Δε ζυγιάζω, δε μετρώ, δε βολεύομαι! Ακολουθώ το βαθύ μου χτυποκάρδι...

Νίκος Καζαντζάκης, Ασκητική


Παρασκευή 27 Μαρτίου 2015

Μυρτιώτισσα μία απ΄τις σημαντικότερες γυναικείες φυσιογνωμίες στο χώρο της νεοελληνικής ποίησης

Τα βήματα, τα βήματά σου
τα γνώριμα τ’ αγαπημένα που είναι χαμένα.
Έχω ποθήσει τη μιλιά σου,
τα μάτια σου, τα δυο σου χέρια.
Κι έχω διψάσει τα φιλιά σου
και πια με σφάζουνε μαχαίρια.
Σαν θυμηθώ τα βήματά σου,
καίγονται ξαφνικά τ’ αστέρια.
Βρίσκομαι μες την αγκαλιά σου.
Τα βήματα, τα βήματά σου.
Τα βήματα, τα βήματά σου,
μες τα όνειρά μου τρομαγμένα,
φτάνουν σε μένα.
Έχω ξεχάσει τη μιλιά σου,
τα μάτια σου, τα δυο σου χέρια.
Κι έχω διψάσει τα φιλιά σου
και πια με σφάζουνε μαχαίρια.
Σαν θυμηθώ τα βήματά σου,
καίγονται ξαφνικά τ’ αστέρια.
Βρίσκομαι μες την αγκαλιά σου.
Τα βήματα, τα βήματά σου.


Η Θεώνη Δρακοπούλου (1885- 4 Αυγούστου 1968) ήταν ηθοποιός και ποιήτρια, γνωστή και με το ψευδώνυμο Μυρτιώτισσα.
Βιογραφία
Γεννήθηκε στην Κωνσταντινούπολη το 1885, στο προάστιο Μπεμπέκι. Ο πατέρας της, Αριστομένης Δρακόπουλος, ήταν γιος της Θεώνης Καλαμογδάρτη και εγγονός του Ανδρέα Καλαμογδάρτη, γόνου αρχοντικής Πατρινής οικογένειας. Υπηρετούσε στην Κωνσταντινούπολη ως πρώτος διερμηνέας της Ελληνικής Πρεσβείας κι είχε την καλλιέργεια αλλά και όλα τα μέσα και να προσφέρει στην κόρη του τη μόρφωση που απαιτούσε η πρώιμη καλλιτεχνική της ιδιοσυγκρασία. Έξι χρόνια μετά τη γέννηση της Θεώνης, ο πατέρας της διορίστηκε γενικός πρόξενος της Ελλάδας στην τουρκοκρατούμενη τότε Κρήτη, όπου μετακόμισε μαζί με την οικογένειά του. Μετά από παραμονή δυο χρόνων στο νησί εγκαταστάθηκαν οριστικά στην Αθήνα, όπου η Θεώνη φοίτησε στην δραματική Σχολή Χιλλ της Πλάκας. Από μαθητική ηλικία είχε κλίση προς την ποίηση και το θέατρο. Πήρε μέρος σε ερασιτεχνικές παραστάσεις αρχαίου δράματος, παρακολούθησε μαθήματα στη Βασιλική Δραματική Σχολή Εθνικού Θεάτρου. Ως ηθοποιός εμφανίστηκε από τη "Νέα Σκηνή" του Κωνσταντίνου Χρηστομάνου. Το 1904 έλαβε μέρος στη παράσταση της "Αντιγόνης" του Σοφοκλή κι έπαιξε επίσης στο Δημοτικό και το Εθνικό Θέατρο. Αναγκάστηκε ωστόσο να διακόψει τη θεατρική της σταδιοδρομία, λόγω αντίδρασης της οικογένειάς της. Παντρεύτηκε το Σπυρίδωνα Παππά, που ήταν τον ξάδελφό της, και εγκαταστάθηκε μαζί του στο Παρίσι όπου συνέχισε τις δραματικές σπουδές στην Κρατική Δραματική Σχολή. Γράφει η ίδια:
[....] Λάβαινα μέρος εδώ κι εκεί σε κάτι ερασιτεχνικές παραστάσεις αρχαίων δραμάτων κι αργότερα πάλι σε καλύτερο και καλλιτεχνικότερο επίπεδο με τον καταπληχτικό Χρηστομάνο. Λέγανε πως είχα ταλέντο, μα δε μ’ άφησαν να το καλλιεργήσω. Έπειτα βιαστικά, σα να με είχαν πάρει τα χρόνια, με πάντρεψαν. Είναι ωστόσο βέβαιο πως εγώ προετοίμασα στο γιο μου το δρόμο που τον πέρασε αργότερα τόσο θριαμβευτικά, γιατί ως την ώρα που τον γέννησα, το μόνο πράγμα που μ’ απασχολούσε, το μόνο που πρόσεξα στο Παρίσι, σε κείνη τη μεγαλούπολη που πήγα μετά το γάμο μου, ήταν το θέατρο. Ο γάμος μου στάθηκε άτυχος. Εγώ η ίδια δέχτηκα να παντρευτώ έναν ξάδερφό μου που είχε έρθει τότε απ’ το Παρίσι για να μας δει και τον προτίμησα απ’ όλους τους νέους που γνώριζα. Δεν τον αγάπησα, όμως έλεγα πως το συγγενικό μας αίμα θα έσμιγε σιγά σιγά και τις ψυχές μας. Είχα άδικο. Όσο καλός κι αν ήταν, ευγενικός, μορφωμένος, όσο κι αν αγάπησε και φρόντισε κι αυτός όπως μπορούσε για τη μόρφωση του παιδιού μας, στο βάθος έμεινε ξένος για μένα. Αγαπούσε ωστόσο κι αυτός πολύ το θέατρο και με βοήθησε στο Παρίσι να πηγαίνω και ν’ ακούω τα μαθήματα που έδιναν φτασμένοι ηθοποιοί στην επίσημη Δραματική Σχολή του Κράτους. Οι καλύτερές μου ώρες ήταν εκείνες που περνούσα σ’ εκείνη την αίθουσα.


Έρωτας τάχα
Έρωτας τάχα να ‘ν’ αυτό
που έτσι με κάνει να ποθώ
τη συντροφιά σου,
που σαν βραδιάζει, τριγυρνώ
τα φωτισμένα για να δω
παράθυρά σου;
Έρωτας να ‘ναι η σιωπή
που όταν σε βλέπω, μου το κλείνεις
σφιχτά το στόμα,
που κι όταν μείνω μοναχή,
στέκω βουβή κι εκστατική
ώρες ακόμα;
Έρωτας να ‘ναι ή συμφορά,
με κάποιου αγγέλου τα φτερά
που έχει φορέσει,
κι έρχετ’ ακόμη μια φορά
με τέτοια δώρα τρυφερά
να με πλανέσει;
Μα ό,τι και να ‘ναι, το ποθώ,
και καλώς να ‘ρθει το κακό
που είν’ από σένα·
θα γίνει υπέρτατο αγαθό,
στα πόδια σου αν θα σωριαστώ
τ’ αγαπημένα.



ΔΕ ΒΑΣΤΑΞΕΣ ΑΓΑΠΗ ΜΟΥ (από «Τα Δώρα της Αγάπης»)
Ποίηση: Μυρτιώτισσα

Δεν βάσταξες, αγάπη μου, στο δύσκολο ανηφόρι
κουράστηκες, παραπατάς,
παλεύεις με την παγωνιά και με το ξεροβόρι,
ωσότου, τέλος, σταματάς.
Γυναίκα εγώ, και σύρθηκα ψηλότερα από σένα,
κι ακόμα βλέπεις, προχωρώ,
σαν τα πουλιά που επίμονα τραβάνε για τα ξένα,
και με σπασμένο το φτερό...
Μουσική: Ευανθία Ρεμπούτσικα - Lonely child


Γιώργος Παππάς
Από το γάμο της, απέκτησε ένα γιο, το Γιώργο , ο οποίος έγινε διάσημος πρωταγωνιστής του ελληνικού θεάτρου. Ο γάμος της όμως δεν έμελλε να διαρκέσει πολύ. Μετά το χωρισμό, επέστρεψε στην Ελλάδα όπου εργάστηκε ως καθηγήτρια απαγγελίας στο Ωδείο Αθηνών. Καθοριστική για την ποιητική της έκφραση στάθηκε η γνωριμία και ο έρωτάς της με τον ποιητή Λορέντζο Μαβίλη. Μετά τον δραματικό θάνατο του τελευταίου στη μάχη του Δρίσκου το 1912, η 27χρονη Μυρτιώτισσα στράφηκε στην ποίηση για να εκφράσει τον πόνο της.

Το έργο της
Είναι από τις σημαντικότερες γυναικείες φυσιογνωμίες στο χώρο της νεοελληνικής ποίησης. Το ποιητικό έργο της Μυρτιώτισσας κυριαρχείται από έντονο λυρισμό, ενώ συχνά θέματά της είναι η φύση και το δίπτυχο έρωτας-θάνατος. Σημαντική για τη ζωή της στάθηκε επίσης η βαθιά φιλία που τη συνέδεε με τον Κωστή Παλαμά, ο οποίος στάθηκε καθοδηγητής της. Εξέδωσε τα ποιητικά έργα «Τραγούδια» (1919), «Κίτρινες φλόγες» (1925) (με πρόλογο του Κ. Παλαμά, 1925), «Δώρα αγάπης» (1932, Βραβείο της Ακαδημίας Αθηνών) και «Κραυγές» (1939, Κρατικό Βραβείο) ενώ το 1953 κυκλοφόρησε ένα συγκεντρωτικό έργο με τίτλο «Ποιήματα». Επίσης, μετά τον πρόωρο χαμό του γιου της, το 1958, έγραψε το χρονικό «Ο Γιώργος Παππάς στα παιδικά του χρόνια» που εκδόθηκε το 1962. Τιμήθηκε με κρατικά βραβεία ποίησης (το 1932 για τα 'Δώρα της αγάπης' και το 1939 για τις 'Κραυγές').Κυκλοφόρησε επίσης μια δίτομη παιδική ανθολογία το 1930 καί μετέφρασε την «Μήδεια» του Σοφοκλή καθώς καί ποιήματα της Άννας Ντε Νοάιγ(Anna, Comtesse Mathieu de Noailles[καρδιά αμέτρητες,ή σκιά των ημερών,ή νέα ελπίδα,πρόσωπο έκπληξη,κυριαρχία,αντηλιά,Ζωντανών και νεκρών,Τους αθώους, ή τη σοφία των γυναικών,τιμή του πόνου,δυνάμεις αιώνα καί ποίημα της αγάπης).ή ποίηση της μυρτιώτισσας αποτελεί σταθμό στον γυναικείο νεοελληνικό ποιητικό λόγο.Τα ποιηματά της είναι αμιγώς ερωτικά καί συγκινούν με την γνησιότητα της λαικής ιδιοσυγκρασίας της.
Τα τελευταία χρόνια της ζωής της υπέφερε από διαβήτη. Πέθανε έπειτα από καρδιακή προσβολή στην Αθήνα την Κυριακή 4 Αυγούστου του 1968. Η ταφή της έγινε στον οικογενειακό τάφο της οικογένειας Δρακοπούλου στο Α΄ Νεκροταφείο Αθηνών. Το αρχείο της οικογένειας Καλαμογδάρτη δώρισε τα "Ποιήματα" στον ξάδελφό της Γεώργιο Παπαδιαμαντόπουλο και αυτός με τη σειρά του στη Δημοτική Βιβλιοθήκη.
Βιογραφία από την ΒΙΚΙΠΑΙΔΕΙΑ

Σ’ αγαπώ
Σ’ αγαπώ, δεν μπορώ
Τίποτ’ άλλο να πω
Πιο βαθύ, πιο απλό
Πιο μεγάλο!
Μπρος στα πόδια σου εδώ
Με λαχτάρα σκορπώ
Τον πολύφυλλο ανθό
Της ζωής μου
Τα δυο χέρια μου, να…
Στα προσφέρω δετά
Για να γείρεις γλυκά
Το κεφάλι
Κι η καρδιά μου σκιρτά
Κι όλη ζήλια ζητά
Να σου γίνει ως αυτά
Προσκεφάλι
Ω μελίσσι μου, πιες
Απ’ αυτόν τις γλυκές
Τις αγνές ευωδιές
Της ψυχής μου!
Σ’ αγαπώ τι μπορώ
Ακριβέ να σου πω
Πιο βαθύ, πιο απλό
Πιο μεγάλο;

Voluptas
Ελάτε, ο κόσμος όλος είμαι εγώ!
μες απ’ τα χρυσοκόκκινα μαλλιά μου,
απ’ τη ματιά κι’ από τα δάχτυλά μου
της ηδονής πετιέται το στοιχειό.
Ελάτε ο κόσμος όλος είμαι εγώ.
Όμως αγάπη μη γυρεύετ’ από μένα
Δε θα με ιδήτε μπρος σας να λυγίσω
και πάνε τα τραγούδια σας χαμένα
Μέσα μου άγριες νιώθω επιθυμιές!
και τις ερωτευμένες σας καρδιές
πως θα ‘θελα να μπόρεια να μασήσω
με τα λευκά μου δόντια τα γερά,
σα φρέσκα μυγδαλάκια τραγανά,
και τον αιμάτινο χυμό τους να ρουφήξω!
Δάκρυα δε θέλω, δάκρυα δε θέλω δε ζητώ
παρά φωτιά για τη φωτιά μου,
τα σαρκικά φιλιά μου,
στόμα που στάζει φλόγα να γευτεί
Ω! τι με νοιάζει τότες κι’ αν κοπεί
το νήμα απ’ της Μοίρας μου τ’ αδράχτι,
αφού θα νοιώθω πως από Ηδονή
θα σκορπιστεί το είναι μου σε στάχτη ….

Πάθος
Ω! τα μάτια, τα μάτια σου
που όλο χρώματ’ αλλάζουν,
με γητεύουν τα μάτια σου
και βαθιά με σπαράζουν.
Μες στα χέρια - τα χέρια σου -
τα γερά, τ’ ατσαλένια,
τρεμουλιάζουν τα χέρια μου
σαν πουλιά λαβωμένα!
Και το σώμα, το σώμα σου,
νευρικό κι ανδρειωμένο,
πώς το λιώνει το σώμα μου
το βαριά κουρασμένο.
 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου