Δε ζυγιάζω, δε μετρώ, δε βολεύομαι! Ακολουθώ το βαθύ μου χτυποκάρδι...

Νίκος Καζαντζάκης, Ασκητική


Κυριακή 19 Οκτωβρίου 2014

ΜΗΝ ΞΕΧΑΣΕΙΣ ΤΟ ΚΛΕΙΔΙ ΠΑΝΩ ΣΤΗΝ ΠΟΡΤΑ- ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΠΡΩΤΟ

Ήταν 8 Μάρτη. Ημέρα της Γυναίκας λένε. Οι άλλες τριακόσιες εξήντα τέσσερις τι μέρες είναι δηλαδή;»
    Αυτή η απορία μας γεννήθηκε όταν δεχτήκαμε πολλές προσκλήσεις από διάφορες “ελεύθερες πολιορκημένες” φίλες μας, που λόγω της ημέρας, θέλησαν να ξεσελώσουμε σε ειδών - ειδών διασκεδάδικα.
   Κοιταχτήκαμε και νιώθοντας ότι αυτή η μέρα μάλλον δεν μας αφορά, αποφασίσαμε να τη γιορτάσουμε με πιο πρωτότυπο τρόπο. Ανοίξαμε λοιπόν τους ασκούς του δικού μας «Αιόλου» καταγράφοντας απορίες και εμπειρίες.
    Κάθε άλλο παρά ειδήμονες δηλώνουμε. Απλά προσπαθήσαμε να χορέψουμε  με άμεσο και ανθρώπινο λόγο το γαϊτανάκι της ζωής δύο γυναικών που έχουν τις ίδιες χρονικές αναφορές, που δεν φοβούνται να εκτεθούν, και που παρότι έχουν ζήσει ανατροπές, θέλουν κάποιες φορές να ξεχνούν «το κλειδί πάνω στην πόρτα»… Δύο καθημερινές γυναίκες δηλαδή η Τζίνα και η Βίκυ.
    Η Τζίνα, διαζευγμένη και μάλιστα δις. Ούτως ειπείν ζωντοχήρα. Παράδειγμα προς αποφυγήν για όλες τις «καθωσπρέπει» γυναίκες που έχουν «διδαχθεί» οικογένεια και που δεν εγκαταλείπουν τον «στύλο» του σπιτιού για ψύλλου «πήδημα».
 Η Βίκυ,  «νέα ωραία και ατυχής» που λέει και το τραγούδι. Τουτέστιν γεροντοκόρη. Παράδειγμα προς αποφυγήν και αυτή, για όλες τις «μεγαλοκοπέλες» που έχουν το θράσος να διαλέγουν, ενώ θα έπρεπε να κάνουν «εκπτώσεις» στις επιλογές τους, για να έχουν στο τέλος την πολυπόθητη «κοινωνική αποδοχή» δια του γάμου.
    Με λίγα λόγια, δύο γυναίκες  που θεωρούνται κοινωνικό περιθώριο.
    Καταλαβαίνετε λοιπόν, αν βέβαια θέλετε να καταλάβετε, πως οι αντι-προκάτ γυναίκες γίνονται πάντα ο στόχος μιας ηθικολάγνας κοινωνίας που κατασκευάζει «must» οικογενειακές ιδέες, γιατί φοβάται πως οι γυναίκες αυτές τελικά, αντί να είναι παράδειγμα προς αποφυγή, τείνουν να γίνουν παράδειγμα προς μίμηση.



Υπήρξα περίεργη και μελετηρή.
Ξέρω απ’ όλα.  Λίγο απ’ όλα.
Τα ονόματα των λουλουδιών όταν μαραίνονται,
πότε πρασινίζουν οι λέξεις, και πότε κρυώνουμε.
Πόσο εύκολα  γυρίζει η κλειδαριά των αισθημάτων
μ’ ένα οποιοδήποτε κλειδί της λησμονιάς.

«Κική Δημουλά»

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΠΡΩΤΟ

Η αγάπη δε βλέπει με τα μάτια αλλά με το νου, γι αυτό, το ερωτόπουλο τυφλό το ζωγραφίζουν.
                                       «Σαίξπηρ. Όνειρο καλοκαιρινής νύχτας»

   Όλοι οι άνθρωποι χρειαζόμαστε τον χρόνο μας για να μπορέσουμε να καταλάβουμε πως λειτουργεί ο μηχανισμός «ζωή», στη ζωή μας.  Χρόνο για να δούμε, να μπούμε, να βραχούμε και να στεγνώσουμε. Αν από όλη αυτή τη διαδικασία τη βγάλουμε καθαρή χωρίς σοβαρές απώλειες, τότε μπορούμε να πούμε ότι έχουμε μια προσωπική ελευθερία. Μια εσωτερική δύναμη που μας προσφέρει την πολυτέλεια να μην πονάμε τόσο, όσο να χρειαζόμαστε αντιβίωση για να το αντιμετωπίσουμε. Η ψυχή μας έχει γυμναστεί, κι έχει  αποκτήσει «μπράτσα» ικανά να σηκώνουν τα πιο απίστευτα βάρη.
      Η Τζίνα είναι μία γυναίκα τολμηρή κι ελεύθερη που μετά από την προσωπική της περιπλάνηση στα δύσβατα μονοπάτια της ψυχής της, κατανόησε επιτέλους την τεχνική του: «Με αγαπώ και Ζω Μόνο για Μένα». Της πήρε μισή ζωή για να καταλάβει, ότι δεν χρειάζεται έναν σύντροφο που θα την κλείσει σε χρυσό κλουβί με αντάλλαγμα το πολύτιμο οξυγόνο της. Ούτε αυτόν που η μιζέρια του έχει γίνει τρόπος ζωής. Αλλά, ούτε και τον «καταξιωμένο» κοινωνικά άντρα, που κατά κανόνα θεωρεί τη γυναίκα, λουλούδι στο πέτο του. Είναι μία καθημερινή γυναίκα, που (προ)καλείται να  δηλώνει δυναμικά  παρούσα στη ζωή της. 
--------
      Μεσάνυχτα. Η ώρα των φαντασμάτων ζώντων και μη. Μια φιγούρα με πυτζάμες ξυπόλητη τριγυρνά στο σπίτι πίνοντας τσίπουρα και καπνίζοντας αρειμανείως. Παρακαλεί τον Μορφέα να της κάνει την τιμή να την επισκεφτεί. Στο μυαλό της τριγυρίζουν αμαρτωλές σκέψεις. Xαμογελάει πονηρά ενώ ένα μικρό χαρτάκι κάνει την εμφάνιση του στο δεξί της χέρι…

        Το σκατόπαιδο της οικογένειας η απρόβλεπτη Τζίνα. Παράτησε τις σπουδές της κάπου στη μέση γιατί τις βαρέθηκε. Παράτησε τον Γιώργο που παντρεύτηκε στα 21 της  γιατί τον βαρέθηκε.
        Ο πρώτος της γάμος ήταν ένας γάμος στην κυριολεξία «χαβαλέ». Τον έκαναν μόνο και μόνο γιατί οι δικοί τους αντέδρασαν έντονα μόλις έμαθαν για αυτή τη σχέση. Φύση και θέση αντίδραση η Τζίνα, θέση και φύση του χεριού της ο Γιώργος, παντρεύτηκαν για να παντρευτούν.. και.. χωρίσανε μετά από λίγους μήνες γιατί βαρέθηκαν την συμβίωση. Το διαζύγιο βγήκε «κοινή συναινέσει». Τη μέρα του διαζυγίου γλέντησαν μέχρι πρωίας μαζί με φίλους έτσι όπως ακριβώς γλέντησαν και το γάμο. Ακόμα εξακολουθούν  να είναι καλά  φιλαράκια.
       Από μικρό παιδί προσπαθούσε να κερδίζει εντυπώσεις αντιδρώντας σε όλα. Ήταν ίσως μια μορφή διαμαρτυρίας γιατί ερήμην της είχε επιλεγεί ανάμεσα σε αυτήν και τον δίδυμο αδελφό της, να μένει με τη γιαγιά. Η Τζίνα το θεώρησε άδικο, και προσπαθούσε με κάθε τρόπο να δημιουργεί καταστάσεις για να αναγκάσει την γιαγιά να την «στείλει από εκεί που ήρθε». Ψυχούλα όμως η γιαγιά  Μαρία έκανε χάζι τις σκανταλιές της, και πάντα την συγχωρούσε.
          Και στο σχολείο αντάρτης και μπροστάρισσα σε κάθε φασαρία. Καλή μαθήτρια όμως. Γοήτευε τους δασκάλους με τις εκθέσεις που έγραφε. Τους έκανε εντύπωση η αντιφατικότητα των γραπτών της. Έγραφε στίχους με τόση ευαισθησία που μπορούσαν να συγκινήσουν και «πέτρες». Στον πεζό λόγο όμως, ήταν κυνική και καυστική, έως απαίσια. Στην περίοδο μάλιστα της δικτατορίας, τα γραπτά της κόντεψαν να ανάψουν φωτιές, φέρνοντας πολλές φορές σε αντιπαράθεση και δύσκολη θέση τους καθηγητές της. Η βαθμολογία της στις εκθέσεις, συνήθως ήταν πάτος ή άριστα.
        Κρυφό της όνειρο  η έκδοση της ποιητικής της συλλογής με τον τίτλο «Ακρότητες». Μια δουλειά χρόνων, όπου μέσα από τον γραπτό της λόγο έβγαζε τα πύρινα συναισθήματα και τις εκρήξεις του χαρακτήρα της. Από το φόβο όμως της απόρριψης, και μη τολμώντας να πραγματοποιήσει αυτό το όνειρο, το έχασε  βαθιά μέσα στο μυαλό της.
      Οι σπουδές της (όσες πρόλαβε να κάνει) ήταν οικονομικής κατεύθυνσης. Τζίνα και λογάριθμοι. Πως σας ακούγεται; Ε! και βέβαια όχι. Η Τζίνα λοιπόν μετά από επαγγελματικές περιπλανήσεις σε διάφορα λογιστήρια, κατέληξε σε μια εφημερίδα όπου μη μπορώντας να δημοσιογραφεί όπως θα ήθελε, έκανε διορθώσεις σε κείμενα και παράλληλα έφτιαχνε σταυρόλεξα.
       Ο Μίλτος ήταν το δεύτερο στεφάνι της. Αν και άντρας γοητευτικός, και οικονομικά ανεξάρτητος, στην ουσία ήταν άτομο ανασφαλές, και πνευματικά «ακατέργαστος». Την γνώρισε μέσα σε μια παρέα και ερωτεύτηκε σφόδρα τον δυναμισμό και την αυτονομία της. Την θαύμαζε και την πολιορκούσε στενά. Kρεμόταν απ’ τα χείλη της στην κυριολεξία. Κάπου κολακεύτηκε κι αυτή και είπε βρε μπας και οι δικοί μου έχουν δίκιο; Καλλίτερο που θα βρω;  Την χάλαγε που ο Μίλτος ήταν μπουζουκόβιος και εκείνη ρόκερ. Την χάλαγε που ο Μίλτος ποτέ δεν είχε ανοίξει βιβλίο εκτός από Πρωγνοσπόρ και Τζόκευ. Εξ ίσου όμως την χάλαγε η εκ των έσω και των γύρω κριτική για την ανικανότητα της να ενταχθεί στο σύστημα, να «νοικοκυρευτεί». Πείσμωσε και είπε: Τώρα θα σας δείξω τι εστί Τζίνα… Σιγά μη δε στρώσω ένα Μίλτο. Έβαλε στοίχημα με τον εαυτό της. Το έχασε αλλά δεν πειράζει. “Life is life!” όπως λέει και η ίδια. Ποιος έστρωσε ποιον δεν ξέρω. Να ακριβολογώ όμως στρώσιμο δεν ήταν, ένας ύπνος βαθύς ήταν. Χαλάρωσε η Τζίνα με τις παροχές και την αποδοχή. Και στην αρχή κάπου την έβρισκε γιατί περνούσε πανεύκολα τις γραμμές της. Όμως χωρίς να το καταλάβει το φρικιό μέσα της άρχισε να ξυπνάει και τότε.. «Αντίο βόλεμα!».
        Βρέθηκε λοιπόν να παραπαίει ανάμεσα σε θέλω και δεν θέλω, μπορώ και δεν μπορώ. Εκείνη ακριβώς τη στιγμή εμφανίστηκε στη ζωή της ο Μάνος. Ένας άγνωστος άνδρας που σε άλλες εποχές μπορεί και να αγνοούσε…Όμως τώρα μέσα από την επαναστατική της διάθεση, τον είδε σαν αλκυονίδα μέρα μέσα στο βαρυχείμωνο.
    Πριν λίγες μέρες στην ουρά της Εθνικής Τράπεζας το βλέμμα της έπεσε πάνω στα κρόσια  ενός δερμάτινου μπουφάν. Μέσα σε αυτό ένας άντρας γύρω στα σαρανταπέντε. Είχε γκρίζα μαλλιά, όμορφο στήσιμο, και σαγηνευτική φυσιογνωμία. Γυρισμένος στο πλάι κοίταζε έξω χαζεύοντας ένα  πλανόδιο μπανανέμπορο που έκλεβε συστηματικά στο ζύγι τις γριές..
     Η Τζίνα τον παρατηρούσε αδιάκριτα ανεβοκατεβάζοντας το βλέμμα της πάνω του. Ο άντρας με το δερμάτινο μπουφάν σαν να αισθάνθηκε τις δονήσεις που εξέπεμπαν τα μάτια της, γύρισε με μια απότομη κίνηση και κάρφωσε το βλέμμα του στο δικό της. Του χαμογέλασε αμήχανα. Εκείνος της ανταπέδωσε το χαμόγελο και γύρισε το κεφάλι του προς το γκισέ. Αισθάνθηκε άβολα και δεν  ξανακοίταξε προς το μέρος του. Κάποια στιγμή ο άντρας αφού τέλειωσε την συναλλαγή του, έφυγε περνώντας μπροστά από της, χωρίς να της χαλαλίσει ούτε μία ματιά. «Αντίο μανάρι» ψιθύρισε καθώς τον παρατηρούσε να βγαίνει από το κατάστημα και κοίταξε μηχανικά το ρολόι της.
   Μετά από είκοσι πέντε λεπτά στήσιμο ήρθε επιτέλους η σειρά της. Σχεδόν τρέχοντας βγήκε από την Τράπεζα και κατευθύνθηκε στο αυτοκίνητο της που ήταν παρκαρισμένο ακριβώς έξω από την κεντρική πόρτα. Στον καθαριστήρα του ένα άσπρο χαρτί ήταν σφηνωμένο…
«Φτού  πάλι κλήση.. Το παιδί του γκαντέμη είμαι που να πάρει» Μουρμούρισε. Πήρε το χαρτάκι στα χέρια της. Δεν έμοιαζε με κλήση. Το άνοιξε αργά και διάβασε, ελπίζοντας κατά βάθος το απίστευτο…
        Ενθουσιάστηκε αλλά δεν το έδειξε. Κοίταξε γύρω της μήπως τον δει. Δεν ήταν πουθενά. Έβαλε το σημείωμα συνωμοτικά στην τσάντα της και χαμογελώντας ικανοποιημένη μπήκε στο αυτοκίνητο.
   Ο «ευτυχής» της σύζυγος κοιμάται, ως συνηθίζει να κάνει εδώ και χρόνια. Θα μου πείτε που είναι το παράλογο. Τι κάνει ο κόσμος τα βράδια  δεν κοιμάται; Ναι, μόνο που ο δικός  της «σύντροφος» κοιμάται γενικά.
       Ζούνε δέκα χρόνια μαζί και ούτε έχει υποψιαστεί ότι το καράβι μπάζει νερά. Του το είπε πλαγίως, του το είπε ευθέως, με παραδείγματα, με ψιλοτσιλιμπουρδιές, αλλά μπα, «φωνή βοώντος εν τη ερήμω». Τελικά δεν φταίει πάντα ο φονιάς.
       Το κόκκινο λαμπάκι του τηλεφώνου της κλείνει πονηρά ματάκι..Do it ρε. Της λέει η φωνή της μη «ηθικής». Ώριμο ήταν από καιρό δεν ήθελε σκέψη. Πήρε στο χέρι της το ακουστικό και αφουγκράστηκε προς την κρεβατοκάμαρα κρατώντας σχεδόν την αναπνοή της. Ένα ροχαλητό που θύμιζε αγώνες  μότο κρος  ακούστηκε. Για κάθε ενδεχόμενο βγήκε στη βεράντα και σχημάτισε το «αμαρτωλό» νούμερο.
       «Μανο καλησπέρα ενοχλώ; Με λένε Τζίνα..»  (κομπιάζει)
       «Εε..  Από την Τράπεζα… Εθνική.. Τετάρτη..»
       «Τζίνα; Ναι.. Χμ.. περίμενε μισό λεπτό».
       «Κατάλαβα κι αυτός βεραντάδα προτιμάει» μονολόγησε η Τζίνα..
       «Τζινάκι όχι, δεν με ενοχλείς. Αλλά να… δεν μπορώ να μιλήσω τώρα. Με παίρνεις το πρωί γλυκιά μου;» της είπε σχεδόν ψιθυριστά. «Θα με πάρεις το πρωί υποσχέσου το» ακούστηκε η φωνή του με  ενοχή και αγωνία.
      «Ναι.. ναι. Ασφαλώς θα σε πάρω.» του απαντά ελαφρώς πειραγμένη. «Καληνύχτα και σόρρυ για την ενόχληση».
      «Ενόχληση; Καλή μου... να’ ξερες πόσο χαρούμενο με κάνεις».
      «Καληνύχτα ..» λέει ξερά η Τζίνα και κλείνει..
       Τι καληνύχτα; Μαύρη νύχτα πέρασε η Τζίνα εδώ που τα λέμε. Από τη μια τύψεις, από την άλλη η γλυκιά αίσθηση του παράνομου. Ξέχασε και το ροχαλητό που της  την έδινε, ξέχασε και την καλή της ανατροφή, και τις αρχές που της έδωσε η μαμά της. Αντίο έλος… μείνε με τα κουνούπια σου σκέφτηκε. Mμ, Μάνος! perce no Tzina;
      

    Δεν χρειάστηκε ξυπνητήρι το επόμενο πρωί. Ελάχιστα έκλεισαν τα μάτια της. Τι κάνω γαμώτο; Ρωτούσε και ξαναρωτούσε  τον εαυτό της. Έλα ρε Τζίνα σύνελθε δεν πας για καριέρα. Μια τσιλιμπουρδιά είναι μόνο. Τη δικαιούσαι ανταπαντούσε. Οι ώρες κύλησαν δύσκολα ως το ξημέρωμα. Σηκώθηκε με άρρωστη διάθεση και ετοιμάστηκε όπως όπως για τη «γαλέρα» όπως αποκαλεί την δουλειά της.
Οι ώρες στο γραφείο κύλησαν βασανιστικά αργά. Αποφάσισε να του τηλεφωνήσει το μεσημεράκι για να μην φανεί ξελιγωμένη. «Άτυπος κώδικας» λέει η φίλη της η Βίκυ. «Στους άντρες ποτέ δεν δείχνουμε  ανυπομονησία .. ΠΟΤΕ»
  Η δουλειά της βρίσκεται σε ανύπαρκτη φάση. Είναι τυχερή, ο μπος λείπει σήμερα ταξίδι κι έτσι  μπορεί να απολαμβάνει  την αγωνία  της  με ησυχία. Κάποια στιγμή και ενώ η Τζίνα βρίσκεται σε κατάσταση «νιρβάνα» ακούγεται μια μελωδία του Βέρντι. Είναι το μουσικό κάλεσμα του κινητού της.
    «Τι έγινε ρε τον πήρες;» ακούστηκε η εύθυμη φωνή της Βίκυς.
     Η Τζίνα πήρε βαθιά ανάσα σωπαίνοντας για δευτερόλεπτα και απάντησε διστακτικά. «Όχι.. ακόμα δεν πήρα. Σε λίγο ίσως…δεν ξέρω».
    «Μη πάρεις. Θα σε πάρει αυτός. Από το κινητό σου δεν τον κάλεσες χθες; Ε, έχει το νούμερο. Θα τηλεφωνήσει αυτός»
     «Μου αρέσει η σιγουριά σου Βικάρα» απάντησε η Τζίνα μουδιασμένη και έσβησε το εικοστό τσιγάρο στο τασάκι.
     «Στοιχηματάκι;»
     «Οκ, στοίχημα» απαντά η Τζίνα ελπίζοντας διακαώς να το χάσει.
    «Ένα Ντίμπλ στου Billys;» συνέχισε η Βίκυ γελώντας..
    «Ο.κ έγραψε» συμφώνησε τελικά νιώθοντας  την διάθεση της να ανεβαίνει.
     Δεν πρόλαβαν να περάσουν πολλά λεπτά και ο κύριος Βέρντι ξανά επί σκηνής. Δεν το σηκώνει αμέσως. Περιμένει και στο τέταρτο χτύπημα απαντά με όση σταθερή φωνή της  βρίσκεται
   «Παρακαλώ;»
   «Τζίνα; Καλημέρα. Μάνος!»
   «Μάνος; ποιος Μάνος;»(δεν ήξερε ε;)
   «Μιλήσαμε χθες βράδυ ξέχασες;»
   «Α..ναι ο Μάνος, έλα βρε δεν σε γνώρισα, έμπλεξα με τη δουλειά και ξεχάστηκα».
      Η Τζίνα αρχίζει να παίρνει τα πάνω της …
     «Τι κάνεις γλυκιά μου;»
     «Καλά είμαι….
     «Τι νέα;»
     «Καλά εσύ;»
     «Καλά και εγώ»
     «…»
     Αμηχανία  και σιωπή ακολουθεί. Οι σεμνοτυφίες γενικά της την σπάνε, γι’ αυτό η Τζίνα αποφασίζει να πάρει την υπόθεση στα χέρια της..
    «Μάνο προτείνω να μην πούμε τίποτα τώρα» του λέει με σταθερή φωνή. «Προτιμώ να τα πούμε όλα από κοντά ..Άλλωστε είμαι στο γραφείο και δεν μπορώ να μιλήσω.. Τι λες;» συνεχίζει  με ύφος σίγουρο για την απάντηση…
    «Ναι, όπως θέλεις. Ούτε και εγώ μπορώ να μιλήσω τώρα» ακούστηκε  δειλά  η φωνή του Μάνου από την άλλη μεριά.
     «Πότε;»  τον ρωτά ευθέως.
      «…»
      Η σιωπή των αμνών… Άντε Τζίνα καθάρισε πάλι εσύ. Ούφο καραούφο ο δικός σου. «Μάνο ξέρεις το παρκινγκ στο Καλαμάκι; Αυτό απέναντι στην Αύρα»
     «Ναι ναι, το ξέρω».
     «Σήμερα γύρω στις  οκτώ, μπορείς;»
     «Ναι γλυκιά μου, φυσικά μπορώ. Οκ στις οκτώ. Καλή δουλειά» της απαντά με σιροπιασμένη φωνή..
    «Επίσης τα λέμε…στις οκτώ.. φιλιά».
     Κλείνει τα μάτια και ένα τεράστιο χαμόγελο στολίζει το πρόσωπό της. Το σαράκι βέβαια την τρώει. Δεν το ’χει ξανακάνει. Δεν ξέρει τίποτα γι αυτόν. Μόνο ότι τον λένε Μάνο. Και φοράει δερμάτινο με κρόσια.
     Η Τζίνα κατά ένα περίεργο τρόπο έλκεται πάντα στα δύσκολα. Την γοητεύει  το άγνωστο, το μυστηριώδες και.. το παράνομο. «Vivere pericolozamente», λέει συχνά στη Βίκυ που ονειροβατεί. «Περπάτα Βικάκι κι άσε το πέταγμα. Οι άγγελοι μας τελείωσαν. Ζήσε αναζητώντας εκπλήξεις. Η ζωή είναι μια μεγάλη έκπληξη. Προκάλεσέ την!» 
  Κοιτάζει προς τον σβηστό ακόμα υπολογιστή της, και η  φαντασία της ζωγραφίζει πάνω στη σβησμένη οθόνη με τεράστια φωτεινά γράμματα τη λέξη «ΠΡΟΔΟΣΙΑ». Οι τύψεις πιάνουν βάρδια..
     Τι κάνεις ρε Τζίνα; Ανέντιμο είναι. Μπορεί να είναι  βλήμα ο Μίλτος αλλά δεν του αξίζει κάτι τέτοιο. Μίλησε πρώτος μέσα της ο ο μίστερ  Τζέκιλ.
    Γιατί αρνητικές σκέψεις μωρέ; Μια αταξία είναι μόνο. Τη δικαιούσαι.. Απάντησε  αμέσως ο μίστερ Χάιντ ο οποίος μάλλον κέρδισε την συζήτηση.


   «Λοιπόν Τζίνα, άσε τις μαλακίες και σκέψου τι λέμε στον Μίλτο. Πως θα την κάνουμε χωρίς να δώσουμε στόχο. Μπήκες στο χορό σκάσε και χόρευε. Έχεις έξι ώρες για να οργανωθείς. Κάνε και καμιά δουλειά, γιατί σε βλέπω απολυμένη να στέκεις ουρά στον ΟΑΕΔ περιμένοντας επίδομα» μονολόγησε η Τζίνα και σήκωσε το ακουστικό του τηλεφώνου λέγοντας κεφάτα: «Bίκυ! Αύριο Billys κερνάω Ντίμπλ».

1 σχόλιο: