Δάκρυα θλιμμένης προσευχής…
Ήταν Τετάρτη και ώρα δύο το μεσημέρι όταν ο Ανδρέας μετά από ένα πολύωρο ταξίδι πέρασε την μεγάλη πύλη των φυλακών και κατευθύνθηκε προς το κεντρικό φυλάκιο, ένα γραφείο αποπνικτικά μικρό. Έριξε μια γρήγορη ματιά μέσα να δει αν υπήρχε κάποιος φύλακας. Δεν υπήρχε. Ήταν ακόμα νωρίς, απ’ ό,τι του είχαν πει, το φυλάκιο άνοιγε στις τρεις το απόγευμα. Θα μπορούσε να πάει να πιει έναν καφέ στο καφενεδάκι που υπήρχε απέναντι, αλλά προτίμησε να καθίσει εκεί, ήθελε να είναι απ’ τους πρώτους που θα περνούσε τον έλεγχο.
Πρώτη φορά επισκεπτόταν μια φυλακή. Δεν ήξερε τίποτα για φυλακές, ούτε καν πού έπεφταν μέχρι εκείνη τη μέρα, πριν από δύο μήνες, που πήρε στο χέρι του ένα γράμμα. Ένα γράμμα από μια κρατούμενη. Του το είχε αφήσει πάνω στο τραπέζι της κουζίνας η θεία του η Κρινιώ δίπλα απ’ το σκεπασμένο πιάτο με το αγαπημένο του φαγητό. Παραξενεύτηκε, δεν είχε κάποιον που θα μπορούσε να του στείλει κάποιο γράμμα. Δυο, τρεις φίλοι είχε που έμεναν δυο στενά παρακάτω από το σπίτι του. Ούτε και κανέναν συγγενή. Τον μόνο που είχε ήταν η θεία του, η Κρινιώ, πρώτη ξαδέλφη της μάνας του, που από τη μέρα που πέθανε, μωράκι ακόμα, εκείνη τον μεγάλωσε σαν πραγματική μάνα.
Κάθισε σε μια ξέμπαρκη συφοριασμένη πλαστική καρέκλα που υπήρχε δίπλα απ’ το φυλάκιο και είπε έτσι περιμένοντας να ξαναδιαβάσει το γράμμα αυτό από την Μάρθα Καρνέζη. Ίσαμε εκατό φορές το είχε διαβάσει, πίστευε ότι με την επανάληψη θα μπορούσε κάποια στιγμή να χωνέψει, να συνειδητοποιήσει την ανατροπή που απ’ τη μια στιγμή στην άλλη έφερε τα πάνω κάτω στη ζωή του.
Το έβγαλε, λοιπόν, απ’ την εσωτερική τσέπη του μπουφάν του κι άρχισε για μία ακόμη φορά να το διαβάζει…
«Σπύρο,
Θα αναρωτιέσαι ποια είμαι και τι σχέση, εγώ μια κρατούμενη μπορεί να έχω μαζί σου. Και με το δίκιο σου, αγόρι μου, όμως, κάνε λίγη υπομονή και θα μάθεις.
Λοιπόν, όλα ξεκίνησαν πριν από είκοσι χρόνια όταν η ζωή κάποια στιγμή επέλεξε για μένα μια μοναχική ανάβαση στον Γολγοθά. Μια ανάβαση που έμοιαζε σαν εκείνα τα ανακοινωθέντα σε κάποιες μικρές στήλες εφημερίδων, εκείνα που ο κάθε αναγνώστης συνήθως τα προσπερνά αδιάφορα και ο εκδότης από υποχρέωση και μόνο καταγράφει το συμβάν.
Ήταν μια βροχερή μέρα στα μέσα του χειμώνα του 1970 όταν στην έξοδο του εργοστασίου που δούλευα με περίμενε το αφεντικό. Ήθελε λόγω βροχής να με πάει εκείνος στο σπίτι μου με τη λιμουζίνα του. Του αρνήθηκα ευγενικά. Εκείνος όμως επέμενε λέγοντάς μου ότι η στάση για να πάρω το λεωφορείο ήταν αρκετά μακριά και θα γινόμουν μουσκίδι. Το ξανασκέφτηκα και δέχτηκα. Την επόμενη μέρα πάλι με περίμενε στην έξοδο. Αυτή τη φορά μπορεί να μην έβρεχε, έκανε όμως πολύ κρύο. Να μην τα πολυλογώ οι καιρικές συνθήκες μας έκαναν να έρθουμε κοντά. Έτσι μια ηλιόλουστη Κυριακή μας βρήκε εμάς τους δύο να τρώμε σ’ ένα εξοχικό ταβερνάκι κοντά στη θάλασσα. Ήταν ευγενικός, περιποιητικός, κι έμοιαζε να πετάει στους επτά ουρανούς έχοντας εμένα παρέα. Κάπως έτσι, άρχισε η σχέση μας μ΄ένα δεσμο που έμελλε να γίνει ολέθριος. Εγώ απ’ την άλλη ένιωθα χλιαρά. Δεν ήταν ο έρωτας της ζωής μου. Για μένα μόνο ένας έρωτας υπήρξε, εκείνος του Δημήτρη, που δυστυχώς, έφυγε απ’ τη ζωή και τη ζωή μου εντελώς ξαφνικά λίγες μέρες πριν ανεβούμε τα σκαλιά της εκκλησίας.. Τέλος πάντων…
Ο Άρης, το αφεντικό, γνωρίζοντας ότι δεν ήμουν ερωτευμένη μαζί του έκανε τα πάντα να με κρατήσει κοντά του. Προσπαθούσε να μου δίνει ωραίες ερωτικές στιγμές. Μου άρεσε αλλά μέχρι εκεί. Οι διαφορές μας ήταν χαώδεις. Ούτε ιδεολογικά ήμασταν μαζί, ούτε από μόρφωση. Μπορεί να δούλευα ως εργάτρια στο εργοστάσιο και τιμή μου μεγάλη που ήμουν εργάτρια, ήμουν, όμως, και πτυχιούχος φιλόλογος αλλά εκείνη την εποχή, μεσούσης μάλιστα και της χούντας, μια αριστερή ήταν δύσκολο να βρει δουλειά και μάλιστα σε σχολείο. Ο καιρός περνούσε και εγώ βλέποντας ότι η σχέση μας δεν πήγαινε παραπέρα από τη δική μου την πλευρά, μια μέρα σε κάποιο ραντεβού μας του είπα ότι θέλω να χωρίσουμε. Από εκείνη τη στιγμή η ζωή μου έγινε ένα μαρτύριο, ασκώντας πάνω μου βία. Κι όλο αυτό γιατί δεν μπορούσε με τίποτα να δεχτεί ότι είχαμε τελειώσει. Η κατάσταση είχε φτάσει στο απροχώρητο. Τότε αποφάσισα να φύγω απ’ τη δουλειά και να αλλάξω και σπίτι ώστε να χάσει κάθε ίχνος μου. Έτσι μετακόμισα σε ένα σπίτι σε μια άλλη γειτονιά της πρωτεύουσας. Δυστυχώς, μετά από μία εβδομάδα με εντόπισε. Η ζωή μου έγινε ακόμα πιο μαρτυρική. Σε ανύποπτη στιγμή εμφανιζόταν μπροστά μου σαν φάντης μπαστούνι ζητώντας μου πιεστικά να τον ακολουθήσω στο δωμάτιο που είχε κλείσει σε κάποιο ξενοδοχείο. Εγώ όσο αρνιόμουν, τόσο εκείνος πείσμωνε και γινόταν πιο βίαιος. Αποφάσισα να πάω στην αστυνομία να τον καταγγείλω, αλλά δεν βρέθηκε ούτε ένας αστυνομικός να δείξει ενδιαφέρον, μια ευαισθησία, αγόρι μου, για την κατάστασή μου. Κανένα ενδιαφέρον.
Και περνούσε ο καιρός μέσα στον φόβο και την απελπισία. Οι μέρες μου, οι ώρες μου είχαν κάτι σαν ραδιενέργεια, που αν και δεν φαινόταν με γυμνό μάτι, είχε όμως «μολυσμένες» επιδράσεις στην ψυχή μου. Όσες φορές πήγα να ζητήσω βοήθεια, μήπως βγω από αυτόν τον εφιάλτη, εύρισκα, πάντα μπροστά μου έναν τοίχο, μια παγερή αδιαφορία. Προσευχόμουν στο θεό μου, ζητώντας του μια ανάσα ανθρώπου, μια καρδιά που να παλλόταν, ένα σημάδι λύτρωσης…
Ήταν παραμονή του Άγιου Σπυρίδωνα όταν επιστρέφοντας στο σπίτι μου από μια επίσκεψη τον είδα να με περιμένει μπροστά στην πόρτα μου. Πάγωσα από φόβο μήπως και πάλι μ’ αρπάξει και κάνει το ίδιο, με πάει δηλαδή στο βρώμικο εκείνο ξενοδοχείο και με βιάσει όπως ένα βράδυ πριν από μια εβδομάδα. Προσπάθησα να ξεφύγω, εκείνος όμως ήταν πιο δυνατός. Κάποια στιγμή, λίγο πριν με βάλει με τη βία στο αυτοκίνητό του, βρήκα τη δύναμη και τον έσπρωξα. Εκείνος παραπάτησε και έπεσε κάτω χτυπώντας το κεφάλι του στην άσφαλτο . Σκοτώθηκε επί τόπου.
Από εκείνο το μοιραίο βράδυ η ζωή μου μπήκε στα αζήτητα… Παγιδευμένη κι ανήμπορη να με υπερασπιστώ, παραδόθηκα στο έλεος των δικαστών. Η εμμονή αυτή στην αδιαφορία ήταν ο δικός μου εξευτελισμός. Ήταν σαν να έβλεπα έναν μαθηματικό να γράφει στον πίνακα 2+2=5 και να μην το διορθώνει. Έτσι βρέθηκα να διαβαίνω μια μέρα την πύλη των φυλακών.Δις ισόβια κάθειρξη…
Είχε περάσει περίπου ένας μήνας…Κάποια μέρα ένιωσα μιαν αδιαθεσία και με πήγαν στον γιατρό. Μου έκαναν εξετάσεις, δεν είχα κάτι το ανησυχητικό, απλά ήμουν έγκυος. Για να μην τα πολυλογώ εκεί αρχές του Ιούνη γέννησα ένα υγιέστατο αγοράκι. Όνομα μητρός Μάρθα Καρνέζη. όνομα πατρός αγνώστο…Επειδή δεν ήθελα να μεγαλώσει μέσα φυλακή και επειδή δεν είχα γονείς, είχαν πεθάνει και οι δυο το έδωσα στην πρώτη μου ξαδέλφη, που ήξερα ότι θα το αναθρέψει σαν πραγματική μάνα. Για το αγόρι αυτό ήμουν πεθαμένη. Όλα αυτά τα χρόνια εγκλεισμού μέρα μάθαινα νέα του. Η ξαδέλφη μου σε κάθε επισκεπτήριο ερχόταν να με δει. Μου έλεγε τα νέα τους, πώς περνούσε, πώς μεγάλωνε. Μάλιστα που έφερνε και φωτογραφίες του από διάφορες φάσεις της ζωής του. Το αγόρι αυτό ήσουν εσύ Ανδρέα.
Τώρα ξέρεις την αλήθεια. Πριν με κρίνεις άκου την προσευχή μου, αυτή που έλεγα στο δικό μου θεό κάθε βράδυ πριν πέσω για ύπνο, ελπίζοντας να περάσει μέσα απ’ τα συρματοπλέγματα αυτά που μάτωναν το βλέμμα μου, και να φτάσει σε σένα, στον κόσμο...
«Πού είσαι θεε μου; Πού είσαι απόψε που αισθάνομαι πως πεθαίνει η συνέχεια πέρα απ' τον ορίζοντα, που νοιώθω πως θρηνεί το φως από τότε που το υποχρέωσαν ν' ακολουθεί το σκοτάδι, ένα σκοτάδι που Κρίση την βάπτισαν, για να δικαιολογήσουν την παρούσα ΑΠΟΥΣΙΑ, που νοιώθω πως ο πόνος που ερήμην μου με δυναστεύει, πόνος αλλιώτικος, αλλόκοτος, σκληρότερος από κείνο που μ' έφερε εδώ;
Που νοιώθω γερασμένη – γελασμένη στο τελευταίο ΤΕΤΕΛΕΣΘΑΙ; Λαχταρώ να διώξω την καταχνιά του κορμιού μου,και να το ντύσω, ηλιογέννητε θέ μου, με τη λαχτάρα της Χαράς.
Να πάψω να κρυώνω...
Λαχταρώ να Σου στείλω δάκρυα θλιμμένης Προσευχής για μια συνέχεια ζωής που ονειρευόμουν.
Δεν θέλω να πεθάνω ΖΩΝΤΑΝΗ!
Πεινάω για μελλούμενη ΖΩΗ...
Πού είσαι θέε μου;
Δεν βιαζόμουν να φτάσω στην Ιθάκη μου, την ονειρευόμουν, μα...εκείνη ξεμάκρυνε α-κόμα πιο πολύ.
Συνθηκολόγησα με τη μοίρα μου και βάλθηκα, αναγεννημένη, ν' ακολουθήσω την οδό της Σωτηρίας. Μα ξεθώριασαν τα μονο-πάτια στο χάρτη μου. Χάθηκαν, δεν τα θωρώ πια...
Πού είσαι Χριστέ μου;
Φοβάμαι, ναι φοβάμαι πως θα χαθώ – χωρίς ΕΛΕΟΣ – στις γωνιές της απόλυτης σιωπής, ισχνή και καταφρονεμένη, ανύπαρ-κτη φιγούρα σαν να μην ανήκα ποτέ στο ΚΟΣΜΟ!
Τ' αναμάρτητα αδέλφια μου κει έξω στο μεθύσι της λησμοσύνης, συμμετέχουν ακυ-ρώνοντάς με.
Δεν θα προλάβω -λέω- να Σου μιλήσω για τη διαδικασία μιας επόμενης ζωής που σχεδίαζα – σαν τέλειωνε η τιμωρία μου...
Απόκαμα...
Πού είσαι θεε μου;»
Τον επόμενο μήνα αποφύλακίζομαι, βγαίνω έξω κι εκείνο που τρομάζει είναι ο φόβος να συνεχίσω να ζω σ’ έναν κόσμο αδιάφορο σ΄έναν κόσμο με παροπλισμένη συνείδηση».
Μάρθα.
Έβαλε πάλι το γράμμα μέσα στο φάκελο και κοίταξε το ρολόι του. Ήταν τρεις και ένα λεπτό. Σηκώθηκε και πήγε και κάθισε μπροστά στο παράθυρο. ήταν ανοικτό και η φύλακας είχε έρθει.
-Καλησπέρα, είπε δειλά.
Η φύλακας ανταπέδωσε. «Για ποιον έχετε έρθει;» τον ρώτησε.
«Για την Μάρθα Καρνέζη»
«Α, ναι, σήμερα η Μάρθα αποφυλακίζεται…Δώστε μου, σας παρακαλώ, την ταυτότητά σας…
Ο Ανδρέας της τη έδωσε.
«Ανδρέας Καρνέζης» διάβασε το όνομά του φωναχτά η φύλακας…μετά σηκώνοντας το βλέμμα της τον ρώτησε: «Είστε συγγενής της;
«Ναι, είμαι ο γιος της …
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου