Δε ζυγιάζω, δε μετρώ, δε βολεύομαι! Ακολουθώ το βαθύ μου χτυποκάρδι...

Νίκος Καζαντζάκης, Ασκητική


Τετάρτη 23 Ιανουαρίου 2013

Ο ΧΟΡΟΣ ΤΩΝ ΘΕΡΙΣΤΩΝ ΚΕΦΑΛΑΙΟ 30ο


Πήδηξε στην κυριολεξία από τη χαρά της η Μελίνα μόλις της είπα τα νέα
για το Οδύσειο. Μ’ αγκάλιασε με φίλησε, και ζητωκραύγασε σαν ένα μικρό
παιδί. Ανοίξαμε ένα μπουκάλι κόκκινο κρασί και το γιορτάσαμε δεόντως. Μέ-
σα μας νοιώθαμε απίστευτα όμορφα που στην προσπάθεια αυτή εν τέλει δεν
είμαστε μόνες. Τα παιδιά της θεατρικής ομάδας, ο Πετρής, ο Κρίτος, και ο
Δαμιανός, είχαμε γίνει μια δυνατή ομάδα, ένα dream team που δεν θα κώλωνε
σε κανενός είδους απειλή. Το μόνο κρυφό αγκάθι στην καρδιά μου ήταν ο Δο-
μίνικος, θεωρούσα την απουσία του λιποταξία. Μια φιλία χρόνων για ένα χα-
βαλέ διαλύθηκε, σπάζοντας την αλυσίδα που μας ένωνε σαν νάταν χάρτινη.
Σκέφτηκα πολλές φορές να του τηλεφωνήσω. Όμως ο τρόπος που με πέταξε
από τα αυτοκίνητο ήταν επιεικώς απαράδεκτος. Δεν νοιάστηκε κάν αν το κε-
φάλι μου είχε πάθει καμιά ζημιά με το τράνταγμα που έφαγε στο παρμπρίζ
του αυτοκινήτου του. Ακόμα και το γεγονός ότι παρακολούθησε κρυφά τη
Μελίνα με είχε κάνει έξαλλη. Ένας θρησκόληπτος εγωιστής αυτό ήταν. Ο
συνδυασμός που σκοτώνει.
Οι επόμενες μέρες κύλησαν μέσα σε μια ανησυχητική ηρεμία. Η Μελίνα
συνέχιζε τις πρόβες κι εγώ είχα σχεδόν τελειώσει με τα σκηνικά. Εκείνο που
μου είχε κάνει εντύπωση ήταν, ότι οι θαμώνες του καφενείου, κάποιες φορές
που τριγύριζα άσκοπα στην πόλη με την κρυφή ελπίδα να εμφανιστεί κάπου
πίσω μου ο Δαμιανός, δεν ήταν μαζί μου διαχυτικοί όπως παλαιότερα. Προ-
σπάθησα όμως να μη δώσω έμφαση στο γεγονός θεωρώντας ότι έχοντας τις
αισθήσεις μου σε επιφυλακή έβλεπα παντού δράκους. Με τον Κρίτο επικοινω-
νούσαμε τηλεφωνικά τόσο εγώ όσο και η Μελίνα. Ρωτούσε για τα πάντα, μας
εμψύχωνε και έκλεινε με την συνήθη συμβουλή να προσέχουμε. Πολλές φο-
ρές ήρθε στην άκρη της γλώσσας μου να τον ρωτήσω για το Δαμιανό. Δεν το
έκανα όμως.
Ένα συννεφιασμένο απόγευμα, καθώς ανηφόριζα το δρόμο φορτωμένη με
πακέτα χρωματιστά χαρτόνια που θα χρησιμοποιούσαμε για τις χειρόγραφες
προσκλήσεις της παράστασης με πλησίασε ο Σιγάλας.
«Γεια σου Μαρία» μου είπε μ’ ένα ύφος που καθόλου δεν μου άρεσε. «Τι
έγινες; Σε χάσαμε. Βρήκες αυτόν που γύρευες ή ακόμα;» με ρώτησε.

«Μπα όχι. Αλλά να σου πω την αλήθεια βαρέθηκα να τον ψάχνω. Τελικά ο
παππούς μου χαμένα τάχε. Βλακεία μου που έδωσα βάση στα λόγια του».
«Ε… γιατί δεν ανοίγεις το φάκελο να ιδείς μήπως εκεί μέσα γράφει κάτι
που θα σε βοηθήσει;»
«Δεν είναι σωστό κύριε Σιγάλα. Έχω αρχές εγώ τι με περάσατε;» του είπα
δήθεν θιγμένη.
«Έλα καημένη. Άνοιξέ το να μου πεις και μένα, που σκάω από περιέργεια.
Μαζί σου τόχεις ή στο μύλο;»
«Που το ξέρεις ότι μένω σε μύλο;» τον ρώτησα αυστηρά. Τον είδα να χάνει
το χρώμα του και να ξεροκαταπίνει.
«Εσύ μας τόπες. Που να το ξέρω εγώ, μάγος είμαι;» αποκρίθηκε μαζεύο-
ντας το.
«Μπορεί» του αποκρίθηκα στεγνά. «Γεια σου τώρα γιατί βιάζομαι» είπα
κι άνοιξα το βήμα μου. Δεν μου άρεσε καθόλου αυτό. Ήμουν σίγουρη ότι δεν
είχα ξεστομίσει κάτι τέτοιο. Πρόσεχα πολύ τα λόγια μου όταν χαρτόπαιζα μαζί
τους. Τρελή μπορεί να ήμουν αλλά όχι ανόητη.
Μαύρες σκέψεις είχαν αρχίσει να γεμίζουν το μυαλό μου και σχεδόν τρέ-
χοντας έφτασα μέχρι τη βάρκα ελπίζοντας ότι δεν θα είχαν κάποιοι «ξαναε-
πισκεφτεί» το μύλο δεδομένου ότι άφησα τη Μελίνα εκεί μόνη της. Και δεν
είχα άδικο γιατί επιστρέφοντας στο σπίτι τη βρήκα να με περιμένει στο λιμάνι
καθισμένη οκλαδόν πάνω στα βότσαλα κρατώντας ένα χαρτί στα χέρια της με
τα μάτια πρησμένα από το κλάμα.
«Τι έγινε κορίτσι μου; Είσαι καλά; Πες μου» φώναξα πριν καλά καλά βγω
από το σκάφος.
«Σκοτώσανε τον Αργύρη» είπε και ξέσπασε σε κλάματα, «τον βρήκα έξω
από την πόρτα γεμάτο αίματα, μαζί μ’ αυτό το σημείωμα, οι αλήτες, τα κτήνη.
Θα τους σκίσω» ούρλιαξε μέσα σε αναφιλητά.
«Ηρέμησε γλυκιά μου» της είπα και κάθισα πλάι της παίρνοντάς την α-
γκαλιά προσπαθώντας να την ηρεμήσω. Πήρα από τα χέρια της το σημείωμα
και το άνοιξα με χέρια που έτρεμαν από θυμό και φόβο.
«Σε μια βδομάδα νάχετε φύγει από το νησί. Δεν σας χωράει πια ο τόπος».
Πήρα το κινητό της Μελίνας από το τσεπάκι της και χωρίς να την αφήσω
από την αγκαλιά μου τηλεφώνησα στον Πέτρο. Του είπα μέσες άκρες τι έγινε.
«Πηγαίνετε στο σπίτι κι έρχομαι αμέσως» φώναξε έξαλλος από θυμό.
Δεν πέρασαν πάνω από δέκα λεπτά και το αγροτικό του Πετρή παρκάρισε
νευρικά μέσα στο αλώνι. Τον είδα να έρχεται με τεράστια βήματα και να
μπαίνει στο σπίτι κρατώντας μια κοντόκανη κυνηγετική καραμπίνα. Η Μελίνα
χύθηκε στην αγκαλιά του κι εγώ σωριάστηκα στον καναπέ ξεσπώντας σε κλά-
ματα από την υπερένταση.
«Μη φοβάστε. Θα μείνω μαζί σας. Κανείς δεν θα σας πειράξει. Άντε γιατί
έχω θυμώσει πολύ» είπε και το βλέμμα του έβγαζε φωτιές. «Οι θρασύδειλοι.
Μας τάχουνε πρήξει. Ποιοι νομίζουν ότι είναι; Δέρνουν και τρομοκρατούν τον
κόσμο αντί να ντρέπονται. Κι εμείς οι κοτάρες του κερατά τους ανεχόμαστε.
Τα βάλανε με δυο κορίτσια. Όχι. Αυτό δεν θα περάσει έτσι. Ας τολμήσουν να
ξανακοπιάσουν και τα λέμε»
«Δεν θέλω να μπλέξεις σ’ αυτό» είπε η Μελίνα που είχε αρχίσει να συνέρ-
χεται.
«Είμαι ήδη μπλεγμένος καρδιά μου» αποκρίθηκε και της χάιδεψε τρυφερά
τα μαλλιά. «Μη φοβάσαι, κανείς δεν θα τολμήσει να ξαναέρθει. Από εδώ και
μπρος θα κινούμαστε όλοι μαζί. Κανόνισε με τα παιδιά να έρχονται εδώ για
πρόβες. Κι εσύ Γοργώ όχι μόνη σου κι ούτε με τη βάρκα».
Του έγνεψα συγκαταβατικά και πήγα στο μπάνιο να ρίξω κρύο νερό στο
πρόσωπό μου. Σκέφτηκα το Δαμιανό. Πόσο ανάγκη είχα μια αγκαλιά.
Καθίσαμε στο τραπέζι έχοντας ηρεμήσει αρκετά. Σε πολύ λίγη ώρα και με
τη βοήθεια του αλκοόλ είχαμε χαλαρώσει εντελώς ξαναβρίσκοντας το χιούμορ
μας.
«Στο δικό σου κρεβάτι ή στο δικό μου θα κοιμηθεί η Φρόσω;» πείραξα τη
Μελίνα που είχε μαζέψει μέσα στο σπίτι τη γίδα.
«Στο δικό σου φυσικά για να μη νοιώθεις μοναξιά» αποκρίθηκε χαμογε-
λώντας με νόημα.
«Ωραία παρτενέρ. Αλήθεια κανένα ρόλο για τη Φρόσω δεν έχει;»

«Φυσικά… αλλά ως ζώο με άποψη απέρριψε την πρόταση μου» είπε και
γέλασε δυνατά παρασύροντας και μας σ’ ένα νευρικό γέλιο.
Τους άφησα μόνους και ανέβηκα στο δωμάτιό μου. Από το κινητό μου κά-
λεσα τον Κρίτο. Ανησύχησε πάρα πολύ με όσα του είπα.
«Είσαι σίγουρα καλά; Μήπως πρέπει να έρθω εκεί; Πες μου Μαρία» τον
άκουσα να φωνάζει πίσω από το τηλέφωνο. «Οι αλήτες, τα σκουλίκια. Σκοτώ-
σανε το κοτοπουλάκι; Δεν το πιστεύω. Πως είναι Μελίνα;» συνέχισε να φωνά-
ζει.
Περίμενα στωικά μια αντίδραση από το Δαμιανό, κάτι να πει, , να με πα-
ρηγορήσει. Τίποτα. Πήρα τη θλίψη μου αγκαλιά και βγήκα στο μικρό μπαλκο-
νάκι του μύλου να μετρήσω τ’ αστέρια όπως όταν ήμουν μικρή και η γιαγιά
μου μ’ έβαζε τιμωρία.
Το φεγγάρι είχε φτάσει στο μεσουράνημα του όταν ένα ανεπαίσθητο τρί-
ξιμο έκανε την καρδιά μου να σκιρτήσει από τρόμο. Κατ’ αρχήν σκέφτηκα να
φωνάξω τα παιδιά. Άφησα όμως πρώτα να σιγουρευτώ πριν τους χαλάσω τις
στιγμές. Τέντωσα τα’ αφτιά μου κι ανασηκώθηκα ελαφρά, όταν ένα γνώριμο
άρωμα έφτασε στα ρουθούνια μου. Παραισθήσεις σκέφτηκα και κοίταξα με
λατρεία τη θάλασσα που λαμπύριζε στο παιχνιδιάρικο φως του φεγγαριού που
κυνηγιόταν με τα σύννεφα. Ξαφνικά ένα χέρι έκλεισε το στόμα μου αγκαλιά-
ζοντας από πίσω το κορμί μου.
«Δαμιανέ; Πως βρέθηκες εδώ; Πως ανέβηκες εδώ πάνω;» ψιθύρισα με το
στόμα ορθάνοιχτο.
«Σςς… θα ξυπνήσεις τα πουλιά» είπε και με τύλιξε στην αγκαλιά του, κλεί-
νοντας το στόμα μου με τον πιο γλυκό τρόπο.
Ο Δαμιανός έφυγε πριν ξημερώσει. Καλημέρισα τον ήλιο ευχαριστώντας
παράλληλα τη ζωή που μέσα σε ελάχιστες μέρες, με τις τρελές ανατροπές της
είχε ξυπνήσει τα ναρκωμένα μου συναισθήματα. Ανασφάλεια, φόβος, χαρά,
πείσμα, Έρωτας! «Ομορφη είναι η ζωή π’ ανάθεμά την» σιγοτραγούδησα το
αγαπημένο τραγούδι της γιαγιάς μου. Μέσα σ’ αυτό το μύλο έζησε το μεγάλο
της έρωτα. Οι γλυκές της στιγμές στοίχειωσαν κάθε πετραδάκι αυτού του α-
νεμόμυλου. «Γεια σου ρε γιαγιάκα λεβεντιά» φώναξα και ξεχύθηκα στη σκάλα
δίνοντας ένα καυτό φιλί στη Φρόσω που κοιμόταν του καλού καιρού στο α-
κρόσκαλο.


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου