Δε ζυγιάζω, δε μετρώ, δε βολεύομαι! Ακολουθώ το βαθύ μου χτυποκάρδι...

Νίκος Καζαντζάκης, Ασκητική


Τετάρτη 23 Ιανουαρίου 2013

Ο ΧΟΡΟΣ ΤΩΝ ΘΕΡΙΣΤΩΝ ΚΕΦΑΛΑΙΟ 26ο


Μια υπέροχη και πολλά υποσχόμενη Κυριακή είχε ξημερώσει στο νησί.
Τις Κυριακές πάντα ξυπνούσα πρωί για να προλάβω το τέλος της λειτουργίας.
Από τους ντόπιους βέβαια δεν είχα πολλές εισπράξεις, γιατί γι’ αυτούς η «Με-
γαλόχαρη» ήταν ιδιωτική υπόθεση και δεν χρειαζόντουσαν ενισχυτικά πίστης
όπως τα φυλαχτά και τα αγιάσματα μου. Είχαν την πριβέ «ευλογία» της και
την απ’ ευθείας «σύνδεσή» τους μ’ Εκείνη. Ωστόσο έδειχναν μεγάλο ενδιαφέ-
ρον για τις εικονίτσες που ζωγράφιζα πάνω σε φλοιούς δέντρων. Χωρίς να το
παινευτώ οι εικόνες αυτές ήταν μικρά κομψοτεχνήματα, και κατά κάποιο
τρόπο είχαν αρχίσει να αποκτούν φήμη. Εννοείται ότι ήταν έργα κατασκευα-
σμένα από ανάπηρους και οι εισπράξεις πήγαιναν σε φιλανθρωπίες. Ειδικά τα
Σαββατοκύριακα θεωρούσα μεγάλη αποτυχία να μην πουλήσω τουλάχιστον
είκοσι κομμάτια. Γενικά δεν είχα παράπονο οι «δουλειές» πήγαιναν πολύ κα-
λά. Δεν προλάβαινα να γεμίζω μπουκαλάκια που τ’ αγόραζα με το κιλό, ζω-
γράφιζα επάνω τους κομψά σταυρουδάκια και τα γέμιζα αγίασμα από τη βρύ-
ση μοσχοπουλώντας τα για φιλανθρωπικούς σκοπούς επίσης. Όσο για τα όρ-
γανα της τάξης… λεβεντιά, κανένα παράπονο, κανείς δεν ενοχλούσε μια λυγε-
ρόκορμη μοναχή που επιτελούσε το έργο της. Η μόνη κόντρα που είχα ήταν με
τους «συναδέλφους» μου που φρίκαραν όταν έβλεπαν την ευσεβή μου πελα-
τεία να συνωστίζεται γύρω από τον κινητό αυτοσχέδιο πάγκο μου.
Η Μελίνα κοιμόταν ακόμα όταν ξεκίνησα για το μεροκάματο. Έλυσα την
βάρκα με το στόμα ορθάνοιχτο από τα χασμουρητά και γλίστρησα μέσα στο
νερό καλημερίζοντας τον αγουροξυπνημένο ήλιο που ζωγράφιζε ομορφιές
στον ουρανό. Τα καλοκαίρια όταν είμαστε μικροί, οργανώναμε με το Δομίνι-
κο στο νησί εξερευνήσεις, ανακαλύπτοντας μονοπάτια που οδηγούσαν σε έ-
ρημα λιμανάκια όπου κολυμπούσαμε και καπνίζαμε κρυφά. Ο Δομίνικος ήταν
πρόσκοπος και μου μάθαινε «κόλπα» επιβίωσης στη φύση. Μια φορά μάλιστα
ανάψαμε φωτιά για να ψήσουμε καβούρια που είχαμε μαζέψει από το ακρο-
θαλάσσι με αποτέλεσμα να φουντώσουμε μια ολόκληρη σειρά αρμυρίκια. Σε
ένα τέτοιο λιμανάκι που το είχαμε βαφτίσει Ζαριά έδενα τη Γοργώ, και ντυνό-
μουν Ελεονόρα βαδίζοντας πάνω από μια ώρα μέχρι να φτάσω στην πόλη
κουβαλώντας την “πραμάτεια” μου στην πλάτη.
«Καλημέρα αδελφή μου» άκουσα τη φωνή του Σίσκου του ανάπηρου φί-
λου μου που είχε πιάσει θέση πρωί πρωί πλάι στο μαγαζί του Σταμάτη με τα
τάματα.
«Καλημέρα αδελφέ μου. Την ευλογία μου» του αποκρίθηκα και τον προ-
σπέρασα χωρίς δεύτερη κουβέντα για να αποφύγω την ακατάσχετη φλυαρία
του.
Στάθηκα στην δεύτερη διασταύρωση του δρόμου για να ελέγχω το πέρα-
σμα και από τις δύο μεριές, και κοίταξα το ρολόι μου. Σε μισή ώρα θα έφτανε
το πρώτο καράβι της γραμμής από Ραφήνα.
Στο τρίτο πλοίο είχα σχεδόν ξεπουλήσει. Κόντευε μεσημέρι, κι ο κόσμος
πηγαινοερχόταν σαν μελίσσι από και προς την εκκλησία. Ήμουν σχεδόν έτοι-
μη να τα μαζέψω όταν άκουσα να με καλεί μια τσιριχτή φωνή.
«Αδελφή μου σ’ ευχαριστώ. Ευλογημένη να είσαι, ευλογημένη» φώναξε
και άρπαξε τα χέρια μου κλαίγοντας με λυγμούς. Ένοιωσα το χέρι μου να
μουσκεύει από δάκρυα ενώ ταυτόχρονα το βλέμμα μου πλανήθηκε γύρω, ό-
που έντρομη είδα κόσμο να πλησιάζει.
«Θαύμα, το έκανε το θαύμα της η Μεγαλόχαρη» ούρλιαξε η κακοντυμένη
κυρία με την ελαφριά καμπούρα στην πλάτη, έχοντας το πρόσωπό της καλυμ-
μένο μ’ ένα παρδαλό μαντήλι. «Το παιδί μου γύρισε από το χάρο, κι εσύ το
έσωσες γιατί έχεις το χάρισμα της. Είδα όραμα, μου τόπε η ίδια η Παναγιά,
εκείνη μ’ έστειλε σε σένα. Συγχώρεσέ με που σε αμφισβήτησα, συγχώρεσέ με»
συνέχισε μέσα σε μια υστερία πεσμένη στα γόνατα γαντζωμένη από τα πόδια
μου.
«Θαύμα, θαύμα» άρχισε να απλώνει γύρω το νέο, ενώ κρύος ιδρώτας άρ-
χισε να κυλά μέσα από τα ράσα μου γεμίζοντας με ανατριχίλες. Μέσα στην
πλήρη σύγχυση που βρισκόμουν ένα φλάς άναψε στο μυαλό μου. Η Μελίνα.
Το έκανε τελικά το τέρας σκέφτηκα και κάπως ανακουφίστηκα από τον τρό-
μο. Δεν κράτησε για πολλή η ανακούφιση αυτή γιατί όσην ώρα η Μελίνα συ-
νέχιζε ακάθεκτη να κλαίει και να μου φιλά τα χέρια, το απελπισμένο βλέμμα

μου έπεσε την κορυφή του δρόμου, στους δύο παπάδες που κατέβαιναν από
την εκκλησία σφαιράτοι προς το μέρος μου, όπου είχε μαζευτεί κόσμος και
σταυροκοπιότανε. Σαν από μηχανής Θεός, ένα χέρι με τράβηξε με βία προς το
στενό, ενώ η Μελίνα με ακολούθησε εξακολουθώντας να ουρλιάζει.
Δεν πολυκατάλαβα τι έγινε γιατί μαζί με τη Μελίνα άρχισαν να τραβάνε τα
ρούχα μου κι άλλοι πιστοί, εκλιπαρώντας την ευλογία μου. Ευτυχώς που μέσα
από τα ράσα φορούσα μακό και σορτσάκι, γιατί ενώ εγώ βρισκόμουν μέσα
στο αυτοκίνητο του Δομίνικου, τα ράσα μου είχαν παραμείνει στο πεζοδρόμιο
ανάμεσα στο πλήθος.
«Είσαι ανόητη. Απαράδεκτη. Είσαι τελείως τρελή» ακούστηκε έξαλλη η
φωνή του Δομίνικου καθώς το αυτοκίνητο απομακρυνόταν από το κέντρο της
πόλης, ενώ η Μελίνα στο πίσω κάθισμα κόντευε να λιποθυμήσει από το γέλιο.
«Τι νομίζεις ότι κάνεις ηλίθιο πλάσμα; Ντροπή σου να κοροϊδεύεις τον κό-
σμο. Τι ψυχή θα παραδώσεις μου λες;» συνέχισε απτόητος το κατσάδιασμα,
ενώ εγώ ακούγοντας τη Μελίνα να γελάει έκανα απίστευτες προσπάθειες να
κρατηθώ. Τον Δομίνικο τον ήξερα καλά. Αν δεν έδειχνα μεταμέλεια ήταν ικα-
νός να με πάει τσίφ στην αστυνομία.
«Συγνώμη» ψιθύρισα σκύβοντας το κεφάλι.
«Δεν θα το αφήσω να περάσει έτσι Γοργώ. Μη νομίζεις ότι καθάρισες. Α-
παιτώ να πας στην αστυνομία τώρα και να πεις ότι ήταν φάρσα. Δεν μπορείς
να αφήσεις όλους αυτούς να πιστεύουν ότι έγινε θαύμα. Είναι προσβολή στα
θεία. Το καταλαβαίνεις αυτό;»
«Γιατί θα τους χαλάσει αν πιστέψουν σε ένα ακόμα μαϊμού θαύμα;» πήρε
μέρος η Μελίνα που κατάλαβε ότι τα πράγματα γίνονταν σοβαρά.
«Πάψε μη τ’ ακούσεις κι εσύ» επιτέθηκε μαινόμενος στη Μελίνα, «άλλα
πράγματα περίμενα από σένα Μελίνα. Ίδιες είσαστε όμως γι αυτό τακιμιάσα-
τε. Ντροπή σου και σένα».
«Δεν ντράπηκες όμως όταν καθαρίσαμε για πάρτη σου Δομίνικε. Δύο μέ-
τρα και δύο σταθμά αγόρι μου; Ολόκληρο Βατικανό παραμυθιάσαμε για να
πάρεις το γαμημένο το διαζύγιο. Γιατί δεν μας πήγες στην κομαντατούρ τό-
τε;» έκανα κι εγώ την επίθεσή μου με φωνή τρεμάμενη από θυμό.
«Δεν ήταν το ίδιο» αποκρίθηκε ρίχνοντας τον τόνο της φωνής του.
«Μπά; Η απάτη και η ασέβεια έχει διαβαθμίσεις; Εμείς μια πλάκα κάναμε.
Ένα στοίχημα βάλαμε. Δεν βλάψαμε κανέναν. Τα χαλάκια με την εικόνα του
Ιησού δεν σε πειράζουν; Ούτε το παζάρι με τα τάματα σε ενοχλεί; Η μήπως
πιστεύεις την παραμύθα με το τίμιο ξύλο που ούτε δάσος δεν φτάνει να την
καλύψει σε υλικό. Χέσε μας ρε Δομίνικε με τις μπούρδες σου» συνέχισα με το
ίδιο ύφος.
Με ένα απότομο φρενάρισμα που έκανε το κεφάλι μου να χτυπήσει σαν
καρπούζι στο παρμπριζ του αυτοκινήτου, και τη Μελίνα να χλομιάσει από τον
φόβο, ο Δομίνικος σταμάτησε το αυτοκίνητο στη μέση του δρόμου.
«Έξω και οι δύο. Δεν θέλω να σας ξαναδώ» είπε γυρίζοντας αλλού το πρό-
σωπό του. Η Μελίνα μου έγνεψε με τα μάτια να μη μιλήσω, κι ανοίγοντας την
πόρτα βγήκε στο δρόμο σιωπηλή. Την ακολούθησα χτυπώντας με δύναμη την
πόρτα πίσω μου.
«Έγραψες» είπα στη φίλη μου και της έδωσα το χέρι όταν συνήλθα από το
σοκ. «Παραλίγο να πιστέψω πως έκανα θαύμα. Απίστευτη είσαι. Που τα βρή-
κες ρε τόσα δάκρυα;»
«Με υποτιμάς καλή μου. Ηθοποιός είμαι το ξέχασες;»
«Σου βγάζω το καπέλο».
«Το καπέλο σου κράτησε το γιατί θα σου χρειαστεί. Από σήμερα είσαι
συγγραφέας αν θυμάσαι το στοίχημα. Γιατί φυσικά όλο αυτό το… “ρεσιτάλ”
δεν νομίζω να πιστεύεις πως το έδωσα για χαβαλέ. Είμαι κάθετα αντίθετη μ’
αυτό που κάνεις, και θα σε παρακαλέσω να το σταματήσεις εδώ. Θα μπλέξεις
πολύ άσχημα. Με τους παπάδες δεν καθαρίζεις εύκολα. Αυτοί έχουν την πλή-
ρη κάλυψη να εξαπατούν τον κόσμο, αν όμως κάποιος τους μιμηθεί πάει στο
“πύρ το εξώτερο”. Κόφτο Γοργώ. Ήρθαμε εδώ να φτιάξουμε την ζωή μας, μη
την κάνουμε μπάχαλο».
«Αλήθεια ο Δομίνικος πως προέκυψε;» ρώτησα ενώ ταυτόχρονα άπλωνα
το χέρι μου κάνοντας ωτοστόπ.
«Ήρθε στο μύλο να μας κάνει βίζιτα. Έφερε κι ένα κουνέλι πεσκέσι για να
μαγειρέψουμε. Με πέτυχε την ώρα που έφευγα. Με έπιασε στον ύπνο και για

να δικαιολογήσω την εμφάνιση μου του είπα πως έχω μια παράσταση στην
Τήνο. Με έφερε αυτός μέχρι εδώ. Προφανώς δεν με πίστεψε και με ακολού-
θησε».
«Το κουνέλι, μας το άφησε τουλάχιστον;»
«Χα.χα. Ναι… θα σου φτιάξω ένα στιφάδο σπέσιαλ»…


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου