Δε ζυγιάζω, δε μετρώ, δε βολεύομαι! Ακολουθώ το βαθύ μου χτυποκάρδι...

Νίκος Καζαντζάκης, Ασκητική


Τετάρτη 23 Ιανουαρίου 2013

Ο ΧΟΡΟΣ ΤΩΝ ΘΕΡΙΣΤΩΝ ΚΕΦΑΛΑΙΟ 27ο


Εκείνο το πρωί που αποφάσισα να πάω να μιλήσω στη Λίλα Πατέλη είχα
ξυπνήσει από πολύ νωρίς. Αφού συγύρισα λίγο το μύλο, μαγείρεψα κάτι πρό-
χειρο να έχουμε το μεσημέρι να φάμε με τη Γοργώ και τακτοποίησα τα ζωντα-
νά, κατηφόρισα για το λιμάνι, όπου και πήρα το φέρι για τη Πούντα. Αν και με
καλωσόριζε ένα υπέροχο δροσερό πρωινό, η σκέψη και μόνο της μάχης που
είχα να δώσω με τη Λίλα Πατέλη, μου χαλούσε όλη μου τη διάθεση, και δεν μ’
άφηνε να το απολαύσω. Μέχρι να φτάσω στο θεατρικό στέκι, είχα κάνει τόσες
συζητήσεις μαζί της στο μυαλό μου, που όταν τελικά χτύπησα τη πόρτα, ούτε
λίγο ούτε πολύ, θύμισα έντονα το ανέκδοτο εκείνο με τον γρύλο.
Ανέβηκα σχεδόν τρέχοντας τις σκάλες. Τη βρήκα να με περιμένει στο γρα-
φείο της παρέα με την κυρία Φωτεινή.
«Καλημέρα κοκόνα μου, καιρό έχουμε να τα πούμε» μου είπε η κυρία Φω-
τεινή καλοσυνάτα, και μου έκανε χώρο να κάτσω δίπλα της.
«Θα δούμε αν θα είναι καλή» σχολίασα μέσα απ’ τα δόντια μου.
«Καλημέρα Μελίνα» ανταπέδωσε κι η Λίλα, «το χθεσινό σου τηλεφώνημα
με έβαλε σε σκέψη. Συμβαίνει κάτι;» με ρώτησε κατ’ ευθείαν.
Από τη χροιά της φωνής της κατάλαβα πως βιαζόταν να μάθει. Γι’ αυτό
μπήκα στο θέμα χωρίς πρόλογο.
Η πρώτη της αντίδραση ήταν η έκπληξη, η δεύτερη το άγριο βλέμμα, η
τρίτη και φαρμακερή σαφώς η επίθεση.
«Τι είπες;»
«Αυτό που άκουσες για, εκτός κι αν θέλουν καθάρισμα τα αυτιά σου» πε-
τάχτηκε η κυρία Φωτεινή.
«Φωτεινή άκουσα πολύ καλά τι ξεστόμισε η… αγαπητή μας Μελίνα».
«Ε! τότες γιατί ρωτάς για;»
«Παράτα με Φωτεινή, μη ξεσπάσω πάνω σου. Εντάξει;» της είπε εκνευρι-
σμένα.
«Σας παρακαλώ κυρία Φωτεινή» μπήκα στη μέση αμέσως, καθώς την είδα
έτοιμη να της επιτεθεί, «δεν θέλω για χατίρι μου να τσακωθείτε με τη φίλη
σας. Και σεις κυρία Πατέλη ηρεμήστε».
«Πώς να ηρεμήσω Μελίνα με τα καμώματά σου; Μου λες;»

«Δεν είναι καμώματα κυρία Πατέλη».
«Καμώματα είναι κοπέλα μου, αφού σου κάπνισε να ανεβάσεις τώρα ένα
άλλο έργο».
«Και γιατί να μην το ανεβάσει για; Ωραίο θέμα έχει, μη σε πω και πιασά-
ρικο. Πάταγο θα κάνει».
«Μωρέ Φωτεινή τρελάθηκες; Το θέμα της αρχαιοκαπηλίας πιασάρικο; Εί-
σαι τόσο αφελής; Αυτό καημένη μου είναι βόμβα, σκέτη βόμβα».
«Σιγά μη με το λες τόσο απότομα και αγριευτώ. Για δες…ανατρίχιασα τώ-
ρα» της λέει ειρωνικά, δείχνοντας της συνάμα το μπράτσο της. «Λοιπόν, χω-
ρίς πολλά πολλά λόγια, αυτό το έργο θα ανεβεί» συνέχισε σοβαρά πια η κυρία
Φωτεινή.
«Δεν θα είσαι καλά που θα αφήσω να γίνει κάτι τέτοιο».
«Μπα, και ποια νομίζεις πως είσαι με λες; Η Λίλα δικτάτωρ που ξέχασε ότι
είμαι κι εγώ μέλος του διοικητικού συμβουλίου του πολιτιστικού κέντρου και
έχω λόγο;».
«Εγώ όμως αποφασίζω γιατί είμαι πρόεδρος, γι’ αυτό ούτε που το συζητώ.
Δεν θα γίνω περίγελος γιατί το θέλει η προστατευόμενη σου. Εμένα με λένε
Λίλα Πατέλη» της είπε θυμωμένα. «Έχω όνομα εγώ, όχι σαν μερικές μερικές
που δεν τις ξέρει ούτε η μάνα τους» συμπλήρωσε κατόπιν, κοιτάζοντας με α-
παξιωτικά.
Μολονότι είχε αρχίσει να γίνεται άκρως αναιδής και προκλητική απέναντί
μου, σκέφτηκα να δώσω τόπο στην οργή και να προσπαθήσω για μια ακόμη
φορά μήπως και την μεταπείσω.
«Κυρία Πατέλη, δεν είχα, ούτε έχω σκοπό να σας εκθέσω» μίλησα ήρεμα,
«ένας καλλιτέχνης που υπηρετεί σωστά τη τέχνη του ποτέ δεν κάνει περίγελο
τους συνανθρώπους του, το αντίθετο μάλιστα. Μέσα απ’ τη τέχνη του προ-
σπαθεί να τους ανοίξει το μυαλό και να πετάξουν σε ανοικτούς ορίζοντες. Και
πιστέψτε με, το έργο αυτό που τώρα σας προτείνω έχει τη δύναμη αυτή. Γι’
αυτό, σκεφτείτε το καλά πριν του κλείσετε τη πόρτα».
«Αυτά που μου λες είναι ψιλά γράμματα Μελίνα, και κράτα τα για τους
ομοίους σου. Εγώ δεν πρόκειται να συμφωνήσω να ανεβεί το έργο μιας άσχε-
της και ανώνυμης συγγραφέως, με θέμα την αρχαιοκαπηλία. Τελεία και παύ-
λα».
«Αυτή είναι η τελευταία σας κουβέντα;» ρώτησα.
«Ναι, η τελευταία» απάντησε με στόμφο.
Κάτι πήγε να πει η κυρία Φωτεινή, αλλά τη σταμάτησα αμέσως .
«Σας παρακαλώ κυρία Φωτεινή. Θέλω να πω κάτι τελευταίο στην κυρία
Πατέλη».
«Για να ακούσω… τι πρωτότυπο έχεις πάλι να μου πεις;» είπε με ειρωνικό
ύφος.
Για μια ακόμη φορά προσπάθησα να προσπεράσω τη προκλητική συμπε-
ριφορά της και να μην της ανταποδώσω τα ίσα, όπως της άξιζε.
«Κυρία Πατέλη είμαι ευτυχής που σας γνώρισα».
Την είδα να φουσκώνει σαν διάνος, φορώντας συνάμα ένα χαζοχαρούμενο
χαμόγελο στο πρόσωπο.
« Και ξέρετε γιατί;» συμπλήρωσα.
«Γιατί;» ρώτησε ανυποψίαστη για το τι την περίμενε στην αμέσως επόμε-
νη στροφή.
«Γιατί κατάλαβα για μια ακόμη φορά πόσο δίκιο έχω που δεν θέλω να
σπαταλήσω τη τέχνη μου σε ανθρώπους σας κι εσάς. Σε ανθρώπους που βα-
πτίζουν τις αξίες της ζωής “ψιλά γράμματα”. Όπερ μεθερμηνευόμενον, π α ρ α
ι τ ο ύ μ α ι».
Έπεσε σιωπή. Δεν ξέρω αν ήταν από αμηχανία ή από έκπληξη. Το μόνο
που ξέρω είναι πως έφυγα από κει ξαλαφρωμένη, έχοντας μάλιστα παρέα και
την κυρία Φωτεινή, η οποία μετά απ’ αυτό θεώρησε πρέπον να παραιτηθεί
από μέλος του πολιτιστικού κέντρου.
Οι μέρες που ακολούθησαν ήταν μέσα σε αναβρασμό. Το πρώτο πράγμα
που έκανα ήταν να μιλήσω στα παιδιά της θεατρικής ομάδας και να τους εξη-
γήσω τους λόγους της παραίτησής μου, και κατόπιν να ψάξω να βρω άλλους
ηθοποιούς. Δυστυχώς όμως τα μαντάτα που έρχονταν το ένα μετά το άλλο,
ήταν αποκαρδιωτικά. Όσους ηθοποιούς γνώριζα από το παρελθόν, συμφοιτη

τές μου στη σχολή, όλο και κάποια περιοδεία είχαν να κάνουν με θίασο. Ώ-
σπου ήρθε η στιγμή που λύγισα βλέποντας να χάνεται και η τελευταία μου ελ-
πίδα.
«Μελίνα παραδέξου το, είσαι μια ηττημένη» είπα στον εαυτόν μου, κλεί-
νοντας την ατζέντα μου.
Βγήκα έξω. Ο μύλος με έπνιγε σαν φυλακή. Κάθισα στο πεζούλι κι άναψα
ένα τσιγάρο αφήνοντας τη σκέψη μου να πετάξει μερικά χρόνια πίσω, τότε
που και εγώ έκανα περιοδείες με θιάσους, παίζοντας στα διάφορα αρχαία θέ-
ατρα της χώρας. Και τι δεν θα έδινα να ζήσω μια τέτοια στιγμή, σμιλεύοντας
και πάλι όπως ο γλύπτης το μάρμαρο την ψυχή μου, με τις αλήθειες των ιερών
κειμένων, είπα στον εαυτό μου, ενώ ο θόρυβος που ξαφνικά άκουσα από τη
μεριά της ξερολιθιάς με έκανε να αναπηδήσω από τον φόβο.
«Ποιος να είναι τέτοια ώρα;» αναρωτήθηκα και σηκώθηκα, κάνοντας δύο
βήματα μπροστά.
Η απορία μου λύθηκε αμέσως όταν άκουσα τη φωνή του Πετρή να καλη-
σπερίζει.
«Καλησπέρα και σε σένα Πετρή. Πως και από τα μέρη μας;»
«Είπα μιας και δεν πάει ο Μωάμεθ στο βουνό, να πάει το βουνό στον
Μωάμεθ» χαριτολόγησε και κάθισε στο πεζούλι μαζί μου.
«Έχεις δίκιο, αλλά να…το τελευταίο καιρό έχω πολλά στο μυαλό μου».
«Το γνωρίζω» μου είπε με ήρεμο ύφος.
«Το γνωρίζεις; Από πού;»
«Ε! θέλει και ρώτημα; Από το γνωστό πρακτορείο».
«Τη μητέρα σου εννοείς;»
«Ναι, έχουμε κι άλλη σε τούτο το νησί;»
«Σωστά, είναι η μοναδική».
«Μου είπε τα πάντα για σένα, και με κάθε λεπτομέρεια».
«Και για τη φάση με την Πατέλη;»
«Αυτό ήταν το πρώτο που μου είπε».
«Τη γλυκιά μου τη κυρία Φωτεινή. Δεν πρόκειται να ξεχάσω αυτό που έ-
κανε για μένα. Στάθηκε στο πλάι μου σαν πραγματική φίλη».
«Κι εγώ θέλω να σταθώ πλάι σου. Γι’ αυτό ήρθα απόψε μέχρι εδώ για να
στο πω».
«Πετρή, σ’ ευχαριστώ».
«Μη με ευχαριστείς, και ό,τι χρειαστείς να μη διστάσεις να μου το ζητή-
σεις. Ακόμα και λεφτά».
«Πετρή, το μόνο που θέλω από σένα είναι ηθική συμπαράσταση».
«Αυτή θα την έχεις και με το παραπάνω» μου είπε, και με χάιδεψε τρυ-
φερά στα μαλλιά.
Για δευτερόλεπτα μείναμε σιωπηλοί να κοιτάμε ο ένας τον άλλον με έναν
αμήχανο και συνάμα έντονο ερωτισμό, που με μια κίνησή μας και μόνο θα μας
ταξίδευε έξω από τη στρατόσφαιρα.
Τον είδα να κοκκινίζει ελαφρά κι ύστερα να σπάει πρώτος τη σιωπή. «Η
μάνα μου, μου είπε πως σκέφτεσαι να ανεβάσεις ένα νέο έργο».
«Είναι αλήθεια, αλλά με τις δυσκολίες που έχουν προκύψει, δεν νομίζω
πως θα τα καταφέρω».
«Ποιες δυσκολίες;»
«Ξέρεις ένα έργο για να ανεβεί, εκτός από τη θεατρική στέγη, θέλει και
ηθοποιούς. Ηθοποιοί δεν βρίσκονται, στέγη επίσης, άρα…»
«Πολύ απαισιόδοξη μου ακούγεσαι».
«Ρεαλίστρια είμαι Πετρή, όχι απαισιόδοξη. Τελικά αυτό το έργο δεν είναι
ήταν της μοίρας του να ανεβεί».
«Δεν το νομίζω» είπε με νόημα, και βάζοντας τα δύο δάχτυλά του στο στό-
μα, αφήνει ένα διαπεραστικό σφύριγμα που μου τρύπησε τα αυτιά.
«Πετρή γιατί σφύριξες;».
«Περίμενε και θα δεις» μου απάντησε.
«Τι να δω;» ρώτησα με απορία.
«Αυτό…» αποκρίθηκε δείχνοντας ταυτόχρονα προς τη μεριά της ξερολι-
θιάς, όπου κείνη τη στιγμή άρχισαν να ξεπροβάλλουν μέσα στο σκοτάδι τα
παιδιά της θεατρικής ομάδας.
«Δεν το πιστεύω. Πως βρέθηκαν εδώ;» αναφώνησα έκπληκτη.

«Εγώ πήγα και τα βρήκα. Τους μίλησα για τη μεγάλη σου επιθυμία ν’ ανε-
βάσεις το έργο αυτό, και επειδή σε έχουν συμπαθήσει πάρα πολύ, αφού πρώ-
τα τα είπαν ένα γερό χεράκι στη Λίλα Πατέλη ξεκαθαρίζοντας τη θέση τους,
είναι εδώ μπροστά σου, έτοιμα να σε βοηθήσουν».
«Δηλαδή, δέχονται να παίξουν στον Αστερία;»
«Φυσικά».
«Πετρή με κάνεις ευτυχισμένη, πολύ ευτυχισμένη» φώναξα ενθουσιασμέ-
νη πέφτοντας στην αγκαλιά του.
«Αχ! Και να ήξερες πόσο καιρό τώρα ονειρευόμουνα αυτή την αγκαλιά»
ψιθύρισε γλυκά στο αυτί μου, «αχ! και να ήξερες …».




Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου