Δε ζυγιάζω, δε μετρώ, δε βολεύομαι! Ακολουθώ το βαθύ μου χτυποκάρδι...

Νίκος Καζαντζάκης, Ασκητική


Κυριακή 23 Ιανουαρίου 2022

Ένα απόσπασμα απ' το μυθιστόρημα "Ο χορός των θεριστών" της Γ.Σταυριανέα και Β.Σμπαρούνη

 


Η Γοργώ και η Μελίνα. Δύο κορίτσια που μέσα από τα προσωπικά τους αδιέξοδα ακολούθησαν την “πρόκληση ζωή”, δραπετεύοντας από το κοινωνικό σύστημα, με μοναδική καβάτζα τη δύναμη της ηλικίας τους. Συναντιούνται τυχαία στη Ρώμη, κι αποφασίζουν να συγκατοικήσουν, παίζοντας ριψοκίνδυνα το παιχνίδι της επιβίωσης. Ώσπου εντελώς αναπάντεχα, ακολουθώντας τυφλά το δρόμο της πρόκλησης, βρίσκονται να ζουν σ' ένα δικός του ανεμόμυλο στην Αντίπαρο. Χωρία να το επιδιώξουν, μπλέκονται σ' ένα παιχνίδι συνειδησιακών συγκρούσεων, εκτεθειμένες σε επικίνδυνες και βίαιες καταστάσεις...και ο χορός των θεριστών αρχίζει!



Αν σας άρεσε το βίντεο μπορείτε να εγγραφείτε στο κανάλι μου Λόγος με tempo



Δευτέρα 10 Ιανουαρίου 2022

Άη Στράτης, τον νησί των εξόριστων, ένα νησί μνήμης

φωτό:aygi.gr
Άι Στράτης, ένα μικρό νησί ριγμένο στο πέλαγος, ένας τόπος εξορίας και μαρτυρίου αγωνιστών. Ένας τόπος μνήμης

ΚΩΣΤΑΣ ΒΑΡΝΑΛΗΣ: Χαλάλι της η εξορία! Αυτή μάς έκανε πραγματικά «επικίνδυνους»
φωτό:risospastis.gr

Σωζόμενο συρματόπλεγμα του στρατοπέδου

Στην εξορία (Οχτώβρης 1935)

Μας σιδεροδέσανε τα χέρια
και μας κλείσαν ολούθε μαλινχέρια.

Μας μετρήσανε, κάπου εξηνταριά,
και μας ζυγιάσαν την ψυχή – βαριά!

Μουδιάσανε σφιχτόδετα καιρό
χέρι δεξί με χέρι αριστερό.

Μουδιασμένο και τ’ άλλο μας, που εκράτει02 Κομμάτι 2.mp3
βαλίτσα ή δέμα για τον Άη – Στράτη.

Κατάχαμ’ Αρετή, Μυαλό και Νιάτα!
Τον κάλλιον ο χειρότερος επάτα…

Τυχερέ, κείνο τ’ άθλιο δειλινό
σε δέσαν με το Δάσκαλο Γληνό.

Μεγάλα μάτια αστραφτερά, στητός
κι ατάραγος πάνου απ’ τη Μοίρα αφτός,

κοιτούσε την ερχόμενην ευδία.
Συ νεβρικός από την αηδία.

Μαζί μας, τελεφταίοι, με το βαπόρι
πρεζάκηδες, αλάνια, λαθρεμπόροι.

Ξεπίτηδες, για να φανεί, πως ίσια
λογιούνται η Λεφτεριά και τα χασίσια.

Μα το καλογεράκι απ’ τ’ Αγιονόρος,
που πέταξε τα ράσα, ο θεοφόρος,

και το πιάσανε νύχτα στην Ομόνοια,
ξουρισμένα μουστάκια και σαγόνια,

μαζί μας δεν το δέσανε. Βλακεία
να πομπέψουν πατρίδα και θρησκεία!

Έτσι μας εφορτώσαν στο βαπόρι,
τους πατριώτες οι πατριδεμπόροι.

Εξορία στο λαό, χέρια δεμένα,
για να ρθει ο Εξορισμένος απ’ τα ξένα,

να χωρίσει το Έθνος και να βάλει
τη μια μεριά να πολεμάει την άλλη.





φωτό:risospastis.gr
                      Σωζόμενα ερείπια κτιρίων του στρατοπέδου

«(…)Μόλις πατήσαμε στη στεριά βρεθήκαμε τριγυρισμένοι από τους ογδόντα παλιούς συντρόφους του νησιού. Πρόσωπα γελαστά μα και σοβαρά και αποφασιστικά χέρια, μας σφίγγουνε αδελφικά. Στη στιγμή νιώθουμε, πως είμαστε εκατόν δέκα τρεις όλοι μαζί, ένας άνθρωπος, μια ψυχή, μια δύναμη, μια θέληση. Ο καθένας μας εκατονταπλασιάστηκε. Τι έγιναν οι βαλίτσες μας; Πώς βρέθηκαν στο κατάστημα της αστυνομίας και ύστερα πέρα στην κολλεχτίβα; Σα να μας σηκώνουν στα χέρια, σα να μην πατούμε στη γη. Καθώς προχωρούμε όλοι μαζί δίπλα στο ποταμάκι, καθώς περνούμε το γεφύρι, καθώς αντικρύζουμε το πηγάδι του χωριού με την ψηλή πεζούλα γύρω – γύρω, καθώς μπαίνουμε στον αυλόγυρο της κολλεχτιβιστικής κουζίνας και παίρνουμε θέση γύρω στα τραπέζια, που είναι φτιαγμένα από βέργες μαυροδάφνης κάτω από σκιάδα φτιαγμένη από τις ίδιες βέργες και σκεπασμένες με κλαδιά βαλανιδιάς, όλα μας φαίνουνται πως γίνονται σαν μέσα σ’ ένα όνειρο, ειδυλλιακά κι’ ανάλαφρα. Εκείνη τη στιγμή δε μου έκανε καμιά εντύπωση, πώς το πιάτο που μου έφεραν τις ζεστές μαρίδες είτανε τόσο ξεφλουδιασμένο και το μαύρο ψωμί τόσο λασπωμένο. Δε έβλεπα τίποτε άλλο, παρά τους συντρόφους πού έτρεχαν γελαστοί και πρόθυμοι να προλάβουνε κάθε πεθυμιά μας, κάθε σκέψη μας, να μας δώσουν ότι χρειαζόμαστε, να μας σηκώσουνε κάθε βάρος από την ψυχή, να μας δείξουν από την  πρώτη στιγμή, πόσο μπορεί κανείς έχοντας μέσα στην ψυχή ένα φωτεινό ιδανικό και τη συντροφικότητα την αδελφοσύνη παραστάτη, μπορεί να ρίχνεται και μέσα  στο καμίνι χωρίς να καίγεται, να περπατάει με γυμνά τα πόδια πάνω σε αγκάθια και καρφιά χωρίς να πληγώνεται, να ζήσει χρόνια εξορία και φυλακή χωρίς να χάσει το γέλιο από τα χείλη του, να αντικρίσει την πείνα, την κακοπέραση, χωρίς να λυγίσει η ψυχή του(…)».

Δημήτρης Γληνός



Το ποίημα του Γιάννη Ρίτσου: 

Αγαπημένε μου Ζολιό, σου γράφω από τον Άη Στράτη,

Βρισκόμαστε εδώ πέρα, κάπου τρεις χιλιάδες

άνθρωποι απλοί, δουλευτάδες, γραμματιζούμενοι

με μια τρύπια κουβέρτα στον ώμο μας

μ’ένα κρεμμύδι, πέντε ελιές κ’ένα ξεροκάματο φως στο ταγάρι μας

άνθρωποι απλοί σαν τα δέντρα μπροστά στον ήλιο

άνθρωποι που δεν έχουμε άλλο κρίμα στο λαιμό μας

εξόν μονάχα που αγαπάμε όπως και συ

τη λευτεριά και την ειρήνη.”

Εγώ Άη-Στράτη δε φοβάμαι
είναι κι αυτή μια Ελληνική γωνιά
τα μαύρα τα μαλλιά μας κι αν ασπρίσαν
δε μας τρομάζει η βαρυχειμωνιά.


Τρίτη 4 Ιανουαρίου 2022

Ανεμόμυλοι, αυτοί οι πέτρινοι πύργοι...

Ανεμόμυλοι, οι πέτρινοι αυτοί πύργοι σε σχήμα κυλινδρικό, που ξεπροβάλλουν διάσπαρτοι πάνω στις κορυφογραμμές των λόφων, αυτοί οι γίγαντες που στέκονται αγέρωχοι ανάμεσα σε γη κι ουρανό, δεν είναι μόνο ένα σήμα κατατεθέν των Κυκλάδων αλλά και μια πηγή έμπνευσης για πολλούς ζωγράφους,ποιητές και λογοτέχνες.

 




"Στον ανεμόμυλο, στο χάλασμα, την ώρα που της αυγής το χαμογέλασμα ροδίζει,ταράζουν τα ψαρόπουλα τον πράον αέρα με ξαφνικά κραξίματα και με παιγνίδια,5και τ’ αλαφρά μονόξυλα που τα προσμένουντινάζονται ανυπόμονα σαν τα φτερούγιατων πουλιών που δετά τα πόδια του κρατιένται,και γύρω η λιμνοθάλασσα λευκοχαράζεισαν ένα ολάνοιχτο μαργαριταροστρείδι.10Στον ανεμόμυλο, στο χάλασμα, όταν καίεισαν πυρωμένο σίδερο το μεσημέρι,με τη βαριά πνοή του μολυβένιος ύπνοςρουφάει θαλασσινούς και καραβοκυραίους·δεν τρίζουν στ’ αργασμένα χέρια τα καμάκια,15μόνο τα ψάρια στο δροσόκοσμο σαλεύουν.Και γύρω η λιμνοθάλασσα λαμποκοπάεισα σκουτάρι ασημένιο φλωροκαπνισμένο.Στον ανεμόμυλο, στο χάλασμα, την ώραπου βασιλεύει ο ήλιος μ’ όλη του τη δόξα,20τρέχουν και ψάχνουν γι’ αλαφρόπετρες τ’ αγόρια,και για γλυκιές ματιές οι νιες κι οι νιοι, και στέκουνκαι ψάχνουνε για ενθύμησες οι γέροι, και είναιτα γερατειά ιλαρά, στοχαστικά τα νιάτα·και γύρω η λιμνοθάλασσα πορφυροφέρνει25σαν κήπος πυκνοφύτευτος από γεράνια.Στον ανεμόμυλο, στο χάλασμα, την ώραπου τα κρυφά μεσάνυχτα σιγογλιστράνε,από τα νεραϊδόσπηλ’ αεροφερμένοισ’ άλογα με κορμιά απ’ αχνούς, με χήτη αχτίδες,30νέραϊδοι και νεράιδες τραγουδάν και λούζουνδιαμαντένιες θωριές, και κάνουν την αγάπη,και γύρω η λιμνοθάλασσα η βασιλοπούλαγια φόρεμα φορεί τον ουρανό με τ’ άστρα.Στον ανεμόμυλο, στο χάλασμα, μιαν ώρα35πριν της αυγής το χαμογέλασμα ροδίσει,των τουρκομάχων ο λαός γυρνά απ’ τον Άδη,ξαναφιλεί τη γη την πολεμοθρεμμένη,το χάλασμα σαν κάστρο το ξαναστυλώνει,βροντάν τα καριοφίλια, αντιλαλούν οι νίκες,40και γύρω η λιμνοθάλασσα γοργοσπαράζεισαν ολόμαυρο μάτι από θυμό αναμμένο. Στον ανεμόμυλο Κωστής Παλαμάς


"Οι ώρες έρχονται που αγάπησαν τις ώρες μας
Σαν άσπρες ξεγνοιασιές ανεμομύλων οι ώρες έρχονται που αγάπησαν τις ώρες μας
Με βήμα τελετουργικό σε λυγερή προϋπάντηση Μαρτίων οι ώρες έρχονται που αγάπησαν τις ώρες μας!

Από τη συλλογή Προσανατολισμοί (1940) του Οδυσσέα Ελύτη

Γοργώ

Το εσωτερικό του μύλου ήταν πραγματική έκπληξη για μένα. Ήταν ντυμένος με ξύλινη επένδυση και έπιπλα σε χω­ριάτικο στυλ. Ο κάτω όροφος ήταν χωρισμένος σε κουζίνα και καθιστικό με μεγάλους στρογγυλούς πάγκους. Είχε

ένα πέτρινο τζάκι και μαξιλάρες ριγμένες μπροστά του στο πάτωμα. Μια στρογγυλή ξύλινη σκάλα οδηγούσε σ’ ένα μι­κρό δωμάτιο όπου υπήρχε ένα μεγάλο διπλό κρεβάτι σκεπα­σμένο από μια δαντελένια κουνουπιέρα. Η σκάλα
συνέχιζε σ’ ένα ακόμα επίπεδο, σχεδόν σοφίτα, όπου υπήρχε άλλο ένα μικρότερο κρεβάτι σκεπασμένο με μια κόκκινη φλοκάτη. Μικρά γαλάζια παραθυράκια φώτιζαν το χώρο έχο­ντας παράλληλα μια θαυμάσια θέα προς τη θάλασσα. Η μυ­ρωδιά της μούχλας και η απίστευτη σκόνη έδιναν μια όψη θρίλερ στην ατμόσφαιρα. Έκλεισα τα μάτια προσπαθώντας να το φανταστώ καθαρό και περιποιημένο. Το αγάπησα από την πρώτη στιγμή. Δεν μπορώ να πω το ίδιο και για τη Μελί­να την οποία βρήκα να κάθεται οκλαδόν στο πάτωμα με το κεφάλι μέσα στα χέρια της προσπαθώντας να καταλάβει αν αυτό της συνέβαινε στ’ αλήθεια ή αν έβλεπε ένα κακό όνειρο.

«Όταν θα το καθαρίσουμε και θα το φτιάξουμε θα γίνει ένα κουκλί» της είπα παρηγορώντας την. «Έλα ρε χαζό μη κωλώνεις. Εντάξει θέλει πολύ δουλειά όμως είναι δικό μας. Θα κάνουμε ότι θέλουμε».


Μελίνα


Την επόμενη μέρα ξύπνησα από το άγριο χάραμα. Αθόρυβα μη και ξυπνήσω τη Γοργώ, άνοιξα τη πόρτα και βγήκα έξω. Πρώτη μέρα στη πατρίδα δεν ήθελα με τίπο­τα να χάσω την ανατολή.Περπάτησα μέχρι τη λιάστρα, το αλώνι που ήταν λίγα μέτρα πιο πέρα και κάθισα χάμω, ενώνοντας τη σιωπή μου με κείνη των άλλων ζωντανών της πλάσης. Η μυρωδιά από το νοτισμένο χώρα, η αναμιγμένη με την αύρα της θάλασσας, η χάρη και η γλύκα της στιγμής μ’ έκαναν να αναριγήσω από συγκίνηση, που κι εγώ ήμουν ένα κομμάτι της φύσης άρρηκτα δεμένο μαζί της.

Δεν ξέρω αλλά με μιας έφτιαξε η διάθεσή μου. Ακόμα κι ο ανεμόμυλος που στεκόταν μόνος και ξεχασμένος ανάμεσα σε γη κι ουρανό φάνταζε διαφορετικά τώρα μπροστά στα μάτια μου, έτσι όπως λουζόταν απ’ τα χρώματα της αυγής. Τελικά η Γοργώ είχε δίκιο όταν μου έλεγε χθες πως με λίγη φαντασία και πολύ δουλειά το καινούργιο μας ορμητήριο θα γινόταν ένα κουκλί, ένα πραγματικό στολίδι που θα το ζή­λευαν όλοι. «Τέρμα η τεμπελιά, ώρα για δουλειά» είπα στον εαυτό μου και σηκώθηκα σαν ελατήριο, ευχαριστώντας από καρδιάς τη γιαγιά Γοργώ, που με το δώρο της αυτό άγγιζα κι εγώ μιαν ακρούλα του ονείρου.

Απόσπασμα απ' το βιβλίο "Ο χορός των θεριστών"