Δε ζυγιάζω, δε μετρώ, δε βολεύομαι! Ακολουθώ το βαθύ μου χτυποκάρδι...

Νίκος Καζαντζάκης, Ασκητική


Τετάρτη 21 Αυγούστου 2024

Η "Αμοργός" του Νίκου Γκάτσου,του ποιητή των τραγουδιών...

Ένα ταξίδι στην "Αμοργό" του Νίκου Γκάτσου, του ποιητή των τραγουδιών,
μια μέρα ζεστή τ' Αυγούστου...!




Με την πατρίδα τους δεμένη στα πανιά και τα κουπιά στον άνεμο κρεμασμένα

Οι ναυαγοί κοιμήθηκαν ήμεροι σαν αγρίμια νεκρά μέσα στων σφουγγαριών τα σεντόνια

Αλλά τα μάτια των φυκιών είναι στραμμένα στη θάλασσα

Μήπως τους ξαναφέρει ο νοτιάς με τα φρεσκοβαμμένα λατίνια



Κι ένας χαμένος ελέφαντας αξίζει πάντοτε πιο πολύ από δυο στήθια κοριτσιού που σαλεύουν

Μόνο ν’  ανάψουνε στα βουνά οι στέγες των ερημοκκλησιών με το μεράκι του αποσπερίτη

Να κυματίσουνε τα πουλιά στης λεμονιάς τα κατάρτια

Με της καινούργιας περπατησιάς το σταθερό άσπρο φύσημα

Και τότε θα  ‘ρθουν αέρηδες σώματα κύκνων που μείνανε άσπιλοι τρυφεροί και ακίνητοι

Μες στους οδοστρωτήρες των μαγαζιών μέσα στων λαχανόκηπων τους κυκλώνες

Όταν τα μάτια των γυναικών γίναν κάρβουνα κι έσπασαν οι καρδιές των καστανάδων

Όταν ο θερισμός εσταμάτησε κι άρχισαν οι ελπίδες των γρύλων



Γι’  αυτό λοιπόν κι εσείς παλληκάρια μου με το κρασί τα φιλιά και τα φύλλα στο στόμα σας

Θέλω να βγείτε γυμνοί στα ποτάμια

Να τραγουδήστε τη Μπαρμπαριά όπως ο ξυλουργός κυνηγάει τους σκίνους

Όπως περνάει η όχεντρα μες απ’ τα περιβόλια των κριθαριών

Με τα περήφανα μάτια της οργισμένα

Κι όπως οι αστραπές αλωνίζουν τα νιάτα.



Και μη γελάς και μην κλαις και μη χαίρεσαι

Μη σφίγγεις άδικα τα παπούτσια σου σα να φυτεύεις πλατάνια

Μη γίνεσαι ΠEΠPΩMENON

Γιατί δεν είναι ο σταυραητός ένα κλεισμένο συρτάρι

Δεν είναι δάκρυ κορομηλιάς ούτε χαμόγελο νούφαρου

Ούτε φανέλα περιστεριού και μαντολίνο Σουλτάνου

Ούτε μεταξωτή φορεσιά για το κεφάλι της φάλαινας.

Είναι πριόνι θαλασσινό που πετσοκόβει τους γλάρους

Είναι προσκέφαλο μαραγκού είναι ρολόι ζητιάνου

Είναι φωτιά σ’ ένα γύφτικο που κοροϊδεύει τις παπαδιές και νανουρίζει τα κρίνα

Είναι των Τούρκων συμπεθεριό των Αυστραλών πανηγύρι

Είναι λημέρι των Ούγγρων

Που το χινόπωρο οι φουντουκιές πάνε κρυφά κι ανταμώνουνται

Βλέπουν τους φρόνιμους πελαργούς να βάφουν μαύρα τ’  αυγά τους

Και τόνε κλαίνε κι αυτές

Καίνε τα νυχτικά τους και φορούν το μισοφόρι της πάπιας

Στρώνουν αστέρια καταγής για να πατήσουν οι βασιλιάδες

Με τ’ ασημένια τους χαϊμαλιά με την κορώνα και την πορφύρα

Σκορπάνε δεντρολίβανο στις βραγιές

Για να περάσουν οι ποντικοί να πάνε σ’ άλλο κελάρι

Να μπούνε σ’ άλλες εκκλησιές να φαν τις Άγιες Τράπεζες



Κι οι κουκουβάγιες παιδιά μου

Οι κουκουβάγιες ουρλιάζουνε

Κι οι πεθαμένες καλογριές σηκώνουνται να χορέψουν

Με ντέφια τούμπανα και βιολιά με πίπιζες και λαγούτα

Με φλάμπουρα και με θυμιατά με βότανα και μαγνάδια

Με της αρκούδας το βρακί στην παγωμένη κοιλάδα

Τρώνε τα μανιτάρια των κουναβιών

Παίζουν κορώνα-γράμματα το δαχτυλίδι τ’ Άη-Γιαννιού και τα φλουριά του Αράπη

Περιγελάνε τις μάγισσες

Κόβουν τα γένια ενός παπά με του Κολοκοτρώνη το γιαταγάνι

Λούζονται μες στην άχνη του λιβανιού

Κι ύστερα ψέλνοντας αργά μπαίνουν ξανά στη γη και σωπαίνουν

Όπως σωπαίνουν τα κύματα όπως ο κούκος τη χαραυγή όπως ο λύχνος το βράδυ.

Έτσι σ’ ένα πιθάρι βαθύ το σταφύλι ξεραίνεται και στο καμπαναριό μιας συκιάς κιτρινίζει το μήλο

Έτσι με μια γραβάτα φανταχτερή

Στην τέντα της κληματαριάς το καλοκαίρι ανασαίνει

Έτσι κοιμάται ολόγυμνη μέσα στις άσπρες κερασιές μία τρυφερή μου αγάπη

Ένα κορίτσι αμάραντο σα μυγδαλιάς κλωνάρι

Με το κεφάλι στον αγκώνα της γερτό και την παλάμη πάνω στο φλουρί της

Πάνω στην πρωινή του θαλπωρή όταν σιγά σιγά σαν τον κλέφτη

Από το παραθύρι της άνοιξης μπαίνει ο αυγερινός να την ξυπνήσει!




 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου