Δε ζυγιάζω, δε μετρώ, δε βολεύομαι! Ακολουθώ το βαθύ μου χτυποκάρδι...

Νίκος Καζαντζάκης, Ασκητική


Κυριακή 23 Δεκεμβρίου 2018

Ποιήματα Ελλήνων ποιητών για τα Χριστούγεννα



 







Ανατρέχοντας στα κιτάπια της ελληνικής ποίησης ιδού μερικά ποιήματα, πραγματικά διαμάντια, που έχουν γραφτεί από αγαπημένους ποιητές μας για τα Χριστούγεννα...

ΚΩΣΤΗΣ ΠΑΛΑΜΑΣ

“ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΑ”


Να ‘μουν του σταύλου έν’ άχυρο, ένα φτωχό κομμάτι
την ώρα π’ άνοιγ’ ο Χριστός στον ήλιο του το μάτι.
Να ιδώ την πρώτη του ματιά και το χαμόγελό του,
το στέμμα των ακτίνων του γύρω στο μέτωπό του.
Να λάμψω από τη λάμψη του κι’ εγώ σαν διαμαντάκι
κι’ από τη θεία του πνοή να γίνω λουλουδάκι.
Να μοσκοβοληθώ κι’ εγώ από την ευωδία,
που άναψε στα πόδια του των Μάγων η λατρεία.
Να ‘μουν του σταύλου ένα άχυρο ένα φτωχό κομμάτι
την ώρα π’ άνοιγ’ ο Χριστός στον ήλιο του το μάτι.

ΚΩΣΤΑΣ ΚΡΥΣΤΑΛΛΗΣ,

“ΞΗΜΕΡΩΝΑΝ ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΑ”

Ξημέρωναν Χριστούγεννα. Οι εκκλησιές σημαίνουν,
κουνιούνται τα καμπαναριά, κι οι φωνές που βγαίνουν
απ’ το βαθύ και δίπλα το κάθε καμπάνας στόμα,
μοιάζουν χερουβικούς ψαλμούς, σαν απ’ το ουράνιο δώμα.
Χιλιάδες τα Χριστούγεννα τα τραγουδούν οι άγγελοι,
και κάθε αχτίδα από ψηλά, που κάθε αστέρι στέλλει,
μοιάζει αγγελική ματιά. Θρησκεία! Γλυκιά μάνα,

τι όμορφη δίνεις εσύ λαλιά και στην καμπάνα,
και πόσο εκείνη η λαλιά σαλεύει την καρδιά μας!
Πόσες εκείνος ο σταυρός απ’ τα καμπαναριά μας
στην αντιλιάδα χύνοντας, τόσες χρυσές αχτίδες,
χύνει βαθιά μας στην ψυχή, γλυκές χρυσές ελπίδες!
Κ’ οι δυο εκείνες χαραυγές που οι άγγελοι κατεβαίνουν
μες’ απ’ τον ουρανό ψηλά κι έρχονται και σημαίνουν
Χριστούγεννα κι ανάσταση, ω! τι μυστήριο χύνουν.
Τι χαραυγούλες είναι αυτές, πόση ζωή μας δίνουν!
Λάμπουνε τ’ ασυγνέφιαστατα ουράνια Σα ζαφείρια,
Σαν μάτια π’ αγρυπνήσανε φέγγουν τα παραθύρια.
Χαρούμενες και σιγανές μιλιές σμίγονται γύρα,
και από κάθε θύραπου ανοίγεται,
βγάνουν μορφές γελούμενες, λουσμένες,
γλυκές , καλοντυμένες.
Κρατούν στα χέρια τους κεριά λαμπάδες .Στη ματιά τους
λάμπ’ η χαρά που νιώθουνε βαθιά μες στις καρδιά τους.
Ξημέρωσαν Χριστούγεννα! Θύρες ολούθε ανοίγουν

κι ολούθε τώρα οι Χριστιανοί στις εκκλησιές μας σμίγουν.




ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΧΑΤΖΟΠΟΥΛΟΣ,

“ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΑ ΤΟΥ ΧΩΡΙΟΥ”

Μες την αχνόφεγγη βραδιά
πέφτει ψιλό-ψιλό το χιόνι, 

γύρω στην έρμη λαγκαδιά
στρώνοντας κάτασπρο σεντόνι,
Ούτε πουλιού γροικάς λαλιά, 
ούτ’ ένα βέλασμα προβάτου, 

λες κι απλωμένη σιγαλιά
είναι κει ολόγυρα θανάτου.
Μα ξάφνου πέρα απ’ το βουνό
γλυκός σημάντρου ήχος γροικιέται, 
ωσάν βαθιά απ’ τον ουρανό
μέσα στη νύχτα να σκορπιέται.
Κι αντιλαλεί τερπνά-τερπνά
γύρω στην άφωνη την πλάση, 
και το χωριό γλυκοξυπνά
την Άγια μέρα να γιορτάσει.


ΚΩΣΤΑΣ ΒΑΡΝΑΛΗΣ,

“ΟΙ ΠΟΝΟΙ ΤΗΣ ΠΑΝΑΓΙΑΣ” (1927)

Μια λιόλουστη μέρα του χειμώνα η Παναγιά, στενεμένη από τους πόνους, αφήνει το σπιτικό της και βγαίνει στον κάμπο τρεκλίζοντας κι αγκομαχώντας.  Κάθεται χάμου στο πράσινο χορτάρι, που το φωτίζουνε δω κι εκεί άγριες βιολέτες, κυκλάμινα, κρόκοι· και σφίγγοντας την κοιλιά της με τα δυο της χέρια κλαίει και δέρνεται, κουνώντας τ’ άμαθο κορμί της δεξιά κι αριστερά, όπως οι μοιρολογίστρες της Ανατολής.
Σπιτάκι μου — στανάχωρο, και κάμαρά μου, — χαμηλή! 
Πόνοι μού σφάζουν το κορμί, μα την ψυχή μου πιο πολλοί. 
Πήρα το δρόμο το δρομί στον κάμπο να καθίσω. 
Αντρούλη μου, σα δε με βρεις με την καρδιά σου την καλή, 
ο πόνος, που με κυνηγά, θε να με φέρει πίσω.
Ω χώμα, που τραγουδιστά σε πίνει ο πεύκος ο βαθύς, 
όσο που μπάρσαμο πικρό στα φύλλα του να σουρωθείς, 
μέσα σου χώνομαι κι εγώ, τα σπλάχνα γλύκανέ μου. 
Αχ, χάιδεψέ μου τα μαλλιά της κεφαλής μου της ξανθής, 
πάρε τη σκέψη μου πολύ μακριά, πνοή του ανέμου!
Σαν καρδερίνα του Μαρτιού με τα φτερά τ’ αστραφτερά, 
που σε βαθιά τριανταφυλλιά, πλάι σε τρεχάμενα νερά, 
μ’ άχερα, λάσπη και μαλλί ζεστή φωλιά κρεμάει, 
την κούνια σου, παιδάκι μου, με ξύλα φκιάνω ευωδερά 
και βάνω προσκεφάλι σου τον ήλιο του Ανθομάη.
Ονείρατα, που γαλανά στο μισοξύπνι τ’ αυγινό 
από τα μάτια τα γλαρά σαν τον αφρό, σαν τον αχνό 
περνάτε μια και χάνεστε, σκήμα χωρίς και θώρι, 
ελάτε κι άλλη μια φορά, πείτε μου να μην το ξεχνώ, 
πως το παιδί, που καρτερώ, το πρώτο, θα ’ν’ αγόρι.
(Εδώ η Παναγιά μιλά για το όραμα του Αγγέλου).
Κάνε ψαρά, πεζόβολο στ’ ακροθαλάσσι να πετάς, 
κάνε σε κάδο τρυγητή γλυκά σταφύλια να πατάς· 
κάνε γκαμήλες να ποτίζεις σ’ έρημο πηγάδι· 
καν’ αναγνώστη στο Ναό να ψέλνεις και να θυμιατάς — 
πού σ’ είδα, γνώριμη αστραψιά στου νου μου το σκοτάδι;
Ήσουν ωραίος σαν άγγελος με δυο φτερούγες ανοιχτές, 
η μια βυθούσε στ’ αύριο, η άλλη χανότανε στο χτες· 
κάτι στο χέρι κράταγες, γιά φλάμπουρο γιά κρίνο 
—χορός, που ζεστοκόπησε τις φλέβες μου τις τιναχτές!— 
ό,τι ποθώ με πότισες κι ως αγιασμό το πίνω.
Μα γιατί μου ’δειξες, καλέ, δόξα πολλή για το παιδί; 
Αχ, η καρδιά μου δε βαστά, το μέγα ψήλος να το δει! 
Δεν τον αφήνω η Μάνα του μιαν πιθαμή να φύγει! 
Μη μεγαλώσει μου ποτές κι όλα τα χρόνια, αυγή – βραδύ, 
πάντα μωρό να σφίγγεται στου κόρφου μου τα ρίγη.
…………………………………………………………….
Πού να σε κρύψω, γιόκα μου, να μη σε φτάνουν οι κακοί; 
Σε ποιό νησί του Ωκεανού, σε ποιάν κορφή ερημική; 
Δε θα σε μάθω να μιλάς και τ’ άδικο φωνάξεις. 
Ξέρω, πως θα ’χεις την καρδιά τόσο καλή, τόσο γλυκή, 
που μες στα βρόχια της οργής ταχιά θε να σπαράξεις.
Συ θα ’χεις μάτια γαλανά, θα ’χεις κορμάκι τρυφερό, 
θα σε φυλάω από ματιά κακή κι από κακόν καιρό, 
από το πρώτο ξάφνιασμα της ξυπνημένης νιότης. 
Δεν είσαι συ για μάχητες, δεν είσαι συ για το σταυρό. 
Εσύ νοικοκερόπουλο, όχι σκλάβος ή προδότης.
Τη νύχτα θα σηκώνομαι κι αγάλια θα νυχοπατώ, 
να σκύβω την ανάσα σου ν’ ακούω, πουλάκι μου ζεστό, 
να σου τοιμάζω στη φωτιά γάλα και χαμομήλι 
κι ύστερ’ απ’ το παράθυρο με καρδιοχτύπι θα κοιτώ 
που θα παγαίνεις στο σκολειό με πλάκα και κοντύλι…
Κι αν κάποτε τα φρένα σου το Δίκιο, φως της αστραπής, 
κι η Αλήθεια σού χτυπήσουνε, παιδάκι μου, να μην τα πεις. 
Θεριά οι ανθρώποι, δεν μπορούν το φως να το σηκώσουν. 
Δεν είναι αλήθεια πιο χρυσή σαν την αλήθεια της σιωπής. 
Χίλιες φορές να γεννηθείς, τόσες θα σε σταυρώσουν.
Όχου, μου μπήγεις στην καρδιά, χίλια μαχαίρια και σπαθιά. 
Στη γλώσσα μου ξεραίνεται το σάλιο, σαν πικρή αψιθιά! 
—Ω! πώς βελάζεις ήσυχα, κοπάδι εσύ βουνίσο…— 
Βοηθάτε, ουράνιες δύναμες, κι ανοίχτε μου την πιο βαθιά 
την άβυσσο, μακριά απ’ τους λύκους να κρυφογεννήσω!




ΜΙΛΤΟΣ ΣΑΧΤΟΥΡΗΣ,

“ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΑ 1948” (1952)

Σημαία 
ακόμη 
τα δίκανα στημένα στους δρόμους 
τα μαγικά σύρματα 
τα σταυρωτά 
και τα σπίρτα καμένα 
και πέφτει η οβίδα στη φάτνη 
του μικρού Χριστού 
το αίμα το αίμα το αίμα 
εφιαλτικές γυναίκες 
με τρυφερά κέρινα 
χέρια 
απεγνωσμένα 
βόσκουν 
στην παγωνιά 
καταραμένα πρόβατα 
με το σταυρό 
στα χέρια 
και το τουφέκι της πρωτοχρονιάς 
το τόπι 
ο σιδηρόδρομος της λησμονιάς 
το τόπι του θανάτου.


ΤΑΣΟΣ ΛΕΙΒΑΔΙΤΗΣ, “ΠΑΡΑΜΟΝΗ ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΩΝ” (1956, γραμμενο στη Μακρόνησο το 1950)


Παγωνιά
στον ουρανό ένα χρώμα βρώμικης φανέλλας
στεκόμαστε στη γραμμή
όρθιοι
κάποιος χνωτίζει τα νύχια του
κάποιος δαγκώνει τα δάχτυλά του
ένα παιδί με σπυριά δίπλα σου
δε μιλάει
κρυώνει
ένα χαρτάκι κολλημένο στο συρματόπλεγμα
κ’ εκείνο κρυώνει
καθώς μας πλευρίζουν τα καμιόνια
μια μυρουδιά μπενζίνας
οι πόρτες που ξανακλείνουνε
ο λοχαγός έχει δυο μάτια από κατράμι
η φωνή του μες απ’ τις μύτες του σηκωμένου γιακά
ένας – ένας
ακούει τ’ όνομά του
και βγαίνει
αντίο, αντίο
το χώμα τρίζει κάτω απ’ τις αρβύλες
κάποιος σηκώνει το χέρι του
τίποτ’ άλλο
το παιδί με τα σπυριά προχωράει
στη θέση του μένουν δυο χνάρια από αρβύλες
που σε λίγο θα σβήσει η βροχή
ένα χέρι γλυστράει το ρολόι του στην παλάμη σου
δε θα μου χρειαστεί, λέει – αντίο
το χαρτάκι κολλημένο στο συρματόπλεγμα
κρυώνει ακόμα.
Ξεκινάνε τα φορτηγά.
Είκοσι άνθρωποι κουβαριασμένοι μες σ’ ένα αντίσκηνο
δε μπορείς να σαλέψεις ούτε τη γλώσσα σου
μα είναι πολλά τα χέρια να μοιράσεις την πίκρα σου
πολλές οι ανάσες να ξεχνάς τη βροχή.
Έχει αρκετή θέση
για να πεθάνεις.
Θα κουβαλήσουμε κι απόψε το σακκί της νύχτας
θα κολλήσουμε τ’ αποτσίγαρο στη μύτη της αρβύλας μας
θ’ ακουμπήσουμε την καρδιά μας σε μια διπλανή καρδιά
όπως το βράδυ ακουμπάνε οι κουβέρτες και τα όνειρά μας.
Ελάτε λοιπόν
όλοι μαζί
να φυσήξουμε αυτό το μικρό καρβουνάκι στη χόβολη της ελπίδας
τώρα που η λάμπα μας έσβησε
που νυστάζει η σκοπιά
και το στρατόπεδο φόρεσε την κουρελιασμένη χλαίνη
της ομίχλης.
Μας ήρθε μ’ ένα χαμόγελο και μια τραμβαγέρικη πατατούκα.
Του κάναμε τόπο
άπλωσε μια λινάτσα, την έστρωσε καλά καλά
και μας κοίταξε.
Φυσούσε ένας αγέρας δυνατός απ’ το Νοτιά
και το μούτρο του ήταν βλογιοκομένο σαν ψιχαλισμένος δρόμος.
Ύστερα βράδιασε και βγάζοντας τα χέρια από τις τσέπες
μας έδωσε κάτι φτηνές μέντες
πασαλειμένες χνούδια και καπνό.
Τον πήραν νύχτα ξαφνικά και τον σκοτώσαν στο προαύλιο
η πατατούκα του πεταμένη πάνω στο χώμα
μα δάγκωνε σφιχτά στα δόντια το χαμόγελό του
μη του το πάρουν.
Μη με λες λοιπόν σύντροφο
έχω ένα σταχτί ουρανό μέσα μου
κρύβω στην τσέπη μου ένα όνειρο κουρελιασμένο
σφίγγω στα χέρια τ’ άγνωστο όνομά μου
σαν το παιδάκι που αγκαλιάζει ένα ξύλινο πόδι
ακουμπισμένο σε μια γωνιά.
Μη με λες λοιπόν σύντροφο.
Την ώρα που οι συντρόφοι μας πεθαίνουνε τραγουδώντας
την ώρα που εσύ ακονίζεις στο μίσος τη σκληρή σου παλάμη
εγώ σε προδίνω
καθώς μέσα στη νύχτα κρυώνω και φοβάμαι τη λησμονιά.
Το ξέρω, ένας σύντροφος πρέπει να ζήσει μιαν άλλη ζωή
και να πεθάνει απλά
όπως κανείς τραβάει την κουβέρτα ως τα μάτια του
κι αποκοιμιέται.
Μα όταν εγώ κι αυτούς εδώ τους στίχους τους γράφω
μήπως μιλήσουν για μένα – όχι, μη με λες σύντροφο.
Είμαι ένα τσαλακωμένο χαρτί που κόλλησε στην αρβύλα σου
καθώς
προχωράς.

Η ασετυλίνη που σφυρίζει στη γωνιά
ένα σπασμένο παράθυρο φιμωμένο με σκοτάδι.
Η σκεπή του μαγειρείου μπάζει νερά.
Βουίζει μες στις χαραμάδες ο άνεμος.
– Θωμά, πάρε τσιγάρο
και μη σκαλίζεις τα δόντια σου, Θωμά.
Μάταια ψάχνεις για ένα τριματάκι
απ’ το παλιό παιδικό χριστόψωμο.
Βουίζουνε τα φλόγιστρα του πετρελαίου. Ο Θωμάς
σφίγγει στα γόνατά του μια πατάτα
και καθαρίζει ήσυχα ήσυχα. Τ’ άλλο του χέρι είναι κομένο.
Κοιτάμε με την άκρη του ματιού το σκοπό που μπαίνει
μ’ ένα φύσημα παγωμένου αέρα. Το σαγώνι του
θα τρέμει πίσω απ’ το χακί κασκόλ.
Σηκώνεις το γιακά της χλαίνης σου. Χιονίζει.
Μια πλάκα φωνογράφου στο Διοικητήριο. Πιο μακριά
η σιωπή. Καλή νύχτα, καλά Χριστούγεννα.
Συλλογιέσαι τ’ άστρα πίσω απ’ την καταχνιά
σκέφτεσαι πως αύριο μπορεί να σε σκοτώσουν.
Μα απόψε αυτή η φωνή είναι μια τσέπη μάλλινη
χώσε τα χέρια σου.
– Καληνύχτα, Θωμά, καλά Χριστούγεννα.
Κ’ η καρδιά σου φωτίζεται σαν χριστουγεννιάτικο τζάμι.
 Μακρόνησος 1950

ΝΙΚΗΦΟΡΟΣ ΒΡΕΤΤΑΚΟΣ, “ΤΟ ΠΑΙΔΙ ΜΕ ΤΗ ΣΑΛΠΙΓΓΑ” (1969)

Αν μπορούσες να ακουστείς
θα σου έδινα την ψυχή μου
να την πας ως την άκρη του κόσμου.
να την κάνεις περιπατητικό αστέρι ή ξύλα
αναμμένα για τα Χριστούγγενα – στο τζάκι του Νέγρου
ή του Έλληνα χωρικού. Να την κάνεις ανθισμένη μηλιά
στα παράθυρα των φυλακισμένων. Εγώ
μπορεί να μην υπάρχω ως αύριο.
Αν μπορούσες να ακουστείς
θα σου έδινα την ψυχή μου
να την κάνεις τις νύχτες
ορατές νότες, έγχρωμες,
στον αέρα του κόσμου.
Να την κάνεις αγάπη.


ΟΔΥΣΣΕΑΣ ΕΛΥΤΗΣ, “Ο ΗΛΙΟΣ Ο ΗΛΙΑΤΟΡΑΣ” (1971)(αποσπασμα)

Πολλά δε θέλει ο άνθρωπος
να ‘ν’ ήμερος να ‘ναι άκακος

λίγο φαΐ λίγο κρασί
Χριστούγεννα κι Ανάσταση
κι όπου φωλιάσει και σταθεί
κανείς να μην του φτάνει εκεί
Μα ‘ρθαν αλλιώς τα πράματα
τονε ξυπνάν χαράματα
τον παν τον φέρνουν πίσω μπρος
του τρώνε και το λίγο βίος
κι από το στόμα την μπουκιά
πάνω στην ώρα τη γλυκιά
του τηνε παίρνουνε κι αυτή
Χαρά στους που ‘ναι οι Δυνατοί!




Κάλαντα Χριστουγέννων Δυτικής Θράκης με τον Χρόνη Αηδονίδη και τη Νεκταρία Καραντζή. Δίσκος: "Εστουδιαντίνα

Σάββατο 27 Οκτωβρίου 2018

Μάχη Λεοντίου14-15 Ιούλη 1943 - Όρκος Ανταρτών του 12ου Συντάγματος του ΕΛΑΣ


Η σημαντική μάχη του Λεοντίου Αχαϊας που δόθηκε στις 14 και 15 Ιουλίου του 1943 ανάμεσα στις αντάρτικες ελληνικές δυνάμεις του Ελληνικού Λαϊκού Απελευθερωτικού Στρατού (ΕΛΑΣ) και στις ιταλικές δυνάμεις κατοχής. Ένα από τα ηγετικά πρόσωπα της μάχης ήταν και ο παππούς μου ο συνταγματάρχης Βλάσης Ανδρικόπουλος, ο καπετάν Ανδρίτσος.






Μάχη του Λεοντίου
Β' Παγκόσμιος Πόλεμος - Εθνική Αντίσταση
Χρονολογία
1943
Τόπος
Λεόντιο
Έκβαση
Νίκη των Ελλήνων
Αντιμαχόμενοι
Ελληνικός Λαϊκός Απελευθερωτικός Στρατός
Ιταλικός κατοχικός στρατός, (ιταλ. Regio Esercito italiano)




Ηγετικά πρόσωπα
  • συνταγματάρχης Βλάσης Ανδρικόπουλος
  • καπετάνιος Παντελής Λάσκας (Πελοπίδας)
  • πολιτικός Γιάννης Μιχαλόπουλος (Ωρίων)
  • ταγματάρχης Εμίλιο Γκασπάρο  




Δυνάμεις
60 αντάρτες του ΕΛΑΣ,
40-80 αντάρτες από τον εφεδρικό ΕΛΑΣ
160




Απώλειες
4νεκροί
20 νεκροί, 17 τραυματίες, 92 αιχμάλωτοι





Ο ύμνος του ΕΛΑΣ




Η μάχη του Λεοντίου Αχαΐας έλαβε χώρα στις 14 και 15 Ιουλίου 1943 ανάμεσα στις αντάρτικες ελληνικές δυνάμεις του ΕΛΑΣ και σε ιταλικές δυνάμεις κατοχής, κατά τη διάρκεια του Β' Παγκοσμίου Πολέμου. Η μάχη έληξε με την ολοκληρωτική εξολόθρευση του εχθρικού ιταλικού τάγματος. Αποτέλεσμα της μάχης ήταν η ραγδαία αύξηση του αριθμού των ανταρτών του ΕΛΑΣ μέσα σε λίγες μόνο εβδομάδες, καθώς και διατύπωση κατηγοριών των Ιταλικών αρχών έναντι των Γερμανικών.
Ευρύτερο πλαίσιο
Η δύναμη του ΕΛΑΣ στην Πελοπόννησο είχε αυξηθεί με την αποστολή από την Στερεά Ελλάδα 62 εμπειροπόλεμων στελεχών που αναβάθμισαν την επιχειρησιακή ικανότητα του τοπικού ΕΛΑΣ, ενώ οι Ιταλικές κατοχικές δυνάμεις προσπάθησαν να καταπολεμήσουν το αντάρτικο με την δημιουργία ειδικών ευέλικτων δυνάμεων "Contrabande"
Η εξέλιξη των γεγονότων
Στις αρχές του 1943 έφθασε στην Πελοπόννησο το 3ο Σύνταγμα της Μεραρχίας Πιεμόντε, τμήμα της οποίας αποτελούσε το 3ο επίλεκτο τάγμα με διοικητή τον ταγματάρχη Εμίλιο Γκασπάρο (ο οποίος αυτοαποκαλούνταν "ανταρτοφάγος" επειδή είχε καταφέρει πλήγματα στο αντάρτικο της Γιουγκοσλαβίας) που είχε αποστολή την εκκαθάριση της ορεινής Αχαΐαςαπό τα αντάρτικα τμήματα του ΕΛΑΣ (Ελληνικός Λαϊκός Απελευθερωτικός Στρατός). Κατά τη διάρκεια των εκκαθαριστικών επιχειρήσεων οι Ιταλοί, αφού ξεκίνησαν από την περιοχή του Αιγίου, έκαψαν τα χωριά Αγία Παρασκευή και Μικρόνι, λεηλάτησαν την Γκρέκα και την Αράχοβα και κατευθύνονταν προς το Λεόντιο.

Η μάχη

Στις 14 Ιουλίου 1943 το 2ο Ανεξάρτητο Τάγμα Αιγιαλείας του ΕΛΑΣ με επικεφαλής τον καπετάν Μίχο (Δημήτρης Μίχος), ενήμερο για τις κινήσεις των Ιταλών, έστησε ενέδρα στο ιταλικό τάγμα. Ο καπετάν Μίχος βρισκόταν στο Γενικό Αρχηγείο του ΕΛΑΣ στα Δεμέστιχα και συντόνιζε τις προετοιμασίες για το κτύπημα των εχθρικών δυνάμεων έχοντας υπό τις διαταγές του τις μονάδες του καπετάν Ανδρίτσου (συνταγματάρχης Βλάσης Ανδρικόπουλος), καπετάν Πελοπίδα (Παντελής Λάσκας) και καπετάν Ωρίωνα (Γιάννης Μιχαλόπουλος). Ο Βλάσης Ανδρικόπουλος ορίστηκε επικεφαλής της επιχείρησης και της κύριας ομάδας των ανταρτών τοποθετημένης στην περιοχή του Αγίου Ανδρέα. Ο Μίχος κάλεσε έγκαιρα ενισχύσεις από τον εφεδρικό ΕΛΑΣ της Αιγιαλείας που έστειλε δύναμη 40 ανδρών με επικεφαλής τον υπολοχαγό Γιάννη Ράλλη (Λύρα). Μετά την αναγνώριση του ιταλικού τάγματος λήφθηκε η απόφαση για αιφνιδιαστικό χτύπημα με βαρύ πολυβόλο της φάλαγγας των Ιταλών από τη θέση του ξωκλησιού του Αγίου Κωνσταντίνου. Το ιταλικό τάγμα, το οποίο κινούνταν στο δρόμο που συνδέει τους Λαπαναγούς με το Λεόντιο (Γουρζούμισα), δέχτηκε τα εύστοχα πυρά του πολυβόλου που χειρίζοταν η ομάδα του καπετάν Ωρίωνα κι έχασε τουλάχιστον δέκα υποζύγια μεταγωγικά που έπεσαν σε χαράδρα, στερώντας του το βαρύ οπλισμό και τον ασύρματο που αχρηστεύθηκε. Στη διάρκεια της μέρας η μάχη από κλασική ενέδρα ανταρτοπόλεμου εξελίχθηκε σε μάχη παράταξης μειώνοντας τα πλεονεκτήματα των επιτιθεμένων Ελλήνων ανταρτών. Παρά την υπεροπλία τους οι Ιταλοί κατά τη διάρκεια της νύχτας περικυκλώθηκαν σταδιακά και συντρίφθηκαν μετά από σκληρές μάχες με τους αντάρτες, τους κατοίκους του Λεοντίου και της γύρω περιοχής.

Αποτελέσματα

Οι απώλειες των Ιταλών ήταν τουλάχιστον 20 νεκροί, 17 τραυματίες, 92 αιχμάλωτοι, ανάμεσα στους τελευταίους ο Γκασπάρο και τέσσερις ακόμη αξιωματικοί, καθώς και πολλά λάφυρα σε βαρύ και ελαφρό οπλισμό. Ομάδα περίπου 30 Ιταλών στρατιωτών διέφυγε προς Αίγιο. Οι απώλειες του ΕΛΑΣ ανήλθαν σε 4 νεκρούς. Ο συλληφθείς Γκασπάρο και δύο ακόμη αξιωματικοί εκτελέστηκαν από ανταρτοδικείο (με πρόεδρευοντα τον συνταγματάρχη Βλάση Ανδρικόπουλο) ως ένοχοι για την καταστροφή ελληνικών χωριών και εκτελέσεις Ελλήνων πολιτών, οι υπόλοιποι Ιταλοί αιχμάλωτοι αφέθησαν ελεύθεροι. Οι αντάρτες του ΕΛΑΣ που σκοτώθηκαν ήταν οι: "Καραϊσκάκης"(αντάρτικο ψευδώνυμο) από τη Στυλιά Δωρίδος, Μπαλάσκας Κωνσταντίνος από τους Πετσάκους, Τριανταφυλλόπουλος Γεώργιος από το Λεόντιο και ο Φιλιππακόπουλος Γιάννης από την Κουνινά.

Σημασία

Η μάχη αυτή φανέρωσε την ισχύ και την ικανότητα του ΕΛΑΣ να καταβάλλει ισχυρές κατοχικές δυνάμεις (μεγέθους τάγματος) που δρούσαν απομονωμένες σε ορεινό ανάγλυφο, αξιοποιώντας τις δυνατότητες του ανταρτοπόλεμου αλλά και μην αποφεύγοντας τη διεξαγωγή μάχης σε παράταξη, στη δε μάχη του Λεοντίου εξουδετερώθηκε πλήρως η εχθρική δύναμη . Η νίκη αυτή προστέθηκε σε μια μακρά σειρά επιτυχιών των ανταρτών κατά των ιταλικών δυνάμεων κατοχής που τόνωσε το ηθικό των ανταρτών κι ενίσχυσε τις εμπειρίες τους. Με τα λάφυρα της μάχης αυτά ενισχύθηκε αποφασιστικά η μαχητική ικανότητα του ΕΛΑΣ της βόρειας Πελοποννήσου. Ο ΕΛΑΣ μετά από αυτή τη μάχη προσέλκυσε εκατοντάδες νεαρούς αντάρτες. Από την απέναντι πλευρά ο Μάριο Μαργκινόττι διοικητής του 8ού σώματος στρατού κατηγόρησε τον Χέλμουτ Φέλμυ επειδή δεν κυνήγησε τους άνταρτες.

Ιταλικά αντίποινα

Σχεδόν δύο μήνες μετά στις αρχές του Σεπτέμβρη οι φασιστικές ιταλικές αρχές ξεκίνησαν την επιχείρηση "Χιονίστρα" κατά του ΕΛΑΣ. Έτσι στις 8-9 του Σεπτέμβρη του 1943 έφθασε στην περιοχή μία φάλαγγα τουλάχιστον χιλίων Ιταλών στρατιωτών καθοδηγούμενοι από τους απελευθερωθέντες Ιταλούς αιχμαλώτους της μάχης του Λεοντίου, καίγοντας τα σπίτια των Λαπαναγών και στη συνέχεια του Λεοντίου, εκτελώντας στο διάβα τους όσους κατοίκους των χωριών δεν είχαν κρυφτεί στα βουνά της περιοχής (ανάμεσά τους και τουλάχιστον δέκα χωρικούς του Λεοντίου). Το βράδυ της 9ης του μήνα έφθασε η είδηση ότι ήδη στις 8 Σεπτέμβρη η Ιταλία συνθηκολόγησε άνευ όρων και οι Ιταλοί στρατιωτικοί ζήτησαν από την ηγεσία του ΕΛΑΣ να δεχτεί την παράδοσή τους και παραδόθηκαν με τον οπλισμό τους στις τοπικές αντάρτικες μονάδες.
Πηγή: ΒΙΚΙΠΑΙΔΕΙΑ


12ο Σύνταγμα του ΕΛΑΣ (Από το βιβλίο του Ηλία Παπαστεριόπουλου “Ο Μωρηάς στα όπλα” Εθνική Αντίσταση 1941-1944
Ο πυρήνας του 12ου Συντάγματος είχε δημιουργηθεί στη Ρακίτα. Στρατιωτικός Διοικητής του ορίστηκε ο Συνταγματάρχης Βλάσης Ανδρικόπουλος, Πολιτικός ο Γιώργης Σουλελές και Καπετάνιος ο Λαμπέτης. Επειδή όμως και στην Ηλεία, που υπάγονταν στην περιοχή του, υπήρχαν σκόρπιες ελασίτικες ομάδες, το Σύνταγμα τράβηξε προς τα εκεί για να εντάξει και τις ομάδες αυτές στη δύναμή του και να ολοκληρώσει την συγκρότησή του. Στο δρόμο του δίνει τις δύο μάχες της Ερυμανθείας και τη μάχη της Χαλανδρίτσας πετυχαίνοντας δύο περίλαμπρες νίκες.
Μετά τη μάχη της Ερυμανθείας οι υπό τον Συνταγματάρχη Ανδρικόπουλο και τον Ωρίωνα, πυρήνες του 12ου Συντάγματος συγκεντρώθηκαν στη Προστοβίτσα και ύστερα από ανάπαυση μιας μέρας ξεκίνησαν για το Σιμόπουλου (Ηλείας) με δρομολόγιο Ρένεση – Σκούρα – Μπουκοβίνα – Χαλαμπρέζα – Σιμόπουλου.
Εκεί είχαν ειδοποιηθεί και συγκεντρωθεί όλες οι ομάδες Ηλείας. Στις 2 Αυγούστου 1943 έγινε η επίσημη συνάντηση που γιορτάστηκε με σεμνότητα και μ' ενθουσιασμό. Η γιορτή αυτή θα παραμείνει αξέχαστη στη μνήμη των πρωτοπόρων του 12ου Συντάγματος. Εψάλη αγιασμός κι έγινε η πρώτη ορκωμοσία των ανταρτών. Η δεύτερη έγινε το Φεβρουάριο 1944 όταν το Σύνταγμα βρισκόταν στη Βλασία Καλαβρύτων.
Τι ωρκίσθηκαν οι νέοι αρματωλοί; Ψάχνοντας τα αρχεία του 12ου Συντάγματος βρήκα δύο κείμενα όρκου. Το ένα συνοδεύεται με σχετική διαταγή της ΙΙΙ Μεραρχίας που φέρει ημερομηνία 28.11.44. Συνεπώς δεν ωρκίσθηκαν μ' αυτόν τον όρκο οι πρωτοπόροι του 12ου. Το άλλο κείμενο δεν έχει ημερομηνία. Μιλάει όμως για τον “αρχιπροδότη Τσολάκογλου”, ένδειξη ότι έχει συνταχθεί προτού ακόμα αναφανεί στο Πρωθυπουργικό στερέωμα της Ελλαδος το άστρον του κουίσλιγκ Ράλλη.
Δίνουμε και τα δύο κείμενα:
Όρκος του Αντάρτη
Εγώ παιδί ου εργαζόμενου Ελληνικού λαού, συναισθανόμενος την κρισιμότητα των συνθηκών που διέρχεται η πατρίδα μου και τους κινδύνους που την απειλούν εφ' ένός, αφ' ετέρου δε ότι μόνον η πραγματοποίηση των σκοπών του ΕΑΜ είναι δυνατόν να καταστήση την Ελλάδα πραγματικά ελεύθερη, ανεξάρτητη και ευημερούσα χώρα, κατατάσσομαι σήμερα εθελοντής στις γραμμές του Ελληνικού Λαϊκού Απελευθερωτικού Στρατού (ΕΛΑΣ).
Ορκίζομαι
  1. Ότι θα αγωνισθώ με όλα τα μέσα και με κάθε θυσία διαθέτοντας και την τελευταία σταγόνα του αίματός μου για τηνπραγματοποίηση των σκοπών του Εθνικού Απελευθερωτικού Μετώπου δηλαδή για το γρήγορο διώξιμο από τη χώρα μας των φασιστών τυράννων Γερμανοιταλών και την επιβολή στη χώρα μας ενός πραγματικού Λαοκρατικού Δημοκρατικού καθεστώτος ελευθεριών και πολιτισμού που θα προκύπτει από την ελεύθερη εκδήλωση της θελήσεως του λαού μας.
  2. Ότι δεν θα προβώ σε καμμία πράξη που θα αντίκειται στα συμφέροντα του Ελληνικού λαού και θα εκθέτει το ΕΑΜ και τον ΕΛΑΣ στα μάτια του.
  3. Θα πειθαρχώ απολύτως στις αποφάσεις της ομάδος μου και των ανωτέρων καθοδηγητικών οργάνων χωρίς αντιδράσεις και δολιότητες και με πλήρη ανιδιοτέλεια.
  4. Ότι δεν θα αποχωρήσω από τους συναγωνιστές μου της ομάδος μου και δεν θα αποχωρήσω από τον ΕΛΑΣ προτού πραγματοποιηθούν οι σκοποί του ΕΑΜ, τους οποίους σκοπούς συμμερίζομαι απολύτως και τάσσω ως σκοπούς και αυτής ταύτης της υπάρξεώς μου.
  5. Ότι θα πατάξω κάθε εχθρό του λαού, κάθε συνεργάτη των επιδρομέων, κάθε επιλήσμονα των καθηκόντων του Έλληνα, που θα θελήση, εκμεταλλεύομενος τον αγώνα ενάντια στους τυράννους και το διώξιμό τους, να σηκώση το ταπεινό του ανάστημα εναντίον των ελευθεριών του λαού μας και να επιβάλη αντιδραστικές, αντιλαϊκές λύσεις στο εσωτερικό Ελληνικό πρόβλημα, βασιζόμενος σε πραξικοπηματικές ενέργειες, δικτατορικών συμμοριτικών οργανώσεων.
  6. Ότι θα πατάξω αυστηρά κάθε άτακτο στοιχείο που τρομοκρατεί και ληστεύει τον Ελληνικό λαό και ιδίως της υπαίθρου, εκμεταλλευόμενο την σύγχυση και αταξία που έσπειραν στη χώρα μας η εισβολή των ληστρικών ορδών του Χιτλερικού συστήματος και η δημιουργία της ψευτοκυρβερνήσεως του αρχιπροδότη Τσολάκογλου.
Αποδέχομαι εκ των προτέρων και χωρία καμμιά επιφύλαξη την επιβολή σε μένα της εσχάτης των ποινών – θάνατο – και τον παντοτινό στιγματισμό μου σε περίπτωση, που θα φανώ επίορκος και κατά συνέπεια εχθρός του αγώνα για τη ζωή, την τιμή, και την ελευθερία του Ελληνικού λαού.
Αυτός είναι ο ασφαλώς, πρώτος αντάρτικος όρκος γεμάτος ωραίες και ψηλές έννοιες με πηγαίο ενθουσιασμό. Πιο κάτω δίνουμε τον δεύτερο και επισημότερο όρκο μαζί με τη σχετική διαταγή της ΙΙΙ Μεραρχίας του ΕΛΑΣ Πελοποννήσου.
Διαταγή
Αποστέλλομεν συνημμένως το κείμενο του όρκου, τον οποίον θα δώσουν άπαντες οι άνδρες ανεξαιρέτως και τα στελέχη. Εκδώσατε τας δέουσας διαταγάς εις τας υφ' υμάς μονάδας και τμήματα δια την ορκομωσίαν των ανδρών ήτις δέον να συντελεσθή το αργότερον 15 ημέρας μετά την λήψιν της παρούσης οπότε θα αναφέρετε το πέρας της ορκομωσίας. Να καταβληθή προσπάθεια ώστε να ορκισθύν απαξάπαντες οι άνδρες. Η ορκομωσία θα λάβη πανηγυρικόν χαρακτήρα και επιβλητικόν και τα εις κατωκημένους τόπους διαμένοντα τμήματα θα ορκισθούν εις τα εκκλησίας και με συμμετοχήν εις την τελετήν και των κατοίκων. Η ορκομωσία των αξιωματικών θα γίνη ιδιαιτέρως. Κατά την ορκομωσίαν των τμημάτων θα παρευρίσκοντο οι στρατιωτικός Αρχηγός και ο αντιπρόσωπος του ΕΑΜ, της αμέσως ανωτέρας μονάδος ή τμήματος. Προς τη ορκομωσίας θα γίνη ανάλυσις του όρκου και μετά ταύτην θα ερωτηθούν οι υπό ορκομωσίαν αν συμφωνούν με το περιεχόμενο του όρκου και μετά ταύτην θα επακολουθήση η δόσις του όρκου. Οι τυχόν νεοκατατασσόμενοι θα ορκίζωνται την ημέραν της κατατάξεώς των.
Σ.Δ.27.1.1944
Η ΙΙΙ Μεραρχία
Αλέξανδρος – Παπούας – Λασάνης
Επακολουθεί ο όρκος που το πλήρες κείμενο του έχει ως εξής:
Ορκίζομαι στον Ελληνικό Λαό και στη συνείδησή του ότι θα αγωνισθώ έως την τελευταία σταγόνα του αίματός μου δια την πλήρη απελευθέρωση της Ελλάδος από τον ξενικό ζυγό. Ότι θα αγωνισθώ για την περιφρούρηση των συμφερόντων του Ελληνικού Λαού και την αποκατάσταση και κατοχύρωση των ελευθεριών και όλων των κυριαρχικών δικαιωμάτων. Για το σκοπό αυτό θα εκτελώ εντολές και οδηγίες των ανωτέρων μου οργάνων και θα αποφύγω κάθε πράξη που θα με ατιμάζει σαν άτομο και σαν αγωνιστή.





Πέμπτη 11 Ιανουαρίου 2018

Δημήτριος Βυζάντιος, ο κωμωδιογράφος και αγιογράφος

ΑΝΑΤ. (καθ' εαυτόν). Λοκάντα, λοκάντα λεάνε, άκουγα, άμα τι πράγμα είναι ντεν ήξευρα…. πρώτη βολά γλέπω — εντώ πέρα ούλο αλά φράγκα είναι ψιλολογιά κομμένα — υ σουφράδες, τζανάκια, τζομπλέκια, ποτήρια! ούλα σειρά είναι δουζδιζμένα {1} — άμμα φαγιά, τίποτα — τσιμπούκια όχι — καφφέ μαφφέ, όχι — γιατάκι τίποτε — μαξιλάρια φιλάν φαλάν, ντεν έχει — αμέ σα μετύση κανένας πού τα ιξαπλωτεί για; — άιδε μπακαλούμ {2}. — τώρα πγια μπήκα που μπήκα — αρτίκ ντροπής είναι να γυρίσω πίσου — γένηκε το γένηκε — κανένα ντε γλέπω — πιόνα να φωνάξω για; (φωνάζει) έι — Λοκάντατζγι — ε Λοκάντατζη — έι ύστερα; δεν ακούγει — ν' άμπη και κανένας να ικλέψη ούλα αυτά, κανένας δεν γλέπει — (φωνάζει) έι Λοκάντατζη — λαιμός μου ιξεσκίστηκε άνταμ! {3}. 
ΞΕΝ. Καλέ σεις! ποιος μιλά μέσα; εν ακούτενε; ίντα θέτενε να σας χαρώ; 
ΑΝΑΤ. Άνταμ! τρεις ώραις είναι φωνάζω, φωνάζω, κανένας ντεν ακούγει…. 
ΞΕΝ. Κι' ίντα θέτενε; 
ΑΝΑΤ. Εντώ πέρα τι είναι; (απόσπασμα από το έργο του "Βαβυλωνία")

Ο Δημήτριος Βυζάντιος, του οποίου το αληθινό όνομα ήταν Δημήτριος Κωνσταντίνου Χατζή-Ασλάνης (αναφερόταν και ως Δ. Κ. Χ. Ασλάνης Βυζάντιος), ήταν κωμωδιογράφος και αγιογράφος. Γεννήθηκε το 1790 στην Κωνσταντινούπολη και απεβίωσε το 1853 στην Πάτρα. Το δημοφιλέστερο θεατρικό του έργο υπήρξε η Βαβυλωνία.


Βίος

Ο Βυζάντιος, όντας μορφωμένος και γλωσσομαθής, ανέλαβε πολλές και διάφορες θέσεις εργασίας εκ των οποίων οι κυριότερες ήταν η θέση του ως διερμηνέας του Μπέη της Τύνιδαςκαι ως γραμματέας της Πελοποννησιακής Γερουσίας. Κατά τα πρώτα χρόνια της Οθωνικής Βασιλείας, ο Βυζάντιος δυσαρεστείται από την πολιτική κατάσταση της χώρας και αποσύρεται στην Πάτρα όπου και ασκεί το επάγγελμα του αγιογράφου.

Ο αγιογράφος Δημήτριος Βυζάντιος

Διακόσμησε εκκλησίες στην Πελοπόννησο, μεταξύ άλλων και την οροφή του παλαιού Αγίου Ανδρέα στην Πάτρα με μεγάλες συνθέσεις, σύμφωνα με γλυκερά και από τότε ξεπερασμένα ιταλικά πρότυπα. Αυτό ανταποκρινόταν στην επαρχιακή νοοτροπία της εποχής.

Η Βαβυλωνία

Πρόκειται για μια ιστορία Ελλήνων από διαφορετικά μέρη της Ελλάδος οι οποίοι γιορτάζουν τη νίκη των συμμαχικών δυνάμεων στη Ναυμαχία του Ναυαρίνου (1827). Το έργο διαδραματίζεται σε ένα πανδοχείο στο Ναύπλιο. Το έργο μεταφέρει, με κωμικό τρόπο, την ασυνεννοησία μεταξύ των χαρακτήρων η οποία δημιουργείται λόγω των τοπικών ιδιωμάτων και γλωσσών του καθενός. Είναι το πρώτο θεατρικό έργο της ελληνικής λογοτεχνίας μετά την απελευθέρωση από την Οθωμανική Αυτοκρατορία. Στην αρχή είχε γραφτεί σε τέσσερις πράξεις αλλά αργότερα ο συγγραφέας πρόσθεσε και μία πέμπτη. Το θεατρικό έργο εκδόθηκε για πρώτη φορά στο Ναύπλιο το 1836, ενώ το 1970 μεταφέρθηκε στον κινηματογράφο σε σενάριο και σκηνοθεσία του Γιώργου Διζικιρίκη.




Εργογραφία

Η Βαβυλωνία (1836)
Μυθοι, μυθιστοριαι και διηγηματα ηθικα και αστεια,εκτεθεντα προς διασκεδασιν των Ελληνων(1839)
Ο Σινάνης (1838)
Η γυναικοκρατία (1841)
Ο κόλαξ (1856)




Πηγή: ΒΙΚΙΠΑΙΔΕΙΑ


Αποτέλεσμα εικόνας για βαβυλωνία του βυζάντιου

¨Βαβυλωνία" Κωμωδία ηθών και τύπων