας φιλοξενούσε. Όμως θυμάμαι που δεν μας φερόντουσαν καθόλου φιλικά. Ήταν πολύ θυμωμένοι που τους είχαμε ξεμείνει εκεί στο σπίτι τους και έβλεπαν τη στιγμή πότε θα μας εξαποστείλουν.

Κάποια στιγμή ήρθε ο Σπύρος και μας κατέβασε στην Πάτρα όταν ξεκαθάρισε η κατάσταση. Με τι μέσον; Ούτε που θυμάμαι. Εκείνο που θυμάμαι είναι πόσο χαρούμενοι ήμασταν που γυρίζαμε στην Πάτρα από το βουνό. Πίσω στον κόσμο μας. Είχαμε προσφέρει με όλες μας τις δυνάμεις όσα και ό,τι μπορούσαμε για να ελευθερωθεί η πατρίδα. Όμως η αποδοχή και η αγάπη του κόσμου ήταν μια σύντομη χαρούμενη παρένθεση που κράτησε δύο μήνες περίπου, Οκτώβρη και Νοέμβρη του 1944. Μετά άρχισαν τα δεκεμβριανά και όλα άλλαξαν. Όπως τα θυμάμαι τα μάτια μου γεμίζουν μελαγχολία, μια απογοήτευση τόσο πικρή, που αλλοιώνει τα χαρακτηριστικά μου, γίνονται σκληρά και δεν τη συνηθίζω αυτή τη μάσκα. Είμαι τρυφερή όπως και η ψυχούλα μου. Όχι, αυτά δεν μπορώ να τα εξιστορήσω με τη φτωχή γραφίδα μου. Εκείνο που ξέρω μόνο είναι ότι δεν μπορούσα να τα διαλογιστώ, μου φανταζόντουσαν εξωπραγματικά. Έφταναν σαν εφιαλτικός απόηχος από την πρωτεύουσα. Ο πατέρας μου ήταν ενήμερος των γεγονότων. Τον έβλεπα πάντα στενοχωρημένο, βαθιά απογοητευμένο, μα δεν μας μιλούσε ποτέ για τα συνταρακτικά πράγματα που συνέβαιναν στην Αθήνα. Εκεί στο ξενοδοχείο της “Μεγάλης Βρετανίας” όπου οι Άγγλοι και Έλληνες δωσίλογοι μαζί και μαυραγορίτες, εξευτέλιζαν κάθε νύχτα τη δόξα της Ελλάδας με ανήκουστα όργια στις απάνω σουίτες. Αυτά τα διάβασα τώρα τελευταία στο βιβλίο του Γιώργου Μιχαηλίδη και έφριξα. Εκεί παίζονταν τα βρώμικα παιχνίδια σε διασυμμαχική βάση.

Καταλύσαμε στην αρχή σ' ένα ξενοδοχείο στην οδό Αγίου Ανδρέου για λίγο, ώσπου να βρούμε ένα καλό σπίτι να κατοικήσουμε, αντάξιο για την οικογένεια του συνταγματάρχη Βλάση Ανδρικόπουλου. Το βρήκαμε γρήγορα κοντά στα Ψηλαλώνια. Άλλωστε εκεί ήταν η γειτονιά μας και πριν από τον πόλεμο. Το επιπλώσαμε με λίγα έπιπλα που είχαμε αφήσει σε μια αποθήκη πριν τη φυγή μας και ο Σπύρος φρόντισε να μας φέρει ό,τι βρήκε στις αποθήκες των Γερμανών. Επιτέλους, είχαμε ένα σπίτι με ωραία κρεβάτια να κοιμόμαστε, πολιτισμένο περιβάλλον για μια ανθρώπινη διαβίωση. Ο Σπύρος φρόντιζε να μας φέρνει τρόφιμα από την επιμελητεία. Ήταν αυτός που μας νοιαζόταν σαν να ήμασταν δική του οικογένεια. Τον υποτιθέμενο αρραβωνιαστικό μου δεν τον είχα δει ακόμα, μα ούτε με ένοιαζε. Δεν τον είχα πάρει ποτέ στα σοβαρά, ούτε πίστευα πως αυτός ο αρραβώνας φιάσκο θα κατέληγε σε γάμο. Πότε τον ξαναείδα, ούτε και αυτό το θυμάμαι. Κάποια στιγμή όμως έγινε τακτικός συνοδός μου. Πηγαίναμε μαζί στους χορούς, αυτός με συνόδευε ως καβαλιέρος μου. Ήταν εκείνη η εποχή που οι αντάρτες ήταν στις δόξες τους. Κάθε βράδυ γίνονταν χοροί και πολλές φορές είχαμε ανοίξει το χορό σαν μια εποχή χαρούμενη, κανείς δεν φανταζόταν πως θα ερχόντουσαν ημέρες δυστυχισμένες, χειρότερες και από τις κατοχικές. Μέσα σ' όλα όμως αυτά σκεφτόμουν και το σχολείο μου, τις σπουδές μου, που είχαν μείνει πολύ πίσω. Ανασυγκροτήθηκα λοιπόν και διάβασα για να δώσω εξετάσεις ως κατ' οίκον διδαχθείσα. Και τα κατάφερα να περάσω τη χρονιά χωρίς να χάσω καμιά τάξη.

Και τη αντίστροφη μέτρηση άρχισε...

Μια μέρα είχα ακούσει να λέει ο πατέρας μου: “Ο λαός μας ξεχνάει εύκολα”. Αυτό και έγινε λοιπόν και τώρα. Ο λαός ξέχασε. Γιατί μετά από λίγο καιρό άρχισε η αισχρή προπαγάνδα των Άγγλων, οι οποίοι αγκάλιασαν τους δωσίλογους προδότες, τους πρώην συνεργάτες των Γερμανών, γιατί έτσι συνέφερε τα βρώμικα σχέδιά τους. Οι απελευθερωτές της πόλης, οι ήρωες των βουνών μετατράπηκαν σε σφαγείς και Ε.Α.Μ.οβούλγαρους, που βασάνιζαν και έσφαζαν πατριώτες και τους έριχναν σε ομαδικούς τάφους, που αποκεφάλιζαν και έκοβαν καρωτίδες. Η αγγλική λίρα έρεε από τα χρηματοκιβώτια και η Ιντέλιτζεντ Σέρβις πλήρωνε αδρά τους δωσίλογους για να κάνουν την αισχρή τους προπαγάνδα, που είχε ως έμβλημα το “διαίρει και βασίλευε”. Η φιλολογία του εγκλήματος ποτέ δεν είχε τόση πέραση. Τώρα ο λαός που δέχτηκε τους αντάρτες ως ήρωες απελευθερωτές τους έφτυνε. Και όλα ήταν τα πάνω κάτω. Οι συκοφαντίες τους δεν γίνονταν πιστευτές μόνο στους αμόρφωτους χωριάτες αλλά και στους μορφωμένους ανθρώπους της πόλης. Και συκοφαντούσαν, συκοφαντούσαν... Είχαν κάνει σωστή σταυροφορία μέχρι που άρχισαν να τους βλέπουν φιλύποπτα, αρνητικά. Ήταν και αυτό αποτέλεσμα της βρόμικης προπαγάνδας τους.

Θυμάμαι σε μια παρέλαση αντάρτικων δυνάμεων, τις λίγες ημέρες διαμονής μας στο ξενοδοχείο της Αγγλίας όταν παρακολουθούσα από το μπαλκόνι, τους δύο Εγγλέζους που ήταν δίπλα μου να χειροκροτούν τους ΕΛΑΣίτες και να γελάνε ειρωνικά. Ο ένας, ανώτερος αξιωματικός, έλεγε στο διπλανό του: “Αυτοί οι ξυπόλυτοι σε ένα μήνα θα είναι όλοι στη φυλακή”. Μιλούσαν στη γλώσσα τους ελεύθερα γιατί νόμιζαν πως δεν θα τους καταλάβουμε. Όμως στο πλάι μου ήταν κάποιος γνωστός που ήξερε αγγλικά και μου τα μετέφρασε. Στην αρχή δεν το πολυπίστεψα, μα η ανησυχία άρχισε να φωλιάζει μέσα μου. Βέβαια, ο πατέρας μου ήταν πάντα διοικητής του 12ου συντάγματος. Η δόξα και ο θρύλος του δεν ξέφτισε ποτέ. Τα πατριωτικά του αισθήματα, γνωστά και αδιαφιλονίκητα και η αφιλοκερδής συμμετοχή του στον αγώνα της λευτεριάς δεδομένη. Καμιά προπαγάνδα δεν μπορούσε να τον αγγίξει.

Κάθε πρωί ερχόταν ο Σπύρος να τον πάρει από το σπίτι, πότε με το άλογο, άλλοτε μ' ένα μικρό αυτοκίνητο που του είχαν παραχωρήσει, να τον πάει στον στρατώνα. Η ηλικία του και οι κακουχίες δύο χρόνων πάνω στα βουνά τον είχαν καταβάλει, αλλά κρατούσε ακόμα γερά, η ψυχή του ήταν ατσαλένια. Και ακόμα πόσα έμελλε να περάσει αυτός ο μεγάλος πατριώτης.

Οι μέρες περνούσαν και οι διασυμμαχικές σχέσεις είχαν περάσει σε μια νευρικότητα, σε αμοιβαία δυσπιστία. Και αυτή την κατάσταση τη δημιουργούσαν μέσα στην πόλη οι πρώην φίλοι των ανταρτών οι Άγγλοι, που χρησιμοποιούσαν τα αποβράσματα των ταγμάτων ασφαλείας, όπως και κάθε δωσίλογο ή μαυραγορίτη. Τις φήμες και τις συκοφαντίες τις υποδαύλιζαν και οι τοπικές εφημερίδες, αυτές που τις πρώτες ημέρες τους επευφημούσαν με διθυράμβους. Βυσσοδομούσε πληρωμένος με λίρες ο κίτρινος τύπος, που κέντριζε τα πάθη του απλού λαού. Εδώ και πάλι το τονίζω: “Ο λαός που ξεχνάει εύκολα”. Οργάνωσαν τα τάγματα της υπαίθρου, πανομοιότυπα με εκείνα των ταγμάτων ασφαλείας. Μόνο τους αφεντάδες τους άλλαξαν από Γερμανούς σε Εγγλέζους. Ίδιοι και απαράλλακτοι, αφού προερχόντουσαν από τα σπλάχνα τους. Άλλωστε ο Κουρκουλάκος τους είχε δηλώσει κατά την παράδοση των όπλων τους. “Δώστε τα παιδιά, σε λίγο οι Άγγλοι θα μας δώσουν καινούργια και πιο σύγχρονα”.


Ο ΕΛΑΣ αποχωρεί από την Πάτρα

Φαινομενικά όλα ήταν ήρεμα, αλλά μια ηλεκτρισμένη ατμόσφαιρα πλανιόταν στην πόλη. Οι χοροί εξακολουθούσαν να γίνονται με κέφι στις μεγάλες αίθουσες ή σε σπίτια πιο ιδιωτικά. Εδώ θέλω να βάλω μια χαρούμενη νότα στην αφήγησή μου. Να μιλήσω για τον Σπύρο, τον καλό μας άγγελο, που δεν άφηνε να μας λείψει τίποτα. Βέβαια, στην επιμελητεία ήταν και ο Τρύφωνας που υπέγραφε τις διατακτικές για ό,τι πιο εκλεκτό. Ήξερε πως θα φάει κι αυτός καλομαγειρεμένα από τα χέρια της καπετάνισσας, της μητέρας μου. Μάλιστα ρωτούσε: “Σας άρεσε κυρία Γεωργία αυτό που σας έστειλα;” Τέλος πάντων, τι έλεγα; Α, για τον Σπύρο που είχε γίνει σχεδόν μέλος της οικογένειάς μας. Ο Σπύρος δεν είναι ένα αφηρημένο πρόσωπο, ήταν ο δικός μας άνθρωπος. Ψηλός, γαλανομάτης, πραγματικός ορεσίβιος, αγνός πατριώτης ο κερκεζίτης χωρικός δεν ήταν δίβουλος όπως οι περισσότεροι μωραϊτες της υπαίθρου. Πρώτος πάντα στους χορούς. Του είχα μάθει μερικά βήματα στο ταγκό, στο βαλς, στο φοξ τροτ, που τότε χορευόταν πολύ. Ο Σπύρος λοιπόν, ο άξεστος βουνίσιος σε πλήρη στολή, με τις ατσούμπαλες αρβύλες του, διάλεγε τις πιο ωραίες ντάμες να τις χορέψει. Καμιά δεν του αρνιόταν. Γραφικός... Είχε ένα δικό του ιδιαίτερο τρόπο να χορεύει τα λίγα βήματα που ήξερε. Κρατούσε κόσμια το κορίτσι, σήκωνε το κεφάλι του και σιγοσφύριζε το σκοπό του τραγουδιού. Βέβαια χιλιοπατούσε με τα αδέξια βήματά του τα πόδια της ντάμας του, αλλά αυτό δεν μετρούσε γι' αυτόν, ήταν ευτυχισμένος που χόρευε τα πιο όμορφα κορίτσια κι ας τα ξενύχιαζε. Αυτός ήταν ο Σπύρος, ένα κομμάτι της οικογένειας. Όλοι τον αγαπούσαμε. Δεν τον ξέχασα ποτέ.

Στην ηλεκτρισμένη ατμόσφαιρα έπεσε ένας κεραυνός. Το κακό έφτασε στο απροχώρητο όταν στις 4 του Δεκέμβρη άρχισε η επίθεση των Άγγλων στην Αθήνα. Ο εμφύλιος είχε αρχίσει. Όλα τα σύγχρονα όπλα εκείνου του καιρού, ρουκετοβόλα από τα αεροπλάνα του Σκόμπυ, χτυπούσαν ανελέητα τους ελευθερωτές ΕΛΑΣίτες και ειδικά τις ανατολικές συνοικίες της Αθήνας που ήταν γεμάτες αριστερούς υποστηρικτές του Ε.Α.Μ., ΕΛΑΣ Μα και στο κέντρο γίνονταν αιματηρές οδομαχίες. Ναι, ένας εμφύλιος αδελφοκτόνος πόλεμος, άδικος, γιατί εξυπηρετούσε τα συμφέροντα των συμμάχων, που κράτησε τριάντα περίπου χρόνια. Ο μεγάλος διχασμός με τους Έλληνες μοιρασμένους με μίσος, σε δεξιούς και αριστερούς, σε εθνικόφρονες και σφαγείς Ε.Α.Μ.βούλγαρους. Η πόλη της Πάτρας ήταν σε αναβρασμό. Η ανησυχία και η ανασφάλεια διάχυτες παντού σε όλο τον πατραϊκό λαό, μήπως συνέβαινε το ίδιο και στην πόλη τους. Αυτή η ιδέα γέμιζε με σπαραγμό τις καρδιές των ανταρτών. Θα μπορούσαν να χτυπήσουν καίρια τους Άγγλους και να τους εξουδετερώσουν, ήταν πιο πολλοί αφενός και κατείχαν όλα τα γύρω υψώματα αφετέρου. Όμως δεν ήθελαν να αιματοκυλήσουν την πόλη που αυτοί απελευθέρωσαν.

Στο σπίτι μας επικρατούσε μια αναταραχή. Ένα κακό προαίσθημα, μια αναστάτωση, που όμως όλοι προσπαθούσαμε να δείχνουμε ότι τα πράγματα ήταν στρωτά. Ο πατέρας μου πήγαινε κάθε μέρα στη στρατώνα, κι εγώ στο σχολείο μου ή κάποιο σινεμά με τον Τρύφωνα. Όλα ήταν στάσιμα σε μια ηλεκτρισμένη ατμόσφαιρα.

Ένα βράδυ ο πατέρας μου είχε μια συνάντηση με τον στρατιωτικό διοικητή των Άγγλων, Μπλόκ το όνομά του κακοθύμητο. Είχε φύγει απ' το σπίτι φαινομενικά ήρεμος για να πάει στο αρχηγείο, που ήταν δυο δρόμους πιο πάνω από το δικό μας. Ο Μπλόκ του ζήτησε να του παραδώσει τους αντάρτες του με τον οπλισμό τους. Άλλωστε η ιστορία της Αθήνας, όπως του είπε, είχε τελειώσει με πλήρη επικράτηση των Άγγλων, των ταγμάτων ασφαλείας που είχαν ανασυγκροτηθεί υπό την αρχηγεία τους, καθώς και της ταξιαρχίας Ρίμινι που ήταν ταγμένοι πραιτοριανοί. Γι' αυτό, δεν είχε κανένα νόημα να αντιστέκονται. Όλοι περίμεναν, πολύ σύντομα, μια συμφωνία, που οι αντάρτες θ' αφοπλίζονταν και θα γύριζαν στα σπίτια τους. Η αποστολή τους είχε πλέον τελειώσει.

Ο γέρο Βλάσης Ανδρικόπουλος, ο συνταγματάρχης που είχε πολεμήσει σε μάχες και μάχες, που έδωσε στο αντάρτικο το δικό του βροντερό παρόν με τη λεβεντιά του κι είχε κερδίσει τόσες νίκες κατά των Γερμανών, ο αγνός και αδέκαστος πατριώτης είπε ένα μεγάλο και βροντερό ΟΧΙ. Ο Μπλόκ του κούνησε τότε προκλητικά ένα σακουλάκι με λίρες πάνω στο γραφείο του. Νόμιζε πως ο γέρος αρχηγός θα δελεαζόταν από τον ήχο τους, καθώς αυτές κουδούνιζαν. Έκανε πως δεν κατάλαβε τη χειρονομία του, την αγνόησε και πάλι του απάντησε: “Όχι” και συνέχισε, “θα πάρω τους αντάρτες μου να φύγω από την πόλη για να μην την αιματοκυλήσω. Είναι η ιδιαίτερη πατρίδα μου και την πονάω. Άλλωστε εγώ την απελευθέρωσα. Τα όπλα δεν τα παραδίδω, αν δεν πάρω διαταγή από το αρχηγείο μου. Προδότης δεν ήμουν ποτέ και δεν έχω σκοπό να γίνω τώρα”.

Έφυγε από τη συνάντηση με τον Μπλόκ πολύ πικραμένος. Απογοητευμένος που όλος ο αγώνας είχε πάει στράφι. Προδόθηκαν και τσαλαπατήθηκαν από αυτούς που βοήθησαν για την επικράτηση των συμμαχικών δυνάμεων, βάζοντας ένα λιθαράκι για την ήττα των Γερμανών. Τι ζητούσαν; Μα τη δίκαιη αναγνώριση του αγώνα τους, τίποτε άλλο.

Τον θυμάμαι εκείνο το βράδυ που γύρισε σπίτι, να έχει γεράσει τουλάχιστον δέκα χρόνια. Μας μάζεψε στην τραπεζαρία και μας είπε: “Εγώ πρέπει να φύγω με τους αντάρτες μου. Εσείς μείνετε εδώ, κάνετε υπομονή, θα γυρίσω”. Τότε η μητέρα μου τον αγκάλιασε και του είπε λυπημένη: “Βλάση μου, εγώ πίστευα πως αυτός ο αγώνας σου θα' ταν ο τελευταίος. Γέρασες και πρέπει να ξεκουραστείς. Βλέπω όμως ότι τώρα αρχίζει για σένα και την οικογένεια μια νέα δοκιμασία. Ο θεός μαζί σου”.

Ο γέρος αρχηγός φίλησε τη μητέρα μου και εμάς. “Θα μαθαίνετε νέα μου...” μας καθησύχασε φεύγοντας. Στα χέρια του κρατούσε τα λίγα πραγματάκια που του είχε ετοιμάσει η μητέρα μου.

Οι όροι ήταν ν' αδειάσει η πόλη της Πάτρας απ' όλους του ένοπλους αντάρτες μέχρι την έκτη πρωινή της 11ης Γενάρη σύμφωνα με το χώρο όλου του συνημμένου χάρτη. Υπογραφή: Μπλοκ. Τα όρια που τους καθόριζε στον χάρτη ήταν: τα υψώματα του Ζαβλάνι, τα υψώματα του δασυλλίου, τα υψώματα της Αρόης, οι στρατώνες μέχρι του Αγίου Γεωργίου “Οδός Πατρών – Κλάους”, η γραμμή Ψαροφάι μέχρι το γκάζι. Πέρα από τα όρια αυτά μπορούσε να μένει ανενόχλητος ο ΕΛΑΣ. Μα οι Άγγλοι δεν κράτησαν τη συμφωνία. Όπου έβρισκαν αντάρτικη ομάδα την χτυπούσαν ανελέητα με τα νέα τάγματα της υπαίθρου τα Τ.Ε.Α., που ήταν περισσότερο φανατισμένοι και από αυτά του Κουρκουλάκου. Για την πόλη είχε συσταθεί μια οργάνωση ΧΙΤΩΝ, όλοι αποβράσματα νεαρών, γόνους δωσιλόγων, που έβγαιναν τα βράδια στους δρόμους, μελατοχίτωνες με μάσκες και τρομοκρατούσαν τους φιλήσυχους δημοκρατικούς πολίτες.

Σε μια από τις πολλές συγκρούσεις σκοτώθηκαν μεγάλα παλικάρια του αγώνα. Μεταξύ αυτών ο Ζήσης Χατζόπουλος, ανθυπολοχαγός του τακτικού στρατού. Ήταν αυτός που αγαπούσε την φίλη μου, τη Σούλα. Ένας πανέμορφος άντρας που τον έφαγαν μπαμπέσικα τ' αδέλφια του οι Έλληνες. Μετά την αποχώρηση ήταν πολλοί που δεν ακολούθησαν τις διαταγές του Μπλόκ. Διέφυγαν και πάλι στα βουνά με το δικό τους μπαϊράκι. Μαζί τους και ο καπετάν Πάνος με την ομάδα του. Ο καπετάν Πάνος που προδόθηκε από ένα χωριάτη. Τον εκτέλεσαν αυθαίρετα επί τόπου, δίχως να τον δικάσουν οι φονιάδες του Τ.Ε.Α. Υπήρχε πολύ φανατισμός, που όπως έχω πει και πριν, τον υποδαύλιζαν οι Άγγλοι, παίζοντας το βρώμικο παιχνίδι τους. Το 12 σύνταγμα αναγκαστικά έφυγε απ' την Αχαΐα με πορεία προς την Ανδρίτσαινα. Οι αντάρτες βάδιζαν κουρελήδες, πεινασμένοι μέσα σε χιονοθύελλες. Μουρμούριζαν, δυσανασχετούσαν, όμως ακολουθούσαν τον αρχηγό τους. Βάδιζαν πάνω στη γραμμή που τους είχε χαράξει ο ιμπεριαλισμός.

Με τη συμφωνία της Βάρκιζας παρέδωσαν τον οπλισμό τους, τις αρματωσιές τους, που με τόσες θυσίες και αίμα είχαν πάρει από τον εχθρό. Με τις καρδιές σφιγμένες πειθάρχησαν στην τελευταία διαταγή. Μα ήξεραν πως άφηναν ένα αγώνα μισό. Αυτοί που παρέδωσαν τα όπλα κι έστησαν το δεύτερο αντάρτικο στην Πελοπόννησο, σκοτώθηκαν όλοι, κι ήταν πολλοί δύο χιλιάδες. Μαζί τους πολλά πατρινόπουλα. Ο καπετάν Νικήτας Πολυκράτης, ο Ντίνος Βουδούρης, ο καπετάν Καρατζάς, και άλλοι πιστοί στον όρκο τους να κρατήσουν ψηλά τον αγώνα. Δεν θα γράψω για την συμφωνία της Βάρκιζας, υπάρχουν οι ιστορικοί για να την κρίνουν πόσο ήταν άδικη με όρους και υποσχέσεις γραπτές που δεν τηρήθηκαν. Αν υπάρξει κάποιος αδέκαστος και αντικειμενικός ιστορικός, που πολύ αμφιβάλλει, ας γράψει για το φιάσκο, τον χλευασμό που έστησαν, την τραγική κωμωδία που έπαιξαν στο θέατρο της μεγαλύτερης απάτης για τους αγωνιστές του Ε.Α.Μ., ΕΛΑΣ. Εγώ δεν μπορώ να καταπιαστώ με τόσο μεγάλα θέματα. Απλά ιστορώ τις δικές μου προσωπικές εμπειρίες, καταστάλαγμα πίκρας και απογοήτευσης. Όμως ο ΕΛΑΣ έγινε θρύλος που τον πίστεψε και τον τραγούδησε ο λαός μα, κι ακόμα τον τραγουδάει. Έχει μείνει στις καρδιές όλων των Ελλήνων πατριωτών. Τον αγάπησε με την ψυχή του, ήταν και είναι η ιστορία του.

Στις καρδιές των πατρινών ο συνταγματάρχης Βλάσης Ανδρικόπουλους έμεινε ως ο σωτήρας τους. Το λένε οι παλιοί στους νέους και οι νέοι στα παιδιά τους, πως ο μεγάλος αυτός αγωνιστής έσωσε την ιδιαίτερη πατρίδα του, δεν έστερξε να την αιματοκυλήσει. Εκεί που τώρα αναπαύεται κάτω από το χώμα της αγαπημένης του πόλης, άγνωστοι, περνώντας από τον απέριττο τάφο του, εναποθέτουν ένα κόκκινο γαρίφαλο σ' ένδειξη θύμησης και σεβασμού μαζί και ευγνωμοσύνης. Ας είναι ελαφρύ το χώμα που τον σκεπάζει...


Ο γυρισμός του τιμημένου αγωνιστή

Τις στιγμές αυτές όταν τις φέρνω στο μυαλό μου με θυμώνουν, με εξοργίζουν...

Είναι θύμισες πικρές, πολύ πικρές. Θυμάμαι τώρα όλοι μας έβλεπαν σαν όντα που είχαν έρθει από άλλον πλανήτη. Ακόμα και οι συγγενείς μας έρχονταν στο σπίτι μας όχι για να δουν αν ήμασταν καλά, αλλά για να μας ειρωνευτούν, να βγάλουν τη χολή τους. Η μητέρα μου δεχόταν τις προσβολές. Εγώ αναγκαζόμουν να τους διώχνω. Τους έλεγα να μην πατάνε στο σπίτι μας και εκείνοι έφευγαν γελώντας περιπαιχτικά, αφού πρώτα πέταγαν το φαρμάκι τους. Ακόμα και η αδελφή του πατέρα μου, μια αγαθή καλή γυναίκα, που τόσες φορές την είχε βοηθήσει σε δύσκολες οικονομικές στιγμές της οικογένειάς της, επηρεασμένη από όσα άκουγε, ερχόταν με το μισοκακόμοιρο ύφος της, δήθεν στενοχωρημένη να μας πληγώσει.

Στο σπίτι επικρατούσε μια τραγική κατάσταση. Ένα σπίτι με κλειστές γρίλιες σαν να είχαμε πένθος. Αναγκαζόμασταν να κλειδώνουμε και να μένουμε στα σκοτεινά, γιατί το βράδυ ομάδες Χιτών μας πετούσαν πέτρες στην πόρτα, τραγουδώντας σατιρικά άσματα, υβριστικά για τον πατέρα μου. Τότε η μητέρα μου αναγκάστηκε να ζητήσει βοήθεια από το αγγλικό αρχηγείο. Μας έστειλαν ένα άρμα μάχης να φρουρεί έξω από την πόρτα μας, με πλήρωμα έγχρωμους και Ινδούς, οι οποίοι δεν είχαν ενημερωθεί για ποιο σκοπό βρισκόντουσαν εκεί. Μας φέρονταν σαν να ήμασταν κρατούμενοι και μας φρουρούσαν για να μη δραπετεύσουμε. Το καταλάβαμε και η μητέρα μου μήνυσε στους Άγγλους να τους αποσύρουν. Βέβαια οι γόνοι των δωσίλογων είχαν κάπως φοβηθεί και οι παρουσίες τους έγιναν πιο αραιές. Από τότε η μητέρα μου που ήταν μια φιλάσθενη γυναίκα, ευαίσθητη και φοβισμένη ακόμα από τις εμπειρίες που είχε ζήσει με τους Γερμανους, άρχισε να καταρρέει ψυχικά και σωματικά. Σε αυτή την τραγική κατάσταση που επικρατούσε στο σπίτι ήρθε ένα μήνυμα από τον Τρύφωνα, που τον κρατούσαν στο Αρσάκειο και μου ζητούσε να πάω να τον δω. Μέσα στην όλη θλίψη μου, αυτή η είδηση μου έδωσε χαρά. Η μητέρα μου έφτιαξε ένα κέικ που του άρεσε πολύ και πήγα εκεί που τον κρατούσαν, σε μια αίθουσα του σχολείου, ίσως για πρώτη φορά με κάποια λαχτάρα. Τον βρήκα ανάμεσα στους συγγενείς του, πάντα καλοβαλμένο, περιποιημένο, πραγματικό δανδή λοχαγό. Δεν ήξερα τι να φανταστώ. Όμως η υποψία που είχαν πάντα γι' αυτόν τον άνθρωπο έβγαινε αληθινή. Ο “αρραβωνιαστικός”...μου, άοπλος και πολύ άνετος, ήταν σαν να έκανε δημόσιες σχέσεις σε κάποιο σαλόνι. Μπορεί να ήμουν μικρή, αλλά η ζωή που είχα βιώσει τα δυο τελευταία χρόνια με είχαν ωριμάσει πρόωρα. Είχα πονηρέψει, είχα γίνει φιλύποπτη και το συμπέρασμα έβγαινε μόνο του. Ο άνθρωπος δεν είχε ακολουθήσει το σύνταγμα, παρέδωσε το πιστόλι του και σαν καλό παιδί υπάκουο στους Άγγλους, περίμενε να τον αφήσουν ελεύθερο. Ο λοχαγός είχε κάνει τη μπάζα του από τις λίρες των Εγγλέζων, που έπεφταν από τον ουρανό της Ρακίτας και τώρα ελεύθερος και ματσωμένος μπορούσε να φτιάξει τη ζωή του. Και την έφτιαξε. Από τότε δεν τον ξαναντάμωσα. Αυτός έφυγε για την Αθήνα ανενόχλητος, χωρίς καμιά απολογία για τη διάλυση του...αρραβώνα μας, μα και ποιος καταδεχόταν να του ζητήσει ευθύνες. Ευτυχώς την καρδιά μου ποτέ δεν την άγγιξε, ήταν για μένα ένα ανώδυνο περιστατικό στην αισθηματική ζωή μου. Το μόνο κατακάθι πίκρας που μου έμεινε, είναι πόσο σκάρτα μου φέρθηκε, μα πιο πολύ πόσο ανέντιμα στον μεγάλο πατέρα μου. Έμαθα νέα του μετά από πολλά χρόνια από τον Ηλία Παπαστεριόπουλο. Αυτός κρατούσε κάποια επαφή μαζί του. Είχε φτιαχτεί. Είχε ένα λογιστικό γραφείο στην πλατεία Θεάτρου και ένα μεγάλο κτήμα στη Βαβρώνα. Έκανε έναν πλούσιο γάμο με μια γυναίκα μεγαλύτερή του, χωρίς ν' αποκτήσει παιδιά. Όσα έφτιαξε, δεν τα χάρηκε. Πέθανε σχετικά νέος από καρκίνο.

Ο πατέρας μου γύρισε μετά τη συμφωνία της Βάρκιζας και την παράδοση των όπλων. Γέρος, καταπονημένος από τις κακουχίες στο ατιμωτικό οδοιπορικό, με εμφανή τα σημάδια της απογοήτευσης στο πρόσωπό του. Την παρομοίαζα με τη θλίψη που είχα δει σε αυτόν όταν η πατρίδα του σκλαβώθηκε από τους Γερμανοϊταλούς. Ο τιμημένος αρχηγός που δεν έστρεξε να αιματοκυλήσει την Πάτρα, ήταν ένα ράκος ψυχικά και σωματικά.

Στην οικογένεια δεν θυμόμουν ποτέ να επικρατεί τέτοιος πεσιμισμός, τόση ανασφάλεια. Δεν ήμασταν ποτέ πλούσιοι, μα περνούσαμε καλά. Κατοικούσαμε σε ωραία σπίτια, δικό μας δεν είχαμε, η μητέρα μου ήταν ο καταλύτης της οικογένειας, θεματοφύλακας των ιδανικών και των υψηλών ιδεών του μεγάλου συζύγου της, πιστή σύντροφός του στη δόξα μα και στην παρακμή του. Η σύνταξη ήταν πολύ πενιχρή, δεν μας έφτανε να ζήσουμε και η φτώχεια μοιραία μας χτυπούσε την πόρτα. Το σπίτι που μέναμε ήταν επιταγμένο και έπρεπε να πληρώνουμε ενοίκιο αρκετό τσουχτερό. Όλοι στην οικογένεια ήμασταν γνώστες της κατάστασης και δεν είχαμε μεγάλες απαιτήσεις. Τα γαλλικά μου τα συνέχιζα με πολλές στερήσεις, όχι όμως το πιάνο και τη ρυθμική. Περνούσαμε στενάχωρα με αυτά που είχαμε, όμως δεν γκρινιάζαμε, ήμασταν πολύ δεμένοι.

Ο πατέρας μου με τα παλιά του κοστούμια που η μητέρα μου τα διατηρούσε ευπρεπή, πήγαινε στα αγαπημένα του Ψηλαλώνια στο καφενείο του Λειβαδίτη να κουβεντιάσει με τους φίλους του, με το αχώριστο τσιμπούκι του και την καρτερία ζωγραφισμένη στα γερασμένα μα πάντα λαμπερά του μάτια. Τα βράδια που γύριζε σπίτι τον παραμόνευαν οι Χίτες εκεί στον κήπο της κλινικής του Αναγνωστόπουλου. Τον έπαιρναν από πίσω, τον προπηλάκιζαν, του τραγουδούσαν πρόστυχα άσματα του αρρωστημένου μυαλού τους και του πετούσαν κονσερβοκούτια. Όταν έμπαινε σπίτι ήταν λερωμένος από το περιεχόμενό τους. Τα υπέμενε όμως όλα αυτά με καρτερικότητα και μ' ένα θλιμμένο χιούμορ. Το μόνο που έλεγε ήταν: “Ο λαός μας ξεχνάει εύκολα και γρήγορα”. Έμοιαζε μέσα στα βρώμικα ρούχα του με την απόλυτη νηφαλιότητα σαν ένας Ολύμπιος θεός. Πόσο μίσος ένοιωθα αλήθεια γι' αυτούς τους υπανθρώπους τσαμπουκαλίδες γόνους των δωσίλογων, που τα έβαζαν αν μη τι άλλο μ' ένα γέρο άνθρωπο. Ναι, αυτό το μίσος το αισθάνομαι ακόμα, δεν μου έφυγε ποτέ κι ας έχουν περάσει τόσα χρόνια.

Η ζωή μου τραβούσε την ανηφόρα δύσκολη και επίπονη. Με όλα αυτά πήγαινα σχολείο στο 2ο γυμνάσιο θηλέων στην πλατεία Αγίου Γεωργίου. Προσπαθούσα να είμαι καλή μαθήτρια, να μη δίνω αφορμές να με επιπλήττουν, φρόνιμη και υποδειγματική στις υποχρεώσεις μου. Οι καθηγητές, βέβαια όλοι δεξιοί εκείνης της οργισμένης εποχής, με αδικούσαν στη βαθμολογία. Με παρουσίαζαν ως μέτρια μαθήτρια, όσο και να διάβαζα δεν μου έδιναν βαθμό πάνω από δεκατρία. Ακόμα και η γυμνάστρια μου έβαζα στη μέση της τριάδας, θαρρείς πως η παρουσία μου ντρόπιαζε το σχολείο. Όλα τα δεχόμουν αδιαμαρτύρητα. Είχα και εγώ ευθυγραμμιστεί με αυτή του πατέρα μου. Έλεγα: “Αφού είμαι κόρη αυτού του παρεξηγημένου ήρωα και πατριώτη, όλα θα τα υπομείνω”. Πίστευα όμως ακλόνητα, πως κάποτε η ιστορία θα τον δικαίωνε με αλήθεια, καθαρότητα και θα του απένειμαν το εύσημα που του άξιζαν για να μπει στο πάνθεο της αιωνιότητας, δίπλα στους ήρωες του ΄21.

Κι ήταν τόση η δυστυχία μου, που είχα παραμερίσει εκείνο το χαρούμενο κοριτσάκι με το κρυστάλλινο γέλιο. Η ανοιχτή καρδούλα μου είχε σφαλιστεί. Απομονώθηκα, δεν ήθελα ούτε ερωτικούς δεσμούς. Και από φιλίες; Τίποτα. Στην τάξη ήμουν μόνη μου, στο διάλειμμα απομονωμένη από τις συμμαθήτριές μου. Μια μόνο με πλησίασε απλά και φιλικά. Ήταν η Μαίρη Κιτσάκη, μια χαριτωμένη κοπέλα με φωτεινά, έξυπνα μάτια. Μια μέρα ήρθε κοντά μου, όχι δεν με είχε λυπηθεί. Ήμουν υπερήφανη, δεν έδινα το δικαίωμα για κάτι τέτοιο. Η Μαίρη όμως μου είπε ότι ήταν και αυτή από αριστερή οικογένεια και πως ο αδελφός της ήταν φίλος με τον πεθαμένο αδελφό μου. Πιάσαμε φιλία και κάναμε παρέα στο σχολείο, αλλά και έξω απ' αυτό. Ήταν αδύνατη μαθήτρια και εγώ την βοηθούσα. Τότε η παιδεία δεν ήταν δωρεάν. Οι μαθήτριες έπρεπε να πληρώνουν δίδακτρα για τη φοίτησή τους στο γυμνάσιο. Θυμάμαι τον γυμνασιάρχη όταν έλεγε από τη σκάλα στις συγκεντρωμένες μαθήτριες μετά την προσευχή να πληρώσουν τα δίδακτρα. “Εξαιρείται η Ανδρικοπούλου Αναστασία του Βλασίου” έλεγε, “αυτή φοιτά δωρεάν γιατί ο πατέρας της πολέμησε στο Βορειοηπειρωτικό αγώνα”. Τότε όλες οι μαθήτριες κοιτάζονταν μεταξύ τους έκπληκτες και εγώ ένιωθα υπερήφανη για τον πατέρα μου, που είχε δικαιωθεί για έναν από τους πολλούς αγώνες του για την πατρίδα. Θα' ρχόταν μια μέρα ν' αναγνωρισθεί και για τη συμμετοχή του στην αντίσταση. Όπως κι έγινε. Και το χρωστάει χάρη σε κείνον που είχε το θάρρος να το κάνει. Ίσως ήταν η πολιτική του, δεν το εξετάζω, φτάνει που έγινε η αναγνώριση. Τώρα η τιμημένη σημαία με τα ξεραμένα αίματα των αγωνιστών του 12ου συντάγματος φυλάσσεται σε θυρίδα. Τη βγάζουμε όταν μας τη ζητούν να κυματίσει σε επίσημες εκδηλώσεις για την αντίσταση.


Η παρωδία της δίκης

Και ήρθαν ημέρες πιο δυστυχισμένες για την οικογένειά μας. Η δίκη και η καταδίκη του πατέρα μου με την κατηγορία του δωσίλογου. Η δικαιοσύνη της παρακμής εκείνης της εποχής και το μίσος στους λαϊκούς ήρωες των βουνών ήταν στο φόρτε της.

Με εισαγγελέα εφετών τότε τον Κώστα Κόλια, αργότερα εισαγγελέα του Αρείου Πάγου και μετέπειτα πρώτο πρωθυπουργό της χούντας των συνταγματαρχών, έναν ασήμαντο σφουγγοκολάριο, τόλμησαν ν' αγνοήσουν τη μεγάλη προσφορά των αγνών πατριωτών και να τους καθίσουν στο σκαμνί για να τους δικάσουν. Η κατηγορία ήταν ότι διέλυσαν μια ομάδα αντάρτικη με επικεφαλής κάποιον αξιωματικό με τ' όνομα Δροσόπουλος στο Καστρίτσι της Αχαΐας στις 10 Απρίλη του 1943. Μαζί με τον πατέρα μου συγκατηγορούμενοι και συγκρατούμενοι ήταν ο σμήναρχος Μίχου, ο γιατρός Θρασύβουλος Κωνσταντίνου και άλλοι αγωνιστές, με την κατηγορία της προδοσίας. Για τους πραγματικούς προδότες που συνεργάστηκαν με τους Γερμανούς κανείς Κόλιας δε βρέθηκε να τους δικάσει. Ο Παπαδόγκωνας παρασημοφορήθηκε, καθώς και ο Κουρκουλάκος. Άλλος που ήταν στο 5/42 του Ψαρού, και μετά την διάλυσή του από τον Άρη συνεργάστηκε με τα τάγματα ασφαλείας, έγινε συνταγματάρχης και διέπρεψε στον ελληνικό στρατό. Ναι, κάτι τέτοιοι έγιναν τιμημένα στελέχη του στρατεύματος.

Όλοι οι μάρτυρες κατηγορίας έπεφταν σε αντιφάσεις. Από τη μια παρέχονταν την τιμιότητα, την αγνή πατριωτική πρόθεση των κατηγορουμένων, από την άλλη ότι παρεμπόδιζαν την αγωνιστική δράση της ομάδας Δροσοπούλου, που ο κύριος σκοπός αυτής της ομάδας ήταν όχι η αντίσταση κατά των Γερμανών, αλλά αν τους ήταν μπορετό να διαλύσουν τον απελευθερωτικό στρατό του ΕΛΑΣ

Αυτοί που κάθονταν στην έδρα ήταν ασήμαντοι άνθρωποι. Ένας Κατσαβός, ένας Καλογερόπουλος, κάποιος Κωνσταντίνος Καλαμποκιάς, Νίκος Πανταζής και Ηρακλής Καραθανάσης. Τα στοιχεία που παρέθεταν οι μάρτυρες ήταν πενιχρά και στερούνται βάσιμης υπόστασης. Η δικαιοσύνη σε κείνη την παρωδία δίκης θα ντρεπόταν για τους αντιπροσώπους της και θα χαιρόταν που είναι τυφλή. Είχαν πάρει εκ των προτέρων τις αποφάσεις τους να καταδικάσουν ως προδότες και επίορκους της μεγάλης ιδέας για το ολοκαύτωμα τους στο βωμό του πατριωτισμού.

Αυτοί, λοιπόν, οι ασήμαντοι άνθρωποι, που δεν τόλμησαν να κάνουν αντίσταση στην κατοχή, είχαν το θράσος να κατηγορήσουν τους ήρωες των βουνών, που διοικούσαν αντάρτικες μεραρχίες και να τους κολλήσουν το στίγμα του δωσίλογου. Κάποιος Άγγελος Κέντρος, τέως ταγματασφαλίτης, ήταν ωμός και κατηγορηματικός. Κατέθεσε: “Βγήκα στο βουνό με σκοπό να μη συνεργαστώ με τον ΕΛΑΣ” και συνέχισε, “η νομαρχιακή επιτροπή δεν είχε ευθύνη για τη διάλυση. Όλοι οι αξιωματικοί ήταν αγνοί πατριώτες και κανένας δεν μπορεί να τους κατηγορήσει. Ο δικό μας σκοπός, που η απόφαση πάθρηκε κατόπιν συσκέψεως, ήταν ν' αναπτυχθούμε, να γίνουμε πιο δυνατοί από τον ΕΛΑΣ και να τον διαλύσουμε. Τον θεωρούσαμε αντεθνικό”. Η ομολογία του προκάλεσε αντίδραση του δικαστή, που τον ρώτησε: “Δηλαδή, η διάλυση του ΕΛΑΣ θα γινόταν πριν φύγουν οι Γερμανοί;”. Ο μάρτυρας ξεδιάντροπα απάντησε: “Αυτή η απόφαση είχε παρθεί κατόπιν πολλών συσκέψεων. Θα καλούσαμε τον ΕΛΑΣ να συμμορφωθεί και να ευθυγραμμιστεί με τις δικές μας αξιώσεις και αν αρνιόντουσαν θα τους χτυπούσαμε”. Έγινε θυμηδία στο ακροατήριο...

Ο συνταγματάρχης Χλωρός αφού έπλεξε τον εγκώμιο του σμήναρχου Μίχου, που τον χαρακτήρισε εξαίρετο αξιωματικό, στο τέλος επιβεβαίωσε πως η απόφαση της διάλυσης της ομάδας Δροσοπούλου ήταν έργο του ΕΛΑΣ. Ο μάρτυρας Σωτηριάδης, εξύμνησε τα τάγματα ασφαλείας. Είπε: “Αν με ρωτούσε κάποιος αξιωματικός αν έπρεπε να ενταχθώ στον ΕΛΑΣ θα του έλεγα όχι”. Για τον πατέρα μου, στον συνταγματάρχη Βλάση Ανδρικόπουλος, ο μάρτυρας παραδέχτηκε πως ήταν ηθικός από πάσης πλευράς και αγνός πατριώτης. Και συμπλήρωσε ότι οι άντρες που αποτελούσαν την ομάδα Δροσοπούλου, ήταν ελεύθεροι να κατεβαίνουν στην πόλη όποτε ήθελαν. Στον ΕΛΑΣ που ήταν πολυσυλλεκτικός εντάσσονταν αξιωματικοί ή απλοί πολίτες δημοκρατικοί ή δεξιοί, ενώ στις εθνικιστικές ομάδες δεν έκαναν δεκτούς αριστερούς.

Εδώ θέλω να κάνω μια μεγάλη παρένθεση. Θα μιλήσω για την προϊστορία της ένταξης του πατέρα μου στο Ε.Α.Μ., ΕΛΑΣ Τις κρυφές διασυνδέσεις του με τους Έλληνες πατριώτες και πώς ξεσήκωσε αυτός μόνος του τους πρώτους ΕΛΑΣίτες αντάρτες. Είναι γεγονότα από τις προσωπικές μου αναμνήσεις και όχι μόνο, είναι απολύτως ακριβή.

Θυμάμαι...Εκείνον τον καιρό, τον φρικτό χειμώνα του 1942 πόσο ο πατέρας μου ήταν θλιμμένος και απογοητευμένος, με μια μόνιμη συντριβή στα ωραία φλογερά του μάτια. Ερχόταν από το Μπρακουμάδι, που έμενε με τη μητέρα μου και τους αδελφούς μου, στην Πάτρα πεζός, περίπου είκοσι χιλιόμετρα ακολουθούμενος από το σκυλάκι μας, τη Φλόξ, να φέρει σε μένα λίγο ψωμί, λάδι και ελιές για να φάω. Πήγαινα στο γυμνάσιο τότε για να μη χάσω τη χρονιά μου. Ένας κουρασμένος μεσήλικας, ντυμένος στα αξιοπρεπή του κουρέλια, θυσιαζόταν για το παιδί του, για την μόρφωσή του και την επιβίωσή του. Όταν όμως με είδε πολύ αδύνατη δεν δίστασε να με πάρει από κει και να με πάει στο χωριό που έμεναν γιατί η μητέρα μου φοβόταν τους βομβαρδισμούς, αλλά και την πείνα που μάστιζε το λαό της Πάτρας. Στο Μπρακουμάδι μπορούσαν να βρίσκουν λίγο λάδι, αλεύρι να ζυμώνουν ψωμί, γάλα και άφθονα άγρια χόρτα για να επιβιώνουν. Εγώ, δούλευα στο μάζεμα των ελιών στο σπιτονοικοκύρη μας για να εξασφαλίζω τουλάχιστον ένα γεύμα.

Ο πατέρας μου, λοιπόν, έβλεπε την πατρίδα του σκλαβωμένη και δεν το άντεχε, πονούσε αφάνταστα. Όταν κατέβαινε στην πόλη, γύριζε στα στέκια των αξιωματικών για να κουβεντιάσει μαζί τους, να μάθει πώς σκέφτονταν, τι θα μπορούσαν να κάνουν για να ξεσηκωθούν να την ελευθερώσουν. Μα, όλοι του έλεγαν πώς είναι ακόμα νωρίς, ή τον κοιτούσαν σαν να τους έλεγε τρελά πράγματα. Ήταν κι αυτός ένας άλλος Άρης και κανένας δεν τον έπαιρνε στα σοβαρά.

Μια μέρα στη στρατιωτική διοίκηση βρήκε τους αξιωματικούς να κάθονται σ' ένα τραπέζι απαθείς, αμέτοχοι. Ο ταμίας είχε ανοίξει το μισθολόγιο και κοίταζαν το υπόλοιπο πληρωτέο ποσό. Τους ρώτησε αν έχουν κάνει κάποια αντιστασιακή κίνηση για μια οργάνωση αντάρτικων ομάδων. Του απάντησαν “όχι”. Τους είπε πως τα βουνά της Ρούμελης είχαν γεμίσει από αντάρτες, ότι είχε φτάσει η κατάλληλη μεγάλη στιγμή να βγούνε και αυτοί στα βουνά της Αχαΐας, να πολεμήσουν τον κατακτητή, πως εκεί στην πόλη κινδύνευαν να τους πιάσουν όμηρους και να τους πάνε στον Τάραντα της Ιταλίας. Αυτοί όμως έδειξαν πλήρη αδιαφορία και τον αγνόησαν. Γύρισε πιο απογοητευμένος από πριν στο Μπρακουμάδι.

Την άλλη μέρα έφυγε για τα βουνά του Ερύμανθου. Έψαχνε να βρει κρησφύγετα. Ανέβηκε σε βουνοπλαγιές, είχε επαφές με συγχωριανούς του, που τους γνώριζε και ήταν πατριώτες έτοιμοι να τον ακολουθήσουν. Πενήντα πέντε όλοι κι όλοι. Προσπάθησε να βρει όπλα. Και βρήκε κάτι γκράδες και μερικά πιστόλια. Εκεί στο Μπρακουμάδι σε μια τρώγλη που μέναμε, με τους σκορπιούς να κάνουν βόλτες στα υποτυπώδη μας στρώματα και, που για την οικογένεια, ήταν μια μικρή πρόσκαιρη χαρά, να παραχώνουμε στη στάχτη μια κουλούρα λειψής μπομπότας, εκεί λοιπόν ήρθε κάποια μέρα ένας απεσταλμένος του δικηγόρου Παπαλεξανδρόπουλου και του ζήτησε να κατεβεί στην Πάτρα για κάποια σοβαρή υπόθεση. Όντως πήγε στο γραφείο του την άλλη μέρα. Του είπαν πως θέλουν να βγάλουν μια ομάδα αντάρτικη στο βουνό και του πρότειναν να είναι επικεφαλής. Κάτι όμως δεν του πήγαινε καλά. Όλα ήταν πρόχειρα οργανωμένα και κάπως φαιδρά. Ούτε οι διασυνδέσεις του Παπαλεξανδρόπουλου να συναντηθεί με τον Ζέρβα ευοδώθηκαν. Του έγραψε ένα γράμμα που του ανέφερε πως τους πενήντα πέντε μυημένους οπαδούς του, τους έθετε κάτω από τις διαταγές του. Βέβαια το χρήμα έρεε άφθονο, αλλά και αυτό του προξενούσε αηδία γιατί ήξερε πως προερχόταν από τους βιομηχάνους και τους μαυραγορίτες, που εκείνο τον καιρό πλούτιζαν, ενώ ο φτωχός λαός πέθαινε από την πείνα. Το παράβλεψε. Σκέφτηκε πως ο σκοπός αγιάζει τα μέσα.

Έφυγε από την Πάτρα σίγουρος πως τίποτα δεν ήταν σοβαρό. Οργάνωση δεν υπήρχε και όλα ήταν κουβέντες που γίνονταν στα καφενεία και στις ταβέρνες. Και πάσχιζε να βρει όπλα. Σε μας δεν έλεγε τίποτα. Έφευγε για να φέρει δήθεν λίγα τρόφιμα που του τα έδιναν οι χωριανοί του, μα αυτό ήταν καμουφλάζ. Εκείνος έψαχνε για όπλα και βρήκε δύο μάουζερ και εκατό σφαίρες.

Στο Μπρακουμάδι ήρθε πάλι απεσταλμένος του Παπαλεξανδρόπουλου και του είπε να κατέβει στην Πάτρα με την οικογένειά του με έξοδα της οργάνωσης.

Εκείνο το γραφείο, που είχε πάει πρώτη φορά να συναντήσει τον Παπαλεξανδρόπουλο, ήταν ένα στέκι αντιστασιακό, σαν φυτώριο μιας οργάνωσης, που όμως δεν έλεγε τίποτα. Δεν είχε βαρύτητα, ούτε σοβαρότητα. Η μητέρα μου, ο αδελφός μου και εγώ πηγαίναμε σχεδόν καθημερινά εκεί, μας έδιναν χρήματα για τα έξοδά μας. Όπως είπαμε, το χρήμα υπήρχε άφθονο. Ο πατέρας μου όμως ήταν επιφυλακτικός, δεν είχε δώσει ακόμα τη συγκατάθεσή του για την συμμετοχή του σε αυτή την αόρατη οργάνωση. Με τον Ζέρβα διαφώνησαν σε πολλά σημεία και ούτε μια σύσκεψη, που έγινε σε μια σοφίτα κοντά στον Άγιο Ανδρέα, έφερε κάποιο αποτέλεσμα.

Μια μέρα τον βρήκε ο δικηγόρος Πισκοπάκης στο καφενείο του Λειβαδίτη και μίλησαν κάνοντας βόλτες στα κάγκελα της πλατείας. Ο Πισκοπάκης του είπε για μιαν οργάνωση που ήθελε να βρει έναν καλό στρατιωτικό, να του αναθέσει την αρχηγία για να βγουν αντάρτικες ομάδες στο νομό Αχαΐας. Δέχτηκε την πρόταση, συνδέθηκε με άλλους υποψηφίους αντάρτες που είχαν δηλώσει ότι θα τον ακολουθούσαν. Έφυγε αμέσως για τον Ερύμανθο, με το πρωτοπαλικάρι του, τον Νικήτα Πολυκράτη, το μεγάλο του γιο, τον Ανδρέα και πολλούς άλλους. Είχε αξιώσει, πως ο Ερύμανθος θα ήταν δικός του. Αμέσως ειδοποίησε έναν ανιψιό του στο Μπρακουμάδι να κατέβει στην Πάτρα για να μας πάρει. Εκείνος αργότερα μας πήγε στο Καλούσι για περισσότερη ασφάλεια. Πέρασαν περίπου δύο μήνες χωρίς να τον έχω δει. Τον ξαναείδα εκείνο το βράδυ του Ιουλίου, όταν μπήκε στο χωριό με του αντάρτες του, γυρνώντας από τις νικηφόρες μάχες του Λεοντίου, της Χαλανδρίτσας και τόσων άλλων. Εκείνο το μαγικό βράδυ που ιστόρησα στην αρχή του βιβλίου μου.


Η απολογία του πατέρα μου

Στην απολογία του ο πατέρας μου ήταν καταπέλτης. Αναφέρθηκε πρώτα σε όλους τους πολέμους που είχε πάρει μέρος από το 1914, που του έδωσαν όλους τους βαθμούς επ' ανδραγαθία και που τον ανέβασαν στα υψηλά αξιώματα του στρατεύματος, στα πιο μεγάλα παράσημα και στα τραύματά του.

Για την ομάδα Δροσοπούλου είπε, πως χάρηκε όταν έμαθε την ύπαρξή της. Ένας όμως αξιωματικός που τον επισκέφτηκε στο Γρεβενό του πρότεινε να διαλύσουν την ομάδα του Μίχου. Εκείνος τον έδιωξε με οργή και του αρνήθηκε μια τέτοια αντεθνική ενέργεια. Αργότερα συναντήθηκαν με τον Μίχου στη Ρακίτα και έβαλαν τις βάσεις για τη συνεργασία τους και την ίδρυση του 12ου συντάγματος του ΕΛΑΣ. Απαρίθμησα τις νικηφόρες μάχες τους κατά των Ιταλών και των Γερμανών.

Επανέλαβε ότι χάρηκε για την ομάδα Δροσοπούλου κι ενώ έστελνε ένα τάγμα με τον συνταγματάρχη Βούρτση στο Καστρίτσι για να έρθουν σ' επαφή, έγινε η διάλυση της ομάδας από το τάγμα Σφακιανού, που ενήργησε αυθαίρετα χωρίς δική του διαταγή. Και συνέχισε: “Μας κατηγορούν κύριοι δικαστές ότι κάναμε ταξικό αγώνα. Όχι, εμείς κάναμε εθνικοαπελευθερωτικό αγώνα. Οι αντίπαλοί μας έκαναν ταξικό. Όταν πείστηκαν πως το μεγαλύτερο κομμάτι του ελληνικού λαού αγκάλιασε το Ε.Α.Μ., ΕΛΑΣ, όταν το αντάρτικο κίνημα πήρε τέτοιες διαστάσεις, άρχισαν την προπαγάνδα τους πως ήταν κομμουνιστικό. Τότε εμφανίστηκαν μεμονωμένες ομάδες, όχι κύριοι δικαστές για να χτυπήσουν τον εχθρό, αλλά για να διαλύσουν τον ΕΛΑΣ. Όταν είδαν ότι δεν ήταν μπορετό, δε δίστασαν να συνεργαστούν με τους Γερμανούς και συγκρότησαν τα τάγματα ασφαλείας. Τώρα εσείς θα κρίνετε ποιος έκανε ταξικό αγώνα. Αυτοί ή εμείς; Λένε και προσπαθούν να πείσουν τον ελληνικό λαό ότι ο ΕΛΑΣ δεν πολέμησε. Όμως στο σκληρό καιρό της σκλαβιάς, αντιβοούσε όλη η Ελλάδα από τις νικηφόρες μάχες του αντάρτικου του λαού. Όλες οι οργανώσεις του κόσμου του ΕΛΑΣ αναγνωρίζουν για τη μόνη εθνική αντίσταση, όπως του Μ.Α.Κ.Ι. στη Γαλλία και τους Παρτιζάνους στη Γιουγκοσλαβία. Όσο και να προσπαθήσουν οι αντίπαλοί μας, οι νάνοι, δεν θα μπορέσουν να γκρεμίσουν τον Όλυμπο. Είναι αιώνιος και η αδέκαστη ιστορία μετά από πολλά χρόνια θα γράψει για τη δόξα της νεότερης Ελλάδας”. Και τελειώνοντας είπε: “Ο μεγάλος ήρωας της κατοχής είναι ο λαός. Πορευόταν μόνος στην τετράχρονη σκλαβιά. Χτύπαγε τις πόρτες των αρχηγών του Έθνους, τράνταζε τις πύλες της στρατιωτικής ηγεσίας. Αυτοί κώφευαν. Μόνο στις πόρτες του δύσμοιρου λαού είχε απήχηση η βροντερή φωνή του που φώναζε Έλληνες, εμπρός στα άρματα, η πατρίδα σας καλεί να ελευθερώσετε την καταματωμένη γη των προγόνων σας, τη δική σας γη. Και μόνο ο λαός ξεσηκώθηκε στο μεγάλο μήνυμα. Άρπαξε τα όπλα και πήρε τον ανηφορικό δρόμο για τα ελληνικά βουνά και χτύπησε με μανία τον κατακτητή. Μέσα σε αυτή την πορεία ο λαός βαδίζοντας στις σφαγές και τον όλεθρο δε σταμάτησε να κραυγάζει σαν λιοντάρι βρυχόμενο το προαιώνιο σύνθημα του ελληνισμού. Εμπρός, εμπρός. Η πολιτική και στρατιωτική ηγεσία του έθνους μέσα στο λήθαργο που ήταν βυθισμένη δεν άκουγε την προσταγή και περιορίστηκε στην εξωελληνική βοήθεια. Σε αυτούς κύριοι δικαστές απαντάμε ότι η λευτεριά δε χαρίζεται, κατακτάται με αίμα και θυσίες. Γι' αυτά είναι υπεύθυνοι απέναντι του έθνους που βαδίζει και τώρα στην κατάντια, που βρίσκεται η πατρίδα στον όλεθρο και πάλι κραυγάζει με βροντερή φωνή Έλληνες ενωθείτε, όχι άλλοι διχασμοί, η πατρίδα κινδυνεύει, περνάει την πιο δύσκολη καμπή της ιστορίας της. Κύριοι δικαστές, αν χρειάζονται θυσίες, εάν το επιβάλει η πολιτική σκοπιμότητα, εάν οι αντίπαλοί μας θέλουν να κορέσουν το μίσος τους με αίμα για το γεφύρωμα της εθνικής μας ενότητας, τους προσφέρουμε την ψυχή μας, τα στήθη μας πάνω στο βωμό της, φτάνει να είμαστε εμείς τα τελευταία θύματα. Έχω τη συνείδησή μου ήσυχη, ότι εξετέλεσα ενόρκως το καθήκον μου. Εσείς κύριοι δικαστές από της έδρας αυτής γίνετε κήρυκες. Κηρύξετε την εθνική ενότητα, είναι προσταγή του έθνους. Τότε κύριοι δικαστές θα βαδίζουμε μπροστά την πλατιά λεωφόρο για την αναδημιουργία, την ανοικοδόμηση, την πρόοδο και τον πολιτισμό. Τότε θα φτιάξουμε μια Ελλάδα ευνομούμενη, αδιαίρετη, μιαν Ελλάδα δημοκρατική, χαρούμενη και ευτυχισμένη”.

Το ειδικό δικαστήριο των δωσιλόγων εξέδωσε την υπ' αριθμ. 186 απόφαση με την οποία καταδικάστηκαν ο σμήναρχος Μίχου σε ειρκτή 8 ετών, ο συνταγματάρχης Βλάσης Ανδρικόπουλος σε φυλάκιση ποινής 6 ετών, ο Θρασύβουλος Κωνσταντίνου σε πρόσκαιρα δεσμά 12 ετών, τον Καραϊσκάκη σε ειρκτή 7 ετών, ενώ ο Νικήτας Πολυκράτης δικάστηκε ερήμην σε 2ο χρόνια. Ο Σφακιανός Αρετάκης σε ισόβια, ο Σαρδέλης και ο Ψύλλας σε ειρκτή 7 ετών, ο Κατσικόπουλος 15 χρόνια και ο Παπούας σε 2ο χρόνια. Ήταν 20 Μάη του 1946. Θυμάμαι πως όλες οι εφημερίδες της Πάτρας και όλοι οι πατρινοί αγανάκτησαν γι' αυτή την απόφαση, που ήταν τελεσίδικη. Οι καταδικασθέντες δεν είχαν προσφυγή σε ανώτερο δικαστήριο. Έτσι ο πατέρας μου πήρε το δρόμο της φυλακής και αργότερα το δρόμο της εξορίας. Αλλά κανένας από τον πατραϊκό λαό δεν παραδέχτηκε ποτέ πως ο μεγάλος ήρωας των βουνών ήταν δωσίλογος. Έμεινε στις καρδιές τους πάντα ως αδέκαστος μεγάλος πατριώτης, εκείνος που δεν έστερξε να αιματοκυλήσει την ιδιαίτερη πατρίδα του, την Πάτρα.

Αχ αυτές οι μνήμες... δεν με εγκαταλείπουν ποτέ. Θυμάμαι όταν περνούσε η κηδεία του από τους δρόμους της αγαπημένης του πόλης, ο κόσμος στα πεζοδρόμια έκλινε ευλαβικά το κεφάλι στον τελευταίο περίπατο, ενώ έκανε το σταυρό του για την ανάπαυση της ψυχής του.

Και ο καιρός περνούσε... Στο σπίτι είχε πέσει μουγκαμάρα. Κανείς πια δεν γελούσε. Όλοι δυστυχισμένοι ακολουθούσαμε τις ημέρες έτσι για να διαβούν τα έξι χρόνια μέχρι να γυρίσει και πάλι κοντά μας ο πατέρας μου. Η μητέρα μου ένα σωστό ψυχικό κουρέλι, είχε αφεθεί σε μια σιωπή, χωρίς δύναμη ν' αντιδράσει. Ζούσε στον κόσμο της με τη λύπη ζωγραφισμένη στο άλλοτε γελαστό πρόσωπό της. Ο μεγάλος μου αδελφός είχε πάει στρατιώτης και εγώ προσπαθούσα να κρατήσω όρθια την οικογένεια. Έγινα εγώ το στήριγμα της μητέρας μου και του μικρού αδελφού μου, σηκώνοντας ένα πολύ βαρύ σταυρό στους νεανικούς μου ώμους. Πήγαινα στην έβδομη τάξη του οκτατάξιου γυμνασίου, καταβάλλοντας μεγάλη προσπάθεια, υπερπροσπάθεια θα έλεγα, για να τα προφταίνω όλα. Διάβασμα, το συγύρισμα του σπιτιού, την περιποίηση της μητέρας μου, να την γυρίζω από γιατρό σε γιατρό για μια κατά φαντασία αρρώστια της, που στην πραγματικότητα ήταν η κακή της ψυχολογία. Κοιμόμασταν και οι τρεις σ' ένα δωμάτιο. Ευτυχώς, το σπίτι το κρατούσαμε με θυσίες, κάνοντας οικονομία σε άλλες ανάγκες, φαγητό, ρουχισμό ή διασκέδαση. Η περηφάνια μας δεν μας επέτρεπε να ξεπέσουμε σε κάποιο άλλο πιο ταπεινό, που θα υποβίβασε την αξιοπρέπειά μας.

Συχνά, ήταν κάποιες νύχτες που η μητέρα μου με ξυπνούσε να πάω να φέρω γιατρό, γιατί δεν ένιωθε καλά και φοβόταν ότι θα πεθάνει. Δίπλα μας κοιμόταν αμέριμνα ο αδελφός μου, ενώ εγώ έπαιρνα μέσα στη νύχτα τους δρόμους και χτύπαγα κουδούνια, που όμως δεν μου άνοιγε κανείς. Ο φόβος να με πιάσουν οι Χίτες και να με βιάσουν ήταν ορατός και άμεσος. Από χαϊδεμένο και γελαστό κορίτσι είχα μεταλλαχτεί σε μια προβληματισμένη μικρή αγωνίστρια για να κρατάει τις εύθραυστες ισορροπίες και όλες τις ευθύνες που βάραιναν σαν ογκόλιθος τη νεανική μου πλάτη.

Υπήρχε κάποιος θείος, πρωτοξάδελφος του πατέρα μου, πλούσιος βιομήχανος. Στην κατοχή ήταν φίλος με τους Γερμανούς. Κάποτε οι αντάρτες τον είχαν πιάσει σε μια έξοδό του από την Πάτρα με το αυτοκίνητό του. Ήταν πασίγνωστος για τα φιλογερμανικά του αισθήματα και την οικονομική του υποστήριξη για να συγκροτηθούν τα τάγματα ασφαλείας. Τον πήραν λοιπόν στο βουνό για να τον δικάσουν σε λαϊκό δικαστήριο, όπως έκαναν με όλους τους δωσίλογους. Αγνοούσαν βέβαια τη στενή του συγγένεια με τον αρχηγό τους. Εκείνος κρατούσε το δεύτερο επώνυμο που είχαν στο σόι τους, που ήταν ουσιαστικά παρανόμι. Τον έφεραν δεμένο μπροστά στον αρχηγό τους και η έκπληξή τους ήταν μεγάλη. Δεν μπορούσαν να πιστέψουν πως ο Βλάσης Ανδρικόπουλος, ο μεγάλος αγωνιστής της αντίστασης ήταν τόσο στενός συγγενής με αυτόν τον δηλωμένο προδότη και δωσίλογο. Όταν τον πήγαν στο γραφείο του, είπε να τον λύσουν και να τους αφήσουν μόνους. Ήταν ένα κοντό ανθρωπάκι, γνωστός για τα δύο του εργοστάσια. Αυτοδημιούργητος, αλλά όχι πάντα με το σταυρό στο χέρι. Τώρα ήταν και η συνεργασία του με τους Γερμανούς. Αγιαπιόντουσαν σαν ξαδέλφια, όμως ο γέρο Βλάσης δεν τον είχε ποτέ σε μεγάλη εκτίμηση.

Αυτός έτρεμε σύγκορμος. Καταλάβαινε ότι οι αντάρτες θα τον δίκαζαν και θα τον καταδίκαζαν σε θάνατο. Ο αρχηγός ένιωθε ντροπή για τη συγγένεια που έτυχε να έχουν. Όμως αυτός ο πλούσιος δηλωμένος εχθρός του λαού ήταν αίμα του. Τον κοίταξε με ύφος βλοσυρό, υποτιμητικό. “Τι να σου πω, ντρέπομαι και που σε βλέπω” του είπε ο πατέρας μου, “είσαι ένας προδότης της πατρίδας. Εδώ τα δικαστήρια δεν αστειεύονται για κάποιους σαν κι εσένα. Θα σε δικάσουν και θα σε σκοτώσουν κακομοίρη μου. Φοβάσαι, τρέμεις και έχεις δίκιο, εγώ όμως δεν μπορώ να κάνω τίποτα για να σε βοηθήσω”. Εκείνος τον εκλιπαρούσε να του σώσει τη ζωή με όποιο αντάλλαγμα και αν του ζητούσαν. Ο πατέρας μου βέβαια εξάντλησε όλη την επιρροή του για να του σώσει τη ζωή και τα κατάφερε. Όμως τον υποχρέωσε να του υποσχεθεί ότι θα έμενε από εκείνη τη στιγμή μέχρι την απελευθέρωση μακριά από τους Γερμανούς και αλίμονό του αν μάθαινε πως ενισχύει οικονομικά τα τάγματα ασφαλείας. Τον άφησαν ελεύθερο. Ο ξάδελφός του τού είχε σώσει τη ζωή από σίγουρο τουφεκισμό κι ήταν προς τιμή του που δεν τον ξέχασε. Εκείνη την εποχή που τα οικονομικά μας ήταν σε άθλια κατάσταση, μας επισκέφτηκε στο σπίτι. Μας βοήθησε. Κάθε μήνα μας έστελνε χρήματα για το ενοίκιο και για να βολευόμαστε. Επίσης μας υποσχέθηκε πως όταν θα τελείωνα το γυμνάσιο θα μου έβρισκε κάποια δουλειά. Ευτυχώς, δεν ήταν επιλήσμονας. Έλεγε πάντα πως ό,τι και να κάνει για μας είναι λίγα, το ότι ήταν ζωντανός, το χρωστούσε στον ξάδελφό του.


Ο πατέρας μου ελεύθερος

Και αυτό που όλοι ελπίζαμε και περιμέναμε έγινε. Τα πράγματα άλλαξαν προς το καλύτερο. Με ενέργειες του ξαδέλφου του, του θείου Νίκου, κατάφεραν να φέρουν τον πατέρα μου από τα Γιούρα στην Πάτρα. Ήταν πια γέρος και άρρωστος. Οι κακουχίες τεσσάρων χρόνων φυλακής στην εξορία τον είχαν κάνει ερείπιο. Η υγεία του ήταν επισφαλής. Έπρεπε να ζήσει τα τελευταία χρόνια της ζωής του ήσυχα με την οικογένειά του, που τον είχε τόσο ανάγκη. Έτσι τον μετέφεραν προσωρινά στη φυλακή των ανηλίκων στην Πάτρα, λίγο πιο κάτω από τ' αγαπημένα του Ψηλαλώνια. Ήταν για μας υπέρτατη χαρά να τον νιώθουμε κοντά μας, δύο δρόμους πιο κάτω από το σπίτι μας.

Εγώ του πήγαινα το μεσημέρι φαγητό από αυτό που του είχε μαγειρέψει η μητέρα μου. Το απόγευμα τον βλέπαμε στο επισκεπτήριο, του μιλούσαμε. Ο πατέρας μου είχε παντού φίλους, λογής λογής, ήταν πολυσυλλεκτικός, φτάνει να του άρεσε ο άνθρωπος και ας είχε άλλες πεποιθήσεις ή πιστεύω. Τα σεβόταν και τα συζητούσε, ήταν το ερέθισμα για να κάνει διάλογο που τόσο του άρεσε. Επίσης με τις μακροχρόνιες απουσίες του ως στρατιωτικός ή ως αγωνιστής της δημοκρατίας, είχε εγκλιματιστεί στις κακουχίες που ήταν υποχρεωμένος να βιώνει. Δεν παραπονιόταν, ήταν ο πιο βολικός άνθρωπος. Σε κάθε φυλακή που έζησε σχεδόν το 1/3 της ογδοντάχρονης ζωής του, όλοι τον αγαπούσαν. Οι συγκρατούμενοί του τον φρόντιζαν σαν να' ταν πατέρας τους και κείνος με το ανεξάντλητο χιούμορ του, τους διηγείτο τις κάπως σκαμπρόζικες ιστορίες του ή αφηγήσεις από την απέραντη γνώση του στη μυθολογία πολύ παραστατικά, ακόμα τους απάγγελνε ποιήματα με την υπέροχη απαγγελία τους, δικά του και μεγάλων Ελλήνων ποιητών, χωρίς βοήθεια, όλα τα' χε αποστηθίσει. Είχε φοβερή μνήμη. Κάθε βράδυ τους διασκέδαζε σε κάποια αίθουσα υποτίθεται ψυχαγωγίας, κι έκανε διασκεδαστικές της ώρες της νυχτερινής τους ανάπαυλας.

Έτσι και σ' αυτή τη φυλακή δέθηκε και συζήτησε με μάρτυρες του Ιεχωβά, που εκείνη την εποχή του εμφυλίου δεν έπαιρναν όπλα να πολεμήσουν. Τους αποκαλούσαν δειλούς και προδότες και τους φυλάκιζαν για να τους περάσουν στρατοδικείο. Συζήτησε πολύ μαζί τους. Δε συμφωνούσε με την αίρεση που ήταν ταγμένοι, απλά τους άκουγε, ποτέ όμως δεν του πέρασε από το μυαλό να παρεκκλίνει από την ορθόδοξη θρησκεία του. Δεν ξέρω αν πίστευε στον θεό, αυτό δεν το είχαμε συζητήσει, όμως ήταν πιστός οπαδός και θαυμαστής της διδασκαλίας του Χριστού. Άλλωστε με την κοσμοθεωρία του βάδιζε πάντα στη τόσο γεμάτη πορεία του ο πολέμαρχος συνταγματάρχης και αρχηγός της αντίστασης. “Άκουσε παιδί μου” μου είχε πει κάποτε, “επειδή εμείς βρεθήκαμε κάπου στη μέση και που ζούμε κάπως καλά πρέπει να βοηθάμε τους άλλους που το βιοτικό τους επίπεδο είναι χαμηλό, γιατί αυτοί είναι οι πιο πολλοί”. Δεν πήγαινε καθόλου τους πλούσιους, το λαό αγαπούσε και γι' αυτόν αγωνιζόταν. Αν λοιπόν με αυτή τη κοσμοθεωρία πλησίαζε το σοσιαλισμό, τότε ασφαλώς ήταν ένας ιδεαλιστής ρομαντικός κομμουνιστής. Επίσης ήταν φοβερά αντιβασιλικός. Μου έλεγε: “Όλα τα δεινά της πατρίδας μας πηγάζουν από το παλάτι”. Αυτό το κράτησα σε όλη τη ζωή μου. Ήταν το έμβλημά μου.

Εκεί στη φυλακή πήγαινε ένας ιερέας να τους κάνει κήρυγμα. Μελιστάλακτος και πολύ μορφωμένος. Ήταν ο παπάς της ενορίας μας, της Αγίας Βαρβάρας. Ο πατέρας μου μετά το κήρυγμα τους έλεγε σκασμένος στα γέλια: “Οι Ιεχωβάδες κόλλησαν στον τοίχο τον παπά Μήτση”.

Έτσι ήταν πάντα, ωραίος άνθρωπος, ανεξίκακος και αγαπητός σε όλους.

Και περιμέναμε ν' αποφυλακιστεί σε σύντομο χρονικό διάστημα, να γυρίσει στο σπίτι, που τον είχαμε τόσο ανάγκη, να βρει ξανά τις αγαπημένες του συνήθειες, να πάει τη βόλτα του στα ψηλαλώνια, στο καφενείο του Λειβαδίτη, το “κολέγιο” όπως το έλεγαν και όντως ήταν μεγάλο σχολείο. Επιτέλους να ξεκουραστεί. Όμως για να γίνει αυτό έπρεπε να κάνει δήλωση μετανοίας, ν' αποκηρύξει τις ιδέες του, τα πιστεύω του σε μια κόλλα χαρτί. Μα ήταν αμετάπειστος. Τον πείσαμε όμως να κάνει το χατήρι μας, και πιο πολύ η μητέρα μου. Και νόμισαν οι ανόητοι πως με τον τρόπο αυτό τον έκαναν δικό τους. Πλάνη μεγάλη. Ο μεγάλος μου πατέρας έμεινε σταθερός στις πεποιθήσεις του, ακλόνητος, ίδιος Ολύμπιος, αιώνιος και ασάλευτος.

Οι αναπολήσεις με τον πατέρα μου με ανεβάζουν στα ύψη ενός καθάριου ουρανού, έχουν εγκατασταθεί μέσα μου για να διαμορφώσουν το ισόβιο καλούπι μου. Αλλά μου είναι περίεργο που δε θυμάμαι την ακριβή ημερομηνία της αποφυλάκισης του πατέρα μου. Ήταν σίγουρα το 1950 ίσως Μάρτιο μήνα. Μια μέρα ηλιόχαρη, γιορτή αναστάσιμη για όλη την οικογένεια. Πήγε να τον πάρει ο αδελφός μου, ο Χρίστος, για να τον φέρει στο σπίτι. Με τα λίγα πραγματάκια του, πάτησε το σκαλί της πόρτας της τελευταίας φυλακής του. Ο Χρίστος του είπε να πάρουν ταξί, αλλά εκείνος ήθελε να περπατήσει στους δρόμους της αγαπημένης του πόλης, να περάσει από τα Ψηλαλώνια.

Όλη η οικογένεια και πολλοί συγγενείς τον περιμέναμε με ανοιχτές αγκαλιές. Στην πόρτα ήταν η μητέρα μου και εγώ και στο μακρύ διάδρομο όλοι οι άλλοι. Δεν μπορώ να θυμηθώ τα αισθήματα που με διακατείχαν. Ο πατέρας μου θα κοιμόταν με τη μητέρα μου, θα τρώγαμε όλοι μαζί και πάλι στο μεγάλο οικογενειακό τραπέζι γύρω του χαρούμενοι. Θα έκανε το μπάνιο του και καθαρός, χαλαρωμένος θα ξάπλωνε στην πολυθρόνα του, καπνίζοντας ηδονικά το αιώνιο τσιμπούκι του με την μακαριότητα που του έδινε η ελευθερία του. Μετά την τόσο χαρούμενη ένταση, θυμάμαι πως όταν έπεσα στο κρεβάτι μου κοιμήθηκα αμέσως. Μα ξυπνούσα κάθε λίγο, αναλογιζόμουν πως ο γλυκός μου πατέρας ήταν κάτω από την ίδια στέγη με μένα, χαμογελούσα και ξανακοιμόμουν ήσυχη και ευτυχισμένη. Το πρωί θα τον ξανάβλεπα, θα τον αγκάλιαζα και θα τον φιλούσα. Τι πιο μεγάλη χαρά...Ναι, είχα πολλά χρόνια να κοιμηθώ νιώθοντας την ασφάλεια που μου έδινε με την παρουσία του.


Ο γέρο αετός κρατιόταν γερά...

Ο γέρο αετός κρατιόταν ακόμα γερά, το μυαλό του κοφτερό και το μάτι του αετίσιο. Ο γέρο Βλάσης δεν είχε καταθέσει τα όπλα, δεν το έκανε ποτέ, μόνο τις τελευταίες ημέρες της ζωής του. Τώρα, λοιπόν, ήταν η πολιτική, δεν είχε γίνει απόμαχος. Δούλευε με όλες τις δυνάμεις που του είχαν απομείνει, που ήταν γιγάντιες για την ηλικία του, για την ιδέα και την πραγμάτωση της δημοκρατίας, που εκείνο το καιρό ήταν ακρωτηριασμένη. Σαν τον καλό δικηγόρο που χάνει πρωτόδικα μιαν υπόθεση και αγωνίζεται να την κερδίσει σε Άρειο Πάγο ή όπως ένας στρατηγός που ηττάται σε μια μάχη αλλά ξαναπολεμάει για να κερδίσει τον πόλεμο.

Όταν αποφυλακίστηκε στο σπίτι μας ερχόταν κάθε εβδομάδα ένας ωραίος κύριος με πανέμορφα μάτια. Κάτι, κάποιον μου θύμιζε, μα δεν μπορούσα να το προσδιορίσω. Μου ήταν αόριστα γνώριμος, σαν να τον είχα δει στο βουνό. Έμοιαζε με αερικό να' ρχεται από το πουθενά. Τον περνούσα να καθίσει στο σαλόνι, του έφτιαχνα καφέ. Με τον πατέρα μου μένανε πολλές ώρες μόνοι τους και συζητούσαν. Όταν έφυγε μια μέρα αυτός ο αόριστα γνώριμος, ρώτησα τον πατέρα μου ποιος ήταν και πως κάποιον μου θύμιζε. “Κρατάς μυστικό;” με ρώτησε γελαστός. Περιττή η ερώτηση, ήταν βέβαιος για την εχεμύθειά μου. “Είναι ο Ωρίωνας, ο μεγάλος καπετάνιος του αντάρτικου, πολιτικός καθοδηγητής του κόμματος”. Έμεινα άφωνη, πώς ήταν δυνατόν να τον αναγνωρίσω; Στο βουνό είχε τη γενειάδα που του σκέπαζε το μισό πρόσωπο και μόνο τα υπέροχα γαλανά του μάτια κάτι μου θύμιζαν. Τον μάλωσα, του είπα πως αυτά έπρεπε να τα ξεχάσει, να ξεκουραστεί, ότι τα πόδια του δεν τον κρατούσαν όπως παλιά. “Σωσώ μου, τα δέντρα πεθαίνουν όρθια” γύρισε και μου είπε, θυμίζοντάς μου τον τίτλο του βιβλίου του Κασόνα, “πεθαίνουν όρθια”, και άνοιξε την πόρτα κι έφυγε. Περπατούσε αργά με το μπαστούνι του, σέρνοντας τα ποδαράκια του. Πήγαινε να δώσει τη γραμμή του κόμματος στους άλλους συντρόφους του.

Ήταν δύσκολοι εκείνοι οι καιροί μετά τον εμφύλιο. Δίκαζαν τους κομμουνιστές ως κατασκόπους. Είχε γίνει μεγάλος σάλος με τη δίκη του Μανόλη Γλέζου και με την καταδίκη του μεγάλου αυτού ήρωα, αυτού που τόλμησε να κατεβάσει μαζί με τον άλλο ήρωα, τον Σάντα τη γερμανική σημαία με τη σβάστικα από την Ακρόπολη και να υψώσει τη γαλανόλευκη.

Εκείνη λοιπόν τη χρονιά (1958) υπήρχε μεγάλη κρίση στην Ε.Ρ.Ε. Στις 5 του Μάρτη αφού έγινε νέα προσαγωγή στο εκλογικό σύστημα, οι εξελίξεις ήταν ραγδαίες. Ο Καραμανλής έχασε πολλά σημαίνοντα στελέχη του, μεταξύ αυτών, τον Ράλλη, τον Παπαληγούρα, στο σύνολο δεκαπέντε βουλευτές και την εμπιστοσύνη της βουλής. Αναγκάστηκε να παραιτηθεί. Έσπευσαν να βοηθήσουν ο Παπαπολίτης με δεκατέσσερις βουλευτές, αυτός δεν δέχτηκε και προκήρυξε εθνικές εκλογές για τις 11 του Μάη του 1958.

Τότε το κομμουνιστικό κόμμα ήταν στην παρανομία. Όλοι οι αριστεροί είχαν συσπειρωθεί στην Ενιαία Δημοκρατική Αριστερά (Ε.Δ.Α.) που την είχε ιδρύσει ο Ηλίας Ηλιού, ο Νέστορας της ελληνικής βουλής, όπως τον αποκαλούσαν. Οι εκλογές έγιναν μέσα σε πρωτοφανείς συνθήκες βίας και τρομοκρατίας. Οι παρακρατικοί μηχανισμοί δρούσαν ασύδοτοι σ' όλη τη χώρα τρομοκρατώντας τους ψηφοφόρους και οπαδούς της Ε.Δ.Α. και του Κ.Κ.Ε.

Η Ε.Δ.Α. τίμησε τον πατέρα μου και τον συμπεριέλαβε στο ψηφοδέλτιο του νομού Αχαΐας. Ίσως ήθελε να βγει βουλευτής για την καταξίωσή του. Μα, ήταν γέρος και άρρωστος και δόθηκε γραμμή λοιπόν από το κόμμα να μην υπερψηφιστεί. Καθόλου δεν τον πίκρανε που δεν βγήκε ή δεν το έδειξε. Μεγάλη του χαρά γι' αυτόν ήταν η άνοδος του κόμματός του. Σε κείνες τις εκλογές η Ε.Δ.Α. βγήκε δεύτερο κόμμα με 24,42% με 79 έδρες. Ήταν 11 Μάη του 1958, οκτώ μέρες πριν γεννηθεί η μικρή μου κόρη, το μαγιόπουλό μου.

Τον πατέρα μου όλοι τον ήθελαν πλάι τους στους εκλογικούς αγώνες. Είχε πολύ επιρροή στον πατραϊκό λαό. Τον αγαπούσαν και τον σέβονταν. Όταν έβαλε ως υποψήφιος δήμαρχος ο ξαδελφός του ο Νίκος Βέτσος, τού ζήτησε τους δικούς του ψήφους, να τον βοηθήσει στην προεκλογική τους καμπάνια. Όμως ο πατέρας μου του δήλωσε πως θα του δώσει τους δεξιούς φίλους του, γιατί είχε και τέτοιους, υπήρχαν δεξιοί από το στρατιωτικό του σινάφι που τους επηρέαζε ο γερο Βλάσης. Τους αριστερούς ψηφοφόρους τους, θα τους έδινε στον ομοϊδεάτη του υποψήφιο.

Βέβαια ο Νίκος Βέτσος εξελέγη δήμαρχος Πατρέων. Ο λαός τον τίμησε ως καλό δήμαρχο γιατί είχε διατελέσει σε αυτό το αξίωμα διορισμένος από την κυβέρνηση και εργάστηκε πολύ για να γίνει η Πάτρα μια πόλη σύγχρονη, καθαρή και πολιτισμένη χωρίς να παίρνει ποτέ το μισθό του. Σε κείνες τις δημοτικές εκλογές στις 5 του Απρίλη του 1959 επικράτησαν στους περισσότερους δήμους αριστεροί υποψήφιοι. Όμως την επόμενη τετραετία ο Νίκος Βέτσος έχασε. Ο λαός τίμησε τον αγωνιστή της αντίστασης, το λαοφιλή Θρασύβουλο Κωνσταντίνου με την ψήφο τους για το αξίωμα του δημάρχου. Όμως λίγο πριν οι σύμβουλοι συνέλθουν, σύμφωνα με το νόμο να εκλέξουν δήμαρχο Πατρέων, πέθανε ξαφνικά από καρδιακή εμβολή. Τότε ανακηρύχθηκε δήμαρχος ο Θεόδωρος Άννινος ως πρώτος πλειοψηφήσας σύμβουλος. Βέβαια ο πατέρας μου δεν τον πρόλαβε, είχε πεθάνει το 1961.


Οι χαμηλές πτήσεις του γέρου Αετού

Σιγά σιγά ο γερο Αετός άρχισε να χάνει τη δύναμή του. Οι φτερούγες του μαδούσαν, τα πόδια του δεν ήταν πια δυνατά. Έφευγε να πάει στο αγαπημένο του στέκι, στο καφενείο του Λειβαδίτη, μια απόσταση διακόσια, τριακόσια μέτρα και κατρακυλούσε. Ο εγκέφαλός του δεν μπορούσε να ελέγξει τα βήματά του. Πολλές φορές τον έφερναν φίλοι του κρατώντας τον, που μας μάλωναν γιατί τον αφήναμε να κυκλοφορεί μόνος του. Ήταν η αρχή του τέλους. Πάρκινσον με ραγδαίες εξελίξεις. Το 1960 αποφασίσαμε να μετακομίσουμε σε άλλο σπίτι, πιο καλό, λίγο πιο κάτω από τα ψηλαλώνια. Έτσι κι αλλιώς δεν μπορούσε να πάει μόνος του τον αγαπημένο του περίπατο. Τον πηγαίναμε με ταξί. Ένας μαρασμός τον κατέτρωγε μέσα του. Είχε στερηθεί τις μικρές χαρές κάθε γέρου, που αυτές αντλεί σ' αυτή την ηλικία την αισιοδοξία, τη λίγη λανθάνουσα ευτυχία. Του έλειπε η κουβεντούλα του εκεί στο καφενείο με τους φίλους του και τους παλιούς συναγωνιστές, καπνίζοντας μακάρια το τσιμπούκι του. Του είχε λείψει ο περίπατος με τις κόρες μου, τις εγγονούλες του στην πλατεία να παίξουν, να δίνει στη μικρή μου το κουλούρι να το βουτάει στον καφέ του και να τις φέρνει το μεσημέρι ικανοποιημένος, λέγοντάς μου: “Πάρτες να τις πλύνεις, είναι κουρασμένες, έπαιξαν με την ψυχή τους”.

Καταλάβαινα πως ημέρα με την ημέρα ο γερο Αετός έκανε όλο και πιο χαμηλές κυκλικές πτήσεις, έτοιμος να πέσει και να τσακιστεί. Αρνιόμουν να το πιστέψω. Όταν ήμουν έξω από το δωμάτιό του έκλαιγα, μα έμπαινα μέσα γελαστή. “Αχ μωρέ Σωσώ” μου έλεγε, “όλο μπλέκεις με τις δουλειές και με ξεχνάς. Ούτε μισαδάκι δεν έρχεται να μου ανάψεις”. Όταν έλεγε “μισαδάκι” εννοούσε το μισό τσιγάρο που του δίναμε να πάρει δύο ρουφηξιές. “Το θέλω...” μου έλεγε εμπιστευτικά, “αν το σιχαθώ θα είναι το τέλος μου”.

Όσο ήταν κλινήρης είχαν περάσει από το σπίτι μας να τον εξετάσουν όλοι οι γιατροί της Πάτρας. Δεν δέχονταν να πληρωθούν, το έκαναν από αγάπη και σεβασμό στον αγαπημένο τους ήρωα, το γέρο Βλάση. Ο Θρασύβουλος Κωνσταντίνου ερχόταν να τον επισκεφτεί κάθε μέρα, να του δίνει κουράγιο πως αν κάποτε χρειαστεί θα είναι και πάλι στις επάλξεις για νέους αγώνες, για νέες νικηφόρες μάχες. Οι φίλοι του και συναγωνιστές του που τον επισκέπτονταν έφευγαν λυπημένοι, συντριμμένοι που έβλεπαν το υπόλοιπο του γενναίου άντρα, ενός μεγάλου στρατηλάτη στη ράχη του ουγγαρέζικου ντορή, να' χει γίνει ένα άσαρκο κορμάκι, που βολόδερνε μισό στο κρεβάτι απ' τους πόνους στα κοκαλάκια του γιατί μόνο αυτά του είχαν απομείνει.

Η αδελφή μου και εγώ τον αλλάζαμε, τον πλέναμε και τον σηκώναμε αγκαλιά να τον απιθώσουμε στο κρεβάτι της μητέρας μας. Του τραβάγαμε τις κουρτίνες, τον βάζαμε καθιστό, στηριγμένο με τα μαξιλάρια για να δει λίγο έξω κόσμο απ' το παράθυρο. Όχι, δεν είχε καρκίνο, μα όλα του τα ζωτικά του όργανα από τις ταλαιπωρίες και την κακή διατροφή στην εξορία, είχαν γίνει σμπαράλια. Το μυαλό του όμως δούλευε σαν καλοκουρδισμένο ρολόι. Καταλάβαινε πως το τέλος της ζωής του ήταν πολύ κοντά. Ποτέ δεν μου είχε πει “θα πεθάνω”, δεν ήθελε να μου προδιαγράψει το μοιραίο, μα ούτε και να με λυπήσει.

Ο γερο Αετός υπήρξε ένας τυχερός σύζυγος και πατέρας. Έκανε δυο γάμους ευτυχισμένους, με δύο υπέροχες γυναίκες, απόχτησε πολλά παιδιά, που τον λάτρευαν, χωρίς να είναι πιεστικός, τον σέβονταν. Με ψυχραιμία αντιμετώπιζε τις καταστάσεις και τις χαρακτήριζε επιγραμματικά. Ένας θυμόσοφος, ένα ανοιχτόμυαλος άνθρωπος. Το ρητό Τα πάντα ρει του Ηράκλειτου είχε πάντα ως έμβλημά του. Η φιλοσοφία του ήταν πως ο κόσμος προχωράει καλώς ή κακώς, κυλάει όπως ένα μεγάλο ποτάμι, που τίποτα δεν μπορεί να το γυρίσει πίσω ή να σταματήσει την ροή του. Ήταν ένας βαθύς δημοκράτης, πρώτος στην οικογένειά του, δεν μπορούσε να' ταν αλλιώς. Σε μένα ανοιγόταν για να μπορώ να εκφράζω ελεύθερα τις απόψεις μου. Θυμάμαι, ήθελε να του λέω τα ερωτικά μου μυστικά για να μπορεί να με συμβουλεύει. Εγώ όμως σιωπούσα, τον σεβόμουν πολύ, κατέβαζα τα μάτια μου στο διεισδυτικό του βλέμμα, το γεμάτο κατανόηση, έτοιμος ν' ακούσει τις εξομολογήσεις μου. Μα εκείνος καταλάβαινε πολλά...

Τα παιδιά του τού χάρισαν κι αυτά απογόνους, αγόρια και κορίτσια. Μια μεγάλη γκάμα επιγόνων. Είχε γεμίσει το σόι με Βλάσιδες, που είχαν επίγνωση τι μεγάλο όνομα κουβαλούσαν. Ένας από αυτούς, ο γιος του μεγάλου μου αδελφού Νικοφόρου, έγινε αξιωματικός της αεροπορίας. Υποσμηναγός ιπτάμενος, μεγάλο παλικάρι, μέλος της στρατιωτικής οικογένειας, που τόσα πολλά είχε προσφέρει ο ένδοξος παππούς του. Η αδελφή μας η Κική, δύο εγγονούς, τον Γιάννη και τον Βλάση. Ο άλλος Βλάσης, ο γιος του αδελφού μου Αντρέα, όταν πήγε στρατιώτης, τον κάλεσαν στη διοίκηση του συντάγματος που υπηρετούσε, να του πουν πως θα' χε δυσμενή μεταχείριση λόγω του ονόματός του. Τότε εκείνος τους απάντησε: “Κάνετε ό,τι νομίζετε. Εμένα με λένε Βλάση Ανδρικόπουλο, αν το όνομά μου σας ενοχλεί για μένα που το φέρω είναι μεγάλη τιμή”. Ο μικρός μας αδελφός Χρίστος του χάρισε ένα γιο και ένα κορίτσι. Εγώ, η Σωσώ του χάρισα δυο κοριτσάκια, τις λατρευτές του εγγονούλες που ευτύχισε να μεγαλώσει, τη τελευταία του μεγάλη χαρά της τόσο μεστής ζωής του.

Υπήρχαν όμως και οι θλιβερές ενέργειες που έπρεπε να γίνουν. Να βρεθεί ένα κομμάτι γης να εναποθέσουμε τον άψυχο σώμα του γερο Αετού. Θα έπεφτε από τα ψηλά, από τα ουράνια και θα έπρεπε να βρει χώμα ελαφρύ, αντάξιο με τη μεγάλη του πτήση. Να πέσει σε μια περίοπτη θέση, να βλέπουν όλοι που αναπαύεται ο μεγάλος αυτός αγωνιστής. Αυτό το θλιβερό καθήκον το αναλάβαμε ο αδελφός μου Χρίστος και εγώ. Θέλαμε να ταφεί για τον αιώνιο ύπνο του στο πρώτο νεκροταφείο, εκεί που του ταίριαζε. Πηγαίναμε λοιπόν κάθε απόγευμα για να βρούμε τον τόπο, που θα τον αγκάλιαζε με αξιοπρέπεια και στοργή. Ψάξαμε και τελικά βρήκαμε ό,τι καλύτερο. Τάφο στην κεντρική αλέα, πάνω ακριβώς από την εκκλησία. Ήταν αζήτητος και ο διευθυντής του νεκροταφείου μας είπε πως αν δώσει τη συγκατάθεσή του ο δήμαρχος μπορούσαμε να τον αγοράσουμε. Εκείνη την εποχή ήταν δήμαρχος ο Νίκος Βέτσος, ο ξαδελφός του, και βέβαια δεν είχε καμιά αντίρρηση. Ανακουφιστήκαμε, ο γέρο Βλάσης είχε βρει τη θέση που του άξιζε. Ήταν σαν μια ανταπόδοση ευγνωμοσύνης στον μεγάλο εραστή της πόλης που την απελευθέρωσε από τους Γερμανούς και για τη σωτηρία της από το αιματοκύλισμα. Του το χρωστούσε...

Ο πατέρας μου μέρα τη μέρα έφευγε από κοντά μας. Τις τελευταίες ήταν σε καταστολή, όταν η μητέρα μου και η αδελφή μου αποφάσισαν να φέρουν παπά να τον κοινωνήσει. Ο ιερέας της ενορίας, ένας μονολιθικός ιεροεξεταστής που νόμιζε πως έκανε την μεταλαβιά της ζωής του, σ' έναν άγιο άνθρωπο, που δεν καταλάβαινε τίποτα έτσι όπως ήταν βυθισμένος, λέγοντας πότε πότε ακατάληπτες λέξεις, αυτός λοιπόν ο ρασοφόρος θέλησε να τον εξομολογήσει πριν τη θεία κοινωνία. Τον ρωτούσε αν έσφαξε ανθρώπους ή εχθρούς στον πόλεμο, κι αν αισθανόταν καθαρός να μεταλάβει. Φυσικά, δεν έπαιρνε καμιά απάντηση. Στο τέλος τον ρώτησε στυγνός και κυνικός. “Πες μου τουλάχιστον αν πιστεύεις στον Θεό”. Τον έπαιρνε για άθεο επειδή ήταν αριστερός. Ο πατέρας μου, ίσως σε κάποια αναλαμπή του απάντησε άγρια: “Ναι, παπά μου, πιστεύω στο θεό...”. Εγώ, που ήμουν έξω απ' το δωμάτιο, ήμουν έτοιμη να μπω μέσα να τον διώξω. Τον είχαν φέρει για να πάρει ο πατέρας μου από τον αντιπρόσωπο, υποτίθεται, του θεού την ηρεμία, κι αυτός το μόνο που κατάφερε ήταν να τον εξαγριώσει. Τον μίσησα και δεν ξαναπάτησα το πόδι μου στην εκκλησία της ενορίας μας. Από κείνη τη στιγμή, ο αετός βυθίστηκε στο κενό. Σ' ένα κώμα που κράτησε τρία μερόνυχτα, τα τελευταία της ζωής του.

Ήταν δέκα και τέταρτο εκείνης της νύχτας της 21ης Ιούλη του 1961 όταν βγήκα απ' την κρεβατοκάμαρα. Είχα κοιμίσει τα παιδιά και ίσως να με είχε πάρει και μένα ο ύπνος απ' την κούραση όλης της ημέρας. Έτσι ντυμένη καθώς ήμουν με ζαρωμένο το φουστάνι μου, ζαλισμένη από το λίγο ύπνο, κατάλαβα πως κάτι είχε συμβεί. Στο σπίτι είχε πέσει μια πνιχτή βουβαμάρα, που προδιέθετε σε κάτι κακό. Στην αυλή που ήταν στο βάθος είδα τον αδελφό μου τον Ανδρέα με το κεφάλι ακουμπισμένο στο κορμό της κληματαριάς που χώριζε την αυλή από ένα μικρό κήπο. Το σώμα του τρανταζόταν από βουβούς λυγμούς. Τον πλησίασα. Ήταν και άλλοι στην αυλή που κάθονταν κυκλικά. Ήταν Ιούλιος και η ζέστη αισθητή και όλοι αυτοί οι συγγενείς που μας παραστέκονταν είχαν βγει έξω για λίγη δροσιά. Ζύγωσα τον αδελφό μου, εκείνος γύρισε προς την μεριά μου, με κοίταξε και με αγκάλιασε σφιχτά. Τώρα έβλεπα καθαρά πως απ' τα μάτια του έτρεχαν ακατάσχετα δάκρυα. “Τον χάσαμε αδελφούλα” μου είπε ανάμεσα στους λυγμούς του, “ο πατέρας μας πέθανε”. Μείναμε έτσι αγκαλιασμένοι να κλαίμε πολλή ώρα.

Ποτέ δε συγχώρησα στον εαυτό μου που ο λατρευτός μου πατέρας έσβησε ενώ εγώ κοιμόμουν. Που πέταξε η ψυχούλα του στην αιωνιότητα χωρίς να είμαι εγώ εκεί. Παρομοίαζα τον εαυτό μου με τους μαθητές του Χριστού, που κοιμήθηκαν στον κήπο της Γεσθημανής, την ώρα που Εκείνος παρακαλούσε τον Πατέρα του να μη πιει το πικρό ποτήρι της σταύρωσης του.

Όσα χρόνια κι αν έχουν περάσει ακόμα δεν έχω ξεπεράσει το θάνατο των γονιών μου, θα μου μείνει μέχρι να πεθάνω. Όμως δεν θέλω να πάθουν το ίδιο τα παιδιά μου με το δικό μου θάνατο. Επιθυμώ να με ξεχάσουν γρήγορα, να βάλουν μια τελεία και μια μεγάλη παύλα και να πουν: “Η μητέρα μας έφυγε σε μεγάλο ταξίδι και δε θα ξαναγυρίσει. Εμείς όμως πρέπει να προχωρήσουμε χωρίς αυτή. Η ζωή συνεχίζεται...”


Η τελευταία πράξη

Τα γεγονότα της επόμενης μέρας του θανάτου του πατέρα μου, την ημέρα της κηδείας, ήταν τραγικά.

Είχαν έρθει να παραστούν σ' αυτήν οι παλιοί του συναγωνιστές. Η Ε.Δ.Α. είχε στείλει ένα κλιμάκιο ως αντιπροσωπία με υψηλόβαθμα στελέχη, για να συνοδέψουν το μεγάλο αγωνιστή στην τελευταία του κατοικία. Επικεφαλής ήταν ο αντισμήναρχος Μίχου, που μαζί είχαν δώσει τόσες νικηφόρες μάχες στο αντάρτικο, να πει δυο λόγια για τη δράση του, τον επικήδειο όπως τον λένε.

Η κηδεία πέρασε από τους κεντρικούς δρόμους της Πάτρας, για να κάνει την τελευταία του βόλτα ο εραστής της, που τόσο την αγάπησε, που την έζησε έντονα, που την προστάτεψε από το αιματοκύλισμα και μαζί της τον κόσμο που την κατοικούσε. Ο λαός της που τόσο αγάπησε είχε πιάσει τα πεζοδρόμια να τον αποχαιρετήσουν θλιμμένοι για το χαμό του.

Δυστυχώς, όμως, η αστυνομία μετέτρεψε το ιερό ξόδι του πατέρα μου σε μια οργανωμένη αστυνομική επιχείρηση και στην εκκλησιά κατά τη νεκρώσιμη ακολουθία δεν επέτρεψε να ακουστεί ούτε λέξη για τη μεγάλη πατριωτική του δράση. Μόνο ο Μίχου στον τελευταίο χαιρετισμό τού είπε ενώ έσκυβε να τον φιλήσει στο μέτωπο: “Αναπαύσου εν ειρήνη αγαπημένε μου φίλε και συναγωνιστή”. Κατά τον ενταφιασμό του δεν κράτησε και φώναξε δυνατά: “Συναγωνιστή γέρο Βλάση, στο καλό, ΜΕΓΑΛΕ ΠΑΤΡΙΩΤΗ”.

Οι ήρωες που κοιμούνται τον αιώνιο ύπνο τους, τελικά, έχουν τη δόξα ως την αιωνιότητα. Αλίμονο σε κείνους που ποτέ δεν την πλησίασαν, στους δειλούς, στους μικρόψυχους, στους ψευτοπαλικαράδες. που απαγόρευσαν ν' ακουστούν δύο λόγια από τους συναγωνιστές του. Δεν θα τους συγχωρέσω ποτέ.

Μ' αυτό το βιβλίο νιώθω πως έδωσα την τελευταία πράξη μου στο μνήμα του πατέρα μου, πως τον κήδεψα με την τιμή που του άρμοζε, πως εγώ του είπα τον επικήδειο. Άλλωστε το είχα ορκιστεί.

Τώρα πια όποτε θα κοιτώ ψηλά στον ουρανό θα ξέρω πως ο Βλάσης Ανδρικόπουλος, ο αγωνιστής και ο πατριώτης θα είναι κάπου εκεί και θα μου γνέφει πατρικά με την αγάπη του, στέλνοντάς μου απ' το δικό του αστέρι την ευχή του.












Συνέβησαν έτσι...!




ο ύμνος του ΕΛΑΣ








Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου