Τα κοχύλια ζουν;
Μια μικρή ιστορία της Βάνας Σμπαρούνη
Τα κοχύλια ζουν;
Η Νεφέλη όταν αντίκρισε την παραλία της Πευκιάς ψηλά από τον δρόμο δεν πίστευε στα μάτια της πως τα είχε καταφέρει. Αγνάντεψε λίγο μέχρι εκεί που έφτανε το μάτι της, κι έπειτα πήρε το μονοπάτι που έβγαζε στην παραλία. Φθάνοντας εκεί το γεμάτο αρμύρα αεράκι που την καλοδέχτηκε, την έκανε να νοιώσει καλύτερα. Πήρε μια βαθιά ανάσα και άφησε το σακβουαγιάζ της κάτω. Κάθισε πάνω στα υγρά βότσαλα και με τα χέρια της τυλιγμένα στα γόνατά της περίμενε. Περίμενε με το βλέμμα της καρφωμένο προς τη μεριά του μεγάλου βράχου, ελπίζοντας κάποια στιγμή να φανεί ο Λίνος. Τον Λίνο τον είχε ανταμώσει εδώ στην παραλία της Πευκιάς το περσινό καλοκαίρι στις διακοπές της. Ήταν ψαράς , ένας παράξενα όμορφος άνθρωπος με φευγάτο αλλά και τόσο γαλήνιο βλέμμα. Πάντα και λίγο πριν πέσει ο ήλιος, ερχόταν στην παραλία κι έφτιαχνε τα δίχτυα του. Ύστερα έμπαινε στη βάρκα του και ξανοιγόταν μεσοπέλαγα. Της άρεσε να τον ακολουθεί με το βλέμμα της μέχρι που χανόταν. Κάποιο απόγευμα την πλησίασε. Γονάτισε μπροστά της κι ανοίγοντας τις χούφτες της τής πρόσφερε κοχύλια. «Για σένα τα μάζεψα» της είπε και κάθισε δίπλα της. «Σε ευχαριστώ» του αποκρίθηκε σαν κοριτσάκι που της είχαν χαρίσει το ομορφότερο δώρο. «Με λένε Λίνο». «Εμένα…». «Αερικό» της είπε πριν προλάβει καλα-καλά να πει το όνομά της. «Ένα παιδί αερικό» πρόσθεσε και την κοίταξε. «Μόνη σε δύσκολα μονοπάτια» συνέχισε εκείνος χωρίς να παίρνει το βλέμμα του από πάνω της, «ακροβατείς ανάμεσα στη ζωή και σ΄ένα ξέφρενο καλπασμό ψυχής. Μοιάζεις σαν να πατάς σ΄ενός βράχου τη μύτη. Αχ! Πόσο θυμό κρύβεις μέσα σου». «Βαθύ θυμό. Γι’ αυτό και φεύγω» αποκρίθηκε. «Πρέπει κάποτε να βρεθείς αντιμέτωπη μ’αυτόν» «Είναι θέμα χρόνου. Τώρα ξεσπώ με σιωπή». «Χμ! η σιωπή κουβαλά πολλούς ήχους. Κάνει πάντα πιο πολύ κρότο» της είπε και σηκώθηκε. «Ας πηγαίνω τώρα Αερικό. Ν’ ανασαίνεις». Από εκείνο το απόγευμα αντάμωναν πάντα στο ίδιο μέρος και την ίδια ώρα. «Τα κοχύλια ζούν;» ήταν η πρώτη του κουβέντα όταν την έβλεπε. «Πάντα» απαντούσε εκείνη και κάθονταν μέχρι που έδυε ο ήλιος. Οι μέρες κύλησαν γρήγορα. Οι διακοπές της έφτασαν στο τέλος τους. «Λίνο, αύριο φεύγω. Πάρε το τηλέφωνό μου και όποτε θελήσεις να ξέρεις πως το Αερικό θα είναι εκεί» του είπε χωρίς να μπορεί να κρύψει την συγκίνησή της και τη μελαγχολία της που δεν θα τον ξανάβλεπε. «Είναι χαρά Αερικό να μιλάει κάποιος μαζί σου. Αποπνέεις αλήθεια, ταξίδι». «Νοερό ταξίδι Λίνο;» «Πραγματικό ταξίδι. Οι εικόνες σου είναι εικόνες ζωής. Είσαι καλό κοχύλι. Χρωματιστό. Γι αυτό μην αφήνεις ν’ ακροβατούν πάνω στη πλάτη σου κένταυροι. Δεν αξίζει να αιμορραγείς για χάρη κανενός», Από τότε δεν τον ξαναείδε, ούτε εκείνος την αναζήτησε. «Ίσως να χάθηκε για πάντα στους βυθούς του» μονολόγησε καθώς περνούσε η ώρα κι εκείνος δεν φαινόταν. Αισθάνθηκε τόση απογοήτευση, που ούτε τον ήλιο στη δύση του δεν είχε διάθεση να συντροφεύσει. Όλα γύρω ήταν παράξενα ήσυχα. Ξάπλωσε βάζοντας τα δυο της χέρια προσκεφάλι. Έκλεισε τα μάτια, κι αυθόρμητα ανέβηκε στα χείλη της ένα ξεχασμένο τραγούδι: «Χρώματα πήρα και καμβά Για να σε ζωγραφίσω Και με το χρώμα τ' ουρανού άγγελο να σε ντύσω Χρώματα πήρα και καμβά Όνειρα μαγεμένα Και μ' όλα τα άστρα αγκαλιά Ζωγράφισα εσένα Κόκκινος ήλιος η καρδιά μου Τ' αγέρι θα 'ναι θαλασσί Πράσινη θάλασσα η ματιά μου Και τ' όνειρό μου θα 'σαι συ Τη νύχτα η μέρα θα κεντήσει Με της αγάπης μου το φως Χιλιάδες άστρα να σκορπίσει Με τη μορφή σου ο ουρανός Χρώματα πήρα και καμβά Και όνειρα βαμμένα Και της ζωής σου τα κλειδιά Πορτρέτα φυλαγμένα ..»** Η φωνή της πρώτη φορά μετά από πολύ καιρό έμοιαζε να ταξιδεύει πέρα από τον αισθητό κόσμο, αγγίζοντας εκείνη τη γραμμή του ορίζοντα που έβλεπε όταν ήταν μικρή στα όνειρά της. Ξάφνου εκεί στην υπερκόσμια στιγμή της, η θάλασσα ανταριάζει κι ένα κύμα τη βρέχει μέχρι τα γόνατα. Η αίσθηση του νερού πάνω στο κορμί ης ήταν τόσο ευεργετική που δεν έκανε τον κόπο να σηκωθεί να δει τι προκάλεσε τον αναπάντεχο μικροθυμό της. Δεν πέρασαν λίγα λεπτά, όταν από κάποια απόσταση ακούστηκε σύρσιμο μιας βάρκας πάνω στα βότσαλα. Μετά κάποια βήματα να κατευθύνονται προς τη μεριά ης. Με τεντωμένες τις κεραίες της συνέχισε να παραμένει ασάλευτη και ακάλυπτη. Τα βήματα δεν άργησαν να σβήσουν ακριβώς πάνω από το κεφάλι της. Σιωπή! Δεν θα ανοίξεις τα μάτια, είπε αποφασιστικά στον εαυτόν της, προκαλώντας τον έτσι να αναμετρηθεί με το φόβο που δημιουργεί η αίσθηση του άγνωστου. Η δοκιμασία κράτησε έως ότου ήχησε στα αυτιά της η γνώριμη φωνή του Λίνου που τη ρωτούσε τρυφερά: «Τα κοχύλια ζουν;». «Πάντα» αποκρίθηκε εκείνη, και τότε άνοιξε τα μάτια της. Ο Λίνος χαμογέλασε και κάθισε δίπλα της. «Αερικό, πώς και από τα μέρη μας;». «Μια παράξενη συγκυρία με έφερε» του απάντησε εκείνη κι ανακάθισε καλύτερα καρφώνοντας το βλέμμα της στον πύρινο δίσκο του ήλιου που ολοένα και πλάγιαζε στον ορίζοντα. Η διφορούμενη απάντησή της τον έκανε να θέλει να ρωτήσει πιο πολλά. «Και ποιος άνεμος σε έφερε εδώ στην παραλία της Πευκιάς;». «Ο άνεμος της επιθυμίας να σε ανταμώσω, έστω για μια στιγμή». «Έκανες όλη αυτή τη διαδρομή μόνο και μόνο για μένα;». «Δε σου φτάνει;» τον ρώτησε με παράπονο. «Θα μου έφτανε αν ήταν έτσι πραγματικά. Αλλά δεν είναι. Όσο και να θέλεις να κρυφτείς δεν τα καταφέρνεις. Είμαι σίγουρος πως κάτι σοβαρό σου συμβαίνει». Η Νεφέλη χαμογέλασε. «Λίνο, η αλήθεια είναι πως έφτασα μέχρι εδώ κάτω από παράξενες συνθήκες. Σε παρακαλώ όμως μη με ρωτήσεις τίποτα άλλο. Δέξου την παρουσία μου απλά, χωρίς εξηγήσεις» του είπε ήρεμα και πέταξε στη θάλασσα μερικά βότσαλα που είχε μαζέψει στη χούφτα της. «Καλά. Ίσως και να έχεις δίκιο. Τα «γιατί» των «γιατί» πολλές φορές χάνουν την ουσία. Για λίγα λεπτά έμειναν σιωπηλοί. «Ξέρεις» έσπασε πρώτη τη σιωπή η Νεφέλη, «αρκετές φορές περνούσες μπροστά μου σαν πνοή, φέρνοντας στο νου μου κουβέντες σου γεμάτες αλήθεια. Τότε τις είχα προσπεράσει αλλά κατόπιν τις βρήκα μπροστά μου». «Αλήθεια;» τη ρώτησε σαν να μη την πίστευε. «Θα μου πεις έστω και μία;». Η Νεφέλη έμεινε για λίγο βυθισμένη στον κόσμο της. «Γιατί χάθηκες τώρα;» τη ρώτησε στρέφοντας το κεφάλι του προς τη μεριά της. «Μήπως θέλεις να μου εκμυστηρευτείς αυτό που σου συμβαίνει αλλά ψάχνεις να βρεις τα λόγια εκείνα που θα το κάνουν πιο ανώδυνο;». «Όχι…όχι» πετάχτηκε αμέσως. «Πέρασε πια. Πες μου εσύ πώς είσαι; Πώς περνάς;».»Καλά είμαι. Ανασαίνω όπως πάντα στους βυθούς μου». «Έτσι νιώθεις ελεύθερος;». «Ναι. Για μένα η θάλασσα είναι σαν μήτρα. Με αγκαλιάζει». «Εμένα πάλι ο αέρας». «Εμ! Αερικό δεν είσαι;». «Αερικό που έχει πάψει να πετάει εδώ και πολύ καιρό» είπε κι έμοιαζε σαν να μιλούσε στον εαυτόν της. «Πετάς αλλά όχι τόσο όσο θα ήθελες». «Λίνο δεν πετώ». «Δεν το πιστεύω για σένα». «Μα…καλά δε βλέπεις τα πήλινα πόδια μου, που με έχουν καθηλώσει και αδυνατώ να τα σπάσω;». «Έχεις δύναμη μέσα σου και θα τα καταφέρεις. Όλα είναι θέμα χρόνου» της είπε ήρεμα. «Αυτό το πότε δεν ξέρω και θυμώνω με τον εαυτόν μου. Δεν αντέχω άλλο να ζω στην πραγματικότητα των πρέπει. Πνίγομαι. Μού κλέβουν τις ανάσες και τα χρώματα που με αυτά ζωγραφίζω τη ζωή μου». «Αερικό, όσα χρώματα και αν σου κλέψουν, έχεις τόσα πολλά που…». «Μη με παρηγορείς» τον διέκοψε αμέσως, «η παλέτα άδειασε γιατί η περιπέτεια που λέγεται ζωή ολοένα γίνεται και πιο φτηνή, γεμάτη εκπτώσεις. Ένας καθημερινός βιασμός από εκείνους, που επειδή δεν διαθέτουν δικούς τους οργασμούς, αρπάζουν το δικό σου». Ο Λίνος όση ώρα ξεσπούσε το θυμό της έμενε σιωπηρός, νοιώθοντας συνάμα και μια τρυφεράδα να τον κατακλύζει, γι’ αυτό το ασφυκτικά ελεύθερο πλάσμα, που πάλευε με νύχια και με δόντια να βρει πάλι εκείνη τη δύναμη που θα το κάνει να πετάξει. «Χαίρομαι που δε στρέφεις πια το θυμό σου μέσα σου και τον ξεσπάς. Είναι καλό δείγμα» είπε ο Λίνος μόλις εκείνη σταμάτησε. «Ναι. Καλό δείγμα δε λέω. Αλλά έτσι πως έχω πάρει φόρα θα πληρώσει το θυμό μου και αθώος κόσμος και δεν κάνει». Ο Λίνος γέλασε. «Γελάς ε;. Δεν έχεις κι άδικο. Για γέλια είμαι» του είπε κουνώντας το κεφάλι της. «Δεν είσαι για γέλια. Απλά είναι απίστευτο αυτό που συμβαίνει με σένα». «Ποιο Λίνο;». «Να εκεί που φορτσάρεις και μιλάς σοβαρά, πετάς κάτι και αμέσως αποφορτίζεις την ατμόσφαιρα. Αυτό μου αρέσει σε σένα». «Είναι η άμυνά μου. Ας κάνω κι αλλιώς». «Και όχι μόνο. Αυτό δείχνει πως δεν είσαι μονοσήμαντη, οι καθρέφτες σου πολλοί». «Μόνο που οι πολλοί καθρέφτες μου είναι η αιτία για το ολοκληρωτικό μου μπέρδεμα». «Όχι Αερικό. Είναι η αιτία που είσαι μοναδική» της αντιγύρισε και της χάιδεψε τα μαλλιά. Η νύχτα σιγά σιγά άρχιζε να τους τυλίγει και το φεγγάρι είχε ήδη ανατείλει. «Αερικό, τι λες; Δεν είναι ώρα να πηγαίνουμε;» «Εσύ αν θέλεις μπορείς να φύγεις. Εγώ θα μείνω εδώ ώσπου να πάρω το λεωφορείο για το λιμάνι». «Δεν θα είσαι καλά να πιστεύεις πως θα σε αφήσω εδώ. Θα σε φιλοξενήσω στην καλύβα μου, κι όταν έρθει η ώρα θα σε πάω με τη βάρκα στο λιμάνι. Η Νεφέλη αιφνιδιασμένη από την πρότασή του, μένει για λίγα λεπτά σκεφτική. Ο Λίνος βλέποντας το δισταγμό της δε θέλει να τη πιέσει. «Καλά, σε αφήνω να σκεφτείς και να αποφασίσεις. Θα πάω μέχρι τη βάρκα και θα περιμένω σινιάλο σου», της λέει και φεύγει. Πριν προλάβει να απομακρυνθεί αρκετά η Νεφέλη τον φωνάζει. «Λίνο περίμενε, θα έρθω μαζί σου» και σηκώθηκε αποφασισμένη. Ό,τι είναι να ζήσει ας το ζήσει μέχρι το τέλος. Η καλύβα του Λίνου ήταν κρυμμένη σε κάποιο όρμο πίσω από την παραλία της Πευκιάς. Μια ξύλινη καλύβα που από τα πρώτα κιόλας λεπτά σε πήγαινε σε αλλοτινούς καιρούς. Τότε που ακόμα οι άνθρωποι ζούσαν και λειτουργούσαν χωρίς τις παρεμβάσεις του πολιτισμού. «Μου φαίνεται απίστευτο», είπε η Νεφέλη μόλις αντίκρισε το λιτό μικρό χώρο της καλύβας να φωτίζεται μόνο από το αχνό ως μιας λάμπας που είχε ανάψει ο Λίνος λίγο πριν μπουν μέσα. «Ποιο;» τη ρώτησε αφήνοντας τη λάμπα πάνω στο ξύλινο τραπέζι. «Πως αντιστέκεσαι σθεναρά σε αυτό που λέμε πολιτισμό» του απάντησε, ενώ δε σταματούσε λεπτό να περιεργάζεται κάθε γωνιά του δωματίου. Ο Λίνος δε σχολίασε τη κουβέντα της. Πήρε το σάκο της και τον ανέβασε στη μικρή σοφίτα που προφανώς εκεί ήταν η κάμαρη του. Η Νεφέλη στάθηκε μπροστά από το ανοικτό παράθυρο, βλέποντας το φεγγάρι να αντιφεγγίζει στην ήμερη θάλασσα. «Επ! τι κάνεις εκεί; Ρομαντζάρεις;» τη ρώτησε ο Λίνος που μόλις είχε κατέβει. «Σκεφτόμουν» του είπε η Νεφέλη συνεχίζοντας να κοιτά έξω από το ανοικτό παράθυρο. «Μα καλά αυτό το μυαλουδάκι δε σταματά καθόλου να σκέφτεται και να βασανίζεται. Τι σκεφτόσουν;» «Πως θέλει τόλμη αυτό που κάνεις» του είπε εκείνη. «Τόλμη που ζω έξω από τον πολιτισμό;» «Όχι, που ζεις έξω από τη καθιερωμένη ζωή. «Αερικό μη φτιάχνεις μύθους». «Γιατί το λες;» τον ρώτησε γυρίζοντας προς τη μεριά του. «Γιατί μπορεί αυτό που κάνω να μην είναι τόλμη αλλά φόβος να βρίσκομαι εκεί έξω μαζί με σένα και με τον υπόλοιπο κόσμο». «Μήπως ο καθένας μας δεν κρύβει έναν προσωπικό τόπο εξορίας, που μόλις ζορίζεται πάει εκεί και κουρνιάζει;» είπε εκείνη κι αναστέναξε. «Όχι όμως για πάντα. Κάποια στιγμή τολμά και βγαίνει έξω πάλι». «Θες να πεις πως εσύ δε…». «Σςς! Ας μην μιλήσουμε άλλο» της είπε βάζοντας την παλάμη του στα χείλη της. «Πήγαινε πάνω στη σοφίτα να ξεκουραστείς. Άφησε τον εαυτόν σου για λίγο να αφουγκραστεί τους ήχους της νύχτας, κι εγώ θα μείνω εδώ να φτιάξω κάτι πρόχειρο να φας, γιατί είμαι σίγουρος πως πεθαίνεις της πείνας». «Όχι Λίνο, μην μπαίνεις σε φασαρία. Εγώ απλά ήρθα να σε δω και να τα πούμε». «Αερικό, δε θέλει μόνο η ψυχή τροφή, αλλά και το σώμα. Πήγαινε τώρα, της είπε τρυφερά, «και θα σε φωνάξω όταν είναι έτοιμο το φαγητό». Η Νεφέλη δεν επέμενε άλλο. Σιωπηλή ανέβηκε τη ξύλινη σκάλα. Φθάνοντας στο τελευταίο σκαλοπάτι κοντοστάθηκε. Μάλλον ονειρεύομαι είπε στον εαυτόν της καθώς είδε τη σοφίτα να λούζεται από το φως του φεγγαριού και απ’ το ανοικτό παράθυρο να μπαίνουν οι πνοές της νύχτας. Μαγεμένη πλησίασε σχεδόν αθόρυβα τη γωνιά όπου αντίκρυ από το παράθυρο βρισκόταν κάτω το στρώμα, εκεί όπου ο Λίνος πέταγε στα όνειρά του, και κάθισε με τα γόνατα γέρνοντας το κορμό της πίσω. Ακούμπησε τα χέρια της πάνω στη ποδιά της, έπλεξε τα δάχτυλά της και σηκώνοντας ελαφρά το κεφάλι προς τα πάνω, έκλεισε τα μάτια να πάρει όλη τη θετική ενέργεια που πλανιόταν γύρω της. Έμεινε σε αυτή τη στάση αρκετά λεπτά. Όταν αισθάνθηκε να έχει ελευθερώσει όλες της τις αισθήσεις, με ελαφρές κινήσεις ξάπλωσε πάνω στο στρώμα, ικανοποιημένη που ήταν και πάλι ζωντανή. Ο Λίνος μόλις τελείωσε το μαγείρεμα κι έστρωσε το τραπέζι, αλαφροπατώντας τα σκαλοπάτια ανέβηκε στη σοφίτα. Πλησίασε κοντά της και γονάτισε προσεκτικά στην άκρη του στρώματος. «Αερικό…» είπε σιγανά πάνω απ’ το κεφάλι της. Καθώς είδε να μη βγαίνει από το βαθύ της ύπνο, σηκώθηκε και αθόρυβα πλησίασε το παράθυρο. κάθισε στο περβάζι κι έχοντας το βλέμμα του καρφωμένο πάνω στο γαληνεμένο και φεγγαροφώτιστο πρόσωπό της αφουγκραζόταν την ανάσα της. Χαμογέλασε πιάνοντας τη καρδιά του να φτερουγίζει το ίδιο τρελά με εκείνου του έφηβου στο πρώτο του σκίρτημα. «Λίνο, παλάβωσες» μονολόγησε για να επαναφέρει τον εαυτόν του στη τάξη. «Είσαι πολύ ώρα εδώ;» άκουσε τη φωνή της ξαφνικά να τον ρωτά και πετάχτηκε αμέσως. «Όχι Αερικό. Ήρθα να σου πω πως το φαγητό είναι έτοιμο» της είπε και σηκώθηκε να φύγει. «Μη φεύγεις. Σε παρακαλώ έλα και ξάπλωσε δίπλα μου για λίγο» του είπε χωρίς να σαλέψει. Εκείνος υπάκουσε και ξάπλωσε δίπλα της. «Σε ευχαριστώ για την ανάσα που μου προσφέρεις» του είπε αχνά. «Αερικό κάπου χρειάζεται να ξαποσταίνεις λίγο, και να ακουμπάς σε ένα ακρόκλωνο». «Εκεί έξω δεν υπάρχουν ακρόκλωνα». «Μην απελπίζεσαι» την παρηγόρησε εκείνος, κι ένα νέο κύμα τρυφερότητας τον κατέκλυσε για εκείνη. «Η ελπίδα είναι τροχοπέδη που μας βάζει να περπατάμε σε λάθος μονοπάτια». «Αυτών των άλλοθι;» τη ρώτησε. «Ναι. Αλλά ας μη μιλήσουμε άλλο γι’ αυτά. Σε λίγο φεύγω και θα πρέπει πάλι απ’ το τίποτα ν’ αντλώ τη δύναμή μου. Σε παρακαλώ πάρε με μια αγκαλιά. Μόνο μία. Δε μου ξανάτυχε άνθρωπος, που από το κορμί και τη ψυχή του, να αναδύεται τέτοιο άρωμα ζωής σαν το δικό σου». «Αερικό μην παραδοθείς εκεί έξω και χάσεις τις πνοές, τους ήχους και τα χρώματά σου. Μείνε αληθινή» της αποκρίθηκε ο Λίνος και την έκλεισε στην αγκαλιά του.
**Το τραγούδι αυτό είναι σε στίχους και μουσική Μάριου Φραγκούλη.
Χρώματα πήρα και καμβά
Για να σε ζωγραφίσω
Και με το χρώμα τ' ουρανού
άγγελο να σε ντύσω
Χρώματα πήρα και καμβά
Όνειρα μαγεμένα
Και μ' όλα τα άστρα αγκαλιά
Ζωγράφισα εσένα
Κόκκινος ήλιος η καρδιά μου
Τ' αγέρι θα 'ναι θαλασσί
Πράσινη θάλασσα η ματιά μου
Και τ' όνειρό μου θα 'σαι συ
Τη νύχτα η μέρα θα κεντήσει
Με της αγάπης μου το φως
Χιλιάδες άστρα να σκορπίσει
Με τη μορφή σου ο ουρανός
Χρώματα πήρα και καμβά
Και όνειρα βαμμένα
Και της ζωής σου τα κλειδιά
Πορτρέτα φυλαγμένα
Κόκκινος ήλιος η καρδιά μου
Τ' αγέρι θα 'ναι θαλασσί
Πράσινη θάλασσα η ματιά μου
Και τ' όνειρό μου θα 'σαι συ
Τη νύχτα η μέρα θα κεντήσει
Με της αγάπης μου το φως
Χιλιάδες άστρα να σκορπίσει
Με τη μορφή σου ο ουρανός
Χρώματα πήρα και καμβά
Και όνειρα βαμμένα
Και της ζωής σου τα κλειδιά
Πορτρέτα φυλαγμένα
I got colors and canvas to paint you
and with the color of the sky
to dress you as an angel.
i got colors and canvas
magical dreams and i painted you
with all the stars in my arms.
red of the sun for my heart
the breeze will be blue
green sea for my glance
and my dream will be you.
day will embroider the night
with the light of my love
thousands of stars
scattered in the sky
by your look.
i got colors and canvas
and painted dreams
cherished portraits
all keys of your life