Δε ζυγιάζω, δε μετρώ, δε βολεύομαι! Ακολουθώ το βαθύ μου χτυποκάρδι...

Νίκος Καζαντζάκης, Ασκητική


Τρίτη 7 Απριλίου 2015

Μελλισάνθη, η ευαίσθητη και ανήσυχη ποιήτρια...

...στην ηλικία των δέκα μου χρόνων δοκίμασα το πάθος του συλλέκτη για τα είδη γραφικής ύλης. Είχα συγκεντρώσει ένα μικρό θησαυρό από κόλλες διαγωνισμού, χαρακωμένες κι αχαράκωτες, τετράδια, κοντυλοφόρους, γομολάστιχες κ.τ.λ. κι ένοιωθα τη χαρά του συλλέκτη να τον βλέπω να μεγαλώνει. Ωσότου κάποια μέρα την ώρα που καμάρωνα τ' αποκτήματά μου, ένιωσα οξύτατα το αίσθημα της ματαιότητας να μου διαπερνά την καρδιά. Θα πέθαινα κάποιαν απρόβλεπτη στιγμή κι ο θησαυρός μου θα έμενε αχρησιμοποίητος σαν μια ειρωνεία. Προς τι λοιπόν αυτή η φροντίδα της συσσώρευσης; Έτσι βάλθηκα να τον σπαταλήσω το γρηγορότερο.
 
H Μελισσάνθη (φιλολογικό ψευδώνυμο της Ήβης Σκανδαλάκη, το γένος Δ. Κούγια) γεννήθηκε τό 1910 στην Αθήνα και σπούδασε γαλλική και γερμανική φιλολογία, μουσική, χορό και ζωγραφική. Εργάστηκε κατά διαστήματα ως δημοσιογράφος σε αθηναϊκές εφημερίδες και ως καθηγήτρια γερμανικών σε διάφορα σχολεία. Τ η δεκαετία 1945-1955 ήταν μόνιμη συνεργάτιδα του Eθνικού Iδρύματος Pαδιοφωνίας, διασκευάζοντας θεατρικά έργα και μεταφράζοντας ξένους ποιητές για λογοτεχνικές εκπομπές του ραδιοφώνου.
 
Στη λογοτεχνία εμφανίστηκε το 1930 με τη συλλογή ποιημάτων Φωνές εντόμου όπου ξεχώρισε ο ιδιαίτερα μεταφυσικός τόνος των ποιημάτων της. Τις Φωνές εντόμου ακολούθησαν οι συλλογές: Προφητείες (1931), Φλεγόμενη βάτος (1935), O γυρισμός του Ασώτου (1936), Ωσαννά και Οραματισμός (1939), Λυρική Εξομολόγηση (1945), Η εποχή του ύπνου και της αγρύπνιας (1950), Ανθρώπινο Σχήμα (1961), Το φράγμα της Σιωπής (1965). Tο 1965 έγινε η πρώτη συγκεντρωτική έκδοση ποιημάτων της, Eκλογή (1930-1950), το 1975 η δεύτερη, Tα ποιήματα (1930-1974) και το 1986 η τρίτη Οδοιπορικό, ποιήματα (1930-1984).
 
Με τη Λυρική Εξομολόγηση η Μελισσάνθη εγκαταλείπει τον έμμετρο στίχο και εισχωρεί στο χώρο της ελεύθερης ποίησης, χωρίς ωστόσο να αλλάξει τον τρόπο αντιμετώπισης του εσωτερικού και εξωτερικού της κόσμου.
 
H Μελισσάνθη δεν θέλησε ν’ ακολουθήσει τις άλλες ποιήτριες της εποχής της, γράφοντας αισθηματική ποίηση. Είναι μια πνευματική ποιήτρια,  ευαίσθητη και ανήσυχη μπροστά στα φαινόμενα της ζωής και επειδή δεν βρίσκει απαντήσεις στις μύχιες σκέψεις της για τη ζωή και το θάνατο, ζητά την εξιλέωση και τη σωτηρία στην ικεσία, στη δέηση και στην προσευχή. Η ποίησή της τοποθετείται στο χώρο του υπαρξισμού και της μεταφυσικής αγωνίας. Η ιδέα του θανάτου είναι ο κεντρικός πυρήνας της υποστασιακής και με συμβολικό διάκοσμο ποίησής της. Ο Γ. Σαραντάρης γράφει σχετικά: «Η ποίηση της Μελισσάνθης γεννιέται από ένα υποστασιακό πόνο, που η ποιήτρια από διάκριση προς τον εαυτό της και προς τους άλλους, σκεπάζει μ’ έναν πέπλο. Όμως δεν αφανίζει, δεν σβήνει τον πόνο της. Μήτε ζητάει παροδικά να ξεγελάσει τον εαυτό της. Αλλά ξεκινώντας από μια κατάσταση που μοιάζει να είναι μοίρα της, προσπαθεί, και συχνά το πετυχαίνει, να στοχαστεί ποιος είναι ο βίος του ατόμου, αγνάντια σε μια βέβαιη αιωνιότητα».
 
« H θρησκευτική της συνείδηση», γράφει o Μιχ. Περάνθης «διασταυρώνεται και με άλλες καταστάσεις, αγωνιώδεις περισσότερο, αλγεινές συνήθως, που ξεκινούν από τον εαυτό της και που επιτακτικά και απεγνωσμένα, δαρμένες ως είναι από το ηθικό πρόβλημα, ζητούν το Θεό ή επιδιώκουν μια συμβολική επέκταση προς τη χώρα της φαντασίας».
 
Εκτός από ποιητικά έργα, η Μελισσάνθη έχει επίσης δημοσιεύσει σε βιβλίο το θεατρικό της έργο για παιδιά O μικρός αδελφός (1960) και έχει μεταφράσει ποιήματα των Pόμπερτ Φροστ, Mπόρις Πάστερνακ, X. Γ. Λόνγκφελλοου, Πιέρ Γκαρνιέ, Έμιλυ Nτίκινσον, T. Σ. Έλιοτ και Mπ. Mπρεχτ.
Tο 1985 κυκλοφόρησε μια επιλογή δοκιμίων της με τίτλο Nύξεις, καθώς και ο τόμος Tον όρθρον των ερχόμενον με τριανταέξι μελετήματα για το έργο της και βιβλιογραφικά στοιχεία. H Mελισσάνθη έχει τιμηθεί με Έπαινο της Aκαδημίας Aθηνών (1936), το B' Kρατικό Bραβείο Ποίησης (1965) και το A' Kρατικό Bραβείο Ποίησης (1976) και άλλα βραβεία. Πέθανε στην Αθήνα το 1990.
Πηγή:www.potheg.gr


Πιστεύω
Ἡ Ἀγάπη, μόνο, βαστάζει ὅλα τὰ φορτία.
Μπορῶ νὰ βαστάζω ὅλα τὰ φορτία.
Γιατὶ ἡ Ἀγάπη εἶναι τὸ μέγα φορτίο!
Ἡ Ἀγάπη σηκώνει τὸ βάρος τ᾿ οὐρανοῦ.
Μπορῶ νὰ σηκώνω τὸ βάρος τ᾿ οὐρανοῦ.
Ἡ Ἀγάπη ὑπομένει τὰ μαρτύρια τῆς πυρᾶς.
Μπορῶ νὰ ὑπομένω τὰ μαρτύρια τῆς πυρᾶς.
Γιατὶ ἡ Ἀγάπη εἶναι ὁ οὐρανὸς καὶ ἡ πυρά!
Ἡ Ἀγάπη πιστεύει στὴ ζωή καὶ στὸ θάνατο.
ἡ Ἀγάπη πιστεύει στὸ θαῦμα.
Μπορῶ νὰ πιστεύω στὴ ζωή καὶ στὸ θάνατο.
Μπορῶ νὰ πιστεύω στὸ θαῦμα.
Γιατὶ ἡ Ἀγάπη εἶναι ἡ ζωή καὶ ὁ θάνατος!
Γιατὶ ἡ Ἀγάπη εἶναι τὸ θαῦμα!
Ἡ Ἀγάπη προσεύχεται κ᾿ ἐνεργεῖ.
Ἡ Ἀγάπη ἀγρυπνεῖ.
Μπορῶ νὰ προσεύχωμαι καὶ νὰ ἐνεργῶ.
Μπορῶ νὰ ἀγρυπνῶ.
Γιατὶ ἡ Ἀγάπη εἶναι προσευχή καὶ πράξη!
Γιατὶ ἡ Ἀγάπη εἶναι ἡ μυστική ἀγρυπνία!
Ἡ Ἀγάπη κρατάει ὅλα τὰ χαμόγελα καὶ ὅλα τὰ δάκρυα.
Μπορῶ νὰ χαμογελῶ καὶ νὰ κλαίω ὅλα τὰ δάκρυα –
γιατὶ ἡ Ἀγάπη εἶναι ἡ χαρούμενη θλίψη!
Ἡ Ἀγάπη δίνει τὸν ἄρτο καὶ τὸν οἶνο
ἐγγύηση γιὰ τὴν αἰωνιότητα.
Μπορῶ νὰ μεταλάβω τὸν ἄρτο καὶ τὸν oίvo
ἐγγύηση γιὰ τὴν αἰωνιότητα.
Γιατὶ ἡ Ἀγάπη εἶναι ὁ Μυστικός Δεῖπνος!
Κ᾿ ἡ μεγάλη ὑπόσχεση!
Ἡ Ἀγάπη ἔπλασε τὸν ἄνθρωπο.
Ἡ Ἀγάπη ἐδώρησε τὸ φῶς.
Πιστεύω στὸν ἄνθρωπο.
Πιστεύω στὴν Ἀγάπη.
Γιατὶ ἡ Ἀγάπη εἶναι τὸ φῶς καὶ ἡ δωρεά!
Γιατὶ ἡ Ἀγάπη εἶναι ὁ Ἄνθρωπος!



Στὴ νύχτα ποὺ ἔρχεται


Μελισσάνθη, μουσική: Edvard Grieg, Peer Gynt Suite Nr.2, op.55

Ξεκινᾶμε ἀνάλαφροι, καθὼς ἡ γύρη
ποὺ ταξιδεύει στὸν ἄνεμο.
Γρήγορα πέφτουμε στὸ χῶμα
ρίχνουμε ρίζες, ρίχνουμε κλαδιά
γινόμαστε δέντρα ποὺ διψοῦν γιὰ οὐρανὸ
κι ὅλο ἁρπαζόμαστε μὲ δύναμη ἀπ’ τὴ γῆ.
Μᾶς βρίσκουν τ’ ἀτέλειωτα καλοκαίρια
τὰ μεγάλα κύματα. Οἱ ἄνεμοι, τὰ νερὰ
παίρνουν τὰ φύλλα μας. Ἀργότερα
πλακώνουν οἱ βαριές συννεφιές
μᾶς τυραννοῦν οἱ χειμῶνες κι οἱ καταιγίδες.
Μὰ πάντα ἀντιστεκόμαστε, ὀρθωνόμαστε
πάντα ντυνόμαστε μὲ νέο φύλλωμα.
Ὡσότου φτάνει ἕνας ἄνεμος παράξενος
– κανείς δὲν ξέρει πότε κι ἀπὸ ποῦ ξεκινᾶ –
μᾶς ρίχνει κάτω μ’ ὅλες μας τὶς ρίζες στὸν ἀέρα.
Γιὰ λίγο ἀκόμα, μὲς στὴ φυλλωσιά μας
κάθεται κρυμμένο – νὰ πεῖ μιὰ τρίλια του
στὴ νύχτα ποὺ ἔρχεται – ἕνα πουλί.
- - - - - - - - - - - - - - - * - - - -

Ἡ ἐποχὴ τοῦ ὕπνου

Σπλαχνικὸς εἶναι ὁ ὕπνος
γιὰ τὴν ἀβέβαιη ὕπαρξή μας.
Γιὰ τὴν ἀδύνατή μας μνήμη
ποὺ δὲν ἀντέχει τὴ μεγάλη ἀγρύπνια
γιὰ τὸ ἄστατό μας χέρι,
γιὰ τὴν ἀπρόσεχτη καρδιά μας,
ποὺ δὲν ἀντέχει τὸ μαχαίρι τῆς Ἀγάπης
ποὺ τὴ βυθομετρᾶ,
ποὺ δὲν ἀντέχει τὴ φωτιά τῆς ὕπαρξης!..
Ἀνάμεσα ξύπνου καὶ ὕπνου ὀνειρευόμαστε
ὅλες οἱ μέρες μας νὰ λαμπαδιάσουν
σὲ μιά καὶ μόνη φλόγα
ν' ἀναλωθοῦν σὲ μιά βαθειάν ἀνάσα
μέσα στὸ ζωντανό πῦρ τοῦ θεοῦ
οἱ τρόμοι μας ὅλοι νὰ γίνουν μία κραυγή μεγάλη,
ποὺ μ' αὐτὴ θ' ἀναμετρήσουμε
τὴν ἄβυσσο τῆς Θείας Ἀγάπης
μέσα στὴν ἴδια τὴν καρδιά μας.
Οἱ Ἄγγελοι, ποὺ καθαρή φλόγα ἀνασαίνουν,
μᾶς βλέπουν ν' ἀποστρέφουμε τὸ πρόσωπο,
νὰ φεύγουμε τὴ ζωή,
νὰ μὴν μποροῦμε ν' ἀποδιώξουμε τοῦ ὕπνου τὴν κίνηση
ποὺ μᾶς σφαλᾶ τὰ βλέφαρα σὰν ἕνα χέρι,
νὰ σβήνουμε, νὰ διαλυόμαστε σὲ στάχτη
νὰ μᾶς παγώνῃ ὁ θάνατος
γιατὶ φοβόμαστε τὴ φλόγα ν' ἀνασάνουμε
φοβόμαστε, δειλιάζουμε ν' ἀδράξουμε
ἀπὸ τὴν κόψη της κάθε στιγμή
μὲ τὸ σπαθί της νὰ νικήσουμε τὸ πρόσκαιρο
καὶ βιάζοντας τὴν πύλη τοῦ Καιροῦ
νὰ μεταλάβουμε φωτιά ἀρχαγγελική,
χίλιες καμπάνες τὸν ἀντίλαλο νὰ πάρουν
κι ὁ θάνατος σὰν τρομαγμένο νὰ φεύγῃ πουλί
ὁ Κόσμος σὲ μίαν ἀστραπὴ ν' ἀποκαλύψῃ
στὰ ἔκπληχτα μάτια μας τὸ μυστικό του
μεμιᾶς τὸ νόημά του νὰ φανερωθῇ
σὰν τὴν κρυμμένη φλόγα ἀπ' τὸν ἄνεμο –
μᾶς βλέπουν νὰ δειλιάζουμε, νὰ σκύβουμε στὰ βάθη
ποὺ ἀνοίγει μέσα μας ὁ κεραυνός,
γιατὶ ἡ ἀγάπη τους μονάχα μᾶς μετρᾶ
μὲ τὴν ἄβυσσο τῆς ἀπελπισίας μας,
γιατί ἡ ἀγάπη τῶν ἀγγέλων οἶκτο δέν γνωρίζει
κ' ἡ ὄψη τους κόβει σὰν σπαθί
τὴ σάρκα μας θανατερά πληγώνει,
σὲ τέφρα πέφτει ἡ γήινη καρδιά μας
μὲ τὴν προσέγγιση τῆς μυστικῆς φωτιᾶς,
μὲ τέτοιο τίμημα μᾶς δίδουν τὸ Μεγάλο Δίδαγμα...

Σὲ τοῦτο τὸ μεταξύ,
ἂς παίζουμε μὲ τὶς λέξεις,
ἂς παίζουμε τῆς ὁμιλίας τὸ θεῖο παιγνίδι
ἀνύποπτοι ποιητές ποὺ κλέψανε τὸ μυστικὸ
νὰ βλέπουνε καὶ ν' ἀκοῦνε,
ν' ἀγγίζουνε καὶ νὰ γνωρίζουνε τὰ πράγματα,
τὴν εἰκόνα τοῦ Κόσμου ξαναπλάθοντας
μ' ἀστραφτερές λέξεις ἂς παίζουμε
καθὼς παιδιὰ μ' ἀθώα χοχλάδια
ποῦ ξεβράστηκαν στ' ἀκροθαλάσσι
μόλις ἀγγίζοντας τὴ μυστική φωτιά
μόλις μαντεύοντας τὸν κρύφιο κεραυνό,
μὲ χῶμα ἂς σκεπάζουμε καὶ στάχτη
τὴ φλόγα ποὺ οἱ θνητοὶ ν' ἀγγίσουν δὲν τολμοῦν
δέσμιοι στὸ θάνατο
ἂς ξανοίγουμε τὶς χάρτινες βαρκοῦλες μας
μὲς στὸν ἀστραποβόλο ὠκεανό!..

Οἱ βράχοι, τὰ βουνά, τὰ δέντρα,
τὰ ζῶα, τὰ πουλιά,
ὅλα ἀναπνέουν μὲς στῆς αἰωνιότητας τὴ φλόγα!
Ἂς ζητήσουμε ἄφεση
γιὰ τὸ ψέμμα ποὺ μᾶς τρέφει
κι ἃς προσεγγίσουμε τὴ Θεία Τάξη
τὴν ἐπουράνια Χάρη μὲ τὸ τραγούδι!..

- - - - - - - - - - - - - - - * - - - -

Ἐξιλέωση

Κάθε φορά που ἁμάρταινα μισάνοιγε μιὰ πόρτα∙
κ' οἱ ἄγγελοι, ποὺ δέν μὲ εἶχαν βρεῖ στὴν ἀρετή μου ὡραία,
τῶν ἄνθινών τους ἔγερναν ψυχῶν τὸν ἀμφορέα –
κάθε φορά που ἁμάρταινα λὲς κι ἄνοιγε μιὰ πόρτα...
Καὶ στάζανε τῶν οἰκτιρμῶν τὰ δάκρυα μὲς στὰ χόρτα∙
μ' ἀπ' τὰ οὐράνια ἀν μ' ἔδιωχνε τῆς τύψης μου ἡ ρομφαία
κάθε φορά που ἁμάρταινα μισάνοιγε μιὰ πόρτα –
μὲ βλέπαν οἱ ἄνθρωποι ἄσχημη κ' οἱ ἄγγελοι μόνο ὡραία!
Στὴ μνήμη τοῦ πατέρα μου

Ὅταν κοιτὰζω τὰ παιδάκια κάθε μὲρα
στοὺς δρόμους, τὸ πρωί, μὲ τοῦ σχολείου τὴν τσάντα
φτωχοντυμὲνη μιὰ μικροῦλα βλέπω πάντα,
μὲ τὴν παλιά της σάκκα, δίπλα στὸν πατέρα.

Ἀπ’ τὸ χεράκι μὲ στοργή τηνε κρατάει –
τὸσο κ’ οἱ δυό εἰναι εὐτυχισμένοι, καθὼς πᾶνε…
Μὲ πόση ἀθώα σοβαρότητα μιλᾶνε!
Τὸ κοριτσάκι ὁλοένα τὸν ρωτὰει,

καὶ κεῖνος, σοβαρά, τῆς λέει, τῆς διηγᾶται…
(Πόσο σοφός εἴν’ ὁ πατέρας! Πόσα ξέρει!
Πόσην ἀσφάλεια νιώθει στὸ μεγάλο χέρι!
Τίποτε, ἄν τὸ κρατῇ, στὸν κόσμο δέ φοβᾶται!..)

Ξάφνου, τοῦ λέει ἐκεῖνο: « – Σάν θὰ μεγαλώσω…»
« – Τὸτε ἐγὼ πιά ἕνας φτωχός γερᾶκος θἄμαι…
Δέ θὰ μπορῶ στὰ χέρια μου νὰ σὲ σηκώσω,
καὶ θὰ μοῦ λές: ἀκούμπα πάνω μου νὰ πᾶμε…

Σὰν θἄρχωνται γιὰ νὰ σὲ παίρνουν ἔξω οἱ ξένοι,
μόνος στὴ σκοτεινὴ γωνίτσα μου θὰ μὲνω…»
« – Ἐγώ στὴν ἅμαξά μου πάντα θὰ σὲ παίρνω!»
λέει, ἕτοιμη ἡ μικρὴ νὰ κλάψη, κ’ ἐπιμὲνει…

Νιώθει μιὰ τέτοια ἀνυπομονησία, σκάει,
θέλει μεγάλη, τώρα, γρήγορα νὰ γίνῃ,
ἄςνεἰναι δυνατόν τὴν ὥρα ἀμέσως κείνη,
γιὰ νὰ τοῦ δείξη πόσο θὰ τὸν ἀγαπάῃ!..

Κι ὅπως θερμά τὸν σφίγγῃ τὸ λιγνό χεράκι
ὁ κουρασμὲνος νιώθει τόση ἐμπιστοσύνη!..
(Ἔγινε ἐκεῖνος τώρα τὸ μικρό παιδάκι,
και ὁ προστατευτικός πατέρας εἶναι ἐκείνη…)

- - - - - - - - - - - - - - - * - - - -

Φθινόπωρο

Ὥρα δειλινοῦ.
Τοῦ φθινοπώρου τὰ νέφη στίβουν τὸ φουστὰνι
νά στεγνώσῃ τ’ οὐρανοῦ
καὶ στου ἀπόβροχου τὴ σκόλη
βγαίνουν γιὰ σεργιὰνι
οἱ σαλίγκαροι ὅλοι
κάτω ἀπ’ τὸ ξεθωριασμένο παρασόλι
τοῦ ἥλιου… Τώρα ἡ λάμια
ἡ γῆ λιάζει τὰ βρεγμένα της τὰ χράμια
μὲ τῶν κάμπων τὰ πλουμίδια
κι ἀπὸ τὰ χορτὰρια
κι ἀπὸ τὰ ψιλά γρασίδια
οἱ σταλαματιές γλυστροῦνε χάντρες
καὶ μαργαριτὰρια
ἀπὸ οὐράνια δαχτυλίδια.
Τὶς μαζώνουν οἱ νεράιδες οἱ ἀνυφάντρες
μὲς στὰ ὑπόγεια τους σεράγια καὶ στ’ ἀνήλια
πολυέλαιους κι ἀργυρά καντίλια
σὲ πλεμμάτια κρυσταλλένιες μπάλλες
μάγισσα γριὰ κι ἀράχνη τὶς κρεμάει μὲς στὶς κουφάλες
καὶ λογῆς-λογῆς
ἕνα-ἕνα ὅλα τὰ ζούδια
ξεφαντώνουν ἀπ’ τὴ γῆς
κι ἀπομέσα ἀπὸ τὰ φλούδια,
κ’ ἕνας μύρμηκας σκαλώνει σ’ ἕνα ἀγκάθι φουντωτό
ν’ ἀγναντέψῃ ὅλο τὸν κόσμον ἀπὸ τέτοιο λιακωτὸ!..
Νά! Τὸ αὐλάκι
κάνει χάζι,
τὸ ἄχυρο – σχεδία ποὺ ἀράζει
καὶ τὸ δρασκελοῦν βαθράκοι!..
Κόσμοι ὁλόκληροι, ζωύφια,
ταξιδεύουν μὲ πιρόγιες τὰ κελύφια!..
(...Κρύα ἀνατριχίλα στὰ νερά
σὰν πεταλουδιῶνε σμάροι…
Τώρα ὁ σίφουνας θὰ πάρῃ
ἀπ’ τὰ δέντρα ὅλα τὰ φύλλα τὰ ξερά!
Στὰ καλάμια τὴ φλογέρα του σφυράει,
κι ὅπως πάῃ, πάῃ, πάῃ,
ὁ ἄνεμος-τσοπάνος σαλαγάει
σ’ ἄλλα πιὰ λημὲρια –
σ’ ἄλλο τώρα χειμαδιό τὰ καλοκαὶρια!..)

- - - - - - - - - - - - - - - * - - - -
Τραγούδι στὸν ἥλιο

Μέσα στὸ φῶς σου γίνουμαι πουλί
καὶ τραγουδῶ ὀλημέρα σὰν τὸ σπίνο∙
μιᾶς πεταλούδας παίρνω τὰ φτερά
τὰ θεῖα κι ὁλόασπρα σὰν τὸ νέο τὸ κρίνο!

Σφαλῶ τὰ βλέφαρά μου – ἐντός μου φῶς!
Τ’ ἀνοίγω – φῶς παντοῦ ὅλο φῶς τριγύρα!
Καὶ λέω: Ἥλιε, τί θάνατος λαμπρός
μὲς σὲ μιὰ τέτοια θεία φωτοπλημμύρα!..

- - - - - - - - - - - - - - - * - - - -
Αὐταπάτη

Ἀπ’ τὴν καρδιά μου συντριβάνι
τὸ αἷμα πετιέται ὁρμητικό –
στὴ γῆ δέ βρέθηκε βοτάνι
γιὰ τὴν πληγή της πραϋντικό.
Πάνωθε ἀστράφτει ὡς πορσελάνη
τοῦ θόλου μας τὸ κρύο γλαυκό –
πίδακας ἡ κραυγή μου φτάνει
καὶ σπάει σὲ κλάμα τραγικό.

Μὰ ὥς μὲ ραντίζει τὸ νερό
τῶν ἴδιων μου ὀφθαλμῶν θαρρῶ
πὼς τὸν καημό μου ὁ κόσμος κλαίει
τὰ δάκρυά μου τὰ καυτά
στὰ δυό μου χέρια τ’ ἀνοιχτά
τὰ δέχομαι γιὰ οὐράνια ἐλέη.

- - - - - - - - - - - - - - - * - - - -
Μεταμέλεια

Ἀπόψε εἰπα πὼς μ’ εἶχες πιὰ κερδίσει,
ποὺ ρόδισαν οἱ πόθοι μου ὅλοι ἀνθοί∙
μὰ πρὶον ἤ ὁ ἀλέκτωρ τρίς φωνήσῃ
Κύριέ μου, σὲ εἶχα πάλι ἀπαρνηθῆ!

Μὲ κουφοκαῖνε ἀκόμη πάθη, μίση –
δέν ἔχουν οἱ ἁμαρτίες μου πιὰ σωθῆ;
Τῆς χάρης σου ἀν ἀνοίξῃ μόνο ἡ βρύση,
τότε κ’ ἡ ὑδρία μου ἴσως πληρωθῇ!..

Τὸ τί ἐμαρτύρησα ἀπ’ τὴ νύχτα ἐκείνη
ποὺ ἄδεια ἄφησα τὴ νυφική μας κλίνη
κι ἀρνήθηκα στὰ μάτια νὰ σὲ δῶ!

Κοίταξε, ἄν δέν πιστεύῃς, τὶς πληγές μου!
Δώσ’μου τὸ χέρι σου... νά, ἐδῶ κ’ ἐδῶ!..
Λοιπόν; Μ’ ἀναγνωρίζεις τώρα; Πές μου!

- - - - - - - - - - - - - - - * - - - -

Ἀντιστροφὴ

Ἔτσι οἱ ἄγγελοι ὅλοι τραγουδοῦσαν μέσα μου ἕνα βράδυ:
...Ὅλα εἶναι πόθος ὀμορφιᾶς, κ’ εἶναι ὀμορφιᾶς προσπάθια
κ’ οἱ πόλεμοί σας κ’ οἱ ἔχθρητες κι ὅλα σας τ’ ἄγρια πάθια!
Μέσα μου ἔτσι τραγούδαγαν οἱ ἄγγελοι κάποιο βράδυ…
Κι ὁ σατανᾶς ἀπ’ τῆς ἠχῶς κάγχαζε τὸ πηγάδι:
Τῆς Κόλασής μου ἡ πεῖνα εἰστε, τοῦ Ἅδη κατακάθια!..
Μὰ ξαναπαῖρναν τὴ στροφὴ ἔτσι οἱ ἄγγελοι στὸ βράδυ:
...Ὅλα εἶναι πόθος ὀμορφιᾶς, κ’ εἶναι ὀμορφιᾶς προσπάθια!

- - - - - - - - - - - - - - - * - - - -

Σκοτάδι

Πόσους θανάτους νὰ σκορπᾶ τὸ κάθε νέο μας βῆμα;..
Πόσες πληγές ἀγνώριστες τριγύρω μας τὸ χέρι
στὴν πιό ἀθώα του κίνηση ν’ ἀνοίγῃ – ποιός τὸ ξέρει
πόσους θανάτους νὰ σκορπᾶ τὸ κάθε νέο μας βῆμα;..
Τι ἴσως βαραίνει τὸ καλό περσότερο ἀπ’ τὸ κρῖμα
κ’ ἡ ἁμαρτία στοὺς οὐρανοὺς νὰ λάμπῃ σὰν ἀστέρι…
Πόσους θανάτους νὰ σκορπᾶ τὸ κάθε νέο μας βῆμα;..
Καὶ τί κακό νὰ προξενῇ τ’ ἀνύποπτό μας χέρι;..

- - - - - - - - - - - - - - - * - - - -

Ἀρχαῖες ναυαγισμένες πολιτεῖες...

Ἀρχαῖες ναυαγισμένες πολιτεῖες...
τὴν παντοδυναμία μᾶς ἀφηγοῦνται τῆς σιωπῆς,
τὶς ξαφνικές της πλημμυρίδες μέσα ἀπὸ τὰ τείχη τους…
Στοιβάζεται τὸ χιόνι τοῦ καιροῦ πάνω στὸ στῆθος της,
παγετῶνες ταξιδεύουν μ’ ἀργή κίνηση,
οἱ χιλιετίες...
Ἀπ’ τῆς σιωπῆς τὸ χῶρο τὸν πρωταρχικό
ὅλα κινοῦν καὶ πάλι μέσα του ἐπιστρέφουν
ὅλα ζυγιάζονται πάνω στὴ χάλκινη ἀσπίδα της
τὰ λόγιά μας, τὰ βήματα
κ’ οἱ πιό ἀπόκρυφοί μας λογιμοί.
Τίποτα δὲν μπορεῖ ν’ ἀπολεσθῇ
οὔτε κρυφό δάκρυ οὔτε φύλλο δέντρου
οὐδε ὄμβρος ἐπὶ τὸν χόρτον...

Ἡ ἱερή της νύχτα τώρα γέμισε ἀκοές
καὶ βλέμματα ἱεροσύλων.
Ἀχνίζει στὶς πεδιάδες τῶν ἀθώων ἡ σφαγή,
ποὺ τὸν καθρέφτη θόλωσε τοῦ φεγγαριοῦ –
ἐξαγορά γιὰ τὴν ἀνίερη ἐνοχή
ὅτι
_γ ν ω ρ ί ζ ο υ μ ε _κ ι _ὅ τ ι _ὑ π ά ρ χ ο υ μ ε.
- - - - - - - - - - - - - - - * - - - -
Ὅταν σὲ κοίταξε...

Ὅταν σὲ κοίταξε, τὸν γνώρισες;
Ἤτανε πρᾶος;
Σοῦ φανέρωσε ἀμέσως τὸ μαχαίρι του;
Σ’ ἄδραξε τραχιά;
Ἀντιστάθηκες;
Ἤ γαλήνια ὑποτάχτηκες καὶ τοῦ ’δωσες τὸ χέρι;..

Κι ὅταν ξεμάκρυνες τόσο πολὺ στὴ νύχτα,
ποὺ τίποτα πιὰ νὰ μὴ σοῦ φέγγῃ –
μαντίλι ἀποχαιρετισμοῦ
εἴτε πουλιοῦ φτερούγα –
ὁ φόβος δέν πάγωσε τὴν καρδιά σου;
Δέν γύρεψες γιὰ στήριγμα ἕνα βλέμμα;
Τὸ πόδι σου δέν σκόνταψε σὲ τόσο σκοτάδι;
Τὸ στῆθος σου πῶς μπόρεσε νὰ βαστάξῃ τόσο κενό;..

Σ’ ἀπογύμνωσαν ὕστερα ἀπὸ ἀγῶνα;
Ἤ μόνη σου ὅλα τ’ ἄφησες νὰ πέσουν –
ὅπως τὸ δέντρο τὰ ξερά του φύλλα –
τὸ φόβο, τὴ λύπη, τὴν ἐλπίδα;..
Καὶ τὸ σπαθί τῆς Ἀγάπης, κ’ ἐκεῖνο
δέν ἔσκυψε ἕνας ἄγγελος νὰ τὸ σηκώσῃ,
νὰ τὸ ζωστῆ γιὰ τὴ μεγάλη μάχη
ποὺ μὲ τὸ Θάνατο θὰ δώσῃ ἡ Ἀγάπη;..
- - - - - - - - - - - - - - - * - - - -

Ἡ χώρα τῆς σιωπῆς

Ἡ χώρα τῆς σιωπῆς εἶναι ἀπὸ κρύσταλλο –
γαλάζιο κρύσταλλο, σὰν ἀπὸ πάγο.
Ἐκεῖ χορεύουνε τὰ πάντα ἀθόρυβα
κι ὅλες οἱ εἰκόνες διαθλῶνται στὸ ἄπειρο.
Τὰ δάκρυα τῶν παιδιῶν καὶ τὰ παράπονα
ἀφήνουν τὸ λεπτό ἦχο τῆς κιθάρας
Τῶν σιωπηλῶν πλασμάτων τὰ χαμόγελα
ρόδινη ἀνταύγεια ὑψώνουν στὰ μεσούρανα
καὶ τὰ βαθιά βλέμματα τῆς ἀγάπης
ἀνάβουν φλόγες πυρκαγιᾶς γαλάζιες.
Στὴ χώρα τῆς σιωπῆς ὅ,τι εἶναι γνήσιο
σὰν μιὰ καμπάνα ἀκούγεται γιορτάσιμη
ποὺ ἀνοίγει βουερούς θόλους στὰ οὐράνια.
Στὴ χώρα τῆς σιωπῆς συχνά ἀκροάστηκα
τὶς σημένιες κωδωνοκρουσίες
ποὺ ὑψώνει κάποιο σμῆνος γερανῶν.
Σὲ γάμους μυστικούς, σὲ λιτανεῖες,
σὲ τελετὲς οὐράνιες παρευρέθηκα
στὴ χώρα τῆς σιωπῆς πού εἰναι ἀπὸ κρύσταλλο,
γαλάζιο κρύσταλλο σὰν ἀπὸ πάγο...

Πηγή:poetry-in-greece.blogspot.gr



 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου