Δε ζυγιάζω, δε μετρώ, δε βολεύομαι! Ακολουθώ το βαθύ μου χτυποκάρδι...

Νίκος Καζαντζάκης, Ασκητική


Κυριακή 18 Ιανουαρίου 2015

ΜΗΝ ΞΕΧΑΣΕΙΣ ΤΟ ΚΛΕΙΔΙ ΠΑΝΩ ΣΤΗΝ ΠΟΡΤΑ, ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΤΕΛΕΥΤΑΙΟ


ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΤΕΛΕΥΤΑΙΟ

Η Βίκυ κουλουριασμένη πάνω σ’ ένα παγκάκι στο κατάστρωμα του πλοίου με βλέμμα ασάλευτο έφερε στο νου της στιγμή προς στιγμή τον εφιάλτη που έζησε με τον Πάρη  το προηγούμενο βράδυ και μια ανατριχίλα ένοιωσε να διαπερνά  το κορμί της.
«Πόσο θέλω να κοιμηθώ», ψιθύρισε  κι  έκλεισε τα μάτια παρακαλώντας τον Μορφέα να τη πάρει από την αβάσταχτη πραγματικότητα.
Οι φωνές των γλάρων, που σαν μικροί άγγελοι ακολουθούσαν τη ρότα του πλοίου, έφθαναν στη ταραγμένη της ψυχή σαν νανούρισμα, βυθίζοντάς την σιγά σιγά σε μια πρωτόγνωρη αίσθηση γαλήνης που  αίφνης όμως ανατράπηκε καθώς μια δίνη την τράβηξε και την κατέβασε στους σκοτεινούς θαλάμους της ψυχής της.
Είδε  πως βρισκόταν   μέσα σε ένα άσπρο δωμάτιο και ένας φόβος  την κυρίευε από μια αόρατη απειλή προερχόμενη από τη  πόρτα του δωματίου που  ανοιγόκλεινε αδιάκοπα.
Ξαφνικά ένας σαλτιμπάγκος την έζωσε κρατώντας στο χέρι του ένα κλειδί. 
«Έλα να το πάρεις» της έλεγε γελώντας προκλητικά και μετά εξαφανιζόταν.
Εκείνη καθηλωμένη στη μέση του δωματίου έντρομη  κοιτούσε ολόγυρά της, ενώ στα αυτιά της  ηχούσε βασανιστικά  το ανοιγοκλείσιμο  της πόρτας.
Κάποια στιγμή ο σαλτιμπάγκος σκορπάει σαν χρυσόσκονη αφήνοντας  το κλειδί στο πάτωμα. Αμέσως έσκυψε και το πήρε στα τρεμάμενα χέρια της. Αφού κοίταξε ξανά ολόγυρά της να βεβαιωθεί πως στο δωμάτιο δεν υπήρχε κανείς, έτρεξε προς τη  πόρτα να βάλει το κλειδί. Μάταια όμως. Η κλειδαριά ως δια μαγείας εξαφανιζόταν. Όταν μετά από πολλές απεγνωσμένες προσπάθειες κατάφερε επιτέλους να βρει τη κλειδαριά, μια βαθιά φωνή αντηχούσε μέσα στο δωμάτιο λέγοντας : “Μη ξεχάσεις το κλειδί πάνω στη πόρτα”.
«Όχι, όχι δεν θα το ξεχάσω… » έλεγε και ξανάλεγε γεμάτη αγωνία,  βγαίνοντας σιγά σιγά από τον εφιάλτη.
«Ε! κοπελιά πάψε να παραμιλάς και ξύπνα επιτέλους» άκουσε έναν νεαρό άντρα πάνω από το κεφάλι της να  της λέει χτυπώντας την ελαφρά στον ώμο.
Λουσμένη στον ιδρώτα πετάγεται έντρομη,  νιώθοντας συνάμα τη καρδιά της να  χτυπάει τρελά.
«Τι συμβαίνει;» τον ρωτά βάζοντας το χέρι της αντήλιο.
«Έπαθε μια μικρή βλάβη το καράβι και αγκυροβολήσαμε. Πρέπει να κατέβεις. Είσαι η μοναδική επιβάτης του πλοίου που έχει ξεμείνει. Και ευτυχώς που σε πήρα είδηση αλλιώς θα  πήγαινες και συ για επισκευή»
«Γαμώτο! Γιατί μου το κάνετε αυτό;» του είπε και ανακάθισε στο παγκάκι
 «Μήπως θέλαμε να πάθει βλάβη το πλοίο βρε κοπέλα μου. Άντε σήκω τώρα και φύγε».
«Και για να έχουμε καλό ρώτημα πότε με το καλό ξανασαλπάρουμε;»
«Μάλλον με το αυριανό πλοίο της γραμμής. Αλλά για περισσότερες πληροφορίες ρώτα καλλίτερα στο λιμεναρχείο».
«Φτου γκαντεμιά» μουρμούρισε και κατέβηκε αμέσως ξεχνώντας μέσα στη σύγχυση της να  ρωτήσει  το όνομα του νησιού.
Με τη πρώτη ματιά το μέρος κάτι της θύμισε, αλλά δεν κάθισε να σκεφτεί περισσότερο. Το μόνο που ήθελε κείνη τη στιγμή ήταν να διώξει τη δίψα της.
 Σταμάτησε σε μια καντίνα ν’ αγοράσει ένα μπουκάλι κρύο νερό και ύστερα κατευθύνθηκε προς το λιμεναρχείο που ήταν λίγα βήματα πιο πέρα από το λιμάνι.
Στο μικρό δωμάτιο που κάθε άλλο έμοιαζε με λιμεναρχείο δεν υπήρχε κανείς.
«Άντε τώρα να περιμένω τον υπεύθυνο», μονολόγησε κάπως αγανακτισμένα  και κάθισε σε μια παλιά πλαστική πολυθρόνα που βρήκε πρόχειρη  μπροστά της.
Μη ξέροντας τι να κάνει άρχισε  να κοιτά  αφηρημένα τις μεγάλες αφίσες που κρέμονταν στους κιτρινισμένους τοίχους  απαθανάτιζοντας τις φυσικές ομορφιές του νησιού. Για ένα παράξενο λόγο το βλέμμα της καρφώθηκε  στην αφίσα με ένα υπέροχο ηλιοβασίλεμα από κάποια ερημική παραλία. Πλησίασε για να δει καλλίτερα. Άρχισε να ψηλαφίζει με τα ακροδάχτυλά της την αφίσα. Και μένει άφωνη καθώς μέσα στη  θολούρα της δεν είχε συνειδητοποιήσει πως η παραλία της αφίσας δεν είναι άλλη από τη Παραλία της Πευκιάς που πέρσι το καλοκαίρι είχε συναντήσει τον Λίνο τον ψαρά.
 «Δεν το πιστεύω», λέει φωναχτά στον εαυτόν της κι ένα ξαφνικό γελάκι φωτίζει το πρόσωπό της.
«Τι δεν πιστεύεις κοπελιά μου;» τη ρωτά ο υπεύθυνος που μόλις είχε μπει μέσα στο γραφείο.
«Πως βρίσκομαι σ΄ αυτό το νησί» του απαντά γυρνώντας προς το μέρος του.
«Και γιατί δεν το πιστεύεις; Δεν βρίσκεσαι δα και στη γη του πυρός» της  αποκρίθηκε εκείνος σκουπίζοντας τον ιδρώτα από το μέτωπό του με τη παλάμη του.
«Σωστά μιλάς αλλά να… μερικές φορές αναρωτιέμαι αν είναι τίποτα τυχαίο στη ζωή» του λέει χαμογελώντας.
 «Γιατί το λες αυτό;»
«Που να σου εξηγώ τώρα… Άστο καλλίτερα»
 «Όπως θέλεις. Δεν επιμένω. Δεν μου λες σου αρέσει το νησί μας;»  τη ρωτά, έτοιμος για επίθεση σε περίπτωση που δεν άκουγε την απάντηση που ήθελε.
«Πολύ. Άλλωστε έχω ξανάρθει»
«Ωραία. Φαντάζομαι να έχεις δει το ηλιοβασίλεμα απ΄ αυτό το μέρος  και της δείχνει τη γνώριμη παραλία.
«Όχι» του απαντά  αυθόρμητα
«Α! χάνεις. Αν μείνεις μέρες κανονίζουμε να πάμε μαζί»
«Σ’ ευχαριστώ αλλά αύριο φεύγω. Αν δεν πάθει δηλαδή καμιά βλάβη  και το αυριανό πλοίο της γραμμής».
 «Κατάλαβα. Ήσουν και συ επιβάτης του πλοίου που έπαθε τη μικροβλάβη σήμερα. Μην ανησυχείς έχει πλοίο».
«Ωραία, τότε πρέπει αμέσως να πάω να βγάλω εισιτήριο από το πρακτορείο»
«Δεν χρειάζεται. Δεν φταις εσύ που χάλασε. Με το ίδιο εισιτήριο θα ταξιδέψεις κι αύριο. Λοιπόν τι λες πάμε να πιούμε μια μπυρίτσα εδώ λίγο πιο κάτω και να τα πούμε;» τη ρωτά χαϊδεύοντας το μουστάκι του.
 «Δεν μπορώ. Με περιμένουν κάποιοι φίλοι  που εντελώς συμπτωματικά παραθερίζουν εδώ» του αποκρίνεται   και ένοιωσε τη μύτη της να μεγαλώνει όπως του Πινόκιο.
«Καλά, αφού έχεις παρέα  δεν θα επιμείνω» της είπε και  τη συνόδευσε μέχρι τη πόρτα.

Βγαίνοντας έξω το πρώτο πράγμα που σκέφτηκε ήταν  να τηλεφωνήσει στη φίλη της για να της εξιστορήσει την περιπέτειά της. Έβγαλε το κινητό από τη τσάντα της και άρχισε να σχηματίζει τον αριθμό αργά. Όμως σαν έφτασε στο τελευταίο νούμερο σταμάτησε Δεν ήθελε να την ενοχλήσει. Ίσως με τα δικά της να χαλούσε τις όμορφες στιγμές που ενδεχομένως να ζούσε.
Κοίταξε τριγύρω της αφηρημένα. Η ζέστη ήταν δυνατή, σχεδόν αφόρητη. Κι όμως, το μόνο που επιθυμούσε κείνη τη στιγμή ήταν να  συναντήσει τον Λίνο. 
Αισθανόταν  εύθραυστη και αβοήθητη περισσότερο από ποτέ να κρατηθεί μέχρι το τέλος αυτής της εσωτερικής της περιπέτειας.
Αποφασιστικά  κατηφόρισε  τον κεντρικό  δρόμο  με τα μάτια καρφωμένα στην άσφαλτο που έβραζε  σαν το καμίνι. Μέσα σε λίγα λεπτά έφτασε  στο πρακτορείο. Ένα ξεχασμένο κτίσμα από ανθρώπους και πολιτισμό. Ο ιδρώτας  κυλούσε   από το πρόσωπο της ασταμάτητα  και το κεφάλι της  χτυπούσαν δυνατές σφυριές. Βρήκε αμέσως ένα σκιερό μέρος να ξαποστάσει. Γύρω δεν υπήρχε ψυχή ζώσα. Η μόνη τρελή ήταν αυτή και ένας  σκύλος που ανάσαινε σε ντο μινόρε.
Αναρωτήθηκε τι να κάνει ο Αντρίκος και με μιας ένοιωσε  νοσταλγία για  τον πιστό της φίλο.
«Εεε! Κοπελιά αν είσαι για τη παραλία της Πευκιάς  έμπα μέσα γιατί ξεκινάμε», άκουσε τον οδηγό του λεωφορείου να της λέει βάζοντας μπρος τη μηχανή.
Με μοναδική σβελτάδα ανέβηκε πάνω στο λεωφορείο.
«Μόνο εγώ πάω εκεί;» τον ρώτησε καθώς δεν είδε άλλον επιβάτη
 «Βλέπεις άλλον τρελό κοπέλα μου εκτός από σένα που να θέλει μεσημεριάτικα να πάει σ’ αυτό το κωλομέρος;», τη ρώτησε νευριασμένα.
Η Βίκυ σκέφτηκε προς στιγμή να του απαντήσει αναλόγως αλλά μετά το ξανασκέφτηκε λέγοντας στον εαυτόν της πως δεν αξίζει να συγχυστεί για κάποιον που τον έχει βαρέσει η ζέστη στο κεφάλι. Άλλωστε αρκετές συγχύσεις έχει περάσει μέσα σε τόσες λίγες ώρες. Φτάνει πια!  Γι αυτό λοιπόν απόμεινε σιωπηλή. Κάθισε αναπαυτικά στο κάθισμά της κι άρχισε να απολαμβάνει  από τα πρώτα κιόλας λεπτά της διαδρομής τις φυσικές ομορφιές του νησιού.
Κάπου στα μισά του δρόμου και πάνω σε ανηφόρα το λεωφορείο άρχισε να αγκομαχιέται και μετά  να μένει επιτόπου.
 «Ωχ! Το λεωφορείο τα έπαιξε.  Μάλλον έχει πρόβλημα πάλι με  τα ηλεκτρολογικά» είπε ο οδηγός και χτύπησε το τιμόνι δυνατά από αγανάκτηση.
Τέτοια λέγε  οδηγέ ν΄ αρχίσει να  μουντζώνει και με τα δύο της χέρια όλους τους ανάδρομους πλανήτες. 
«Και τώρα τι κάνουμε»; τον ρωτάει. «Μη μου πεις να πάω με τα πόδια γιατί δεν θα το κάνω.» του λέει η Βίκυ.
«Θα πας  κοπελιά γιατί αυτό το σαράβαλο δεν παίρνει μπρος με τίποτα».
 «Κάτσε βρε άνθρωπε του θεού, είδες τι φταίει; Όχι. Πως  λες τότε ότι δεν θα πάρει μπρος;»
«Ξέρω τι σου λέω. Μ’ έχει ξαναφήσει σε αυτή εδώ την ανηφόρα πριν μέρες πάλι.»
«Μα καλά, τάμα το έχει  τ’ αθεόφοβο να μένει σε αυτή την ανηφόρα;»  ρωτάει η Βίκυ μέσα στη συμφορά.
Ο οδηγός ξεσπάει σε γέλια.
«Βρε άνθρωπε μου για γέλια είμαστε τώρα;  Ας κάνουμε κάτι σε παρακαλώ.»
«Εγώ ξέρω τι θα κάνω. Λίγο πιο κάτω έχω κάτι φιλαράκια. Θα πάω να πιω τη κρύα μου μπύρα και συ η  τρελή θα πας με τα ποδαράκια σου στη παραλία της Πευκιάς».
«Ασφαλώς  θα αστειεύεσαι» του λέει η Βίκυ πολύ σοβαρά  
«Καθόλου κοπελιά μου. Δεν φταίω εγώ αν αυτό τα έπαιξε. Και δεν νομίζω να έχεις και παράπονο, σε έφερα μέχρι τα μισά του δρόμου».
«Καλά, πας να με τρελάνεις;» τον ρωτά  χωρίς να ακούει πάνω στη σύγχυσή της το κινητό της που χτυπούσε.
«Ε! κοπελιά, το κινητό σου κουδουνίζει».
«Αστο να χτυπάει και λέγε τι  γίνεται με μένα»
«Σου είπα βρε κοπέλα μου, με τα ποδαράκια σου θα πας στη παραλία.»
«Βρε συ πάψε να παίζεις με τα νεύρα μου, και τράβα να δεις  τι συμβαίνει στο αναθεματισμένο σαράβαλο επιτέλους» ξεσπά η Βίκυ  βλέποντας την αναισθησία του.
 «Λοιπόν, εγώ θα κοιτάξω αλλά αν δεν πάρει μπρος θα φύγεις χωρίς υστερίες. Άντε  γιατί αρκετά με ζάλισες» της  λέει εκνευρισμένα και κατέβηκε.
Η Βίκυ δίνει τόπο στην οργή για δεύτερη φορά και δεν του ανταποδίδει τα ίσα. Το μόνο που την ενδιέφερε ήταν να φτάσει κάποια στιγμή στον προορισμό της.
Στήθηκε λοιπόν όρθια μπροστά στη πόρτα του λεωφορείου και περίμενε υπομονετικά  μήπως και τα μαγικά χέρια του οδηγού  φτιάξουν την  βλάβη.
Τα λεπτά περνούσαν και η υπομονή της άρχισε να εξαντλείται.
Παίρνει το γλυκό της ύφος και τον πλησιάζει.
«Τι γίνεται; Να βοηθήσω σε κάτι;» τον ρωτάει δαγκώνοντας τα χείλη της μήπως και δεχτεί καμία νέα επίθεση.
«Ξέρω και εγώ; θα δείξει. Για τράβα και βάλε μπρος τη μηχανή.»
Εκείνη χωρίς να φέρει καμία αντίρρηση υπακούει.
Ανεβαίνει σβέλτα στο λεωφορείο και κάθεται να βάλει μπροστά τη μηχανή.
Γυρνάει το κλειδί. Τίποτα. Γυρνάει πάλι. Τίποτα και αυτή τη φορά.
 «Σε παρακαλώ, λυπήσου με   πεισματάρικο σαραβαλάκι» άρχισε να το παρακαλεί η Βίκυ.
Από την αγωνία της, είχε στεγνώσει το στόμα της ενώ από το πρόσωπό της έτρεχε  ποτάμι ο ιδρώτας.
«Τάδες που δεν με πιστεύεις;»της είπε ο οδηγός, σαν ανέβηκε πάνω.    
«Άντε, πήγαινε τώρα και καλό περπάτημα»
Τι να κάνει και η Βίκυ, ξαναζαλώθηκε τη βαλίτσα της και κατέβηκε.
Ο ήλιος ακόμα έκαιγε. Κοίταξε την ώρα στο ρόλοι της. Ήταν πέντε και μισή. Απογοητευμένη κάθισε πάνω σε μια  πέτρα και άναψε τσιγάρο μέσα στον βαθύ προβληματισμό αν θα πάρει το δρόμο της επιστροφής ή τον δρόμο για τη παραλία της Πευκιάς.
Πικρογέλασε πιάνοντας τον εαυτόν της να έχει το ίδιο δίλημμα με κείνο του  Ηρακλή που δεν ήξερε ποιον δρόμο να ακολουθήσει. Αυτόν της αρετής ή τον άλλον της κακίας.
Μόνο που στη δική της περίπτωση δεν έμπαινε  θέμα αξιών αλλά θέμα ρίσκου.  Να πάει ή όχι κόντρα στη γκαντεμιά της. Και με το δίκιο της εδώ που τα λέμε. Δεν της είχαν  συμβεί και λίγα. Λες και η ατυχία  είχε βάλει πείσμα  να κάνει στη πλάτη της  αρμένικη επίσκεψη.
Ούφ! Τι να κάνω; αν δεν φρικάρω τώρα δεν θα φρικάρω ποτέ σκέφτηκε  και έπιασε το στομάχι της που γουργούριζε από την αφαγία.
Αμέσως θυμήθηκε πως έχει κάτι  καραμέλες από τον καιρό του κατά Λουκά. Ανοίγει τη τσάντα  της και με το χέρι της ψαχουλεύει όλα τα πιθανά σημεία να τις βρει. Πάνω στην ώρα που εντοπίζει μία μέσα στην επικρατούσα αταξία της τσάντα της, χτυπά το κινητό της.
«Θα είναι η Τζίνα» μονολόγησε και ένα χαμόγελο ζωγραφίζεται στο ταλαιπωρημένο πρόσωπό της. Γεμάτη λαχτάρα και χωρίς να δει στη φωτισμένη οθόνη του κινητού της το νούμερο, αποδέχεται τη κλήση.
«Επιτέλους φιλενάδα, εδέησες να ανοίξεις το κινητό σου»  λέει σίγουρη  πως μιλούσε στη φίλη της.
Σιωπή ακούγεται από την άλλη πλευρά.
«Έλα Τζίνα,  μ’ ακούς;»
«Βίκυ, δεν είμαι η Τζίνα… αλλά ο Πάρης».
Μόλις συνειδητοποιεί ποιος είναι της ανεβαίνει το αίμα στο κεφάλι.
«Ε! Όλα τα περίμενα, αλλά αυτό πάει πολύ» του απαντά θυμωμένη, κι αμέσως κλείνει το τηλέφωνο.
Ο Πάρης όμως ακάθεκτος συνέχισε τις προσπάθειές του.
Η επιμονή του αυτή  είχε σαν αποτέλεσμα να κάνουν  τα νεύρα της Βίκυς τσατάλια, και το ποτήρι της υπομονής της να ξεχειλίσει.
«Έχει πολύ θράσος ο άνθρωπος. Φτάνει πια» λέει οργισμένη, και χωρίς δεύτερη σκέψη πετάει το κινητό σε κάτι κατσάβραχα .
«Πήγαινε να κάνεις κονέ με τα τζιτζίκια και να τραγουδήσετε αντάμα. Γελοίε!» φώναξε, και αποφασισμένη πήρε το δρόμο για τη παραλία της Πευκιάς, ρισκάροντας να πάει κόντρα στη γκαντεμιά της, αλλά κι ελπίζοντας συνάμα, σύμφωνα  με τον νόμο των πιθανοτήτων, πως η ατυχία είχε  κάνει επιτέλους τον κύκλο της.

Όταν αντίκρισε την παραλία της Πευκιάς ψηλά από τον δρόμο δεν πίστευε  πως τα είχε καταφέρει. Αγνάντεψε λίγο μέχρι εκεί που έφτανε το μάτι της, κι έπειτα  πήρε το μονοπάτι που έβγαζε στη παραλία.
Φθάνοντας το γεμάτο αρμύρα αεράκι που την καλοδέχτηκε, την έκανε να νοιώσει αμέσως καλλίτερα.
Πήρε μια βαθιά ανάσα και άφησε τη βαλίτσα της κάτω. Κάθισε πάνω στα υγρά βότσαλα. Με τα χέρια της τυλιγμένα γύρω από τα γόνατά της περίμενε. Το βλέμμα της ήταν καρφωμένο  προς τη μεριά του μεγάλου βράχου ελπίζοντας να φανεί ο Λίνος.
«Ίσως να χάθηκε για πάντα στους βυθούς του»  μονολόγησε καθώς περνούσε η ώρα κι εκείνος δεν φαινόταν.
 Αισθάνθηκε τόση απογοήτευση, που ούτε τον ήλιο στη δύση του δεν είχε διάθεση να συντροφεύσει.
Όλα γύρω  ήταν  παράξενα ήσυχα.  Ξάπλωσε βάζοντας τα δύο της χέρια προσκεφάλι. Έκλεισε τα μάτια, κι αυθόρμητα ανέβηκε στα χείλη της ένα ξεχασμένο τραγούδι που είχε μελοποιήσει, πάνω σε στίχους της φίλης της:
Την  ώρα  που μιλάνε  τα κορμιά,
τα λόγια  χάνουνε  την όποια  τους ουσία,
σαν  φύλλα πέφτουνε  σωπαίνοντας  στη γη
χωρίς  ηχώ, χροιά και  σημασία.
Κι   αναζητώ  το κορμί σου,
μια  αφορμή, την δική σου,
σε  μια στάλα  ιδρώτα  τρελή να πνιγώ.
Κι αναζητώ  την ανάσα,
απ’  της  καρδιάς σου τα μπάσα,
από του  πόθου την δίνη
να  μην θέλω  να  βγω.
Την  ώρα   που  του  έρωτα  η σιγή
παράταξε  στρατιές  τις  λάγνες  λέξεις,
είδα  τον  χρόνο μου  σε  κίνηση αργή,
να  καταργεί  κλειδιά,  εγώ ,  και  σκέψεις.
Κι  αναζητώ  το  κορμί  σου,
μια  αφορμή,  την  δική  σου
σε  παραδείσου  λημέρια  να βγω.
Κι αναζητώ  την ανάσα
απ’ της  καρδιάς σου  τα μπάσα,
σε  μια  θάλασσα αγάπης  ναυαγός  να πνιγώ…

Η φωνή της πρώτη φορά  μετά από πολύ καιρό  έμοιαζε  να ταξιδεύει πέρα από τον αισθητό κόσμο, αγγίζοντας  εκείνη τη γραμμή του ορίζοντα που έβλεπε όταν ήταν μικρή στα όνειρά της.
Ξάφνου εκεί στην υπερκόσμια στιγμή της, η θάλασσα ανταριάζει κι ένα κύμα τη βρέχει μέχρι τα γόνατα. Η αίσθηση του νερού πάνω στο κορμί της ήταν τόσο ευεργετική που δεν έκανε τον κόπο να σηκωθεί  να δει τι προκάλεσε   τον αναπάντεχο μικροθυμό της.
Δεν περνούν λίγα λεπτά, όταν  από κάποια απόσταση ακούγεται σύρσιμο  βάρκας  πάνω στα βότσαλα. Ύστερα  κάποια βήματα να κατευθύνονται προς τη μεριά της. Ένας φόβος  διαπερνά όλο της το κορμί.. Δεν αντιδρά όμως. Με τεντωμένες τις κεραίες της συνεχίζει να παραμένει ασάλευτη και ακάλυπτη.
Τα βήματα  δεν άργησαν να σβήσουν  ακριβώς πάνω από το κεφάλι της.
Σιωπή!
Δεν θα ανοίξεις  τα μάτια, λέει  αποφασιστικά στον εαυτόν της, προκαλώντας τον έτσι να αναμετρηθεί με τον φόβο που δημιουργεί η αίσθηση του άγνωστου.
Η δοκιμασία κράτησε έως ότου ήχησε στα αυτιά της η γνώριμη φωνή του Λίνου που τη ρωτούσε τρυφερά: «Τα κοχύλια ζουν;»
«Πάντα» αποκρίθηκε εκείνη, και τότε μόνο άνοιξε τα μάτια της.
Ο Λίνος χαμογέλασε και κάθισε δίπλα της.
«Αερικό πως και από τα μέρη μας;»
«Μια παράξενη συγκυρία με έφερε» του απάντησε,  κι ανακάθισε καλλίτερα καρφώνοντας το βλέμμα της στον πύρινο δίσκο του ήλιου που ολοένα και πλάγιαζε στον ορίζοντα.
Η διφορούμενη απάντησή της τον έκανε  να θέλει να ρωτήσει πιο πολλά.
«Και ποιος άνεμος σε έφερε στη παραλία της Πευκιάς;»
«Ο άνεμος της επιθυμίας να σε ανταμώσω, έστω για μια στιγμή»
 «Έκανες όλη αυτή τη διαδρομή μόνο και μόνο για μένα;»
«Δεν σου φτάνει;» τον ρωτά με παράπονο
«Θα μου έφτανε αν ήταν έτσι πραγματικά. Αλλά δεν είναι. Όσο και να θέλεις να κρυφτείς δεν τα καταφέρνεις. Είμαι σίγουρος πως κάτι  σοβαρό σου συμβαίνει».
Η Βίκυ πικρογέλασε
«Λίνο, η αλήθεια είναι πως έφτασα μέχρι εδώ κάτω από παράξενες συνθήκες. Σε παρακαλώ όμως μη με ρωτήσεις τίποτα άλλο. Δέξου τη παρουσία μου απλά, χωρίς εξηγήσεις» του είπε ήρεμα και πέταξε  στη θάλασσα μερικά βότσαλα που είχε μαζέψει στη χούφτα της.
«Καλά. Ίσως και να έχεις δίκιο. Τα «γιατί» των «γιατί» πολλές φορές χάνουν  την ουσία».
Για λίγα λεπτά μένουν σιωπηλοί.
«Ξέρεις» σπάει πρώτη η Βίκυ τη σιωπή «αρκετές φορές περνούσες μπροστά μου σαν πνοή, φέρνοντας  στο νου μου κουβέντες σου γεμάτες αλήθεια. Τότε τις είχα προσπεράσει  αλλά κατόπιν τις βρήκα μπροστά μου»
«Αλήθεια;» τη ρώτησε σαν να μην τη πίστευε. «Θα μου πεις έστω και μία;»
Η Βίκυ μένει  για λίγο βυθισμένη στο κόσμο της.
«Γιατί χάθηκες τώρα;» τη ρωτά στρέφοντας το κεφάλι του προς τη μεριά της, «Μήπως θέλεις να μου  εκμυστηρευτείς αυτό που σου συμβαίνει  αλλά ψάχνεις να βρεις  τα λόγια εκείνα που θα το κάνουν πιο ανώδυνο;»
«Όχι…όχι» πετάγεται αμέσως.  «Πέρασε πια. Πες μου εσύ πως είσαι; Πως περνάς;»
«Καλά είμαι. Ανασαίνω όπως πάντα στους βυθούς μου»
«Έτσι νοιώθεις ελεύθερος;»
«Ναι Για μένα η θάλασσα είναι σαν μήτρα. Με αγκαλιάζει»
«Εμένα πάλι ο αέρας»
«Εμ! Αερικό δεν είσαι;»
«Αερικό που έχει πάψει να πετά εδώ και πολύ καιρό», λέει κι έμοιαζε  σαν να μιλούσε στον εαυτόν της.
«Πετάς αλλά όχι τόσο όσο θα ήθελες»
«Λίνο δεν πετώ»
«Δεν το πιστεύω για σένα»
«Μα…καλά δεν βλέπεις τα πήλινα πόδια μου, που με έχουν καθηλώσει και αδυνατώ να  τα σπάσω;»
«Έχεις δύναμη μέσα σου και  θα τα καταφέρεις. Όλα είναι θέμα χρόνου» της λέει ήρεμα.
«Αυτό το «πότε» δεν ξέρω και θυμώνω με τον εαυτόν μου. Δεν αντέχω άλλο να ζω  στην πραγματικόητα των «πρέπει». Πνίγομαι. Μου  κλέβουν τις ανάσες και  τα χρώματα που με αυτά  ζωγραφίζω τη ζωή μου».
«Αερικό, όσα χρώματα και αν σου  κλέψουν, έχεις τόσο πολλά που…»
 «Μη με παρηγορείς» τον διακόπτει αμέσως, «η παλέτα άδειασε γιατί  η  περιπέτεια που λέγεται ζωή ολοένα γίνεται  φτηνή,  γεμάτη εκπτώσεις. Ένας καθημερινός βιασμός από εκείνους, που επειδή δεν διαθέτουν δικούς τους οργασμούς,  αρπάζουν το δικό σου».
Ο Λίνος όση ώρα ξεσπούσε τον θυμό της έμενε σιωπηρός, νοιώθοντας συνάμα και μια τρυφεράδα να τον κατακλύζει, γι αυτό το ασφυκτικά ελεύθερο πλάσμα, που πάλευε με νύχια και με δόντια να βρει πάλι κείνη τη δύναμη που θα το κάνει να πετάξει.
«Χαίρομαι που δεν στρέφεις πια τον θυμό μέσα σου και τον ξεσπάς. Είναι καλό δείγμα»  λέει ο Λίνος μόλις εκείνη σταμάτησε.
«Ναι.. Καλό δείγμα δεν λέω. Αλλά έτσι πως έχω πάρει φόρα  θα  πληρώσει τον θυμό μου και αθώος κόσμος και δεν κάνει».
Ο Λίνος γελά.
«Γελάς ε; Δεν έχεις κι άδικο. Για γέλια είμαι.» του λέει κουνώντας το κεφάλι της.
«Δεν είσαι  για γέλια. Απλά είναι απίστευτο αυτό που συμβαίνει με σένα»
«Ποιο βρε Λίνο;»
«Να εκεί που φορτσάρεις και  μιλάς σοβαρά, πετάς κάτι κι αμέσως  αποφορτίζεις την ατμόσφαιρα. Αυτό μου αρέσει σε σένα.»
«Είναι η άμυνα μου. Ας κάνω κι αλλιώς.»
«Και όχι μόνο. Αυτό δείχνει πως δεν είσαι μονοσήμαντη, οι καθρέφτες σου πολλοί»
«Μόνο που οι πολλοί καθρέφτες μου είναι η αιτία  για το  ολοκληρωτικό μου μπέρδεμα».
«Όχι Αερικό. Είναι η αιτία  που είσαι μοναδική» της αντιγύρισε και της χάιδεψε  τα μαλλιά.
Η νύχτα σιγά σιγά άρχιζε να τους τυλίγει και το φεγγάρι είχε ήδη  ανατείλει.
«Αερικό, τι λες;  Δεν είναι ώρα να πηγαίνουμε;»
«Εσύ αν θέλεις μπορείς να φύγεις. Εγώ θα μείνω εδώ ώσπου να  πάρω το λεωφορείο για το λιμάνι».
«Δεν θα είσαι καλά να πιστεύεις πως θα σε αφήσω εδώ. Θα σε φιλοξενήσω στο γιατάκι μου, κι όταν έρθει η ώρα  θα σε πάω  με τη βάρκα στο λιμάνι».
Η Βίκυ αιφνιδιασμένη από τη πρόταση του, μένει για λίγα λεπτά σκεφτική.
Ο Λίνος βλέποντας τον δισταγμό της  δεν θέλει να τη πιέσει.
«Καλά, σε αφήνω να σκεφτείς και να αποφασίσεις. Θα πάω μέχρι τη βάρκα και θα περιμένω σινιάλο σου», της λέει και φεύγει.
Πριν προλάβει να απομακρυνθεί αρκετά η Βίκυ τον φωνάζει.
«Λίνο περίμενε, θα έρθω μαζί σου»  και σηκώνεται αποφασισμένη. Ο,τι είναι να ζήσει ας το ζήσει μέχρι το τέλος.

Το γιατάκι  του Λίνου ήταν κρυμμένο σε κάποιο όρμο πίσω από την παραλία της Πευκιάς.
Μια ξύλινη καλύβα που από τα πρώτα κιόλας λεπτά σε πηγαίνει σε αλλοτινούς καιρούς. Τότε που ακόμα οι άνθρωποι ζούσαν και λειτουργούσαν χωρίς τις παρεμβάσεις του πολιτισμού.
«Μου φαίνεται απίστευτο», είπε η Βίκυ έκπληκτη μόλις αντίκρισε  το λιτό μικρό χώρο της καλύβας να φωτίζεται  μόνο από το αχνό φως μιας  λάμπας που είχε ανάψει ο Λίνος λίγο πριν μπουν μέσα.
 «Ποιο;»  τη ρώτησε αφήνοντας τη λάμπα πάνω στο ξύλινο τραπέζι.
 «Πως αντιστέκεσαι σθεναρά σε αυτό που λέμε πολιτισμό» του απάντησε  η Βίκυ, ενώ δεν σταματούσε λεπτό να περιεργάζεται κάθε γωνιά του δωματίου.
 Ο Λίνος δεν σχολίασε τη κουβέντα της. Πήρε τα πράγματά της  και τα  ανέβασε στη μικρή σοφίτα που προφανώς εκεί  ήταν η κάμαρή του.
Η Βίκυ στάθηκε μπροστά από το ανοικτό παράθυρο, βλέποντας  το φεγγάρι ν΄αντιφεγγίζει στην ήρεμη θάλασσα.
«Επ! τι κάνεις εκεί; Ρομαντζάρεις;» τη ρωτά ο Λίνος που μόλις είχε  κατέβει.
 «Σκεφτόμουν» του λέει η Βίκυ συνεχίζοντας να κοιτά έξω από το ανοικτό παράθυρο.
«Μα καλά αυτό το μυαλουδάκι δεν σταματά καθόλου να σκέφτεται και να βασανίζεται; Τι σκεφτόσουν;»
«Πως θέλει μαγκιά αυτό που κάνεις» του είπε η Βίκυ.
 «Μαγκιά που ζω  έξω από τον πολιτισμό;»
«Όχι, που ζεις έξω από τη προκάτ ζωή.  Τα καθιερωμένα δηλαδή.»
«Αερικό μη φτιάχνεις μύθους.» 
«Γιατί το λες;» τον ρωτά γυρίζοντας προς τη μεριά του.
«Γιατί μπορεί αυτό που κάνω να μην είναι μαγκιά αλλά φόβος να βρίσκομαι εκεί έξω μαζί με σένα και με τον υπόλοιπο  κόσμο».
«Μήπως ο καθένας μας δεν κρύβει  ένα προσωπικό τόπο εξορίας, που μόλις ζορίζεται,  πάει εκεί και κουρνιάζει;» ρωτάει η Βίκυ κι αναστενάζει.
«Όχι όμως για πάντα. Κάποια στιγμή τολμά και βγαίνει έξω πάλι»
«Και θες να πεις πως εσύ   δεν…;»
«Σςς! Ας μη μιλήσουμε άλλο»  της είπε βάζοντας τη παλάμη του στα χείλη της. «Πήγαινε πάνω στη σοφίτα να ξεκουραστείς. Άφησε τον εαυτόν σου για λίγο  να αφουγκραστεί τους ήχους της νύχτας, κι εγώ θα μείνω εδώ να φτιάξω κάτι πρόχειρο να φας, γιατί είμαι σίγουρος πως πεθαίνεις της πείνας»
«Όχι Λίνο, μη μπαίνεις σε φασαρία. Εγώ απλά ήρθα να σε δω και να τα πούμε»
«Αερικό δεν θέλει μόνο  η ψυχή τροφή, αλλά  και το σώμα. Πήγαινε τώρα» της είπε τρυφερά, «και θα σε φωνάξω όταν είναι έτοιμο το φαγητό».
Η Βίκυ δεν επέμενε άλλο. Σιωπηλή ανέβηκε τη ξύλινη σκάλα. Φθάνοντας  στο τελευταίο σκαλοπάτι κοντοστάθηκε.
Μάλλον ονειρεύομαι, είπε στον εαυτόν της καθώς είδε τη σοφίτα να λούζεται  από το φως του φεγγαριού και απ’ το ανοικτό παράθυρο να μπαίνουν οι πνοές της νύχτας.
Μαγεμένη πλησίασε σχεδόν αθόρυβα τη γωνιά όπου αντίκρυ στο παράθυρο βρισκόταν καταγής το στρώμα, εκεί που ο Λίνος πέταγε στα όνειρά του, και κάθισε με τα γόνατα γέρνοντας το κορμό της πίσω. Ακούμπησε τα χέρια της πάνω στη ποδιά της, έπλεξε τα δάχτυλά της και σηκώνοντας ελαφρά το κεφάλι προς τα πάνω, έκλεισε τα μάτια να πάρει όλη τη θετική ενέργεια που πλανιόταν γύρω της.
Έμεινε σε αυτή τη στάση αρκετά λεπτά.
Όταν αισθάνθηκε να έχει ελευθερώσει όλες της τις αισθήσεις, με ελαφρές κινήσεις ξάπλωσε πάνω στο στρώμα, ικανοποιημένη που ήταν και  πάλι ζωντανή.
Ο Λίνος μόλις τελείωσε το μαγείρεμα κι έστρωσε το τραπέζι, αλαφροπατώντας τα σκαλοπάτια ανέβηκε στη σοφίτα. Πλησίασε κοντά της και  γονάτισε προσεκτικά  στην άκρη του στρώματος. «Αερικό...», είπε σιγανά πάνω απ’ το κεφάλι της. Καθώς είδε να μη βγαίνει από τον βαθύ της ύπνο, σηκώθηκε κι αθόρυβα πλησίασε στο παράθυρο. Κάθισε στο περβάζι κι έχοντας  το βλέμμα του καρφωμένο πάνω στο γαληνεμένο και φεγγαροφώτιστο πρόσωπό της αφουγκραζόταν την ανάσα της. Χαμογέλασε πιάνοντας τη καρδιά του να φτερουγίζει το ίδιο τρελά με κείνου του έφηβου στο πρώτο του σκίρτημα.
«Γέρο Λίνο, παλάβωσες» μονολόγησε για  επαναφέρει τον εαυτόν του στη τάξη.
«Είσαι πολύ ώρα εδώ;» ακούει τη φωνή της Βίκυς να τον ρωτά και πετάγεται αμέσως.
«Όχι, Αερικό. Ήρθα να σου πω πως το φαγητό είναι έτοιμο» της είπε και σηκώθηκε να φύγει.
«Μη φεύγεις. Σε παρακαλώ γείρε δίπλα μου για λίγο», του είπε  χωρίς να σαλέψει.
Εκείνος υπάκουσε και έγειρε  διακριτικά δίπλα της.
«Σ΄ ευχαριστώ για την ανάσα που μου προσφέρεις» του είπε  αχνά
«Αερικό κάπου χρειάζεται να ξαποσταίνεις λίγο, και ν’ ακουμπάς σε ένα ακρόκλωνο».
«Εκεί έξω δεν υπάρχουν  ακρόκλωνα».
«Μην απελπίζεσαι»την παρηγόρησε ο Λίνος, κι ένα νέο κύμα τρυφερότητας τον κατέκλυσε για κείνη.
«Η ελπίδα είναι τροχοπέδη που  μας βάζει να περπατάμε σε λάθος μονοπάτια».
«Αυτών των άλλοθι;» τη ρωτά.
«Ναι. Αλλά ας μη μιλήσουμε άλλο γι αυτά. Σε λίγο φεύγω και θα πρέπει πάλι απ’ το τίποτα ν’ αντλώ τη δύναμή μου.  Κουράστηκα.  Σε παρακαλώ πάρε με μια αγκαλιά. Μόνο μία Δεν μου ξαναέτυχε άνθρωπος, που από το κορμί και τη ψυχή του, ν’ αναδύεται τέτοιο  άρωμα ζωής σαν το δικό σου».
«Αερικό μην παραδοθείς εκεί έξω και χάσεις τις πνοές, τους ήχους, και τα χρώματα σου. Μείνε αληθινή» της αποκρίθηκε  κι άνοιξε την αγκαλιά του.


Η Βίκυ στο μπαρ του πλοίου κοιτούσε γύρω αφηρημένα. Στο μυαλό της συνέχεια τριγυρνούσε η σκέψη της Τζίνας. Που να  είναι άραγε; σκέφτηκε και πήρε το ποτήρι με το ουίσκι της.
Κάθισε νευρικά σε ένα τραπεζάκι κι άναψε τσιγάρο. Ξαφνικά ένοιωσε κάποιον να την παρατηρεί. Ένας ξεροψημένος τουρίστας, που έμοιαζε Σκανδιναβός, τη κοιτούσε με το θολό, από αλκοόλ προφανώς,  βλέμμα  του. 
Αει σιχτίρ και συ ξανθόψειρα, σκέφτηκε κρατώντας με κόπο τη διάθεσή της να τον βρίσει.  
Εκείνος σηκώθηκε, και με το βήμα του «καταξιωμένου» εραστή τη πλησίασε. Στήριξε τις παλάμες του πάνω στο τραπέζι και της ψιθύρισε με σπασμένα αγγλικά: «Κερνάω ποτό».
«Άντε χάσου βλαμμένε» του απαντά σε άπταιστα ελληνικά, και παίρνοντας το ποτήρι της ανεβαίνει στο κατάστρωμα. Δεν είχε καμία διάθεση για καμάκι, παρ’ ότι ο τύπος ήταν άπαιχτο μανούλι.

Η αυγή δεν είχε ροδίσει ακόμα. Αγουροξυπνημένοι γλάροι φτερούγιζαν γύρω από το πλοίο αναζητώντας τροφή.
Κάποιοι φτωχοτουρίστες κοιμόντουσαν μέσα σε σλήπινγκ μπαγκς χυμένοι στους σιδερένιους πάγκους. Η Βίκυ κατευθύνθηκε κοντά στη πλώρη του καραβιού κι ακούμπησε τους αγκώνες της αγναντεύοντας το πέλαγος. Εκεί στην απόλυτη νιρβάνα της ένοιωσε ένα χέρι να την σκουντάει.
«Μου δανείζετε λίγο από το ποτό σας… κυρία μονοφαγού;»
Παραισθήσεις έχω σίγουρα παρ’ ότι  δεν έχω πιει πολύ.  Διάολε αυτή είναι η φωνή της Τζίνας, σκέφτεται και γυρνάει πίσω.
Σχεδόν άφωνη και με γουρλωμένα μάτια αντικρίζει τη Τζίνα σκεβρωμένη από το κρύο και με κόκκινα από την αϋπνία μάτια.
«Τώρα τα έχω δει όλα. Ή δεν τα έχω δει;» τη ρωτάει και αγκαλιάζονται.
Έμειναν έτσι αρκετά λεπτά απελευθερώνοντας τα παραπονεμένα τους δάκρυα.
«Τι γυρεύεις στο μεσοπέλαγο;» ρωτάει η Τζίνα
«Εγώ τι γυρεύω, ή εσύ;» της λέει η Βίκυ, και της δίνει το ποτό της.
Η Τζίνα το πίνει μονορούφι.
«Μήπως ήθελες και συ;» τη ρωτάει και χαμογελάει.
«Και να ήθελα πάει τώρα, μου το ήπιες παλιορουφήχτρα».
«Λοιπόν, πάμε να με κεράσεις άλλο ένα, γιατί είμαι στεγνή από ποτό κι από τσιγάρο» λέει, ενώ συγχρόνως σηκώνεται βαδίζοντας προς τη σκάλα.

Κατέβηκαν στο μπαρ και έπιασαν μια απόμερη θέση.
«Ποια ρωτάει πρώτη;» είπε ανυπόμονα η Τζίνα
«Εγώ, άλλωστε το δικαιούμαι» της αποκρίνεται η Βίκυ. «Λοιπόν  ποιος άνεμος σε έφερε στο πλοίο μου;»
«Θα σου απαντήσω με δύο λέξεις : Δημοσθένης Πάνδανος».
«Δεν το διανθίζεις λιγάκι γιατί δεν καταλαβαίνω τίποτα»
«Χα χα , διανθίζεις; Να στο κάνω explain δηλαδή;»
«Νομίζω πως ναι!»
Άρχισε λοιπόν η Τζίνα να της διηγείται με κάθε λεπτομέρεια τη περιπέτειά της με τον Πάνδανο και την αυτοκτονία του. Η Βίκυ παράγγειλε νέο γύρο ποτών. Δεν πίστευε στα αυτιά της.
«Μήπως τα έπαιξες από το κρύο μάτια μου; Είναι δυνατόν να συμβαίνουν τέτοια πράγματα; Αλήθεια  λες;»
«Όχι ψέματα λέω. Είπα ξαφνικά να κάνω ένα τούρ κατάστρωμα και να ψοφήσω από το κρύο, με την ελπίδα να σε συναντήσω και να σε φρικάρω. Εσύ τι λες ρε βλήμα είναι αστεία αυτά;»
«Τώρα που σε βλέπω σε αυτή την  (βρωμό)κατάσταση μάλλον σε πιστεύω» της λέει πιάνοντας τη μύτη της, και λύνεται στα γέλια
«Άμα τελειώσεις το γέλιο σου, πες μου και τη δική σου ιστορία να γελάσω και εγώ. Γιατί θα γελάσω είμαι σίγουρη. Λέγεε επιτέλους!» της λέει ανυπόμονα η Τζίνα.
Η Βίκυ σοβαρεύτηκε και άρχισε να της διηγείται όλα όσα συνέβησαν.
Η Τζίνα ενώ την άκουγε με προσοχ,ή όταν έφτασε στο επεισόδιο Φατσέα άρχισε να γελάει. «Συγνώμη Βικάκι αλλά… φάτσα η Φατσέα».
«Τζίνα σοβαρέψου σε παρακαλώ και άκουσε τη συνέχεια» της είπε η Βίκυ με τέτοιο ύφος που η Τζίνα αμέσως επανήλθε.
Η Βίκυ πίνει μια γουλιά από το ποτό της και με τρεμάμενη φωνή αφηγείται το επεισόδιο με τον Πάρη.
«Το καθίκι. Μιλάς σοβαρά;  Και δεν του έσπασες τα μούτρα;»
« Του τα κατέβασε με τα νύχια μου» της είπε η  Βίκυ
«Καλά του ξηγήθηκες, και;.. »
Η Βίκυ συνέχισε την αφήγηση της ως το τέλος. Η Τζίνα τη κοιτούσε έκπληκτη και δεν έβγαζε άχνα.
«Και νάμαι εδώ λοιπόν σώα και “φρενοβλαβής”, να πίνω ποτό με την ανισόρροπη φίλη μου»,  της λέει η Βίκυ και ανάβει τσιγάρο.
Στέκονται μερικά λεπτά  χωρίς να μιλούν. Κοιτάζει η μια την άλλη επικοινωνώντας με τον γνωστό τους κώδικα και… ξεσπούν σε γέλια.
«Ανάδρομοι οι πλανήτες Βικάκι»
«Και… κατά που πέφτουν να φάνε μούντζωμα!»
«Όπως καταλαβαίνεις καλή μου, η μετά Πάνδανον και Πάρη εποχή, μου φαίνεται “χλωμή”, ήτοι “ταμείο ανεργίας”»
«Ήδη έχω αποφασίσει τι θα κάνω. Δεν θέλω να υπηρετώ τη μουσική τέχνη κάτω από τέτοια παράνοια. Θα παραιτηθώ αύριο κιόλας»
«Χα χα! Είσαι παραιτημένη ήδη, δεν το έχεις καταλάβει βρε ούφο;»
«Αλήθεια. Για να έχουμε καλό ρώτημα, που είναι ο Αντρίκος;» την ρωτάει αλλάζοντας κουβέντα.
«Σπουδάζει σκυλάδικα στον κύριο Μάκη»
«Δεν το πιστεύω… πάει μου τον χάλασες»
«Θα τον ξαναφτιάξεις τώρα που θα είσαι άνεργη, μην ανησυχείς» της λέει η Τζίνα γελώντας με νόημα.

Έχει ήδη ξημερώσει και τα πρώτα φώτα από το λιμάνι του Πειραιά έχουν αρχίσει να φαίνονται.
Στο μπαρ άρχισε να σερβίρεται πρωινό, και η τηλεόραση παίζει τις πρώτες ειδήσεις της μέρας.
«Σςς! περίμενε να ακούσουμε», λέει ξαφνικά η Τζίνα στη Βίκυ.
 «Με οξύ αναπνευστικό επεισόδιο προσκομίσθηκε ο Φιντέλ Κάστρο σε νοσοκομείο της Αβάνας και η κατάστασή του θεωρείται κρίσιμη…»
«Ρε μαλάκα, λες να πεθάνει πριν προλάβουμε να πάμε Κούβα;» αναρωτιέται η Τζίνα.
«Πάει και ο τελευταίος των «μοικανών» γαμώτο!» λέει η Βίκυ πικραμένη.
«Πάμε Κούβα; Έτσι και αλλιώς απολυμένη είσαι»
«Ναι, αλλά εσύ  δεν είσαι απολυμένη»
«Μόλις έγινα. Βαρέθηκα έτσι και αλλιώς τις διορθώσεις»
«Αντέχεις τόσες  ώρες πτήση;» τη ρωτάει η Βίκυ που ξέρει πως φοβάται τα αεροπλάνα
«Αφού την  “πήδηξα” απ’ τον Πάνδανο, δεν φοβάμαι τίποτα πια!».
«Πάμε δηλαδή Κούβα;» είπαν ταυτόχρονα και οι δύο… «Φύγαμε!».



«Δεν θα πεθάνουμε ποτέ κουφάλα νεκροθάφτη.. » λέει η Τζίνα  στη Βίκυ καθώς περιμένουν την αναγγελία της πτήσης τους για Κούβα.
«Λες, να γευτούμε τον έρωτα κάτω από τους ρυθμούς της σάλσα;» συμπληρώνει η Βίκυ.
«Εγώ λέω να γευτούμε καμιά  κουβανέζικη «σάλτσα», και άσε τους έρωτες ονειροπαρμένο»
«….. Από άγνοια ευφάνταστη τα έχει όλα παρατάξει πρώτο πλάνο…..» λέει η Βίκυ απαγγέλλοντας βαθυστόχαστα στίχους της  Κικής Δημουλά
«…..Απογοητεύσου ήσυχα. Ήρεμα δέξου να κοιτάς σταματημένο το ρολόι. Λογικά απελπίσου πως δεν είναι ξεκούρδιστο, ότι έτσι δουλεύει ο δικός σου χρόνος… Με αγάπη Τζίνα!»










































  











 









 


     



  










Πέμπτη 15 Ιανουαρίου 2015

Ανδρέας Κάλβος ένας μεγάλος Έλληνας ποιητής


Ανδρέας Κάλβος, ο ποιητής  που είδε το βαθύτερο  νόημα της Ελευθερίας σαν αρετή και σαν τόλμη. Η ποίησή του κυλάει σαν μεγάλο ποτάμι υμνώντας τον ηρωισμό αλλά και την υπεράνθρωπη προσπάθεια του λαού μας που νοιώθει να ξαναγεννιέται για τη λευτεριά του.
Ω  νίκη , δια τους Έλληνας
στεφάνους πλέξε` αλλ’ όχι
σαν εκείνους που χαρίζεις
εις βασιλέα κενόδοξον,
αιματοπότην`
σαν κείνους όχι . Επάνω τους
τα δάκρυα των λαών
στάζουσι , και  μαραίνονται
ογλήγορα, ως απ’ όφιν
χόρτα καημένα.
"Ο Κάλβος είναι μια μορφή τραγική, πονεμένη..." θα πει γι' αυτόν ο Μαρίνος Σιγούρος, "...σιωπηλή, υπερήφανη, υψωμένη στο βάθος της ευγενέστερης οδύνης του ανθρώπινου πνεύματος και πυκνοσκεπασμένη με το θρυλικό πέπλο της Ίσιδας".
Σύγχρονος του Σολωμού, γεννήθηκε το 1792 στη Ζάκυνθο από μητέρα αρχοντοπούλα (την Ανδριανή Ρουκάνη) και από πατέρα μικροαστό και τυχοδιώκτη (τον Τζανέτο η Ιωάννη Κάλβο, πρώην ανθυπολοχαγό του βενετικού μισθοφορικού στρατού). Το 1802 ο πατέρας Κάλβος παίρνει τα δύο παιδιά του, τον Ανδρέα και τον κατά δύο χρόνια μικρότερο Νικόλαο, και εγκαταλείπει τη σύζυγο του για να εγκατασταθεί στο Λιβόρνο της Ιταλίας, γεγονός που παρέχει δυνατότητες μόρφωσης στον Κάλβο, ο οποίος, φιλομαθής καθώς είναι, πραγματοποιεί τις πρώτες επαφές του με τα ελληνικά γράμματα και την κλασική ελληνική και λατινική αρχαιότητα.
Στο Λιβόρνο γράφει ο Κάλβος και το πρώτο του έργο, τον Ύμνο στον Ναπολέοντα, κείμενο προτρεπτικό αντιπολεμικό, που αργότερα αποκηρύσσει (κι έτσι γνωρίζουμε την ύπαρξη του, μιας που το ίδιο δεν σώζεται). Τον ίδιο χρόνο πηγαίνει για λίγους μήνες στην Πίζα, όπου εργάζεται ως γραμματέας και αμέσως μετά πηγαίνει στη Φλωρεντία, κέντρο τότε της πνευματικής ζωής και δημιουργίας. Τα δυο παιδιά μεγαλώνουν χωρίς οικογενειακή θαλπωρή. Η μητέρα χάνει τα ίχνη των παιδιών της και ο πατέρας εγκαταλείπει τα παιδιά, ταξιδεύοντας για τις δουλειές του. Το 1812 σημαδεύεται από τον θάνατο του πατέρα του και την ακόμη μεγαλύτερη οικονομική κάμψη που γνωρίζει αλλά παράλληλα και από την γνωριμία του με τον Ugo Foscolo, τον πιο τιμημένο Ιταλό ποιητή και λόγιο της εποχής. Ο Foscolo θα γίνει δάσκαλος, καθοδηγητής και μυητής του Κάλβου στον νεοκλασικισμό, στα αρχαϊκά πρότυπα, και στον πολιτικό φιλελευθερισμό. Το 1813 ο Κάλβος, και υπό την σκιά του Foscolo, γράφει στα ιταλικά τις τρεις τραγωδίες: Θηραμένης, Δαναΐδες και Ιππίας. Επιπλέον ολοκληρώνει τέσσερις δραματικούς μονολόγους, σύμφωνα με τις νεοκλασικιστικές επιταγές. Ο Foscolo αυτοεξορίζεται στο τέλος του 1813 στη Ζυρίχη για να αποφύγει το αυστριακό καθεστώς. Ο Κάλβος τον ξανασυναντά εκεί το1 816 και την ίδια εποχή πληροφορείται τον θάνατο της μητέρας του, γεγονός που τον συγκλονίζει. Εν τω μεταξύ έχει συνθέσει στα ιταλικά, από το 1814, και την Ωδή εις Ιονίους.
Στα τέλη του 1816 οι δύο φίλοι καταφεύγουν στην Αγγλία και η αλληλεπίδραση τους εξακολουθεί μέχρι τον Φεβρουάριο του 1817, όταν ο οξύθυμος και στρυφνός χαρακτήρας αμφοτέρων διαλύει τη φιλία τους. Ο Κάλβος εξασφαλίζει τα προς το ζην παραδίδοντας ιδιαίτερα μαθήματα κυρίως ιταλικών και σε μικρότερο βαθμό ελληνικών. Μεταξύ 1817 και 1818 μεταφράζει στα νέα ελληνικά το Book of Common Prayer, το κατ' εξοχήν κανονικό βιβλίο της Αγγλικανικής Εκκλησίας, και επιμελείται φιλολογικά την ιταλική μετάφραση για λογαριασμό του εκδότη Bagster. Η νεοελληνική έκδοση θα κυκλοφορήσει το 1820 και η ιταλική το 1821, σε δύο σχήματα. Η πολύγλωττος έκδοση, σε οκτώ γλώσσες, θα τυπωθεί το 1821 σε σχήμα 4ο. Στα 1818-19 δίνει διαλέξεις με θέμα τη σωστή προφορά των αρχαίων, οι οποίες προκαλούν αίσθηση. Συντάσσει και εκδίδει μια Νεοελληνική Γραμματική, μια Μέθοδο Εκμάθησης Ιταλικών σε τέσσερα μέρη (το τρίτο μέρος συνιστούν οι δικές του Danaidi) και ασχολείται με τη σύνταξη ενός αγγλοελληνικού λεξικού.
Το Μάιο του 1819, προσχώρησε στο Αγγλικανικό Δόγμα (he had conformed to the Church of England) και παντρεύεται την Τερέζα Τόμας η οποία πεθαίνει (πιθανότατα και η κόρη που είχαν εν τω μεταξύ αποκτήσει) ένα χρόνο αργότερα. Αποτυχημένη είναι και η ταυτόχρονη ερωτική του σχέση με την μαθήτρια του Σούζαν Ριντού. Τότε πιθανολογείται και μια απόπειρα αυτοκτονίας του Κάλβου (περίπου το 1820). Τέλη Ιουλίου του 1820 εγκαταλείπει την Αγγλία.
Το 1819 τυπώνει και την πρώτη ελληνόφωνη ωδή του, «Ελπίς Πατρίδος». Το ποίημα θα ανευρεθεί από τον Λεύκιο Ζαφειρίου σχεδόν 200 χρόνια μετά στην βιβλιοθήκη του Πανεπιστημίου της Γλασκόβης και θα παρουσιαστεί στον τόμο «Ο Βίος και το Έργο του Ανδρέα Κάλβου» (Μεταίχμιο 2006).
Τον Σεπτέμβριο του 1820 επιστρέφει στη Φλωρεντία με μια μικρής διάρκειας στάση στο Παρίσι. Εμπλέκεται στο κίνημα των Καρμπονάρων, συλλαμβάνεται και απελαύνεται στις 23 Απριλίου του 1821. Καταφεύγει στη Γενεύη, όπου περιβάλλεται με αγάπη από τον φιλελληνικό κύκλο. Εργάζεται και πάλι ως καθηγητής ξένων γλωσσών, ενώ παράλληλα ασχολείται με την έκδοση ενός χειρογράφου της Ιλιάδας, που όμως δεν πραγματοποιείται. Συγκλονισμένος και συνεπαρμένος από το ξέσπασμα της επανάστασης, εκδίδει το 1824 το πρώτο μέρος του ελληνόγλωσσου — και του μόνου με υψηλή ποιητική αξία — έργου του, τη Λύρα, μια συλλογή 10 ωδών. Οι ωδές του σχεδόν αμέσως μεταφράζονται και στα γαλλικά και βρίσκουν ευνοϊκότατη υποδοχή. Στις αρχές του 1825 ο Κάλβος μεταβαίνει στο Παρίσι, όπου ένα χρόνο αργότερα δημοσιεύει ακόμη δέκα ωδές, με οικονομική ενίσχυση των φιλελλήνων, τα Λυρικά.
Στο τέλος του Ιουλίου του 1826 πηγαίνει στο Ναύπλιο. Απογοητεύεται όμως από την επικρατούσα διχόνοια και από την αδιαφορία για τον ίδιο και το έργο του. Τον Αύγουστο του ίδιου χρόνου πηγαίνει στην Κέρκυρα, όπου μέχρι το 1827 διδάσκει στην Ιόνιο Ακαδημία. Ως το 1836, οπότε και επανατοποθετείται στην Ακαδημία, ασχολείται με ιδιαίτερα μαθήματα. Το 1841 αναλαμβάνει τη διεύθυνση του Κερκυραϊκού Γυμνασίου, παραιτείται όμως στο τέλος του χρόνου. Ταυτόχρονα συνεργάζεται με τοπικές εφημερίδες. Με τον Σολωμό, όπως μαρτυρείται, «είχε απλή γνωριμία».
Τον Νοέμβριο του 1852 ο Κάλβος αφήνει την Κέρκυρα και επιστρέφει στην Αγγλία. Ένα χρόνο αργότερα, τον Φεβρουάριο του 1853 παντρεύεται με τη Charlotte Wadams, στο παρθεναγωγείο της οποίας στο Λάουθ θα διδάσκει μέχρι το τέλος της ζωής του. Ο Κάλβος πεθαίνει στις 3 Νοεμβρίου του 1869. Η ταφή του (καθώς και της χήρας του, που πέθανε το 1888) έγινε στο νεκροταφείο της εκκλησίας της Αγ. Μαργαρίτας στο Κέντιγκτον, κοντά στο Λάουθ.
Μετακομιδή των οστών του Κάλβου

Η σορός του Ανδρέα Κάλβου και της συζύγου παρέμειναν στην Αγγλία για 91 χρόνια. Κατόπιν αιτήσεως της, τότε, ελληνικής κυβέρνησης, που γιόρτασε το 1960 ως "Έτος Κάλβου", έγινε η μετακομιδή των οστών του εθνικού ποιητή από το Λονδίνο στην Αθήνα και εν συνεχεία στη Ζάκυνθο. Πρεσβευτής στην αγγλική πρωτεύουσαν ήταν ο Γιώργος Σεφέρης. Στρατιωτικό απόσπασμα απένειμε τιμές στο αεροδρόμιο του Ελληνικού, την 19η Μαρτίου, ημέρα της μεταφοράς των δύο φερέτρων, ενώπιον συγκεντρωμένου πλήθους και προσωπικοτήτων από τον πνευματικό και πολιτικό κόσμο. Με στρατιωτική συνοδεία τα δύο "μολύβδινα φέρετρα", στα οποία τοποθετήθηκε η ελληνική σημαία, οδηγήθηκαν στο ναό του Αγίου Ελευθερίου στη Μητρόπολη, όπου ετελέσθη τρισάγιο.
Βιογραφικά στοιχεία από την ΒΙΚΙΠΑΙΔΕΙΑ






ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΛΑΓΙΟΣ-ΑΝΔΡΕΑΣ ΚΑΛΒΟΣ-ΩΔΗ ΠΡΩΤΗ (Ὁ Φιλόπατρις)

Ω φιλτάτη πατρίς,
ω θαυμασία νήσος,
Ζάκυνθε· συ μου έδωκας
την πνοήν, και του Απόλλωνος
τα χρυσά δώρα!

γ'.
Ποτέ δεν σε ελησμόνησα,
ποτέ· ― Και η τύχη μ' έρριψε
μακρά απόσε· με είδε
το πέμπτον του αιώνος
εις ξένα έθνη.

ιβ'.
Χαίρε Αυσονία, χαίρε
και συ Αλβιών, χαιρέτωσαν
τα ένδοξα Παρίσια·
ωραία και μόνη η Ζάκυνθος
με κυριεύει. 

κ'.
Η λαμπάς η αιώνιος
σου βρέχει την ημέραν
τους καρπούς, και τα δάκρυα
γίνονται της νυκτός
εις εσέ κρίνοι.

κγ'.
Ας μη μου δώση η μοίρα μου
εις ξένην γην τον τάφον·
είναι γλυκύς ο θάνατος
μόνον όταν κοιμώμεθα

εις την πατρίδα.






"Τα ηφαίστεια" Ανδρέας Κάλβος


Αυγεριναί τού ηλίου ακτίνες, τι προβαίνετε;
Τάχα αγαπάει να βλέπει έργα ληστών
το μάτι των ουρανίων;

Ω! Έλληνες, ω! θείαι ψυχαί
πού εις τούς μεγάλους κινδύνους
φανερώνετε ακάμαντον ενέργειαν
καί υψηλήν φύσιν.

Πώς, πώς τής ταλαιπώρου πατρίδος
δεν πασχίζετε να σώσητε τον στέφανον;
Από τα χέρια ανόσια ληστών τοσούτων;

Είναι πολλά τα πλήθη των
και τρομερά εις την όψιν.

Αλλ' ένας Έλλην δύναται,
ένας άνδρας γενναίος
να τα σκορπίσει.



ΑΙ ΕΥΧΑΙ 
Της θαλάσσης καλήτερα
φουσκωμένα τα κύματα
'να πνίξουν την πατρίδα μου
ωσάν απελπισμένην, έρημον βάρκαν· 'Σ την στεριάν, 'ς τα νησία
καλήτερα μίαν φλόγα
'να ιδώ παντού χυμένην,
τρώγουσαν πόλεις, δάση, λαούς και ελπίδας· Καλήτερα, καλήτερα
διασκορπισμένοι οι Έλληνες
'να τρέχωσι τον κόσμον,
με εξαπλωμένην χείρα ψωμοζητούντες· Παρά προστάτας 'νάχωμεν.
Με ποτέ δεν εθάμβωσαν
πλούτη ή μεγάλα ονόματα,
με ποτέ δεν εθάμβωσαν σκήπτρων ακτίνες. Ημείς δια τον σταυρόν
ανδρείως υπερμαχόμεθα
και σεις εβοηθήσατε
κρυφά τους πολεμούντας σταυρόν και αλήθειαν. Δια 'να θεμελιώσητε
την τυραννίαν, τιμάτε
τον σταυρόν εις τας πόλεις σας,
και αυτόν επολεμήσατε εις την Ελλάδα. Και τώρα εις προστασίαν μας
τα χέρια σας απλώνετε!
τραβήξετέ τα οπίσω·
βλέπει ο θεός και αστράπτει δια τους πανούργους. Όταν το δένδρον νέον
εβασάνιζον οι άνεμοι,
τότε βοήθειαν ήθελεν·
εδυναμώθη τώρα, φθάνει η ισχύς του. Το ξίφος σφίγξατ', Έλληνες -
τα ομμάτιά σας σηκώσατε -
ιδού - εις τους ουρανούς
προστάτης ο θεός μόνος σας είναι. Και αν ο θεός και τ' άρματα
μας λείψωσι, καλήτερα
πάλιν ' να χρεμετήσωσι
'ς τον Κιθαιρώνα Τούρκων άγριαι φοράδες, παρά... Αι, όσον είναι
τυφλή και σκληροτέρα
η τυραννίς, τοσούτον
ταχυτέρως ανοίγονται σωτήριοι θύραι. Δεν με θαμβώνει πάθος
κανένα· εγώ την λύραν
κτυπάω, και ολόρθος στέκομαι
σιμά εις του μνήματός μου τ' ανοικτόν στόμα.


Ωδή τετάρτη ΕΙΣ ΣΑΜΟΝ 
Όσοι το χάλκεον χέρι
βαρύ του φόβου αισθάνονται,
ζυγόν δουλείας ας έχωσι·
θέλει αρετήν και τόλμην
η ελευθερία.
Αυτή (και ο μύθος κρύπτει
νουν αληθείας) επτέρωσε
τον Ίκαρον· και αν έπεσεν
ο πτερωθείς κ’ επνίγη
θαλασσωμένος·
Αφ’ υψηλά όμως έπεσε,
και απέθανεν ελεύθερος.-
Αν γένης σφάγιον άτιμον
ενός τυράννου, νόμιζε
φρικτόν τον τάφον.
[δ'-κγ']
Εάν φιλοτιμούμεθα
‘να την ξαναποκτήσωμεν
μ’ ίδρωτα και με αίμα,
καλόν είναι το καύχημα
της αρχαίας δόξης.