Δε ζυγιάζω, δε μετρώ, δε βολεύομαι! Ακολουθώ το βαθύ μου χτυποκάρδι...

Νίκος Καζαντζάκης, Ασκητική


Τετάρτη 23 Ιανουαρίου 2013

Ο ΧΟΡΟΣ ΤΩΝ ΘΕΡΙΣΤΩΝ ΚΕΦΑΛΑΙΟ 24ο


Κοίταξα για πολλοστή φορά το ρολόι του τοίχου νιώθοντας τους σφυγ-
μούς μου να ανεβαίνουν. Η Μελίνα μέχρι τώρα ήταν πολύ τυπική. Πάντα τη-
λεφωνούσε όταν περνούσε η ώρα, αφ’ ενός μεν για να μην ανησυχώ αφ’ ετέ-
ρου για να μαζέψω το ζωντανό της από τις ρούγες που βοσκούσε όλη μέρα
σαν αλάνι. Απόψε όμως δεν είχε δώσει σημεία ζωής και μαύρες σκέψεις φώ-
λιαζαν στο μυαλό μου. Σκέφτηκα να την πάρω τηλέφωνο αλλά η προοπτική να
βρισκόταν σε κάποιο τρυφερό τετ α τετ μ’ εμπόδιζε να το κάνω για να μη γίνω
αδιάκριτη, δεν ήθελα άλλωστε να γίνω η μαμά της. Υποψιαζόμουν πως κάτι
ψηνόταν με τον Πέτρο όμως την άφηνα να μου το πει εκείνη όταν θα ήταν
έτοιμη. «Η περιέργεια σκότωσε τη γάτα» μου είχε πει κάποια στιγμή που της
έκανα κάποιο σχετικό υπαινιγμό, πράγμα που μ’ έκανε να καταλάβω ότι δεν
ήθελε να το συζητήσει. Ξάπλωσα στο κρεβάτι με τα αφτιά τεντωμένα προ-
σπαθώντας να ακούσω το τρίξιμο της καγκελόπορτας. Το μόνο τρίξιμο που
άκουγα ήταν του εκνευριστικού γρύλου που κάθε βράδυ έκανε στέκι στο πα-
ράθυρο μου και που η Μελίνα τον είχε βαφτίσει Γιώργο. Είχαμε και μια αναι-
δέστατη σαύρα που σουλατσάριζε στο μύλο ανενόχλητη ονόματι Ασπασία, κι
ένα κοτόπουλο τον Αργύρη που η Μελίνα το είχε βρει στο δρόμο πληγωμένο
και το έφερε στο σπίτι για πρώτες βοήθειες. Χαμογέλασα καθώς θυμήθηκα
τις γλυκές ευαισθησίες της φίλης μου και χωρίς άλλη σκέψη πήρα στα χέρια
μου το τηλέφωνο.
«Είσαι καλά;» είπα με ένταση στη φωνή μου.
«Γοργώ; Τι έπαθες;» αποκρίθηκε με ήρεμη φωνή.
«Ξέρεις τι ώρα είναι ρε χαμένο; Που γυρνάς νυχτιάτικα;» άφησα να βγει ο
θυμός μου ανακουφισμένη πλέον από την αγωνία.
«Ποπό, γαμώτο. Ούτε που κατάλαβα πως πέρασε η ώρα. Απέναντι είμαι.
Κοιμήσου σε λίγο θα έρθω κι εγώ».
«Κολυμπώντας θα έρθεις ή πετώντας; Φέρυ έχει σε κάτι ώρες. Μη κουνή-
σεις από εκεί έρχομαι να σε πάρω με τη βάρκα».
«Πας καλά που θα μπω στη βάρκα και μάλιστα τέτοια ώρα; Μην ανησυ-
χείς ρε χαζό, έχει κόσμο έξω, καλοκαίρι είναι».

«Έρχομαι να σε πάρω» ούρλιαξα και έκλεισα το κινητό χωρίς να περιμένω
την αντίδρασή της.
Σε χρόνο μηδέν έφτασα στο μικρό λιμανάκι κοντά στο μύλο όπου είχα δε-
μένη τη βάρκα κι αφού εξαφάνισα επιμελώς το εμπόρευμα και τα καλογερί-
στικα κάτω από μια πορτοκαλί νιτσεράδα έβαλα μπρος τη μηχανή σπάζοντας
την απόλυτη σιγή της νύχτας κάνοντας τους κοιμισμένους γλάρους να πετά-
ξουν τρομαγμένοι. Η ματιά μου έπεσε αφηρημένη σ’ ένα ακατοίκητο νησάκι
λίγα μίλια δυτικά της Αντίπαρου. Μου έκανε εντύπωση το γεγονός ότι πάνω
στο νησί είδα ένα φως το οποίο έσβησε σχεδόν ταυτόχρονα με το θόρυβο της
μηχανής. Η βάρκα κύλησε στα σκοτεινά νερά σαν γοργόνα στέλνοντας τη
σκέψη μου στα παραμύθια της γιαγιάς μου για τις γοργόνες που έβγαιναν τις
νύχτες στα νερά του Αιγαίου για να ζευγαρώσουν με τα ξωτικά της θάλασσας,
γεννώντας φωτεινά τεράστια στρείδια που μέσα από τα όστρακά τους έβγαι-
ναν οι θαλάσσιοι άγγελοι που διαφέντευαν τα ψάρια και το υγρό βασίλειο.
Σε λίγα λεπτά είχα περάσει στην Πούντα, και με τα μπατζάκια μου να στά-
ζουν σαν βρύσες κατευθύνθηκα στο σημείο που βρισκόταν η Μελίνα. Την είδα
καθισμένη σ’ ένα παγκάκι κάτω από μια ετοιμόρροπη ξύλινη κολόνα με ένα
υποτυπώδες ημιφωτισμένο φανάρι, χαμένη μέσα σε ένα μάτσο χαρτιά.
«Μπουου!!» φώναξα βάζοντας τις παλάμες μου ανοιχτές στο κεφάλι.
«Είσαι τελείως τρελή» αναπήδησε γελώντας.
«Αν εγώ είμαι τρελή εσύ τι είσαι;» αποκρίθηκα και της τράβηξα το κοκκι-
νωπό τσουλούφι. «Αύριο πρωί πρωί πάμε Παροικιά να σε δει ψυχίατρος. Τι
κάνεις τέτοια ώρα σαν το φάντασμα μέσα την ερημιά καλό μου; Δεν έχεις
κρεβατάκι να διαβάσεις το σύγγραμμα σου; Τη Φρόσω σου δεν τη σκέφτεσαι
που κόβει βόλτες στον κήπο γεμάτη αγωνία για την πάρτη σου;»
«Γοργώ απόψε έγινε κάτι πολύ περίεργο» μου είπε με τόση σοβαρότητα
που δεν θέλησα να τη διακόψω.
«Με βρήκε ένας άνθρωπος και μου έδωσε αυτό» είπε δείχνοντας μου ένα
πακέτο χαρτιά. «Τον λένε Δαμιανό κι αυτό είναι ένα θεατρικό έργο. Τον συ-
νάντησα σε μια ερημιά κι έφυγε χωρίς να προλάβω καλά καλά να μιλήσω μαζί
του. Κάτι θέλει να πει το σενάριο που φυσικά δεν πρόλαβα ακόμα να καταλά-
βω, μια γρήγορη ανάγνωση έκανα μόνο. Εκπληκτικό δεν είναι;»
«Στάσου γιατί θα με κουφάνεις» είπα και κάθισα πλάι της. «Σε ποια ερη-
μιά σε βρήκε, και πότε, αφού εσύ απόψε ήσουν στην φιέστα που μόνο ερημιά
δεν ήταν; Και τι είναι αυτό το σενάριο που κάτι θέλει να πει αλλά δεν το λέει;
Και κυρίως ποιος είναι αυτός ο τύπος που σου έδωσε αυτό το θεατρικό; Που
σε ξέρει και γιατί το έδωσε σε σένα;»
«Δεν μπόρεσα να τον δω καλά μέσα στο σκοτάδι» απάντησε σαν να μην
είχε ακούσει τα λόγια μου. «Θυμάμαι μόνο ένα παράξενο βλέμμα έντονο και
διαπεραστικό. Η φωνή του ήταν βραχνή. Καθώς άπλωσε το χέρι του πρόσεξα
στο δάχτυλό του ένα δαχτυλίδι με το Δελφικό Έψιλον. Είχε μακριά μαλλιά κι
ένα τριγωνικό μουσάκι».
«Ωραία. Τώρα ησύχασα. Η πλήρης περιγραφή δραπέτη φρενοκομείου.
Πάμε να φύγουμε γιατί αγριεύτηκα. Στο σπίτι θα τα πάρουμε όλα από την αρ-
χή εντάξει;» είπα και σηκώθηκα τραβώντας την από το χέρι καθώς την είδα
να μιλά κοιτάζοντας το άπειρο.
«Φοβάμαι να μπω στη βάρκα» διαμαρτυρήθηκε.
«Ρε, δεν φοβήθηκες τον τρελάρα και φοβάσαι να μπεις στη βάρκα; Μην
έχεις πρόβλημα, ο μπαμπάς μου με άφηνε να οδηγώ το κότερο όταν ήμουν
ακόμα μικρή. Για μένα η βάρκα είναι σαν πατίνι μπροστά σε μια χάρλευ. Έλα
γιατί έχω παγώσει μέχρι το κόκαλο από την υγρασία. Αύριο είναι γιορτή κι
έχω πολλή δουλειά. Θα σηκωθώ πρωί».
«Είναι γιορτή κι έχεις δουλειά;» ρώτησε με εύλογη απορία.
«Αστείο…» απάντησα και χαμογέλασα καθώς τραβούσα έξω τη βάρκα για
να μπει χωρίς να βραχεί η λεπτεπίλεπτη φίλη μου.
«Είδα φως στο νησάκι απέναντι στο μύλο καθώς ερχόμουν» της είπα βά-
ζοντας μπρος τη μηχανή.
«Λες να κάνουν κάμπινγκ οι κατσίκες; Γιατί ξέρω πως μόνο τέτοιες κατοι-
κούν εκεί πάνω» απάντησε γελώντας δυνατά η Μελίνα. «Γοργούλα δεν πας
καλά» συμπλήρωσε και γαντζώθηκε στο ξύλινο κάθισμα καθώς η βάρκα ση-
κώθηκε σκίζοντας το ήρεμο νερό..


Η Μελίνα μου μίλησε για τον Δαμιανό Περρή κι όσα είχαν προηγηθεί τη
νύχτα που πέρασε. Μου μίλησε με ενθουσιασμό για τη θεατρική ομάδα και το
επιχείρημά της να οργανώσει την παράσταση, τη γνωριμία της με την κυρία
Γαλάτη και τη Λίλα Πατέλη. Μας πήρε το ξημέρωμα να μου εξηγεί πως σκε-
φτόταν να στήσει την παράσταση, τους σπόνσορες, τα παιδιά της θεατρικής
ομάδας. Κοκκίνιζε όταν αναφερόταν στον Πετρή, και χανόταν μέσα στα σχέ-
δια της για το μέλλον στο νησί. Χάρηκα πολύ που είχε εξοικειωθεί τόσο γρή-
γορα με τους ανθρώπους αυτού του τόπου, που μπορούσε να ονειρεύεται, να
είναι χαρούμενη, να ελπίζει, αντίθετα με μένα που δεν είχα καταφέρει ακόμα
να κάνω ούτε ένα φίλο. Ένοιωθα μόνο μια απέραντη μοναξιά, και πίκρα, ανα-
καλύπτοντας καθημερινά πως στην καρδιά μου δεν υπήρχε φωτεινός χώρος
ούτε καν για μένα.
Της υποσχέθηκα πως θα διάβαζα το έργο, βάζοντας την να μου υποσχε-
θεί κι εκείνη με τη σειρά της πως θα σκεφτόταν όσα συζητήσαμε, και πως θα
ήταν προσεκτική με τις κινήσεις της όσο αφορούσε τον Δαμιανό Περρή. Διαι-
σθανόμουν ότι ο αυτός ο άνθρωπος δεν ήταν ένας απλά βαρεμένος καλλιτέ-
χνης, όπως ήθελε να τον δει η Μελίνα που είχε κολλήσει με το θεατρικό προ-
σπερνώντας το κομμάτι Δαμιανός. Ήταν εμφανές ότι όλη αυτή η μυστικοπά-
θεια έκρυβε κάτι παραπάνω από εκκεντρικότητα. Προς το παρόν όμως όλα
ήταν εικασίες, άρα δεν εύρισκα λόγο να ασχοληθώ παραπάνω με το θέμα, γι’
αυτό αποφάσισα να το αφήσω να εξελιχθεί μόνο του δεδομένου ότι οι πιθανό-
τητες να μπλέξει η Μελίνα προβάλλοντας το συγκεκριμένο θεατρικό ήταν
σχεδόν ανύπαρκτες….


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου