Δε ζυγιάζω, δε μετρώ, δε βολεύομαι! Ακολουθώ το βαθύ μου χτυποκάρδι...

Νίκος Καζαντζάκης, Ασκητική


Δευτέρα 3 Νοεμβρίου 2014

ΜΗΝ ΞΕΧΑΣΕΙΣ ΤΟ ΚΛΕΙΔΙ ΠΑΝΩ ΣΤΗΝ ΠΟΡΤΑ,ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΤΡΙΤΟ

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΤΡΙΤΟ

Μέρα με τη  μέρα η κατάσταση στο γάμο της Τζίνας γινόταν βαρύτερη. Συνεπής με τον εαυτό της επισκέφτηκε μια σύμβουλο γάμου που της σύστησε κάποιος φίλος που είχε “σώσει” τον γάμο του με τον τρόπο αυτό. Πήγε λοιπόν σε μια κυρία Αλεξιάννα Τόλιου για μια τελευταία προσπάθεια διάσωσης του «πλοίου». Δεν ήθελε να έχει  καμιά αμφιβολία ότι δεν το έψαξε και πιο βαθιά. Ότι δεν προσπάθησε.
Η κυρία «σύμβουλος» ζήτησε να δει και τον Μίλτο όπως ήταν φυσικό. «Δεν είμαι τρελός να πάω σε γιατρό» ήταν η απάντηση του.
Η κυρία Αλεξιάννα  είπε πως δεν μπορούσε να κάνει τίποτα μονόπλευρα. Της έδωσε λοιπόν δυο σελίδες «πρέπει» μαζί με την «ευχή» της για ό,τι καλλίτερο. Φυσικά θα ήταν σε επαφή μαζί της. Μια επαφή που κόστιζε πενήντα ευρώ την ώρα.
Είναι απίστευτο πόσο απλά τα λένε οι κύριοι ειδικοί. Κάνε αυτό, κάνε εκείνο, κάνε το άλλο. Αφού είναι τόσο απλό γιατί τόσα διαζύγια  γαμώτο; Να σε βάλω κυρία σύμβουλε να ζήσεις με έναν Μίλτο λίγους μήνες και τα ξαναλέμε. Δεν αλλάζουν οι άνθρωποι μάτια μου, και το γυαλί άμα ραγίσει ράγισε. Άντε να τρέχεις μετά για κόλλες. Κι αυτή η κόλλα ειδικά έχει αμφίβολη δράση. Εκεί που νομίζεις ότι κόλλησε, ένα ανεπαίσθητο κρακ και πάλι κομμάτια το κρύσταλλο. Γι αυτό παίρνεις ένα ωραίο μαντήλι, το κουνάς και πας για άλλα. Ο δρόμος καθόλου εύκολος, αλλά μυρίζει αξιοπρέπεια ο άτιμος  και αυτοσεβασμό..
Η απόφαση ήταν πια ειλλημένη. Το μόνο που της είχε απομείνει  ήταν ο τρόπος που θα το έλεγε στον Μίλτο. Το ανέβαλε μόνο και μόνο γιατί ήξερε πως θα τον πληγώσει. Δεν είχε φίλους. Με τους συγγενείς του είχε τσακωθεί και δεν μιλούσε. Η οικονομική του ευμάρεια του εξασφάλιζε μόνο προσωρινές γνωριμίες από ανθρώπους της «αρπαχτής». Ήταν ένα μονόχνοτο άτομο που δυστυχώς δεν γνώριζε το πρόβλημά του. Το πιο πιθανό βέβαια ήταν να μην το γνώριζε ποτέ. Η Τζίνα ένοιωθε ενοχές που τον εγκατέλειπε. Ήθελε όμως την ζωή, το οξυγόνο της, τους φίλους και τις δραστηριότητες της πίσω.

 
Εκείνο το απόγευμα γύρισε από την δουλειά της με βαριά καρδιά. Είχε πάρει την απόφαση να κάνει μια τελευταία προσπάθεια συζήτησης.
«Μίλτο, θέλω να μιλήσουμε», του είπε.
Γύρισε την κοίταξε με βαριεστημένο ύφος και έριξε ένα χασμουρητό.
«Βαριέμαι τώρα έχει και ματς. Τα λέμε  αύριο. Είναι επείγον;»
Γίνεται έξαλλη. Του ρίχνει ένα βλέμμα από αυτά που ο Μίλτος έχει δει ελάχιστες φορές αλλά τρέμει όταν τα βλέπει.
«Σε ακούω», απαντάει… «Πες».
Ένα τρέμουλο απλώνεται σε όλο το σώμα της, παίρνει μια βαθιά αναπνοή για να μην δείχνει την ταραχή της και του λέει: «Μίλτο νομίζω ότι δεν πάει άλλο ο γάμος αυτός. Προσπαθώ πολύ καιρό να σου δώσω να καταλάβεις ότι δεν μπορώ να ζω άλλο έτσι. Δεν θα σου ζητήσω να αλλάξεις. Τελικά είναι παράλογο να ζητάς από τον άλλο να μην είναι ο εαυτός του. Αυτό έκανα τόσα χρόνια και βρέθηκα σε αδιέξοδα. Δεν ήμουν ο εαυτός μου. Θεωρώ ότι «πτωχεύσαμε»Μίλτο. Θέλεις να το συζητήσουμε;»
  Την κοιτάζει περίεργα προσπαθώντας να ανακαλύψει αν μιλάει σοβαρά. Το ύφος της δεν του αφήνει αμφιβολίες….Ο Μίλτος μεταμορφώνεται μονομιάς σε λύκο. Δεν έχει μάτια, δυο φλογοβόλα έχει που φτύνουν φωτιά…
 «Έχεις γκόμενο ε; αυτό είναι. Το έχω καταλάβει μήνες τώρα, τι μήνες καλλίτερα να πω χρόνια»
Ρίχνει μια θυμωμένη ματιά στην φωτογραφία που κρέμεται στον τοίχο πάνω από το τζάκι. Μέσα σ’ αυτήν ποζάρει η «τρελοπαρέα» της Τζίνας σε ευτυχισμένες ξέγνοιαστες μέρες. Μια αγαπημένη παρέα που η Τζίνα χρόνια τώρα την έχει αποχωριστεί λόγω Μίλτου.
«Αυτές σε ξεμυάλισαν το ξέρω» φωνάζει και δείχνει με το δάχτυλο την χάρτινη απειλή, «και ξέρεις γιατί; Γιατί ζηλεύουνε που έγινες άνθρωπος. Σου λείψανε ε; Σου έλειψε η αλητεία!!»
Η βελόνα της  χτύπησε κόκκινο, μια τρίχα πριν το εγκεφαλικό.
«Μίλτο είσαι ένας ντενεκές. Ακόμα και ένα βλήμα  σκέφτεται πιο πολύ από σένα» του απαντάει με οργή..
Ο Μίλτος μοιάζει με άνθρωπο που του τράβηξαν το χαλί κάτω από τα πόδια.  Όμως δεν το συζητάει. Δεν διεκδικεί. Δεν μπαίνει στον κόπο να σκεφτεί ούτε και τώρα…..
«Να φύγεις!» λέει με ύφος  πεισμωμένου παιδιού «Άντε στα Εξάρχεια να μένεις στα παγκάκια με τα φρικιά. Εκεί είναι η θέση σου»
Η Τζίνα προσπαθεί με κόπο να κρατήσει την ψυχραιμία της και του λέει όσο ήρεμα μπορεί.. «Μίλτο μπορούμε να αφήσουμε τις υπερβολές και να μιλήσουμε μια φορά, ΜΙΑ φορά μόνο σαν σκεπτόμενοι άνθρωποι; Επί του  θέματος δεν έχεις  να πεις τίποτα;»
«Ναι έχω. Οι  πουτάνες οι φίλες σου φταίνε. Αυτές σε ξεμυαλίσανε». Απαντά τσιρίζοντας και οι φλέβες στο λαιμό του είναι έτοιμες να εκραγούν...
Η Τζίνα χάνει την ψυχραιμία της αλλά δεν το δείχνει. Του απαντά και  πάλι ήρεμα.
«Μίλτο δεν θα μπω στη διαδικασία να σου εξηγήσω. Δέκα χρόνια το κάνω και δεν τα κατάφερα που να με πάρει ο διάολος. Τώρα θα τα καταφέρω; Οι πουτάνες φταίνε; Έχω γκόμενο; Νοστάλγησα Εξάρχεια και σνίφα;  Οκ μωρό μου. Ό,τι πεις!! Το «δια ταύτα»  είναι το ίδιο.. Βyeee!!!»
Πηγαίνει προς το πατάρι κατεβάζει ένα σακβουαγιάζ, και μπαίνει στην κρεβατοκάμαρα με το  Μίλτο να την ακολουθεί σε κατάσταση φρίκης…
«Φύγε! Στην ψάθα θα πεθάνεις. Θα σε τσακίσω οικονομικά. Θα παρακαλάς για ένα ευρώ στο υπόσχομαι», της λέει ενώ τα μάτια του γεμίζουν κακία  και απειλή.. Γυρίζει πίσω και φεύγει από το δωμάτιο.
Προσπαθεί να διατηρήσει την ψυχραιμία της. Πίστευε ότι θα έχει  μια  άλλη αντίδραση, γιατί ο Μίλτος έκοβε φλέβες για εκείνη. «Η γυναίκα μου» έλεγε, και το στόμα του έτρεχε σιρόπια. Δεν μπορούσε να ζήσει χωρίς την Τζίνα δήλωνε  με πάθος. Και τώρα μπρος τα δύσκολα μόνο κακίες έβγαλε, συναίσθημα μηδέν. 
Η Τζίνα βρίσκεται σε απρόβλεπτη κατάσταση. Αρχίζει να μιλάει μόνη της για να εκτονωθεί, ενώ ρίχνει άτσαλα στην τσάντα ό,τι βρίσκει μπροστά της.
 «Ρε πάλι  τα φράγκα του σκέφτεται ο φραγκοφόνης. Πάλι αυτά. Δεν τόχει χωνέψει ποτέ ότι τα έχω χεσμένα τα κωλολεφτά του. Δουλεύω σαν σκυλί όλα τα χρόνια παρ’ ότι θα μπορούσα να είμαι αραχτή και να  παίζω μπιρίμπα με τις κοσμικές του φίλες. 
Να φύγω λέει. Από πού να φύγω ρε Μίλτο; Το σπίτι μαζί το αγοράσαμε μισό μισό. Ακόμα και το αμάξι μου εγώ το πλήρωσα.. Τα λατρευτά σου γιουροπάκια είναι στην τράπεζα και  παχαίνουν με τους τόκους. Τζίνα, όχι δεν θα κατινιάσεις…Δεν σου αξίζει. Κοίτα πόσο  εύκολο στο κάνει  ρε βλάκα που σκεφτόσουνα τόσο καιρό πως θα το ξεπεράσει. Τόσα ξενύχτια για να  νικήσεις τις τύψεις  που τον αφήνεις  χωρίς  τα δεκανίκια του. Πάρτα Τζίνα!» λέει ενώ κοιτάζεται στον καθρέφτη και ρίχνει μια μούντζα στον εαυτό της.
Ξαναπαίρνει τον έλεγχο και με το σακβουαγιάζ στο χέρι κινείται προς την πόρτα. Ο Μίλτος που εν τω μεταξύ  έχει πάρει τη θέση του στον καναπέ και βλέπει ποδόσφαιρο  ήσυχος, θεωρώντας το θέμα λήξαν, μένει έκπληκτος καθώς την βλέπει να «αποχωρεί».
«Αν φύγεις ξέχνα το σπίτι. Θα στο πάρω. Έχω δικηγόρους και τα λεφτά να το κάνω» της λέει εμφανώς εκβιαστικά. «Αν ανοίξεις την πόρτα και βγεις, δεν θα ξαναμπείς ποτέ σε αυτό το σπίτι».
 «Μίλτο τα κωλοντούβαρα στα χαρίζω μαζί με όλα τα πράγματα που είναι μέσα σ’ αυτά. Δεν θα σου χαρίσω όμως ούτε μια στιγμή μου ακόμα. Ούτε μία. Το κατάλαβες κύριε Τούβλο;» του απαντά και κλείνει με θόρυβο την πόρτα πίσω της.

Πήρε μόνο μερικά ρούχα  σε μια τσάντα, και τη φωτογραφία με τις φίλες της. Το  αυτοκίνητο τρέχει στην παραλιακή με τον αυτόματο πιλότο  και πάει για το γνωστό του στέκι. Το αγνάντεμα  στη μαρίνα του Αλίμου. Εκεί όπου τα τελευταία χρόνια η Τζίνα πηγαίνει τα βράδια και τα πίνει παρέα με τον εαυτό της, παίζοντας παιχνίδια με την φαντασία της παρακολουθώντας τα παραγάδια που φωτίζουν  σαν μικρές πυγολαμπίδες την σκοτεινή  θάλασσα.
Εδώ τελειώνει μια ιστορία μ’ αυτό το τέλος το τραγικό, που λέει και το τραγούδι. Το τραγικό είναι ότι  μόλις τώρα συνειδητοποίησε ότι  ο γάμος της έπλεε τόσα χρόνια σε μια ανισόρροπη σανίδα.  Έσκυψε λίγο και  βυθίστηκε. Έτσι απλά. Πήγε στον πάτο μαζί με δέκα χρόνια από τη ζωή της.
Τα μάτια της  γέμισαν βροχή.
Γεια σου ρε κορόιδο Τζίνα, η  «αναμόρφωση» απέτυχε, αλλά δεν πειράζει. Το μάθημα το πήραμε. Σκέφτηκε και χαμογέλασε πικρά.
Ψάχνει στο πόρτ μπαγκαζ του αυτοκινήτου της. Πάντα υπάρχει κάβα για τα δύσκολα. Δεν είναι η πρώτη φορά που έρχεται εδώ για ανασύνταξη δυνάμεων. Μόνο που σήμερα  δεν έχει σπίτι  για να  επιστρέψει…
Πέρασαν δυο τρεις ώρες. Έκλαψε, ήπιε, κάπνισε μια στοίβα τσιγάρα. Ένοιωσε το κεφάλι της βαρύ, την καρδιά της όμως περίεργα ξαλαφρωμένη.
Κοίταξε ασυναίσθητα έξω. Πάνω στο «βουνό» που είχε σχηματιστεί από τις γόπες της, είδε να την  κοιτάζουν περίεργα  δυο τρυφερά μοναχικά ματάκια. Ήταν ένα βρομιάρικο σκυλί που της κουνούσε την ουρά…..
«Μόνος και άστεγος φιλαράκο; Έλα να σε κεράσω ένα ποτάκι». Του έριξε ένα χαμόγελο και άνοιξε την πόρτα. Εκείνος δεν δίστασε ούτε στιγμή. Μ’ ένα σάλτο βρέθηκε μέσα στο αυτοκίνητο και άρχισε να της  γλείφει τα χέρια……
«Φίλε  από σήμερα είσαι ο καινούργιος μου δεσμός» του είπε δίνοντας του ένα αλκοολούχο φιλάκι…. Σκέφτεται λίγο και χαμογελά νοσταλγικά. Τον βαφτίζει Αντρέα. Το όνομα της πρώτης της αγάπης….

      »… Ήταν στα  δεκαέξη σε κάποιο από τα πάρτι της εποχής. Έπινε βερμούτ  ακούγοντας τα υπέροχα εκείνα μπλούζ που έκαναν το άγουρο σώμα να λαχταράει ένα σφυχταγκάλιασμα, ένα κρυφό φιλί. Ήταν πάντα η Τζίνα μια γυναίκα ερωτική,  μόνο που δεν το ήξερε. Ήξερε μόνο ότι έχει σπυράκια στο πρόσωπο και τα αγόρια δεν την κοιτούσαν. Ήταν ένα επαναστατημένο αγοροκόριτσο  που ο Μαρξ της  έλεγε καλημέρα και ο Λένιν καληνύχτα. Η ψυχή της έτοιμη για επανάσταση. Το κορμί και η καρδιά της όμως διψασμένα και ώριμα να παραδοθούν  σε ένα χάδι κι ένα φιλί.
Μια δειλή φωνούλα  της  ζητάει να χορέψουνε.  Το πικάπ παίζει let it be…
Αγκαλιάζονται σφιχτά. Δεν έχει δει καν το πρόσωπό του μέσα στο μισοσκόταδο. Όμως δεν την νοιάζει. Χάνεται μέσα στην ιδρωμένη αγκαλιά και για πρώτη φορά αισθάνεται να την καίει μια  απροσδιόριστη φωτιά…
Τον είχε  κιόλας  ερωτευτεί. Χορεύουνε και το επόμενο τραγούδι. Νοιώθει την ανάσα του κοντά στο πρόσωπό της . Της  δίνει ένα άτσαλο  φιλί. Το πρώτο της φιλί…Λειώνει. Τα γόνατά της τρέμουν και μια άγνωστη επιθυμία την κάνει να σφίγγεται επάνω του. Την  αγγίζουν χίλια χέρια, οι αισθήσεις της σε συναγερμό…Κόλαση!!
Τελειώνει το τραγούδι και ο υπέρμετρος εγωισμός της  την κρατάει να μη βάλει τα κλάματα όταν το αγόρι λέει ευχαριστώ, και χάνεται ανάμεσα στα άλλα παιδιά.  Ήθελε να πεθάνει εκείνη τη στιγμή. Παίρνει κι άλλο βερμούτ να ξεχάσει τον πόνο της. Και εκεί που βυθιζόταν σε μαύρη απελπισία, στο χέρι της  έρχεται ένα χαρτάκι.. «.. μια αγάπη νιόβγαλτη με πολλές ελπίδες. Αντρέας  τηλ.646100….»
 Ο «δεσμός» της με τον Αντρέα κράτησε μερικούς μήνες. Ήταν και αυτός μαθητής. Βγήκανε πολλούς ρομαντικούς περίπατους  στο Άλσος  και τον Λυκαβηττό…Δεν έκάναν ποτέ έρωτα παρ’ ότι φτάσανε πολλές φορές στο σημείο μηδέν. Δεν τα καταφέρανε. Χωρίσανε όταν αυτός μπήκε στο πανεπιστήμιο στην Θεσσαλονίκη. Από τότε δεν τον ξαναείδε. Τον θυμάται όμως πάντα γλυκά. Η πρώτη της αγάπη, το πρώτο ερωτικό σκίρτημα της καρδιάς… «.
  
«Λοιπόν Αντρίκο πάμε και ο Θεός βοηθός. Η Βίκυ θα πάθει έμφραγμα από το ξαφνικό που θα ακούσει. Θα το αντέξει όμως τι  λες  φιλαράκο;»

Ώρα 4 τα ξημερώματα χτυπούσε το κουδούνι της Βίκυς.
Της ανοίγει μια φιγούρα αγουροξυπνημένη με πυτζάμες κοιτάζοντας την  σαν να βλέπει όνειρο. 
Στο ένα χέρι της κρατά το σακοβουαγιάζ, στο άλλο αγκαλιά τον βρωμοαντρέα. Τα μάτια της είναι κόκκινα, ενώ το χαμόγελο και το θολό της βλέμμα  της θυμίζουν  αλκοολικό….
«Βίκυ χώρισα με τον Μίλτο. Μπορώ να μείνω εδώ απόψε…. και για μερικούς μήνες; Α..Να σου συστήσω τον Αντρέα»
Το θέαμα ήταν πραγματικά αστείο, έτσι μόλις τελείωσε η έκπληξη η Βίκυ άρχισε να γελάει δείχνοντας συγχρόνως στη Τζίνα να περάσει μέσα, ενώ ο Αντρέας γάβγιζε και κουνούσε τη βρώμικη ουρά του συμμετέχοντας με τον τρόπο του στο «χάπενινγκ»…Από το γέλιο δεν κατάφερναν να μιλήσουν για αρκετή ώρα.
« Ρε δεν το πιστεύω. Τι έγινε; Τι έπαθες; Τι χάλια είναι αυτά; Που βρήκες τον μούργο;»
«Μη μου βάζεις δύσκολα Βικάκι. Μια μια ερώτηση παρακαλώ. Βάλε  ποτάκι και θα σου πω»
«Δεν  πας καλά που θες και ποτάκι. Φτιάχνω καφέ και λέγε……»
Δεν είπανε και πολλά πράγματα γιατί η Τζίνα ήταν σε άσχημη φάση. Η Βίκυ την αγκάλιασε και της είπε ότι  στο σπίτι  από σήμερα ζούνε τρεις… Ήταν η πιο ζεστή  αγκαλιά που είχε ποτέ αισθανθεί. Ευχαρίστησε τον Θεό της που είχε μια τέτοια φίλη, κι αφού έκανε ένα ζεστό μπάνιο μαζί με τον Αντρέα, που τον πέρασε τρία σαπούνια για να καταλάβει ότι ήταν άσπρος, έπεσαν όλοι για ύπνο…….
Σαφώς την άλλη μέρα κοπάνα από την δουλειά και οι δύο. Τροφική δηλητηρίαση είπαν στα αφεντικά. 
Ο Μίλτος το ίδιο κιόλας βράδυ πήγε στην αστυνομία και δήλωσε «εγκατάλειψη συζυγικής στέγης». Έβαλε δικηγόρους, πήρε ασφαλιστικά μέτρα εναντίον της. Προσπάθησε να της πάρει ακόμα και το αυτοκίνητο. Ορκίστηκε να την τιμωρήσει σκληρά γι’ αυτό που του έκανε. Την διέσυρε σε όλους τους συγγενείς διαδίδοντας ότι τον εγκατέλειψε φεύγοντας με έναν «άλλον». Και τους έπεισε όλους, γιατί ο Μίλτος ήταν ο τέλειος σύζυγος. Ο μοναδικός λόγος εγκατάλειψής του θα μπορούσε να είναι μόνο η απιστία. Έπεισε ακόμα και την οικογένεια της Τζίνας που την “αφόρισαν” δια παντός. Ο εγωισμός του δεν τον άφησε ποτέ να αναλογιστεί τις ευθύνες του.
Η Τζίνα παρακολουθούσε στωικά τις κινήσεις του. Δεν είχε καμία διάθεση να μπει στη διαδικασία να εξηγεί τα «ανεξήγητα». Όταν ο δικηγόρος την ρώτησε ποιος ήταν ο λόγος διαζυγίου που θα αναφερόταν στην αγωγή, εκείνη του απάντησε: «Γιατί δεν ήξερε τον “κοντορεβιθούλη”».


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου