Δε ζυγιάζω, δε μετρώ, δε βολεύομαι! Ακολουθώ το βαθύ μου χτυποκάρδι...

Νίκος Καζαντζάκης, Ασκητική


Τετάρτη 23 Ιανουαρίου 2013

Ο ΧΟΡΟΣ ΤΩΝ ΘΕΡΙΣΤΩΝ ΚΕΦΑΛΑΙΟ 32ο


Οι επόμενες μέρες κύλησαν μέσα σε ένταση, και ατελείωτες πρόβες στο
αλώνι του μύλου. Τα παιδιά είχαν κολλήσει σχεδόν σε όλο το νησί, και όχι μό-
νο, αφίσες που καλούσαν τον κόσμο στην παράσταση. Μοίρασαν δελτία τύ-
που στις εφημερίδες, και οι τοπικοί ραδιοφωνικοί σταθμοί διαφήμιζαν καθη-
μερινά την παράσταση που είχε γίνει αναπάντεχα το γεγονός του μήνα.
Η απόφαση να δοθεί η παράσταση ήταν πια εντελώς αδιαπραγμάτευτη
μέσα μου. Το κατάλαβα με την ανατολή του ήλιου την επόμενη μέρα του ατυ-
χήματος. Για μερικά πράγματα αποφασίζει η ίδια η ζωή με τη ροή της, προ-
καλώντας μας σε αναμέτρηση με τις αξίες μας. Δεν ξέρω αν το έκανα για το
Δαμιανό, τον Κρίτο τη Μελίνα ή για μένα. Ήξερα μόνο ότι δεν μπορούσα να
κάνω πίσω ούτε μισό βήμα, χωρίς τον κίνδυνο χάσω την αυτοεκτίμησή μου.
Ήμουν η Γοργώ τζούνιορ, κι η γιαγιά μου θα ήταν πολύ περήφανη για μένα
εκεί που βρισκόταν.
Είχε φτάσει η παραμονή της μεγάλη μέρας και η Μελίνα τριγύριζε στο
σπίτι με νευρικότητα κάνοντας παρατηρήσεις για την τσαπατσουλιά μου.
«Αμάν γκρίνια» διαμαρτυρήθηκα κάποια στιγμή που καθάριζε με μανία
λεκέδες από τον καφέ πάνω στο τραπεζάκι της βεράντας. «Θα το τρυπήσεις
το έρμο».
«Είσαι αναίσθητη. Εντελώς.» μουρμούρισε.
«Τι έχεις πάθει κούκλα μου; Ηρέμησε» της είπα με κατανόηση.
«Δεν είμαι καλά» αποκρίθηκε εκνευρισμένη, «έχω ένα κακό προαίσθημα.
Να δεις που κάτι θα γίνει. Είναι κι αυτό το βρωμοσκάφος που τριγυρίζει στο
λιμάνι. Κάτι δε μου αρέσει Γοργώ. Κάτι περίεργο πλανιέται στην ατμόσφαι-
ρα».
«Το παρατήρησες κι εσύ; Είναι από χθες το βράδυ εδώ αυτό το κότερο. Το
είδα τη νύχτα που καθόμουν στην πίσω βεράντα. Για να πω την αλήθεια ούτε
και μένα μου αρέσει. Δεν ήθελα να σου πω τίποτα για να μη σε τρομάξω. Σκέ-
φτηκα να πάω μια βόλτα με τη βάρκα να κόψω κίνηση αλλά φοβάμαι μήπως
είναι παγίδα. Ηρέμησε, δεν μπορεί να μας κάνει τίποτα. Αν πλησιάσει οτιδή-
ποτε άγνωστο στο μύλο, θα το μπουμπουνίσω με την καραμπίνα, το ορκίζο-
μαι» δήλωσα με πάθος.
«Μπουμπουλίνα μάζεψε τα πόδια σου γιατί θα στα κόψω» χαμογέλασε η
Μελίνα και χάθηκε στο βάθος της κουζίνας.
Το απόγευμα και πριν ο ήλιος πάρει τη βραδινή του πορεία για τη δύση,
κατέφθασαν στο μύλο ο Πέτρος με το Δομίνικο. Έμεναν μαζί μας τα βράδια
για να μας προσέχουν. Ο Δομίνικος από τη μέρα της απόπειρας δεν ξεκόλλησε
από δίπλα μας. Του είπαμε όλη την ιστορία με τους αρχαιοκάπηλους προειδο-
ποιώντας τον για κάθε κίνδυνο που θα μπορούσε να προκύψει. Δήλωσε φανα-
τικά μαζί μας χωρίς αυτό να σημαίνει πως δεν φοβόταν. Όλοι φοβόμαστε άλ-
λωστε, κανείς μας δεν προσπάθησε να το κρύψει.
Το κότερο εξακολουθούσε να βρίσκεται σε απόσταση αναπνοής από το μι-
κρό λιμανάκι. Δεν μπορούσαμε ωστόσο να διακρίνουμε καμία ύποπτη κίνηση.
Όλα φαίνονταν ήσυχα.
«Μπορεί να είναι ψαράδες» είπε ο Δομίνικος που είχε αδειάσει ένα ολό-
κληρο μπουκάλι τσίπουρο, «ή και τουρίστες»,
«Με τόσο αλκοόλ που έχεις κατεβάσει, σε λίγο θα μας πεις πως είναι ο Αη
Νικόλας με τα κορίτσια του» τον πείραξα βλέποντας τον μέσα στο άγχος.
«Γοργώ άσε τα’ αστεία με τον Άγιο εντάξει;»
«Καλά… Ο Ποσειδώνας με τα κορίτσια του ήθελα να πω. Συγνώμη άγιε
Δομίνικε».
«Ρε σεις θα σταματήσετε να μαλώνετε;» μπήκε στη μέση η Μελίνα, «εδώ ο
κόσμος χάνεται…»
«Και το….» συμπλήρωσα.
«Μη… μη το πεις» πετάχτηκε ο Πέτρος γελώντας δυνατά.
«Λοιπόν παιδιά η ώρα πήγε μία. Ώρα για ύπνο. Αύριο είναι η μεγάλη μέ-
ρα. Πρέπει να είμαστε ξεκούραστοι. Γοργώ πάνω, Δομίνικος κάτω, για να μην
έχουμε καυγάδες. ΄Αντε καλά μου»μας ξεπροβόδισε η Μελίνα μαζεύοντας τα
πιάτα.
«Καληνύχτα μαμά, Καληνύχτα Πετρή, καληνύχτα Δομινικάκι» είπα και
τσιμπώντας τον στο μάγουλο ανέβηκα τα σκαλοπάτια τεντώνοντας νωχελικά
τα χέρια μου.

Ξύπνησα με την ανάσα μου να κόβεται από τον πυκνό καπνό που έμπαινε
στο δωμάτιο. Πετάχτηκα έντρομη στο μικρό μπαλκόνι και το θέαμα που αντί-
κρισα μ’ έκανε να βγάλω μια τρομαγμένη κραυγή. Το πανί του μύλου είχε αρ-
πάξει φωτιά. Καθώς γύριζε νωχελικά με την πνοή του νυχτερινού αέρα, πύρι-
να κομμάτια υφάσματος πετάγονταν τριγύρω ανάβοντας όσα ξερά χόρτα εύ-
ρισκαν στο δρόμο τους.
Με την ανάσα κομμένη, κι ένα δυνατό βήχα να πνίγει τα πνευμόνια μου
έτρεξα με όση δύναμη είχε απομείνει στα τρεμάμενα πόδια μου, στη σοφίτα
όπου ήταν το φρένο του ανεμόμυλου, προσπαθώντας να ακινητοποιήσω τις
πύρινες βολές, ενώ από κάτω άκουγα τη Μελίνα να με φωνάζει ουρλιάζοντας.
Οι φλόγες είχαν ήδη μπει στο μύλο ρουφώντας αχόρταγα ότι βρισκόταν
μπροστά τους. Μέσα σε σκηνές πανικού άρπαξα ένα σεντόνι, τυλίχτηκα με
αυτό, και κατέβηκα τρέχοντας τα σκαλιά περνώντας ανάμεσα από τις πρώτες
φλόγες που έκαιγαν την κουπαστή.
Ο Πέτρος με το Δομίνικο προσπαθούσαν να σβήσουν τη φωτιά χτυπώντας
την με κουβέρτες και ότι άλλο εύρισκαν μπροστά τους. Η Μελίνα αγκαλιά με
τη σαστισμένη Φρόσω κοιτούσε έντρομη προς το μέρος της σκάλας, προσπα-
θώντας να με δει να κατεβαίνω ανάμεσα στους καπνούς.
«Βγείτε έξω γρήγορα, δεν την ελέγχουμε άλλο» ούρλιαξε ο Πέτρος και μας
έσπρωξε με βία προς την έξοδο.
Με μια δρασκελιά γύρισε πίσω αρπάζοντας από τα μαλλιά τον Δομίνικο
που είχε εγκλωβιστεί ανάμεσα σε αναμμένα έπιπλα. Τον τράβηξε σέρνοντας
τον προς την πόρτα, αποφεύγοντας την τελευταία στιγμή ένα αναμμένο ξύλο
που ερχόταν ολοταχώς επάνω του.
Σταθήκαμε έξω από το μύλο σιωπηλοί, αγκαλιασμένοι σφιχτά, να κοιτά-
ζουμε τις φλόγες, ανήμποροι να επέμβουμε στην πύρινη λεηλασία.
Σε πολύ λίγα λεπτά ακούστηκε η σειρήνα της πυροσβεστικής, και οι φωνές
της κυρίας Φωτεινής που κατέφθανε τρέχοντας μη μπορώντας να πιστέψει
στα μάτια της.
«Παναγία Παρθένα. Τι σας κάνανε παιδιά μου; Τι συμφορά είναι αυτή;»
σταυροκοπήθηκε χαϊδεύοντας μια τον ένα και μια τον άλλο.
«Όλα θα γίνουνε για. Αρκεί που είστε καλά κοκόνες μου. Όλα θα γίνουνε
μη χολοσκάτε γιαβράκια μου» είπε και μας αγκάλιασε με καλοσύνη.
Περάσαμε τη νύχτα στο σπίτι του Πέτρου. Η κυρία Φωτεινή σαν να ήταν
μάνα μας, στάθηκε κοντά μας, παρηγορώντας μας με γλυκόλογα. Ήταν τόσο
γλυκεία αυτή η αίσθηση, που μέσα σε όλο αυτό τον εφιάλτη καταφέραμε να
αποκοιμηθούμε παραδομένες στην αγκαλιά του μορφέα.
Με το χάραμα τα νέα είχαν κυκλοφορήσει σε όλη την περιοχή. Ο Πέτρος
με τον Δομίνικο πήγαν αξημέρωτα κι έφεραν από το ατελιέ μου, όπου ευτυχώς
βρίσκονταν τα τελευταία πράγματα που χρειαζόμαστε για την παράσταση,
δηλώνοντας αυτόματα μ’ αυτή τους την πράξη, ότι δεν θα έκαναν ούτε ένα
βήμα πίσω.
Μας ξύπνησαν δυνατές ομιλίες από την αυλή. Ήταν από τα παιδιά της θε-
ατρικής ομάδας που μόλις έμαθαν για τη φωτιά .ήρθαν να δουν τι είχε συμβεί.
«Η παράσταση θα γίνει κανονικά» τους είπε η Μελίνα που είχε βγεί έξω
να τα συναντήσει αναμαλλιασμένη από τον ύπνο, και με καπνισμένο το νυχτι-
κό της να κρέμεται μισοσκισμένο. «Τα σκηνικά είναι ήδη στημένα στο Οδύσ-
σειο, όλα τα υπόλοιπα πράγματα βρίσκονται στο αγροτικό του Πέτρου. Ρα-
ντεβού λοιπόν το βράδυ. Να είστε έτοιμοι για τον μεγάλο θρίαμβο».
Παλαμάκια και χαρούμενες φωνές γέμισαν την αυλή. Ένοιωσα μια βαθιά
συγκίνηση κι άφησα ανεξέλεγκτα τα δάκρυά μου να ξαλαφρώσουν την καρδιά
μου. Θαύμασα το πείσμα και τη δύναμη της Μελίνας, νοιώθοντας περήφανη
που ήταν φίλη μου. Το μόνο που είχαν καταφέρει οι γνωστοί άγνωστοι εχθροί
μας, ήταν να μας ανεβάσουν το ηθικό. «Γελάει καλλίτερα ο τελευταίος καθί-
κια» μονολόγησα σκουπίζοντας τα δάκρυά μου και πήγα προς το μπάνιο να
βγάλω από πάνω μου την καπνιά.
Ο Δομίνικος μου είπε πως το κότερο είχε εξαφανιστεί. Ένοιωσα προσωρι-
νά ανακούφιση, όμως ήμουν σίγουρη πως μέχρι το βράδυ θα παιζόταν το τε-
λευταίο χαρτί. Το παρήγορο ήταν πως στην παράσταση θα έρχονταν τελικά
όλος ο “καλός κόσμος” των Κυκλάδων, με την παρέμβαση ασφαλώς της κυρίας
Φωτεινής, που ήταν μέσα στα πράγματα. Αυτό φυσιολογικά σήμαινε, πως δεν
θα τολμούσαν οτιδήποτε, όχι τουλάχιστον κατά τη διάρκεια της παράστασης

Με το Δαμιανό μιλήσαμε αρκετές φορές στο τηλέφωνο. Η κυρία Φωτεινή
μου έκλεινε πονηρά το μάτι, κάθε που με ζητούσε στο τηλέφωνο της. Ήταν
πολύ ανήσυχος με όσα είχαν συμβεί αλλά προσπαθούσε να μη μου μεταδίδει
το άγχος του. «Θέλω να είσαι πολύ προσεχτική απόψε» μου είπε «δεν πρέπει
να μείνετε καθόλου μόνες σας. Θα είμαι κοντά σου κάθε στιγμή».
«Όχι… Δεν πρέπει να σε δούνε εκεί» αντέδρασα, «κανείς δεν ξέρει τη δι-
κή σου ανάμειξη στην όλη υπόθεση, μη τα σκατώσουμε τώρα στο τέλος».
«Δε θα με δούνε να είσαι σίγουρη. Θέλω να βρεις ένα κινητό να έχεις μαζί
σου. Να επικοινωνείς με τον Κρίτο. Τα μάτια σου δεκατέσσερα Γοργώ. Δεν
είναι παιχνίδι».
«Ναι μαμά» του αποκρίθηκα κρύβοντας τον τρόμο που μου προκαλούσαν
οι συμβουλές του.
Άραγε μέσα στο κότερο να ήταν και ο Ντίνος; αναρωτήθηκα ανατριχιάζο-
ντας σύγκορμη με τη σκέψη. Ξέρει άραγε ότι κυνηγάει το ίδιο του το παιδί; Κι
αν ήξερε θα το έφτανε μέχρι τέλος; Όχι τέτοιες σκέψεις Γοργώ, όχι τώρα.
συμμάζεψα αμέσως τον εαυτό μου και βγήκα στον κήπο να παίξω με τη Φρό-
σω που είχε γίνει πια μέλος της οικογένειας.
«Θα την πάρουμε μαζί στην παράσταση;» με ρώτησε η κυρία Φωτεινή που
καθάριζε φρέσκα φασολάκια στη δροσιά.
«Φυσικά» απάντησα. Και το εννοούσα.
Οι φίλοι της Μελίνας μας έφεραν ρούχα και παπούτσια γιατί η δική μας
τζιν “γκαρνταρόμπα” ήταν ολότελα καμένη. Το ντύσιμό μας θα ήταν λιτό έτσι
κι αλλιώς. Εκείνη τη στιγμή μάλιστα συνειδητοποίησα, πως όλο αυτό τον και-
ρό της προετοιμασίας τόσο εγώ, όσο και η Μελίνα, δεν είχαμε σκεφτεί τι εμ-
φάνιση θα κάναμε το βράδυ της παράστασης. Ίσως γιατί θεωρούσαμε αυτο-
νόητο ότι η βραδιά δεν ήταν δική μας, ήταν απλά μια δικαίωση αξιών. Στην
παράσταση δεν υπήρχαν πρωταγωνιστές με τη μία ή την άλλη μορφή. Ήταν
μια προσπάθεια απόδοσης δικαίου. Εμείς γίναμε απλά το εφαλτήριο για να
κάνει το άλμα της προς τα έξω μιαν αλήθεια. Το πώς θα αντιλαμβανόταν ο
καθένας αυτό το άλμα δεν μας αφορούσε. Σημασία είχε πως κάποιοι θα ένοι-
ωθαν πολύ άβολα αυτό το βράδυ.

Φτάσαμε όλοι μαζί στο Οδύσσειο με το αγροτικό του Πέτρου. Η κυρία Φω-
τεινή και η Μελίνα στην καμπίνα, κι εγώ με το Δομίνικο, τη Φρόσω και τα
πράγματα της παράστασης, στην καρότσα.
«Αν συμβεί οτιδήποτε… να ξέρεις ότι σ’ αγαπώ πολύ» μου είπε η Μελίνα
και με αγκάλιασε σφιχτά.
«Δεν θέλω αηδίες» αποκρίθηκα κρατώντας με κόπο τα δάκρυά μου. «Τί-
ποτα δεν θα συμβεί. Θρασίμια είναι. Κοίτα… άρχισε να έρχεται ήδη κόσμος»
είπα δείχνοντάς της ένα ντεσεβώ, με δυο χαριτωμένα γεροντάκια μέσα, που
στάθηκαν έξω από το θέατρο. «Πήγαινε, τα παιδιά σε περιμένουν. Μη νοιά-
ζεσαι για τίποτα. Εμείς είμαστε πίσω σου και σε στηρίζουμε. Καλή επιτυχία.
Και κοίτα… θέλω καλή δουλειά, γιατί δεν έγραψα κοτζάμ έργο για να μου το
κάνεις μπάχαλο. Έχω κι ένα όνομα στην κοινωνία. Και τι όνομα!» είπα με αυ-
τοσαρκασμό.
Η Μελίνα χάθηκε στο βάθος του χώρου μαζί με τους ηθοποιούς δίνοντας
τις τελευταίες οδηγίες. Εγώ με τον Πέτρο και τον Δομίνικο χωριστήκαμε πιά-
νοντας ο καθένας μια άκρη του θεάτρου. Είχαμε προμηθευτεί όλοι κινητά, ευ-
γενική χορηγία της κυρίας Φωτεινής, μια και τα δικά μας είχαν καεί. Θα επι-
κοινωνούσαμε ανά δέκα λεπτά για να είμαστε σίγουροι πως όλα πήγαιναν κα-
λά. Το ρόλο της οικοδέσποινας είχε αναλάβει η απίθανη κυρία Φωτεινή ντυ-
μένη με τη φαντεζί βραδινή της τουαλέτα, η οποία είχε πάρει θέση στην είσο-
δο, έχοντας κι αυτή μαζί της κινητό για να επικοινωνεί μαζί μας. Η φυσιογνω-
μία όμως της βραδιάς ήταν η Φρόσω την οποία η Μελίνα είχε κάνει μπάνιο,
και της είχε κρεμάσει ένα γυαλιστερό κουδουνάκι στο λαιμό με μεταξωτή
φούξια κορδέλα που κατέληγε σ’ ένα τεράστιο φιόγκο.
Σιγά σιγά άρχισε να μαζεύεται κόσμος. Ήταν εμφανές ότι σε πολύ λίγο
χρόνο στο θέατρο θα γινόταν το αδιαχώρητο. Κοίταξα τη Μελίνα και της χα-
μογέλασα δείχνοντας της ότι όλα ήταν εντάξει.
Ένοιωσα μέσα μου μια πληρότητα, μια απέραντη ευτυχία, που όμως δεν
κράτησε για πολύ, γιατί στο βάθος του ορίζοντα είδα να εμφανίζεται ένα κό-
τερο με κατεύθυνση προς το μέρος του θεάτρου. Χωρίς να χάσω στιγμή κάλε-
σα τον Πέτρο και το Δομίνικο που ήρθαν τρέχοντας προς το μέρος μου.




«Είναι το ίδιο με το χθεσινό» είπε με βεβαιότητα ο Πέτρος κοιτάζοντας
προς τη θάλασσα. «Θυμάμαι πολύ καλά τις σημαίες που έχει στο κατάρτι του.
Είμαι σίγουρος».
«Ας μην πανικοβαλλόμαστε» είπα, κυρίως για να το ακούσω πρώτη εγώ.
«Τι μπορούν να μας κάνουν; Το θέατρο είναι γεμάτο κόσμο. Δεν θα τολμή-
σουν».
«Να πυροβολήσουν ίσως;» πετάχτηκε ο Δομίνικος που είχε χάσει το χρώ-
μα του.
«Ποιόν; Και πως;… Από τόσο μακριά;» αναρωτήθηκα.
«Όποιον βρει η σφαίρα. Τυφλό χτύπημα το λένε. Ο κόσμος θα διαλυθεί σε
χρόνο μηδέν. Έτσι αντίο παράσταση» δικαιολόγησε ο Δομίνικος την άποψή
του. «Έτσι δεν διαλύονται οι συγκεντρώσεις; Απλό είναι. Όποιον πάρει ο χά-
ρος».
«Μπορεί να θέλουν απλά να δουν την παράσταση» αποφόρτισε την ατμό-
σφαιρα ο Πέτρος βλέποντας με να τρέμω σύγκορμη. «Τηλεφώνησε στον Κρί-
το Γοργώ. Ίσως μπορεί να βοηθήσει» με συμβούλεψε.
Πήρα αμέσως τηλέφωνο τον Κρίτο. Το σήκωσε ο Δαμιανός.
«Τι έγινε καλή μου; Τι συμβαίνει;» ρώτησε με αγωνία ακούγοντας με να
ψελλίζω. Του εξήγησα τι συνέβαινε, βλέποντας ταυτόχρονα το σκάφος να
πλησιάζει.
«Μείνετε εκεί» μου είπε με φωνή που δεν σήκωνε αντιρρήσεις. «Ως εδώ
ήταν! Τέρμα ο πολιτισμός. Άστο σε μας Γοργώ» συνέχισε και η φωνή του φα-
νέρωνε σαφή απειλή μαζί και θυμό. «Πες στη Μελίνα ν’ αρχίσει την παράστα-
ση χωρίς καμιά καθυστέρηση. Εσείς μείνετε εκεί και προσέχετε τις κινήσεις
του σκάφους. Θέλω με το κινητό σου να φωτογραφήσεις το σκάφος όταν θα
είναι πολύ κοντά. Μη κάνεις καμιά τρέλα το υπόσχεσαι;»
Του έγνεψα ναι με το κεφάλι, λες και μ’ έβλεπε.
«Γοργώ; Δεν σε ακούω, είσαι καλά; Δώσε μου τον Πέτρο» μου είπε με αυ-
στηρό ύφος.
Έδωσα το τηλέφωνο στον Πέτρο κι έμεινα άφωνη, με μπερδεμένα συναι-
σθήματα, να κοιτάζω το σκάφος που ολοένα και πλησίαζε.
«Θα πάω να το περιμένω» δήλωσα τέλος αποφασισμένη. «Θα εξηγηθώ μια
και καλή με τον Ντίνο. Δεν μπορεί να με πειράξει. Παιδί του είμαι γαμώτο δεν
θα το κάνει».
«Δεν πας πουθενά» μπήκε μπροστά μου Ο Δομίνικος. «Δεν ξέρουμε αν ο
πατέρας σου είναι στο κότερο, δεν ξέρουμε καν τις προθέσεις τους. Ότι είναι
να γίνει ας γίνει. Στο τέλος τέλος μαζί το ξεκινήσαμε μαζί θα το τελειώσουμε.
Κόφτο γιατί θα τα πάρω μαζί σου. Αμάν πια, σε βαρέθηκα».
«Είπα κι εγώ… τόση ώρα και να μην αρπαχτούνε αυτά τα παιδιά; Εντύπω-
ση μου έκανε» πετάχτηκε ο Πέτρος που είχε κλείσει εν τω μεταξύ το τηλέφω-
νο.
«Τι σου είπε;» τον ρώτησα.
«Αντρικές κουβέντες» αποκρίθηκε ξερά. «Γοργώ πήγαινε προς τη Μελίνα
με τρόπο και πες της ν’ αρχίσει αμέσως η παράσταση» είπε και μ’ έσπρωξε
ελαφρά.


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου