Δε ζυγιάζω, δε μετρώ, δε βολεύομαι! Ακολουθώ το βαθύ μου χτυποκάρδι...

Νίκος Καζαντζάκης, Ασκητική


Τετάρτη 23 Ιανουαρίου 2013

Ο ΧΟΡΟΣ ΤΩΝ ΘΕΡΙΣΤΩΝ ΚΕΦΑΛΑΙΟ 28ο


Είχα χάσει εντελώς τον ύπνο μου τις τελευταίες μέρες, και μοναδική αι-
τία ήταν το έργο του Δαμιανού και η εμμονή της Μελίνας να το ανεβάσει με

τη θεατρική ομάδα του νησιού. Το γεγονός ότι θα χρησιμοποιούσε το όνομα
μου στη θέση του συγγραφέα λίγο με απασχολούσε αν και θα έπρεπε, εκείνο
που με βασάνιζε ήταν για ποιο λόγο ο Περρής δεν υπόγραφε το έργο και τι θα
μπορούσε να κρυβόταν πίσω από αυτή την ιστορία. Είχα ρίξει ήδη μια κλεφτή
ματιά στο σενάριο και με είχε προβληματίσει σοβαρά το θέμα που πραγμα-
τευόταν. Η υπόθεση της αρχαιοκαπηλίας στα συγκεκριμένα νησιά ήταν παλιά
πληγή. Η γιαγιά μου συχνά μιλούσε για το θέμα αυτό με τις φίλες της,για συγ-
χωριανούς που είχαν κάνει περιουσίες πουλώντας αρχαία ευρήματα, καθώς
και για σπείρες αρχαιοκαπήλων. Θυμήθηκα ξαφνικά κι έναν μεγάλο καυγά με
τον μπαμπά μου μια από τις τελευταίες φορές που ήμασταν στο νησί.
Ήταν Σεπτέμβρης και οι γονείς μου μαζί με κάτι φίλους είχαν έρθει να με
πάρουν από την Τήνο. Εγώ επειδή δεν ήθελα να φύγω το έσκασα μεσάνυχτα
από το κρεβάτι μου και χώθηκα σε μια μικρή ξεχασμένη αποθηκούλα κάτω
από την ξύλινα σκάλα του σπιτιού, που το κλειδί της είχα ανακαλύψει σε ένα
σιδερένιο κουτί από μπισκότα. Είχα δοκιμάσει αυτό το σκουριασμένο κλειδί σε
ότι κλειδαριά υπήρχε μέσα και έξω από το σπίτι. Όταν ανακάλυψα αυτή την
αποθήκη αποφάσισα να μη πω τίποτα στη γιαγιά. Έτσι η μικρή αποθήκη έγινε
το μέρος όπου έκρυβα όλα τα μυστικά μου. Έκρυβα τα ζουζούνια που μάζευα
από τον κήπο, τα τσιγάρα που έκλεβε ο Δομίνικος από τον παππού του, μέχρι
και τα βαζάκια με το γλυκό κουταλιού που έφτιαχνε η γιαγιά.
Εκείνο λοιπόν το πρωί ,όταν οι γονείς μου ανακάλυψαν ότι λείπω επιστρά-
τευσαν όλο το προσωπικό του σκάφους, γειτόνους και γνωστούς σε όλο το νη-
σί για να με βρουν. Εγώ κλεισμένη μέσα στο σκοτεινό αποπνιχτικό ξύλινο δω-
μάτιο δεν ανάσαινα ελπίζοντας ότι θα έφευγαν τελικά χωρίς εμένα. Έψαξαν
όλο το νησί χωρίς να καταφέρουν τίποτα, κι όταν βράδυ γύρισαν στο σπίτι έ-
νας μεγάλος καυγάς άναψε στη σάλα.
«Δεν μπορεί να άνοιξε η γη και να την κατάπιε….εσύ ξέρεις που μπορεί να
είναι και δε μιλάς. Ίδια με τα μούτρα σου την έκανες. Γι’ αυτό δε λέει να ξε-
κολλήσει από εδώ» είπε στη γιαγιά θυμωμένος ο Ντίνος.
«Το μόνο που με νοιάζει αυτή τη στιγμή δεν είναι ούτε τα μούτρα μου,
ούτε τα δικά σου. Το μωρό μου να είναι καλά μόνο. Αλλά μια και το ανέφερες,

μάθε ότι αυτό το παιδί δεν έχει καμιά σχέση με σένα και με την τρελή τη μάνα
της. Αν δεν προσέξεις αυτό που σου λέω μια μέρα θα την χάσεις Κωνσταντίνε,
και τότε θα είναι αργά για δάκρυα. Και μεταξύ μας μακάρι ν’ ανοίξει τα φτερά
της και να φύγει πριν μάθει κάποια πράγματα για σένα που καθόλου περήφα-
νη δεν θα την κάνουν».
«Δεν μπορεί, είσαι μάνα μου εσύ;» τσίριξε ο Ντίνος. «Αντί να καμαρώνεις
που ο γιος σου έχει φτιάξει μια αυτοκρατορία, που έχει ένα σεβαστό όνομα
στις Κυκλάδες και σ’ όλο τον καλό κόσμο, ντρέπεσαι για μένα και δεν έχεις
πατήσει στο σπίτι μου ούτε μια φορά από τότε που πέθανε ο μπαμπάς. Ούτε
μια τυπική επίσκεψη έτσι για τα μάτια του κόσμου».
«Αν δεν ήμουν μάνα σου όπως λες, θα είχα ακολουθήσει τη συνείδησή μου.
Όσο για το σεβαστό σου όνομα δεν θα το συζητήσω» .
«Θα είχα ακολουθήσει τη συνείδησή μου». Άραγε τι να εννοούσε η γιαγιά;
Και τώρα που το ξανα θυμήθηκα όντως ποτέ δεν είχε έρθει σπίτι μας.
Μέσα από χιλιάδες σκέψεις που δεν οδηγούσαν πουθενά, κατέληξα στην
απόφαση να αρχίσω να συχνάζω στα καφενεία και τις ρούγες τριγύρω από το
πολιτιστικό κέντρο, και όχι μόνο, και να προσπαθήσω να μάθω κάτι σχετικά
με το Δαμιανό. Έπρεπε να κινηθώ διακριτικά κι ο μόνος τρόπος ήταν να εν-
σωματωθώ με τους θαμώνες των καφενείων.
«Α.. ρε Μελίνα, αλισβερίσι με τα ΚΑΠΗ η Γοργώ. Βάσανα που έχει η τέ-
χνη. Σκατά σπουδές έκανα. Τι σόι ζωγράφος είμαι γαμώτο, αναγκάζομαι τη
μια να γίνομαι καλογριά, και την άλλη να παριστάνω το χαρτόμουτρο στα κα-
φενεία. Σκρόφα ανάγκη, άλλος έχει το όνομα κι άλλος τη χάρη. Η Μελίνα εί-
ναι ηθοποιός εγώ πρέπει να παίζω ρόλους» μουρμούρισα καθώς σκάλιζα για
μια φορά ακόμα το μπαούλο της Μελίνας αναζητώντας ένα κασκέτο και τιρά-
ντες για να ντυθώ “αλάνι”.
«Οχτάρια» δήλωσε ο Μύρος και μάζεψε κομπάζοντας δυο άσσους κι ένα
εξάρι σκεπάζοντας τα με ένα σπαθάτο οχτώ.
«Δέκα» χτύπησα με δύναμη ένα καλό δεκάρι στο τραπέζι, χαλώντας τα
σχέδια του Μύρου σίγουρη για το παίξιμό μου μια και το τέταρτο δεκάρι το
κρατούσα στα χέρια μου.
Παλαμάκια και καζούρα ακουστήκανε στο τραπέζι από τα μπαρμπάτσια
που κάθονταν γύρω μας και παρακολουθούσαν το ντέρμπι μια κι ο Μύρος ή-
ταν πρωταθλητής στη δηλωτή.
«Λάμπη φέρε τσίπουρα για όλο το τραπέζι. Πληρώνει ο Μύρος» έδωσα ε-
ντολή στον καφετζή που στεκότανε στην πόρτα χαϊδεύοντας τη μεγαλοπρεπή
κοιλιά του.
«Στη γεια του που πληρώνει, κι ετού που κερδίζει» ακούστηκε η βροντερή
φωνή του Σιγάλα που ήταν μόνιμος αντίπαλος του Μύρου και είχε χαρεί πολύ
την ήττα του.
Ο Σιγάλας (στο παρατσούκλι), και ο Μύρος, ήταν δύο παραδοσιακά γε-
ροντάκια που τη μισή τους ζωή την είχαν ξοδέψει στο καφενείο του χωριού
παίζοντας δηλωτή, πρέφα, και τάβλι. Θεωρούσαν μεγάλη προσβολή να χά-
νουν παρτίδα και μάλιστα από ένα τσουτσεκάκι όπως με είχε αποκαλέσει ο
Μύρος την πρώτη φορά που τον προκάλεσα σε μονομαχία. Όμως πάντα τον
κέρδιζα, και για να είμαι ειλικρινής, όχι γιατί είχα κάνει διατριβή στο άθλημα,
απλά ο Μύρος φορούσε κάτι τεράστια γυαλιά που του έπεφταν χαμηλά στη
μύτη. Έτσι λοιπόν καθώς κρατούσε τα χαρτιά μπροστά σχεδόν στα μάτια του,
στους χοντρούς φακούς καθρεφτίζονταν το χαρτί του, εγώ το έβλεπα και όπως
ήταν φυσικό του έστηνα μπλόφες κάνοντας τον να βγαίνει από τα ρούχα του
χάνοντας το ένα στοίχημα μετά το άλλο.
Παρ’ ότι ο λόγος που χαρτόπαιζα στα καφενεία ήταν να πλησιάσω τους
θαμώνες αποσπώντας τους πληροφορίες για το θέμα που με απασχολούσε, θα
ομολογήσω ότι είχα αρχίσει να τους συμπαθώ και να αναθεωρώ ολοένα και
πιο πολύ τις αρχικές μου εντυπώσεις για τους ανθρώπους του νησιού. Σαφώς
κουτσομπόλευαν και ασχολούνταν με τις ξένες έγνοιες όμως το έκαναν από
ανία και συνήθεια πιο πολύ, κι όχι από κακοήθεια. Με τη συναναστροφή μου
μάλιστα μαζί τους είχα αρχίσει κι εγώ να μπαίνω στο τρυπάκι της περιέργειας
ρωτώντας πράγματα για ανθρώπους που δεν μ’ ενδιέφεραν καθόλου.

«Που έμαθες να παίζεις δηλωτή κοπελιά; Αυτά είναι επαρχιώτικα παιχνί-
δια» ρώτησε ο Σιγάλας ρουφώντας το τσίπουρο του. «Φαίνεσαι πρωτευουσιά-
να, εκεί θαρρώ πως μόνο μπιρίμπες και πινάκλια παίζετε».
«Ο παππούς μου με έμαθε μπάρμπα Σιγάλα. Βλάχος ήταν ο παππούς μου.
Ρουμελιώτης. Έχω ζήσει πολλά χρόνια σε χωριό» απάντησα με φυσικό τρόπο.
«Α γεια σου. Είπα κι εγώ, που έμαθε τές τις μπόλφες το μαμόθρεφτο; Και
ποιος καλός άνεμος σ’ φέρνει στα μέρη μας;»
«Ο άλλος μου παππούς ήταν από την Νάξο. Είχε αρρωστήσει όμως ο καη-
μένος κι η αρρώστια του τον κράτησε πολύ καιρό στην Αθήνα. Είχε ένα αδελ-
φικό φίλο εδώ στην Πάρο. Μου μιλούσε συχνά γι’ αυτόν. Είχε πεθάνει κατά
την απουσία του από το νησί. Του στοίχισε πολύ το γεγονός ότι δεν μπόρεσε
να έρθει στην κηδεία του. Πεθαίνοντας ο παππούς μου έδωσε ένα φάκελο, “θα
το δώσεις στα χέρια του Δαμιανού, του γιου του φίλου μου” μου είπε “είναι
πολύ σημαντικό, μόνο στα χέρια του, το υπόσχεσαι;”. Δεν πρόλαβε όμως να
μου πει που ακριβώς θα τον βρω. Κι εγώ έχοντας βάρος στην ψυχή μου την
επιθυμία του παππού, ήρθα εδώ για να βρω το φίλο του και να του παραδώσω
το γράμμα».
«Ε.. και τόνε βρήκες;» ρώτησε με εμφανές ενδιαφέρον ο Σιγάλας.
«Όχι δυστυχώς. Κανείς δε με βοηθάει» είπα έτοιμη να βάλω τα κλάματα.
«Το παράνομά του ποιο είναι;»
«Δεν το θυμάμαι. Μου το είπε ο παππούς αλλά καταλαβαίνεις, μου έδωσε
το γράμμα λίγο πριν πεθάνει, από τη μια η συγκίνηση της στιγμής, η αγωνία
του θανάτου από την άλλη, μασούσε τα λόγια του και δεν πολυκατάλαβα. Από
Πι άρχιζε πάντως σίγουρα. Πιπερής, Περρής, Περπερής, κάτι τέτοιο. Άντε
τώρα εγώ να βρω ένα Δαμιανό Π σε ολόκληρο νησί» είπα κι έσκυψα το κε-
φάλι με εμφανή απελπισία ζορίζοντας τον εαυτό μου να κλάψει. «Συγνώμη ρε
παππού. Άχρηστη εντελώς είμαι» ψιθύρισα κι ένα δάκρυ επιτέλους γλίστρησε
από τα μάτια μου. Είμαι ηθοπιάρα. Μελίνα σ’ έσκισα, σκέφτηκα κι ένα αόρα-
το χαμόγελο ικανοποίησης χαράχτηκε στα χείλη μου.
«Έλα μη στεναχωριέσαι κούκλα μου. Θα τον βρούμε. Εμείς φίλοι σου εί-
μαστε, θα βοηθήσουμε. Μια κοτσιλιά είναι το νησί. Άντε πάμε μια παρτίδα οι
δυο μας να ξεβαλαντώσεις;»
«Μπα, δεν έχω κέφι» αποκρίθηκα ανατριχιάζοντας, γιατί ο Σιγάλας ήταν
δυνατός παίχτης και γυαλιά δεν φορούσε. Θα μ’ έκανε σκόνη και θα έχανα τη
φήμη μου. Πώς να το κάνουμε ένα εγωισμό τον είχα κι εγώ…
Έμεινα για λίγο στο καφενείο του Λάμπη παρακολουθώντας τον αγώνα
Σιγάλα-Μύρου και Μήτσου- Χαρίλη που βρισκόταν σε πλήρη εξέλιξη. Απογο-
ητευμένη που και σήμερα κανείς δεν βρέθηκε να μου πει μια κουβέντα για τον
περιβόητο Δαμιανό σηκώθηκα με κατεύθυνση τον επόμενο καφενέ στην άλλη
μεριά της πόλης μήπως κι εκεί στεκόμουνα πιο τυχερή.
Δεν θα είχα κάνει περισσότερο από πενήντα βήματα στον πλακόστρωτο
σοκάκι όταν άκουσα πίσω μου μια λεπτή φωνή να με καλεί. Γύρισα απότομα
κι είδα μπροστά μου ένα κοντούλη σχετικά άνθρωπο με γαλανά μεγάλα μάτια
κι ένα μουσάκι σαν μαύρη πινελιά στο πηγούνι.
«Κρίτος Θωμάς» μου συστήθηκε αμέσως απλώνοντας το χέρι του.
«Μαρία Σιδέρη» του ανταπόδωσα τη σύσταση χρησιμοποιώντας ψεύτικο
όνομα, γιατί τη Γοργώ απ’ ότι είχα καταλάβει την ήξεραν τελικά και οι πέτρες
σ’ αυτό τον τόπο, κι εγώ ήθελα καλού κακού να φυλάξω τα νότα μου μια και
δεν ήξερα που πάω να μπλέξω.
«Μαρία θέλεις να σε κεράσω ένα καφέ και να τα πούμε λίγο;»
«Τι να πούμε; Δεν σας γνωρίζω» αποκρίθηκα με απορία.
«Θα σου εξηγήσω. Καθόμουν στο διπλανό τραπέζι κι άθελά μου άκουσα
την κουβέντα σου με τον Σιγάλα. Νομίζω πως μπορώ να βοηθήσω».
Μ’ ένα χαμόγελο συγκατάβασης τον ακολούθησα νοιώθοντας την καρδιά
μου να χτυπάει τρελά. Επιτέλους κάποιος τσίμπησε. Είχα αρχίσει να βαριέμαι
τη δηλωτή και τα τσίπουρα. Ακόμα λίγο και θα καταντούσα αλκοολική μ’ όλη
αυτή την τσιπουροκραιπάλη.
Ο Θωμάς με οδήγησε σ’ ένα χαριτωμένο καφενεδάκι με ψάθινες καρέκλες
και σιδερένια μαύρα τραπεζάκι πλάι στο κύμα, και παραγγείλαμε φραπέ στο

γκαρσόνι με την παρδαλή παντελόνα που βρέθηκε πάνω από το κεφάλι μας
πριν καλά καλά καθίσουμε.
«Λοιπόν κύριε Θωμά; Είμαι όλη αφτιά» του είπα χαριτολογώντας γεμάτη
ανυπομονησία ν’ ακούσω τι είχε να μου πει.
«Λέγε με σκέτο Κρίτο. Αυτό είναι το όνομά μου» είπε γελώντας. «Από το
Ερωτόκριτος βγαίνει. Οι φίλοι μου με φωνάζουν έτσι για συντομία και μου έ-
χει μείνει. Το Θωμάς είναι το επίθετο Μαρία μου».
«Η προφορά σου Κρίτο δεν είναι νησιώτικη. Δεν είσαι από τα μέρη μας;»
«Σωστή. Είμαι από το Αγρίνιο. Μένω όμως πολλά χρόνια στην Πάρο. Ήρ-
θα εδώ προσωρινά κάτω από κάποιες συνθήκες κι έμεινα. Ουδέν μονιμότερον
του προσωρινού όπως λένε».
«Λοιπόν;» επέμεινα στην ερώτηση μου.
«Ο άνθρωπος που γυρεύεις λέγεται Δαμιανός Περρής;» με ρώτησε απότο-
μα κοιτάζοντας με μέσα στα μάτια.
«Ν…ναι» απάντησα κομπλαρισμένη, «Περρής, είμαι σχεδόν σίγουρη απλά
δεν θυμάμαι καλά. Τον ξέρεις;»
«Είσαι σίγουρη πως έχεις ένα φάκελο γι’ αυτόν;»
«Φυσικά» αποκρίθηκα χωρίς κανένα ενδοιασμό.
«Ξέρεις τι έχει μέσα αυτός ο φάκελος;»
«Όχι. Κάποιο γράμμα φαντάζομαι».
«Τι σχέση είχε ο παππούς σου με τον εν λόγω κύριο ξέρεις;»
«Ήταν φίλος με τον μπαμπά του».
«Φίλοι μόνο, ή είχαν και άλλα πράγματα που τους συνέδεαν;»
«Δεν καταλαβαίνω κύριε Κρίτο. Υποτίθεται ότι εσείς είχατε κάτι να μου
πείτε. Με ανακρίνετε ή μου φαίνεται;» πήρα αμέσως αποστάσεις χρησιμο-
ποιώντας πληθυντικό και επιθετικό ύφος.
«Κοίτα Μαρία. Θέλω να είμαι σίγουρος ότι μιλάμε για τον ίδιο άνθρωπο.
Μερικά πράγματα φαίνονται αθώα αλλά μπορεί να γίνουν επικίνδυνα. Είσαι
ακόμα μικρή για να καταλάβεις».
«Ευχαριστώ για το ενδιαφέρον. Αν όμως γνωρίζεις τον Περρή όπως λες
πες μου απλά που θα τον βρω, κι άσε σε μένα την ευθύνη».
«Τον γνωρίζω» μου είπε εξακολουθώντας να με κοιτάζει στα μάτια, «δώσε
μου το φάκελο και υπόσχομαι να το δώσω στα χέρια του».
«Πλάκα μου κάνεις. Να σου δώσω το γράμμα του παππού μου; Σε ξέρω κι
από χθες; Και τι είναι αυτό το φοβερό μυστικό που κρύβει ο Περρής; Γιατί το
παίζει φαντομάς; Πες του λοιπόν αφού τον ξέρεις ότι αν θέλει το φάκελο να
έρθει να μου το ζητήσει ο ίδιος. Σε άλλον δεν το δίνω. Ο παππούς μου ήταν
απόλυτος σ’ αυτό και οφείλω να ακολουθήσω την εντολή του» είπα και σηκώ-
θηκα να φύγω ελπίζοντας ότι θα αντιδρούσε. Είχα δίκιο γιατί ο Κρίτος με
τράβηξε από το χέρι καθίζοντας με ξανά στην καρέκλα.
«Θα σου πω μια ιστορία Μαρία» είπε και έβγαλε από την τσέπη του ένα
τσιμπούκι με καπνό.
»Πριν… πολύ λίγα χρόνια ζούσα μια ήρεμη ζωή στο μικρό πανέμορφο χω-
ριό μου, που είναι χτισμένο πάνω στην όχθη ενός ποταμού μερικά χιλιόμετρα
έξω από το Αγρίνιο» άρχισε την αφήγησή του και το γαλάζιο βλέμμα του έγινε
ξαφνικά σκοτεινό.
»Ήμουν… δημοσιογράφος και δούλευα σε μια τοπική εφημερίδα στο Α-
γρίνιο. Σχεδόν καθημερινά έκανα τη διαδρομή από το χωριό ως την πόλη μια
και η οικογένεια μου ζούσε εκεί. Ένα πρωινό του Φθινοπώρου καθώς περνού-
σα έξω από ένα χτήμα που βρισκόταν πάνω στο δρόμο μου και πέντε μόλις χι-
λιόμετρα από το χωριό μου, είδα κάποιους να σκάβουν σ’ ένα σημείο έχοντας
κυκλώσει με απαγορευτικές κορδέλες το χτήμα. Μου έκανε εντύπωση και
πλησίασα να δω τι ακριβώς γινόταν. Για να μην μπω σε κουραστικές λεπτομέ-
ρειες θα σου πω πως ήταν η αρχαιολογική υπηρεσία που είχε πληροφορίες ότι
σ’ αυτό το χτήμα βρισκόταν ένας αρχαίος ναός».
Έκανε μια παύση πασχίζοντας να ανάψει το τσιμπούκι του. Τον κοιτούσα
προσπαθώντας να καταλάβω που το πήγαινε, και τι σχέση είχε το χωριό του
στο ποτάμι με τον Περρή. Δεν πρόλαβα να ολοκληρώσω τη σκέψη μου κι ο
Κρίτος συνέχισε την ιστορία του αφού επιτέλους άναψε αυτό το καταραμένο
τσιμπούκι τραβώντας δυο γερές ρουφηξιές.
»Μέσα από τις διασυνδέσεις που είχα ως δημοσιογράφος έμαθα ότι είχε
γίνει μια επώνυμη καταγγελία στο υπουργείο, από κάποιον ευαισθητοποιημέ-

νο εργάτη που οργώνοντας το χώμα ξέθαψε αρχαία ευρήματα, τα οποία όμως
ο ιδιοκτήτης του χτήματος που ήταν ντόπιος και είχε πολλά οργωμένα στρέμ-
ματα στη σειρά, ξαναέθαψε στο χώμα απειλώντας τον δουλευτή του κι απολύ-
οντας τον επί τόπου. Όταν γύρισε στο χωριό του ο εργάτης μίλησε για το
συμβάν στο καφενείο. Μετά από δυο μέρες βρέθηκε ξυλοκοπημένος στο δρό-
μο. Αυτό τον έκανε να θυμώσει τόσο πολύ που πήγε κατευθείαν στην αστυνο-
μία, και από εκεί στο Υπουργείο κάνοντας καταγγελία. Η αρχαιολογική υπη-
ρεσία μη μπορώντας να παραβλέψει το γεγονός έστειλε συνεργείο που έφραξε
το χτήμα κι άρχισε ανασκαφές».
«Κι ο εργάτης;» ρώτησα ανατριχιάζοντας με όσα άκουγα. «Τον ξαναδεί-
ρανε;»
«Δεν ξέρω. Δεν έμαθα ποτέ κάτι σχετικά με αυτό» είπε και γνέφοντας μου
να μην τον διακόπτω συνέχισε την κουβέντα του.
»Μετά από λίγες μέρες βγήκαν στην επιφάνεια τα ίχνη ενός ναού. Το θέμα
πήρε δημοσιότητα και όπως ήταν φυσικό ο ιδιοκτήτης σταμάτησε το όργωμα
και η περιοχή μπήκε σε αρχαιολογική επιστασία. Σιγά σιγά όμως οι έρευνες
ατόνησαν μέχρι που σταμάτησαν εντελώς. Έτσι λοιπόν ένα πρωί πηγαίνοντας
στο Αγρίνιο είδα να οργώνουν ξανά το χωράφι ετοιμάζοντας το για καπνό.
Έγινα έξαλλος. Σταμάτησα το αυτοκίνητο και προσπάθησα να σταματήσω το
όργωμα βάζοντας μπροστά το σώμα μου. Με άρπαξαν δυο μπράβοι του χτη-
ματία και με πέταξαν σαν καρυδότσουφλο στο δρόμο. Από κείνη τη στιγμή
άρχισα να κινώ γη και ουρανό Μαρία μου. Βγήκα στα τοπικά κανάλια, έστει-
λα γράμματα στο υπουργείο με φωτογραφίες που εγώ ο ίδιος είχα τραβήξει
από τα ευρήματα, το πάλεψα δηλαδή με νύχια και με δόντια. Το αποτέλεσμα
ήταν να σπάσουν και μένα στο ξύλο. Από την εφημερίδα με έδιωξαν. Είχα γί-
νει ένας γραφικός όπως μου είπαν. Απείλησαν τον πατέρα και τ’ αδέλφια μου.
Έβαλαν φωτιά στο σπίτι μου στο χωριό, και παρά λίγο να με κάψουν ζωντανό.
Ωστόσο δεν το έβαζα κάτω παρ’ ότι δεχόμουν πλέον πιέσεις και από την οικο-
γένεια μου. Ήταν βλέπεις όλοι τρομοκρατημένοι και με το δίκιο τους. Εκείνο
όμως που με ενθάρρυνε στην όλη προσπάθεια ήταν ότι δεν είχαν προχωρήσει
άλλο το όργωμα, πράγμα που σήμαινε ότι κάποιες “καρέκλες” φοβόντουσαν
ένα πιθανό σκάνδαλο και μάλιστα σε εποχή δημοτικών εκλογών που ήταν τό-
τε».
«Και δεν βρέθηκε κανένας να σε βοηθήσει βρε Ερωτόκριτε; Οι πνευματι-
κοί άνθρωποι της περιοχής; Από όσο γνωρίζω το Αγρίνιο έχει πολλή κουλτού-
ρα και διανόηση».
«Όχι μόνο δεν με στήριξαν αλλά με βγάλανε παλαβό. Είπαν ότι έχω εμμο-
νές. Μου έκλεισαν πολλές πόρτες. Κάποιοι από φόβο κάποιοι άλλοι από συμ-
φέρον. Δεν ξέρω, δεν μπορώ να πω κάτι πάνω σ’ αυτό».
«Τελικά τι έγινε;» ρώτησα νοιώθοντας θυμό με όσα άκουγα.
«Τελικά η γυναίκα μου με εγκατέλειψε και πήγε στην Αθήνα μαζί με την
κόρη μου γιατί φοβόταν. Κι εγώ ένα πρωί βρέθηκα μισοπεθαμένος σ’ ένα χα-
ντάκι στο χωριό. Μου είχαν σπάσει τα πλευρά. Έμεινα στο νοσοκομείο τρεις
μήνες. Όταν βγήκα ο πατέρας μου μου μήνυσε να μην ξαναπάω στο χωριό και
να τους αφήσω να ζήσουν ήσυχοι. Αυτό κι έκανα. Τα μάζεψα και ήρθα εδώ
όπου είχα ένα φίλο. Βρήκα μια δουλειά και από τότε πορεύομαι. Κώλωσα με
λίγα λόγια. Και δεν είμαι καθόλου περήφανος γι’ αυτό» είπε κι έσκυψε το κε-
φάλι του μέσα στα χέρια του.
«Δεν έχεις δίκιο» του είπα και του έσφιξα το μπράτσο. «Τι άλλο μπορού-
σες να κάνεις; Να τα βάλεις με τους καρεκλοκένταυρους ή τους “κρατούντες”;
Το πάλεψες όσο μπορούσες. Δεν λέω οι απώλειες που είχες ήταν σημαντικές.
Θα λύγιζαν ακόμα και σίδερο. Άλλωστε ό,τι και να έκανες τίποτα δεν θα γι-
νόταν. Το πολύ πολύ θα σε σκότωναν μια μέρα και θάσουν τώρα ένας γραφι-
κός πεθαμένος. Όσο για το χωριό σου εκεί είναι δεν έφυγε» είπα προσπαθώ-
ντας να τον παρηγορήσω βλέποντας τα μάτια του βουρκωμένα.
«Το χωριό μου τελείωσε. Δεν θα το ξαναδώ ποτέ» είπε με πίκρα.
«Το ποτέ, είναι μεγάλη κουβέντα Κρίτο».
«Δεν θα το ξαναδώ ποτέ» ξαναείπε, και γύρισε απότομα το κεφάλι του α-
ναζητώντας με τη ματιά του το γκαρσόνι με την παρδαλή βερμούδα, «θα
πιούμε ένα καραφάκι Μαρία;»
«Φυσικά. Άλλωστε έχουμε να πούμε κι άλλα. Έτσι δεν είναι;» του απάντη-
σα θεωρώντας σίγουρο πλέον πως κάπου πήγαινε τη συζήτηση

«Ναι. Δεν ξέρω για ποιο λόγο αλλά νοιώθω να σε εμπιστεύομαι. Φαίνεσαι
ξηγημένο άτομο. Ναι θα σου μιλήσω» είπε και παράγγειλε καραφάκι με μεζέ.
Αφού σερβίρισε τα ποτήρια μας ως γνήσιος τζέντλεμαν, και χαρήκαμε για
τη γνωριμία και όλα τα σχετικά τυπικά που μου έσπασαν τα νεύρα, καθώς α-
δημονούσα να φτάσουμε επιτέλους στον κύριο Δαμιανό μας, ξεκίνησε πάλι η
κουβέντα.
«Πριν μερικά χρόνια στην Πάρο είχε ξεσπάσει ένα τοπικό σκάνδαλο. Και
λέω τοπικό γιατί δεν βγήκε ποτέ έξω από τις Κυκλάδες μέχρι σήμερα τουλάχι-
στον».
«Έχει σχέση με τον Περρή;» διαμαρτυρήθηκα. «Γιατί αν δεν έχει, δεν θέ-
λω να μάθω, όχι τώρα».
«Αν πάψεις και με ακούσεις θα καταλάβεις πόσο σχέση έχει» μου είπε
αυστηρά αναγκάζοντας με να υπακούσω, ενώ ταυτόχρονα καμάκωνε χταπο-
δάκι στα κάρβουνα.
»Στις Κυκλάδες γίνεται μεγάλη διακίνηση αρχαίων. Το γνωρίζουν όλοι αλ-
λά σιωπούν. Φοβούνται το κύκλωμα της αρχαιοκαπηλίας που αποτελείται από
ανθρώπους που δεν είναι απλοί εγκληματίες. Γιατί Μαρία μου οι απλοί εγκλη-
ματίες είναι προβλέψιμοι και αντιμετωπίσιμοι. Έχεις το νόμο με το μέρος σου.
Υπάρχει γι’ αυτούς τιμωρία. Οι αρχαιοκάπηλοι όμως είναι μια άλλη πάστα
κακοποιών. Είναι οι περισσότεροι, για να μη πω όλοι, ευυπόληπτοι πολίτες.
Γιατί όπως γνωρίζεις η ευυποληψία στην εποχή μας έχει τιμή. Όσοι λοιπόν
καπηλεύονται την ιστορία μας κλέβοντας και μοσχοπουλώντας την, έχουν πο-
λύ χρήμα, άρα είναι υπεράνω νόμων. Οι νόμοι είναι για τους κοινούς θνητους.
Οι μεγαλοκαρχαρίες είναι πάντα στο απυρόβλητο. Άντε τώρα εσύ ο κοινός
θνητός να αποδείξεις τα αναπόδεικτα. Πάρε τη δική μου την περίπτωση. Γνώ-
ριζα ποιος με χτύπησε, όλοι το γνώριζαν, δεν μπορούσα όμως να το αποδείξω.
Και όχι μόνο αυτό, αλλά όταν ξεστόμισα το όνομα του ανθρώπου που μου έ-
σπασε τα πόδια και τα πλευρά μου έκανε μήνυση κι από πάνω, φτιάχνοντας
ψεύτικο άλλοθι που δήλωνε πως τη μέρα εκείνη ήταν στην Αθήνα. Με βγάλα-
νε και τρελό καταλαβαίνεις;»
«Σε καταλαβαίνω απόλυτα. Όμως σε παρακαλώ πες μου τι σχέση έχει ο
Περρής με όλα αυτά;» τον διέκοψα βλέποντας την κουβέντα να πηγαίνει αλ-
λού και την υπομονή μου να εξαντλείται.
«Υπάρχει ένα νησάκι κάπου μεταξύ Πάρου και Αντίπαρου η Δαφνούσα. Το
ξέρεις;»
«Φυσικά. Είναι αρχαιολογικός χώρος όπου έχουν ανακαλύψει έναν ολό-
κληρο ναό του Απόλλωνα…»
«Και… όχι μόνο» με διέκοψε, «στο νησί αυτό έχουν βρεθεί, και εξακολου-
θούν να ανασύρονται αρχαιολογικά ευρήματα μεγάλης ιστορικής αξίας. Οι
τολμηρότεροι αρχαιολόγοι μιλούν για νέα Δήλο. Πριν μερικά χρόνια ακού-
στηκε ανεπίσημα στους επιστημονικούς κύκλους, ότι ανασύρθηκαν μέσα από
ένα τάφο τέσσερα αγγεία αμύθητης αξίας που αναπαριστούσαν το τελετουρ-
γικό του “χορού των θεριστών”. Όπως καταλαβαίνεις η πληροφορία αυτή δεν
πέρασε απαρατήρητη. “Ο χορός των θεριστών” είναι ένα από τα ευρήματα
που αποτελούν το κορυφαίο απόκτημα των συλλεκτών του είδους.
»Τη συγκεκριμένη εποχή κάποιος από τους κατοίκους της Πάρου με ενδι-
αφέροντα οικολογικά παρακολουθούσε την αναπαραγωγή ενός είδους… στά-
σου να δεις πως το λένε…» σταμάτησε την αφήγηση ο Κρίτος προσπαθώντας
να θυμηθεί.
«Άστο τώρα, μου το λες μετά» διαμαρτυρήθηκα έντονα.
«Λοιπόν» συνέχισε, χαμογελώντας με την ανυπομονησία μου, «ο άνθρω-
πος αυτός έμενε με τη σκηνή του πάνω στην ακατοίκητη βραχονησίδα κατα-
γράφοντας με την κάμερά του την εξέλιξη του είδους. Ένα βράδυ λοιπόν που
δεν είχε ύπνο και καθόταν στην ακροθαλασσιά είδε φως στη Δαφνούσα. Του
κίνησε την περιέργεια και πλησίασε αθόρυβα με τη βάρκα του στο νησί. Έ-
φτασε μέχρι αρχαιολογικό χώρο και είδε κάποιους να συσκευάζουν σε ειδικά
ξύλινα κουτιά κάτι αγγεία».
«Τους Θεριστές;» αναφώνησα γουρλώνοντας τα μάτια.
«Ακριβώς».
«Καλά το νησί δεν φυλάσσεται;»

«Χα.. ναι. Υπάρχει ένας φύλακας που μένει στην απέναντι μεριά της Δαφ-
νούσας. Είναι το σπίτι του εκεί… και η ταβέρνα του επίσης. Όλη μέρα δουλεύ-
ει σαν το σκυλί, σιγά μην μείνει ξάγρυπνος την νύχτα να φυλάει την Δαφνού-
σα. Άλλωστε Μαρία μου όλα έχουν μια τιμή».
«Τι θέλεις να πεις; Ότι εξαγοράσανε τον φύλακα;»
«Όχι. Κάτι που δεν το γνωρίζω δεν μπορώ να το πω. Ξέρω όμως, όπως και
όλοι όσοι έχουν ασχοληθεί με το θέμα, ότι ουσιαστική φύλαξη δεν υπάρχει.
Έχουν δει πολλοί κότερα να πλευρίζουν το νησί. Τώρα γιατί κανείς δεν μιλάει;
Αυτό το καταλαβαίνεις και μόνη σου».
«Και; Τι έγινε με τους θεριστές;»
«Ο οικολόγος τράβηξε με την κάμερα όσα είδε. Φωτογράφισε και το σκά-
φος που περίμενε αραγμένο στην πίσω πλευρά του νησιού. Την τελευταία
στιγμή όμως κάποιος τσιλιαδόρος τον εντόπισε και… τον πυροβόλησε εν ψυ-
χρώ Μαρία μου».
«Τον σκότωσε;» ψέλλισα με τρόμο στα μάτια.
«Όχι, τον πυροβόλησε στα πόδια για να τον τρομάξει και να του πάρει την
κάμερα. Και δεν έφτανε αυτό, την επόμενη μέρα ο οικολόγος συνελήφθη για
αρχαιοκαπηλία μετά από καταγγελία ότι το προηγούμενο βράδυ τον είδαν
πάνω στη Δαφνούσα. Φυσικά κανείς δεν “ήθελε” να πιστέψει την δική του εκ-
δοχή, γιατί εκείνοι που κρύβονταν πίσω από την κλοπή των θεριστών είχαν
την πλήρη κάλυψη υψηλών προσώπων ντόπιων και μη».
«Εσύ τους ξέρεις;»
«Ναι. Αλλά δεν θα σου πω γιατί είναι πολύ επικίνδυνο Μαρία μου. Οι συ-
γκεκριμένοι είναι Κυκλαδίτες. Δύο από Τήνο και ένας από Νάξο. Είναι μεγα-
λοεπιχειρηματίες και έχουν ταΐσει πολλές τσέπες. Τα λεφτά κλείνουν στόματα
και τσακίζουν μέση, είναι νομοτέλεια. Όποιος προσπάθησε να σταθεί μπρο-
στά τους έσπασε τα μούτρα του» αναστέναξε ο Κρίτος κι άρχισε να ανασκαλί-
ζει το τσιμπούκι του που είχε σβήσει.
Έμεινα άφωνη με όσα άκουγα. «Ο Δαμιανός; Αυτός τι σχέση έχει;»
«Ο Δαμιανός Μαρία είναι συγγραφέας. Είναι ένας άνθρωπος πολύ ευαι-
σθητοποιημένος σε τέτοια θέματα. Όταν έμαθε για τη σύλληψη του οικολόγου
πήγε και τον βρήκε. Εκείνος του είπε όλα όσα είδε εκείνο το βράδυ. Ο Δαμια-
νός άρχισε να σκαλίζει το θέμα σε βάθος. Μάζεψε στοιχεία για τους συγκε-
κριμένους επιχειρηματίες και για την δράση τους. Στο θέμα ανακατεύτηκαν
πολλοί. Κάποια δειλά στόματα άνοιξαν δίνοντας στοιχεία στο Δαμιανό. Εκεί
άρχισε ο τραμπουκισμός. Οι άνθρωποι των αρχαιοκαπήλων απείλησαν έμμε-
σα και άμεσα θεούς και δαίμονες. Μέσα σε ελάχιστο χρόνο οι πόρτες κλείσανε
για το Δαμιανό. Η ζωή του μπήκε σε κίνδυνο. Αυτός όμως δεν το έβαλε κάτω.
Τους την έχει φυλαγμένη. Κρύβεται γιατί φοβάται. Και είναι πολύ φυσικό αυ-
το".
«Και πως ζει; Θέλω να πω, πως επιβιώνει;»
«Έχει εισοδήματα από τα βιβλία του. Είναι λιτός άνθρωπος. Τον βοηθάνε
και οι φίλοι του;»
«Τον βοηθάς κι εσύ;»
«Πολλά ρωτάς μικρή».
«Αν δεν με εμπιστεύεσαι γιατί μου τα είπες όλα αυτά;»
«Γιατί πιστεύω πως μέσα στο φάκελο που κρατάς υπάρχουν στοιχεία σχε-
τικά με το θέμα. Κι εσύ απερίσκεπτα τριγυρνάς στους καφενέδες, κρατώντας
μια χειροβομβίδα στα χέρια σου, μια χειροβομβίδα χωρίς περόνη έτοιμη να σε
ανατινάξει»
«Δίκιο έχεις» ψιθύρισα και ανατρίχιασα σύγκορμη.
«Λοιπόν. Θα μου δώσεις το φάκελο, και θα μου υποσχεθείς πως δεν θα
ασχοληθείς ξανά με το θέμα. Σύμφωνοι Μαρία;» με κεραυνοβόλησε με το
βλέμμα του.
«Όχι» απάντησα. «Μόνο στα χέρια του. Αλλιώς θα το πετάξω στα σκουπί-
δια».
«Είσαι ανόητη» είπε χτυπώντας οργισμένος το χέρι του στο τραπέζι.
«Απλά δεν είμαι κότα» απάντησα με προσβλητικό ύφος και σηκώθηκα.
«Αν όλα όσα μου είπες είναι αλήθεια και ο Περρής θέλει το φάκελο να έρ-
θει να με βρει. Κάθε μέρα εδώ τριγυρίζω. Δεν θα δυσκολευτεί και πολύ. Εκτός
κι αν θέλεις να μου πεις που κρύβεται να πάω εγώ να του τον δώσω. Μέχρι
τότε γεια σου, και χάρηκα για την γνωριμία».

Πήρα το δρόμο της επιστροφής με το κεφάλι μου γεμάτο ερωτηματικά.
Περίμενα πως κάτι κρυβόταν πίσω από την ιστορία Περρής, όμως δεν φαντα-
ζόμουν ποτέ πως θα ήταν τόσο βρώμικη.
Ο οικολόγος ήταν εν τέλει αθώος ή μήπως σκάρωσε όλη αυτή την ιστορία
για να γλιτώσει από το νόμο; Μήπως αυτός πήρε τους θεριστές; Αν όμως ήταν
αρχαιοκάπηλος δεν θα ήταν οικολόγος να κοιμάται στα ξερονήσια παρακο-
λουθώντας χελώνες και υβρίδια. Θα είχε τη βίλα του και δύο πισίνες με Φιλιπ-
πινέζες να του κάνουν μασάζ. Όχι, το σενάριο αυτό δεν έπαιζε καθόλου.
Ποιοι ήταν αυτοί οι αρχαιοκάπηλοι που κανείς δεν τους άγγιζε; Ήταν
τόσο ισχυροί ή απλά υπεράνω πάσης υποψίας; Έπρεπε να επιμείνω να μου πει
ονόματα. Εκτός κι αν όσα μου έλεγε ο Κρίτος ήταν παραμύθια για να μου πά-
ρει το φάκελο και να τον δώσει στον Δαμιανό.
Κι αν ο Κρίτος είναι άνθρωπος των αρχαιοκαπήλων, κι ακούγοντας την ι-
στορία μου, ήθελε το φάκελο πιστεύοντας ότι έχει στοιχεία για τους Θεριστές;
Σ’ αυτή την περίπτωση την έβαψα.
Και μένα τι με νοιάζουν όλα αυτά; Γιατί πάω να μπλέξω; συλλογίστηκα.
Μέσα μου όμως ένοιωθα θυμό. Ήταν άδικο οι καλοί, να κρύβονται και οι
κακοί ν’ απολαμβάνουν την ζωή τους ανέμελα και χλιδάτα. Και ρε γαμώτο με
ποιο δικαίωμα αρπάζουν την δική μου κληρονομιά και την πουλάνε, απειλώ-
ντας με κι από πάνω οι τσόγλανοι;
Όποια εκδοχή όμως και αν έπαιρνα, το σίγουρο ήταν ότι είχα μπλέξει. Εί-
τε με τον ψευτοφάκελο του παππού, είτε με το σενάριο του Δαμιανού που σί-
γουρα καθόλου αθώο δεν ήταν. Έπρεπε το γρηγορότερο να μιλήσω με τη Με-
λίνα.
«Άσε ότι κάνεις και έλα στο μύλο γρήγορα» της είπα με ανησυχία στη φω-
νή καλώντας την στο κινητό.
«Τι έγινε;» με ρώτησε καταλαβαίνοντας από τον ήχο της φωνής μου ότι
κάτι δεν πάει καλά.
«Θα σου πω από κοντά. Έλα αμέσως. Είναι σοβαρό».
Τη βρήκα στο μύλο να με περιμένει στο κατώφλι γεμάτη αγωνία.
«Τι έγινε;» με ρώτησε αμέσως πριν καλά καλά προλάβω ν’ ανεβώ στο τε-
λευταίο σκαλί.
«Έγινε ότι μπλέξαμε» της είπα κι έπεσα βαριά στην πολυθρόνα της βερά-
ντας πίνοντας ταυτόχρονα μονορούφι τη λεμονάδα της που βρήκα στο τραπέ-
ζι. Εκείνη με κοίταξε με απορία μη μπορώντας να κατανοήσει την πρωτοφανή
συμπεριφορά μου.
«Κατ’ αρχήν πες μου τι έχεις κάνει με το θεατρικό;» τη ρώτησα.
«Χέσε το θεατρικό και λέγε τι συμβαίνει. Γιατί φυσικά δεν είσαι σ’ αυτή
την κατάσταση από την αγωνία σου για την πορεία του έργου. Μη τρελαθού-
με» διαμαρτυρήθηκε δίκαια.
«Ναι, δίκιο έχεις. Συγνώμη είμαι ταραγμένη με όσα έμαθα. Θα σου πω όλη
την ιστορία από την αρχή και θα καταλάβεις» της είπα και ξεκίνησα χωρίς άλ-
λη καθυστέρηση να της εξιστορώ με κάθε λεπτομέρεια τα όσα είχαν διαδρα-
ματισθεί. Την είδα να χάνει το χρώμα της στην αρχή, και μετά να κοκκινίζει
από θυμό.
«Τώρα εξηγούνται όλα» μονολόγησε. «Ο Δαμιανός με χρησιμοποίησε για
να δώσει το μήνυμα του μέσα από το θεατρικό. Γι’ αυτό δεν θέλει το όνομα
του στο σενάριο. Γι’ αυτό όλη η μυστικοπάθεια. Μ’ αφήνει να βγάλω εγώ το
φίδι από την τρύπα και μετά να το καμακώσει. Κι εγώ η ηλίθια μέσα από την
άγνοιά μου θα έπαιζα το παιχνίδι του. Μα τον Δία τι μηχανορραφία. Το καθί-
κι!» φώναξε εκνευρισμένη.
«Στάσου Μελίνα να βάλουμε τα πράγματα στη θέση τους. Τίποτα δεν εί-
ναι όπως φαίνεται. Κατ’ αρχήν δεν ξέρουμε που είναι η αλήθεια. Αν θεωρή-
σουμε όμως τα λεγόμενα του Κρίτου δεδομένα, το πράγμα είναι αρκετά σοβα-
ρό. Δεν πιστεύω πως ο Περρής είναι θρασύδειλος και χρησιμοποίησε εσένα
για να περάσει τη γραμμή του χωρίς να κινδυνέψει ο ίδιος. Σκέψου το πιο λο-
γικά. Είσαι ένα νέο πρόσωπο στο νησί. Απόκτησες την εμπιστοσύνη του καλ-
λιτεχνικού κύκλου. Μεράκι έχεις με το παραπάνω. Τι καλλίτερο από το να ε-
μπιστευτεί σε σένα κάτι τόσο πολύτιμο για εκείνον. Γιατί το ξέρεις καλά. Το
κάθε έργο του όποιου καλλιτέχνη είναι η κατάθεση της ψυχής του. Είναι το
παιδί του, το δημιούργημα του. Δεν θα το εμπιστευόταν εύκολα σε κανένα

παρά μόνο αν ήταν μεγάλη ανάγκη. Και γι’ αυτόν είναι τεράστια η ανάγκη,
και η ευθύνη του επίσης».
«Ναι, αλλά θα μπορούσε να μου εξηγήσει κάποια πράγματα να ξέρω κι
εγώ που πατάω».
«Σ’ αυτό έχεις δίκιο. Όμως θα χανόταν το αυθόρμητο της προσπάθειας. Κι
έπειτα η πιθανότητα να του αρνηθείς ήταν μεγάλη. Άφησε λοιπόν να λειτουρ-
γήσει το καλλιτεχνικό σου ένστικτο για να υποστηρίξεις το έργο με όλη σου
την ψυχή. Το βρίσκω πολύ λογικό. Μέσα στο σενάριο αναφέρονται ονόματα ή
κάποια αναφορά στο συγκεκριμένο γεγονός; Όχι. Άρα; Κανένα πρόβλημα με
σένα. Τώρα, όποιος έχει αφτιά θα ακούσει, κι όποιος έχει τη μύγα θα μυγια-
στεί. Αυτός είναι ο σκοπός του κάθε συγγραφέα. Και το βρίσκω γοητευτικό εν
τέλει».
Με κοίταξε με έκπληξη στα μάτια. «Τελικά είσαι απρόβλεπτη Γορ-
γώ.Ομολογώ δεν περίμενα από σένα τέτοια τοποθέτηση στο θέμα. Και το γα-
μώτο είναι ότι συμφωνώ μαζί σου».
«Δεν λέω πως δεν είναι επικίνδυνο» συνέχισα, «η αλήθεια είναι ότι πρέπει
να σκεφτούμε καλά πριν αποφασίσουμε τι θα κάνουμε. Δεν το κρύβω έχω
θορυβηθεί με όλα αυτά. Τον Κρίτο τον σπάσανε στο ξύλο, ο Δαμιανός κρύβε-
ται, ο οικολόγος μπορεί να πήγε φυλακή, εμείς τα παλαβά που πάμε να μπλέ-
ξουμε; Από την άλλη όμως τσαντίζομαι ρε Μελίνα».
«Τσάμπα το συζητάμε» με διέκοψε απότομα. «Έτσι κι αλλιώς το έργο δεν
ανεβαίνει».
«Γιατί;» ρώτησα απογοητευμένη από την απάντηση της θεωρώντας ότι
κώλωσε.
«Για τον απλούστατο λόγο ότι δεν υπάρχουν χρήματα. Οι σπόνσορες αρ-
νούνται να το χρηματοδοτήσουν, και πέρα από αυτό η Πατέλη δεν θα αφήσει
να μας παραχωρηθεί το θέατρο. Που θα το ανεβάσουμε; Στον ανεμόμυλο με
θεατές τους γλάρους και τη Φρόσω;»
«Χρήματα έχω μαζέψει αρκετά από το καλογριλίκι. Ήθελα να σου κάνω
έκπληξη και να διαμορφώσουμε το μύλο. Μια χαρά όμως είναι το σπιτάκι μας.
Πάρε όλα τα λεφτά που έχω και θα προσπαθήσω να σου βρω κι άλλα. Όσο
για χώρο θα βρούμε μη σε νοιάζει. Έχω κάτι στο μυαλό μου. Άστο σε μένα αυ-
τό. Εσύ μπορείς να οργανώσεις την παράσταση; Και κυρίως θέλεις να το κά-
νεις μετά από αυτά που έμαθες;»
«Γοργώ είσαι σίγουρη;» με ρώτησε και τα μάτια της γέμισαν δάκρυα.
«Ναι ρε γαμώτο. Δεν γουστάρω να φιμώνουν την τέχνη μόνο και μόνο για-
τί η αλήθεια χαλάει τα χλιδάτα αφτάκια τους. Το έργο θα ανέβει ακόμα κι αν
χρειαστεί να μας σταυρώσουν γι’ αυτό. Άσχετα με τον Δαμιανό τον Κρίτο και
την παρέα τους. Θα ανέβει γιατί είναι εργάρα και το γουστάρουμε. Κινήσου
σαν να μην έμαθες τίποτα για όλα αυτά. Προσπάθησε μόνο να διαφυλάξεις το
σενάριο όσο μπορείς. Τα άλλα άστα σε μένα. Μόνο να προσέχεις».
Σηκώθηκε και με αγκάλιασε με ενθουσιασμό. «Ο Απόλλωνας δεν μένει πια
στον Αστερία» αναφώνησε με στόμφο, «σενάριο Γοργώ Δεμέζη – Σκηνοθεσία
Μελίνα Θωμαϊδη».
«Την πανίσχυρη επικαλούμαι Νίκη, την ποθητή στους θνητούς, αυτήν που
μόνο καταλύει των θνητών την αγωνιστική ορμή, και την οδυνηρή στις μάχες
αντιπάλων διχόνοια. Γιατί εσύ αποφασίζεις στους πόλεμους, για τα τροπαιού-
χα έργα, φέρνοντας πάντα τέλος καλό, στα καλόφημα έργα» συμπλήρωσα την
ατάκα της Μελίνας σχηματίζοντας το σήμα της νίκης.
«Τώρα μ’ έστειλες εντελώς» είπε κοιτάζοντας με στα μάτια έκπληκτη, «ξέ-
ρεις και Ορφικούς ύμνους βρε τέρας;»
«Ο παππούς ο Ναξιώτης μου τους έμαθε. Χα.χα. Τρομερός παππούς… o
παππούς!».


Είχαν περάσει τέσσερις μέρες από τη συνάντηση μου με τον Κρίτο, και
παρ’ ότι τριγύριζα ολόκληρη μέρα από στέκι σε στέκι ελπίζοντας να τον συνα-
ντήσω δεν είχα καταφέρει τίποτα. Είχε εξαφανιστεί από την πιάτσα. Ήπια
ένα τελευταίο τσιπουράκι στου Λάμπη και ανηφόρισα προς το λιμανάκι που
είχα δέσει τη βάρκα με προορισμό το Μύλο. Είχαμε συμφωνήσει με τη Μελίνα
να μην κυκλοφορούμε τα βράδια έξω μόνες μας και να επιστρέφουμε στο σπί-
τι λίγο μετά τη δύση του ήλιου.
Περπάτησα στο δημόσιο δρόμο αποφεύγοντας να απομονώνομαι στα στε-
νά δρομάκια που με οδηγούσαν συντομότερα στο μικρό λιμανάκι κοιτώντας
κάπου κάπου πίσω μου, γιατί κατά βάθος η εξαφάνιση του Κρίτου με είχε βά-
λει σε τρελές υποψίες. Φοβόμουν πως τελικά με είχε παραμυθιάσει με τις ι-
στορίες του, με σκοπό να με τρομάξει και να μου πάρει το φάκελο. Αφού λοι-
πόν δεν μου τον πήρε με το καλό, υπήρχε περίπτωση να χρησιμοποιήσει άλλες
μεθόδους. Κι αυτή τη φορά ήταν σίγουρο πως το μενού δεν θα περιελάμβανε
φραπέ και ουζάκι.
Έφτασα στο μεγάλο σταυροδρόμι κι αφού κοίταξα επανειλημμένα πίσω
μου μπήκα στο μικρό μονοπάτι που ήταν ο μοναδικός δρόμος για τη βάρκα
μου. Ένα τρίξιμο πλάι μου μ’ έκανε να αναπηδήσω ιδρώνοντας από φόβο. Α-
νάσανα ανακουφισμένη βλέποντας μια δεντρογαλιά να χάνεται μέσα στα ξε-
ρά κλαδιά, θέαμα που σε άλλη περίπτωση θα με είχε κάνει να τρέχω με χίλια
δεδομένου ότι σιχαίνομαι μέχρι θανάτου τα φίδια. Η θέα του πράσινου μικρού
λιμανιού που εμφανίστηκε μπροστά μου, με τη Γοργώ να κινείται ρυθμικά πά-
νω στο ανήσυχο νερό μ’ έκανε να επιταχύνω το βήμα μου με την επιθυμία να
φτάσω το συντομότερο στο σπίτι μου.
Έβγαλα τα παπούτσια μου, τα πέταξε μέσα στο σκάφος κι άρχισα να λύνω
τον κόμπο στο σκοινί, όταν ένα σφίξιμο στο λαιμό από ένα μαύρο μαντήλι μου
έκοψε την ανάσα.
«Λέγε ποια είσαι;» άκουσα πίσω από το κεφάλι μου μια βραχνή φωνή, ενώ
το σφίξιμο στο λαιμό μου είχε χαλαρώσει.
«Η Μαρία» απάντησα με τρεμάμενη φωνή, επιστρατεύοντας όσο κουρά-
γιο μου είχε απομείνει για να μη λιποθυμήσω από τον φόβο μου.
«Ποιος σ’ έστειλε να βρεις τον Δαμιανό Περή;» συνέχισε απειλητικά η
βραχνή φωνή.
«Ο παππούς μου» απάντησα μη έχοντας άλλη επιλογή έτσι που τα είχα
κάνει.
«Ο παππούς σου από τη Νάξο;»
«Ναι. Εσύ ποιος είσαι; Γιατί θέλεις να με πνίξεις;» αναθάρρησα νοιώθο-
ντας το σφίξιμο να χαλαρώνει εντελώς.
Τράβηξε το μαντήλι από το λαιμό μου κι αρπάζοντάς με από τα μαλλιά γύ-
ρισε το πρόσωπό μου προς το μέρος του.
«Με πονάς» διαμαρτυρήθηκα βγάζοντας ένα δυνατό βογκητό.
«Συγνώμη. Δεν συνηθίζω να απειλώ γυναίκες» μου είπε «αν όμως δεν μου
πεις ποιος σε έστειλε, θα με αναγκάσεις να σου φερθώ χειρότερα».
«Αν με αφήσεις θα σου πω» είπα και τα πρώτα δάκρυα μούσκεψαν το
πρόσωπό μου.
«Μη δοκιμάσεις να φύγεις γιατί θα σε πιάσω, και τότε θα σε πετάξω στα
ψάρια, στο υπόσχομαι».
«Ορκίζομαι πως δεν θα φύγω, που να πάω άλλωστε;» μουρμούρισα με πα-
ράπονο στη φωνή.
Πήρα βαθιά ανάσα καθώς ένοιωσα το κεφάλι μου ελεύθερο και τον κοίτα-
ξα ευθεία στα μάτια. Με την πρώτη ματιά που του έριξα κατάλαβα πως ήταν ο
Δαμιανός. Βραχνή φωνή, μακριά μαλλιά, μουσάκι, διαπεραστικό βλέμμα. Η
περιγραφή της Μελίνας. Κοίταξα διακριτικά τα χέρια του. Το δαχτυλίδι του
βεβαίωσε την υποψία μου. Έκλεισα τα μάτια παίρνοντας ανάσες για να κερ-
δίσω χρόνο και να σκεφτώ τι να του έλεγα.
«Λοιπόν;» ακούστηκε βροντερή η φωνή του. «Και μην αρχίσεις πάλι το
παραμύθι για τον παππού σου γιατί μάθε κούκλα μου ότι ο πατέρας του Δα-
μιανού δεν γνώριζε κανένα Σιδέρη από την Νάξο. Αυτό για να ξεκαθαρίζουμε
τα πράγματα».
Συνέχισα να τον κοιτάζω στα μάτια. Το βλέμμα του ήταν σαγηνευτικό, είχε
μια παράξενη γοητεία, και το σώμα του ανέδυε μια μυρωδιά δειλινού. Μου
μιλούσε και η βραχνή του φωνή δονούσε περίεργα τ’ αφτιά μου. Ένοιωσα πως

δεν κινδύνευα μαζί του και η τρεμούλα από τα γόνατά μου είχε υποχωρήσει
εντελώς. Του χαμογέλασα αμυδρά και κάθισα οκλαδόν στα βότσαλα. Το ίδιο
έκανε κι εκείνος.
«Εσύ που το ξέρεις;» τον ρώτησα.
«Το ξέρω» απάντησε ξερά.
«Εντάξει. Δεν υπάρχει παππούς. Ούτε φάκελος υπάρχει. Ένα κόλπο ήταν
για να βρω τον Δαμιανό Περρή».
«Ο λόγος;»
«Προσωπικός».
«Μμ… Γνωρίζεστε δηλαδή;» είπε και χαμογέλασε περιμένοντας να πέσω
σε ατόπημα.
«Αυτό τώρα εσένα τι σε νοιάζει;» του είπα σχεδόν ναζιάρικα ξεχνώντας
εντελώς το εγκεφαλικό που κόντεψα να πάθω πριν λίγα λεπτά.
«Αχ, μη με κάνεις να θυμώσω ξανά. Μια χαρά δεν τα λέμε;» είπε ο Δαμια-
νός και το βλέμμα του έγινε ξανά σκοτεινό.
«Ωραία. Ας αφήσουμε τα παιχνίδια» τον αιφνιδίασα. «Ξέρω πως είσαι ο
Δαμιανός Περρής».
Τον είδα να κάνει μια νευρική κίνηση και το πρόσωπό του να συσπάται.
«Ποιος σε έστειλε και γιατί;» μου είπε με απειλητικό πάλι ύφος.
«Άντε πάλι. Κανένας δεν με έστειλε. Το ξερό μου το κεφάλι ευθύνεται που
ανακατεύεται όπου δεν το σπέρνουν. Είμαι η συγκάτοικος της Μελίνας Θωμα-
ϊδη. Διάβασα το θεατρικό σου, μου άρεσε, και ήθελα να σε γνωρίσω. Όλη αυ-
τή η μυστικοπάθεια και η θριλερική σου συμπεριφορά προκάλεσαν την καλ-
πάζουσα φαντασία μου. Αξίζει αυτό για να με πνίξεις και να με πετάξεις στα
ψάρια; Κάντο λοιπόν κύριε μάγκα. Τι περιμένεις;» ξέσπασα ξαφνικά εξακο-
λουθώντας να τον κοιτάζω κατάματα.
«Δεν το πιστεύω! Είσαι τρελό κορίτσι μου; Αυτό το ξερό, όπως σωστά το
είπες κεφάλι, δεν σκέφτηκε ούτε για μια στιγμή πως είχα τους λόγους μου να
μη θέλω να εμφανιστώ;»
«Θα μπορούσες να το πεις στη Μελίνα. Και αν θέλεις να τα πούμε με το
όνομά τους, με ποιο δικαίωμα έμπλεξες ένα ανυποψίαστο κορίτσι σε τέτοια
υπόθεση; Νομίζεις ότι αυτό είναι τίμιο; Πως μπορείς εσύ να κάνεις μαθήματα
σε μένα όταν συμπεριφέρεσαι εξ ίσου επιπόλαια;»
Με κοίταξε για μερικά δευτερόλεπτα χωρίς να μιλά.
«Μαρία» έσπασε τέλος τη σιωπή, και η φωνή του έγινε τρυφερή. «Θέλω
να μην ανακατευτείς άλλο σε αυτή την ιστορία. Αυτό που έκανες με το γράμμα
ήταν ανόητο. Παρά λίγο να πιστέψω πως κάποιοι σε έβαλαν να με βρεις και
θα την πλήρωνες τσάμπα. Αυτά που σου είπε ο Κρίτος θέλω να τα ξεχάσεις.
Ναι, τελικά δεν έπρεπε να ανακατέψω τη Μελίνα σ’ αυτό. Δεν μπορούσα όμως
να προβλέψω αυτή την εξέλιξη. Σε παρακαλώ να τελειώσει εδώ, το υπόσχε-
σαι;» είπε και μου έπιασε τα χέρια.
«Με πιστεύεις δηλαδή;»
«Μα ναι» χαμογέλασε «αυτό το μουτράκι δεν μπορεί να έχει σχέση με κα-
κοποιούς. Συγνώμη για τη συμπεριφορά μου πριν. Να σε τρομάξω ήθελα, δεν
θα σου έκανα κακό. Υποσχέσου μου όμως ότι θα σταματήσεις να σκαλίζεις αυ-
τή την ιστορία. Και το θεατρικό χέστο. Πέταξέ το στα σκουπίδια εντάξει;»
«Το θεατρικό θα ανέβει Δαμιανέ. Αυτό είναι πια αδιαπραγμάτευτο. Ήδη
βρίσκεται σε εξέλιξη. Δεν θα μας σταματήσει τίποτα. Και ξέρεις κάτι; Δεν εί-
ναι μόνο δική σου υπόθεση η αρχαιοκαπηλία, αφορά και μένα και όλους μας.
Άλλωστε το έργο σου είναι τέλειο. Η Μελίνα είναι ενθουσιασμένη, και την ε-
μπιστεύομαι. Θα ανέβει και θα γίνει και πάταγος» του είπα με ενθουσιασμό.
«Μαρία» είπε και με κοίταξε τρυφερά κάνοντας την καρδιά μου να χτυπή-
σει δυνατά, «αν σου συμβεί κάτι δεν θα το συγχωρήσω ποτέ στον εαυτό μου».
«Ούτε κι εγώ θα μου το συγχωρήσω Δαμιανέ, να είσαι σίγουρος» του είπα
και σηκώθηκα γιατί είχε αρχίσει να σουρουπώνει και η Μελίνα θα ανησυχού-
σε.
«Ώρα καλή. Να προσέχεις» μου είπε σπρώχνοντας την βάρκα μου στο νε-
ρό…
«Να μη χαθούμε» του είπα με νόημα και τον αποχαιρέτησα με το βλέμμα
μου.
Το φεγγάρι είχε αρχίσει να ξεχωρίζει στο στερέωμα και τα πρώτα άστρα
έπιαναν σιγά σιγά τη βραδινή τους βάρδια. Γέμισα τα πνευμόνια μου θαλασ-

σινή αύρα και στο μυαλό μου ανακατεύονταν χιλιάδες σκέψεις. Τελικά η ζωή
είναι όμορφη, πολύ όμορφη.
Με τον «αυτόματο» πιλότο η Γοργώ έφτασε στο λιμανάκι κοντά στο μύλο
και στάθηκε στη γνωστή της θέση. Τέντωσα τ’ αφτιά μου ακούγοντας ένα πα-
ράξενο θόρυβο πίσω από τους θάμνους που ξεχώριζε από τον παφλασμό της
θάλασσας. Πήδηξα αθόρυβα στη θάλασσα από το πίσω μέρος της βάρκας και
κολυμπώντας με αργές κινήσεις βγήκα από την αριστερή πλευρά του κόλπου
περπατώντας στα νύχια. Κάνοντας ένα μικρό κύκλο έφτασα από την πίσω
πλευρά του θάμνου και πήδηξα μέσα στο χαντάκι που βρισκόταν δυο μέτρα
από τη συστάδα. Βγάζοντας με πολλή προσοχή το κεφάλι στράφηκα προς τα
κει που ακουγόταν ο θόρυβος πιο έντονα τώρα που είχα πλησιάσει. Μέσα στο
μισοσκόταδο μια λευκή φιγούρα μασούλαγε με βουλιμία φύλλα. Ήταν η
Φρόσω. Με ένα σάλτο πετάχτηκα έξω από το χαντάκι. «Αααα…» ακούστηκε
τρομαγμένη η φωνή της Μελίνας που καθόταν κουλουριασμένη στην άκρη
του θάμνου.
«Ηρέμησε. Εγώ είμαι» της φώναξα και έτρεξα να την αγκαλιάσω.
«Γοργώ που ήσουν;» είπε τρέμοντας. «Στο μύλο… κάποιοι είναι μέσα… η
πόρτα ήταν ορθάνοιχτη» συμπλήρωσε δείχνοντας προς το μέρος του ανεμό-
μυλου.
«Έλα να μπούμε στη βάρκα» της είπα ψιθυριστά. «Μη φοβάσαι. Θα πε-
ριμένουμε λίγο. Αν δούμε κάποια κίνηση θα βάλουμε μπρος και θα περάσουμε
απέναντι» της είπα και την τράβηξα προς τη βάρκα.
«Να πάρουμε και τη Φρόσω» κλαψούρισε.
«Μελίνα!» της φώναξα αυστηρά.
Με ακολούθησε σιωπηλή έχοντας ωστόσο πάρει ξανά το χρώμα της.
«Τι έγινε πες μου. Είδες κάποιον μέσα στο σπίτι;» τη ρώτησα όταν πια
νιώσαμε ασφάλεια αφήνοντας τη βάρκα να κυλήσει απαλά μέσα στο νερό.
«Ερχόμουν από την πόλη με τα πόδια. Λίγο πριν φτάσω στο μύλο, βρήκα
στο δρόμο τη Φρόσω με τον Αργύρη να τριγυρίζουν. Μου έκανε εντύπωση
γιατί πριν φύγω είχα κλείσει την πόρτα με το σύρτη. Αμέσως λοιπόν σκέφτηκα
πως κάποιος άνοιξε την πόρτα. Πήγα προς το μύλο κρυφά με μεγάλη προσο-
χή. Είδα την καγκελόπορτα ορθάνοιχτη και την πόρτα του μύλου επίσης ανοι-
χτή. Τρόμαξα πολύ και έτρεξα αμέσως στο λιμανάκι να σε περιμένω. Δεν ξέ-
ρω τίποτα άλλο. Γιατί άργησες γαμώτο;»
«Θα σου πω αλλά όχι τώρα. Λες να είναι Αλβανοί;» αναρωτήθηκα.
«Μπα.. αποκλείεται. Δεν έχει Αλβανούς η περιοχή. Άλλωστε τώρα καλο-
καίρι είναι, δεν θα τολμούσε κανείς κάτι τέτοιο» απάντησε η Μελίνα προβλη-
ματισμένη. «Ξέρεις τι μου ήρθε στο μυαλό;» συνέχισε με το ίδιο ύφος, «μή-
πως ψάχνουνε να βρούνε το φάκελο του ψευτοπαππού;»
«Ρε τώρα που το λες… ναι, μου φαίνεται πιθανόν».
«Να πάρουμε την αστυνομία» πρότεινε.
«Όχι. Καλλίτερα να μη μπλέξουμε σε κάτι τέτοιο. Ας βεβαιωθούμε πρώτα
αν πρόκειται για κλεφτρόνια ή όχι, και μετά βλέπουμε. Αν πλακώσει η αστυ-
νομία θα γίνουμε το θέμα του νησιού. Κι αυτή τη στιγμή κάτι τέτοιο δεν θα
ήταν χρήσιμο, όχι πριν ανέβει το έργο».
«Πιστεύεις πως πρέπει να συνεχίσουμε; Μήπως τελικά είναι επικίνδυνο
Γοργώ;»
«Θέλεις να το σταματήσουμε;» τη ρώτησα κοιτάζοντας την μέσα στα μά-
τια.
«Όχι» αποκρίθηκε με σιγουριά.
«Ούτε κι εγώ» της είπα και την αγκάλιασα σφιχτά.
«Λοιπόν. Εγώ θα πάω στο μύλο. Εσύ θα μείνεις εδώ. Αν δεις ότι αργώ πή-
γαινε να φωνάξεις τον Πέτρο. Αυτόν θαρρώ πως μπορούμε να τον εμπιστευ-
τούμε» είπα και τράβηξα το σκοινί της βάρκας για να την βγάλω προς τα έξω.
«Δεν πας καλά που θα πας μόνη σου. Μαζί θα πάμε. Θα μπούμε από το πί-
σω πορτόνι. Αν κάποιος είναι μέσα θα τον αιφνιδιάσουμε βάζοντας τις φωνές
και θα το βάλουμε στα πόδια. Για να μη σου πω να πάρουμε μαζί και τα κου-
πιά να του σπάσουμε το κεφάλι».
«Καλή ιδέα. Δεν έχω ουδεμία αντίρρηση» είπα κι άρπαξα το κουπί.
Φτάσαμε στο μύλο με μεγάλη προσοχή και τις καρδιές μας να χτυπάνε δυ-
νατά. Η Φρόσω μας ακολουθούσε κατά πόδας αναμασώντας εκνευριστικά
κοιτάζοντας μας γεμάτη απορία. Με μια κλωτσιά εν είδη Ράμπο η Μελίνα έ

σπρωξε το πορτόνι που λίγο έλειψε να το γκρεμίσει. Την είδα να σηκώνει το
κουπί, και μια απελπισμένη φωνή ξαφνικά ακούστηκε από το εσωτερικό του
σπιτιού.
«Μηη… Ο Πετρής είμαι!»
«Πετρή; Πως βρέθηκες εδώ;»
«Περνούσα από το Μύλο κι είδα τις πόρτες ανοιχτές. Σε φώναξα και δεν
πήρα απάντηση. Ανησύχησα και μπήκα μέσα στο σπίτι. Μα τι έγινε; Ποιος το
έκανε αυτό και γιατί;» ρώτησε δείχνοντας την απίστευτη εικόνα που επικρα-
τούσε γύρω.
Τα συρτάρια έχασκαν ανοιγμένα, αναποδογυρισμένα έπιπλα, χαρτιά
σκορπισμένα παντού, ανακατεμένα ρούχα, τα ντουλάπια της κουζίνας άδεια
με τις γυάλες ριγμένες στο πάτωμα μισοαδειασμένες.
«Γαμώτο, πάει το βύσσινο» φώναξα και πήρα τη γυάλα στα χέρια μου
γλύφοντας το σιρόπι που έτρεχε λερώνοντας τον Αργύρη που τσιμπολογούσε
την ζάχαρη που είχε χυθεί στο πάτωμα.
«Τι έγινε κορίτσια;» ξαναρώτησε ο Πετρής «Τι ψάχνανε να βρούνε; Γιατί
κάτι ψάχνανε. Αυτό το χάλι, δεν είναι μια απλή κλοπή. Άλλωστε βλέπω όλα τα
πράγματα που θα μπορούσε να πάρει ένας κλέφτης στη θέση τους».
«Ναι Πέτρο έχεις δίκιο. Κάτι ψάχνανε» του απάντησα. «Μελίνα νομί-
ζω ότι πρέπει να μιλήσουμε στον Πέτρο. Να του πούμε όλη την αλήθεια. Εδώ
που φτάσαμε χρειαζόμαστε βοήθεια. Κι ο Πέτρος είναι δικός μας άνθρωπος»
είπα ελπίζοντας την συγκατάβασή του.
«Σ’ ευχαριστώ που με βλέπεις έτσι Γοργώ. Η αλήθεια είναι ότι εμείς οι δύο
δεν τα πηγαίνουμε και πολύ καλά. Ωστόσο σε αγαπάω και σε θεωρώ φίλη
μου» είπε κα μου χαμογέλασε με καλοσύνη που με έκανε να ντραπώ για τη
μέχρι τώρα συμπεριφορά μου απέναντί του.
Εγώ και ο Πέτρος μαζέψαμε ότι μπορούσαμε ενώ η Μελίνα έφτιαξε στρα-
πατσάδα και πατάτες τηγανητές με λουκάνικα για να φάμε.
Καθίσαμε αμίλητοι στο τραπέζι, στη συνέχεια όμως εξιστορίσαμε στον Πέ-
τρο με κάθε λεπτομέρεια όλα όσα είχαν συμβεί τις τελευταίες μέρες. Για το
Δαμιανό δεν είπα τίποτα. Ήθελα να το συζητήσω πρώτα με τη Μελίνα. Στην
αρχή ο Πέτρος αντέδρασε και μας μάλωσε που είχαμε μπλέξει σε κάτι τέτοιο.
Στη συνέχεια όμως δήλωσε ότι είναι μαζί μας.
«Δεν μπορώ να σας αφήσω μόνες απόψε κορίτσια. Μπορώ να μείνω εδώ;»
ρώτησε διστακτικά.
«Φυσικά» απαντήσαμε ομόφωνα.
Τους άφησα να τα πούνε μόνοι τους κι αποσύρθηκα στο δωμάτιό μου για
ύπνο. Με πήρε το ξημέρωμα να σκέφτομαι όσα είχαν συμβεί με πρωταγωνι-
στή στη σκέψη μου τον Δαμιανό. Κι η Μελίνα με τον Πέτρο ακόμα ξύπνιοι ή-
ταν. Τους άκουσα να ψιθυρίζουν και να γελάνε στη βεράντα. Αποκοιμήθηκα
νιώθοντας ασφάλεια… κι ένα σφίξιμο στο στομάχι.
Με ξύπνησε η δυνατή μυρωδιά καφέ που ερχόταν από την κουζίνα.
Κατέβηκα νωχελικά τα σκαλοπάτια και είδα τη Μελίνα να τακτοποιεί το
σπίτι.
«Τι ώρα είναι;» ρώτησα μαστουρωμένη από τον ύπνο.
«Έντεκα… Πάει το μεροκάματο σήμερα. Σε περίμενα. Έχεις κάτι να μου
πεις, έτσι δεν είναι;»
«Τι να σου πω;»
«Γοργούλα σ’ έχω γεννήσει εγώ. Δεν μπορείς να μου κρυφτείς. Κάτι έγινε
χθες που δεν μου το είπες. Και με το δίκιο σου βέβαια, μετά από όλα αυτά που
έγιναν. Όμως αυτό το αφηρημένο βλέμμα, και το χάσιμό σου, σε προδώσανε
ματάκια μου. Γοργώ είσαι ερωτευμένη;»
«Δεν πας καλά» της αποκρίθηκα με το στόμα τεντωμένο από χασμουρητό
και πήγα προς το μπάνιο.
Με περίμενε στη βεράντα με σερβιρισμένο καφέ και ζεστό κέικ σοκολά-
τας. Της αφηγήθηκα όλα όσα έγιναν στην Πάρο με το Δαμιανό. Έμεινε άφω-
νη. Σιγά σιγά χαλάρωσε και στο πρόσωπό της έλαμψε ένα χαμόγελο.
«Σε γοήτευσε ε;»
«Ποιος;» είπα τάχα αδιάφορη.
«Έρως ανίκατε μάχαν» απάντησε γελώντας και ξαναγέμισε το φλιτζάνι
της καφέ.
«Κοίτα ποιος μιλάει…» της αντιγύρισα.

«Ωραία μέρα έχει σήμερα» άλλαξε την κουβέντα μη θέλοντας να με πιέσει
παραπάνω…














Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου