Δε ζυγιάζω, δε μετρώ, δε βολεύομαι! Ακολουθώ το βαθύ μου χτυποκάρδι...

Νίκος Καζαντζάκης, Ασκητική


Κυριακή 26 Οκτωβρίου 2014

ΜΗΝ ΞΕΧΑΣΕΙΣ ΤΟ ΚΛΕΙΔΙ ΠΑΝΩ ΣΤΗΝ ΠΟΡΤΑ ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΔΕΥΤΕΡΟ

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΔΕΥΤΕΡΟ

Ο  Μίλτος καθισμένος στον καναπέ του σαλονιού βλέπει όπως κάθε μέρα αθλητικό κανάλι.. Ο καναπές στο σημείο αυτό έχει κάνει ένα μεγάλο λάκο. Όταν έχει αγώνες καλεί και άλλους ομοιοπαθείς του και κάθονται με τις ώρες μπροστά στην TV πίνοντας  μπύρες και βρίζοντας…Φοβερά ενδιαφέροντα αυτός ο Μίλτος. Ποδόσφαιρο, μπάσκετ, προπό. Τίποτα άλλο. Η μάλλον και κάτι άλλο για να μην γίνομαι άδικη…Ασχολείται με πάθος, με όλα τα γαστριμαργικά σπόρ… 
       «Τζίνα, για πού ετοιμάζεσαι τη ρωτά χωρίς να την κοιτάξει…
       «Θα βγω με τη Βίκυ».
       «Πάλι αυτή; Σου είπα δεν θέλω να βγαίνεις μαζί της» απαντά επίσης χωρίς να την κοιτάξει ανεβάζοντας τον τόνο της φωνής του.
      «Να σου πω Μίλτο, κι εγώ σου είπα και μάλιστα πολλάκις, αν δεν σου αρέσει η Βίκυ, να μη την κάνεις παρέα. Τους φίλους μου όμως τους επιλέγω εγώ. Και δεν θα το συζητήσω άλλο γιατί βιάζομαι»
     «Και που θα πάτε;» τη ρωτά με ύφος θυμωμένου μπαμπά..
      «Άντε πάλι.. Τι έγινε ρε Μίλτο σκηνές; Τράβα την πρέζα σου μωρό μου μη χάσεις καμιά φάση» του απαντά απαξιωτικά η Τζίνα που σιχαίνεται το ποδόσφαιρο .
«Εγώ σου λέω ότι δεν θα βγεις. Δεν πάς πουθενά» Επιμένει ο Μίλτος πεισμωμένος και χτυπά το χέρι του στο τραπεζάκι κάνοντας τα τσιπς να χοροπηδήσουν και να πέσουν στο χαλί.
      «Αγόρι μου η χούντα έπεσε εδώ και χρόνια. Πες μου μια καλή αιτία να μην βγω και σου δίνω τον λόγο μου ότι θα το κάνω» απαντά η Τζίνα με εκνευριστική ηρεμία.
      «Θα βρεις την πόρτα κλειδωμένη όταν γυρίσεις» συνεχίζει ο Μίλτος φορώντας το άγριο του, αλλά με το μάτι κολλημένο στην οθόνη μη και χάσει καμιά φάση.
     «Μη ξεχάσεις το κλειδί πίσω απ’ την πόρτα» του απαντά ειρωνικά και πηγαίνει προς το μπάνιο.
   Ο Μίλτος εξαγριωμένος σηκώνεται και την ακολουθεί τραβώντας την από το μπράτσο.
  «Μη μου κάνεις εμένα την ξύπνια ακούς;»
  «Μίλτο παράτα με. Δεν έχω διάθεση…»
   Ξαφνικά και ενώ η ατμόσφαιρα είναι ηλεκτρισμένη, από την τηλεόραση ακούγονται οι κραυγές του σπήκερ «Ναι..ναι…είναι γκοοολ». Ο Μίλτος ξεχνώντας αστραπιαία τον καυγά του με τη Τζίνα αρχίζει να κραυγάζει σαν τρελός. «Ολέ, ολέ, ολέ». Την αγκαλιάζει αναπάντεχα, και την σφίγγει μέχρι πνιγμού δίνοντας της απανωτά φιλιά. Η Τζίνα το έχει ξαναδεί το έργο, αλλά αυτή τη φορά έχει διαφορετική χροιά γι αυτήν. Γίνεται έξαλλη. “Εεε ναι!! Τα θέλει ο κώλος σου παλιοβλαμμένε!” ψιθυρίζει και φεύγει θυμωμένη χτυπώντας δυνατά την πόρτα.
    Κατεβαίνοντας στην είσοδο της πολυκατοικίας, και πριν βγει έξω, ρίχνει μια τελευταία πεταχτή ματιά στην εμφάνισή της στο μεγάλο καθρέπτη. Όντως η  θέα του εαυτού της ήταν επιτέλους μετά από τόσο καιρό άκρως θηλυκή μέσα στο κόκκινο  μπλουζάκι της με το ανοιχτό σέξι μπούστο.

  Ώρα επτά και μισή και η Τζίνα με το μικρό της αυτοκίνητο τρέχει στην παραλιακή με τα παράθυρα ανοιχτά προσπαθώντας να μην σκέφτεται το συμβάν με τον Μίλτο. Μάταια όμως. Χωρίς να το καταλάβει άρχισε να μιλά μόνη της.  «Τον ήλίθιο! Έχασα εξ αιτίας του όλους μου τους φίλους. Ο Νίκος με την Αθηνά χαζοκουλτουριάρηδες, ο Αλέκος με τη Γιάννα βλάχοι, ο Τάσος με τη Λένα τσιφούτηδες, η Αλεξάνδρα ανοργασμική γεροντοκόρη. Για όλους βρήκε  κουσούρια γαμώτο. Μόνοι εγώ και αυτός και όλα ένας παράδεισος. Μόνο που εγώ γουστάρω κόλαση και δεν με ρώτησε ποτέ».
    Το  ραδιόφωνο παίζει σκυλοτράγουδα. Αλλάζει σταθμό ψάχνοντας  για κάτι πιο ρομαντικό. Σταματά την βελόνα απότομα ... «εδώ να μείνεις, της καληνύχτα τα φιλιά μη μου τα δίνεις… εδώ και τώρα να το μάθουμε κι οι δυο, αν έχεις τίποτα μαζί μου να συγκρίνεις…» ακούγεται η γλυκιά φωνή της Αρβανιτάκη συμπυκνώνοντας τα συναισθήματά της μέσα σε δευτερόλεπτα. Μια μέγγενη σφίγγει την καρδιά της έτοιμη να την συνθλίψει. Πάντα έτσι νοιώθει ακούγοντας αυτό το τραγούδι.

  »…Ήταν περασμένα μεσάνυχτα όταν επέστρεψαν στο σπίτι μετά από μια ρουτινιάρικη έξοδο. Με μια μηχανική κίνηση η Τζίνα άνοιξε τον τηλεφωνητή μήπως είχαν κάποιο μήνυμα. Ακούστηκε μια σιωπή κι έπειτα αυτό το τραγούδι. Ο Μίλτος έξω φρενών άρχισε να βρίζει τους μαλάκες που γέμισαν την κασέτα του τηλεφωνητή με βλακείες. Η Τζίνα έμεινε σιωπηλή γνωρίζοντας καλά τι γινόταν, ο Νίκος ήταν.
        Οικογενειακός φίλος ο Νίκος, έμενε τρεις ορόφους πάνω από αυτούς. Την φλέρταρε καιρό. Δεν ήταν ξεκαθαρισμένα έρωτας. Βουτηγμένος ήταν κι αυτός στη μιζέρια του γάμου του, και τα λέγανε μερικές φορές ιδιαιτέρως. Είχανε την ίδια ηλικία.
    Η γυναίκα του Νίκου η Πόπη  ήταν μπουζουκόβια. Σετάκι δηλαδή με τον Μίλτο, ενώ εκείνοι καθαρόαιμα παιδιά του ροκ εντ ρολ. Συζητούσανε πολλές ώρες όταν βρίσκονταν μόνοι. Μιλούσαν για Τζιμυ Χέντριξ, Μπομπ Ντίλαν, Ντόνοβαν, για τα μπαράκια στα Εξάρχεια και τα φοιτητικά τους χρόνια.  Κάποιες φορές ο Νίκος έφερνε και κανένα «φτιαγμένο» τσιγαράκι και κάπνιζαν με την Τζίνα χωρίς τα ταίρια τους να παίρνουν χαμπάρι. Άλλωστε και κείνοι είχαν τις δικές τους σοβαρές συζητήσεις, όπως, τα καινούρια μπουζοκοσουξέ της Άντζελας , τα ιν φαγάδικα της αγοράς, τα ροζ σκάνδαλα των επωνύμων.
    Ούτε ο Νίκος ούτε κι η Τζίνα είχαν βγάλει από μέσα τους ποτέ κάποια ερωτική διάθεση. Γουστάρανε και οι δύο, αλλά φίλοι γαρ και μάλιστα κολλητοί δεν τους έπαιρνε για περαιτέρω.
   Κάποιο βράδυ τα δύο ζευγάρια είχαν πάει σε ένα Ελληνάδικο επιλογής Μίλτου για διασκέδαση. Μετά από δύο μπουκάλια ουίσκυ  κι ενώ ο Μίλτος με την Πόπη νταλκαδιάζανε  λικνιζόμενοι σε ένα γκρεκοτσιφτετέλι, ο Νίκος καθόταν μόνος στο τραπέζι με την Τζίνα. Απλώνει το χέρι δειλά κάτω από το τραπέζι και αγγίζει το πόδι της. Εκείνη δεν αντιδρά. Με κινήσεις αργές το χέρι του Νίκου ανεβαίνει προς τα πάνω. Περνά πάνω από το τραπέζι και φτάνει στο χέρι της. Το χαϊδεύει τρυφερά και το φέρνει στα χείλη του, ενώ την κοιτάζει με βαθύ ερωτικό βλέμμα μέσα στα μάτια. Η Τζίνα νοιώθει ένα ρίγος να τρέχει απ΄ άκρη σ΄ άκρη στο κορμί της. Τον κοιτάζει αφήνοντας τη σιωπή να μιλά. Η Πόπη αναψοκκοκινισμένη από το dance,έρχεται τη στιγμή εκείνη στο τραπέζι  να πιει νερό. Αυτό ήταν…η κυρία του κυρίου είδε την σκηνή, και έγινε τι δεν έγινε….
       Ο Νίκος κώλωσε και τα ‘ριξε στην Τζίνα χωρίς δισταγμό. «Μου την έπεσε αγάπη μου» της είπε, «δεν το πιστεύω! Μου την έπεσε στην ψύχρα». 
      Η Τζίνα έμεινε άφωνη. Δεν μπορούσε ποτέ να φανταστεί κάτι τέτοιο. Έβλεπε με αηδία εμπρός της ένα ψαρωμένο ανθρωπάκι που μέχρι χτές δήλωνε «ροκάς» να την ρίχνει στην πυρά για να σώσει ένα γάμο χρεοκοπημένο και μια σχέση πεθαμένη προ καιρού.
     Απέναντί της  πάνω στην πίστα, ένας ιδροκοπημένος  Μίλτος που δεν είχε πάρει χαμπάρι τι γινόταν συνέχιζε να λικνίζεται σε ρυθμούς «…τις φλέβες μου έκοψα για σένα».
    Η Τζίνα «τσούλα» της βραδιάς βαλλόμενη από το ζευγάρι δεν ήξερε που να κρυφτεί. Τους άφησε να την βρίζουν μη ξέροντας τι να πει. Αφού εκτονώθηκαν αρκετά και η μεταξύ τους παρεξήγηση  αποκαταστάθηκε, φύγανε άρον άρον χωρίς καν να πληρώσουν το λογαριασμό τους. Η Τζίνα έμεινε άγαλμα κοιτάζοντάς τους να απομακρύνονται αγκαλιασμένοι και «θιγμένοι» από το επεισόδιο. Ο Μίλτος βλέπει επιτέλους ότι η Τζίνα είναι μόνη στο τραπέζι και κατεβαίνει από την πίστα μεσ’ την απορία: «Τι έγινε πάλι τσακωθήκανε αυτοί;  Α, τέλος. Δεν ξαναβγαίνουμε μαζί τους…»
«Άντε πνίξου και συ ρε Μίλτο», ψιθύρισε η Τζίνα, και χάθηκε μέσα στις μαύρες σκέψεις της.
Την άλλη μέρα ο Νίκος προσπάθησε να την  βρει. Ζητούσε συγγνώμη. Ήθελε να μείνουν φίλοι, έστω μόνο οι δυο τους λέγοντας πως την έχει ανάγκη. Εκείνη με λαβωμένο εγωισμό κι έναν απέραντο θυμό μέσα  της, από τη μια για τη συμπεριφορά του Νίκου και από την άλλη για την αδιαφορία του Μίλτου, που ούτε να τη ζηλέψει  δεν ήταν ικανός, πήρε ανάποδες και τον σιχτίρισε. Δεν του ξαναμίλησε ποτέ. Έβαλε και τον Μίλτο στην μπρίζα και άλλαξαν διαμέρισμα μέσα σε ένα μήνα.
  Ήταν Δευτέρα πρωί όταν ένας συνάδελφος έφερε στο γραφείο τα «μαντάτα». “Ο Νίκος Αυγερινός, ο ταμίας της Ιονικής, πήδηξε από το μπαλκόνι του έκτου ορόφου της πολυκατοικίας του”. Κάποιοι είπαν ότι προηγήθηκε ένας μεγάλος καυγάς με την γυναίκα του, και αυτός μεθυσμένος έπεσε στο κενό κατά λάθος… Κάποιοι άλλοι  ότι έχασε στο καζίνο ένα τεράστιο ποσό από χρήματα της Τράπεζας που εργαζόταν ως κεντρικός Ταμίας. Δεν άντεχε τον διασυρμό και τις συνέπειες, τα ήπιε μέχρι θανάτου και πήδηξε στον ακάλυπτο. Τι σημασία είχε το γιατί; Το δια ταύτα ήταν ότι χάθηκε για πάντα..
  Από τότε στην ψυχή της Τζίνας φώλιασε βαθιά μια ενοχή. Θεωρούσε ότι αν δεν ήταν τόσο εγωίστρια, ώστε να τον είχε συγχωρέσει, μπορεί και να ζούσε σήμερα Αυτό το τραγούδι πάντα της τον θυμίζει, μαζί με  την αδυναμία της να κατανοεί την ελαφρότητα και τη δειλία στην συμπεριφορά κάποιων ανθρώπων. Ένα ελάττωμα που πάντα πάλευε. Στην αρχή το έκανε για να αμυνθεί. Αργότερα όμως στην πορεία της ζωής της το πάλευε με πλήρη συνείδηση.  Η ιστορία εκείνης της νύχτας, καθώς και ο άδικος χαμός του Νίκου έμεινε ένα αγκάθι μόνιμα καρφωμένο στην καρδιά της. Αυτό τραγούδι, το τραγούδι του, της ξυπνά πάντα  τον εφιάλτη…«
      
     
      Το αυτοκίνητο σαν να γνώριζε από μόνο του τον δρόμο, είχε ήδη φτάσει στον προορισμό του και με κινήσεις μηχανικές είχε σταθεί στο σημείο του ραντεβού.
     Ένα χαμογελαστό προσωπάκι στο παράθυρο του αυτοκινήτου της  προτείνει το χέρι.  «Τζίνα, γεια σου»
      «Γεια σου Μάνο…» του χαμογελά και βγαίνει αμέσως από το αυτοκίνητο.. Την κοιτάζει διακριτικά, το ίδιο κι εκείνη. 
       «Θέλεις να πάμε κάπου με το δικό μου;» (αυτοκίνητο εννοούσε)
       «Μια στιγμή να κλειδώσω» του απαντά, χωρίς να περνάει ούτε στιγμή από το μυαλό της να κάνει πίσω.
        Περπατούν μέσα στο πάρκινγκ και ο Μάνος την οδηγεί δίπλα σε ένα φορτηγό: «ΟΠΩΡΙΚΑ – ΛΑΧΑΝΙΚΑ ΜΑΝΟΣ ΔΟΥΓΛΕΡΗΣ».
        Η Τζίνα παθαίνει σόκ. Όχι ότι είχε κολλήματα με χαι αυτοκίνητα, αλλά κάπως αλλιώς είχε φανταστεί τα πράγματα.. Δεν θα την χάλαγε ακόμα και ένας σκαραβαίος  ή ένα Ντεσεβώ. Αλλά φορτηγό ρε γαμώτο; και μάλιστα μαναβερί; Ε.. της ήρθε «κάπως».
        Τι να κάνει η δυστυχής, να μην τον προσβάλει ένεκα οι καλοί της τρόποι, «σαλτάρει» στη φορτήγα, και βολεύεται στο τεράστιο κάθισμα προσπαθώντας να το διασκεδάσει.
         Το λαχανεμπορικόν πήρε το δρόμο της παραλιακής προς Γλυφάδα. Ο Μάνος οδηγούσε σχετικά νευρικά και στη μέση του δρόμου κοιτώντας αγχωμένος δεξιά αριστερά. Φοβόταν μη τον δει κανείς και το έδειχνε. Η Τζίνα ήταν πιο κουλ, ίσως γιατί κατά βάθος βρισκόταν σε απόσταση από αυτό που έκανε. Όπως και να έχει το πράγμα, οι ηδυο άγνωστοι μεταξύ τους άνθρωποι τη στιγμή εκείνη, έκαναν την προσωπική τους επανάσταση χωρίς να το έχουν συνειδητοποιήσει επί της ουσίας. Γιατί το «κέρατο» κατά κανόνα, είναι η πρώτη μορφή «αντίστασης» σε ένα γάμο φαλιμέντο.
        «Λοιπόν;» έσπασε  τη σιωπή ο Μάνος.
        «Λοιπόν τι;» του απαντά με γλύκα η Τζίνα.
        «Τι σκέφτεσαι αυτή τη στιγμή;»
        «Τι θέλεις να ακούσεις;»του λέει χαριτωμένα προσπαθώντας να κερδίσει χρόνο για να σκεφτεί κάτι έξυπνο, νοιώθοντας παράλληλα τα πόδια της να αιωρούνται στο κενό του πανύψηλου καθίσματος και το στομάχι της να ανακατεύεται από το άτσαλο οδήγημα του Μάνου..
         Ο Μάνος ήταν παντρεμένος με τρία παιδιά. Χωρίς ιδιαίτερο πρόβλημα με το γάμο του, έτσι τουλάχιστον πίστευε. Γιατί το να ξενοσαλιάζεις Μάνο μου είναι από μόνο του ήδη ένα πρόβλημα στο γάμο σου. Aς το βαφτίσουμε όμως «τσιλιμπούρδισμα» για να μην χαλάσουμε το χατήρι των αρσενικών, που θεωρούν επιβεβαίωση και δείγμα αντρισμού το ξενοπήδημα. Αλίμονο αν δεν ήταν έτσι. Tότε ο σοφός μας λαός θα είχε βγάλει λέξη αντίστοιχη του «κερατά» για τις γυναίκες.

         Μπήκανε σε κάτι χωματόδρομους προς Σαρωνίδα μεριά. Ανεβοκατέβηκαν λόφους και βουναλάκια ώσπου έφτασαν σε ένα κατσικόδρομο που  τους έβγαλε  σε μια πανέμορφη παραλία.
       Η Τζίνα ένοιωσε την ομορφιά να τρυπώνει μέσα της. Να διαπερνά  τα μάτια της και να φτάνει στην καρδιά της φωτίζοντας με τα χρώματα της φύσης άχρωμα συναισθήματα. Μια γαλήνη τύλιξε τη σκέψη της και απομονώθηκε σ’ αυτήν κρατώντας τον Μάνο απ’ έξω.
      Ο Μάνος συνεχίζοντας να ζει στον «τρόμο» του, άρχισε να κοιτάζει δεξιά και αριστερά σαν λαγωνικό μήπως σκάσει μάτι κανένας γνωστός. Aφού βεβαιώθηκε  ότι όλα είναι clear, της έκανε την τιμή να διαλέξει βραχάκι.
      Η Τζίνα αισθάνθηκε ενοχλημένη από όλη αυτή τη υστερία του Μάνου και το βλέμμα της έγινε επιθετικό.          
      «Συγγνώμη για τα μέτρα που παίρνω καλή μου» της είπε εισπράττοντας την δυσαρέσκειά της, «φοβάμαι μήπως μας δει κάποιο μάτι, και δεν μπορώ τις φασαρίες. Καταλαβαίνεις ε;»
      Η Τζίνα δεν μπόρεσε να μη του την πει γιατί θα έσκαγε.
      «Τι λές βρε Μανωλάκη; Το φορτηγό σου κινούμενος στόχος είναι μωρέ. Όνομα, επίθετο, τηλέφωνο όλα σε δημόσια θέα. Και η γιαγιά μου με τον καταρράκτη της θα το έβλεπε από χιλιόμετρο μακριά, μη με τρελαίνεις τώρα».
«Έχεις χιούμορ μικρό» της λέει γελώντας δυνατά.. Η Τζίνα δεν το σχολίασε γιατί δεν ήθελε να τον προγκίξει ακόμα δεν γνωρίστηκαν.
 Καθίσανε στο βραχάκι. Το ηλιοβασίλεμα είχε ωριμάσει και βρισκόταν στην ωραία του φάση. Η Τζίνα χάθηκε στη σκέψη της. Γλυκιά η μυρωδιά της θάλασσας, ένοιωσε να την μεθάει.
Αισθάνθηκε μόνη και μπερδεμένη. Τα μάτια της βούρκωσαν..Eλα ρε Τζίνα άσε τις ρομάντζες, είπαμε δεν πετάμε, περπατάμε. Χρειάζεσαι μια αγκαλιά για να χαθείς. Μάνος Δούγλερης, λαχανέμπορος, ε και;”. Επανέφερε αμέσως τον εαυτό της στην τάξη.
 Όπως είναι απόλυτα φυσικό το χέρι του Μάνου, πέρασε πάνω από τους ώμους της. Εκείνη χαλάρωσε. Σαν ήρθε όμως  η ώρα του φιλιού και… του παραπάνω δεν ήταν έτοιμη για κάτι τέτοιο. Ο Μάνος το κατάλαβε και μαζεύτηκε. Τελικά Τζινάκι δεν είσαι τόσο άνετη όσο φαντάζεσαι. Κωλώνεις καλή μου, αλλά δεν πειράζει φυσικό είναι…
 Πέρασαν δύο ώρες σε τρυφερές περιπτύξεις αλλά το βραχάκι σκληρό και τα πισινά της καλομαθημένα.
«Μάνο φεύγουμε;»
 Ξαναμμένος ο Μανωλάκης, αλλά τι να κάνει ο φουκαράς έγνεψε «ναι». Μπήκανε ξανά στο «λαχανεμπορικόν» και τι  της  λέει το άτομο; «Δεν πειράζει που δεν κάναμε έρωτα μωρό μου, θα κάνω με τη γυναίκα μου και θα εκτονωθώ»
 «Δεν τον πιστεύω! Είναι απίστευτος» ψιθύρισε μέσα από τα δόντια της κάνοντας ότι δεν το άκουσε.. 
  Φθάσανε στο πάρκιγκ σιωπηλοί, και ενώ η Τζίνα πίστευε ότι ο Μάνος είναι χολιασμένος με την συμπεριφορά της, εκείνος σκύβει και της δίνει ένα παθιασμένο φιλί.
  «Θα σου τηλεφωνήσω αύριο. Θέλεις;» είπε με λάγνα φωνή.
 «Ναι, θέλω, καλό βράδυ» του απαντά χαδιάρικα και βάζει μπρός το αυτοκίνητο ενώ τον κοιτάζει στα μάτια.
Αμέσως η κινητή τηλεφωνία σε ενέργεια.
 «Βίκυ;»
 «Τι έγινε ρε, καλός;» ρωτά με αγωνία η Βίκυ που περίμενε πάνω από το τηλέφωνο.
 «Καλόοος» αποκρίνεται η Τζίνα με τη γλύκα του παράνομου φιλιού ακόμα στα χείλη.
 «Πως είναι σαν άνθρωπος; Τι δουλειά κάνει;»
               «Αυθεντικός λαχανέμπορας και άρρην. Γουστάρω;»
 «Μηλέας δηλαδή;» λέει η Βίκυ και αρχίζει να γελάει
 «Μηλέας; Χα, χα. Δεν παίζεσαι φιλενάδα» επαναλαμβάνει η Τζίνα έχοντας ξεσπάσει και αυτή σε γέλιο.
 «Μπράβο ρε, αλλά θα στο ξαναπώ… Π ρ ό σ ε χ ε !!!

  Επιστρέφοντας σπίτι, στην πραγματικότητά της βρήκε μια προβοσκίδα γιγάντιου ελέφαντα την περιμένει.
 «Σώπα!! βρήκες την πόρτα;»  ακούγεται μια στριμμένη φωνή..
 «Δεν την είχα χάσει καλέ μου….»  του απαντά με ειρωνεία.
  «Μπορούμε να μάθουμε που είσαστε κυρία μου;» ανταποδίδει με το ίδιο ειρωνικό ύφος.
   «Μπορείτε. Με γκόμενο είμαστε» του απαντά η Τζίνα με απόλυτη ειλικρίνεια.
    Την κοίταξε με ύφος απαξιωτικό…
    «Μμμ! Αστείοοο!! Πολύ γέλασα… Δεν φτιάχνεις τίποτα να φάμε;»
 Η Τζίνα δεν μιλάει. Δεν έχει διάθεση για κουβέντες στο κενό. Όμως τα έχει πάρει, “πως είναι τόσο σίγουρος για την «ηθική» μου ρε γαμώτο; Ή μήπως με θεωρεί εντελώς de sexual;” σκέφτεται πηγαίνοντας  προς την κρεβατοκάμαρα αμίλητη.


Το ξύπνημα βαρύ την επόμενη μέρα. Ο Μάνος είναι σχετικά απών από τη σκέψη της, ίσως γιατί θεωρεί σίγουρο ότι τον γοήτευσε και δεδομένο ότι θα την πάρει τηλέφωνο. Ίσως και γιατί άλλα πράγματα βασανίζουν τη σκέψη της και δεν της αφήνουν χώρο για τα γκομενικά ….
Μέσα από το αυτοκίνητο τηλεφωνεί στη Βίκυ. Εκείνη πάει πιο πρωί στο γραφείο, έτσι στη διαδρομή για τη δουλειά πάντα τα λένε. Της φτιάχνει τη μέρα το κορίτσι με το ανεξάντλητο κέφι. Ακόμα και στα πιο δύσκολα καταλήγουνε σε ξέφρενο γέλιο.
 «Καλημέρα» είπε η Τζίνα ξερά και χασμουρήθηκε.
    «Καλημέρα. Τι ύφος είναι αυτό φιλενάδα; Όλα καλά;»
    «Ρε συ, είπα του Μίλτου ότι ήμουν με γκόμενο και γέλασε»
    «Τι; ..Τι του είπες;»
    «Την αλήθεια και…γελούσε. Είμαι τόσο ούφο, που γελάνε μαζί μου ακόμα και τα ούφο», μίλησε με παράπονο η Τζίνα.
     Ακολούθησε σιγή….Και μετά ένα ξέσπασμα  τρελού γέλιου.
    «Τι λες ρε βαρεμένο; Τα λένε έτσι ωμά; Και περίμενες ο Μίλτος να καταλάβει ότι είναι αλήθεια και να σε πάρει στα σοβαρά; Χαχαχα είσαι όντως ούφο!!»
    «Δίκιο έχεις. Ούφο είμαι, ούφο γιατί κωλυσιεργώ αυτό που έπρεπε από καιρό να έχω κάνει. Άφησα τον χρόνο να γράφει τελίτσες. Να κυλάει. Κι εγώ πιστός οπαδός της «αναμόρφωσης» του Μίλτου. Να δώσω ευκαιρίες στο γάμο μου. Να δείξω ανωτερότητα στις περιστάσεις γιατί εγώ είχα το μυαλό, ο Μίλτος όχι, ο Μίλτος έτσι, ο Μίλτος αλλιώς, μου ανάψανε όλα τα λαμπάκια κι έπαθα βραχυκύκλωμα», έβγαλε το θυμό της η Τζίνα που σταματώντας απότομα το γέλιο, ξέσπασε σε κλάματα….
-----
«Τζίνα;» ακούστηκε μια συνωμοτική φωνούλα με ένοχη χροιά στο ακουστικό του τηλεφώνου. Ο Μάνος ήταν που πρωί πρωί, σκέφτηκε να σφραγίσει με σιγουριά τη χτεσινή του γνωριμία. Της ζήτησε να βρεθούνε ξανά. Του υποσχέθηκε ότι θα γίνει σύντομα.


     Πέρασε μια βδομάδα από τη μέρα που συνάντησε τον Μάνο. Της τηλεφωνούσε δύο και τρεις φορές την ημέρα, όχι ότι είχανε πολλά να πούνε, έτσι για την επαφή και μόνο…
     Εν τω μεταξύ η Βίκυ που συμπτωματικά έμενε στην ίδια περιοχή που είναι το λαχανεμπορικό του Μάνου, και ως γνήσιο πειραχτήρι που ήταν, έγινε «πελάτισσα» του. Πήγαινε στο μαγαζί του και  αγόραζε δήθεν μαρούλια και φρέσκα χορταρικά για τα καναρίνια της. Είχε μανία με τα πτηνά ο Μάνος, (το είχε πει στην Τζίνα) έτσι είχαν «σοβαρό» θέμα συζήτησης. Μια μέρα η Βίκυ έφερε την κουβέντα στις εξωσυζυγικές σχέσεις… Αυτός με ύφος αηδίας, «αποκήρυξε μετά βδελυγμίας» τους άντρες που απατούν τη γυναίκα τους..
        Αχ, ατιμούλικο!!! του είπε η Βίκυ γελώντας πονηρά τσιμπώντας τον στο μάγουλο, και τον άφησε μεσ’ την απορία.
     Πάντα έκανε τις «κοινωνικές της έρευνες» η Βίκυ. «Μια μέρα θα γράψουμε βιβλίο για τους άπιστους φιλενάδα» έλεγε συχνά στην Τζίνα γιατί ήξερε το μεράκι της για το γράψιμο. «Θα τους εκθέσω γαμώτο τους υποκριτές για να μάθουν όταν το κάνουν, τουλάχιστον να ξέρουν γιατί το κάνουν».

     Ωρίμασε στο μυαλό της Τζίνας η ιδέα της τσιλιμπουρδιάς και νάτην ένα απόγευμα με τον Μάνο σε απόμερο «καφέ σαντάν» να τα λένε. Το καφέ «κρυμμένο» καλά, μέσα σε κήπο ολόβλαστο.  Απ’ έξω όμως το λαχανεμπορικόν σε δημόσια θέα. Κατά τα άλλα ο Μάνος, αν δεν ήταν άνοιξη θα φορούσε γυαλιά και καπαρντίνα για να μην τον αναγνωρίσουν. Μερικές φορές οι άνθρωποι γίνονται πολύ ανόητοι Αφού δεν το αντέχεις γιατί το κάνεις αγόρι μου;  Της ήρθε να του πει, αλλά τι σε νοιάζει ρε Τζίνα δικό του πρόβλημα ο στρουθοκαμηλισμός. Σκέφτηκε και δεν μίλησε.
    Συζήτησαν για τους φίλους, τις συνήθειες, τη δουλειά, τη ζωή τους γενικά. Σίγουρα κάτι  παραπάνω από τα μισά ήτανε ψευτιές, αθώες μεν αλλά «πινοκιάδα» που λέει και η Βίκυ. Τι μπορούν άλλωστε να πουν δυο άνθρωποι που γνωρίστηκαν με ημερομηνία λήξης, μόνο και μόνο για να ξεφύγουν πρόσκαιρα από το κλουβί τους; Τι άλλο από το να εκθέσουν τους διακαείς τους πόθους ως γεγονότα, σε μια προσπάθεια εντυπωσιασμού και μόνο, απευθυνόμενοι σ ένα γνωστό άγνωστο άνθρωπο που αύριο δεν θα ξαναδούν.
    Ο Μάνος προσπάθησε με πλάγιους τρόπους να της αποσπάσει στοιχεία για τη φίλη της. Τον έτρωγε η συνομιλία που είχε με τη Βίκυ για τα εξωσυζυγικά. Κάτι δεν του είχε καθίσει καλά. 
     «Αχ, βρε Μανωλάκη σε μαφία έπεσες. Σιγά μη σου πω ότι σου κάναμε πλάκα» ψιθύρισε μέσα από τα δόντια της.
     «Δεν σε άκουσα καλή μου;» ρώτησε με απορία ο Μάνος.
      «Μπα τίποτα, κάτι δικό μου» του απάντησε αόριστα. Αφού ήπιανε τον καφέ τους και λύσανε όλα τα προβλήματα του κόσμου έφτασε και η ώρα της κρίσης.
      «Θέλεις να πάμε κάπου πιο ήσυχα;» είπε ο Μάνος κοιτώντας την ένοχα.
     «Γιατί εδώ έχει φασαρία;» του απαντά με χαζό ύφος λες και δεν κατάλαβε τι εννοούσε.
     «Καλή μου εννοώ να είμαστε μόνοι»
      Τον κάρφωσε στα μάτια. «Ξενοδοχείο εννοείς. Έχει όνομα το “μόνοι” καλέ μου».
      Πρέπει να τον κόμπλαρε γιατί έχασε τα λόγια του.
     «Αν.. αν θέλεις φυσικά» ψελλίζει κοκκινίζοντας.

      Τελικά οι λαϊκοί άνθρωποι όπως ο Μάνος έχουν μια ακαταμάχητη γνησιότητα. Έχουν ακόμα αναστολές. Πράγμα που σπάνια συναντάς στους «μουράτους». Αυτοί στα ρίχνουν ευθέως σαν να σου κάνουν χάρη που είναι μαζί σου.   

   »…Είχε γνωρίσει παλιότερα η Τζίνα μέσα από τη δουλειά της έναν Μιχάλη με BMW και διδακτορικό. Όλη του η αυτοπεποίθηση ήταν κλεισμένη μέσα στο ακριβό του διθέσιο. Ο κόσμος δικός του και οι γυναίκες σκλάβες στη γοητεία και τα λεφτά του. Άκουγε από Μπετόβεν και πάνω. Αγαπημένο του όργανο ήταν η «θεόρβη». Είχε αποκηρύξει από την συνείδησή του κάθε τι λαϊκό. Έμενε στην Εκάλη και οι εννέα στις δέκα κουβέντες του ήταν η πισίνα και το σκάφος του. Πολιορκούσε καιρό την Τζίνα. Εκείνη τον απέφευγε ευγενικά γιατί ήταν σπόνσορας και χρηματοδότης της εφημερίδας που δούλευε, έτσι δεν την έπαιρνε να του την βγει όπως θα ήθελε. Τη συγκεκριμένη εποχή η Τζίνα περνούσε κάργα την «αντιγιάπικη» φάση της. Έκανε λοιπόν τερατώδη υπομονή να μην τον προγγίξει. Ένα βράδυ είχε κανονιστεί επαγγελματικό ραντεβού με την Έλενα την κοπέλα των δημοσίων σχέσεων της εφημερίδας με τον Μιχάλη. Η Έλενα αρρώστησε ξαφνικά, (αυτό τουλάχιστον είπε ο διευθυντής). ΄Έτσι της έπεσε ο κλήρος να βγει μαζί του.
Την πήγε σε ένα πανάκριβο εστιατόριο κυριλάτου ξενοδοχείου όπου ο τύπος είχε κλείσει και σουίτα για τη συνέχεια της βραδιάς. (Τόσο σίγουρο το άτομο ότι θα του καθόταν. Άλλωστε πως θα αντιστεκόταν μια απλή Τζίνα σε όλη αυτή τη χλίδα;). Στην αρχή η κουβέντα τους ήταν γύρω από την διαφημιστική καμπάνια της εταιρείας του. Γι’ αυτό άλλωστε είχαν συναντηθεί. Σύντομα όμως η κουβέντα έφτασε στις «υψηλές» του γνωριμίες, τις επιχειρήσεις, τις επενδύσεις του στο χρηματιστήριο, τις φιλοδοξίες του, τα ταξίδια  και τις επιτυχίες του στις γυναίκες αφήνοντας έντεχνα ερωτικούς υπαινιγμούς.  
Τέρας υπομονής η Τζίνα. Τον άκουγε χωρίς να του την βγαίνει. Ψυλλιάστηκε τις προθέσεις του αλλά δεν ήταν σίγουρη γι αυτό και δεν έλεγε τίποτα.  Απόλαυσε το κατά τα άλλα θαυμάσιο φαγητό, πότισε το αίμα της μπόλικο «αιωνόβιο» κρασί για να στείλει μια βόλτα τους καλούς της τρόπους, και την ώρα που σήμανε η σάλπιγγα για το χαιλάτο πήδημα, έκανε την επίθεσή της.
«Τζίνα έχεις μείνει ποτέ σε Σουϊτα;»τη ρώτησε  με ύφος πομπώδες ο v.i.p.
«Όχι» του απάντησε έχοντας αρχίσει να φουντώνει.
«Θα ήθελες μια τέτοια εμπειρία;»
«Εμπειρία η Σουίτα;» 
«Φυσικά, έκλεισα μια γι’ απόψε. Θα περάσουμε ένα αξέχαστο βράδυ»
«Θα περάσουμε; Ποιος σου έδωσε ρε μαλάκα το δικαίωμα να αποφασίζεις για μένα;»
«Σε παρακαλώ. Δεν είναι συμπεριφορά αυτή. Ξέρεις σε ποιόν μιλάς; είμαι γόνος της καλλίτερης Αθηναϊκής οικογένειας…»
«Γόνος της μαλακίας είσαι, αυτό είσαι! Σου μοιάζω για γλάστρα μωρό μου; Πως σου πέρασε η ιδέα ότι θα με κατακτήσεις με αυτές τις αηδίες; Οι μάγκες κατακτάνε τις γυναίκες και μ’ ένα σουβλάκι, όχι με Σουϊτες και σκάφη. Υou know σουβλάκι; you know τσάρκα στην παραλία με φεγγαρόφωτο, και κατούρημα στο ύπαιθρο παιδί της Εκάλης;».Φώναξε με αγανάκτηση αδιαφορώντας για το χώρο που βρισκόταν.
Όλη η νομενκλατούρα του μαγαζιού  γύρισε και κοίταξε τον Μιχάλη με λύπηση. Εκείνος κατακίτρινος και ανίκανος να αρθρώσει λέξη, κοιτούσε πότε δεξιά και πότε αριστερά έτοιμος να το πάθει το εγκεφαλικό.
Η Τζίνα φοβήθηκε την όψη του και έκανε πίσω. Πήρε τα πράγματά της και βγήκε να αναπνεύσει. Δεν τον ξαναείδε. Τον χάσανε κι από συνεργάτη,  και ο μπος ακόμα αναρωτιέται το γιατί…«.

 «Έχεις κάτι συγκεκριμένο στο μυαλό σου;» ρώτησε τον Μάνο για τον βγάλει από την δύσκολη θέση.
«Δηλαδή θέλεις;» της απαντά με το χαμόγελο της κολγκέιτ.
«Μωρό μου ξέρω τι θέλω, μην ανησυχείς… »
 Με μέτρα υψίστης ασφαλείας το λαχανεμπορικόν Μάνος Δούγλερης ανέβηκε στον Καρέα. Μπήκε σε στενάκια, ανηφοριές, κατηφοριές και παρκάρισε λίγα μέτρα πιο μακριά από ένα underground συμπαθητικό μοτέλ.
Μπήκανε στο δωμάτιο. Η Τζίνα παράγγειλε ένα ποτό. Ήθελε και αυτός ένα, αλλά φοβόταν μην τον μυρίσει η γυναίκα του, έτσι περιορίστηκε σε μια πορτοκαλάδα...
«Ομολογώ ότι αισθάνθηκα αρκετά αμήχανα. Αλλά έχω μάθει να απομονώνομαι όταν κάνω έρωτα. Ίσως γιατί δεν έχει βρεθεί ακόμα ο άντρας που θα με κάνει να είμαι μαζί του την ώρα αυτή. Το βιολογικό μου ρολόι όμως λειτουργεί κανονικά. Άρα Τζίνα μόνη σου, τα έχουμε πει αυτά, τα κορμιά είναι μονοπάτια και μόνο που οδηγούν στην ηδονή. Καλά θα ήταν νάχεις και παρέα αλλά δεν πειράζει πορέψου όπως βρίσκεις. Αφέθηκα στα χάδια και τα φιλιά. Τρυφερός ο Μάνος και η αίσθηση του παράνομου γλυκιά. Περάσαμε καλά...» εκμυστηρεύτηκε στην Βίκυ η Τζίνα όταν βρέθηκαν λίγο αργότερα.
 Ξαπλωμένοι και οι δύο ανάβουνε τσιγάρο σιωπηλοί ο καθένας χαμένος στις δικές του σκέψεις.
«Τι σκέφτεσαι;» τον ρωτά καθώς τον βλέπει προβληματισμένο.
Γυρίζει και την κοιτάζει στα μάτια. «Θέλω να μου πεις κάτι. Ειλικρινά όμως. Θα το κάνεις;» τη ρωτά.
«Μα ναι, φυσικά» του απαντά, και φαντάζεται μια ερώτηση σχετική με ο,τι προηγήθηκε.
«Η φίλη σου έχει καναρίνι;»...
Παθαίνει σοκ από τα γέλια. Κι όταν αργότερα το λέει στη Βίκυ, γελάνε μέχρι θανάτου. Γελάνε ακόμα και τα «καναρίνια της.»

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου