Δε ζυγιάζω, δε μετρώ, δε βολεύομαι! Ακολουθώ το βαθύ μου χτυποκάρδι...

Νίκος Καζαντζάκης, Ασκητική


Τετάρτη 25 Μαρτίου 2020

Όταν το 1821 γίνεται "τροφός" της ποίησης

«Τρία μπαϊράκια φαίνονται ποκάτω από το Σούλι./ Τό 'να 'ναι του Μουχτρά πασά, τ' άλλο του Σελιχτάρη,/ το τρίτο το καλύτερο είναι του Μιτσομπόνου./ Μια παπαδιά τ' αγνάντεψε ν' από ψηλή ραχούλα./ "Πού 'στε του Λάμπρου τα παιδιά, πού 'στε νοι Μποτσαραίοι;/ Αρβανιτιά μας πλάκωσε, θέλει να μας σκλαβώση".(...) Κι ο Κουτσονίκας φώναξεν από το μετερίζι:/ "Παιδιά, σταθήτε στέρεα, σταθήτε αντρειωμένα,/ γιατ' έρχεται ο Μουχτρά πασάς με δώδεκα χιλιάδες"./ Ο πόλεμος αρχίνισε κι ανάψαν τα τουφέκια.(...)»δημοτικό τραγούδι για την πρώτη εκστρατεία του Αλή Πασά στο Σούλι (1792) 
Η Δημοτική μας ποίηση ήταν η πρώτη και αλάθευτη που εξιστόρησε την μακραίωνη σκλαβιά του λαού μας αλλά και η άρρηκτα συνδεδεμένη με τους μακροχρόνιους απελευθερωτικούς αγώνες του. Με λίγα λόγια, το δημοτικό τραγούδι είναι η γνήσια και η ανόθευτη έκφραση της λαϊκής ψυχής.


Στα Τρίκορφα μες στην κορφή (Πελοπόννησος)

Στα Tρίκορφα μες στην κορφή Kολοκοτρώνης ρίχν' ορδή, μες στα Tρίκορφα στη ράχη πάει το αίμα σαν αυλάκι. Kολοκοτρώνης φώναξε κι ούλος ο κόσμος τρόμαξε, γιεμ, ο Θοδωρής φωνάζει και το στράτευμα διατάζει. Πού 'σαι μωρέ Nικηταρά πο 'χουν τα πόδια σου φτερά, γιεμ, και συ μωρέ Γιατράκο κάθε μέρα κάνεις τράκο


Θρήνος μεγάλος έγινε (του Μάρκου Μπότσαρη)




Του Κίτσου η μάνα - Ευανθία Γκούζου



Είναι αμέτρητος ο θησαυρός της ελληνικής ποίησης για τους αγώνες του λαού μας για την ελευθερία κατά την διάρκεια της Τουρκοκρατίας, αυτοί ήταν που έθρεψαν τους στίχους αλλά και τις ιδέες του πρωτεργάτη της ελευθερίας, του Ρήγα Βελενστινλή.  


Ως πότε παλικάρια, θα ζούμε στα στενά,

μονάχοι σα λιοντάρια, στες ράχες στα βουνά;
Κάλλιο είναι μιας ώρας ελεύθερη ζωή,
Σπηλιές να κατοικούμε, να βλέπουμε κλαδιά,
παρά σαράντα χρόνους, σκλαβιά και φυλακή.
Κάλλιο είναι μιας ώρας ελεύθερη ζωή,
να φεύγωμ' απ' τον κόσμο, για την πικρή σκλαβιά;
παρά σαράντα χρόνους, σκλαβιά και φυλακή.
τους φίλους, τα παιδιά μας, κι όλους τους συγγενείς;
Να χάνωμεν αδέλφια, πατρίδα και γονείς,
Κάλλιο είναι μιας ώρας ελεύθερη ζωή,
παρά σαράντα χρόνους, σκλαβιά και φυλακή

Ο Ανδρέας Κάλβος το 1824 εκδίδει τη “Λύρα”, μια συλλογή με 10 ωδές, ενώ το 1826 εκδίδει τα “Λυρικά μια άλλη συλλογή με άλλες 10 ωδές.Στην 4η Ωδή  “Εις Σάμον” των Λυρικών γράφει χαρακτηριστικά: «Όσοι το χάλκεον χέρι βαρύ του φόβου αισθάνονται, ζυγόν δουλείας, ας έχωσι· θέλει αρετήν και τόλμηνη ελευθερία», αναδεικνύοντας την ελευθερία ως το υπέρτατο αγαθό στην ανθρώπινη ζωή. 


Εις Σάμον


Όσοι το χάλκεον χέρι
Βαρύ του φόβου αισθάνονται
Ζυγόν δουλειάς ας εχωσι.
Η ελευθέρια.
Θέλει αρετήν και τόλμην
νουν αληθείας) επτέρωσε
Αυτή (και ο μύθος κρύπτει
τον Ίκαρον και αν έπεσεν
Αφ'υψηλά όμως έπεσε
ο πτερωθείς κ'επνίγη
θαλασσωμένος.
Και απέθανε ελεύθερος.
Φρικτόν τον τάφον.
Αν γένης σφάγιον άτιμων
Ενός τυρράνου, νόμιζε



Αλλά και ο εθνικός μας ποιητής, Διονύσιος Σολωμός, εμπνέεται από τον επαναστατικό αγώνα του λαού μας και γράφει το 1823 στην πατρίδα του, Ζάκυνθο, τον “Υμνον εις την Ελευθερίαν”. Επίσης την ίδια χρονιά εμπνέεται από την ηρωϊκή μορφή του Μάρκου Μπότσαρη και τον θάνατό του και γράφει το ποίημα “Εις Μάρκον Μπότσαρη”.
Εις Μάρκον Μπότσαρη
Η Δόξα δεξιά συντροφεύειτον άντρα που τρέχει με κόπουςτης Φήμης τους δύσβατους τόπους,και ο Φθόνος τού στέκει ζερβιά,με μάτια, με χείλη πικρά·

αλλ’ όποτε η μοίρα του γράψει,τον δρόμον του κόσμου να πάψει,η Δόξα καθίζει μονάχηστην πλάκα του τάφου λαμπρή,και ο Φθόνος αλλού περπατεί.

Στην πλάκα του Μάρκου καθίζειη Δόξα λαμπράδες γιομάτη·κλεισμένο για πάντα το μάτι,οπού ’χε πολέμου φωτιά·—ελάτε ν’ ακούστε, παιδιά!

Σοφοί λεξιθήρες, μακρία —μη λάχει σας βλάψω τ’ αυτία·τρεχάτε στα μνήματα μέσακαι ψάλτε με λόγια τρελά· —ελάτε ν’ ακούστε, παιδιά!

Το λείψανο που ’χε γλιτώσειο Πρίαμος με θρήνους, με δώρα,εγύριζε οπίσω την ώραπου πέφτει στην όψη της γηςτο φως το γλυκό της αυγής.

Εβγήκαν μαζί τής θλιμμένηςΤρωάδας απ’ όλα τα μέρηγυναίκες, παιδάκια και γέροι,θρηνώντας, να ιδούν το κορμίπου χάνει γι’ αυτούς την ψυχή.

Κλεισμένο δεν έμεινε στόμααπάνου στου Μάρκου το σώμα·απέθαν’, απέθαν’ ο Μάρκος·μια θλίψη, μία άκρα βοή,και θρήνος και κλάψα πολλή.
Παρόμοια ηχώ θα λαλήσει,του κόσμου την ύστερη μέρα,παντού στον καινούριον αέρα·παρόμοια στους τάφους θα εμβεί,
να κάμει καθένας να εβγεί. 


Όμως το κορυφαίο του ποιητικό έργο του είναι αυτό που έχει στηριχθεί στο ιστορικό γεγονός, τη δεύτερη πολιορκία του Μεσολογγίου (Απρίλιο 1825 έως Απρίλιο 1826) από τους Τούρκους και στη συνέχεια απ' τους Αιγύπτιους, καθώς και την ηρωϊκή έξοδο τους. 

Άκρα του τάφου σιωπή
Άκρα του τάφου σιωπή στον κάμπο βασιλεύει.

Λαλεί πουλί, παίρνει σπυρί κι η μάνα το ζηλεύει.
Τα μάτια η πείνα εμαύρισε στα μάτια η μάνα μνέει
"Έρμο τουφέκι σκοτεινό, τι σ’ έχω `γώ στο χέρι;
στέκει ο Σουλιώτης ο καλός παράμερα και κλαίει.
Οπού συ μου `γινες βαρύ κι ο Αγαρηνός το ξέρει".





Πειρασμός

Έστησ’ ο έρωτας χορό με τον ξανθόν Απρίλη

κι η φύσις ηύρε την καλή και τη γλυκιά της ώρα
και μες τη σκιά, που φούντωσε και κλεί δροσιές και μόσχους,
ανάκουστος κηλαηδισμός και λιποθυμισμένος.

χύνονται μες την άβυσσο τη μοσχοβολισμένη
Νερά καθάρια και γλυκά, νερά χαριτωμένα,
κι ούλα στον ήλιο δείχνοντας τα πλούτια της πηγής τους,
και παίρνουνε το μόσχο της κι αφήνουν τη δροσιά τους
Έξ’ αναβρύζει κι η ζωή σ’ ’γη, σ’ ουρανό, σε κύμα.
τρέχουν εδώ, τρέχουν εκεί και κάνουν σαν αηδόνια.
ακίνητ’ όπου κι αν ιδείς και κάτασπρ’ ως τον πάτο,
Αλλά στης λίμνης το νερό, π’ ακίνητο `ναι κι άσπρο,
με μικρόν ίσκιον άγνωρον έπαιξ’ η πεταλούδα,
Νύχτα γιομάτη θαύματα, νύχτα σπαρμένη μάγια!
πούχ’ ευωδίσει τς’ ύπνους της μέσα στον άγριο κρίνο.
Αλαφροΐσκιωτε καλέ, για πες απόψε τι `δες.
κι όμορφη βγαίνει κορασιά ντυμένη με το φως του.
Χωρίς ποσώς γης, ουρανός και θάλασσα να πνένε,
ουδ’ όσο κάν’ η μέλισσα κοντά στο λουλουδάκι,
γύρου σε κάτι ατάραχο, π’ ασπρίζει μες τη λίμνη,
μονάχο ανακατώθηκε το στρογγυλό φεγγάρι





Αλλ' ήλιος αλλ' αόρατος

Αλλ' ήλιος μέγας κι άσβηστος αιθέρας κοσμοφόρος (από το μαύρο σύγνεφο κι από τη μαύρη πίσσα) Αλλ' ήλιος αλλ' αμέτρητος αιθέρας κοσμοφόρος (από το μαύρο σύγνεφο κι από τη μαύρη πίσσα) Αλλ' ήλιος, αλλ' αόρατος αιθέρας κοσμοφόρος παντόγυρα στον όμορφον αέρα της αντρείας, δεν τους βαραίνει ο πόλεμος, αλλ' έγινε πνοή τους δεν τους βαραίνει ο πόλεμος κι εμπόδισμα δεν είναι στις κορασιές να τραγουδούν και στα παιδιά να παίζουν. (από το μαύρο σύγνεφο κι από τη μαύρη πίσσα) Αλλ' ήλιος αλλ' ατάραχος αιθέρας κοσμοφόρος Αλλ' ήλιος, αλλ' αόρατος αιθέρας κοσμοφόρος κάθε φωνή κινούμενη κατά το φως μιλούσε κι εσκόρπα τα τρισεύγενα λουλούδια της αγάπης κι ο ουρανός καμάρωνε κι η γη χειροκροτούσε.



Αηδονολάλειε στήθος μου - Ειρήνη Παππά, Γ. Μαρκόπουλος

Άγγελε, μόνον στ' όνειρο μου δίνεις τα φτερά σου
Ιδού, που τα σφυροκοπώ στον ανοιχτόν αέρα
τα θέλω 'γω, να τα 'χω 'γω, να τα κρατώ κλεισμένα
Εδώ π' αγάπης τρέχουνε βρύσες χαριτωμένες
αηδονολάλειε στήθος μου, πριν το σπαθί σε σχίσει
Με σας να πέσω στο σπαθί κι άμποτε να 'μαι πρώτη
Τα μάτια δείχνουν έρωτα για τον απάνου κόσμο
Και στη θωριά του, είν' όμορφο το φως και μαγεμένο
Χωρίς φιλί, χαιρετισμό, χωρίς ματιά να δώσω
Τα σπλάχνα μου κι η θάλασσα ποτέ δεν ησυχάζουν
κι όσα άνθια θρέφει και καρπούς τόσ' άρματα σε κλειούνε





Το χάραμα επήρα

Το χάραμα επήρα του ήλιου το δρόμο,

κρεμώντας τη λύρα τη δίκαιη στον ώμο
κι απ’ όπου χαράζει έως όπου βυθά,
τα μάτια μου δεν είδαν
τόπον ενδοξότερον από τούτο το αλωνάκι.

Παράμερα στέκει ο άντρας και κλαίει
αργά το τουφέκι σηκώνει και λέει:
"Σε τούτο το χέρι τι κάνεις εσύ;
Ο εχθρός μου το ξέρει πως μου είσαι βαρύ".

Της μάνας ω λαύρα! Τα τέκνα τριγύρου
φθαρμένα και μαύρα, σαν ίσκιους ονείρου.
Λαλεί το πουλάκι στου πόνου τη γη
και βρίσκει σπειράκι και μάνα φθονεί.

Γρικούν να ταράζει του εχθρού τον αέρα
μιαν άλλη, που μοιάζει τ’ αντίλαλου πέρα
και ξάφνου πετιέται με τρόμου λαλιά
πολύ ώρα γρικιέται κι ο κόσμος βροντά.

Αμέριμνον όντας τ’ αράπη το στόμα
σφυρίζει, περνώντας στου Μάρκου το χώμα.
Διαβαίνει κι αγάλι ξαπλώνετ’ εκεί,
που εβγήκι η μεγάλη του Μπάιρον ψυχή.

Προβαίνει και κράζει
τα έθνη σκιασμένα.

Και ω πείνα και φρίκη!
Δε σκούζει σκυλί!

Και η μέρα προβαίνει,
τα νέφια συντρίβει.
Να, η νύχτα που βγαίνει
κι αστέρι δεν κρύβει.



Υπήρχαν όμως και οι κορυφαίοι του ευρωπαϊκού ρομαντισμού ποιητές, που δεν πρέπει να ξεχνάμε όπως τον Γερμανό Βίλχεμ Μίλερ που έγραψε 53 υπέροχα ποιήματα “Τραγούδια των Ελλήνων. Γράφει στο ποίημά του “Η Ελλάδα και ο κόσμος” 
Χωρίς τη Λευτεριά τι θα ήσουν εσύ, Ελλάδα;
Χωρίς εσένα, Ελλάδα, τι θα ήταν ο κόσμος;
Ελάτε σεις λαοί απ’ όλες τις Χώρες
Δείτε τα στήθια που σας θήλασαν
Με το καθαρό γάλα της σοφίας.


Και ο Λόρδος Βύρων, που πέθανε αγωνιζόμενος για την ελευθερία της πατρίδας μας στο Μεσολόγγι, έγραψε έξοχα ποιήματα:



Αδιάφορη τούτη η καρδιά θα μένει 
γιατί καρδιά καμμιά δεν συγκινεί: 
κι’ όμως απαρνημένη και θλιμμένη 
ματώνει στη στιγμή. 

Οι μέρες μου χλωμά κίτρινα φύλλα 
τ’ άνθη και της αγάπης οι καρποί 
είναι σκουλήκια βούρκος και σαπίλα 
και κούφιοι οι παλμοί. 

Οι σπίθες που μου φεύγουν απ’ τα σπλάχνα 
καθώς ηφαίστεια νησιού νεκρά 
φλόγες δεν βγάνουνε παρά μιαν άχνα 
σα νεκρικά πυρά. 

Τον κλήρο του έρωτα που συνταράζει 
ελπίδες και πόθους δεν έχω εγώ 
μηδέ σκοπό πάρεξ ένα μαράζι 
ένα βαρύ ζυγό. 

Και να μην πω: «ούτε έτσι – μήτε τώρα…» 
στα εξιλαστήρια πάθη της ζωής 
ηρώων στεφάνια πλέκονται οληνώρα 
θανάτου και τιμής. 

Βόλια και λάβαρα! Αχός, Ελλάδα 
φως μου, πώς με καλείς. Πολεμιστές 
και πάλι στης ασπίδας την απλάδα 
πεθαίνουν νικητές. 

Ω ξύπνα! Ελλάδα μου όχι συ, ξύπνα 
και βύζαξε τις ρίζες πνεύμα μου 
δυνάμωσε μες των Γραικών τα δείπνα 
με ένα νεύμα μου. 

Πείνες της σάρκας, ηδονές και πάθος 
τα βδελυρά και τερατόμορφα 
Όχι! Κύττα την ομορφιά σαν λάθος 
σε πρόσωπα όμορφα. 

Αν κλαις τη νιότη σου, τότε μη ζήσεις! 
Χρέος και θάνατος σωστός εδώ 
με σφαίρες τη ζωή σου να σφαλίσεις 
στο χώμα αυτό. 

Γύρνα με περιέργεια το κεφάλι
μέτρα καλά, να ’ναι φαρδύς-πλατύς 
ο τάφος σου, κι’ ύστερα από την ζάλη 
πέσε ν’ αναπαυτείς. 


Αλλά και ο  μεγάλος Ρώσος ποιητής Αλέξαδρος Πούσκιν ενθουσιασμένος απ' το κίνημα του Αλέξανδρου Υψηλάντη στη Μολδοβλαχία αναφωνεί:  

Εμπρός στυλώσου Ελλάδα επαναστάτισσα
Βάστα γερά στο χέρι τ’ άρματά σου,
Μάταια δεν ξεσηκώθηκε ο Όλυμπος
Η Πίνδος, οι Θερμοπύλες δοξάσμά σου
Απ’ τα βαθιά σου σπλάχνα ξεπετάχτηκε
Η λευτεριά ολόφωτη, γενναία
Κι από τον τάφο του Σοφοκλή απ’ τα μάρμαρα
Της Αθήνας πάντα ιερά σου και νέα
Θεών και ηρώων πατρίδα, σπάζεις άξαφνα
Το ζυγό σου και την ενάντια μοίρα
Με την ηχώ που βγαίνει του Τυργαίου σου
Του Μπάιρον και του Ρήγα άξια λύρα.




Σάββατο 21 Μαρτίου 2020

Όταν η μουσική ανταμώνει την ποίηση...

Όταν η μουσική και η ποίηση αγκαλιάζονται σαν εραστές...!
Η πατρίδα μας έχει μια μεγάλη, πολύ μεγάλη “προίκα” από ποιητικούς θησαυρούς, μια και σ' αυτή τη γωνιά της γης όχι μόνο γεννήθηκαν αλλά και μεγάλωσαν μερικοί απ' τους μεγαλύτερους ποιητές του κόσμου, που αναγνωρίστηκαν παγκόσμια αυτοί και το έργα τους. 
Ο πλούτος μας μεγάλος, ανεξάντλητος, ευλογημένος όποιος  στην καρδιά του τον κλείνει... 
καλή ακρόαση...!

Μαρίνα πράσινο μου αστέρι Μαρίνα φως του αυγερινού Μαρίνα μου άγριο περιστέρι και κρίνο του καλοκαιριού Δώσε μου δυόσμο να μυρίσω, λουίζα και βασιλικό, μαζί μ’ αυτά να σε φιλήσω, και τι να πρωτοθυμηθώ Τη βρύση με τα περιστέρια, των αρχαγγέλων το σπαθί, το περιβόλι με τ’ αστέρια, και το πηγάδι το βαθύ Τις νύχτες που σε σεργιανούσα, στην άλλη άκρη τ’ ουρανού και ν’ ανεβαίνεις σε θωρούσα, σαν αδελφή του αυγερινού



Ποίηση: Γιώργος Σεφέρης, ΕΠΙΦΑΝΙΑ, 1937. Μουσική: Μίκης Θεοδωράκης
Τ' ανθισμένο πέλαγο και τα βουνά στη χάση του φεγγαριού η μεγάλη πέτρα κοντά στις αραποσυκιές και τ' ασφοδίλια το σταμνί πού δεν ήθελε να στερέψει στο τέλος της μέρας και το κλειστό κρεββάτι κοντά στα κυπαρίσσια και τα μαλλιά σου χρυσά• τ' άστρα του Κύκνου κι εκείνο τ' άστρο ο Αλδεβαράν. Κράτησα τη ζωή μου, κράτησα τη ζωή μου ταξιδεύοντας ανάμεσα σε κίτρινα δέντρα κατά το πλάγιασμα της βροχής σε σιωπηλές πλαγιές φορτωμένες με τα φύλλα της οξυάς, καμμιά φωτιά στην κορυφή τους• βραδυάζει. Κράτησα τη ζωή μου• στ' αριστερό σου χέρι μια γραμμή μια χαρακιά στο γόνατό σου, τάχα να υπάρχουν στην άμμο τού περασμένου καλοκαιριού τάχα να μένουν εκεί πού φύσηξε ό βοριάς καθώς ακούω γύρω στην παγωμένη λίμνη την ξένη φωνή. Τα πρόσωπα πού βλέπω δε ρωτούν, μήτε η γυναίκα περπατώντας σκυφτή, βυζαίνοντας το παιδί της. Ανεβαίνω τα βουνά· μελανιασμένες λαγκαδιές• o χιονισμένος κάμπος, ώς πέρα ο χιονισμένος κάμπος, τίποτε δε ρωτούν, μήτε o καιρός κλειστός σε βουβά ερμοκκλήσια, μήτε τα χέρια που απλώνονται για να γυρέψουν, κι οι δρόμοι. Κράτησα τη ζωή μου ψιθυριστά μέσα στην απέραντη σιωπή, δεν ξέρω πια να μιλήσω, μήτε να συλλογιστώ• ψίθυροι σαν την ανάσα του κυπαρισσιού τη νύχτα εκείνη σαν την ανθρώπινη φωνή της νυχτερινής θάλασσας στα χαλίκια σαν την ανάμνηση της φωνής σου λέγοντας «ευτυχία». Κλείνω τα μάτια γυρεύοντας το μυστικό συναπάντημα των νερών κάτω απ τον πάγο το χαμογέλιο τής θάλασσας τα κλειστά πηγάδια ψηλαφώντας με τις δικές μου φλέβες τις φλέβες εκείνες πού μου ξεφεύγουν εκεί πού τελειώνουν τα νερολούλουδα κι αυτός ό άνθρωπος πού βηματίζει τυφλός πάνω στο χιόνι τής σιωπής. (ΚΡΑΤΗΣΑ ΤΗ ΖΩΗ ΜΟΥ -Β΄) Κράτησα τη ζωή μου, μαζί του, γυρεύοντας το νερό πού σ' αγγίζει στάλες βαρειές πάνω στα πράσινα φύλλα, στο πρόσωπό σου, μέσα στον άδειο κήπο, στάλες στην ακίνητη δεξαμενή, βρίσκοντας έναν κύκνο νεκρό μέσα στα κάτασπρα φτερά του, δέντρα ζωντανά και τα μάτια σου προσηλωμένα. Ο δρόμος αυτός δεν τελειώνει, δεν έχει αλλαγή, όσο γυρεύεις να θυμηθείς τα παιδικά σου χρόνια, εκείνους πού έφυγαν, εκείνους πού χάθηκαν μέσα στον ύπνο• τους πελαγίσιους τάφους, όσο ζητάς τα σώματα πού αγάπησες να σκύψουν κάτω από τα σκληρά κλωνάρια τών πλατάνων εκεί πού στάθηκε μια αχτίδα τού ήλιου γυμνωμένη και σκίρτησε ένας σκύλος και φτεροκόπησε ή καρδιά σου, ο δρόμος δεν έχει αλλαγή· κράτησα τη ζωή μου.


Μέρα μαγιού  ΘΕΟΔΩΡΑΚΗΣ - ΡΙΤΣΟΣ - ΜΠΙΘΙΚΩΤΣΗΣ

Μέρα Μαγιού μου μίσεψες μέρα Μαγιού σε χάνω άνοιξη γιε που αγάπαγες κι ανέβαινες απάνω Στο λιακωτό και κοίταζες και δίχως να χορταίνεις άρμεγες με τα μάτια σου το φως της οικουμένης Και μου ιστορούσες με φωνή γλυκιά ζεστή κι αντρίκεια τόσα όσα μήτε του γιαλού δεν φτάνουν τα χαλίκια Και μου 'λεγες πως όλ' αυτά τα ωραία θα ‘ν' δικά μας και τώρα εσβήστης κι έσβησε το φέγγος κι η φωτιά μας


Ανοίγω το στόμα μου - 1964 Στίχοι: Οδυσσέας Ελύτης Μουσική: Μίκης Θεοδωράκης
Ανοίγω το στόμα μου κι αναγαλλιάζει το πέλαγος και παίρνει τα λόγια μου στις σκοτεινές του τις σπηλιές και στις φώκιες τις μικρές τα ψιθυρίζει τις νύχτες που κλαιν των ανθρώπων τα βάσανα. Χαράζω τις φλέβες μου και κοκκινίζουν τα όνειρα και τσέρκουλα γίνονται στις γειτονιές των παιδιών και σεντόνια στις κοπέλες που αγρυπνούνε κρυφά για ν’ ακούν των ερώτων τα θαύματα.


Νύχτα Μαγικιά - ΧΑΙΡΕΤΙΣΜΟΙ
Στίχοι: Γιάννης Θεοδωράκης Μουσική: Μίκης Θεοδωράκης

Νύχτα μαγικιά, μια σκιά περνά σκέψου τώρα τη φωνή που σου ’λεγε, ποτέ, ποτέ μαζί. Βάδιζα σκυφτός, ήσουν ουρανός με των άστρων τη μουσική μου τραγουδάς, ποτέ, ποτέ μαζί Μάγισσα χλωμή, το στερνό σου φιλί ξεχασμένη μουσική μια μαχαιριά, ποτέ, ποτέ μαζί.


Μανώλης Μητσιάς - Τσάμικος (Χατζηδάκις - Γκάτσος)

Στα κακοτράχαλα τα βουνά με το σουραύλι και το ζουρνά πάνω στην πέτρα την αγιασμένη χορεύουν τώρα τρεις ανδρειωμένοι, ο Νικηφόρος κι ο Διγενής κι ο γιος της Άννας της Κομνηνής. Δική τους είναι μια φλούδα γης κι εσύ Χριστέ μου τους ευλογείς για να γλιτώσουν αυτή τη φλούδα απ’ το τσακάλι και την αρκούδα. Δες πως χορεύει ο Νικηταράς, κι αηδόνι γίνεται ο ταμπουράς. Από την Ήπειρο στο Μωριά, κι απ’ το σκοτάδι στη λευτεριά. Το πανηγύρι κρατάει χρόνια στα μαρμαρένια του χάρου αλώνια. Κριτής κι αφέντης είν’ ο Θεός και δραγουμάνος του ο λαός.


Κεμάλ, Γκάτσος - Χατζηδακις

Ακούστε την ιστορία του Κεμάλ ενός νεαρού πρίγκιπα, της ανατολής απόγονου του Σεβάχ του θαλασσινού, που νόμισε ότι μπορεί να αλλάξει τον κόσμο αλλά πικρές οι βουλές του Αλλάχ και σκοτεινές οι ψυχές των ανθρώπων Στης Ανατολής τα μέρη μια φορά και ένα καιρό ήταν άδειο το κεμέρι, μουχλιασμένο το νερό στη Μοσσούλη, τη Βασσόρα, στην παλιά τη χουρμαδιά πικραμένα κλαίνε τώρα της ερήμου τα παιδιά Κι ένας νέος από σόι και γενιά βασιλική αγροικάει το μοιρολόι και τραβάει κατά εκεί τον κοιτάν οι Βεδουίνοι με ματιά λυπητερή κι όρκο στον Αλλάχ τους δίνει, πως θ’ αλλάξουν οι καιροί Σαν ακούσαν οι αρχόντοι του παιδιού την αφοβιά ξεκινάν με λύκου δόντι και με λιονταριού προβιά απ’ τον Τίγρη στον Ευφράτη, απ’ τη γη στον ουρανό κυνηγάν τον αποστάτη να τον πιάσουν ζωντανό Πέφτουν πάνω του τα στίφη, σαν ακράτητα σκυλιά και τον πάνε στο χαλίφη να του βάλει την θηλιά μαύρο μέλι μαύρο γάλα ήπιε εκείνο το πρωΐ πριν αφήσει στην κρεμάλα τη στερνή του την πνοή Με δύο γέρικες καμήλες μ’ ένα κόκκινο φαρί στου παράδεισου τις πύλες ο προφήτης καρτερεί πάνε τώρα χέρι χέρι κι είναι γύρω συννεφιά μα της Δαμασκού τ’ αστέρι τους κρατούσε συντροφιά Σ’ ένα μήνα σ’ ένα χρόνο βλέπουν μπρος τους τον Αλλάχ που από τον ψηλό του θρόνο λέει στον άμυαλο Σεβάχ: "νικημένο μου ξεφτέρι δεν αλλάζουν οι καιροί, με φωτιά και με μαχαίρι πάντα ο κόσμος προχωρεί" Καληνύχτα Κεμάλ, αυτός ο κόσμος δε θα αλλάξει ποτέ.


Αθανασία. Γκάτσος Χατζηδάκις
Τι ζητάς αθανασία στο μπαλκόνι μου μπροστά,
δε μου δίνεις σημασία κι η καρδιά μου πώς βαστά.
Σ’ αγαπήσανε στον κόσμο βασιλιάδες, ποιητές,
κι ένα κλωναράκι δυόσμο δεν τους χάρισες ποτές.

Είσαι σκληρή σαν του θανάτου τη γροθιά,
μα 'ρθαν καιροί που σε πιστέψαμε βαθιά.
Κάθε γενιά δική της θέλει να γενείς,
Ομορφονιά που δε σε κέρδισε κανείς.

Τι ζητάς αθανασία στο μπαλκόνι μου μπροστά,
ποια παράξενη θυσία η ζωή να σου χρωστά.
Ήρθαν διψασμένοι Κροίσοι, ταπεινοί προσκυνητές,
κι απ’ του κήπου σου τη βρύση δεν τους δρόσισες ποτές.

Είσαι σκληρή σαν του θανάτου τη γροθιά,
μα 'ρθαν καιροί που σε πιστέψανε βαθιά.
Κάθε γενιά δική της θέλει να γενείς,
Ομορφονιά που δε σε κέρδισε κανείς.

Με την πρώτη σταγόνα της βροχής, Ελύτης, Χατζηδάκις

Με την πρώτη σταγόνα της βροχής σκοτώθηκε το καλοκαίρι,
μουσκέψανε τα λόγια που είχανε γεννήσει αστροφεγγιές,
όλα τα λόγια που είχανε μοναδικό τους προορισμόν Εσένα!
Πριν απ' τα μάτια μου ήσουν φως,
πριν απ' τον έρωτα έρωτας
κι όταν σε πήρε το φιλί
γυναίκα.
Κατά πού θ' απλώσουμε τα χέρια μας
τώρα που δε μας λογαριάζει πια ο καιρός;
Κατά πού θ' αφήσουμε τα μάτια μας
τώρα που οι μακρινές γραμμές ναυάγησαν στα σύννεφα;
Κι είμαστε μόνοι ολομόναχοι
τριγυρισμένοι απ' τις νεκρές εικόνες σου.
Πριν απ' τα μάτια μου ήσουν φως
πριν απ' τον έρωτα έρωτας
κι όταν σε πήρε το φιλί
γυναίκα



Σ' αγαπώ, Μυρτιώτισσα, Χατζηδάκις

Σ' αγαπώ, δεν μπορώ Τίποτ' άλλο να πω Πιο βαθύ, πιο απλό Πιο μεγάλο! Μπρος στα πόδια σου εδώ Με λαχτάρα σκορπώ Τον πολύφυλλο ανθό Της ζωής μου Τα δυο χέρια μου, να... Στα προσφέρω δετά Για να γείρεις γλυκά Το κεφάλι Κι η καρδιά μου σκιρτά Κι όλη ζήλια ζητά Να σου γίνει ως αυτά Προσκεφάλι Ω μελίσσι μου, πιες Απ' αυτόν τις γλυκές Τις αγνές ευωδιές Της ψυχής μου! Σ' αγαπώ τι μπορώ Ακριβέ να σου πω Πιο βαθύ, πιο απλό Πιο μεγάλο;



Ήρθε ο καιρός, Γκάτσος, Ξαρχάκος

Εσείς που βάλατε την έγνοια προσκεφάλι κι είχατε στρώμα της ζωής την ερημιά Εσείς που χρόνια δε σηκώσατε κεφάλι και καλοσύνη δε σας άγγιξε καμιά Ηρθε ο καιρός, ήρθε ο καιρός πάνω στου κόσμου την πληγή ήρθε ο καιρός, ήρθε ο καιρός να ξαναχτίσετε την γη. Εσείς αδέρφια που ποτέ δεν βγάλατε άχνα κι ούτε ξημέρωσε στην πόρτα σας γιορτή εσείς που η πίκρα σας πλημμύρισε τα σπλάχνα κι όλοι σάς βλέπανε σαν άγραφο χαρτί. 




Οι πρώτοι και οι δεύτεροι, Γκάτσος, Ξαρχάκος

Στο χώμα τούτο το σκληρό που `ναι η βροχή αγγέλων δάκρυ
ποτέ δεν είχαμε νερό κι αλαφιασμένοι σε μιαν άκρη
αρχίζαμε μονομαχία με τα στοιχειά και τα στοιχεία

Έτσι περπάταγε η ζωή πότε στραβά και πότε ίσια
μέσ’ απ’ του κόσμου τη βουή να πάει γραμμή για τα Ηλύσια
μ’ αίμα ραντίζοντας και σκόνη το παθιασμένο της βαγόνι

Θεε μου γιατί γιατί γιατί κείνοι που σκύβουν το κεφάλι
και τεμενάδες κάνουν πάλι στον τύραννο και στον προδότη
Θεε μου γιατί γιατί γιατί να `ρχονται κείνοι πάντα πρώτοι
κι εμείς οι αγνοί κι ελεύτεροι να `μαστε πάντα δεύτεροι;



Το προσκύνημα, Ι.Καμπανέλλης, Ξαρχάκος

Πάμε κι εμείς στην αυλή του φθινοπώρου
πίσω απ’ τα πετρωμένα στάχυα του καλοκαιριού
πάμε κι εμείς στα παιδιά που κοιμήθηκαν
κάτω απ’ τα ματωμένα νύχια του περιστεριού
πάμε να δεις στην αυλή που μεγάλωσαν

Δυο παιδιά ερωτευμένα
δυο παιδιά του χαμού

Ορέστη απ’ το Βόλο
Μαρία απ’ τη Σπάρτη
γυρεύω το γιο μου
Μαρία απ’ τη Σπάρτη
Ορέστη απ’ το Βόλο
την κόρη μου θέλω

Δυο παιδιά ερωτευμένα
δυο παιδιά του Χαμού

Ορέστη απ’ το Βόλο
Μαρία απ’ τη Σπάρτη
γυρεύω το γιο μου
Μαρία απ’ τη Σπάρτη
Ορέστη απ’ το Βόλο
την κόρη μου θέλω




Φίλοι κι αδέλφια, Καμπανέλλης, Ξαρχάκος

Φίλοι κι αδέλφια, μανάδες, γέροι και παιδιά
στα παραθύρια βγείτε και θωρείτε
ποιοι περπατούν στα σκοτεινά και σεργιανούνε στα στενά
φίλοι κι αδέλφια, μανάδες, γέροι και παιδιά.
Γράφουν σημάδια, μηνύματα στο βασιλιά
σα δε φωνάξεις έβγα να το γράψεις
να μην σ' ακούσουν τα σκυλιά βγάλε φωνή χωρίς μιλιά
σημάδια και μηνύματα στο βασιλιά.
Ήταν στρατιώτες, καπεταναίοι και λαϊκοί,
όρκο σταυρώσαν πάνω στο σπαθί τους
η λευτεριά να μην χαθεί, όρκο σταυρώσαν στο σπαθί
καπεταναίοι, στρατιώτες, λαϊκοί.
Κι όπου φοβάται φωνή ν' ακούει απ' το λαό
σ' έρημο τόπο ζει και βασιλεύει,
κάστρο φυλάει ερημικό, έχει το φόβο φυλαχτό
όπου φωνή φοβάται ν' ακούει απ' το λαό.