Δε ζυγιάζω, δε μετρώ, δε βολεύομαι! Ακολουθώ το βαθύ μου χτυποκάρδι...

Νίκος Καζαντζάκης, Ασκητική


Τετάρτη 23 Ιανουαρίου 2013

Ο ΧΟΡΟΣ ΤΩΝ ΘΕΡΙΣΤΩΝ ΚΕΦΑΛΑΙΟ 31ο


«Είσαι για ένα ρίσκο;» ρώτησα τη Μελίνα καθώς την είδα να γυαλίζει
νευρικά μια μπακιρένια κατσαρόλα στο νεροχύτη.
«Ρίσκο;» ρώτησε κόβοντας στη μέση το έργο της.
«Έχουμε γίνει Κωσταλέξι εδώ μέσα. Δέκα μέρες έχουμε να βγούμε. Δεν
μπορώ άλλο. Πάμε για κάνα ουζάκι στην παραλία;»
«Ρε Γοργώ, υποσχεθήκαμε στον Πετρή πως δεν θα βγούμε. Κάνε λίγο υ-
πομονή. Σε λίγες μέρες τελειώνουν όλα. Μόλις γίνει η παράσταση τα πράγμα-
τα θα πάρουν το δρόμο τους. Ο Κρίτος έχει κανονίσει να έρθουν τοπικά κανά-
λια. Το θέμα θα πάρει διαστάσεις. Θα μιλήσει για όλα όσα έχουν συμβεί. Δεν
θα τολμήσει κανείς να μας πειράξει πλέον. Θα πέσουνε κεφάλια, και μα το Δία
πολύ το γουστάρω».
«Κι εγώ το γουστάρω, αλλά θα σκάσω μέχρι τότε. Λοιπόν μια βολτούλα με
τον Ερνέστο. Σε παρακαλώ. Θα πάρουμε μαζί και τη Φρόσω. Ένα ουζάκι στην
παραλία που έχει κόσμο. Τέτοια ώρα βγαίνουν οι ψαρότρατες και όλο το νησί
είναι στο μόλο. Ποιος θα τολμήσει να μας ακουμπήσει;»
«Αχ, μαζί σου δεν τα βγάζω πέρα. Η αλήθεια είναι ότι κι εγώ έχω πήξει.
Όμως ένα ουζάκι μόνο εντάξει; Σε δύο ώρες θα έρθουν τα παιδιά για πρόβα».
«Ένα καραφάκι μόνο» συμφώνησα και άρπαξα τα κλειδιά του Ερνέστο
από το πανέρι με τα φρούτα εκνευρίζοντας τη Μελίνα με την τσαπατσουλιά
μου.
«Πότε θα βάλεις τάξη στη ζωή σου γαμώτο. Τι δουλειά έχουν τα κλειδιά
μέσα στα φρούτα μου λες;»
Φτάσαμε στο αυτοκίνητο σπρώχνοντας τη Φρόσω που αρνιόταν πεισματι-
κά να μπει μέσα και κατηφορίσαμε το δρόμο προς την πόλη.
Καθίσαμε στο μαγαζί πάνω στην παραλία και παραγγείλαμε ούζο με μεζέ,
ενώ ο Ερνέστος ακριβώς απέναντι μας με μια κατσίκα στο πίσω του κάθισμα
να ρεμβάζει σαν μικρή κυρία έξω από το παράθυρο, είχε γίνει αληθινό θέαμα.
«Μέχρι να μας σερβίρουνε πάω στην τράτα να πάρω καμιά σαρδελίτσα
που αρέσει και στον Πετρή» είπε η Μελίνα και σηκώθηκε από την καρέκλα
της.
«Που αρέσει και στον Πετρή» επανέλαβα ειρωνικά πειράζοντας την.
Την παρακολούθησα που περίμενε να περάσει απέναντι στο δρόμο, ενώ
ταυτόχρονα, προφανώς από ένστικτο, το μάτι μου έπεσε σε μια ύποπτη φάτσα
που μαρσάριζε μια μηχανή. Πετάχτηκα πάνω σαν ελατήριο, κι ενώ η μηχανή
ξεκινούσε κι ανέπτυσσε ταχύτητα προς την κατεύθυνση της Μελίνας, με ένα
σάλτο την έφτασα, και την τράβηξα προς τη μέσα πλευρά του δρόμου. Η μη-
χανή πέρασε ξυστά από πλάι μου χτυπώντας με στο πλευρό. Έπεσα στην ά-
σφαλτο χτυπώντας με δύναμη το κεφάλι μου κάτω. Το τελευταίο πράγμα που
θυμόμουν ήταν τη Μελίνα να φωνάζει βοήθεια και κόσμο να μαζεύεται τριγύ-
ρω.
Άνοιξα τα μάτια μου στο νοσοκομείο της Πάρου. Η Μελίνα μου χάιδευε το
κεφάλι και μια στρυφνή νοσοκόμα έσπρωχνε το φορείο.
«Καλά είμαι ρε» της είπα προσπαθώντας να χαμογελάσω, ενώ στο κεφάλι
μου ένοιωθα να χτυπούν χίλια σφυριά. Κούνησα το σώμα μου. Όλα καλά.
«Έχεις γερό κεφάλι τελικά» μου χαμογέλασε.
Τα μάτια της ήταν κατακόκκινα. Ένοιωσα απότομα τύψεις. Από τη μέρα
που τη γνώρισα την είχα βάλει σε περιπέτειες.
«Καλά είμαι. Μην ανησυχείς για μένα. Το χάλι σου κοίτα» μου ψιθύρισε
στο αφτί σαν να μάντεψε τη σκέψη μου.
Αφού ολοκληρώθηκαν οι εξετάσεις, που ευτυχώς έδειξαν ότι είχα μόνο μια
μικρή διάσειση, με οδήγησαν στο δωμάτιο του νοσοκομείου όπου θα περνού-
σα τη νύχτα για προληπτικούς λόγους.
Μια έκπληξη με περίμενε ευθύς μόλις τακτοποιήθηκα στο κρεβάτι από το
προσωπικό του νοσοκομείου. Ο Πετρής, ο Κρίτος, και ο γλυκός μου Δαμιανός
βρέθηκαν πλάι από το “κρεβάτι του πόνου’. Η Μελίνα είχε σημάνει συναγερ-
μό. Ο Δαμιανός με κοίταξε στα μάτια με λατρεία, κι ο Πέτρος με θυμό.
«Τι να σου πω τώρα;» μου είπε αυστηρά, «ξεροκέφαλη είσαι, εντελώς».
«Ευτυχώς που είναι ξεροκέφαλη» ακούστηκε μια φωνή από την πόρτα,
«αλλιώς θα μας είχε απαλλάξει… επιτέλους!»
«Δομίνικε; Πως βρέθηκες εδώ;» του είπα συγκινημένη κι άπλωσα τα χέρια
μου προς το μέρος του.

«Περνούσα, είδα φως κι είπα να μπω… Τι κάνεις βρε βλαμμένο; Πάλι
μπλεγμένη είσαι;» είπε πλησιάζοντας και με αγκάλιασε φιλώντας με στα μά-
τια.
«Δομίνικε, συγνώμη» ένοιωσα την ανάγκη να απολογηθώ.
«Εγώ συγνώμη Γοργώ» είπε χαϊδεύοντας με στο πρόσωπο.
«Γοργώ;» ρώτησε με έκπληξη ο Κρίτος που είχε καθίσει στην άκρη του
κρεβατιού.
«Γοργώ Δεμέζη τζούνιορ» είπε χαριτολογώντας ο Δομίνικος.
Είδα τον Κρίτο να χλομιάζει και να κοιτά περίεργα τον Δαμιανό, που κι ε-
κείνος με τη σειρά του είχε χάσει το χρώμα του.
«Είσαι κόρη του Δεμέζη; Του Κωνσταντίνου Δεμέζη;» με ρώτησε ο Κρίτος
έχοντας ένα τρέμουλο στη φωνή του.
«Θα… σου εξηγήσω» απολογήθηκα κοιτάζοντας τον Δαμιανό. «Ένα ψε-
ματάκι ανάγκης χωρίς καμία σημασία».
Ο Δαμιανός άνοιξε απότομα την πόρτα και χάθηκε στο διάδρομο. Κοιτα-
χτήκαμε με τη Μελίνα χωρίς να μπορούμε να καταλάβουμε τι συνέβαινε. Ο
Κρίτος τον ακολούθησε χωρίς να πει κουβέντα κι εκείνος. Ένοιωσα απαίσια.
Μέσα μου γκρεμίστηκε απότομα ο κόσμος. Τόσο σπουδαίο ήταν λοιπόν που
δεν σεβάστηκε ούτε τη κατάστασή μου;
«Αμάν βρε Δομίνικε. Αυτό το στόμα σου αμάν» ξέσπασα στο φίλο μου που
κι αυτός με τη σειρά του μας κοίταζε με απορία.
«Εγώ; Τι έκανα ρε Γοργώ; Ποιοι είναι αυτοί;»
«Ασε Δομίνικε, θα σου εξηγήσω εγώ» πετάχτηκε η Μελίνα. «Και σε σένα
Πετρή» συμπλήρωσε βλέποντας την εύλογη απορία στο πρόσωπο του Πέτρου.
«Θα στον στείλω μέσα» ψιθύρισε σκύβοντας στο αφτί μου, «κοίτα να τα
μαζέψεις» είπε, παίρνοντας έξω τους δύο άντρες.
Ο Δαμιανός μπήκε στο δωμάτιο μετά από λίγα λεπτά και πλησίασε στο
κρεβάτι μου. Έκυψε και με φίλησε πολλές φορές σ’ όλο το πρόσωπο. «Με
τρόμαξες χαζό» είπε και έπιασε σφιχτά το χέρι μου.
«Δεν έπρεπε να κυκλοφορήσεις έξω. Αν πάθεις κάτι…»
«Σώπα» είπε και έκλεισε το στόμα μου με ένα φιλί.
«Μου έχεις θυμώσει πολύ;» τον ρώτησα ναζιάρικα «μη πεις ναι… γιατί εί-
μαι ένα τραυματισμένο κοριτσάκι, θα πάθω υποτροπή».
«Μαρία» έγινε απότομα αυστηρός.
«Γοργώ» τον έκοψα.
«Δεν ξέρω πώς να σου το πω. Είναι και η κατάστασή σου…» κόμπιασε α-
ναστενάζοντας.
«Δαμιανέ τι συμβαίνει;» ρώτησα κόβοντας τα νάζια καθώς είχα αντιληφ-
θεί πως κάτι σοβαρό συνέβαινε.
«Θυμάσαι τη ιστορία που σου είπε ο Κρίτος για τους θεριστές;»
«Ναι, πολύ καλά».
«Σ’ αυτή τη ιστορία εμπλέκεται κι ένα πρόσωπο που έχει σχέση με σένα»
συνέχισε ενώ οι σφυγμοί του άρχισαν ν’ ανεβαίνουν. Το ένοιωσα στο σφίξιμο
του χεριού του, στους εμφανείς χτύπους που έκαναν οι φλέβες στους κροτά-
φους του, και στον ιδρώτα που γυάλιζε ήδη στο μέτωπο του. Δεν μίλησα, δεν
ήξερα τι να πω. Μια σειρά συνειρμοί πέρασαν μόνο από το μυαλό μου, οδη-
γώντας με εκεί που φοβόμουν.
«Ο πατέρας μου;» ψέλλισα με άχρωμη φωνή.
Κούνησε καταφατικά το κεφάλι του, κι έσφιξε ακόμα πιο πολύ το χέρι μου.
Έμεινα αποσβολωμένη να κοιτάζω τον απέναντι τοίχο, προσπαθώντας να
πείσω τον εαυτό μου, ότι όσα άκουγα ήταν αποκυήματα της φαντασίας μου εξ
αιτίας του χτυπήματος στο κεφάλι. Ο Δαμιανός όμως ήταν ακόμα εκεί δια-
ψεύδοντας τις ελπίδες μου. Στεκόταν αμίλητος μπρος μου προσπαθώντας να
μαντέψει τη σκέψη μου.
«Θέλεις να πεις ότι ο Ντίνος είναι αρχαιοκάπηλος; Ότι η νόμιμη δουλειά
που κάνει είναι μόνο βιτρίνα; Ότι είναι ένας απατεώνας; Γι’ αυτό η γιαγιά
δεν ερχόταν πια στο σπίτι μας; Οι σπουδές μου, η βίλα, το σκάφος, όλος αυ-
τός ο ξιπασμός; Θεέ μου, δεν το πιστεύω. Πες μου πως μου κάνεις πλάκα γιατί
θύμωσες που σου είπα ψέματα. Δεν είναι αλήθεια έτσι δεν είναι Δαμιανέ;»
φώναξα με υστερία ενώ δάκρυα άρχισαν να τρέχουν στο πρόσωπό μου.
«Μα τι κάνετε εκεί;» επέπληξε άσχημα τον Δαμιανό η νοσοκόμα που είχε
μπει κείνη τη στιγμή μ’ ένα δίσκο γεμάτο χαπάκια. «Δεν βλέπετε; Η κοπέλα

είναι χτυπημένη. Αχ, αναίσθητα αρσενικά, τίποτα δεν σέβεστε. Περάστε έξω
κύριε» τον διέταξε αυστηρά, ενώ εγώ συνέχισα να κλαίω με λυγμούς.
Η νοσοκόμα μου έκανε μια ηρεμιστική ένεση. Ξύπνησα αργά το βράδυ με
το στομάχι μου ανακατεμένο και τον εφιάλτη εντελώς ξύπνιο να βασανίζει το
μυαλό μου. Η Μελίνα καθόταν πλάι στο κρεβάτι και μου κρατούσε το χέρι.
«Ξυπνητούρια» μου είπε χαμογελώντας πικρά.
«Έμαθες;» συλλάβισα άπνοα.
«Ναι» αποκρίθηκε αχνά κουνώντας το κεφάλι της με θλίψη. «Καταλαβαί-
νω πως σου είναι δύσκολο να το χωνέψεις. Μπορεί να έφυγες από το σπίτι σου
αλλά οι γονείς σου εξακολουθούν να είναι πρότυπο για σένα. Ξέρω πως είναι
να γκρεμίζονται όλα μέσα σε δευτερόλεπτα. Σαν μια αόρατη δύναμη να συρ-
ρικνώνει τα πάντα, να τα κάνει μια μάζα βρεγμένο χαρτί. Να σου αρπάζει και
την τελευταία όμορφη εικόνα, μετατρέποντας την σε φριχτή καρικατούρα. Κι
εσύ μέσα από αυτή την ανατροπή, να καλείσαι να σηκωθείς. Να περπατήσεις.
Να τρέξεις. Και στην προκειμένη περίπτωση Γοργώ μου, δεν έχεις χρόνο,
πρέπει να τρέξεις απ’ ευθείας, πριν καν σηκωθείς, πριν ακόμα καλά περπατή-
σεις».
«Δεν ξέρεις τίποτα, δεν μπορείς να καταλάβεις» αντέδρασα με παράπονο
διακόπτοντας την κουβέντα της. «Ο δικός σου πατέρας δεν προσπάθησε να σε
σκοτώσει. Δεν ήταν εγκληματίας. Ένας παραπλανημένος άνθρωπος ήταν που
υπερασπιζόταν καλώς ή κακώς τις αξίες του. Ο Ντίνος όμως δεν έχει αξίες.
Έχει μόνο ένα θεό. Κι εγώ, η μοσχαναθρεμμένη του καλούμαι να τον αδειά-
σω. Πως μπορώ να πάρω κάτι τέτοιο στην συνείδηση μου; Θα είναι σαν να τον
σκοτώνω. Γιατί ακόμα κι αν μείνει αλώβητος από το νόμο, το σκάνδαλο που
θα ξεσπάσει θα τα ισοπεδώσει όλα. Είναι πολύ εύκολο να μιλάς έξω από το
χορό Μελίνα».
«Για μια ακόμα φορά με υποτιμάς Γοργώ» αποκρίθηκε χωρίς ίχνος θυμού
στη φωνή της, «δεν μιλώ εγωιστικά και πίστεψέ με σε καταλαβαίνω απόλυτα.
Δεν σου έχω μιλήσει ποτέ για μένα, και ξέρω πως δεν είναι της παρούσης, αλ-
λά θέλω να καταλάβεις πως δεν μιλώ έξω από το χορό, πρέπει να πάρεις μια
απόφαση, ο χρόνος δεν μας επιτρέπει να κινηθούμε με άλλους ρυθμούς. Σε
μια εβδομάδα είναι η παράσταση. Σου ορκίζομαι πως αν αποφασίσεις να κά-
νεις πίσω είμαι μαζί σου. Έχω δώσει ψυχή σ’ αυτήν την προσπάθεια, αλλά εσύ
μετράς παραπάνω. Είσαι ότι πιο πολύτιμο έχω στη ζωή μου. Και τη φιλία μας
Γοργώ δεν θα τη θυσιάσω ποτέ, σε κανένα βωμό. Αυτό μπορώ να σου το πω με
βεβαιότητα».
Την κοίταξα με δάκρυα στα μάτια κι ανασηκώθηκα με κόπο στο κρεβάτι.
Ένοιωθα να γυρίζουν όλα γύρω μου, σαν να είχαν ξεκολλήσει κάνοντας
κύκλους μέσα στο δωμάτιο. «Πες μου» την παρακάλεσα, «πες μου για σένα».
Η Μελίνα με λόγια απλά μου αφηγήθηκε την ιστορία με τη μητέρα της κά-
νοντας με να νοιώσω πολύ άσχημα που με την κακή συμπεριφορά μου την α-
νάγκασα να μπει σε μια διαδικασία που εμφανώς την πονούσε. Το διέκρινα
στο βλέμμα της καθώς μιλούσε, και τη τρεμάμενη φωνή της καθώς περιέγρα-
φε την τελευταία σκηνή.
«Συγνώμη» ψιθύρισα σαν άτακτο παιδί που παραδεχόταν το σφάλμα του,
«δεν ήξερα, δεν μπορούσα να φανταστώ… Πέθανε τελικά η μαμά σου;» ρώ-
τησα κοιτάζοντας την με κατανόηση.
«Ναι… πέθανε τελικά» απάντησε κοφτά, θέλοντας να βάλει τελεία στη
συζήτηση.
Μείναμε για λίγα λεπτά βυθισμένες στη σιωπή.
«Μελίνα;» μίλησα πρώτη, «τι θα έκανες στη θέση μου;»
«Δεν είμαι στη θέση σου Γοργώ. Μόνη σου θα αποφασίσεις. Εγώ απλά θα
κατανοήσω την όποια απόφαση σου. Κοίτα να κοιμηθείς τώρα. Θα μείνω εδώ
όλο το βράδυ» είπε και έσβησε τα φώτα αφού πρώτα με φίλησε τρυφερά.
«Ευχαριστώ που με έσωσες» συμπλήρωσε ψιθυριστά στο αφτί μου, «δεν θα
το ξεχάσω ποτέ».



Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου