Δε ζυγιάζω, δε μετρώ, δε βολεύομαι! Ακολουθώ το βαθύ μου χτυποκάρδι...

Νίκος Καζαντζάκης, Ασκητική


Παρασκευή 31 Οκτωβρίου 2014

Το ρεμπέτικο τραγούδι στα χρόνια της κατοχής




Πολλοί ήταν οι ρεμπέτες που με την κήρυξη του πολέμου προσπάθησαν να εμψυχώσουν τον ελληνικό λαό με τα τραγούδια τους. Ανάμεσα σ'αυτούς ο Μάρκος Βαμβακάρης με το τραγούδι "Μουσολίνι άλλαξε γνώμη", ο   Παναγιώτης Τούντας με το "Άκου Ντούτσε μου τα νέα". Αλλά και κατά την διάρκεια της κατοχής  έγραψαν τραγούδια, εξυμνώντας τα κατορθώματα των αντιστασιακών οργανώσεων, όπως του ΕΑΜ, του ΕΛΑΣ και της ΕΠΟΝ, περιγράφοντας  ταυτόχρονα τα γεγονότα της κατοχής , την πείνα και όλη την καταχνιά που επικρατούσε εκείνη την ζοφερή εποχή. 


Ο Μιχάλης Γενίτσαρης, ο νεότατος τότε Γενίτσαρης γράφει τον Σαλταδόρο...

Ο Μπαγιαντέρας, αν και τυφλός, στιγμή δεν χάνει το θάρρος του και γράφει το τραγούδι "Στη σκλαβωμένη Ελλάδα μας"...

Ο Βασίλης Τσιτσάνης ένα ακόμη τραγούδι με τίτλο "Αιώνες πέρασαν "

Κατά τη διάρκεια, όμως, της κατοχής πολλοί ήταν δημιουργοί του ρεμπέτικου που άφησαν την τελευταία τους πνοή.
Ο Παναγιώτης Τούντας που αρρώστησε και πέθανε στις 23.5.1943
Ο Βαγγέλης Παπάζογλου που τον χτύπησε η φυματίωση. Πέθανε στις 27.6.1943.
Ο Σκαρβέλης Κώστας που πέθανε στις 8.4.1942 από την πείνα στη μικρή του κάμαρη.
Ο Γιώργος Κάβουρας που κυνηγημένος από τους Ιταλούς, πέθανε στα 37 του χρόνια στις 17.3.1943 από εγκεφαλικό.
Ο Δελλιάς Ανέστης που υπέκυψε στις ψυχότροπες ουσίες σε συνδυασμό με τις κακουχίες της κατοχής, άφησε την τελευταία του πνοή το 1944 σε ηλικία μόλις 32 χρονών.
Ο Εϊζιρίδης (Γιοβάν Τσαούς) και η γυναίκα που πέθαναν από δηλητηρίαση το 1942. Λέγεται ότι έφαγαν ψάρια από τα σκουπίδια.
Ο Διαμαντίδης Αντώνης (Νταλγκάς) ενώ ξέφυγε από την σκλαβιά των Τούρκων,  μαράζωσε από τη δεύτερη σκλαβιά. Έφυγε απ' τη ζωή στις 18.12.1944.
Ο Κωστής Μπέζος σε ηλικία 37 ετών έφυγε απ' τη ζωή στις 14.1.1943 και η Μαρίκα Παπαγκίκα στις 2.8.1943. Επίσης έφυγαν και δύο μεγάλοι συνθέτες του "ελαφρού" τραγουδιού. Ο ένας στις 9.8.1941 και ήταν ο Νίκος Χατζηαποστόλου και ο άλλος στις 29.8.1944 και ήταν ο Αττίκ . Σκληρή όμως ήταν η μοίρα του Στάθη Μάστορα, του συνθέτη της Ριρίκας που εκτελέστηκε απ' τους Γερμανούς στην Κρήτη στις 14.9.1943.
Στη  διάρκεια του εμφυλίου πολέμου, αν και γράφτηκαν πολλά τραγούδια, για ευνόητους λόγους δεν ηχογραφήθηκε κανένα. Φυσικά, πολλοί ήταν και οι δημιουργοί που βρέθηκαν σε διάφορους τόπους εξορίας αλλά και σε φυλακές. Ανάμεσα σ' αυτούς ήταν ο Μοσχονάς Γιάννης, ο Κυριαζής Γιάννης, αλλά ο Μπιθικώτσης, ο οποίος εκεί στην Μακρόνησο είχε την τύχη να γνωρίσει τον Μίκη Θεοδωράκη.


Τρίτη 28 Οκτωβρίου 2014

Η πρώτη μου φορά αντικρίζοντας τον Πατέρα με τους αντάρτες του ΕΛΑΣ!


Μια ποιητική περιγραφή της αγαπημένης μου μητέρας  για την ιστορική εκείνη στιγμή που έζησε εκείνη και αδελφός της όταν για πρώτη φορά αντίκρισαν τον Πατέρα τους, τον καπετάνιο του 12ου Συντάγματος του ΕΛΑΣ,  Βλάση Ανδρικόπουλο με τους αντάρτες του.

"Ήταν μια γαληνεμένη ώρα του δειλινού του Ιουλίου. Το χωριό ντυμένο στην γλυκιά μυρωδιά του βραδινού, ανάμειχτη με τα αρώματα των λουλουδιών απ' τις αλτάνες και της καβαλίνας που σκόρπιζαν τα πρόβατα και τα γίδια που γύριζαν μισοκοιμισμένα από την πλούσια βοσκή στα λιβάδια στις στάνες για να τα αρμέξουν οι τσοπάνηδες πίσω τους με τις γλίτσες και το κριάρι μπροστάρης με το πιο μεγάλο και μελωδικό τσοκάνι να οδηγεί τους υποτακτικούς του. Μια ραχούλα εκεί στο ξέφωτο του χωριού που τα στεφάνωνε το τρανό λιθάρι, μια στρογγιλάδα τόσο δα μικρή, σαν λιλιπούτεια πλατεία με πέτρινα καθίσμαστ γύρω - γύρω, ήταν ο περίπατος του δειλινού.

Εκεί μέναμε ως το βράδυ να μας σκεπάσει πότε μια αστροφεγγιά και πότε το ασημένιο φως της σελήνης, να μας χαϊδέψει με το μυστηριακό της φως, καθώς οι ίσκιοι μας μεγάλωναν και έμοιαζαν γίγαντες. Απόλυτη ησυχία, μόνο οι κουβέντες μας ακούγονταν και κάπου - κάπου η θλιβερή φωνή του γκιώνη. Με διάφορα χωρατά κι ανέκδοτα, έτσι για να περάσει η ώρα και τα αγόρια κοίταζαν τα κορίτσια κι έκαναν συμφωνίες μυστικές με τα μάτια τους, που έλαμπαν μες στο σκοτάδι σαν κάρβουνα πύρινα.
Ξαφνικά ένα τραγούδι μακρινό τάραξε αυτή την μυστηριακή γαλήνη! Κοιταχτήκαμε έκπληκτοι, δεν φοβηθήκαμε, δεν ήταν Γερμανοί. Αυτοί δεν έρχονταν ποτέ τραγουδώντας, αλλά με ριπές απ' τα πολυβόλα τους που έφερναν μαζί τους τον φόβο του θανάτου. Στα βάρβαρα πόδια τους το χορτάρι πέθαινε και το πράσινο της ελπίδας εξαφανιζόταν. Όχι δεν ήταν Γερμανοί, αυτοί δεν θα μπορούσαν ποτέ να τραγουδήσουν. Τα νυχτοπούλια σταμάτησαν το λάλημά τους και ακούμπησαν τα ράμφη τους ανάμεσα στους σκισμένους βράχους και τα στοργικά του πλάτανου κλαδιά.
Και το τραγούδι επικό, σιγά-σιγά γινόταν πιο έντονο,

Η πρώτη μέρα του πολέμου του 1940

Η πρώτη μέρα του πολέμου του 1940 μέσα απ' τα μάτια ενός μικρού αγοριού...
από το βιβλίο - μαρτυρία  του Χρίστου Ανδρικόπουλου "Ένα παιδί στον πόλεμο από το 1940 έως το 1945" Εκδόσεις: περί τεχνών





ΚΕΦΑΛΑΙΟ 1."28 Οκτωβρίου 1940. Η πρώτη ημέρα.

Πρωί 28ης Οκτωβρίου 1940, ώρα 7 π.μ. Μας ξύπνησε ο Πατέρας , για να μας ανακοινώσει την κήρυξη του πολέμου με την φασιστική Ιταλία του Μουσολίνι. Η Μητέρα μου λέει να ντυθώ για να πάω στο σχολείο. Ετοιμάζομαι, παίρνω την σάκα μου και μαζί με την Μητέρα μου προχωράμε για το σχολείο. Η ώρα είναι ήδη 8 π.μ. Στον δρόμο συναντάμε και άλλες Μανάδες που εκείνη την στιγμή επιστρέφουν από το σχολείο. Μας πληροφορούν ότι δεν θα γίνουν μαθήματα, λόγω του πολέμου που κηρύχθηκε και αναγκαστικά επιστρέφουμε στο σπίτι.
Ο Πατέρας δεν είχε φύγει ακόμα και λέει στην Μητέρα να με πάρει μαζί του. Θα πήγαινε στην Εθνική Τράπεζα που βρίσκεται στην Γούναρη (Καλαβρύτων την έλεγαν τότε) και Κορίνθου, για να εισπράξει το μηνιαίο μέρισμα που δικαιούτο σαν μερισματούχος του μετοχικού ταμείου στρατού που ήταν.
Ξεκινήσαμε, εγώ πιασμένος από το χέρι του Πατέρα. Πρέπει να σας πω ότι πάντα όταν με κρατούσε από το χέρι ο Πατέρας, αισθανόμουνα σιγουριά, ασφάλεια και ότι δεν διέτρεχα κανένα κίνδυνο.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 2. Βομβαρδισμός


Κατεβαίνοντας προς τα Υψηλά Αλώνια φτάνουμε στο καφενείο του Λειβαδίτη. Ήταν ένα παραδοσιακό καφενείο πολύ γνωστό στο Πατραϊκό κοινό. Ήταν προς την κάτω δεξιά μεριά των Υψ. Αλωνίων και Αθ.Διάκου.
Φθάνοντας εκεί ακούμε την βοή αεροπλάνων. Ο κόσμος ο οποίος κυκλοφορούσε εκείνη την ώρα ήταν αρκετός, παρ' ότι ήταν ακόμα πρωί. Κοιτούσε με περιέργεια τα ασημένια αυτά πουλιά.
Προχωράμε να κατέβουμε την Αθ.Διάκου και ακούμε την πρώτη βόμβα που πέφτει αρκετά μακριά. Είναι η βόμβα που πέφτει στον Άγιο Διονύσιο, που βρίσκεται προς την βόρεια πλευρά της Πάτρας. Εγώ άρχισα να πανικοβάλλομαι. Γυρίζοντας ο Πατέρας προς το μέρος μου, μού ρίχνει μια επιτιμητική ματιά και σε αυστηρό ύφος μου λέει: Μη φοβάσαι θα δούμε τι είναι!
Προχωράμε και πριν φτάσουμε στην Γούναρη, ακούμε πολύ κοντά αυτή την φορά να πέφτουν αρκετές βόμβες στον Κινηματογράφο Πάνθεον που βρισκόταν απέναντι από την Εθνική Τράπεζα, που ήταν ο προορισμός μας. Καπνός, σκόνη, χαλασμός. Βλέποντας ο Πατέρας αυτή την κατάσταση, αναγκάζεται εκ των πραγμάτων, να γυρίσουμε πίσω.
Τον κόσμο τον έχει πιάσει πανικός και τρέχει σαν τρελός για να επιστρέψει, προσπαθώντας να προφυλαχθεί από τυχόν άλλες βόμβες που θα έπεφταν, όλοι να βρουν καταφύγιο στα σπίτια τους ή αλλού.
Φτάνοντας στο σπίτι μας βλέπω την Μητέρα με την αδελφή μου, που στο μεταξύ είχαν γυρίσει από το σχολείο, έντρομες. Ο Πατέρας μάς καθησυχάζει ότι δεν διατρέχουμε κίνδυνο. Έτσι βγαίνουμε στην πόρτα του σπιτιού μας και ακούμε τον βόμβο των αεροπλάνων να δυναμώνει. Κοιτώντας προς τον ουρανό βλέπουμε σε χαμηλό ύψος να περνούν πολλά αεροπλάνα. Ο κόσμος είχε πάλι βγει έξω στους δρόμους και έλεγε ότι τα αεροπλάνα είναι Ελληνικά. Οι Ιταλοί είχαν φροντίσει να βγάλουν τα διακριτικά και ο κόσμος νόμιζε ότι ήταν δικά μας.
Εκεί που γινόταν αυτή η κουβέντα, ένας σμήνος από αεροπλάνα περνούν προς το κάτω μέρος της πλατείας Υψ.Αλωνίων, δηλαδή προς την Τριών Ναυάρχων, και την στιγμή αυτή ρίχνουν τις βόμβες από τις σκάλες που ενώνουν την Πλατεία Υψ.Αλωνίων με την οδό Τριών Ναυάρχων, που φτάνει μέχρι την θάλασσα.
Πάλι σκόνη, καπνός, χαλασμός. Έντρομος ο κόσμος μπαίνει μέσα στα σπίτια, για να γλιτώσει και να προφυλαχθεί από τις βόμβες που θα έπεφταν. Η Μητέρα μάς παίρνει και πάμε στο βάθος του σπιτιού, εμένα και την αδελφή μου. Νομίζει ότι όταν μας έχει κάτω από το πρεβάζι της πόρτας θα έχουμε σιγουριά και προφύλαξη. Για λίγο όμως παύουν να πέφτουν βόμβες και βγαίνουμε πάλι στο δρόμο, να δούμε τι γίνεται. Έχει καθαρίσει κατά κάποιο τρόπο η σκόνη και ο καπνός από τις βόμβες.
Ο Πατέρας λέει στην Μητέρα ότι καλύτερα είναι να φύγουμε από την Πάτρα και για σιγουριά να πάμε στα Ζαρουχλέϊκα, όπου μένουν οι κουμπάροι μας Κάνιστρα, που ένας από αυτούς με είχε βαφτίσει και μου είχε δώσει και το όνομά του.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 3. Φεύγουμε για τα Ζαρουχλέϊκα.
Αμέσως, χωρίς να πάρουμε τίποτα, βγαίνουμε από το σπίτι και προχωράμε για να πάρουμε τον δρόμο προς τα Ζαρουχλέϊκα. Περνάμε τα σχολεία του Βούδ, ανηφορίζουμε προς την Αγία Τριάδα. Εκείνη την στιγμή ο Πατέρας σκέφτεται τι να κέναι η μεγάλη μας αδελφή Κική που είναι χήρα με δύο μικρά παιδιά, τον Γιάννη και τον Βλασσάκη. Θα πάμε να την πάρουμε, λέει ο Πατέρας, άλλωστε στον δρόμο μας είναι.
Στον δρόμο έχει βγει όλος ο κόσμος και προσπαθεί να φύγει από την πόλη για να γλιτώσει. Ο αδελφός μας ο Ανδρέας δεν είχε δώσει σημεία πού βρίσκεται. Μέσα στην κοσμοχαλασιά που υπάρχει στον δρόμο, φτάνουμε τελικά στο σπίτι της αδελφής μας. Κτυπάμε την πόρτα, φωνάζουμε, δεν παίρνουμε καμία απάντηση. Όπως φαίνεται, είχε ήδη φύγει, χωρίς να ξέρουμε πού είναι.
Προχωράμε και παίρνουμε τον δρόμο για να πάμε στα Ζαρουχλέϊκα.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 4. Περιγραφή των ημερών εκεί.

Στα Ζαρουχλέϊκα την πρώτη ημέρας μας έδωσαν ένα δωμάτιο για να διανυκτερεύσουμε. Ο Πατέρας το απόγευμα, αφού είχαν σταματήσει οι βομβαρδισμοί, πήγε στο σπίτι στην Πάτρα και μας έφερε ρούχα για να μπορούμε να κοιμηθούμε και να για να αλλάξουμε, γιατί από την ταλαιπωρία είχαν γίνει χάλια. Αργά το βράδυ ήρθε και ο μεγαλύτερος αδελφός μας Ανδρέας και έμεινε μαζί μας. 
Το βράδυ σε μια τραπεζαρία μεγάλη με πολλά άτομα συγγενείς της οικογένειας Κάνιστρα φάγαμε το φαγητό που είχαν φτιάξει για όλους μας. Κουρασμένοι και ταλαιπωρημένοι από τις περιπέτειες της ημέρας κοιμηθήκαμε.
Το πρωί ξυπνήσαμε με τον βόμβο των αεροπλάνων που με το πρώτο φως της ημέρας άρχισαν να βομβαρδίζουν πάλι. Ανενόχλητοι και χωρίς καμία παρουσία δικών μας αεροπλάνων. Εμείς δυστυχώς δεν είχαμε. Ο Μεταξάς είχε αφήσει την Ελλάδα απροστάτευτη και οι Ιταλοί αλώνιζαν στον εναέριο χώρο.
Η Μητέρα, θέλω να τονίσω, ήταν που φοβόταν περισσότερο και έτσι είχε μεταφέρει σε μας τα παιδιά υπερβολική φοβία. Θυμάμαι το θρησκευτικό της παραλήρημα, που σε κάθε επιδρομή κάναμε σταυροκόπημα και ικεσίες προς τον Θεο-Χριστό-Παναγία έβγαιναν από τα χείλη μας, με συνεχείς υμνωδίες και παρακλήσεις.
Θα σας περιγράψω έτσι, για να ρίξω μια σχετική εύθυμη νότα στην δραματική αυτή κατάσταση, έστω για και λίγο αστεία. Όταν ακούγαμε αεροπλάνο, η Μητέρα μας έπαιρνε από το χέρι και τρέχοντας από το σπίτι των Κάνιστρα πηγαίναμε σε ένα αμπέλι που ήταν δίπλα. Εκεί ήταν πολλα και μεγάλα δέντρα από ελιές. Μας κάθιζε στον κορμό μας μεγάλης ελιάς και αρχίζαμε τα παρακάλια προς όλους τους αγίους και τον Θεό για να μας γλιτώσει.
Ο Πατέρας που μας έβλεπε σε αυτή την κατάσταση στην αρχή το ανεχόταν. Όταν όμως είδε να γίνεται συνέχεια αυτό, έβαλε φωνή στην Μητέρα να σταματήσει να μας τρομοκρατεί.
Όλη μέρα πέρασε σε αυτό το μοτίβο, δηλαδή με βομβαρδισμούς. Το βράδυ, όταν πλέον είχαν σταματήσει οι βομβαρδισμοί, τα πράγματα έπαιρναν έναν άλλο, πιο κανονικό ρυθμό, που μπορώ να πω ήταν λίγο ευχάριστος.
Μείναμε και αυτό το βράδυ στο σπίτι των Κάνιστρα. Ο Πατέρας το βράδυ συνεννοήθηκε με την Μητέρα και πήραν την απόφαση το πρωί να φύγουμε για να πάμε στο Μπρακουμάδι, στο σπίτι της αδελφής του της θείας Ολυμπιάδας. Η απόσταση όμως μέχρι το Μπρακουμάδι ήταν 20 χιλιόμετρα και βάλε, και έπρεπε να την διανύσουμε πεζοπορώντας, διότι μεταφορικό μέσο δεν υπήρχε. Ήταν πολύ σκούρα τα πράγματα, άλλος τρόπος δεν υπήρχε και έπρεπε να το υποστούμε. 
Το πρωί που ξυπνήσαμε άρχισε να βρέχει και έκανε αρκετό κρύο. Έτσι το θέμα της πορείας μας προς το Μπρακουμάδι έπαιρνε δραματική μορφή. Ο μεγαλύτερος αδελφός Ανδρέας που ήταν 18 ετών, δεν θέλησε να μας ακολουθήσει, γιατί όπως έμαθε από την δουλειά του, έπρεπε να πάει να εργασθεί. 
Κατά τις 10 η ώρα ξεκινήσαμε...

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 5. Φεύγουμε για Μπρακουμάδι (Βασιλικό).
Ο Πατέρας, η Μητέρα, η αδελφή μου Σωσώ και εγώ που ήμουν ο Βενιαμίν της οικογένειας... Το 1940 ήμουν 9 ετών.
Χαιρετίσαμε τους οικοδεσπότες οι γονείς μας και εμείς. Ο Πατέρας τους ευχαρίστησε για την περιποίηση και την φιλοξενία τους για δύο ημέρες και δύο νύχτες και φύγαμε.
Παίρνουμε λοιπόν τον δρόμο προς την δημοσιά. Ο δρόμος αυτός ήταν μεν για αυτοκίνητα, αλλά τότε δεν ήταν ασφαλτοστρωμένος. Είχε πολλές λακκούβες με νερό και συγχρόνως άρχισε να ψιλοβρέχει. Άνοιξαν τις ομπρέλες του ο Πατέρας και η Μητέρα, ενώ εμείς ήμασταν με τα αδιάβροχά μας, που είχε φροντίσει από την προηγούμενη ο Πατέρας να μας φέρει από το σπίτι στην Πάτρα.
Ο δρόμος προς το Μπρακουμάδι ήταν δραματικός. Περπατούσαμε σε όλη την διαδρομή με την βροχή να πέφτει και το κρύο που εν τω μεταξύ είχε γίνει και αυτό τσουχτερό. Η Μητέρα σχεδόν σε όλη την διαδρομή δεν σταμάτησε να κλαίει. Ήταν βλέπεις αμάθητη σε τέτοιου είδους ταλαιπωρίες, καθώς και φιλάσθενη. 
Με πολύ κόπο και πολλές στάσεις κατά την διάρκεια της διαδρομής που κράτησε περίπου τέσσαρες ώρες, κατά το απόγευμα φτάσαμε στο Μπρακουμάδι.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 6. Μπρακουμάδι. Η διαμονή μας εκεί.
Το σπίτι της θείας Ολυμπιάδας ήταν ένα πλίθινο διώροφο. Κάτω στο ισόγειο είχαν βαρέλια για το κρασί τους και όλα τα υπάρχοντα που θέλει μια αγροτική οικογένεια  για να περάσει τον Χειμώνα που ερχόταν. Στον επάνω όροφο ήταν ένα μεγάλο δωμάτιο που το χρησιμοποιούσαν για υπνοδωμάτιο και δίπλα ένα μικρό δωμάτιο με ένα τζάκι που χρησίμευε για κουζίνα και συγχρόνως τραπεζαρία...
Η θεία Ολυμπιάδα ήταν χήρα και είχε μια κόρη ανύπαντρη, την Πηνελόπη, και δύο αγόρια, τον Θόδωρο 20 ετών και τον Χρίστο 18 ετών. Τον Θόδωρο, μόλις φτάσαμε, τον κάλεσαν στον στρατό, για να εκπαιδευτεί και να σταλεί στο μέτωπο. 
Τα κρεβάτια που είχαν ήταν λίγα και έτσι το πρώτο βράδυ μας στρώσανε στο πάτωμα. Εγώ κοιμήθηκα με την Μητέρα, η Σωσώ μόνη της και ο Πατέρας στο κρεβάτι του Θόδωρου που έφυγε την ίδια μέρα για τον στρατό.
Τον Πατέρα τον απασχολούσε το θέμα της μεγάλης μας αδελφής, που όπως σας είπα ήταν χήρα και με δύο μικρά παιδιά. Δεν ξέραμε τι ειχαν γίνει, που είχαν πάει με αυτή την κοσμοχαλασιά των βομβαρδισμών και την αλλοφροσύνη που είχε κυριεύσει τον κόσμο γενικά. Την εποχή εκείνη δυστυχώς τηλέφωνα υπήρχαν ελάχιστα στα χωριά και η επικοινωνία ήταν σχεδόν αδύνατη.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 7. Εξιστόρηση των γεγονότων.
Η ζωή μας στο Μπρακουμάδι άρχισε να κυλά σχεδόν ομαλά. Ο Πατέρας μπόρεσε τελικά να πάρει κάποιο τηλέφωνο, για να μάθει για την αδελφή μας την Κική. Με τα παιδιά της είχε πάει στο χωριό του Πατέρα, στα Λακκώματα. Μέσω του αδελφού του, του Αποστόλη, που έμενε στα Λακκώματα, ειδοποίησε την Κική ότι εμείς είμαστε στο Μπρακουμάδι κι έτσι η Κική μετά δύο ημέρες ήρθε στο Μπρακουμάδι. 
Τώρα όμως το θέμα της διαμονής μας ήταν που θα μέναμε όλοι μαζί, γιατί το σπίτι της Θείας Ολυμπιάδας δεν μας χωρούσε. Ο Πατέρας βρίσκει έναν που νοίκιαζε το σπίτι του, μέσα στο Μπρακουμάδι και έτσι όλοι μαζί μετακομίζουμε στο σπίτι αυτό.
Είχε μια εξωτερική σκάλα για να ανέβεις στο πρώτο πάτωμα. Ένα μεγάλο δωμάτιο αβέρτο που δεν είχε χωρίσματα. Το είχαν χωρίσει με καραβόπανο και το έκαναν δύο δωμάτια. Στο ένα κοιμόμαστε εμείς και στο άλλο η Κική με τα παιδιά της. Στην άκρη είχε και ένα τζάκι, όπου εκεί μαγειρεύαμε και ζεσταινόμαστε, γιατί είχε αρχίσει να κάνει αρκετό κρύο.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 8. Ο πόλεμος στην Αλβανία, νίκες και ελπίδες.
Οι ημέρες περνούν με νέα από το μέτωπο της Αλβανίας. Οι νίκες του στρατού μας φτάνουν και σε μας. Ενθουσιασμένοι οι μεγάλοι χαίρονται, γιατί οι Έλληνες νικούν τους Ιταλούς φασίστες.
Ένα πρωϊνό, νομίζω ήταν 25 Νοεμβρίου 1940, οι καμπάνες της εκκλησίας άρχισαν να κτυπούν χαρμόσυνα. Ακολούθησαν και οι καμπάνες των άλλων χωριών να κτυπούν κι αυτές. Από στόμα σε στόμα ήρθε η χαρμόσυνη είδηση. Ο Ελληνικός στρατός μπήκε στην Κορυτσά. Η Κορυτσά είναι η πρώτη Ελληνική πόλη από την Βόρεια Ήπειρο που απελευθερώνεται από τον Ελληνικό στρατό.
Ο κόσμος βγήκε στους δρόμους και με τραγούδια γλεντούσε την μεγάλη αυτή Ελληνική νίκη. Ήταν η πρώτη μεγάλη νίκη του στρατού μας και γι αυτό όλοι ένιωσαν μεγάλη ανακούφιση και ελπίδα για μια νικηφόρα πορεία σε αυτόν τον καταστροφικό πόλεμο που είχε αρχίσει και που θα έφερνε τέτοιες καταστροφές σε όλο τον κόσμο σε ανθρώπινες ζωές και σε υλικές απώλειες, που ο κόσμος δεν είχε γνωρίσει μέχρι τώρα.
Μετά την Κορυτσά έρχονται και άλλες πόλεις Ελληνικές που ήσαν στην Αλβανία να τις απελευθερώνει ο στρατός μας.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 9. Ο Πατέρας όμως ήθελε να πολεμήσει.
Έκανα αίτηση να πάει εθελοντικά να καταταγεί. Οι φασίστες τότε του Μεταξά, που κυβερνούσαν την Ελλάδα, δεν τον έκαναν δεκτό λόγω φρονημάτων.
Καρτερικά με αγωνία παρακολουθούσε κι αυτός την εξέλιξη του πολέμου και προβληματισμένος για την πορεία γενικά της όλης κατάστασης, πόσο μπορούσαμε να κρατήσουμε στον πόλεμο αυτό, που πρέπει να έχεις μεγάλα αποθέματα στρατού και πολεμικών υλικών για να φέρεις πέρας ένα τέτοιο πόλεμο.


Κυριακή 26 Οκτωβρίου 2014

ΜΗΝ ΞΕΧΑΣΕΙΣ ΤΟ ΚΛΕΙΔΙ ΠΑΝΩ ΣΤΗΝ ΠΟΡΤΑ ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΔΕΥΤΕΡΟ

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΔΕΥΤΕΡΟ

Ο  Μίλτος καθισμένος στον καναπέ του σαλονιού βλέπει όπως κάθε μέρα αθλητικό κανάλι.. Ο καναπές στο σημείο αυτό έχει κάνει ένα μεγάλο λάκο. Όταν έχει αγώνες καλεί και άλλους ομοιοπαθείς του και κάθονται με τις ώρες μπροστά στην TV πίνοντας  μπύρες και βρίζοντας…Φοβερά ενδιαφέροντα αυτός ο Μίλτος. Ποδόσφαιρο, μπάσκετ, προπό. Τίποτα άλλο. Η μάλλον και κάτι άλλο για να μην γίνομαι άδικη…Ασχολείται με πάθος, με όλα τα γαστριμαργικά σπόρ… 
       «Τζίνα, για πού ετοιμάζεσαι τη ρωτά χωρίς να την κοιτάξει…
       «Θα βγω με τη Βίκυ».
       «Πάλι αυτή; Σου είπα δεν θέλω να βγαίνεις μαζί της» απαντά επίσης χωρίς να την κοιτάξει ανεβάζοντας τον τόνο της φωνής του.
      «Να σου πω Μίλτο, κι εγώ σου είπα και μάλιστα πολλάκις, αν δεν σου αρέσει η Βίκυ, να μη την κάνεις παρέα. Τους φίλους μου όμως τους επιλέγω εγώ. Και δεν θα το συζητήσω άλλο γιατί βιάζομαι»
     «Και που θα πάτε;» τη ρωτά με ύφος θυμωμένου μπαμπά..
      «Άντε πάλι.. Τι έγινε ρε Μίλτο σκηνές; Τράβα την πρέζα σου μωρό μου μη χάσεις καμιά φάση» του απαντά απαξιωτικά η Τζίνα που σιχαίνεται το ποδόσφαιρο .
«Εγώ σου λέω ότι δεν θα βγεις. Δεν πάς πουθενά» Επιμένει ο Μίλτος πεισμωμένος και χτυπά το χέρι του στο τραπεζάκι κάνοντας τα τσιπς να χοροπηδήσουν και να πέσουν στο χαλί.
      «Αγόρι μου η χούντα έπεσε εδώ και χρόνια. Πες μου μια καλή αιτία να μην βγω και σου δίνω τον λόγο μου ότι θα το κάνω» απαντά η Τζίνα με εκνευριστική ηρεμία.
      «Θα βρεις την πόρτα κλειδωμένη όταν γυρίσεις» συνεχίζει ο Μίλτος φορώντας το άγριο του, αλλά με το μάτι κολλημένο στην οθόνη μη και χάσει καμιά φάση.
     «Μη ξεχάσεις το κλειδί πίσω απ’ την πόρτα» του απαντά ειρωνικά και πηγαίνει προς το μπάνιο.
   Ο Μίλτος εξαγριωμένος σηκώνεται και την ακολουθεί τραβώντας την από το μπράτσο.
  «Μη μου κάνεις εμένα την ξύπνια ακούς;»
  «Μίλτο παράτα με. Δεν έχω διάθεση…»
   Ξαφνικά και ενώ η ατμόσφαιρα είναι ηλεκτρισμένη, από την τηλεόραση ακούγονται οι κραυγές του σπήκερ «Ναι..ναι…είναι γκοοολ». Ο Μίλτος ξεχνώντας αστραπιαία τον καυγά του με τη Τζίνα αρχίζει να κραυγάζει σαν τρελός. «Ολέ, ολέ, ολέ». Την αγκαλιάζει αναπάντεχα, και την σφίγγει μέχρι πνιγμού δίνοντας της απανωτά φιλιά. Η Τζίνα το έχει ξαναδεί το έργο, αλλά αυτή τη φορά έχει διαφορετική χροιά γι αυτήν. Γίνεται έξαλλη. “Εεε ναι!! Τα θέλει ο κώλος σου παλιοβλαμμένε!” ψιθυρίζει και φεύγει θυμωμένη χτυπώντας δυνατά την πόρτα.
    Κατεβαίνοντας στην είσοδο της πολυκατοικίας, και πριν βγει έξω, ρίχνει μια τελευταία πεταχτή ματιά στην εμφάνισή της στο μεγάλο καθρέπτη. Όντως η  θέα του εαυτού της ήταν επιτέλους μετά από τόσο καιρό άκρως θηλυκή μέσα στο κόκκινο  μπλουζάκι της με το ανοιχτό σέξι μπούστο.

  Ώρα επτά και μισή και η Τζίνα με το μικρό της αυτοκίνητο τρέχει στην παραλιακή με τα παράθυρα ανοιχτά προσπαθώντας να μην σκέφτεται το συμβάν με τον Μίλτο. Μάταια όμως. Χωρίς να το καταλάβει άρχισε να μιλά μόνη της.  «Τον ήλίθιο! Έχασα εξ αιτίας του όλους μου τους φίλους. Ο Νίκος με την Αθηνά χαζοκουλτουριάρηδες, ο Αλέκος με τη Γιάννα βλάχοι, ο Τάσος με τη Λένα τσιφούτηδες, η Αλεξάνδρα ανοργασμική γεροντοκόρη. Για όλους βρήκε  κουσούρια γαμώτο. Μόνοι εγώ και αυτός και όλα ένας παράδεισος. Μόνο που εγώ γουστάρω κόλαση και δεν με ρώτησε ποτέ».
    Το  ραδιόφωνο παίζει σκυλοτράγουδα. Αλλάζει σταθμό ψάχνοντας  για κάτι πιο ρομαντικό. Σταματά την βελόνα απότομα ... «εδώ να μείνεις, της καληνύχτα τα φιλιά μη μου τα δίνεις… εδώ και τώρα να το μάθουμε κι οι δυο, αν έχεις τίποτα μαζί μου να συγκρίνεις…» ακούγεται η γλυκιά φωνή της Αρβανιτάκη συμπυκνώνοντας τα συναισθήματά της μέσα σε δευτερόλεπτα. Μια μέγγενη σφίγγει την καρδιά της έτοιμη να την συνθλίψει. Πάντα έτσι νοιώθει ακούγοντας αυτό το τραγούδι.

  »…Ήταν περασμένα μεσάνυχτα όταν επέστρεψαν στο σπίτι μετά από μια ρουτινιάρικη έξοδο. Με μια μηχανική κίνηση η Τζίνα άνοιξε τον τηλεφωνητή μήπως είχαν κάποιο μήνυμα. Ακούστηκε μια σιωπή κι έπειτα αυτό το τραγούδι. Ο Μίλτος έξω φρενών άρχισε να βρίζει τους μαλάκες που γέμισαν την κασέτα του τηλεφωνητή με βλακείες. Η Τζίνα έμεινε σιωπηλή γνωρίζοντας καλά τι γινόταν, ο Νίκος ήταν.
        Οικογενειακός φίλος ο Νίκος, έμενε τρεις ορόφους πάνω από αυτούς. Την φλέρταρε καιρό. Δεν ήταν ξεκαθαρισμένα έρωτας. Βουτηγμένος ήταν κι αυτός στη μιζέρια του γάμου του, και τα λέγανε μερικές φορές ιδιαιτέρως. Είχανε την ίδια ηλικία.
    Η γυναίκα του Νίκου η Πόπη  ήταν μπουζουκόβια. Σετάκι δηλαδή με τον Μίλτο, ενώ εκείνοι καθαρόαιμα παιδιά του ροκ εντ ρολ. Συζητούσανε πολλές ώρες όταν βρίσκονταν μόνοι. Μιλούσαν για Τζιμυ Χέντριξ, Μπομπ Ντίλαν, Ντόνοβαν, για τα μπαράκια στα Εξάρχεια και τα φοιτητικά τους χρόνια.  Κάποιες φορές ο Νίκος έφερνε και κανένα «φτιαγμένο» τσιγαράκι και κάπνιζαν με την Τζίνα χωρίς τα ταίρια τους να παίρνουν χαμπάρι. Άλλωστε και κείνοι είχαν τις δικές τους σοβαρές συζητήσεις, όπως, τα καινούρια μπουζοκοσουξέ της Άντζελας , τα ιν φαγάδικα της αγοράς, τα ροζ σκάνδαλα των επωνύμων.
    Ούτε ο Νίκος ούτε κι η Τζίνα είχαν βγάλει από μέσα τους ποτέ κάποια ερωτική διάθεση. Γουστάρανε και οι δύο, αλλά φίλοι γαρ και μάλιστα κολλητοί δεν τους έπαιρνε για περαιτέρω.
   Κάποιο βράδυ τα δύο ζευγάρια είχαν πάει σε ένα Ελληνάδικο επιλογής Μίλτου για διασκέδαση. Μετά από δύο μπουκάλια ουίσκυ  κι ενώ ο Μίλτος με την Πόπη νταλκαδιάζανε  λικνιζόμενοι σε ένα γκρεκοτσιφτετέλι, ο Νίκος καθόταν μόνος στο τραπέζι με την Τζίνα. Απλώνει το χέρι δειλά κάτω από το τραπέζι και αγγίζει το πόδι της. Εκείνη δεν αντιδρά. Με κινήσεις αργές το χέρι του Νίκου ανεβαίνει προς τα πάνω. Περνά πάνω από το τραπέζι και φτάνει στο χέρι της. Το χαϊδεύει τρυφερά και το φέρνει στα χείλη του, ενώ την κοιτάζει με βαθύ ερωτικό βλέμμα μέσα στα μάτια. Η Τζίνα νοιώθει ένα ρίγος να τρέχει απ΄ άκρη σ΄ άκρη στο κορμί της. Τον κοιτάζει αφήνοντας τη σιωπή να μιλά. Η Πόπη αναψοκκοκινισμένη από το dance,έρχεται τη στιγμή εκείνη στο τραπέζι  να πιει νερό. Αυτό ήταν…η κυρία του κυρίου είδε την σκηνή, και έγινε τι δεν έγινε….
       Ο Νίκος κώλωσε και τα ‘ριξε στην Τζίνα χωρίς δισταγμό. «Μου την έπεσε αγάπη μου» της είπε, «δεν το πιστεύω! Μου την έπεσε στην ψύχρα». 
      Η Τζίνα έμεινε άφωνη. Δεν μπορούσε ποτέ να φανταστεί κάτι τέτοιο. Έβλεπε με αηδία εμπρός της ένα ψαρωμένο ανθρωπάκι που μέχρι χτές δήλωνε «ροκάς» να την ρίχνει στην πυρά για να σώσει ένα γάμο χρεοκοπημένο και μια σχέση πεθαμένη προ καιρού.
     Απέναντί της  πάνω στην πίστα, ένας ιδροκοπημένος  Μίλτος που δεν είχε πάρει χαμπάρι τι γινόταν συνέχιζε να λικνίζεται σε ρυθμούς «…τις φλέβες μου έκοψα για σένα».
    Η Τζίνα «τσούλα» της βραδιάς βαλλόμενη από το ζευγάρι δεν ήξερε που να κρυφτεί. Τους άφησε να την βρίζουν μη ξέροντας τι να πει. Αφού εκτονώθηκαν αρκετά και η μεταξύ τους παρεξήγηση  αποκαταστάθηκε, φύγανε άρον άρον χωρίς καν να πληρώσουν το λογαριασμό τους. Η Τζίνα έμεινε άγαλμα κοιτάζοντάς τους να απομακρύνονται αγκαλιασμένοι και «θιγμένοι» από το επεισόδιο. Ο Μίλτος βλέπει επιτέλους ότι η Τζίνα είναι μόνη στο τραπέζι και κατεβαίνει από την πίστα μεσ’ την απορία: «Τι έγινε πάλι τσακωθήκανε αυτοί;  Α, τέλος. Δεν ξαναβγαίνουμε μαζί τους…»
«Άντε πνίξου και συ ρε Μίλτο», ψιθύρισε η Τζίνα, και χάθηκε μέσα στις μαύρες σκέψεις της.
Την άλλη μέρα ο Νίκος προσπάθησε να την  βρει. Ζητούσε συγγνώμη. Ήθελε να μείνουν φίλοι, έστω μόνο οι δυο τους λέγοντας πως την έχει ανάγκη. Εκείνη με λαβωμένο εγωισμό κι έναν απέραντο θυμό μέσα  της, από τη μια για τη συμπεριφορά του Νίκου και από την άλλη για την αδιαφορία του Μίλτου, που ούτε να τη ζηλέψει  δεν ήταν ικανός, πήρε ανάποδες και τον σιχτίρισε. Δεν του ξαναμίλησε ποτέ. Έβαλε και τον Μίλτο στην μπρίζα και άλλαξαν διαμέρισμα μέσα σε ένα μήνα.
  Ήταν Δευτέρα πρωί όταν ένας συνάδελφος έφερε στο γραφείο τα «μαντάτα». “Ο Νίκος Αυγερινός, ο ταμίας της Ιονικής, πήδηξε από το μπαλκόνι του έκτου ορόφου της πολυκατοικίας του”. Κάποιοι είπαν ότι προηγήθηκε ένας μεγάλος καυγάς με την γυναίκα του, και αυτός μεθυσμένος έπεσε στο κενό κατά λάθος… Κάποιοι άλλοι  ότι έχασε στο καζίνο ένα τεράστιο ποσό από χρήματα της Τράπεζας που εργαζόταν ως κεντρικός Ταμίας. Δεν άντεχε τον διασυρμό και τις συνέπειες, τα ήπιε μέχρι θανάτου και πήδηξε στον ακάλυπτο. Τι σημασία είχε το γιατί; Το δια ταύτα ήταν ότι χάθηκε για πάντα..
  Από τότε στην ψυχή της Τζίνας φώλιασε βαθιά μια ενοχή. Θεωρούσε ότι αν δεν ήταν τόσο εγωίστρια, ώστε να τον είχε συγχωρέσει, μπορεί και να ζούσε σήμερα Αυτό το τραγούδι πάντα της τον θυμίζει, μαζί με  την αδυναμία της να κατανοεί την ελαφρότητα και τη δειλία στην συμπεριφορά κάποιων ανθρώπων. Ένα ελάττωμα που πάντα πάλευε. Στην αρχή το έκανε για να αμυνθεί. Αργότερα όμως στην πορεία της ζωής της το πάλευε με πλήρη συνείδηση.  Η ιστορία εκείνης της νύχτας, καθώς και ο άδικος χαμός του Νίκου έμεινε ένα αγκάθι μόνιμα καρφωμένο στην καρδιά της. Αυτό τραγούδι, το τραγούδι του, της ξυπνά πάντα  τον εφιάλτη…«
      
     
      Το αυτοκίνητο σαν να γνώριζε από μόνο του τον δρόμο, είχε ήδη φτάσει στον προορισμό του και με κινήσεις μηχανικές είχε σταθεί στο σημείο του ραντεβού.
     Ένα χαμογελαστό προσωπάκι στο παράθυρο του αυτοκινήτου της  προτείνει το χέρι.  «Τζίνα, γεια σου»
      «Γεια σου Μάνο…» του χαμογελά και βγαίνει αμέσως από το αυτοκίνητο.. Την κοιτάζει διακριτικά, το ίδιο κι εκείνη. 
       «Θέλεις να πάμε κάπου με το δικό μου;» (αυτοκίνητο εννοούσε)
       «Μια στιγμή να κλειδώσω» του απαντά, χωρίς να περνάει ούτε στιγμή από το μυαλό της να κάνει πίσω.
        Περπατούν μέσα στο πάρκινγκ και ο Μάνος την οδηγεί δίπλα σε ένα φορτηγό: «ΟΠΩΡΙΚΑ – ΛΑΧΑΝΙΚΑ ΜΑΝΟΣ ΔΟΥΓΛΕΡΗΣ».
        Η Τζίνα παθαίνει σόκ. Όχι ότι είχε κολλήματα με χαι αυτοκίνητα, αλλά κάπως αλλιώς είχε φανταστεί τα πράγματα.. Δεν θα την χάλαγε ακόμα και ένας σκαραβαίος  ή ένα Ντεσεβώ. Αλλά φορτηγό ρε γαμώτο; και μάλιστα μαναβερί; Ε.. της ήρθε «κάπως».
        Τι να κάνει η δυστυχής, να μην τον προσβάλει ένεκα οι καλοί της τρόποι, «σαλτάρει» στη φορτήγα, και βολεύεται στο τεράστιο κάθισμα προσπαθώντας να το διασκεδάσει.
         Το λαχανεμπορικόν πήρε το δρόμο της παραλιακής προς Γλυφάδα. Ο Μάνος οδηγούσε σχετικά νευρικά και στη μέση του δρόμου κοιτώντας αγχωμένος δεξιά αριστερά. Φοβόταν μη τον δει κανείς και το έδειχνε. Η Τζίνα ήταν πιο κουλ, ίσως γιατί κατά βάθος βρισκόταν σε απόσταση από αυτό που έκανε. Όπως και να έχει το πράγμα, οι ηδυο άγνωστοι μεταξύ τους άνθρωποι τη στιγμή εκείνη, έκαναν την προσωπική τους επανάσταση χωρίς να το έχουν συνειδητοποιήσει επί της ουσίας. Γιατί το «κέρατο» κατά κανόνα, είναι η πρώτη μορφή «αντίστασης» σε ένα γάμο φαλιμέντο.
        «Λοιπόν;» έσπασε  τη σιωπή ο Μάνος.
        «Λοιπόν τι;» του απαντά με γλύκα η Τζίνα.
        «Τι σκέφτεσαι αυτή τη στιγμή;»
        «Τι θέλεις να ακούσεις;»του λέει χαριτωμένα προσπαθώντας να κερδίσει χρόνο για να σκεφτεί κάτι έξυπνο, νοιώθοντας παράλληλα τα πόδια της να αιωρούνται στο κενό του πανύψηλου καθίσματος και το στομάχι της να ανακατεύεται από το άτσαλο οδήγημα του Μάνου..
         Ο Μάνος ήταν παντρεμένος με τρία παιδιά. Χωρίς ιδιαίτερο πρόβλημα με το γάμο του, έτσι τουλάχιστον πίστευε. Γιατί το να ξενοσαλιάζεις Μάνο μου είναι από μόνο του ήδη ένα πρόβλημα στο γάμο σου. Aς το βαφτίσουμε όμως «τσιλιμπούρδισμα» για να μην χαλάσουμε το χατήρι των αρσενικών, που θεωρούν επιβεβαίωση και δείγμα αντρισμού το ξενοπήδημα. Αλίμονο αν δεν ήταν έτσι. Tότε ο σοφός μας λαός θα είχε βγάλει λέξη αντίστοιχη του «κερατά» για τις γυναίκες.

         Μπήκανε σε κάτι χωματόδρομους προς Σαρωνίδα μεριά. Ανεβοκατέβηκαν λόφους και βουναλάκια ώσπου έφτασαν σε ένα κατσικόδρομο που  τους έβγαλε  σε μια πανέμορφη παραλία.
       Η Τζίνα ένοιωσε την ομορφιά να τρυπώνει μέσα της. Να διαπερνά  τα μάτια της και να φτάνει στην καρδιά της φωτίζοντας με τα χρώματα της φύσης άχρωμα συναισθήματα. Μια γαλήνη τύλιξε τη σκέψη της και απομονώθηκε σ’ αυτήν κρατώντας τον Μάνο απ’ έξω.
      Ο Μάνος συνεχίζοντας να ζει στον «τρόμο» του, άρχισε να κοιτάζει δεξιά και αριστερά σαν λαγωνικό μήπως σκάσει μάτι κανένας γνωστός. Aφού βεβαιώθηκε  ότι όλα είναι clear, της έκανε την τιμή να διαλέξει βραχάκι.
      Η Τζίνα αισθάνθηκε ενοχλημένη από όλη αυτή τη υστερία του Μάνου και το βλέμμα της έγινε επιθετικό.          
      «Συγγνώμη για τα μέτρα που παίρνω καλή μου» της είπε εισπράττοντας την δυσαρέσκειά της, «φοβάμαι μήπως μας δει κάποιο μάτι, και δεν μπορώ τις φασαρίες. Καταλαβαίνεις ε;»
      Η Τζίνα δεν μπόρεσε να μη του την πει γιατί θα έσκαγε.
      «Τι λές βρε Μανωλάκη; Το φορτηγό σου κινούμενος στόχος είναι μωρέ. Όνομα, επίθετο, τηλέφωνο όλα σε δημόσια θέα. Και η γιαγιά μου με τον καταρράκτη της θα το έβλεπε από χιλιόμετρο μακριά, μη με τρελαίνεις τώρα».
«Έχεις χιούμορ μικρό» της λέει γελώντας δυνατά.. Η Τζίνα δεν το σχολίασε γιατί δεν ήθελε να τον προγκίξει ακόμα δεν γνωρίστηκαν.
 Καθίσανε στο βραχάκι. Το ηλιοβασίλεμα είχε ωριμάσει και βρισκόταν στην ωραία του φάση. Η Τζίνα χάθηκε στη σκέψη της. Γλυκιά η μυρωδιά της θάλασσας, ένοιωσε να την μεθάει.
Αισθάνθηκε μόνη και μπερδεμένη. Τα μάτια της βούρκωσαν..Eλα ρε Τζίνα άσε τις ρομάντζες, είπαμε δεν πετάμε, περπατάμε. Χρειάζεσαι μια αγκαλιά για να χαθείς. Μάνος Δούγλερης, λαχανέμπορος, ε και;”. Επανέφερε αμέσως τον εαυτό της στην τάξη.
 Όπως είναι απόλυτα φυσικό το χέρι του Μάνου, πέρασε πάνω από τους ώμους της. Εκείνη χαλάρωσε. Σαν ήρθε όμως  η ώρα του φιλιού και… του παραπάνω δεν ήταν έτοιμη για κάτι τέτοιο. Ο Μάνος το κατάλαβε και μαζεύτηκε. Τελικά Τζινάκι δεν είσαι τόσο άνετη όσο φαντάζεσαι. Κωλώνεις καλή μου, αλλά δεν πειράζει φυσικό είναι…
 Πέρασαν δύο ώρες σε τρυφερές περιπτύξεις αλλά το βραχάκι σκληρό και τα πισινά της καλομαθημένα.
«Μάνο φεύγουμε;»
 Ξαναμμένος ο Μανωλάκης, αλλά τι να κάνει ο φουκαράς έγνεψε «ναι». Μπήκανε ξανά στο «λαχανεμπορικόν» και τι  της  λέει το άτομο; «Δεν πειράζει που δεν κάναμε έρωτα μωρό μου, θα κάνω με τη γυναίκα μου και θα εκτονωθώ»
 «Δεν τον πιστεύω! Είναι απίστευτος» ψιθύρισε μέσα από τα δόντια της κάνοντας ότι δεν το άκουσε.. 
  Φθάσανε στο πάρκιγκ σιωπηλοί, και ενώ η Τζίνα πίστευε ότι ο Μάνος είναι χολιασμένος με την συμπεριφορά της, εκείνος σκύβει και της δίνει ένα παθιασμένο φιλί.
  «Θα σου τηλεφωνήσω αύριο. Θέλεις;» είπε με λάγνα φωνή.
 «Ναι, θέλω, καλό βράδυ» του απαντά χαδιάρικα και βάζει μπρός το αυτοκίνητο ενώ τον κοιτάζει στα μάτια.
Αμέσως η κινητή τηλεφωνία σε ενέργεια.
 «Βίκυ;»
 «Τι έγινε ρε, καλός;» ρωτά με αγωνία η Βίκυ που περίμενε πάνω από το τηλέφωνο.
 «Καλόοος» αποκρίνεται η Τζίνα με τη γλύκα του παράνομου φιλιού ακόμα στα χείλη.
 «Πως είναι σαν άνθρωπος; Τι δουλειά κάνει;»
               «Αυθεντικός λαχανέμπορας και άρρην. Γουστάρω;»
 «Μηλέας δηλαδή;» λέει η Βίκυ και αρχίζει να γελάει
 «Μηλέας; Χα, χα. Δεν παίζεσαι φιλενάδα» επαναλαμβάνει η Τζίνα έχοντας ξεσπάσει και αυτή σε γέλιο.
 «Μπράβο ρε, αλλά θα στο ξαναπώ… Π ρ ό σ ε χ ε !!!

  Επιστρέφοντας σπίτι, στην πραγματικότητά της βρήκε μια προβοσκίδα γιγάντιου ελέφαντα την περιμένει.
 «Σώπα!! βρήκες την πόρτα;»  ακούγεται μια στριμμένη φωνή..
 «Δεν την είχα χάσει καλέ μου….»  του απαντά με ειρωνεία.
  «Μπορούμε να μάθουμε που είσαστε κυρία μου;» ανταποδίδει με το ίδιο ειρωνικό ύφος.
   «Μπορείτε. Με γκόμενο είμαστε» του απαντά η Τζίνα με απόλυτη ειλικρίνεια.
    Την κοίταξε με ύφος απαξιωτικό…
    «Μμμ! Αστείοοο!! Πολύ γέλασα… Δεν φτιάχνεις τίποτα να φάμε;»
 Η Τζίνα δεν μιλάει. Δεν έχει διάθεση για κουβέντες στο κενό. Όμως τα έχει πάρει, “πως είναι τόσο σίγουρος για την «ηθική» μου ρε γαμώτο; Ή μήπως με θεωρεί εντελώς de sexual;” σκέφτεται πηγαίνοντας  προς την κρεβατοκάμαρα αμίλητη.


Το ξύπνημα βαρύ την επόμενη μέρα. Ο Μάνος είναι σχετικά απών από τη σκέψη της, ίσως γιατί θεωρεί σίγουρο ότι τον γοήτευσε και δεδομένο ότι θα την πάρει τηλέφωνο. Ίσως και γιατί άλλα πράγματα βασανίζουν τη σκέψη της και δεν της αφήνουν χώρο για τα γκομενικά ….
Μέσα από το αυτοκίνητο τηλεφωνεί στη Βίκυ. Εκείνη πάει πιο πρωί στο γραφείο, έτσι στη διαδρομή για τη δουλειά πάντα τα λένε. Της φτιάχνει τη μέρα το κορίτσι με το ανεξάντλητο κέφι. Ακόμα και στα πιο δύσκολα καταλήγουνε σε ξέφρενο γέλιο.
 «Καλημέρα» είπε η Τζίνα ξερά και χασμουρήθηκε.
    «Καλημέρα. Τι ύφος είναι αυτό φιλενάδα; Όλα καλά;»
    «Ρε συ, είπα του Μίλτου ότι ήμουν με γκόμενο και γέλασε»
    «Τι; ..Τι του είπες;»
    «Την αλήθεια και…γελούσε. Είμαι τόσο ούφο, που γελάνε μαζί μου ακόμα και τα ούφο», μίλησε με παράπονο η Τζίνα.
     Ακολούθησε σιγή….Και μετά ένα ξέσπασμα  τρελού γέλιου.
    «Τι λες ρε βαρεμένο; Τα λένε έτσι ωμά; Και περίμενες ο Μίλτος να καταλάβει ότι είναι αλήθεια και να σε πάρει στα σοβαρά; Χαχαχα είσαι όντως ούφο!!»
    «Δίκιο έχεις. Ούφο είμαι, ούφο γιατί κωλυσιεργώ αυτό που έπρεπε από καιρό να έχω κάνει. Άφησα τον χρόνο να γράφει τελίτσες. Να κυλάει. Κι εγώ πιστός οπαδός της «αναμόρφωσης» του Μίλτου. Να δώσω ευκαιρίες στο γάμο μου. Να δείξω ανωτερότητα στις περιστάσεις γιατί εγώ είχα το μυαλό, ο Μίλτος όχι, ο Μίλτος έτσι, ο Μίλτος αλλιώς, μου ανάψανε όλα τα λαμπάκια κι έπαθα βραχυκύκλωμα», έβγαλε το θυμό της η Τζίνα που σταματώντας απότομα το γέλιο, ξέσπασε σε κλάματα….
-----
«Τζίνα;» ακούστηκε μια συνωμοτική φωνούλα με ένοχη χροιά στο ακουστικό του τηλεφώνου. Ο Μάνος ήταν που πρωί πρωί, σκέφτηκε να σφραγίσει με σιγουριά τη χτεσινή του γνωριμία. Της ζήτησε να βρεθούνε ξανά. Του υποσχέθηκε ότι θα γίνει σύντομα.


     Πέρασε μια βδομάδα από τη μέρα που συνάντησε τον Μάνο. Της τηλεφωνούσε δύο και τρεις φορές την ημέρα, όχι ότι είχανε πολλά να πούνε, έτσι για την επαφή και μόνο…
     Εν τω μεταξύ η Βίκυ που συμπτωματικά έμενε στην ίδια περιοχή που είναι το λαχανεμπορικό του Μάνου, και ως γνήσιο πειραχτήρι που ήταν, έγινε «πελάτισσα» του. Πήγαινε στο μαγαζί του και  αγόραζε δήθεν μαρούλια και φρέσκα χορταρικά για τα καναρίνια της. Είχε μανία με τα πτηνά ο Μάνος, (το είχε πει στην Τζίνα) έτσι είχαν «σοβαρό» θέμα συζήτησης. Μια μέρα η Βίκυ έφερε την κουβέντα στις εξωσυζυγικές σχέσεις… Αυτός με ύφος αηδίας, «αποκήρυξε μετά βδελυγμίας» τους άντρες που απατούν τη γυναίκα τους..
        Αχ, ατιμούλικο!!! του είπε η Βίκυ γελώντας πονηρά τσιμπώντας τον στο μάγουλο, και τον άφησε μεσ’ την απορία.
     Πάντα έκανε τις «κοινωνικές της έρευνες» η Βίκυ. «Μια μέρα θα γράψουμε βιβλίο για τους άπιστους φιλενάδα» έλεγε συχνά στην Τζίνα γιατί ήξερε το μεράκι της για το γράψιμο. «Θα τους εκθέσω γαμώτο τους υποκριτές για να μάθουν όταν το κάνουν, τουλάχιστον να ξέρουν γιατί το κάνουν».

     Ωρίμασε στο μυαλό της Τζίνας η ιδέα της τσιλιμπουρδιάς και νάτην ένα απόγευμα με τον Μάνο σε απόμερο «καφέ σαντάν» να τα λένε. Το καφέ «κρυμμένο» καλά, μέσα σε κήπο ολόβλαστο.  Απ’ έξω όμως το λαχανεμπορικόν σε δημόσια θέα. Κατά τα άλλα ο Μάνος, αν δεν ήταν άνοιξη θα φορούσε γυαλιά και καπαρντίνα για να μην τον αναγνωρίσουν. Μερικές φορές οι άνθρωποι γίνονται πολύ ανόητοι Αφού δεν το αντέχεις γιατί το κάνεις αγόρι μου;  Της ήρθε να του πει, αλλά τι σε νοιάζει ρε Τζίνα δικό του πρόβλημα ο στρουθοκαμηλισμός. Σκέφτηκε και δεν μίλησε.
    Συζήτησαν για τους φίλους, τις συνήθειες, τη δουλειά, τη ζωή τους γενικά. Σίγουρα κάτι  παραπάνω από τα μισά ήτανε ψευτιές, αθώες μεν αλλά «πινοκιάδα» που λέει και η Βίκυ. Τι μπορούν άλλωστε να πουν δυο άνθρωποι που γνωρίστηκαν με ημερομηνία λήξης, μόνο και μόνο για να ξεφύγουν πρόσκαιρα από το κλουβί τους; Τι άλλο από το να εκθέσουν τους διακαείς τους πόθους ως γεγονότα, σε μια προσπάθεια εντυπωσιασμού και μόνο, απευθυνόμενοι σ ένα γνωστό άγνωστο άνθρωπο που αύριο δεν θα ξαναδούν.
    Ο Μάνος προσπάθησε με πλάγιους τρόπους να της αποσπάσει στοιχεία για τη φίλη της. Τον έτρωγε η συνομιλία που είχε με τη Βίκυ για τα εξωσυζυγικά. Κάτι δεν του είχε καθίσει καλά. 
     «Αχ, βρε Μανωλάκη σε μαφία έπεσες. Σιγά μη σου πω ότι σου κάναμε πλάκα» ψιθύρισε μέσα από τα δόντια της.
     «Δεν σε άκουσα καλή μου;» ρώτησε με απορία ο Μάνος.
      «Μπα τίποτα, κάτι δικό μου» του απάντησε αόριστα. Αφού ήπιανε τον καφέ τους και λύσανε όλα τα προβλήματα του κόσμου έφτασε και η ώρα της κρίσης.
      «Θέλεις να πάμε κάπου πιο ήσυχα;» είπε ο Μάνος κοιτώντας την ένοχα.
     «Γιατί εδώ έχει φασαρία;» του απαντά με χαζό ύφος λες και δεν κατάλαβε τι εννοούσε.
     «Καλή μου εννοώ να είμαστε μόνοι»
      Τον κάρφωσε στα μάτια. «Ξενοδοχείο εννοείς. Έχει όνομα το “μόνοι” καλέ μου».
      Πρέπει να τον κόμπλαρε γιατί έχασε τα λόγια του.
     «Αν.. αν θέλεις φυσικά» ψελλίζει κοκκινίζοντας.

      Τελικά οι λαϊκοί άνθρωποι όπως ο Μάνος έχουν μια ακαταμάχητη γνησιότητα. Έχουν ακόμα αναστολές. Πράγμα που σπάνια συναντάς στους «μουράτους». Αυτοί στα ρίχνουν ευθέως σαν να σου κάνουν χάρη που είναι μαζί σου.   

   »…Είχε γνωρίσει παλιότερα η Τζίνα μέσα από τη δουλειά της έναν Μιχάλη με BMW και διδακτορικό. Όλη του η αυτοπεποίθηση ήταν κλεισμένη μέσα στο ακριβό του διθέσιο. Ο κόσμος δικός του και οι γυναίκες σκλάβες στη γοητεία και τα λεφτά του. Άκουγε από Μπετόβεν και πάνω. Αγαπημένο του όργανο ήταν η «θεόρβη». Είχε αποκηρύξει από την συνείδησή του κάθε τι λαϊκό. Έμενε στην Εκάλη και οι εννέα στις δέκα κουβέντες του ήταν η πισίνα και το σκάφος του. Πολιορκούσε καιρό την Τζίνα. Εκείνη τον απέφευγε ευγενικά γιατί ήταν σπόνσορας και χρηματοδότης της εφημερίδας που δούλευε, έτσι δεν την έπαιρνε να του την βγει όπως θα ήθελε. Τη συγκεκριμένη εποχή η Τζίνα περνούσε κάργα την «αντιγιάπικη» φάση της. Έκανε λοιπόν τερατώδη υπομονή να μην τον προγγίξει. Ένα βράδυ είχε κανονιστεί επαγγελματικό ραντεβού με την Έλενα την κοπέλα των δημοσίων σχέσεων της εφημερίδας με τον Μιχάλη. Η Έλενα αρρώστησε ξαφνικά, (αυτό τουλάχιστον είπε ο διευθυντής). ΄Έτσι της έπεσε ο κλήρος να βγει μαζί του.
Την πήγε σε ένα πανάκριβο εστιατόριο κυριλάτου ξενοδοχείου όπου ο τύπος είχε κλείσει και σουίτα για τη συνέχεια της βραδιάς. (Τόσο σίγουρο το άτομο ότι θα του καθόταν. Άλλωστε πως θα αντιστεκόταν μια απλή Τζίνα σε όλη αυτή τη χλίδα;). Στην αρχή η κουβέντα τους ήταν γύρω από την διαφημιστική καμπάνια της εταιρείας του. Γι’ αυτό άλλωστε είχαν συναντηθεί. Σύντομα όμως η κουβέντα έφτασε στις «υψηλές» του γνωριμίες, τις επιχειρήσεις, τις επενδύσεις του στο χρηματιστήριο, τις φιλοδοξίες του, τα ταξίδια  και τις επιτυχίες του στις γυναίκες αφήνοντας έντεχνα ερωτικούς υπαινιγμούς.  
Τέρας υπομονής η Τζίνα. Τον άκουγε χωρίς να του την βγαίνει. Ψυλλιάστηκε τις προθέσεις του αλλά δεν ήταν σίγουρη γι αυτό και δεν έλεγε τίποτα.  Απόλαυσε το κατά τα άλλα θαυμάσιο φαγητό, πότισε το αίμα της μπόλικο «αιωνόβιο» κρασί για να στείλει μια βόλτα τους καλούς της τρόπους, και την ώρα που σήμανε η σάλπιγγα για το χαιλάτο πήδημα, έκανε την επίθεσή της.
«Τζίνα έχεις μείνει ποτέ σε Σουϊτα;»τη ρώτησε  με ύφος πομπώδες ο v.i.p.
«Όχι» του απάντησε έχοντας αρχίσει να φουντώνει.
«Θα ήθελες μια τέτοια εμπειρία;»
«Εμπειρία η Σουίτα;» 
«Φυσικά, έκλεισα μια γι’ απόψε. Θα περάσουμε ένα αξέχαστο βράδυ»
«Θα περάσουμε; Ποιος σου έδωσε ρε μαλάκα το δικαίωμα να αποφασίζεις για μένα;»
«Σε παρακαλώ. Δεν είναι συμπεριφορά αυτή. Ξέρεις σε ποιόν μιλάς; είμαι γόνος της καλλίτερης Αθηναϊκής οικογένειας…»
«Γόνος της μαλακίας είσαι, αυτό είσαι! Σου μοιάζω για γλάστρα μωρό μου; Πως σου πέρασε η ιδέα ότι θα με κατακτήσεις με αυτές τις αηδίες; Οι μάγκες κατακτάνε τις γυναίκες και μ’ ένα σουβλάκι, όχι με Σουϊτες και σκάφη. Υou know σουβλάκι; you know τσάρκα στην παραλία με φεγγαρόφωτο, και κατούρημα στο ύπαιθρο παιδί της Εκάλης;».Φώναξε με αγανάκτηση αδιαφορώντας για το χώρο που βρισκόταν.
Όλη η νομενκλατούρα του μαγαζιού  γύρισε και κοίταξε τον Μιχάλη με λύπηση. Εκείνος κατακίτρινος και ανίκανος να αρθρώσει λέξη, κοιτούσε πότε δεξιά και πότε αριστερά έτοιμος να το πάθει το εγκεφαλικό.
Η Τζίνα φοβήθηκε την όψη του και έκανε πίσω. Πήρε τα πράγματά της και βγήκε να αναπνεύσει. Δεν τον ξαναείδε. Τον χάσανε κι από συνεργάτη,  και ο μπος ακόμα αναρωτιέται το γιατί…«.

 «Έχεις κάτι συγκεκριμένο στο μυαλό σου;» ρώτησε τον Μάνο για τον βγάλει από την δύσκολη θέση.
«Δηλαδή θέλεις;» της απαντά με το χαμόγελο της κολγκέιτ.
«Μωρό μου ξέρω τι θέλω, μην ανησυχείς… »
 Με μέτρα υψίστης ασφαλείας το λαχανεμπορικόν Μάνος Δούγλερης ανέβηκε στον Καρέα. Μπήκε σε στενάκια, ανηφοριές, κατηφοριές και παρκάρισε λίγα μέτρα πιο μακριά από ένα underground συμπαθητικό μοτέλ.
Μπήκανε στο δωμάτιο. Η Τζίνα παράγγειλε ένα ποτό. Ήθελε και αυτός ένα, αλλά φοβόταν μην τον μυρίσει η γυναίκα του, έτσι περιορίστηκε σε μια πορτοκαλάδα...
«Ομολογώ ότι αισθάνθηκα αρκετά αμήχανα. Αλλά έχω μάθει να απομονώνομαι όταν κάνω έρωτα. Ίσως γιατί δεν έχει βρεθεί ακόμα ο άντρας που θα με κάνει να είμαι μαζί του την ώρα αυτή. Το βιολογικό μου ρολόι όμως λειτουργεί κανονικά. Άρα Τζίνα μόνη σου, τα έχουμε πει αυτά, τα κορμιά είναι μονοπάτια και μόνο που οδηγούν στην ηδονή. Καλά θα ήταν νάχεις και παρέα αλλά δεν πειράζει πορέψου όπως βρίσκεις. Αφέθηκα στα χάδια και τα φιλιά. Τρυφερός ο Μάνος και η αίσθηση του παράνομου γλυκιά. Περάσαμε καλά...» εκμυστηρεύτηκε στην Βίκυ η Τζίνα όταν βρέθηκαν λίγο αργότερα.
 Ξαπλωμένοι και οι δύο ανάβουνε τσιγάρο σιωπηλοί ο καθένας χαμένος στις δικές του σκέψεις.
«Τι σκέφτεσαι;» τον ρωτά καθώς τον βλέπει προβληματισμένο.
Γυρίζει και την κοιτάζει στα μάτια. «Θέλω να μου πεις κάτι. Ειλικρινά όμως. Θα το κάνεις;» τη ρωτά.
«Μα ναι, φυσικά» του απαντά, και φαντάζεται μια ερώτηση σχετική με ο,τι προηγήθηκε.
«Η φίλη σου έχει καναρίνι;»...
Παθαίνει σοκ από τα γέλια. Κι όταν αργότερα το λέει στη Βίκυ, γελάνε μέχρι θανάτου. Γελάνε ακόμα και τα «καναρίνια της.»

Κυριακή 19 Οκτωβρίου 2014

ΜΗΝ ΞΕΧΑΣΕΙΣ ΤΟ ΚΛΕΙΔΙ ΠΑΝΩ ΣΤΗΝ ΠΟΡΤΑ- ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΠΡΩΤΟ

Ήταν 8 Μάρτη. Ημέρα της Γυναίκας λένε. Οι άλλες τριακόσιες εξήντα τέσσερις τι μέρες είναι δηλαδή;»
    Αυτή η απορία μας γεννήθηκε όταν δεχτήκαμε πολλές προσκλήσεις από διάφορες “ελεύθερες πολιορκημένες” φίλες μας, που λόγω της ημέρας, θέλησαν να ξεσελώσουμε σε ειδών - ειδών διασκεδάδικα.
   Κοιταχτήκαμε και νιώθοντας ότι αυτή η μέρα μάλλον δεν μας αφορά, αποφασίσαμε να τη γιορτάσουμε με πιο πρωτότυπο τρόπο. Ανοίξαμε λοιπόν τους ασκούς του δικού μας «Αιόλου» καταγράφοντας απορίες και εμπειρίες.
    Κάθε άλλο παρά ειδήμονες δηλώνουμε. Απλά προσπαθήσαμε να χορέψουμε  με άμεσο και ανθρώπινο λόγο το γαϊτανάκι της ζωής δύο γυναικών που έχουν τις ίδιες χρονικές αναφορές, που δεν φοβούνται να εκτεθούν, και που παρότι έχουν ζήσει ανατροπές, θέλουν κάποιες φορές να ξεχνούν «το κλειδί πάνω στην πόρτα»… Δύο καθημερινές γυναίκες δηλαδή η Τζίνα και η Βίκυ.
    Η Τζίνα, διαζευγμένη και μάλιστα δις. Ούτως ειπείν ζωντοχήρα. Παράδειγμα προς αποφυγήν για όλες τις «καθωσπρέπει» γυναίκες που έχουν «διδαχθεί» οικογένεια και που δεν εγκαταλείπουν τον «στύλο» του σπιτιού για ψύλλου «πήδημα».
 Η Βίκυ,  «νέα ωραία και ατυχής» που λέει και το τραγούδι. Τουτέστιν γεροντοκόρη. Παράδειγμα προς αποφυγήν και αυτή, για όλες τις «μεγαλοκοπέλες» που έχουν το θράσος να διαλέγουν, ενώ θα έπρεπε να κάνουν «εκπτώσεις» στις επιλογές τους, για να έχουν στο τέλος την πολυπόθητη «κοινωνική αποδοχή» δια του γάμου.
    Με λίγα λόγια, δύο γυναίκες  που θεωρούνται κοινωνικό περιθώριο.
    Καταλαβαίνετε λοιπόν, αν βέβαια θέλετε να καταλάβετε, πως οι αντι-προκάτ γυναίκες γίνονται πάντα ο στόχος μιας ηθικολάγνας κοινωνίας που κατασκευάζει «must» οικογενειακές ιδέες, γιατί φοβάται πως οι γυναίκες αυτές τελικά, αντί να είναι παράδειγμα προς αποφυγή, τείνουν να γίνουν παράδειγμα προς μίμηση.



Υπήρξα περίεργη και μελετηρή.
Ξέρω απ’ όλα.  Λίγο απ’ όλα.
Τα ονόματα των λουλουδιών όταν μαραίνονται,
πότε πρασινίζουν οι λέξεις, και πότε κρυώνουμε.
Πόσο εύκολα  γυρίζει η κλειδαριά των αισθημάτων
μ’ ένα οποιοδήποτε κλειδί της λησμονιάς.

«Κική Δημουλά»

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΠΡΩΤΟ

Η αγάπη δε βλέπει με τα μάτια αλλά με το νου, γι αυτό, το ερωτόπουλο τυφλό το ζωγραφίζουν.
                                       «Σαίξπηρ. Όνειρο καλοκαιρινής νύχτας»

   Όλοι οι άνθρωποι χρειαζόμαστε τον χρόνο μας για να μπορέσουμε να καταλάβουμε πως λειτουργεί ο μηχανισμός «ζωή», στη ζωή μας.  Χρόνο για να δούμε, να μπούμε, να βραχούμε και να στεγνώσουμε. Αν από όλη αυτή τη διαδικασία τη βγάλουμε καθαρή χωρίς σοβαρές απώλειες, τότε μπορούμε να πούμε ότι έχουμε μια προσωπική ελευθερία. Μια εσωτερική δύναμη που μας προσφέρει την πολυτέλεια να μην πονάμε τόσο, όσο να χρειαζόμαστε αντιβίωση για να το αντιμετωπίσουμε. Η ψυχή μας έχει γυμναστεί, κι έχει  αποκτήσει «μπράτσα» ικανά να σηκώνουν τα πιο απίστευτα βάρη.
      Η Τζίνα είναι μία γυναίκα τολμηρή κι ελεύθερη που μετά από την προσωπική της περιπλάνηση στα δύσβατα μονοπάτια της ψυχής της, κατανόησε επιτέλους την τεχνική του: «Με αγαπώ και Ζω Μόνο για Μένα». Της πήρε μισή ζωή για να καταλάβει, ότι δεν χρειάζεται έναν σύντροφο που θα την κλείσει σε χρυσό κλουβί με αντάλλαγμα το πολύτιμο οξυγόνο της. Ούτε αυτόν που η μιζέρια του έχει γίνει τρόπος ζωής. Αλλά, ούτε και τον «καταξιωμένο» κοινωνικά άντρα, που κατά κανόνα θεωρεί τη γυναίκα, λουλούδι στο πέτο του. Είναι μία καθημερινή γυναίκα, που (προ)καλείται να  δηλώνει δυναμικά  παρούσα στη ζωή της. 
--------
      Μεσάνυχτα. Η ώρα των φαντασμάτων ζώντων και μη. Μια φιγούρα με πυτζάμες ξυπόλητη τριγυρνά στο σπίτι πίνοντας τσίπουρα και καπνίζοντας αρειμανείως. Παρακαλεί τον Μορφέα να της κάνει την τιμή να την επισκεφτεί. Στο μυαλό της τριγυρίζουν αμαρτωλές σκέψεις. Xαμογελάει πονηρά ενώ ένα μικρό χαρτάκι κάνει την εμφάνιση του στο δεξί της χέρι…

        Το σκατόπαιδο της οικογένειας η απρόβλεπτη Τζίνα. Παράτησε τις σπουδές της κάπου στη μέση γιατί τις βαρέθηκε. Παράτησε τον Γιώργο που παντρεύτηκε στα 21 της  γιατί τον βαρέθηκε.
        Ο πρώτος της γάμος ήταν ένας γάμος στην κυριολεξία «χαβαλέ». Τον έκαναν μόνο και μόνο γιατί οι δικοί τους αντέδρασαν έντονα μόλις έμαθαν για αυτή τη σχέση. Φύση και θέση αντίδραση η Τζίνα, θέση και φύση του χεριού της ο Γιώργος, παντρεύτηκαν για να παντρευτούν.. και.. χωρίσανε μετά από λίγους μήνες γιατί βαρέθηκαν την συμβίωση. Το διαζύγιο βγήκε «κοινή συναινέσει». Τη μέρα του διαζυγίου γλέντησαν μέχρι πρωίας μαζί με φίλους έτσι όπως ακριβώς γλέντησαν και το γάμο. Ακόμα εξακολουθούν  να είναι καλά  φιλαράκια.
       Από μικρό παιδί προσπαθούσε να κερδίζει εντυπώσεις αντιδρώντας σε όλα. Ήταν ίσως μια μορφή διαμαρτυρίας γιατί ερήμην της είχε επιλεγεί ανάμεσα σε αυτήν και τον δίδυμο αδελφό της, να μένει με τη γιαγιά. Η Τζίνα το θεώρησε άδικο, και προσπαθούσε με κάθε τρόπο να δημιουργεί καταστάσεις για να αναγκάσει την γιαγιά να την «στείλει από εκεί που ήρθε». Ψυχούλα όμως η γιαγιά  Μαρία έκανε χάζι τις σκανταλιές της, και πάντα την συγχωρούσε.
          Και στο σχολείο αντάρτης και μπροστάρισσα σε κάθε φασαρία. Καλή μαθήτρια όμως. Γοήτευε τους δασκάλους με τις εκθέσεις που έγραφε. Τους έκανε εντύπωση η αντιφατικότητα των γραπτών της. Έγραφε στίχους με τόση ευαισθησία που μπορούσαν να συγκινήσουν και «πέτρες». Στον πεζό λόγο όμως, ήταν κυνική και καυστική, έως απαίσια. Στην περίοδο μάλιστα της δικτατορίας, τα γραπτά της κόντεψαν να ανάψουν φωτιές, φέρνοντας πολλές φορές σε αντιπαράθεση και δύσκολη θέση τους καθηγητές της. Η βαθμολογία της στις εκθέσεις, συνήθως ήταν πάτος ή άριστα.
        Κρυφό της όνειρο  η έκδοση της ποιητικής της συλλογής με τον τίτλο «Ακρότητες». Μια δουλειά χρόνων, όπου μέσα από τον γραπτό της λόγο έβγαζε τα πύρινα συναισθήματα και τις εκρήξεις του χαρακτήρα της. Από το φόβο όμως της απόρριψης, και μη τολμώντας να πραγματοποιήσει αυτό το όνειρο, το έχασε  βαθιά μέσα στο μυαλό της.
      Οι σπουδές της (όσες πρόλαβε να κάνει) ήταν οικονομικής κατεύθυνσης. Τζίνα και λογάριθμοι. Πως σας ακούγεται; Ε! και βέβαια όχι. Η Τζίνα λοιπόν μετά από επαγγελματικές περιπλανήσεις σε διάφορα λογιστήρια, κατέληξε σε μια εφημερίδα όπου μη μπορώντας να δημοσιογραφεί όπως θα ήθελε, έκανε διορθώσεις σε κείμενα και παράλληλα έφτιαχνε σταυρόλεξα.
       Ο Μίλτος ήταν το δεύτερο στεφάνι της. Αν και άντρας γοητευτικός, και οικονομικά ανεξάρτητος, στην ουσία ήταν άτομο ανασφαλές, και πνευματικά «ακατέργαστος». Την γνώρισε μέσα σε μια παρέα και ερωτεύτηκε σφόδρα τον δυναμισμό και την αυτονομία της. Την θαύμαζε και την πολιορκούσε στενά. Kρεμόταν απ’ τα χείλη της στην κυριολεξία. Κάπου κολακεύτηκε κι αυτή και είπε βρε μπας και οι δικοί μου έχουν δίκιο; Καλλίτερο που θα βρω;  Την χάλαγε που ο Μίλτος ήταν μπουζουκόβιος και εκείνη ρόκερ. Την χάλαγε που ο Μίλτος ποτέ δεν είχε ανοίξει βιβλίο εκτός από Πρωγνοσπόρ και Τζόκευ. Εξ ίσου όμως την χάλαγε η εκ των έσω και των γύρω κριτική για την ανικανότητα της να ενταχθεί στο σύστημα, να «νοικοκυρευτεί». Πείσμωσε και είπε: Τώρα θα σας δείξω τι εστί Τζίνα… Σιγά μη δε στρώσω ένα Μίλτο. Έβαλε στοίχημα με τον εαυτό της. Το έχασε αλλά δεν πειράζει. “Life is life!” όπως λέει και η ίδια. Ποιος έστρωσε ποιον δεν ξέρω. Να ακριβολογώ όμως στρώσιμο δεν ήταν, ένας ύπνος βαθύς ήταν. Χαλάρωσε η Τζίνα με τις παροχές και την αποδοχή. Και στην αρχή κάπου την έβρισκε γιατί περνούσε πανεύκολα τις γραμμές της. Όμως χωρίς να το καταλάβει το φρικιό μέσα της άρχισε να ξυπνάει και τότε.. «Αντίο βόλεμα!».
        Βρέθηκε λοιπόν να παραπαίει ανάμεσα σε θέλω και δεν θέλω, μπορώ και δεν μπορώ. Εκείνη ακριβώς τη στιγμή εμφανίστηκε στη ζωή της ο Μάνος. Ένας άγνωστος άνδρας που σε άλλες εποχές μπορεί και να αγνοούσε…Όμως τώρα μέσα από την επαναστατική της διάθεση, τον είδε σαν αλκυονίδα μέρα μέσα στο βαρυχείμωνο.
    Πριν λίγες μέρες στην ουρά της Εθνικής Τράπεζας το βλέμμα της έπεσε πάνω στα κρόσια  ενός δερμάτινου μπουφάν. Μέσα σε αυτό ένας άντρας γύρω στα σαρανταπέντε. Είχε γκρίζα μαλλιά, όμορφο στήσιμο, και σαγηνευτική φυσιογνωμία. Γυρισμένος στο πλάι κοίταζε έξω χαζεύοντας ένα  πλανόδιο μπανανέμπορο που έκλεβε συστηματικά στο ζύγι τις γριές..
     Η Τζίνα τον παρατηρούσε αδιάκριτα ανεβοκατεβάζοντας το βλέμμα της πάνω του. Ο άντρας με το δερμάτινο μπουφάν σαν να αισθάνθηκε τις δονήσεις που εξέπεμπαν τα μάτια της, γύρισε με μια απότομη κίνηση και κάρφωσε το βλέμμα του στο δικό της. Του χαμογέλασε αμήχανα. Εκείνος της ανταπέδωσε το χαμόγελο και γύρισε το κεφάλι του προς το γκισέ. Αισθάνθηκε άβολα και δεν  ξανακοίταξε προς το μέρος του. Κάποια στιγμή ο άντρας αφού τέλειωσε την συναλλαγή του, έφυγε περνώντας μπροστά από της, χωρίς να της χαλαλίσει ούτε μία ματιά. «Αντίο μανάρι» ψιθύρισε καθώς τον παρατηρούσε να βγαίνει από το κατάστημα και κοίταξε μηχανικά το ρολόι της.
   Μετά από είκοσι πέντε λεπτά στήσιμο ήρθε επιτέλους η σειρά της. Σχεδόν τρέχοντας βγήκε από την Τράπεζα και κατευθύνθηκε στο αυτοκίνητο της που ήταν παρκαρισμένο ακριβώς έξω από την κεντρική πόρτα. Στον καθαριστήρα του ένα άσπρο χαρτί ήταν σφηνωμένο…
«Φτού  πάλι κλήση.. Το παιδί του γκαντέμη είμαι που να πάρει» Μουρμούρισε. Πήρε το χαρτάκι στα χέρια της. Δεν έμοιαζε με κλήση. Το άνοιξε αργά και διάβασε, ελπίζοντας κατά βάθος το απίστευτο…
        Ενθουσιάστηκε αλλά δεν το έδειξε. Κοίταξε γύρω της μήπως τον δει. Δεν ήταν πουθενά. Έβαλε το σημείωμα συνωμοτικά στην τσάντα της και χαμογελώντας ικανοποιημένη μπήκε στο αυτοκίνητο.
   Ο «ευτυχής» της σύζυγος κοιμάται, ως συνηθίζει να κάνει εδώ και χρόνια. Θα μου πείτε που είναι το παράλογο. Τι κάνει ο κόσμος τα βράδια  δεν κοιμάται; Ναι, μόνο που ο δικός  της «σύντροφος» κοιμάται γενικά.
       Ζούνε δέκα χρόνια μαζί και ούτε έχει υποψιαστεί ότι το καράβι μπάζει νερά. Του το είπε πλαγίως, του το είπε ευθέως, με παραδείγματα, με ψιλοτσιλιμπουρδιές, αλλά μπα, «φωνή βοώντος εν τη ερήμω». Τελικά δεν φταίει πάντα ο φονιάς.
       Το κόκκινο λαμπάκι του τηλεφώνου της κλείνει πονηρά ματάκι..Do it ρε. Της λέει η φωνή της μη «ηθικής». Ώριμο ήταν από καιρό δεν ήθελε σκέψη. Πήρε στο χέρι της το ακουστικό και αφουγκράστηκε προς την κρεβατοκάμαρα κρατώντας σχεδόν την αναπνοή της. Ένα ροχαλητό που θύμιζε αγώνες  μότο κρος  ακούστηκε. Για κάθε ενδεχόμενο βγήκε στη βεράντα και σχημάτισε το «αμαρτωλό» νούμερο.
       «Μανο καλησπέρα ενοχλώ; Με λένε Τζίνα..»  (κομπιάζει)
       «Εε..  Από την Τράπεζα… Εθνική.. Τετάρτη..»
       «Τζίνα; Ναι.. Χμ.. περίμενε μισό λεπτό».
       «Κατάλαβα κι αυτός βεραντάδα προτιμάει» μονολόγησε η Τζίνα..
       «Τζινάκι όχι, δεν με ενοχλείς. Αλλά να… δεν μπορώ να μιλήσω τώρα. Με παίρνεις το πρωί γλυκιά μου;» της είπε σχεδόν ψιθυριστά. «Θα με πάρεις το πρωί υποσχέσου το» ακούστηκε η φωνή του με  ενοχή και αγωνία.
      «Ναι.. ναι. Ασφαλώς θα σε πάρω.» του απαντά ελαφρώς πειραγμένη. «Καληνύχτα και σόρρυ για την ενόχληση».
      «Ενόχληση; Καλή μου... να’ ξερες πόσο χαρούμενο με κάνεις».
      «Καληνύχτα ..» λέει ξερά η Τζίνα και κλείνει..
       Τι καληνύχτα; Μαύρη νύχτα πέρασε η Τζίνα εδώ που τα λέμε. Από τη μια τύψεις, από την άλλη η γλυκιά αίσθηση του παράνομου. Ξέχασε και το ροχαλητό που της  την έδινε, ξέχασε και την καλή της ανατροφή, και τις αρχές που της έδωσε η μαμά της. Αντίο έλος… μείνε με τα κουνούπια σου σκέφτηκε. Mμ, Μάνος! perce no Tzina;
      

    Δεν χρειάστηκε ξυπνητήρι το επόμενο πρωί. Ελάχιστα έκλεισαν τα μάτια της. Τι κάνω γαμώτο; Ρωτούσε και ξαναρωτούσε  τον εαυτό της. Έλα ρε Τζίνα σύνελθε δεν πας για καριέρα. Μια τσιλιμπουρδιά είναι μόνο. Τη δικαιούσαι ανταπαντούσε. Οι ώρες κύλησαν δύσκολα ως το ξημέρωμα. Σηκώθηκε με άρρωστη διάθεση και ετοιμάστηκε όπως όπως για τη «γαλέρα» όπως αποκαλεί την δουλειά της.
Οι ώρες στο γραφείο κύλησαν βασανιστικά αργά. Αποφάσισε να του τηλεφωνήσει το μεσημεράκι για να μην φανεί ξελιγωμένη. «Άτυπος κώδικας» λέει η φίλη της η Βίκυ. «Στους άντρες ποτέ δεν δείχνουμε  ανυπομονησία .. ΠΟΤΕ»
  Η δουλειά της βρίσκεται σε ανύπαρκτη φάση. Είναι τυχερή, ο μπος λείπει σήμερα ταξίδι κι έτσι  μπορεί να απολαμβάνει  την αγωνία  της  με ησυχία. Κάποια στιγμή και ενώ η Τζίνα βρίσκεται σε κατάσταση «νιρβάνα» ακούγεται μια μελωδία του Βέρντι. Είναι το μουσικό κάλεσμα του κινητού της.
    «Τι έγινε ρε τον πήρες;» ακούστηκε η εύθυμη φωνή της Βίκυς.
     Η Τζίνα πήρε βαθιά ανάσα σωπαίνοντας για δευτερόλεπτα και απάντησε διστακτικά. «Όχι.. ακόμα δεν πήρα. Σε λίγο ίσως…δεν ξέρω».
    «Μη πάρεις. Θα σε πάρει αυτός. Από το κινητό σου δεν τον κάλεσες χθες; Ε, έχει το νούμερο. Θα τηλεφωνήσει αυτός»
     «Μου αρέσει η σιγουριά σου Βικάρα» απάντησε η Τζίνα μουδιασμένη και έσβησε το εικοστό τσιγάρο στο τασάκι.
     «Στοιχηματάκι;»
     «Οκ, στοίχημα» απαντά η Τζίνα ελπίζοντας διακαώς να το χάσει.
    «Ένα Ντίμπλ στου Billys;» συνέχισε η Βίκυ γελώντας..
    «Ο.κ έγραψε» συμφώνησε τελικά νιώθοντας  την διάθεση της να ανεβαίνει.
     Δεν πρόλαβαν να περάσουν πολλά λεπτά και ο κύριος Βέρντι ξανά επί σκηνής. Δεν το σηκώνει αμέσως. Περιμένει και στο τέταρτο χτύπημα απαντά με όση σταθερή φωνή της  βρίσκεται
   «Παρακαλώ;»
   «Τζίνα; Καλημέρα. Μάνος!»
   «Μάνος; ποιος Μάνος;»(δεν ήξερε ε;)
   «Μιλήσαμε χθες βράδυ ξέχασες;»
   «Α..ναι ο Μάνος, έλα βρε δεν σε γνώρισα, έμπλεξα με τη δουλειά και ξεχάστηκα».
      Η Τζίνα αρχίζει να παίρνει τα πάνω της …
     «Τι κάνεις γλυκιά μου;»
     «Καλά είμαι….
     «Τι νέα;»
     «Καλά εσύ;»
     «Καλά και εγώ»
     «…»
     Αμηχανία  και σιωπή ακολουθεί. Οι σεμνοτυφίες γενικά της την σπάνε, γι’ αυτό η Τζίνα αποφασίζει να πάρει την υπόθεση στα χέρια της..
    «Μάνο προτείνω να μην πούμε τίποτα τώρα» του λέει με σταθερή φωνή. «Προτιμώ να τα πούμε όλα από κοντά ..Άλλωστε είμαι στο γραφείο και δεν μπορώ να μιλήσω.. Τι λες;» συνεχίζει  με ύφος σίγουρο για την απάντηση…
    «Ναι, όπως θέλεις. Ούτε και εγώ μπορώ να μιλήσω τώρα» ακούστηκε  δειλά  η φωνή του Μάνου από την άλλη μεριά.
     «Πότε;»  τον ρωτά ευθέως.
      «…»
      Η σιωπή των αμνών… Άντε Τζίνα καθάρισε πάλι εσύ. Ούφο καραούφο ο δικός σου. «Μάνο ξέρεις το παρκινγκ στο Καλαμάκι; Αυτό απέναντι στην Αύρα»
     «Ναι ναι, το ξέρω».
     «Σήμερα γύρω στις  οκτώ, μπορείς;»
     «Ναι γλυκιά μου, φυσικά μπορώ. Οκ στις οκτώ. Καλή δουλειά» της απαντά με σιροπιασμένη φωνή..
    «Επίσης τα λέμε…στις οκτώ.. φιλιά».
     Κλείνει τα μάτια και ένα τεράστιο χαμόγελο στολίζει το πρόσωπό της. Το σαράκι βέβαια την τρώει. Δεν το ’χει ξανακάνει. Δεν ξέρει τίποτα γι αυτόν. Μόνο ότι τον λένε Μάνο. Και φοράει δερμάτινο με κρόσια.
     Η Τζίνα κατά ένα περίεργο τρόπο έλκεται πάντα στα δύσκολα. Την γοητεύει  το άγνωστο, το μυστηριώδες και.. το παράνομο. «Vivere pericolozamente», λέει συχνά στη Βίκυ που ονειροβατεί. «Περπάτα Βικάκι κι άσε το πέταγμα. Οι άγγελοι μας τελείωσαν. Ζήσε αναζητώντας εκπλήξεις. Η ζωή είναι μια μεγάλη έκπληξη. Προκάλεσέ την!» 
  Κοιτάζει προς τον σβηστό ακόμα υπολογιστή της, και η  φαντασία της ζωγραφίζει πάνω στη σβησμένη οθόνη με τεράστια φωτεινά γράμματα τη λέξη «ΠΡΟΔΟΣΙΑ». Οι τύψεις πιάνουν βάρδια..
     Τι κάνεις ρε Τζίνα; Ανέντιμο είναι. Μπορεί να είναι  βλήμα ο Μίλτος αλλά δεν του αξίζει κάτι τέτοιο. Μίλησε πρώτος μέσα της ο ο μίστερ  Τζέκιλ.
    Γιατί αρνητικές σκέψεις μωρέ; Μια αταξία είναι μόνο. Τη δικαιούσαι.. Απάντησε  αμέσως ο μίστερ Χάιντ ο οποίος μάλλον κέρδισε την συζήτηση.


   «Λοιπόν Τζίνα, άσε τις μαλακίες και σκέψου τι λέμε στον Μίλτο. Πως θα την κάνουμε χωρίς να δώσουμε στόχο. Μπήκες στο χορό σκάσε και χόρευε. Έχεις έξι ώρες για να οργανωθείς. Κάνε και καμιά δουλειά, γιατί σε βλέπω απολυμένη να στέκεις ουρά στον ΟΑΕΔ περιμένοντας επίδομα» μονολόγησε η Τζίνα και σήκωσε το ακουστικό του τηλεφώνου λέγοντας κεφάτα: «Bίκυ! Αύριο Billys κερνάω Ντίμπλ».