Τετάρτη 16 Απριλίου 2025

Η ΠΑΣΧΑΛΙΑ ΤΗΣ ΛΕΥΤΕΡΑΣ-Χ.ΧΡΗΣΤΟΒΑΣΙΛΗΣ-ΧΡΙΣΤΟΣ ΑΝΕΣΤΗ-Π.ΝΙΡΒΑΝΑΣ-ΕΛΛΗΝΙ...





Χρήστος Χρηστοβασίλης (1861-1937)

Η Πασχαλιά της λευτεριάς

Τελείωνε η εκκλησιά. Ο παπάς στεκόταν μπροστά στην Ωραία Πύλη  κι αντί  «Δι’ ευχών των αγίων πατέρων ημών…» έλεγε «Χριστός Ανέστη εκ νεκρών, θανάτω…»
Όλο το χωριό σταυροκοπιόταν και διπλή χαρά ζωγραφιζόταν στο πρόσωπό του. Τέτοια χαρούμενη Λαμπρή δε θυμόταν κανείς να έχει δει εκεί πέρα. Τελειώνοντας ο παπάς το τελευταίο του «Χριστός Ανέστη», είπε:
- Χριστός Ανέστη, χωριανοί! Και του χρόνου να είμαστε καλά. Κι ο Μεγαλοδύναμος να μας φέρει καλά τ΄ αδέρφια μας που πολεμούν στο γεφύρι της Πλάκας, στον Λούρο[ , στην Πρέβεζα και στα Πέντε Πηγάδια
Την τελευταία του φράση την πρόφερε με δάκρυα· κι όλο το χωριό, άντρες και γυναίκες, έκλαψαν μέσα στην εκκλησία, αλλά έκλαψαν από χαρά κι από αγαλλίαση, και φιλιόνταν εγκάρδια ο ένας με τον άλλο για την Ανάσταση του Χριστού και για την ανάσταση, που νόμιζαν, της σκλαβωμένης Πατρίδας.
Ο παπάς ξαναμπήκε στο Ιερό για να αποτελειώσει τη λειτουργία και το χωριό άρχισε να βγαίνει από την εκκλησιά φαμίλιες φαμίλιες. Πρώτα έβγαιναν οι μεγαλύτερες οι φαμίλιες κι ύστερα οι μικρότερες, κι από τις φαμίλιες πάλι πρώτοι έβγαιναν οι γέροντες με τις γριές και παραπίσω οι νιοι και οι νιες και τα παιδιά.
Πρώτος πρώτος βγήκε ο προεστός του χωριού , ο γερο-Λιόλιος , γέρος μ΄ εβδομήντα πέντε χρόνια και παραπάνω στη ράχη του και με κάτασπρα μαλλιά και με κάτασπρα μακριά μουστάκια, κρατώντας με το αριστερό χέρι την άσπρη του λαμπάδα κι ακουμπώντας με το άλλο σε μια ροζιάρικη και χοντρή πατερίτσα.
Από πίσω έρχονταν δυο παιδιά του, πάνω από σαράντα ή σαράντα πέντε χρόνων το καθένα, δυο παντρεμένα εγγόνια, εφτά νυφάδες από παιδιά και δυο εγγονονύφες και καμιά εικοσαριά εγγόνια από είκοσι χρόνων και κάτω. Απ’ τα υπόλοιπα πέντε παιδιά του γερο-προεστού, που δεν ήτανε στην εκκλησιά, δυο ήταν πεθαμένα και τρία ξενιτεμένα, κι από τα τρία πάλι το ένα ήταν εθελοντής στον ελληνικό στρατό.
Τραβούσε μπροστά ο γερο-προεστός, σαν αρχηγός κοπαδιού, κι ερχόταν όλο το χωριό κοντά του, με τα κεριά στα χέρια αναμμένα. Ήτανε νύχτα βαθιά κι ο αυγερινός δεν είχε ξεπροβάλει ακόμα από την κορυφή των Τζουμέρκων.Αλλά μια φωτεινή αυλακιά , απλωμένη από το κορφοβούνι του Περιστεριού ως απάνω στα Γιάννενα, έδειχνε πως τ’ αστέρι αυτό, που τ’ ονομάζουν οι πιο πολλοί «λαμπρό», δεν θ’ αργούσε να βγει.
Ανάμεσα στην εκκλησιά και το χωριό είναι ένα μεγάλο δεντρόφυτο πλάτωμα. Εκεί σταμάτησαν όλοι κι έκαμαν ένα μεγάλο κύκλο να μιλήσουν για τον πόλεμο.
Ένα ψιλό αεράκι, που τραβούσε απ’ το χωριό, έφερνε τη μοσχομυρωδιά των αρνιών που ψήνονταν στις αυλές των σπιτιών.
- Τα μάθατε;
- Τι καινούργια;
- Αληθινά πως τους τσάκισαν τ’ αδέλφια μας τους Τούρκους;…..
- Όλο και καλά. Νικήθηκαν οι Τούρκοι στης Άρτας το γεφύρι. Τους τσάκισε ο Κίτσος ο Μπότσαρης.
- Τρεις μέρες και τρεις νύχτες πόλεμο…
- Καημένο Σούλι, να μην πεθάνεις ποτέ με τα παλικάρια που βγάζεις!… Εσύ στα παλιά χρόνια, εσύ και τώρα!
- Πόσοι αρχηγοί ήτανε στην Άρτα;
- Δυο. Ο Κίτσος ο Μπότσαρης κι ο Κώστας ο Σέχος.
Ο Μπότσαρης κλείστηκε στην Άρτα κι ο Σέχος πέρασε το ποτάμι και πήρε τα πλευρά των Τούρκων. Τότε οι Τούρκοι βάρεσαν μ’ όλα τους τα δυνατά να πάρουν την Άρτα, για να κλείσουν τον Σέχο μέσα στο τούρκικο, αλλά τους τσάκισε το Μποτσαράκι, κι έτσι σκόρπισαν, κι όπου φύγει φύγει…
Τότε ο δικός μας ο στρατός πέρασε το γεφύρι της Άρτας κι έπιασε τα Λέχοβα, την Κανέτα και τα Πέντε Πηγάδια.
- Σκοτώθηκαν πολλοί Τούρκοι;
- Σαν πόσοι έπεσαν απ’ τους δικούς μας;

Μετριούνται οι Τούρκοι τρεις φορές και λείπουν τρεις χιλιάδες,
μετριούνται τα Ελληνόπουλα και λείπουν τρεις λεβέντες!

- Σαν τι άνθρωποι να’ ναι ο Κίτσος ο Μπότσαρης κι ο Κώστας ο Σέχος;
- Ο ένας μια πιθαμή άνθρωπος, μικρός μα θαυμαστός, κι ο άλλος θεριό σωστό: δυο Τούρκους μπορείς να κρεμάσεις από τα μουστάκια του!
- Χαρά στις μάνες που τους έκαμαν!
Ο γερο-προεστός, που είχε σταθεί κι αφουγκραζόταν τι έλεγαν οι χωριανοί, φώναξε:
- Ωρέ παιδιά! Ποιος σας τις έφερε τις κουβέντες; Μη μιλάτε, μωρέ παιδιά μου, όπως θέλει η καρδιά σας, και σας δοκιμάσει ο Θεός!
- Είναι αλήθεια, μπάρμπα, αυτά που λέμε! Είναι αλήθεια! Ήταν κάτι Τσάμηδες στην Άρτα, και με την καταστροφή των Τούρκων πέρασαν κι αυτοί δώθε χωρίς διαβατήρια και τράβηξαν για τα χωριά τους!
- Τους είδες με τα μάτια σου εσύ; τον ρώτησε ο γερο-προεστός με δυσπιστία.
- Τους είδα και μίλησα μαζί τους και μου τα είπαν όλα!
- Ποια μέρα φύγαν από την Άρτα οι Τσάμηδες;
- Τη Μεγάλη Παρασκευή. Ήρθαν από τα Λακκοχώρια, πέρασαν από τον Καλαμά χτες το σουρούπωμα και τράβηξαν νύχτα για τα χωριά τους…
- Ωρέ, δεν έχει κανένας από σας άρματα; βροντοφώνησε ο γερο-προεστός πνιγμένος από τη χαρά του. Η Πασχαλιά θέλει αρνιά, ο ‘Αϊ-Γιώργης κατσίκια, ο γάμος κριάρια κι η λευτεριά ντουφέκια! Δεν έχει κανένας από σας άρματα για να ρίξουμε και να χαιρετίσουμε τη λευτεριά; Πεντακόσια χρόνια δούλοι, ωρέ παιδιά, και να μην έχουμε σήμερα ένα ντουφέκι να ρίξουμε και να καλωσορίσουμε τη λευτεριά μας;
- Αμ τι ρωτάς; του απολογήθηκε ένας. Δεν μας τα μάζεψαν όλα τ’ άρματα οι Τούρκοι; Ποιανού άφησαν ντουφέκι ή πιστόλα; ξαναρώτησε.
- Ωρέ, δεν έχει κανένας ένα παλιοντούφεκο, μια παλιοπιστόλα; ξαναρώτησε.
- Αμ τώρα, γερο-μπάρμπα, του είπε ένας, θα πλακώσουν ντουφέκια όσα θέλεις! Όρεξη να ‘χεις να ντουφεκάς. Ντουφέκια και φισέκια χάρισμα.
- Mωρέ, εγώ το θέλω αυτή τη στιγμή, δεν το θέλω ύστερα! Τι να το κάμω ύστερα; Αχ, ανάθεμά τους τους αντίχριστους που μας τα μάζεψαν όλα τ’ άρματα! Ανάθεμά τους και τρισανάθεμά τους τους αντίχριστους! Έχει, ωρέ, κανένας σας κανένα παλιοντούφεκο για μια φορά,  και του το γυρίζω πίσω! Ένα αρνί διαλεχτό δίνω για ένα παλιοντούφεκο  γεμάτο.
- Δίνεις τ’ αρνί;
- Μωρ΄ έχεις άρματο , γερο-Τόλαινα;
- Μα το ξύλο που ‘χω φάει απ’ τους αντίχριστους για να μην τους το μαρτυρήσω!
- Ντουφέκι είναι;
- Ναι, ντουφέκι, του μακαρίτη!
Και η γριά άρχισε να κλαίει τον μακαρίτη της.
- Άφησε τα κλάματα, γριά, και σύρε να μου φέρεις το ντουφέκι στο σπίτι,  να σου δώσω τ΄ αρνί….
Όλο το χωριό ήταν τρελό από τη χαρά του. Από τα λόγια, από τα φερσίματα, από το περπάτημα, νόμιζε κανείς πως όλος εκείνος ο κόσμος είχε φάει το ζουρλόχορτο. Ως κι αυτά τα λιανοπαίδια, που δεν μπορούσανε να καταλάβουν καλά καλά τι θα πει λευτεριά, φώναζαν ψαλμωδικά:
- Έγινε ρωμαίικο! Καλημέρα σας! Έγινε ρωμαίικο! Καλημέρα σας!
- Μωρέ, Πασχαλιά μας την έστειλε ο Μεγαλοδύναμος τη χαρά της λευτεριάς μας, έλεγε ο ένας.
- Τέτοιο καλό δεν μπορούσε να ‘ρθει άλλη μέρα παρά Πασχαλιά, απαντούσε ο άλλος.
- Δυο Πασχαλιές!
- Αλήθεια, δυο Πασχαλιές. Η μια του Χριστού και η άλλη της σκλαβωμένης Πατρίδας!
- Τι μεγάλη μέρα!
- Δοξασμένος να ΄ναι ο Κύριος!
Με τέτοιες κουβέντες ο κόσμος όλος μπήκε στο χωριό  και κάθε φαμίλια πήγαινε στο σπίτι της. Οι αυλές των σπιτιών φεγγοβολούσαν από τις ψησταριές των αρνιών που στριφογύριζαν πάνω στη θράκα.
Όταν ο γερο-προεστός έφτασε στο σπίτι του, βρήκε στην αυλόθυρα τη γριά με το ντουφέκι στα χέρια να περιμένει. Μόλις την είδε, ρίχτηκε πάνω της να της το πάρει.
- Τ΄ αρνί πρώτα! του φωνάζει η γριά.
- Μωρέ, ένα αρνί μονάχα γυρεύεις, κουτή, της λέει ο προεστός. Εγώ τέτοια μέρα σφάζω όλο το κοπάδι και καίω και το σπίτι μου ακόμα!
Και, σαν να προσβλήθηκε από την απάντηση της γριάς, έκραξε ένα εγγόνι του που είχε ανεβεί στο σπίτι:
- Ωρέ, Κίτσο! Κίτσο, ωρέ!
- Όρισε, παππού! του απολογήθηκε το παιδί, παλικάρι ως δεκατεσσάρων -δεκαπέντε χρόνων.
- Να πεταχτείς, ωρέ, στη στάνη και να ξεκόψεις δεκαπέντε ως είκοσι αρνιά καλά. Γρήγορα! Ακόμα εδώ είσαι!
Το παιδί λάκισε σαν ελάφι στη στάνη , αλλά ο γερο-προεστός, θέλοντας να δείξει όλη τη χαρά της καρδιάς του, φώναξε τον διαλαλητή του χωριού:
- Ωωωωρέ Νάσο! Νάσο ωρεεεέ!
- Έφτασα, μπάρμπα, απολογήθηκε μια φωνή εκεί γύρω από τα σπίτια.
- Να βγεις, ωρέ, στη ράχη και να διαλαλήσεις στο χωριό πως όποιος δεν έχει αρνί, να ‘ρθει στο σπίτι μου να πάρει!…
Η γριά όμως, μ’ όλα αυτά που γίνονταν, κρατούσε το ντουφέκι με τα δυο της χέρια και δεν το ‘δινε πριν της φέρουν πρώτα τ’ αρνί.
- Δε το δίνω ακόμα, έλεγε, θέλω τ’ αρνί πρώτα!
Του Νάσου η φωνή ξεχύθηκε σ’ όλο το χωριό σαν δυνατός βοριάς κι όσοι δεν είχαν αρνί έτρεξαν στο σπίτι του προεστού. Έτρεξαν ακόμα κι εκείνοι που είχαν, όχι για να ζητήσουν κι αυτοί, αλλά για να δουν με τα μάτια τους το ψυχικό του προεστού.
Δεν πέρασε πολλή ώρα και, να σου, έφτασε κι ο Κίτσος μ’ ένα κοπάδι αρνιά.
- Το καλύτερο της γριάς! φώναξε ο προεστός, και στη στιγμή ο πιστικός που ερχόταν μαζί με τον Κίτσο άρπαξε απ’ τον λαιμό ένα μαύρο αρνί με μια βούλα άσπρη στο μέτωπο σαν τον αυγερινό, που ήταν μια οργιά βγαλμένος εκείνη την ώρα.
Η γριά με το ένα χέρι άρπαξε τ’ αρνί και με τ’ άλλο τρεμάμενο έδινε το ντουφέκι στου προεστού τα χέρια, από φόβο μην ήτανε ψέμα το τάξιμο. Ύστερ’ από τη γριά πήραν από ένα αρνί όσοι δεν είχαν κι ο προεστός, παίρνοντας το ντουφέκι στο χέρι του, είπε στη γριά:
-Γεμάτο είν’, ωρή;
-Γεμάτο! όπως το ΄χει αφήσει ο μακαρίτης.
-Μωρέ, είν΄ ακέρια πέντε χρόνια από τότε. Φοβάμαι μη δεν πάρει φωτιά και ντροπιαστώ!
Σηκώνει το λύκο και λέει:
- Χριστός  Ανέστη,  ωρ’ αδέρφια! Χριστός Ανέστη! Καλώς μας ήρθε η λευτεριά!
Το παλιοντούφεκο βρόντηξε και τράνταξε το χωριό. Και με το βρόντημά του σωριάστηκε ο προεστός άψυχος!
Ρίχνονται απάνω του οι δικοί και ξένοι, φέρνουν αναμμένα δαδιά, του ρίχνουν νερό, τίποτε. Είχε ξεψυχήσει. Τον είχε σκοτώσει η χαρά.

Παύλος Νιρβάνας (1866-1938)

Χριστός Ανέστη

Κάποτε – εδώ και πολλά χρόνια – που μου ΄τυχε να κάνω Ανάσταση σε κάποιο ορεινό χωριό της Ρούμελης, ένας γέρος χωριάτης, υψώνοντας τη λαμπριάτικη λαμπάδα του σαν χαιρετισμό προς τ’ αναστάσιμα άστρα, μου είπε σαν να μιλούσε με τον εαυτό του :
- Ημέρεψαν απόψε, παιδί μου, τα Ουράνια.
Στα δυο αυτά λόγια ο αθώος χωριάτης είχε  κλείσει επιγραμματικά το βαθύτερο νόημα του χριστιανικού θαύματος˙ «ημέρεψαν τα Ουράνια». Ο ουρανός, χωρίς το μεγάλο χριστιανικό θαύμα, θα εξακολουθούσε να είναι για την περίφοβη ψυχή του απλοϊκού ανθρώπου, για κάθε ανθρώπινη ψυχή, το κατοικητήριο ενός Θεού τρομερού, δικαιοκριτή χωρίς επιείκεια και τιμωρού χωρίς έλεος. Τέτοιοι στάθηκαν οι θεοί όλων των θρησκειών. Κυβερνούσαν τα πλάσματά τους με τον τρόμο. Τύραννοι παντοδύναμοι, μακρυσμένοι απ’ το λαό τους, δεν είχαν γνωρίσει ποτέ τις αδυναμίες του, δεν είχαν πονέσει ποτέ τον πόνο του, δεν είχαν βασανιστεί ποτέ απ’ τα βάσανά του, δεν είχαν κλάψει ποτέ τα δάκρυά του. Ανίκανοι να συμπονέσουν, να λυπηθούν και να συγχωρέσουν. Πώς να μην είναι «άγρια», όπως τα ‘βλεπε το μάτι του φοβισμένου ανθρώπου, τα Ουράνια, τα κατοικημένα από τέτοιους θεούς;
Και μέσα στην ανοιξιάτικη εκείνη νύχτα, που η λαμπάδα του γέρου χωριάτη είχε υψωθεί σαν χαιρετισμός προς τα λαμπρά, αναστάσιμα άστρα, τα Ουράνια είχαν ημερέψει. Δεν κατοικούσε πια εκεί απάνω, υψωμένος στον τρομερό του θρόνο, ένας θεός ξένος για τους ανθρώπους. Κατοικούσε ένας γλυκύτατος θεός, που είχε πονέσει όλους τους πόνους των ανθρώπων, που είχε γνωρίσει όλες τις αδικίες της γης, που είχε τραβήξει όλες τις καταφρόνιες, που είχε πληρώσει όλες τις αχαριστίες. Τον έβρισαν, τον αναγέλασαν, τον έφτυσαν, τον έσυραν δεμένο στους δρόμους σαν τον τελευταίο κακούργο, τον σταύρωσαν. Πείνασε, δίψασε, κουράστηκε, αντίκρισε τη φρίκη του θανάτου. Για μια στιγμή είδε τον εαυτό του λησμονημένο κι απ’ τον ίδιο τον Θεό, που ήταν πατέρας του. «Θεέ μου, Θεέ μου γιατί με εγκατέλειψες;» Δε στάθηκε πόνος που να μην τον γνώρισε, καρδιοσωμός που να μην τον ένιωσε, δυστυχία που να μη γεύτηκε το φαρμάκι της. Ήπιε όλα τα φαρμάκια που μπορεί να πιει άνθρωπος σ’ αυτόν τον κόσμο. Και τη νύχτα εκείνη, ο πονεμένος και βασανισμένος αυτός άνθρωπος είχε ανεβεί στους Ουρανούς και είχε καθίσει παντοδύναμος στον θρόνο του θεού, να κυβερνήσει τον κόσμο. Πώς να μην «ημερέψουν τα Ουράνια»; Μια απέραντη καλοσύνη είχε πλημμυρίσει το στερέωμα.
Γιατί να τρέμει πια ο αμαρτωλός; θα συλλογιζότανε ο γέρος. Εκείνος που συγχώρεσε την πόρνη, τον ληστή, κι εκείνους ακόμα που τον σταύρωσαν, είναι τώρα εκεί απάνω, για να ιδεί τα δάκρυα της μετάνοιάς του και να τον συγχωρέσει. Γιατί ν’ απελπίζεται ο άρρωστος; Εκείνος που γιάτρεψε τον τυφλό και τον παράλυτο είναι τώρα εκεί απάνω για να τον γιατρέψει. Γιατί να βαρυγκωμάει ο φτωχός και ο αδικημένος; Εκείνος που πείνασε και δίψασε είναι τώρα εκεί απάνω και καταλαβαίνει τη δυστυχία του. Γιατί να λαχταράει η μάνα για το παιδί της; Εκεί απάνω στους Ουρανούς είναι μια Μανούλα που δοκίμασε τον πόνο της, για να παρακαλέσει το παιδί της, που κυβερνάει τον κόσμο, να τον ελεήσει. Και γιατί να τρέμει ο ασπρομάλλης ο γέρος την ώρα του θανάτου; Είναι και γι’ αυτόν, είναι για κάθε ψυχή, μια ανάσταση.
Τα Ουράνια είχαν ημερέψει, αλήθεια, εκείνη την ανοιξιάτικη νύχτα. Και η λαμπάδα του γέρου είχε υψωθεί σαν χαιρετισμός και σαν ευχαριστία προς τα αναστάσιμα άστρα.
- Χριστός Ανέστη, παππού!
- Ο Θεός, ο Κύριος, παιδί μου!




Τρίτη 8 Απριλίου 2025

Ίμπολκ-μια πανάρχαια Κέλτικη γιορτή για τον ερχομό της Άνοιξης

 


Το Ίμπολκ είναι μία από τις τέσσερις κύριες γιορτές του προ-Χριστιανικού Κέλτικου ημερολογίου, συνδεδεμένο με τελετές γονιμότητας. Στο χριστιανικό ημερολόγιο έχει καθιερωθεί σαν εορτή της Αγίας Μπριγκίτ και σε πιο πρόσφατους καιρούς γιορτάζεται σαν γιορτή της φωτιάς, μία από τις οκτώ γιορτές, (4 ηλιακές και 4 Φωτιάς/Φεγγαριού) ή "Σάββατα" στο Νεοπαγανιστικό τροχό του χρόνου. Το Ίμπολκ, σύμφωνα με πολλούς, είναι ο πρόγονος της χριστιανικής γιορτής της Υπαπαντής και της Μέρας της Μαρμότας.

Το Ίμπολκ γιορτάζεται την 1η Φεβρουαρίου στο Βόρειο Ημισφαίριο και την 1η Αυγούστου στο Νότιο. Μερικοί νεοπαγανιστές αναφέρουν αυτη τη γιορτή στο μέσον μεταξύ του χειμερινού ηλιοστασίου και της εαρινής ισημερίας, που πέφτει πιο μετά την πρώτη εβδομάδα του μήνα. Από τη στιγμή που το κελτικό ημερολόγιο βασίζεται και στoν ηλιακό και στο σεληνιακό κύκλο, ίσως τοποθετείται στην πανσέληνο που είναι ανάμεσα στο χειμερινό ηλιοστάσιο και στην εαρινή ισημερία.

Κελτική προέλευση

Ενδείξεις για τον τρόπο με τον οποίο εορταζόταν το Ίμπολκ στην Ιρλανδία υπάρχουν μέσα απ' τις λαϊκές παραδόσεις, οι οποίες συλλέχτηκαν ανάμεσα στον 19ο αιώνα και στις αρχές του 20ού αιώνα στην αγροτική Ιρλανδία και στη Σκωτία, οι οποίες συγκρίθηκαν και με μελέτες διάφορων ατόμων στη Σκανδιναβία.

Το φεστιβάλ παραδοσιακά αναφερόταν στην γαλούχηση των προβάτων, που στη συνέχεια γεννούσαν τα πρόβατα της άνοιξης. Αυτό συνέβαινε είτε δύο βδομάδες πριν η μετά τις αρχές Φεβρουαρίου. Η ονομασία της γιορτής, στην ιρλανδική γλωσσα, σημαίνει "στην κοιλιά" (i mbolg) και αναφέρεται στην γέννα των προβάτων. Είναι όμως και κελτικός όρος για την άνοιξη. Ένα άλλο όνομα είναι Oimelc, που σημαίνει "το γάλα του προβάτου". Ακόμα αναφέρεται σαν Μπρίγκιντ, από το όνομα της θεάς των σιδηρουργών στην κελτική μυθολογία.

Η γιορτή του Ίμπολκ ήταν πολύ σημαντική για τους αρχαίους κατοίκους της Ιρλανδίας. Για παράδειγμα, στην ιρλανδική περιοχή Τάρα, στους Λόφους των Αιχμαλώτων (Μount of Hostages), ο εσωτερικός θάλαμος είναι άριστα συνδεδεμένος με τον ανατέλλοντα ήλιο και του Ίμπολκ και του Σόουιν. Πρόκειται για μια γιορτή του φωτός, που αντικατοπτρίζει τη διάρκεια της ημέρας και την ελπίδα της άνοιξης. Είναι παράδοση να ανάβουν όλες οι λάμπες στο σπίτι για λίγα λεπτά και οι τελετές συχνά περιλαμβάνουν το άναμμα μεγάλης ποσότητας κεριών.

Εορτή της Αγίας Μπριγκίτ

Στο μοντέρνο ιρλανδικό ημερολόγιο, το Ίμπολκ είναι συχνά γνωστό σαν η γιορτή της Αγίας Μπριγκίτ και σαν "La Feabhra": η πρώτη μέρα της Άνοιξης. Ένας λόγος είναι ότι ο Χριστιανισμός, στην προσπάθειά του να εναρμονίσει την δημοτικότητα αυτής της γιορτής μαζί με τις δικές του παραδόσεις, άλλαξε τη γιορτή του Ίμπολκ, μετονομάζοντάς την.

Μια λαϊκή παράδοση που υπάρχει είναι το κρεβάτι της Αγίας Μπριγκίτ. Τα νεαρά κορίτσια του χωριού φτιάχνουν μια κούκλα από καλαμπόκι, που τη στολίζουν με κορδέλες και μπιχλιμπίδια. Οι πιο ηλικιωμένες γυναίκες, στη συνέχεια, φτιάχνουν ένα κρεβάτι για να ξαπλώσει η Αγία Μπριγκίτ. Την παραμονή της γιορτής, που είναι στις 31 Ιανουαρίου, οι νεαρές κοπέλες συναντιούνται σε ένα σπίτι για να ξαγρυπνήσουν όλη τη νύχτα με την κούκλα από καλαμπόκι και στη συνέχεια τις επισκέπτονται όλοι οι νεαροί άνδρες της κοινότητας, οι οποίοι πρέπει να μεταχειριστούν αυτές και την κούκλα με σεβασμό. Ταυτόχρονα,οι πιο μεγάλες γυναίκες της κοινότητας μένουν στα σπίτια τους και εκτελούν άλλες τελετές.

Πριν πάνε για ύπνο, κάθε νοικοκυριό καθαρίζει το τζάκι του καλά και "χτενίζει" τις στάχτες. Το πρωί κοιτάζουν να βρουν κάποιο σημάδι στις στάχτες, που να δείχνει ότι η Μπριγκίτ πέρασε από το σπίτι τους το βράδυ ή το πρωί.

Την επόμενη μέρα, το κρεβάτι της Μπριγκίτ πηγαίνει από σπίτι σε σπίτι, όπου καλωσορίζεται με μεγάλη τιμή. Απ'τη στιγμή που η Μπριγκίτ συμβολίζει τη ζωτική ορμή που θα φέρει τους ανθρώπους από το χειμώνα στην άνοιξη, η παρουσία της είναι πολύ σημαντική σε αυτήν την συγκεκριμένη μέρα του χρόνου. Ο κόσμος συχνά θα χτυπήσει το ομοίωμά της με ένα ξύλινο ραβδί, ίσως ένα παλιό απομεινάρι από πιο παλιές κραταιές τελετές γονιμότητας.

Μοντέρνος Νεοπαγανισμός

Σήμερα,οι μοντέρνοι Νεοπαγανιστές τη γιορτάζουν την πρώτη ή τη δεύτερη μέρα του Φεβρουαρίου, που είναι πιο δημοφιλής στην Αμερική, ίσως λόγω της σχέσης της γιορτής αυτής με τη γιορτή της Υπαπαντής. Μερικοί πιστεύουν ότι η χριστιανική γιορτή της Υπαπαντής, που η ημερομηνία της εξαρτάται από τα Χριστούγγενα, ήταν ο εκχριστιανισμός της γιορτής του Ίμπολκ. Εντούτοις δεν υπάρχει καμμία απόδειξη ότι το Ίμπολκ εορταζόταν στον προχριστιανικό κόσμο πουθενά αλλού εκτός από την Ιρλανδία, ενώ ο εορτασμός της Υπαπαντής ξεκίνησε από τη νότια Μεσόγειο.

Η φωτιά είναι πολυ σημαντική για αυτή την γιορτή, γιατί η Μπρίγκιντ είναι η θεά της φωτιάς, της γιατρειάς και της γονιμότητας. Η φωτεινότητα από τις φωτιές συμβολίζει την αυξανόμενη δύναμη του ήλιου τους επόμενους μήνες.

Στην Αμερική, στη Μέρα της Μαρμότας, αν η μαρμότα δει τη σκιά της αυτό το πρωί και φοβηθεί και πάει πάλι πίσω στην φωλιά της, σημαίνει ότι θα υπάρξουν άλλες έξι βδομάδες χειμώνα. Η φήμη έρχεται κατευθείαν από την Ευρώπη, απ'τη Γερμανία συγκεκριμένα, όπου ένας στίχος λέει:

Αν η μέρα της Υπαπαντής είναι φωτεινή και καθαρή, θα υπάρξουν άλλοι δυο χειμώνες στον χρόνο.

Πηγή:https://el.wikipedia.org/

Σάββατο 5 Απριλίου 2025

Λολίτα (Lolita) του Ρώσου-Αμερικανού συγγραφέα Βλαντίμιρ Ναμπόκοφ -Ένα βιβλίο που αξίζει να διαβαστεί



Λολίτα (Lolita) του Ρώσου-Αμερικανού συγγραφέα Βλαντίμιρ Ναμπόκοφ -Ένα βιβλίο που αξίζει να διαβαστεί

Λολίτα (Lolita) είναι ο τίτλος του μυθιστορήματος του Ρωσο-Αμερικανού συγγραφέα Βλαντίμιρ Ναμπόκοφ και εκδόθηκε το 1955. Πολλοί συγγραφείς το καθιστούν ως ένα από τα καλύτερα έργα του εικοστού αιώνα, και έχει συμπεριληφθεί σε αρκετές λίστες για τα καλύτερα βιβλία, όπως τις Τα 100 καλύτερα μυθιστορήματα (Time), Τα 100 βιβλία του Αιώνα (Le Monde), Τα 100 καλύτερα βιβλία όλων των εποχών, Τα 100 καλύτερα μυθιστορήματα της Σύγχρονης Βιβλιοθήκης, και The Big Read. Το μυθιστόρημα είναι γνωστό για το αμφιλεγόμενο περιεχόμενό του. Ο πρωταγωνιστής και αναξιόπιστος αφηγητής, ο μεσήλικας καθηγητής λογοτεχνίας υπό το ψευδώνυμο Χάμπερτ Χάμπερτ, παθαίνει ψύχωση με ένα δωδεκάχρονο κορίτσι, την Ντολόρες Χέιζ, με την οποίαν εμπλέκεται σεξουαλικώς αφότου γίνεται πατριός της. Το "Λολίτα" αποτελεί προσωπικό του ψευδώνυμο για το όνομα Ντολόρες. Το μυθιστόρημα γράφτηκε αρχικά στα αγγλικά και εκδόθηκε πρώτα στο Παρίσι. Αργότερα μεταφράστηκε στα ρωσικά από τον ίδιον τον Ναμπόκοφ και εκδόθηκε στη Νέα Υόρκη το 1967 από τις εκδόσεις Phaedra Publishers.

Το μυθιστόρημα Λολίτα θεωρήθηκε γρήγορα κλασικό και μεταφέρθηκε στη μεγάλη οθόνη από τον Στάνλεϊ Κιούμπρικ το 1962., και αργότερα σε μια άλλη προσαρμογή από τον Έιντριαν Λάιν το 1997. Έχει μεταφερθεί αρκετές φορές επί σκηνής και αποτέλεσε θέμα για δύο παραστάσεις όπερας, δύο μπαλέτα, και ένα αναγνωρισμένο μα εμπορικά ανεπιτυχές μιούζικαλ του Μπρόντγουεϊ. Η αφομοίωσή του στην ποπ κουλτούρα είναι τέτοια, που το όνομα "Λολίτα" χρησιμοποιείται για ένα νεαρό κορίτσι που είναι σεξουαλικά αναπτυγμένο.

Υπόθεση

Η εισαγωγή του μυθιστορήματος γίνεται από τον Τζον Ρέι Τζούνιορ, διδάκτορα της φιλολογίας, εκδότης βιβλίων ψυχολογίας. Ο Ρέι δηλώνει ότι παρουσιάζει τα απομνημονεύματα ενός άνδρα που χρησιμοποιούσε το ψευδώνυμο "Χάμπερτ Χάμπερτ", ο οποίος πέθανε πρόσφατα από καρδιακή πάθηση, ενώ περίμενε την θανατική ποινή του. Τα απομνημονεύματα ξεκινάνε με τη γέννηση του Χάμπερτ στο Παρίσι το 1910. Διανύει την παιδική του ηλικία στη Γαλλική Ριβιέρα, όπου ερωτεύεται τη φίλη του Άναμπελ Λι. Αυτός ο νεανικός και πλατωνικός έρωτας διακόπτεται από τον πρόωρο θάνατο της Άναμπελ από τύφο, με αποτέλεσμα ο Χάμπερτ να πάθει σεξουαλική ψύχωση με ένα συγκεκριμένο τύπο κοριτσιών -ηλικίας 9 έως 14- στα οποία αναφέρεται ως "νυμφίδια". Μετά την αποφοίτησή του, ο Χάμπερτ εργάζεται ως καθηγητής αγγλικών και αρχίζει τη συγγραφή ενός ακαδημαϊκού βιβλίου λογοτεχνίας. Πριν το ξέσπασμα του Δεύτερου Παγκοσμίου Πολέμου, ο Χάμπερτ μετακομίζει στη Νέα Υόρκη. Το 1947, μετακομίζει στο Ράμσντεϊλ, μια μικρή πόλη στην Νέα Αγγλία, όπου μπορεί να συνεχίσει με ηρεμία την συγγραφή του βιβλίου του. Το σπίτι στο οποίο είχε σκοπό να μείνει καταστράφηκε από μια φωτιά, και στην αναζήτησή του για ένα καινούργιο σπίτι, γνωρίζει την χήρα Σάρλοτ Χέιζ, η οποία δέχεται ενοίκους. Ο Χάμπερτ επισκέπτεται την κατοικία της Σάρλοτ και αρχικά επρόκειτο να απορριφθεί την προσφορά της με ευγένεια. Ωστόσο, η Σάρλοτ οδηγεί τον Χάμπερτ στον κήπο της, όπου η δωδεκάχρονη κόρη της Ντολόρες (αποκαλούμενη και ως Ντόλι, Λο, Λόλα και Λολίτα), κάνει ηλιοθεραπεία. Ο Χάμπερτ βλέπει την Ντολόρες ως το τέλειο νυμφίδιο, και ως μετενσάρκωση της παλιάς του αγάπης, Άναμπελ, και γρήγορα αποφασίζει να μετακομίσει εκεί.

Ο παθιασμένος Χάμπερτ συνεχώς αναζητά διακριτικές μορφές, για να ικανοποιήσει τις σεξουαλικές του ορμές, συνήθως μέσω των πιο ασήμαντων σωματικών επαφών με την Ντολόρες. Όταν η Ντολόρες στέλνεται στην κατασκήνωση, ο Χάμπερτ λαμβάνει ένα γράμμα από την Σάρλοτ, που του εξομολογείται τον έρωτά της για εκείνον και του δίνει ένα τελεσίγραφο -είτε θα τον παντρευτεί, είτε θα πρέπει να μετακομίσει αμέσως. Αρχικά τρομοκρατείται, έπειτα ο Χάμπερτ συνειδητοποιεί την γοητεία του να είναι ο πατριός της Ντολόρες, συνεπώς παντρεύεται την Σάρλοτ για συγκεκριμένους λόγους. Αργότερα, η Σάρλοτ ανακαλύπτει το ημερολόγιο του Χάμπερτ, στο οποίο μαθαίνει για την επιθυμία του για την κόρη της και την αηδία που αισθάνεται για την Σάρλοτ. Αποστομωμένη και ταπεινωμένη, η Σάρλοτ αποφασίζει να φύγει με την Ντολόρες, και γράφει ένα γράμμα προς τους φίλους της, για να τους προειδοποιήσει για τον Χάμπερτ. Δυσπιστώντας για την ψεύτικη δικαιολογία του Χάμπερτ ότι το ημερολόγιο αποτελεί σχέδιο για ένα μελλοντικό μυθιστόρημα, η Σάρλοτ φεύγει τρέχοντας από το σπίτι, για να στείλει τις επιστολές, αλλά ένα αυτοκίνητο την πατά, σκοτώνοντάς την. Ο Χάμπερτ καταστρέφει τις επιστολές και παίρνει την Ντολόρες από την κατασκήνωση, ισχυριζόμενος ότι η μητέρα της αρρώστησε βαριά και νοσηλεύεται. Έπειτα την παίρνει μαζί του σε ένα πολυτελές ξενοδοχείο, το οποίο του είχε προτείνει η Σάρλοτ νωρίτερα. Ο Χάμπερτ αισθάνεται τύψεις να βιάσει συνειδητά την Ντολόρες, συνεπώς βάζει ηρεμιστικά στο παγωτό της. Ενώ περιμένει να δράσει το χάπι, περιπλανάται στο ξενοδοχείο και συναντά έναν μυστηριώδη άνδρα, ο οποίος φαίνεται να έχει γνώση για τα σχέδιά του Χάμπερτ για τη Ντολόρες. Ο Χάμπερτ αποχωρεί από τη συζήτηση και επιστρέφει στο δωμάτιο του ξενοδοχείου. Εκεί, ανακαλύπτει ότι μπέρδεψε το χάπι με ένα πιο ήπιο φάρμακο, καθώς η Ντολόρες κοιμάται ελαφριά και ξυπνά συνεχώς. Τολμά να μην την αγγίξει καθόλου εκείνη τη νύχτα. Το πρωί, η Ντολόρες αποκαλύπτει στον Χάμπερτ ότι στην πραγματικότητα ήδη έχασε την παρθενία της με ένα μεγαλύτερο αγόρι στην κατασκήνωση ένα χρόνο πριν. Αφότου φεύγουν από το ξενοδοχείο, ο Χάμπερτ αποκαλύπτει στην Ντολόρες ότι η μητέρα της είναι νεκρή.

Ο Χάμπερτ και η Ντολόρες ταξιδεύουν σε όλη την χώρα, οδηγώντας όλη την ημέρα και διαμένοντας σε μοτέλ. Ο Χάμπερτ προσπαθεί απελπισμένα να διατηρήσει το ενδιαφέρον της Ντολόρες στα ταξίδια και σε εκείνον, και την δωροδοκεί όλο και περισσότερο σε αντάλλαγμα για σεξουαλικές χάρες. Εγκαθίστανται στο Μπέρσντλεϊ, μια μικρή πόλη στην Νέα Αγγλία. Ο Χάμπερτ υιοθετεί τον ρόλο του πατέρα της Ντολόρες και την γράφει σε ένα ιδιωτικό σχολείο θηλέων. Ο Χάμπερτ διακατέχεται από ζήλεια και ασκεί αυστηρό έλεγχο στη ζωή της Ντολόρες, απαγορεύοντάς της να παρευρίσκεται σε κοινωνικές εκδηλώσεις και εσπερίδες. Μόνο με την υπόδειξη του διευθυντή του σχολείου, ο οποίος θεωρεί τον Χάμπερτ αυστηρό και συντηρητικό Ευρωπαίο γονέα, συμφωνεί με τη συμμετοχή της Ντολόρες στο σχολικό θεατρικό, ο τίτλος του οποίου είναι ίδιος με το ξενοδοχείο στο οποίο ο Χάμπερτ συναντήθηκε με τον μυστηριώδη άνδρα. Μια μέρα πριν την πρεμιέρα της παράστασης, ένας σοβαρός καβγάς ξεσπά ανάμεσα στην Ντολόρες και τον Χάμπερτ, και η Ντολόρες φεύγει τρέχοντας από το σπίτι. Όταν ο Χάμπερτ την βρίσκει, του λέει ότι θέλει να φύγει από την πόλη και να συνεχίσει να ταξιδεύει. Αρχικά, ο Χάμπερτ χαίρεται, αλλά ενώ ταξιδεύει, γίνεται ολοένα και πιο ύποπτος -αισθάνεται ότι ακολουθείται από κάποιον που γνωρίζει η Ντολόρες. Ο άνδρας που τους ακολουθεί είναι ο Κλερ Κίλτυ -ένας φίλος της Σάρλοτ και διάσημος θεατρικός συγγραφέας, που έγραψε το θεατρικό στο οποίο η Ντολόρες θα συμμετείχε. Στα βουνά του Κολοράντο, η Ντολόρες αρρωσταίνει. Ο Χάμπερτ την πηγαίνει σε ένα τοπικό νοσοκομείο, από όπου παίρνει εξιτήριο σε μία νύχτα από τον "θείο" της. Ο Χάμπερτ γνωρίζει ότι η Λολίτα δεν έχει συγγενείς εν ζωή και τρέπεται αμέσως σε μια μανιώδης αναζήτηση για να βρει την Ντολόρες και τον απαγωγέα της, χωρίς να τα καταφέρει. Για τα επόμενα δύο χρόνια, ο Χάμπερτ μετά βίας διατηρεί σχέση με μια νεαρή αλκοολική ονόματι Ρίτα. Βαθιά στενοχωρημένος, ο Χάμπερτ λαμβάνει προς έκπληξή του ένα γράμμα από την Ντολόρες, πλέον 17 ετών, που του λέει ότι είναι παντρεμένη, έγκυος, και έχει μεγάλη ανάγκη κάποια χρήματα. Ο Χάμπερτ, οπλίζεται με ένα πιστόλι, εντοπίζει τη διεύθυνση της Ντολόρες και της δίνει τα χρήματα, τα οποία είναι η κληρονομιά της μητέρας της. Ο Χάμπερτ μαθαίνει ότι ο σύζυγος της Ντολόρες, ένας κωφός μηχανικός, δεν είναι ο απαγωγέας της. Η Ντολόρες αποκαλύπτει στον Χάμπερτ ότι ο Κίλτυ την πήρε από το νοσοκομείο και ότι ήταν ερωτευμένη μαζί του, αλλά την απέρριψε όταν εκείνη αρνήθηκε να πρωταγωνιστήσει σε μια από τις πορνογραφικές του ταινίες. Η Ντολόρες απορρίπτει το αίτημα του Χάμπερτ να φύγει μαζί του. Ο Χάμπερτ πηγαίνει στην έπαυλη του Κουίλτι, ο οποίος είναι υπό την επιρροή ναρκωτικών ουσιών και τον πυροβολεί αρκετές φορές. Λίγο αργότερα, ο Χάμπερτ συλλαμβάνεται, και με τις τελευταίες του σκέψεις, επιβεβαιώνει τον έρωτά του για την Ντολόρες, και ζητά να μην δημοσιευτούν τα απομνημονεύματά του μέχρι τον θάνατό της. Η Ντολόρες πεθαίνει κατά τη διάρκεια του τοκετού την Παραμονή των Χριστουγέννων το 1950.

Πηγή:https://el.wikipedia.org/







Πέμπτη 3 Απριλίου 2025

Στην Ινδία πάντρεψαν δύο βατράχους μη τυχόν…και βρέξει…!

 Κι όμως είναι αλήθεια πάντρεψαν δυο βατράχους για να…βρέξει…!

Σ’ αυτή την πρωτότυπη μέθοδο φαίνεται ότι κατέφυγαν οι κάτοικοι μιας επαρχίας στην Ινδία για την αντιμετώπιση ενός πρωτοφανούς κύματος καύσωνα…

Αυτό έγινε εξ αιτίας της καθυστέρησης της εποχής των μουσώνων, ωθώντας  μια ομάδα ανθρώπων στο Βαρανάσι να οργανώσει μια πολυτελή τελετή γάμου ανάμεσα σε δύο βατράχους πέρσι στις αρχές του καλοκαιριού.

Η τελετή ήταν ένα κάλεσμα στον θεό της βροχής και του κεραυνού, τον Ίντρα, για να φέρει μια δροσερή βροχή.

Βάνα Σμπαρούνη

Κυριακή 19 Ιανουαρίου 2025

ΡΑΝΤΕΒΟΥ Μ΄ΕΝΑ ΓΡΑΜΜΑ-ΒΑΝΑ ΣΜΠΑΡΟΥΝΗ-AUDIO BOOK-ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ-Logo...


Αγαπημένε μου, Απόψε σου γράφω από το Λιμένι, απ' αυ­τή τη μικρή λωρίδα επίγειου παράδεισου με τα πέτρινα σπίτια πάνω στη θάλασσα. Βρήκα δωμάτιο στο ίδιο ξενώνα που μέναμε.Θυμάσαι αγαπημένε; Θυμάσαι τις βόλτες μας, το σεργιάνι μας στον παράδεισο; Θυμάσαι που ανταμώναμε στους μεγάλους ορίζοντες, εκεί όπου οι ψυ­χές μας άνοιγαν τις ουράνιες πόρτες να πε­ράσουν στης αθανασίας το άπλετο φως; Θυμάσαι το πρώτο ερωτικό μας βράδυ. Όλοι οι θεοί της λαγνείας ανταποκρίθηκαν εκείνο το βράδυ που σε γνώρισα και κατά­φεραν να δωροδοκήσουν τις αισθήσεις μου..."

Η ΠΑΣΧΑΛΙΑ ΤΗΣ ΛΕΥΤΕΡΑΣ-Χ.ΧΡΗΣΤΟΒΑΣΙΛΗΣ-ΧΡΙΣΤΟΣ ΑΝΕΣΤΗ-Π.ΝΙΡΒΑΝΑΣ-ΕΛΛΗΝΙ...

Χρήστος Χρηστοβασίλης (1861-1937) Η Πασχαλιά της λευτεριάς Τελείωνε η εκκλησιά. Ο παπάς στεκόταν μπροστά στην Ωραία Πύλη  κι αντί  «Δι’ ευχώ...