Δε ζυγιάζω, δε μετρώ, δε βολεύομαι! Ακολουθώ το βαθύ μου χτυποκάρδι...

Νίκος Καζαντζάκης, Ασκητική


Τετάρτη 23 Ιανουαρίου 2013

Ο ΧΟΡΟΣ ΤΩΝ ΘΕΡΙΣΤΩΝ ΚΕΦΑΛΑΙΟ 34ο


Το Οδύσσειο έτρεμε από τα χειροκροτήματα και τα μπράβο. Η κυρία
Φωτεινή ήρθε τρέχοντας προς το μέρος μας και μας αγκάλιασε.
«Μπράβο, μπράβο σε όλους σας» φώναξε ενθουσιασμένη μοιράζοντας
φιλιά.
«Είσαι καλά;» με πήρε παράμερα η Μελίνα βλέποντας με έτοιμη να κα-
ταρρεύσω.
«Δεν ήθελα να γίνει έτσι» ψέλλισα. «Η βία, πάντα φέρνει βία».
«Ακριβώς όπως το είπες είναι. Πήγαιναν γυρεύοντας» είπε η Μελίνα
σφίγγοντας με στην αγκαλιά της, «Έλα, πάμε πίσω. Δεν πρέπει ο κόσμος να
καταλάβει τίποτα. Ας τους αφήσουμε να φύγουν με ότι πήραν απόψε από την
παράσταση. Αύριο ξημερώνει μια καινούργια μέρα» συνέχισε, και παίρνοντας
με από το μπράτσο ανακατευτήκαμε με το πλήθος που έδινε συγχαρητήρια
στην κυρία Φωτεινή.
Με την ανατολή του ήλιου όλα φωτίστηκαν αλλιώς. Η ζωή είχε βάλει με το
δικό της τρόπο άλλη μια τελεία. Έπρεπε να αποφασίσουμε τι θα κάνουμε με
τις ζωές μας. Ο μύλος είχε καταστραφεί. Ο θρίαμβος της παράστασης, είχε
ήδη γίνει για μας χθες. Τα πράγματα θα ακολουθούσαν την πορεία τους και
εμείς τη δική μας.
«Τι σκέφτεσαι;» με ρώτησε η Μελίνα καθισμένη στην ξύλινη κούνια που
κρεμόταν κάτω από ένα γέρικο δέντρο στην αυλή.
«Νοιώθω να ωρίμασα ξαφνικά» είπα στη φίλη μου σπρώχνοντας ελαφρά
την κούνια. «Και ξέρεις κάτι; Δεν είμαι σίγουρη ότι μου αρέσει αυτό. Για να
πω την αλήθεια δεν ξέρω τι θέλω. Ποτέ δεν ήξερα. Μελίνα κάτι τρελό περνάει
από τη σκέψη μου. Μήπως όλο αυτό ήταν ένα παιχνίδι; Μήπως μας χρησιμο-
ποίησαν για να λύσουν τις διαφορές τους; Μήπως ήμασταν το τυρί στη φά-
κα;»
«Πως σου ήρθε τώρα αυτό;» ρώτησε η Μελίνα σέρνοντας τα πόδια της στο
χώμα αμήχανα.

«Ο Δαμιανός δεν φάνηκε μετά την παράσταση. Ούτε ένα τυπικό τηλεφώ-
νημα. Ξέρουν πως είμαστε εδώ. Περίμενα πως θα είχαν έρθει να μας βρουν.
Δεν μ’ αγαπάει Μελίνα, δε μ’ αγαπάει» είπα με παράπονο.
«Όχι, όχι…δεν πιστεύω κάτι τέτοιο. Αρνούμαι να το πιστέψω. Γοργώ μη
μου βάζεις ιδέες σε παρακαλώ».
«Εντάξει. Ας αφήσουμε το χρόνο να μιλήσει» μονολόγησα. «Λέω να πάω
στο μύλο. Δεν με χωράει ο τόπος εδώ. Η κυρία Φωτεινή είναι ένας γλυκύτατος
άνθρωπος, θα της χρωστάω για πάντα τις στιγμές που μου χάρισε, όμως δεν
αντέχω τη φλυαρία της, όχι αυτή τη στιγμή. Η καρδιά μου είναι βαριά σαν μο-
λύβι. Εσύ μείνε. Ο Πέτρος θα ξυπνήσει όπου νάναι».
«Δεν πας καλά που θα μείνω μόνη μου, να φάω ανάκριση από τη Φωτεινή.
Έρχομαι κι εγώ μαζί» είπε και πήδηξε μ’ ένα ακροβατικό σάλτο από την κού-
νια.
Πήραμε αμίλητες το δύσβατο, αλλά σύντομο μονοπάτι ανάμεσα στα χτή-
ματα, που οδηγούσε στο πίσω μέρος του μύλου. Πλάι μας ακούστηκε ένα
γνώριμο κουδουνάκι.
«Το παιδί σου μας ακολουθεί κατά πόδας» είπα στη Μελίνα και γέλασα
δυνατά. «Φροσάκι μπουον τζιόρνο».
Το θέαμα του καμένου μύλου με το φως της μέρας γέμισε την καρδιά
μας θλίψη. Περπατήσαμε μέσα στα αποκαΐδια με τα μάτια βουρκωμένα.
Η Μελίνα κάθισε πάνω στο μισοκαμένο μπαούλο της, βάζοντας το
πρόσωπο ανάμεσα στα χέρια της. Μετά σηκώθηκε και το άνοιξε, βγάζοντας
με αργές κινήσεις ότι είχε απομείνει σώο από το αρχείο της ζωής της. Την ά-
φησα μόνη με τις αναμνήσεις της που έμοιαζαν να βγαίνουν μέσα από το μα-
γικό κουτί του χρόνου.
Ανέβηκα προσεκτικά τα σκαλοπάτια που οδηγούσαν στο δωμάτιό μου,
και ξάπλωσα στο καμένο στρώμα, αγνοώντας τις στάχτες που αναπηδούσαν
σε κάθε μου κίνηση γεμίζοντας την ανάσα μου σκόνη. Στύλωσα το βλέμμα μου
στο ταβάνι, προσπαθώντας πάνω στο σκούρο φόντο να ζωντανέψω τη μορφή
της γιαγιάς μου. Την είδα να μου χαμογελά. «Είμαι περήφανη για σένα Γορ-
γώ» μου είπε «Μην κλαις μωρό μου. Ν’ αγαπάς σημαίνει πως διακινδυνεύεις
να μην έχεις στην αγάπη ανταπόκριση. Να ελπίζεις σημαίνει πως διακινδυνεύ-
εις να διαψευστεί η ελπίδα σου. Πρέπει όμως να διακινδυνεύεις, γιατί το με-
γαλύτερο ρίσκο στη ζωή είναι να μη διακινδυνεύεις τίποτα.
Ο άνθρωπος που δεν διακινδυνεύει τίποτα, δεν κάνει τίποτα, δεν έχει τί-
ποτα, κι είναι ένα τίποτα. Δεν μπορεί να μάθει, να νοιώσει, ν’ αλλάξει, να ωρι-
μάσει, ν’ αγαπήσει, να ζήσει».
Ένοιωσα τα μάτια μου να πλημμυρίζουν μουσκεύοντας το στρώμα, τη
σκέψη μου ν’ αδειάζει, και την καρδιά μου να γίνεται ανάλαφρη, μέχρι που
βάρυναν τα βλέφαρα χάνοντας την εικόνα της γιαγιάς από μπροστά μου.
Πρέπει να με πήρε ο ύπνος γιατί πετάχτηκα ξαφνικά ακούγοντας φωνές
από τη μεριά του δρόμου. Κατέβηκα δυο δυο τα σκαλοπάτια συναντώντας
στην άκρη της σκάλας τη Μελίνα που με κοιτούσε με απορία. Τρέξαμε προς
την ανοιχτή πόρτα και βάζοντας τα χέρια μας αντήλιο είδαμε να φτάνουν κα-
λημερίζοντας μας από μακριά, ο Δαμιανός, ο Πέτρος, ο Δομίνικος, η κυρία
Φωτεινή, και σύσσωμη η θεατρική ομάδα, κρατώντας σκούπες, σακούλες,
κουτιά από μπογιά, και ένα καλάθι γεμάτο φρούτα και τρόφιμα.
«Μήπως έχω παραισθήσεις;» ρώτησε απορημένη η Μελίνα.
«Να έχουμε την ίδια παραίσθηση; Μπα.. δεν νομίζω» αποκρίθηκα βαδίζο-
ντας προς τα έξω. Πριν προλάβω να κάνω τρία βήματα, ο Δαμιανός είχε φτά-
σει στη βεράντα και με άρπαξε στην αγκαλιά του. Πίσω του ο Πέτρος τον μι-
μήθηκε πνίγοντας τη Μελίνα με φιλιά. Χειροκροτήματα και φωνές ακούστη-
καν από το “πλήθος”.
«Αφήστε τους έρωτες για… και στρωθείτε στη δουλειά μη μας πάρει το
βράδυ» φώναξε η κυρία Φωτεινή. «Άντε παιδιά ανασκουμπωθείτε» έδωσε
εντολή και σήκωσε τα μανίκια της.
Η Μελίνα με κοίταξε με την ευτυχία ζωγραφισμένη στα μάτια.
«Τελικά δεν είμαστε μόνες. Γιατί δεν θέλουμε να είμαστε μόνες» μου είπε
και χώθηκε στην αγκαλιά του Πέτρου.

Είχε αρχίσει να σουρουπώνει. Στη βεράντα του μύλου είχαμε απομείνει, ο
Πέτρος η Μελίνα ο Δαμιανός κι εγώ. Αποκαμωμένοι από την κούραση απο-

λαμβάναμε σιωπηλοί το δειλινό, μεθυσμένοι από του έρωτα τις μυρωδιές, βυ-
θισμένοι στις σκέψεις μας. Δεν ρώτησα τίποτα το Δαμιανό για τα γεγονότα
της προηγούμενης μέρας. Δεν ήθελα να ξέρω. Ήθελα μόνο να χαθώ στις πρω-
τόγνωρες ετούτες στιγμές, και να μείνω σ’ αυτή τη ζάλη όσο περισσότερο
μπορούσα.
Ξαφνικά αισθάνθηκα γύρω μια παρουσία. Σηκώθηκα να βεβαιωθώ ότι
η αυλόπορτα ήταν κλειστή, όταν στο βάθος του ορίζοντά μου, και στην άκρη
της ξερολιθιάς, μια αχνή φιγούρα εμφανίστηκε με πλάτη τη θάλασσα.
Με γοργά βήματα κατευθύνθηκα προς αυτήν χωρίς να πω τίποτα σε κανέ-
ναν.
Ήταν ο Κρίτος.
«Κρίτο;» ψιθύρισα αγγίζοντας τρυφερά το πρόσωπό του.
«Τα καταφέρατε τελικά» είπε και το βλέμμα του φωτίστηκε.
«Όλοι μαζί τα καταφέραμε. Χωρίς εσένα δεν θα γινόταν τίποτα. Έλα να
καθίσεις μαζί μας Κρίτο» τον παρακάλεσα.
«Όχι Γοργώ. Θα φύγω».
«Ήταν πολύ σπουδαίο αυτό που έγινε, κι εσύ ήσουν η ήρεμη δύναμη που
μας ώθησε στη μάχη. Μην φύγεις Κρίτο. Σε παρακαλώ μείνε».
«Καλή μου, έχω κουραστεί από τα σπουδαία πράγματα, τους σπουδαίους
θεσμούς και την επιτυχία. Μ’ ενδιαφέρουν μόνο αυτές οι μικρές, αόρατες αν-
θρώπινες δυνάμεις της αγάπης, που λειτουργούν από άτομο σε άτομο, κινού-
μενες απαρατήρητα, μέσα από χαραμάδες του κόσμου. Είστε δυνατά κορίτσι-
α. Έχετε αξίες που μόνο φωτισμένοι άνθρωποι κατέχουν. Μείνετε εδώ. Ο τό-
πος σας χρειάζεται όσο τον χρειάζεστε κι εσείς. Γιατί χωρίς να το επιδιώξετε,
γίνατε φύλακες του αρχαίου πνεύματος. Το δηλώσατε με το πάθος σας. Κερ-
δίσατε μια μάχη Γοργώ. Όμως μην ξεχνάς πως υπάρχουν οι μάχες που δεν δό-
θηκαν ακόμα».
Τον αγκάλιασα μη μπορώντας ν’ αρθρώσω λέξη. Τι να του έλεγα άλλωστε.
Τον ακολούθησα με το βλέμμα μου, μέχρι που έγινε ένα με τη χλωμάδα του
φεγγαριού, μέχρι που χάθηκε ανάμεσα στους γλάρους. Κράτησα στη μνήμη
μου τη γαλάζια ματιά του καθώς σβηνόταν στο μισοσκόταδο, και τα τελευ-
ταία του λόγια. Υπάρχουν οι μάχες που δεν δόθηκαν ακόμα.


Ο ΧΟΡΟΣ ΤΩΝ ΘΕΡΙΣΤΩΝ ΚΕΦΑΛΑΙΟ 33ο


Αναζήτησα με το βλέμμα μου τον Πετρή και τη Γοργώ για να πάρω δύνα-
μη απ’ την παρουσία τους. Είδα πως βρισκόταν ο καθένας στο πόστο του, ό-
πως ακριβώς είχαμε συμφωνήσει. Επιτέλους η βραδιά της μεγάλης αναμέτρη-
σης είχε έρθει με την αφορμή ενός θεατρικού έργου, βάζοντας όλους εμάς
τους πρωταγωνιστές αυτού του εγχειρήματος, στην περιπέτεια να μετρήσουμε
τους εαυτούς μας και τις αντοχές μας, μπροστά στις προκλήσεις που μας δίνει
η ίδια η ζωή. Η ζωή που πολλές φορές ξεπερνά ακόμα και την ίδια την φα-
ντασία.
Δεν ήταν τυχαίο που διάλεξα να γίνει η πρεμιέρα τη δεύτερη πανσέληνο
του Αυγούστου. Για να πω την αλήθεια, το ίδιο το έργο με οδήγησε στην από-
φαση αυτή, αφού μέσα του έκλεινε μιαν απίστευτη συμπαντική δύναμη. Γι’
αυτό και η σκηνοθετική μου άποψη ήταν να αποδοθεί λιτά, με μέτρο, ακρίβεια
και με αποχρώσεις στις ερμηνείες, με φυσικό φωτισμό και με ήχους της φύ-
σης, πράγμα που το Οδύσσειο βοηθούσε για κάτι τέτοιο, αφού ήταν ένας
πραγματικός δίαυλος για το σύμπαν, έτσι όπως βρισκόταν ανάμεσα σε γη κι
ουρανό. Με λίγα λόγια ήθελα το κοινό την ώρα που θα το παρακολουθεί, να
νοιώθει δονήσεις, ανακαλύπτοντας σιγά σιγά ο καθένας ξεχωριστά το δικό
του αστέρι, να ταξιδέψει μέχρι εκεί μ΄ οδηγό τον εσωτερικό λόγο του Δαμια-
νού Περρή. Κι όταν επιστρέφοντας ξανά στη γήινη φορεσιά του, μέσα από τον
χορό των θεριστών, που θα χορεύουν οι ηθοποιοί κρατώντας στα χέρια τους
στάχια, με συνοδεία κάποιου ντόπιου που θα παίζει τουμπελέκι, να έχει μάθει
τη δική του, προσωπική του αλήθεια, εκείνη που θα τον κάνει να αναζητήσει
τον δρόμο προς τον ανώτερο εαυτό του.
Ένα επί πλέον στοιχείο που σκέφτηκα να βάλω κατά τη διάρκεια της πα-
ράστασης, ήταν αυτό των φρυκτωριών. Δηλαδή, να υψωθούν συμβολικά σε
τρία ψηλά σημεία του Οδύσσειου αναμμένοι φίλιοι φρύκτοι - πυρσοί, όπως
κατά τον Θουκυδίδη ύψωναν οι στρατιώτες, όταν έρχονταν στο στρατόπεδο
φίλοι, ενώ όταν πλησίαζαν εχθροί οι φρύκτοι αυτοί ανέμιζαν δεξιά – αριστε-
ρά. Με το δρώμενο των φρυκτωριών ήθελα να στείλω ένα μήνυμα σ’ όλους ε-
κείνους που μας απειλούσαν το διάστημα αυτό, πως εμείς είμαστε εδώ, δεν
φοβόμαστε τίποτα, κι αν θέλουν να αναμετρηθούνε μαζί μας, να έχουν το
σθένος να το κάνουν στα ίσια. Αλλά κι ένα μήνυμα αφύπνισης στις συνειδή-
σεις όλων εκείνων, που εξακολουθούν να κωφεύουν και να υποθάλπουν πολ-
λές μορφές καπηλείας της ανθρώπινης ύπαρξης.
Είδα τη Γοργώ να με πλησιάζει με ύφος που δεν μου άρεσε.
«Γοργώ, είδες το κότερο, που μόλις αγκυροβόλησε εκεί;» ρώτησα τη φίλη
μου, δείχνοντας της με τον δείκτη μου. «Δεν ξέρω… ανησυχώ πολύ».
«Μελινάκι, μην ανησυχείς, όλα είναι υπό έλεγχο» με καθησύχασε, χτυπώ-
ντας με στον ώμο, «ασχολήσου με την παράσταση απερίσπαστη. Μη καθυ-
στερήσεις μόνο άλλο την έναρξη, σε παρακαλώ».
«Εντάξει, σε λίγα λεπτά ξεκινάμε» της είπα, και πήγα αμέσως να βρω τα
παιδιά της θεατρικής ομάδας, που με περίμεναν έτοιμα να τους δώσω τις τε-
λευταίες οδηγίες μου και να τα ενθαρρύνω.
Ευτυχώς όλα ήταν μια χαρά. Τα κουστούμια τους, το μακιγιάζ τους, και το
σημαντικότερο το ηθικό τους ακμαίο. Η αλήθεια είναι πως τις τελευταίες μέ-
ρες, μετά απ’ αυτά που είχαν συμβεί, φοβόμουν μήπως τη κρίσιμη στιγμή λυ-
γίσουν. Γιατί άσχετα αν δεν ρωτούσαν, είχαν σαφώς αντιληφθεί, πως μια αό-
ρατη απειλή πλανιόταν στην ατμόσφαιρα.
Η στιγμή της αντίστροφης μέτρησης είχε φτάσει.
«Λοιπόν καμάρια μου είμαστε έτοιμοι;» ρώτησα έχοντας ένα τρέμουλο
συγκίνησης στη φωνή μου.
«ΝΑΙ!» αναφώνησαν με ενθουσιασμό, κάνοντας μιαν μεγάλη αγκαλιά όλοι
μαζί.
Έριξα μια γρήγορη ματιά στον κόσμο, που στην κυριολεξία είχε κατακλύ-
σει το θέατρο, και με μια κίνηση του χεριού μου, έδωσα το σήμα. Η παράστα-
ση επιτέλους ξεκινούσε.
Πήγα και κάθισα στο μέσον του τελευταίου διαζώματος για να έχω ελεύ-
θερο το οπτικό μου πεδίο, να παρατηρώ και να αφουγκράζομαι τα πάντα. Από
τα πρώτα κιόλας λεπτά ένοιωσα να πλημμυρίζομαι από μια πρωτόγνωρη ευ-
τυχία, κι ένα ρίγος συγκίνησης να απλώνεται στη ψυχή μου καθώς συνειδητο-
ποιούσα αυτό που συντελείτο μέσα στον ενεργειακό χώρο του Οδύσσειου.

Τα υπέροχα λιτά σκηνικά και κουστούμια της Γοργώς, οι αναμμένοι λύχνοι
βαλμένοι κυκλικά γύρω από το ξύλινο τραπέζι, ώστε να φωτίζουν τους ηθο-
ποιούς, τα πήλινα ποτήρια με το κρασί και τα καρβέλια ψωμί, σε συνδυασμό
με τους φίλιους φρύκτους να καίνε στα τρία ψηλά σημεία του θεάτρου, και
την πανσέληνο να αντιφεγγίζει στη θάλασσα, συνέθεταν στην κυριολεξία μιαν
μαγευτική εικόνα, ένα πραγματικό ταξίδι ψυχής.
Τελικά τα είχαμε καταφέρει!
Το έργο είχε μπει στη τελευταία του πράξη με κορύφωση εκείνη της στιγ-
μής- σκηνής, που οι αρχαιοκάπηλοι συνειδητοποιώντας το έγκλημά τους, ση-
κώνονταν από το τραπέζι, γύριζαν τις πλάτες τους στους θεατές και με αργό
βηματισμό προχωρούσαν προς τη μεριά της θάλασσας ώσπου χάνονταν στην
αγκαλιά της, ενώ ο καθηγητής και οι δύο μαθητές, έσβηναν με τον γνωστό
παλιό παραδοσιακό τρόπο έναν έναν τους λύχνους.
Οι ρυθμικοί χτύποι απ’ το τουμπελέκι είχαν αρχίσει να διαχέονται και οι
χορευτές να ξεπροβάλλουν στον μισόφωτο χώρο και να σχηματίζουν στάχυ-
νους κύκλους δίνοντας τον καλλίτερο εαυτό τους, ,όταν από τη μεριά της θά-
λασσας ακούστηκε μια μεγάλη έκρηξη. Ήταν από το αγκυροβολημένο κότε-
ρο, που ξαφνικά είχε τυλιχτεί σε πύρινες γλώσσες.
Με κομμένη την ανάσα σηκώθηκα αναζητώντας τον Πετρή και τη Γοργώ,
ενώ ταυτόχρονα παρατηρούσα τις αντιδράσεις του κόσμου.
Ευτυχώς, οι θεατές συνεπαρμένοι από την ατμόσφαιρα, δεν έδειξαν θορυ-
βημένοι, θεωρώντας προφανώς πως η έκρηξη ήταν μέρος της σκηνοθεσίας.
«Είδατε τι συνέβη;» τους ρώτησα με τρεμάμενη φωνή καθώς τους είδα να
πλησιάζουν.
«Ναι Μελίνα…ο χορός των θεριστών τελείωσε!» ψιθύρισε η Γοργώ με θλί-
ψη.

Ο ΧΟΡΟΣ ΤΩΝ ΘΕΡΙΣΤΩΝ ΚΕΦΑΛΑΙΟ 32ο


Οι επόμενες μέρες κύλησαν μέσα σε ένταση, και ατελείωτες πρόβες στο
αλώνι του μύλου. Τα παιδιά είχαν κολλήσει σχεδόν σε όλο το νησί, και όχι μό-
νο, αφίσες που καλούσαν τον κόσμο στην παράσταση. Μοίρασαν δελτία τύ-
που στις εφημερίδες, και οι τοπικοί ραδιοφωνικοί σταθμοί διαφήμιζαν καθη-
μερινά την παράσταση που είχε γίνει αναπάντεχα το γεγονός του μήνα.
Η απόφαση να δοθεί η παράσταση ήταν πια εντελώς αδιαπραγμάτευτη
μέσα μου. Το κατάλαβα με την ανατολή του ήλιου την επόμενη μέρα του ατυ-
χήματος. Για μερικά πράγματα αποφασίζει η ίδια η ζωή με τη ροή της, προ-
καλώντας μας σε αναμέτρηση με τις αξίες μας. Δεν ξέρω αν το έκανα για το
Δαμιανό, τον Κρίτο τη Μελίνα ή για μένα. Ήξερα μόνο ότι δεν μπορούσα να
κάνω πίσω ούτε μισό βήμα, χωρίς τον κίνδυνο χάσω την αυτοεκτίμησή μου.
Ήμουν η Γοργώ τζούνιορ, κι η γιαγιά μου θα ήταν πολύ περήφανη για μένα
εκεί που βρισκόταν.
Είχε φτάσει η παραμονή της μεγάλη μέρας και η Μελίνα τριγύριζε στο
σπίτι με νευρικότητα κάνοντας παρατηρήσεις για την τσαπατσουλιά μου.
«Αμάν γκρίνια» διαμαρτυρήθηκα κάποια στιγμή που καθάριζε με μανία
λεκέδες από τον καφέ πάνω στο τραπεζάκι της βεράντας. «Θα το τρυπήσεις
το έρμο».
«Είσαι αναίσθητη. Εντελώς.» μουρμούρισε.
«Τι έχεις πάθει κούκλα μου; Ηρέμησε» της είπα με κατανόηση.
«Δεν είμαι καλά» αποκρίθηκε εκνευρισμένη, «έχω ένα κακό προαίσθημα.
Να δεις που κάτι θα γίνει. Είναι κι αυτό το βρωμοσκάφος που τριγυρίζει στο
λιμάνι. Κάτι δε μου αρέσει Γοργώ. Κάτι περίεργο πλανιέται στην ατμόσφαι-
ρα».
«Το παρατήρησες κι εσύ; Είναι από χθες το βράδυ εδώ αυτό το κότερο. Το
είδα τη νύχτα που καθόμουν στην πίσω βεράντα. Για να πω την αλήθεια ούτε
και μένα μου αρέσει. Δεν ήθελα να σου πω τίποτα για να μη σε τρομάξω. Σκέ-
φτηκα να πάω μια βόλτα με τη βάρκα να κόψω κίνηση αλλά φοβάμαι μήπως
είναι παγίδα. Ηρέμησε, δεν μπορεί να μας κάνει τίποτα. Αν πλησιάσει οτιδή-
ποτε άγνωστο στο μύλο, θα το μπουμπουνίσω με την καραμπίνα, το ορκίζο-
μαι» δήλωσα με πάθος.
«Μπουμπουλίνα μάζεψε τα πόδια σου γιατί θα στα κόψω» χαμογέλασε η
Μελίνα και χάθηκε στο βάθος της κουζίνας.
Το απόγευμα και πριν ο ήλιος πάρει τη βραδινή του πορεία για τη δύση,
κατέφθασαν στο μύλο ο Πέτρος με το Δομίνικο. Έμεναν μαζί μας τα βράδια
για να μας προσέχουν. Ο Δομίνικος από τη μέρα της απόπειρας δεν ξεκόλλησε
από δίπλα μας. Του είπαμε όλη την ιστορία με τους αρχαιοκάπηλους προειδο-
ποιώντας τον για κάθε κίνδυνο που θα μπορούσε να προκύψει. Δήλωσε φανα-
τικά μαζί μας χωρίς αυτό να σημαίνει πως δεν φοβόταν. Όλοι φοβόμαστε άλ-
λωστε, κανείς μας δεν προσπάθησε να το κρύψει.
Το κότερο εξακολουθούσε να βρίσκεται σε απόσταση αναπνοής από το μι-
κρό λιμανάκι. Δεν μπορούσαμε ωστόσο να διακρίνουμε καμία ύποπτη κίνηση.
Όλα φαίνονταν ήσυχα.
«Μπορεί να είναι ψαράδες» είπε ο Δομίνικος που είχε αδειάσει ένα ολό-
κληρο μπουκάλι τσίπουρο, «ή και τουρίστες»,
«Με τόσο αλκοόλ που έχεις κατεβάσει, σε λίγο θα μας πεις πως είναι ο Αη
Νικόλας με τα κορίτσια του» τον πείραξα βλέποντας τον μέσα στο άγχος.
«Γοργώ άσε τα’ αστεία με τον Άγιο εντάξει;»
«Καλά… Ο Ποσειδώνας με τα κορίτσια του ήθελα να πω. Συγνώμη άγιε
Δομίνικε».
«Ρε σεις θα σταματήσετε να μαλώνετε;» μπήκε στη μέση η Μελίνα, «εδώ ο
κόσμος χάνεται…»
«Και το….» συμπλήρωσα.
«Μη… μη το πεις» πετάχτηκε ο Πέτρος γελώντας δυνατά.
«Λοιπόν παιδιά η ώρα πήγε μία. Ώρα για ύπνο. Αύριο είναι η μεγάλη μέ-
ρα. Πρέπει να είμαστε ξεκούραστοι. Γοργώ πάνω, Δομίνικος κάτω, για να μην
έχουμε καυγάδες. ΄Αντε καλά μου»μας ξεπροβόδισε η Μελίνα μαζεύοντας τα
πιάτα.
«Καληνύχτα μαμά, Καληνύχτα Πετρή, καληνύχτα Δομινικάκι» είπα και
τσιμπώντας τον στο μάγουλο ανέβηκα τα σκαλοπάτια τεντώνοντας νωχελικά
τα χέρια μου.

Ξύπνησα με την ανάσα μου να κόβεται από τον πυκνό καπνό που έμπαινε
στο δωμάτιο. Πετάχτηκα έντρομη στο μικρό μπαλκόνι και το θέαμα που αντί-
κρισα μ’ έκανε να βγάλω μια τρομαγμένη κραυγή. Το πανί του μύλου είχε αρ-
πάξει φωτιά. Καθώς γύριζε νωχελικά με την πνοή του νυχτερινού αέρα, πύρι-
να κομμάτια υφάσματος πετάγονταν τριγύρω ανάβοντας όσα ξερά χόρτα εύ-
ρισκαν στο δρόμο τους.
Με την ανάσα κομμένη, κι ένα δυνατό βήχα να πνίγει τα πνευμόνια μου
έτρεξα με όση δύναμη είχε απομείνει στα τρεμάμενα πόδια μου, στη σοφίτα
όπου ήταν το φρένο του ανεμόμυλου, προσπαθώντας να ακινητοποιήσω τις
πύρινες βολές, ενώ από κάτω άκουγα τη Μελίνα να με φωνάζει ουρλιάζοντας.
Οι φλόγες είχαν ήδη μπει στο μύλο ρουφώντας αχόρταγα ότι βρισκόταν
μπροστά τους. Μέσα σε σκηνές πανικού άρπαξα ένα σεντόνι, τυλίχτηκα με
αυτό, και κατέβηκα τρέχοντας τα σκαλιά περνώντας ανάμεσα από τις πρώτες
φλόγες που έκαιγαν την κουπαστή.
Ο Πέτρος με το Δομίνικο προσπαθούσαν να σβήσουν τη φωτιά χτυπώντας
την με κουβέρτες και ότι άλλο εύρισκαν μπροστά τους. Η Μελίνα αγκαλιά με
τη σαστισμένη Φρόσω κοιτούσε έντρομη προς το μέρος της σκάλας, προσπα-
θώντας να με δει να κατεβαίνω ανάμεσα στους καπνούς.
«Βγείτε έξω γρήγορα, δεν την ελέγχουμε άλλο» ούρλιαξε ο Πέτρος και μας
έσπρωξε με βία προς την έξοδο.
Με μια δρασκελιά γύρισε πίσω αρπάζοντας από τα μαλλιά τον Δομίνικο
που είχε εγκλωβιστεί ανάμεσα σε αναμμένα έπιπλα. Τον τράβηξε σέρνοντας
τον προς την πόρτα, αποφεύγοντας την τελευταία στιγμή ένα αναμμένο ξύλο
που ερχόταν ολοταχώς επάνω του.
Σταθήκαμε έξω από το μύλο σιωπηλοί, αγκαλιασμένοι σφιχτά, να κοιτά-
ζουμε τις φλόγες, ανήμποροι να επέμβουμε στην πύρινη λεηλασία.
Σε πολύ λίγα λεπτά ακούστηκε η σειρήνα της πυροσβεστικής, και οι φωνές
της κυρίας Φωτεινής που κατέφθανε τρέχοντας μη μπορώντας να πιστέψει
στα μάτια της.
«Παναγία Παρθένα. Τι σας κάνανε παιδιά μου; Τι συμφορά είναι αυτή;»
σταυροκοπήθηκε χαϊδεύοντας μια τον ένα και μια τον άλλο.
«Όλα θα γίνουνε για. Αρκεί που είστε καλά κοκόνες μου. Όλα θα γίνουνε
μη χολοσκάτε γιαβράκια μου» είπε και μας αγκάλιασε με καλοσύνη.
Περάσαμε τη νύχτα στο σπίτι του Πέτρου. Η κυρία Φωτεινή σαν να ήταν
μάνα μας, στάθηκε κοντά μας, παρηγορώντας μας με γλυκόλογα. Ήταν τόσο
γλυκεία αυτή η αίσθηση, που μέσα σε όλο αυτό τον εφιάλτη καταφέραμε να
αποκοιμηθούμε παραδομένες στην αγκαλιά του μορφέα.
Με το χάραμα τα νέα είχαν κυκλοφορήσει σε όλη την περιοχή. Ο Πέτρος
με τον Δομίνικο πήγαν αξημέρωτα κι έφεραν από το ατελιέ μου, όπου ευτυχώς
βρίσκονταν τα τελευταία πράγματα που χρειαζόμαστε για την παράσταση,
δηλώνοντας αυτόματα μ’ αυτή τους την πράξη, ότι δεν θα έκαναν ούτε ένα
βήμα πίσω.
Μας ξύπνησαν δυνατές ομιλίες από την αυλή. Ήταν από τα παιδιά της θε-
ατρικής ομάδας που μόλις έμαθαν για τη φωτιά .ήρθαν να δουν τι είχε συμβεί.
«Η παράσταση θα γίνει κανονικά» τους είπε η Μελίνα που είχε βγεί έξω
να τα συναντήσει αναμαλλιασμένη από τον ύπνο, και με καπνισμένο το νυχτι-
κό της να κρέμεται μισοσκισμένο. «Τα σκηνικά είναι ήδη στημένα στο Οδύσ-
σειο, όλα τα υπόλοιπα πράγματα βρίσκονται στο αγροτικό του Πέτρου. Ρα-
ντεβού λοιπόν το βράδυ. Να είστε έτοιμοι για τον μεγάλο θρίαμβο».
Παλαμάκια και χαρούμενες φωνές γέμισαν την αυλή. Ένοιωσα μια βαθιά
συγκίνηση κι άφησα ανεξέλεγκτα τα δάκρυά μου να ξαλαφρώσουν την καρδιά
μου. Θαύμασα το πείσμα και τη δύναμη της Μελίνας, νοιώθοντας περήφανη
που ήταν φίλη μου. Το μόνο που είχαν καταφέρει οι γνωστοί άγνωστοι εχθροί
μας, ήταν να μας ανεβάσουν το ηθικό. «Γελάει καλλίτερα ο τελευταίος καθί-
κια» μονολόγησα σκουπίζοντας τα δάκρυά μου και πήγα προς το μπάνιο να
βγάλω από πάνω μου την καπνιά.
Ο Δομίνικος μου είπε πως το κότερο είχε εξαφανιστεί. Ένοιωσα προσωρι-
νά ανακούφιση, όμως ήμουν σίγουρη πως μέχρι το βράδυ θα παιζόταν το τε-
λευταίο χαρτί. Το παρήγορο ήταν πως στην παράσταση θα έρχονταν τελικά
όλος ο “καλός κόσμος” των Κυκλάδων, με την παρέμβαση ασφαλώς της κυρίας
Φωτεινής, που ήταν μέσα στα πράγματα. Αυτό φυσιολογικά σήμαινε, πως δεν
θα τολμούσαν οτιδήποτε, όχι τουλάχιστον κατά τη διάρκεια της παράστασης

Με το Δαμιανό μιλήσαμε αρκετές φορές στο τηλέφωνο. Η κυρία Φωτεινή
μου έκλεινε πονηρά το μάτι, κάθε που με ζητούσε στο τηλέφωνο της. Ήταν
πολύ ανήσυχος με όσα είχαν συμβεί αλλά προσπαθούσε να μη μου μεταδίδει
το άγχος του. «Θέλω να είσαι πολύ προσεχτική απόψε» μου είπε «δεν πρέπει
να μείνετε καθόλου μόνες σας. Θα είμαι κοντά σου κάθε στιγμή».
«Όχι… Δεν πρέπει να σε δούνε εκεί» αντέδρασα, «κανείς δεν ξέρει τη δι-
κή σου ανάμειξη στην όλη υπόθεση, μη τα σκατώσουμε τώρα στο τέλος».
«Δε θα με δούνε να είσαι σίγουρη. Θέλω να βρεις ένα κινητό να έχεις μαζί
σου. Να επικοινωνείς με τον Κρίτο. Τα μάτια σου δεκατέσσερα Γοργώ. Δεν
είναι παιχνίδι».
«Ναι μαμά» του αποκρίθηκα κρύβοντας τον τρόμο που μου προκαλούσαν
οι συμβουλές του.
Άραγε μέσα στο κότερο να ήταν και ο Ντίνος; αναρωτήθηκα ανατριχιάζο-
ντας σύγκορμη με τη σκέψη. Ξέρει άραγε ότι κυνηγάει το ίδιο του το παιδί; Κι
αν ήξερε θα το έφτανε μέχρι τέλος; Όχι τέτοιες σκέψεις Γοργώ, όχι τώρα.
συμμάζεψα αμέσως τον εαυτό μου και βγήκα στον κήπο να παίξω με τη Φρό-
σω που είχε γίνει πια μέλος της οικογένειας.
«Θα την πάρουμε μαζί στην παράσταση;» με ρώτησε η κυρία Φωτεινή που
καθάριζε φρέσκα φασολάκια στη δροσιά.
«Φυσικά» απάντησα. Και το εννοούσα.
Οι φίλοι της Μελίνας μας έφεραν ρούχα και παπούτσια γιατί η δική μας
τζιν “γκαρνταρόμπα” ήταν ολότελα καμένη. Το ντύσιμό μας θα ήταν λιτό έτσι
κι αλλιώς. Εκείνη τη στιγμή μάλιστα συνειδητοποίησα, πως όλο αυτό τον και-
ρό της προετοιμασίας τόσο εγώ, όσο και η Μελίνα, δεν είχαμε σκεφτεί τι εμ-
φάνιση θα κάναμε το βράδυ της παράστασης. Ίσως γιατί θεωρούσαμε αυτο-
νόητο ότι η βραδιά δεν ήταν δική μας, ήταν απλά μια δικαίωση αξιών. Στην
παράσταση δεν υπήρχαν πρωταγωνιστές με τη μία ή την άλλη μορφή. Ήταν
μια προσπάθεια απόδοσης δικαίου. Εμείς γίναμε απλά το εφαλτήριο για να
κάνει το άλμα της προς τα έξω μιαν αλήθεια. Το πώς θα αντιλαμβανόταν ο
καθένας αυτό το άλμα δεν μας αφορούσε. Σημασία είχε πως κάποιοι θα ένοι-
ωθαν πολύ άβολα αυτό το βράδυ.

Φτάσαμε όλοι μαζί στο Οδύσσειο με το αγροτικό του Πέτρου. Η κυρία Φω-
τεινή και η Μελίνα στην καμπίνα, κι εγώ με το Δομίνικο, τη Φρόσω και τα
πράγματα της παράστασης, στην καρότσα.
«Αν συμβεί οτιδήποτε… να ξέρεις ότι σ’ αγαπώ πολύ» μου είπε η Μελίνα
και με αγκάλιασε σφιχτά.
«Δεν θέλω αηδίες» αποκρίθηκα κρατώντας με κόπο τα δάκρυά μου. «Τί-
ποτα δεν θα συμβεί. Θρασίμια είναι. Κοίτα… άρχισε να έρχεται ήδη κόσμος»
είπα δείχνοντάς της ένα ντεσεβώ, με δυο χαριτωμένα γεροντάκια μέσα, που
στάθηκαν έξω από το θέατρο. «Πήγαινε, τα παιδιά σε περιμένουν. Μη νοιά-
ζεσαι για τίποτα. Εμείς είμαστε πίσω σου και σε στηρίζουμε. Καλή επιτυχία.
Και κοίτα… θέλω καλή δουλειά, γιατί δεν έγραψα κοτζάμ έργο για να μου το
κάνεις μπάχαλο. Έχω κι ένα όνομα στην κοινωνία. Και τι όνομα!» είπα με αυ-
τοσαρκασμό.
Η Μελίνα χάθηκε στο βάθος του χώρου μαζί με τους ηθοποιούς δίνοντας
τις τελευταίες οδηγίες. Εγώ με τον Πέτρο και τον Δομίνικο χωριστήκαμε πιά-
νοντας ο καθένας μια άκρη του θεάτρου. Είχαμε προμηθευτεί όλοι κινητά, ευ-
γενική χορηγία της κυρίας Φωτεινής, μια και τα δικά μας είχαν καεί. Θα επι-
κοινωνούσαμε ανά δέκα λεπτά για να είμαστε σίγουροι πως όλα πήγαιναν κα-
λά. Το ρόλο της οικοδέσποινας είχε αναλάβει η απίθανη κυρία Φωτεινή ντυ-
μένη με τη φαντεζί βραδινή της τουαλέτα, η οποία είχε πάρει θέση στην είσο-
δο, έχοντας κι αυτή μαζί της κινητό για να επικοινωνεί μαζί μας. Η φυσιογνω-
μία όμως της βραδιάς ήταν η Φρόσω την οποία η Μελίνα είχε κάνει μπάνιο,
και της είχε κρεμάσει ένα γυαλιστερό κουδουνάκι στο λαιμό με μεταξωτή
φούξια κορδέλα που κατέληγε σ’ ένα τεράστιο φιόγκο.
Σιγά σιγά άρχισε να μαζεύεται κόσμος. Ήταν εμφανές ότι σε πολύ λίγο
χρόνο στο θέατρο θα γινόταν το αδιαχώρητο. Κοίταξα τη Μελίνα και της χα-
μογέλασα δείχνοντας της ότι όλα ήταν εντάξει.
Ένοιωσα μέσα μου μια πληρότητα, μια απέραντη ευτυχία, που όμως δεν
κράτησε για πολύ, γιατί στο βάθος του ορίζοντα είδα να εμφανίζεται ένα κό-
τερο με κατεύθυνση προς το μέρος του θεάτρου. Χωρίς να χάσω στιγμή κάλε-
σα τον Πέτρο και το Δομίνικο που ήρθαν τρέχοντας προς το μέρος μου.




«Είναι το ίδιο με το χθεσινό» είπε με βεβαιότητα ο Πέτρος κοιτάζοντας
προς τη θάλασσα. «Θυμάμαι πολύ καλά τις σημαίες που έχει στο κατάρτι του.
Είμαι σίγουρος».
«Ας μην πανικοβαλλόμαστε» είπα, κυρίως για να το ακούσω πρώτη εγώ.
«Τι μπορούν να μας κάνουν; Το θέατρο είναι γεμάτο κόσμο. Δεν θα τολμή-
σουν».
«Να πυροβολήσουν ίσως;» πετάχτηκε ο Δομίνικος που είχε χάσει το χρώ-
μα του.
«Ποιόν; Και πως;… Από τόσο μακριά;» αναρωτήθηκα.
«Όποιον βρει η σφαίρα. Τυφλό χτύπημα το λένε. Ο κόσμος θα διαλυθεί σε
χρόνο μηδέν. Έτσι αντίο παράσταση» δικαιολόγησε ο Δομίνικος την άποψή
του. «Έτσι δεν διαλύονται οι συγκεντρώσεις; Απλό είναι. Όποιον πάρει ο χά-
ρος».
«Μπορεί να θέλουν απλά να δουν την παράσταση» αποφόρτισε την ατμό-
σφαιρα ο Πέτρος βλέποντας με να τρέμω σύγκορμη. «Τηλεφώνησε στον Κρί-
το Γοργώ. Ίσως μπορεί να βοηθήσει» με συμβούλεψε.
Πήρα αμέσως τηλέφωνο τον Κρίτο. Το σήκωσε ο Δαμιανός.
«Τι έγινε καλή μου; Τι συμβαίνει;» ρώτησε με αγωνία ακούγοντας με να
ψελλίζω. Του εξήγησα τι συνέβαινε, βλέποντας ταυτόχρονα το σκάφος να
πλησιάζει.
«Μείνετε εκεί» μου είπε με φωνή που δεν σήκωνε αντιρρήσεις. «Ως εδώ
ήταν! Τέρμα ο πολιτισμός. Άστο σε μας Γοργώ» συνέχισε και η φωνή του φα-
νέρωνε σαφή απειλή μαζί και θυμό. «Πες στη Μελίνα ν’ αρχίσει την παράστα-
ση χωρίς καμιά καθυστέρηση. Εσείς μείνετε εκεί και προσέχετε τις κινήσεις
του σκάφους. Θέλω με το κινητό σου να φωτογραφήσεις το σκάφος όταν θα
είναι πολύ κοντά. Μη κάνεις καμιά τρέλα το υπόσχεσαι;»
Του έγνεψα ναι με το κεφάλι, λες και μ’ έβλεπε.
«Γοργώ; Δεν σε ακούω, είσαι καλά; Δώσε μου τον Πέτρο» μου είπε με αυ-
στηρό ύφος.
Έδωσα το τηλέφωνο στον Πέτρο κι έμεινα άφωνη, με μπερδεμένα συναι-
σθήματα, να κοιτάζω το σκάφος που ολοένα και πλησίαζε.
«Θα πάω να το περιμένω» δήλωσα τέλος αποφασισμένη. «Θα εξηγηθώ μια
και καλή με τον Ντίνο. Δεν μπορεί να με πειράξει. Παιδί του είμαι γαμώτο δεν
θα το κάνει».
«Δεν πας πουθενά» μπήκε μπροστά μου Ο Δομίνικος. «Δεν ξέρουμε αν ο
πατέρας σου είναι στο κότερο, δεν ξέρουμε καν τις προθέσεις τους. Ότι είναι
να γίνει ας γίνει. Στο τέλος τέλος μαζί το ξεκινήσαμε μαζί θα το τελειώσουμε.
Κόφτο γιατί θα τα πάρω μαζί σου. Αμάν πια, σε βαρέθηκα».
«Είπα κι εγώ… τόση ώρα και να μην αρπαχτούνε αυτά τα παιδιά; Εντύπω-
ση μου έκανε» πετάχτηκε ο Πέτρος που είχε κλείσει εν τω μεταξύ το τηλέφω-
νο.
«Τι σου είπε;» τον ρώτησα.
«Αντρικές κουβέντες» αποκρίθηκε ξερά. «Γοργώ πήγαινε προς τη Μελίνα
με τρόπο και πες της ν’ αρχίσει αμέσως η παράσταση» είπε και μ’ έσπρωξε
ελαφρά.


Ο ΧΟΡΟΣ ΤΩΝ ΘΕΡΙΣΤΩΝ ΚΕΦΑΛΑΙΟ 31ο


«Είσαι για ένα ρίσκο;» ρώτησα τη Μελίνα καθώς την είδα να γυαλίζει
νευρικά μια μπακιρένια κατσαρόλα στο νεροχύτη.
«Ρίσκο;» ρώτησε κόβοντας στη μέση το έργο της.
«Έχουμε γίνει Κωσταλέξι εδώ μέσα. Δέκα μέρες έχουμε να βγούμε. Δεν
μπορώ άλλο. Πάμε για κάνα ουζάκι στην παραλία;»
«Ρε Γοργώ, υποσχεθήκαμε στον Πετρή πως δεν θα βγούμε. Κάνε λίγο υ-
πομονή. Σε λίγες μέρες τελειώνουν όλα. Μόλις γίνει η παράσταση τα πράγμα-
τα θα πάρουν το δρόμο τους. Ο Κρίτος έχει κανονίσει να έρθουν τοπικά κανά-
λια. Το θέμα θα πάρει διαστάσεις. Θα μιλήσει για όλα όσα έχουν συμβεί. Δεν
θα τολμήσει κανείς να μας πειράξει πλέον. Θα πέσουνε κεφάλια, και μα το Δία
πολύ το γουστάρω».
«Κι εγώ το γουστάρω, αλλά θα σκάσω μέχρι τότε. Λοιπόν μια βολτούλα με
τον Ερνέστο. Σε παρακαλώ. Θα πάρουμε μαζί και τη Φρόσω. Ένα ουζάκι στην
παραλία που έχει κόσμο. Τέτοια ώρα βγαίνουν οι ψαρότρατες και όλο το νησί
είναι στο μόλο. Ποιος θα τολμήσει να μας ακουμπήσει;»
«Αχ, μαζί σου δεν τα βγάζω πέρα. Η αλήθεια είναι ότι κι εγώ έχω πήξει.
Όμως ένα ουζάκι μόνο εντάξει; Σε δύο ώρες θα έρθουν τα παιδιά για πρόβα».
«Ένα καραφάκι μόνο» συμφώνησα και άρπαξα τα κλειδιά του Ερνέστο
από το πανέρι με τα φρούτα εκνευρίζοντας τη Μελίνα με την τσαπατσουλιά
μου.
«Πότε θα βάλεις τάξη στη ζωή σου γαμώτο. Τι δουλειά έχουν τα κλειδιά
μέσα στα φρούτα μου λες;»
Φτάσαμε στο αυτοκίνητο σπρώχνοντας τη Φρόσω που αρνιόταν πεισματι-
κά να μπει μέσα και κατηφορίσαμε το δρόμο προς την πόλη.
Καθίσαμε στο μαγαζί πάνω στην παραλία και παραγγείλαμε ούζο με μεζέ,
ενώ ο Ερνέστος ακριβώς απέναντι μας με μια κατσίκα στο πίσω του κάθισμα
να ρεμβάζει σαν μικρή κυρία έξω από το παράθυρο, είχε γίνει αληθινό θέαμα.
«Μέχρι να μας σερβίρουνε πάω στην τράτα να πάρω καμιά σαρδελίτσα
που αρέσει και στον Πετρή» είπε η Μελίνα και σηκώθηκε από την καρέκλα
της.
«Που αρέσει και στον Πετρή» επανέλαβα ειρωνικά πειράζοντας την.
Την παρακολούθησα που περίμενε να περάσει απέναντι στο δρόμο, ενώ
ταυτόχρονα, προφανώς από ένστικτο, το μάτι μου έπεσε σε μια ύποπτη φάτσα
που μαρσάριζε μια μηχανή. Πετάχτηκα πάνω σαν ελατήριο, κι ενώ η μηχανή
ξεκινούσε κι ανέπτυσσε ταχύτητα προς την κατεύθυνση της Μελίνας, με ένα
σάλτο την έφτασα, και την τράβηξα προς τη μέσα πλευρά του δρόμου. Η μη-
χανή πέρασε ξυστά από πλάι μου χτυπώντας με στο πλευρό. Έπεσα στην ά-
σφαλτο χτυπώντας με δύναμη το κεφάλι μου κάτω. Το τελευταίο πράγμα που
θυμόμουν ήταν τη Μελίνα να φωνάζει βοήθεια και κόσμο να μαζεύεται τριγύ-
ρω.
Άνοιξα τα μάτια μου στο νοσοκομείο της Πάρου. Η Μελίνα μου χάιδευε το
κεφάλι και μια στρυφνή νοσοκόμα έσπρωχνε το φορείο.
«Καλά είμαι ρε» της είπα προσπαθώντας να χαμογελάσω, ενώ στο κεφάλι
μου ένοιωθα να χτυπούν χίλια σφυριά. Κούνησα το σώμα μου. Όλα καλά.
«Έχεις γερό κεφάλι τελικά» μου χαμογέλασε.
Τα μάτια της ήταν κατακόκκινα. Ένοιωσα απότομα τύψεις. Από τη μέρα
που τη γνώρισα την είχα βάλει σε περιπέτειες.
«Καλά είμαι. Μην ανησυχείς για μένα. Το χάλι σου κοίτα» μου ψιθύρισε
στο αφτί σαν να μάντεψε τη σκέψη μου.
Αφού ολοκληρώθηκαν οι εξετάσεις, που ευτυχώς έδειξαν ότι είχα μόνο μια
μικρή διάσειση, με οδήγησαν στο δωμάτιο του νοσοκομείου όπου θα περνού-
σα τη νύχτα για προληπτικούς λόγους.
Μια έκπληξη με περίμενε ευθύς μόλις τακτοποιήθηκα στο κρεβάτι από το
προσωπικό του νοσοκομείου. Ο Πετρής, ο Κρίτος, και ο γλυκός μου Δαμιανός
βρέθηκαν πλάι από το “κρεβάτι του πόνου’. Η Μελίνα είχε σημάνει συναγερ-
μό. Ο Δαμιανός με κοίταξε στα μάτια με λατρεία, κι ο Πέτρος με θυμό.
«Τι να σου πω τώρα;» μου είπε αυστηρά, «ξεροκέφαλη είσαι, εντελώς».
«Ευτυχώς που είναι ξεροκέφαλη» ακούστηκε μια φωνή από την πόρτα,
«αλλιώς θα μας είχε απαλλάξει… επιτέλους!»
«Δομίνικε; Πως βρέθηκες εδώ;» του είπα συγκινημένη κι άπλωσα τα χέρια
μου προς το μέρος του.

«Περνούσα, είδα φως κι είπα να μπω… Τι κάνεις βρε βλαμμένο; Πάλι
μπλεγμένη είσαι;» είπε πλησιάζοντας και με αγκάλιασε φιλώντας με στα μά-
τια.
«Δομίνικε, συγνώμη» ένοιωσα την ανάγκη να απολογηθώ.
«Εγώ συγνώμη Γοργώ» είπε χαϊδεύοντας με στο πρόσωπο.
«Γοργώ;» ρώτησε με έκπληξη ο Κρίτος που είχε καθίσει στην άκρη του
κρεβατιού.
«Γοργώ Δεμέζη τζούνιορ» είπε χαριτολογώντας ο Δομίνικος.
Είδα τον Κρίτο να χλομιάζει και να κοιτά περίεργα τον Δαμιανό, που κι ε-
κείνος με τη σειρά του είχε χάσει το χρώμα του.
«Είσαι κόρη του Δεμέζη; Του Κωνσταντίνου Δεμέζη;» με ρώτησε ο Κρίτος
έχοντας ένα τρέμουλο στη φωνή του.
«Θα… σου εξηγήσω» απολογήθηκα κοιτάζοντας τον Δαμιανό. «Ένα ψε-
ματάκι ανάγκης χωρίς καμία σημασία».
Ο Δαμιανός άνοιξε απότομα την πόρτα και χάθηκε στο διάδρομο. Κοιτα-
χτήκαμε με τη Μελίνα χωρίς να μπορούμε να καταλάβουμε τι συνέβαινε. Ο
Κρίτος τον ακολούθησε χωρίς να πει κουβέντα κι εκείνος. Ένοιωσα απαίσια.
Μέσα μου γκρεμίστηκε απότομα ο κόσμος. Τόσο σπουδαίο ήταν λοιπόν που
δεν σεβάστηκε ούτε τη κατάστασή μου;
«Αμάν βρε Δομίνικε. Αυτό το στόμα σου αμάν» ξέσπασα στο φίλο μου που
κι αυτός με τη σειρά του μας κοίταζε με απορία.
«Εγώ; Τι έκανα ρε Γοργώ; Ποιοι είναι αυτοί;»
«Ασε Δομίνικε, θα σου εξηγήσω εγώ» πετάχτηκε η Μελίνα. «Και σε σένα
Πετρή» συμπλήρωσε βλέποντας την εύλογη απορία στο πρόσωπο του Πέτρου.
«Θα στον στείλω μέσα» ψιθύρισε σκύβοντας στο αφτί μου, «κοίτα να τα
μαζέψεις» είπε, παίρνοντας έξω τους δύο άντρες.
Ο Δαμιανός μπήκε στο δωμάτιο μετά από λίγα λεπτά και πλησίασε στο
κρεβάτι μου. Έκυψε και με φίλησε πολλές φορές σ’ όλο το πρόσωπο. «Με
τρόμαξες χαζό» είπε και έπιασε σφιχτά το χέρι μου.
«Δεν έπρεπε να κυκλοφορήσεις έξω. Αν πάθεις κάτι…»
«Σώπα» είπε και έκλεισε το στόμα μου με ένα φιλί.
«Μου έχεις θυμώσει πολύ;» τον ρώτησα ναζιάρικα «μη πεις ναι… γιατί εί-
μαι ένα τραυματισμένο κοριτσάκι, θα πάθω υποτροπή».
«Μαρία» έγινε απότομα αυστηρός.
«Γοργώ» τον έκοψα.
«Δεν ξέρω πώς να σου το πω. Είναι και η κατάστασή σου…» κόμπιασε α-
ναστενάζοντας.
«Δαμιανέ τι συμβαίνει;» ρώτησα κόβοντας τα νάζια καθώς είχα αντιληφ-
θεί πως κάτι σοβαρό συνέβαινε.
«Θυμάσαι τη ιστορία που σου είπε ο Κρίτος για τους θεριστές;»
«Ναι, πολύ καλά».
«Σ’ αυτή τη ιστορία εμπλέκεται κι ένα πρόσωπο που έχει σχέση με σένα»
συνέχισε ενώ οι σφυγμοί του άρχισαν ν’ ανεβαίνουν. Το ένοιωσα στο σφίξιμο
του χεριού του, στους εμφανείς χτύπους που έκαναν οι φλέβες στους κροτά-
φους του, και στον ιδρώτα που γυάλιζε ήδη στο μέτωπο του. Δεν μίλησα, δεν
ήξερα τι να πω. Μια σειρά συνειρμοί πέρασαν μόνο από το μυαλό μου, οδη-
γώντας με εκεί που φοβόμουν.
«Ο πατέρας μου;» ψέλλισα με άχρωμη φωνή.
Κούνησε καταφατικά το κεφάλι του, κι έσφιξε ακόμα πιο πολύ το χέρι μου.
Έμεινα αποσβολωμένη να κοιτάζω τον απέναντι τοίχο, προσπαθώντας να
πείσω τον εαυτό μου, ότι όσα άκουγα ήταν αποκυήματα της φαντασίας μου εξ
αιτίας του χτυπήματος στο κεφάλι. Ο Δαμιανός όμως ήταν ακόμα εκεί δια-
ψεύδοντας τις ελπίδες μου. Στεκόταν αμίλητος μπρος μου προσπαθώντας να
μαντέψει τη σκέψη μου.
«Θέλεις να πεις ότι ο Ντίνος είναι αρχαιοκάπηλος; Ότι η νόμιμη δουλειά
που κάνει είναι μόνο βιτρίνα; Ότι είναι ένας απατεώνας; Γι’ αυτό η γιαγιά
δεν ερχόταν πια στο σπίτι μας; Οι σπουδές μου, η βίλα, το σκάφος, όλος αυ-
τός ο ξιπασμός; Θεέ μου, δεν το πιστεύω. Πες μου πως μου κάνεις πλάκα γιατί
θύμωσες που σου είπα ψέματα. Δεν είναι αλήθεια έτσι δεν είναι Δαμιανέ;»
φώναξα με υστερία ενώ δάκρυα άρχισαν να τρέχουν στο πρόσωπό μου.
«Μα τι κάνετε εκεί;» επέπληξε άσχημα τον Δαμιανό η νοσοκόμα που είχε
μπει κείνη τη στιγμή μ’ ένα δίσκο γεμάτο χαπάκια. «Δεν βλέπετε; Η κοπέλα

είναι χτυπημένη. Αχ, αναίσθητα αρσενικά, τίποτα δεν σέβεστε. Περάστε έξω
κύριε» τον διέταξε αυστηρά, ενώ εγώ συνέχισα να κλαίω με λυγμούς.
Η νοσοκόμα μου έκανε μια ηρεμιστική ένεση. Ξύπνησα αργά το βράδυ με
το στομάχι μου ανακατεμένο και τον εφιάλτη εντελώς ξύπνιο να βασανίζει το
μυαλό μου. Η Μελίνα καθόταν πλάι στο κρεβάτι και μου κρατούσε το χέρι.
«Ξυπνητούρια» μου είπε χαμογελώντας πικρά.
«Έμαθες;» συλλάβισα άπνοα.
«Ναι» αποκρίθηκε αχνά κουνώντας το κεφάλι της με θλίψη. «Καταλαβαί-
νω πως σου είναι δύσκολο να το χωνέψεις. Μπορεί να έφυγες από το σπίτι σου
αλλά οι γονείς σου εξακολουθούν να είναι πρότυπο για σένα. Ξέρω πως είναι
να γκρεμίζονται όλα μέσα σε δευτερόλεπτα. Σαν μια αόρατη δύναμη να συρ-
ρικνώνει τα πάντα, να τα κάνει μια μάζα βρεγμένο χαρτί. Να σου αρπάζει και
την τελευταία όμορφη εικόνα, μετατρέποντας την σε φριχτή καρικατούρα. Κι
εσύ μέσα από αυτή την ανατροπή, να καλείσαι να σηκωθείς. Να περπατήσεις.
Να τρέξεις. Και στην προκειμένη περίπτωση Γοργώ μου, δεν έχεις χρόνο,
πρέπει να τρέξεις απ’ ευθείας, πριν καν σηκωθείς, πριν ακόμα καλά περπατή-
σεις».
«Δεν ξέρεις τίποτα, δεν μπορείς να καταλάβεις» αντέδρασα με παράπονο
διακόπτοντας την κουβέντα της. «Ο δικός σου πατέρας δεν προσπάθησε να σε
σκοτώσει. Δεν ήταν εγκληματίας. Ένας παραπλανημένος άνθρωπος ήταν που
υπερασπιζόταν καλώς ή κακώς τις αξίες του. Ο Ντίνος όμως δεν έχει αξίες.
Έχει μόνο ένα θεό. Κι εγώ, η μοσχαναθρεμμένη του καλούμαι να τον αδειά-
σω. Πως μπορώ να πάρω κάτι τέτοιο στην συνείδηση μου; Θα είναι σαν να τον
σκοτώνω. Γιατί ακόμα κι αν μείνει αλώβητος από το νόμο, το σκάνδαλο που
θα ξεσπάσει θα τα ισοπεδώσει όλα. Είναι πολύ εύκολο να μιλάς έξω από το
χορό Μελίνα».
«Για μια ακόμα φορά με υποτιμάς Γοργώ» αποκρίθηκε χωρίς ίχνος θυμού
στη φωνή της, «δεν μιλώ εγωιστικά και πίστεψέ με σε καταλαβαίνω απόλυτα.
Δεν σου έχω μιλήσει ποτέ για μένα, και ξέρω πως δεν είναι της παρούσης, αλ-
λά θέλω να καταλάβεις πως δεν μιλώ έξω από το χορό, πρέπει να πάρεις μια
απόφαση, ο χρόνος δεν μας επιτρέπει να κινηθούμε με άλλους ρυθμούς. Σε
μια εβδομάδα είναι η παράσταση. Σου ορκίζομαι πως αν αποφασίσεις να κά-
νεις πίσω είμαι μαζί σου. Έχω δώσει ψυχή σ’ αυτήν την προσπάθεια, αλλά εσύ
μετράς παραπάνω. Είσαι ότι πιο πολύτιμο έχω στη ζωή μου. Και τη φιλία μας
Γοργώ δεν θα τη θυσιάσω ποτέ, σε κανένα βωμό. Αυτό μπορώ να σου το πω με
βεβαιότητα».
Την κοίταξα με δάκρυα στα μάτια κι ανασηκώθηκα με κόπο στο κρεβάτι.
Ένοιωθα να γυρίζουν όλα γύρω μου, σαν να είχαν ξεκολλήσει κάνοντας
κύκλους μέσα στο δωμάτιο. «Πες μου» την παρακάλεσα, «πες μου για σένα».
Η Μελίνα με λόγια απλά μου αφηγήθηκε την ιστορία με τη μητέρα της κά-
νοντας με να νοιώσω πολύ άσχημα που με την κακή συμπεριφορά μου την α-
νάγκασα να μπει σε μια διαδικασία που εμφανώς την πονούσε. Το διέκρινα
στο βλέμμα της καθώς μιλούσε, και τη τρεμάμενη φωνή της καθώς περιέγρα-
φε την τελευταία σκηνή.
«Συγνώμη» ψιθύρισα σαν άτακτο παιδί που παραδεχόταν το σφάλμα του,
«δεν ήξερα, δεν μπορούσα να φανταστώ… Πέθανε τελικά η μαμά σου;» ρώ-
τησα κοιτάζοντας την με κατανόηση.
«Ναι… πέθανε τελικά» απάντησε κοφτά, θέλοντας να βάλει τελεία στη
συζήτηση.
Μείναμε για λίγα λεπτά βυθισμένες στη σιωπή.
«Μελίνα;» μίλησα πρώτη, «τι θα έκανες στη θέση μου;»
«Δεν είμαι στη θέση σου Γοργώ. Μόνη σου θα αποφασίσεις. Εγώ απλά θα
κατανοήσω την όποια απόφαση σου. Κοίτα να κοιμηθείς τώρα. Θα μείνω εδώ
όλο το βράδυ» είπε και έσβησε τα φώτα αφού πρώτα με φίλησε τρυφερά.
«Ευχαριστώ που με έσωσες» συμπλήρωσε ψιθυριστά στο αφτί μου, «δεν θα
το ξεχάσω ποτέ».



Ο ΧΟΡΟΣ ΤΩΝ ΘΕΡΙΣΤΩΝ ΚΕΦΑΛΑΙΟ 30ο


Πήδηξε στην κυριολεξία από τη χαρά της η Μελίνα μόλις της είπα τα νέα
για το Οδύσειο. Μ’ αγκάλιασε με φίλησε, και ζητωκραύγασε σαν ένα μικρό
παιδί. Ανοίξαμε ένα μπουκάλι κόκκινο κρασί και το γιορτάσαμε δεόντως. Μέ-
σα μας νοιώθαμε απίστευτα όμορφα που στην προσπάθεια αυτή εν τέλει δεν
είμαστε μόνες. Τα παιδιά της θεατρικής ομάδας, ο Πετρής, ο Κρίτος, και ο
Δαμιανός, είχαμε γίνει μια δυνατή ομάδα, ένα dream team που δεν θα κώλωνε
σε κανενός είδους απειλή. Το μόνο κρυφό αγκάθι στην καρδιά μου ήταν ο Δο-
μίνικος, θεωρούσα την απουσία του λιποταξία. Μια φιλία χρόνων για ένα χα-
βαλέ διαλύθηκε, σπάζοντας την αλυσίδα που μας ένωνε σαν νάταν χάρτινη.
Σκέφτηκα πολλές φορές να του τηλεφωνήσω. Όμως ο τρόπος που με πέταξε
από τα αυτοκίνητο ήταν επιεικώς απαράδεκτος. Δεν νοιάστηκε κάν αν το κε-
φάλι μου είχε πάθει καμιά ζημιά με το τράνταγμα που έφαγε στο παρμπρίζ
του αυτοκινήτου του. Ακόμα και το γεγονός ότι παρακολούθησε κρυφά τη
Μελίνα με είχε κάνει έξαλλη. Ένας θρησκόληπτος εγωιστής αυτό ήταν. Ο
συνδυασμός που σκοτώνει.
Οι επόμενες μέρες κύλησαν μέσα σε μια ανησυχητική ηρεμία. Η Μελίνα
συνέχιζε τις πρόβες κι εγώ είχα σχεδόν τελειώσει με τα σκηνικά. Εκείνο που
μου είχε κάνει εντύπωση ήταν, ότι οι θαμώνες του καφενείου, κάποιες φορές
που τριγύριζα άσκοπα στην πόλη με την κρυφή ελπίδα να εμφανιστεί κάπου
πίσω μου ο Δαμιανός, δεν ήταν μαζί μου διαχυτικοί όπως παλαιότερα. Προ-
σπάθησα όμως να μη δώσω έμφαση στο γεγονός θεωρώντας ότι έχοντας τις
αισθήσεις μου σε επιφυλακή έβλεπα παντού δράκους. Με τον Κρίτο επικοινω-
νούσαμε τηλεφωνικά τόσο εγώ όσο και η Μελίνα. Ρωτούσε για τα πάντα, μας
εμψύχωνε και έκλεινε με την συνήθη συμβουλή να προσέχουμε. Πολλές φο-
ρές ήρθε στην άκρη της γλώσσας μου να τον ρωτήσω για το Δαμιανό. Δεν το
έκανα όμως.
Ένα συννεφιασμένο απόγευμα, καθώς ανηφόριζα το δρόμο φορτωμένη με
πακέτα χρωματιστά χαρτόνια που θα χρησιμοποιούσαμε για τις χειρόγραφες
προσκλήσεις της παράστασης με πλησίασε ο Σιγάλας.
«Γεια σου Μαρία» μου είπε μ’ ένα ύφος που καθόλου δεν μου άρεσε. «Τι
έγινες; Σε χάσαμε. Βρήκες αυτόν που γύρευες ή ακόμα;» με ρώτησε.

«Μπα όχι. Αλλά να σου πω την αλήθεια βαρέθηκα να τον ψάχνω. Τελικά ο
παππούς μου χαμένα τάχε. Βλακεία μου που έδωσα βάση στα λόγια του».
«Ε… γιατί δεν ανοίγεις το φάκελο να ιδείς μήπως εκεί μέσα γράφει κάτι
που θα σε βοηθήσει;»
«Δεν είναι σωστό κύριε Σιγάλα. Έχω αρχές εγώ τι με περάσατε;» του είπα
δήθεν θιγμένη.
«Έλα καημένη. Άνοιξέ το να μου πεις και μένα, που σκάω από περιέργεια.
Μαζί σου τόχεις ή στο μύλο;»
«Που το ξέρεις ότι μένω σε μύλο;» τον ρώτησα αυστηρά. Τον είδα να χάνει
το χρώμα του και να ξεροκαταπίνει.
«Εσύ μας τόπες. Που να το ξέρω εγώ, μάγος είμαι;» αποκρίθηκε μαζεύο-
ντας το.
«Μπορεί» του αποκρίθηκα στεγνά. «Γεια σου τώρα γιατί βιάζομαι» είπα
κι άνοιξα το βήμα μου. Δεν μου άρεσε καθόλου αυτό. Ήμουν σίγουρη ότι δεν
είχα ξεστομίσει κάτι τέτοιο. Πρόσεχα πολύ τα λόγια μου όταν χαρτόπαιζα μαζί
τους. Τρελή μπορεί να ήμουν αλλά όχι ανόητη.
Μαύρες σκέψεις είχαν αρχίσει να γεμίζουν το μυαλό μου και σχεδόν τρέ-
χοντας έφτασα μέχρι τη βάρκα ελπίζοντας ότι δεν θα είχαν κάποιοι «ξαναε-
πισκεφτεί» το μύλο δεδομένου ότι άφησα τη Μελίνα εκεί μόνη της. Και δεν
είχα άδικο γιατί επιστρέφοντας στο σπίτι τη βρήκα να με περιμένει στο λιμάνι
καθισμένη οκλαδόν πάνω στα βότσαλα κρατώντας ένα χαρτί στα χέρια της με
τα μάτια πρησμένα από το κλάμα.
«Τι έγινε κορίτσι μου; Είσαι καλά; Πες μου» φώναξα πριν καλά καλά βγω
από το σκάφος.
«Σκοτώσανε τον Αργύρη» είπε και ξέσπασε σε κλάματα, «τον βρήκα έξω
από την πόρτα γεμάτο αίματα, μαζί μ’ αυτό το σημείωμα, οι αλήτες, τα κτήνη.
Θα τους σκίσω» ούρλιαξε μέσα σε αναφιλητά.
«Ηρέμησε γλυκιά μου» της είπα και κάθισα πλάι της παίρνοντάς την α-
γκαλιά προσπαθώντας να την ηρεμήσω. Πήρα από τα χέρια της το σημείωμα
και το άνοιξα με χέρια που έτρεμαν από θυμό και φόβο.
«Σε μια βδομάδα νάχετε φύγει από το νησί. Δεν σας χωράει πια ο τόπος».
Πήρα το κινητό της Μελίνας από το τσεπάκι της και χωρίς να την αφήσω
από την αγκαλιά μου τηλεφώνησα στον Πέτρο. Του είπα μέσες άκρες τι έγινε.
«Πηγαίνετε στο σπίτι κι έρχομαι αμέσως» φώναξε έξαλλος από θυμό.
Δεν πέρασαν πάνω από δέκα λεπτά και το αγροτικό του Πετρή παρκάρισε
νευρικά μέσα στο αλώνι. Τον είδα να έρχεται με τεράστια βήματα και να
μπαίνει στο σπίτι κρατώντας μια κοντόκανη κυνηγετική καραμπίνα. Η Μελίνα
χύθηκε στην αγκαλιά του κι εγώ σωριάστηκα στον καναπέ ξεσπώντας σε κλά-
ματα από την υπερένταση.
«Μη φοβάστε. Θα μείνω μαζί σας. Κανείς δεν θα σας πειράξει. Άντε γιατί
έχω θυμώσει πολύ» είπε και το βλέμμα του έβγαζε φωτιές. «Οι θρασύδειλοι.
Μας τάχουνε πρήξει. Ποιοι νομίζουν ότι είναι; Δέρνουν και τρομοκρατούν τον
κόσμο αντί να ντρέπονται. Κι εμείς οι κοτάρες του κερατά τους ανεχόμαστε.
Τα βάλανε με δυο κορίτσια. Όχι. Αυτό δεν θα περάσει έτσι. Ας τολμήσουν να
ξανακοπιάσουν και τα λέμε»
«Δεν θέλω να μπλέξεις σ’ αυτό» είπε η Μελίνα που είχε αρχίσει να συνέρ-
χεται.
«Είμαι ήδη μπλεγμένος καρδιά μου» αποκρίθηκε και της χάιδεψε τρυφερά
τα μαλλιά. «Μη φοβάσαι, κανείς δεν θα τολμήσει να ξαναέρθει. Από εδώ και
μπρος θα κινούμαστε όλοι μαζί. Κανόνισε με τα παιδιά να έρχονται εδώ για
πρόβες. Κι εσύ Γοργώ όχι μόνη σου κι ούτε με τη βάρκα».
Του έγνεψα συγκαταβατικά και πήγα στο μπάνιο να ρίξω κρύο νερό στο
πρόσωπό μου. Σκέφτηκα το Δαμιανό. Πόσο ανάγκη είχα μια αγκαλιά.
Καθίσαμε στο τραπέζι έχοντας ηρεμήσει αρκετά. Σε πολύ λίγη ώρα και με
τη βοήθεια του αλκοόλ είχαμε χαλαρώσει εντελώς ξαναβρίσκοντας το χιούμορ
μας.
«Στο δικό σου κρεβάτι ή στο δικό μου θα κοιμηθεί η Φρόσω;» πείραξα τη
Μελίνα που είχε μαζέψει μέσα στο σπίτι τη γίδα.
«Στο δικό σου φυσικά για να μη νοιώθεις μοναξιά» αποκρίθηκε χαμογε-
λώντας με νόημα.
«Ωραία παρτενέρ. Αλήθεια κανένα ρόλο για τη Φρόσω δεν έχει;»

«Φυσικά… αλλά ως ζώο με άποψη απέρριψε την πρόταση μου» είπε και
γέλασε δυνατά παρασύροντας και μας σ’ ένα νευρικό γέλιο.
Τους άφησα μόνους και ανέβηκα στο δωμάτιό μου. Από το κινητό μου κά-
λεσα τον Κρίτο. Ανησύχησε πάρα πολύ με όσα του είπα.
«Είσαι σίγουρα καλά; Μήπως πρέπει να έρθω εκεί; Πες μου Μαρία» τον
άκουσα να φωνάζει πίσω από το τηλέφωνο. «Οι αλήτες, τα σκουλίκια. Σκοτώ-
σανε το κοτοπουλάκι; Δεν το πιστεύω. Πως είναι Μελίνα;» συνέχισε να φωνά-
ζει.
Περίμενα στωικά μια αντίδραση από το Δαμιανό, κάτι να πει, , να με πα-
ρηγορήσει. Τίποτα. Πήρα τη θλίψη μου αγκαλιά και βγήκα στο μικρό μπαλκο-
νάκι του μύλου να μετρήσω τ’ αστέρια όπως όταν ήμουν μικρή και η γιαγιά
μου μ’ έβαζε τιμωρία.
Το φεγγάρι είχε φτάσει στο μεσουράνημα του όταν ένα ανεπαίσθητο τρί-
ξιμο έκανε την καρδιά μου να σκιρτήσει από τρόμο. Κατ’ αρχήν σκέφτηκα να
φωνάξω τα παιδιά. Άφησα όμως πρώτα να σιγουρευτώ πριν τους χαλάσω τις
στιγμές. Τέντωσα τα’ αφτιά μου κι ανασηκώθηκα ελαφρά, όταν ένα γνώριμο
άρωμα έφτασε στα ρουθούνια μου. Παραισθήσεις σκέφτηκα και κοίταξα με
λατρεία τη θάλασσα που λαμπύριζε στο παιχνιδιάρικο φως του φεγγαριού που
κυνηγιόταν με τα σύννεφα. Ξαφνικά ένα χέρι έκλεισε το στόμα μου αγκαλιά-
ζοντας από πίσω το κορμί μου.
«Δαμιανέ; Πως βρέθηκες εδώ; Πως ανέβηκες εδώ πάνω;» ψιθύρισα με το
στόμα ορθάνοιχτο.
«Σςς… θα ξυπνήσεις τα πουλιά» είπε και με τύλιξε στην αγκαλιά του, κλεί-
νοντας το στόμα μου με τον πιο γλυκό τρόπο.
Ο Δαμιανός έφυγε πριν ξημερώσει. Καλημέρισα τον ήλιο ευχαριστώντας
παράλληλα τη ζωή που μέσα σε ελάχιστες μέρες, με τις τρελές ανατροπές της
είχε ξυπνήσει τα ναρκωμένα μου συναισθήματα. Ανασφάλεια, φόβος, χαρά,
πείσμα, Έρωτας! «Ομορφη είναι η ζωή π’ ανάθεμά την» σιγοτραγούδησα το
αγαπημένο τραγούδι της γιαγιάς μου. Μέσα σ’ αυτό το μύλο έζησε το μεγάλο
της έρωτα. Οι γλυκές της στιγμές στοίχειωσαν κάθε πετραδάκι αυτού του α-
νεμόμυλου. «Γεια σου ρε γιαγιάκα λεβεντιά» φώναξα και ξεχύθηκα στη σκάλα
δίνοντας ένα καυτό φιλί στη Φρόσω που κοιμόταν του καλού καιρού στο α-
κρόσκαλο.


Ο ΧΟΡΟΣ ΤΩΝ ΘΕΡΙΣΤΩΝ ΚΕΦΑΛΑΙΟ 29ο


Οι επόμενες μέρες πέρασαν σχετικά ήρεμες. Η Μελίνα είχε δοθεί με πά-
θος στην προετοιμασία του έργου. Προσωπικά είχα αναλάβει να ζωγραφίσω
τα λιτά σκηνικά του έργου πράγμα που γέμιζε τα βράδια μου με δημιουργία.
Αυτό ήταν το εύκολο. Το δύσκολο ήταν η υπόσχεση που της είχα δώσει να βρω
το χώρο που θα δινόταν η παράσταση. Σαν τελευταία λύση είχαμε σκεφτεί ότι
θα διαμορφώναμε το χώρο στο μεγάλο κτήμα του ανεμόμυλου. Αυτή όμως ή-
ταν λύση απελπισίας γιατί αν η παράσταση γινόταν στο μύλο οι μόνοι σίγου-
ροι θεατές ήταν ο Αργύρης και η Φρόσω , για τους υπόλοιπους όλα παίζονταν.
«Μελίνα σήμερα θα περάσω απέναντι τον Ερνέστο» της είπα καθώς την
είδα να φεύγει φορτωμένη χαρτιά και φακέλους που κρέμονταν στην κυριολε-
ξία από τα χέρια της. «Αν θέλεις περίμενε με λίγο και θα σε πάρω μαζί».
«Καλά ας περίμενες να φύγω… και μου τόλεγες μετά» είπε νευριασμένη.
«Μέτρα εκατό, κι είμαι έτοιμη» της φώναξα μέσα από το μπάνιο, και το
εννοούσα γιατί σε χρόνο μηδέν ήμουν με τα κλειδιά του Ερνέστο στο χέρι πα-
ρακαλώντας το Θεό της Μελίνας το Δία να πάρει μπροστά το αυτοκίνητο.
Το ραντεβού που είχα ήταν σημαντικό. Πέντε μόλις χιλιόμετρα έξω από
την Παροικιά σ’ ένα ιδιωτικό χτήμα είχα εντοπίσει ένα μικρό θέατρο που
προφανώς κάποιος μερακλής το έφτιαξε ελπίζοντας πως μετά από μερικές χι-
λιάδες χρόνια θα ήταν αρχαίο. Το έλεγε Οδύσσειο και ήταν μια μικρογραφία
αρχαίου θεάτρου. Ένα πραγματικό κομψοτέχνημα φτιαγμένο ανάμεσα σε πε-
ριποιημένα δέντρα και φυτά, πράγμα που έδειχνε ότι κάποιος το περιποιόταν
αρκετά συχνά. Ήταν χτισμένο αμφιθεατρικά σ’ ένα ξέφωτο με αγνάτιο τη θά-
λασσα, που όταν το αντίκρισα αμέσως μαγεύτηκα..
Μη μπορώντας λοιπόν όσο κι αν προσπάθησα να ανακαλύψω τον ιδιοκτή-
τη του, και να του πέσω στην κυριολεξία στα πόδια να μας το παραχωρήσει
για την παράσταση, πληρώνοντας στην ανάγκη όσα χρήματα μας ζητούσε… κι
ας μην ήξερα που θα τα εύρισκα, αναζήτησα τον κηπουρό που το φρόντιζε.
Στάθηκα πολύ τυχερή γιατί σ’ ένα από τα καφενεία που σύχναζα, βρήκα τον
ξάδελφο της γυναίκας του κηπουρού, που φυσικά ήταν Βορειοηπειρώτης. Αυ-
τό είναι ένα από τα καλά κακά της επαρχίας. Ο κόσμος είναι πολύ μικρός

Το ραντεβού μας ήταν για σήμερα το πρωί. Προσφέρθηκα να τον μεταφέ-
ρω σ’ ένα κτήμα, πάνω σ’ ένα ορεινό χωριό, όπου μόνο γαϊδούρια ανεβαίνανε,
κουβαλώντας ως γάιδαρος τσουβάλια κοπριά, που χρειαζόταν για ένα εξοχικό
που έφτιαχνε εκεί. Αυτός ήταν και ο μοναδικός λόγος που έπαιρνα μαζί μου
τον Ερνέστο, γιατί από τη μέρα που πάτησα στο νησί ελάχιστες φορές είχα
χρησιμοποιήσει την τετράτροχη τεχνολογία για τις μετακινήσεις μου.
«Που θα πας με το αυτοκίνητο Γοργώ;» ρώτησε με απορία η Μελίνα προ-
σπαθώντας να ανοίξει τη μαγκωμένη από την υγρασία πόρτα του Ερνέστο.
«Ένα ραντεβού για μια δουλειά» της είπα μη θέλοντας να της αποκαλύψω
το λόγο που πήγαινα στην πόλη. Αν της μετέφερα τον ενθουσιασμό μου για το
Οδύσειο θα απογοητευόταν πολύ αν δεν τα κατάφερνα. Σκέφτηκα λοιπόν ότι
θα ήταν προτιμότερο να της το πω μόνο αν είχα κάτι καλό να της ανακοινώ-
σω.
«Τι δουλειά;» ξαναρώτησε.
«Μια πινακίδα μαγαζιού. Χαζομάρες είναι αλλά έχουμε ανάγκη τα χρήμα-
τα».
«Και γιατί αυτοκίνητο;»
«Θέλω να αγοράσω μερικά υλικά για τα σκηνικά. Να μη τα κουβαλάω με
τα χέρια. Αμάν με τις ερωτήσεις σου πρωί πρωί» της απάντησα εκνευρισμένη
για να μη με αναγκάσει να της πω κι άλλα ψέματα. Αυτό το κορίτσι πάντα
κόλλαγε σε λεπτομέρειες που μου έσπαγαν τα νεύρα.
Συνάντησα τον Ηλία στο μαγαζί και μ’ ένα κύπελλο καφέ στο χέρι ξεκινή-
σαμε για τα Ριζά φορτωμένοι ως τ’ αφτιά, τσουβάλια “μυρωδάτη” κοπριά. Α-
σθμαίνοντας ο φουκαράς ο Ερνέστος ανηφόριζε την πλαγιά, ενώ ο Ηλίας μου
έκανε πλήρη ανάλυση περί χωνεμένης και αχώνευτης κοπριάς ανακατεύοντας
μου το στομάχι. Τέλος αφού ξεφορτώσαμε κάπου είκοσι πέντε φουσκωμένα
τσουβάλια περπατώντας αρκετά μέτρα, και με τον ήλιο να καίει σαν καμίνι
κάνοντας το κεφάλι μου κουρκούτι, πήραμε τον κατήφορο με προορισμό τον
ιδιοκτήτη του θεάτρου.
«Τι άνθρωπος είναι;» τον ρώτησα προσπαθώντας να οργανώσω τη σκέψη
μου ως προς τον τρόπο συμπεριφοράς μου.
«Μυστήριος» απάντησε μονολεκτικά κόβοντάς μου τα πόδια.«Τι τον θέ-
λεις;» με ρώτησε.
«Για τον αρχιτεκτονικό ρυθμό που χρησιμοποίησε στην κατασκευή του
θεάτρου, γιατί πιστεύω πως έχει κάνει λάθος στην επάνω τοξωτή πλευρά και
τις γεωμετρικές συντεταγμένες της δεξιάς κοίλης κερκίδας» του είπα ότι μου
κατέβαινε για να αποφύγω περαιτέρω ανάκριση.
«Α…» είπε κουνώντας το κεφάλι του, «ναι, ναι κατάλαβα».
Φτάσαμε κοντά στην πόλη και αφού στρίψαμε σε κάτι δαιδαλώδεις χωμα-
τόδρομους, ανεβήκαμε μια απότομη ανηφοριά όπου στην κορυφή της εμφα-
νίστηκε ένα συμπαθητικό λυόμενο σπιτάκι με κόκκινα κεραμίδια και ζαρζα-
βατικά στην αυλή του. Ένοιωσα έκπληκτη γιατί περίμενα πως θα συναντούσα
κάποια βίλα με πισίνα και μαντρότοιχο με φυτεμένα γυαλιά στη κορυφή του,
γιατί ένας άνθρωπος που ξοδεύει τόσα χρήματα για να φτιάξει ένα θέατρο
στην “αυλή” του δεν θα μπορούσε να είναι στη φαντασία μου παρά ένας εκκε-
ντρικός πλούσιος που θέλει να εντυπωσιάσει το πόπολο.
«Αφεντικό επισκέψεις» διέκοψε τη σκέψη μου η αγριοφωνάρα του Ηλία.
Δεν μπορούσα να πιστέψω στα μάτια μου όταν είδα την αυλόπορτα να α-
νοίγει και να προβάλλει πίσω από αυτήν ο Κρίτος. Αυτό πια είναι Κάρμα,
σκέφτηκα και ξεροκάταπια χαιρετώντας τον μέσα από τα δόντια μου.
«Κρίτος. Χάρηκα» άπλωσε το χέρι του κάνοντας πως δεν με γνώριζε.
«Μαρία» απάντησα διστακτικά.
«Η κοπέλα αφεντικό θέλει να σου πει για κάτι τόξα» δικαιολόγησε την πα-
ρουσία μου ο Ηλίας. «Να περιμένω ή να φύγω;» στράφηκε προς εμένα.
«Σε πειράζει να γυρίσεις μόνος σου;» τον ρώτησα, «θέλω να μιλήσω με
τον κύριο Κρίτο» .
«Όχι, κάθε άλλο. Φχαριστώ για την εξυπηρέτηση» είπε και χαιρέτισε ευ-
γενικά.
«Λοιπόν Μαρία;» στράφηκε προς το μέρος μου ο Κρίτος δείχνοντάς μου
μια μπαμπουδένια πολυθρόνα.
«Τι τόξα μου φέρνεις από τον παππού σου;»
«Να σου εξηγήσω» απολογήθηκα θιγμένη από το ύφος.

«Δεν χρειάζεται. Μου τα είπε όλα ο Δαμιανός. Τελικά ο κόσμος είναι απί-
στευτα μικρός. Και τώρα πες μου γιατί ψάχνεις εμένα αυτή η φορά;» ρώτησε,
«και… σε παρακαλώ θέλω την αλήθεια» συνέχισε τονίζοντας την τελευταία
του κουβέντα.
«Είδα το Οδύσσειο» μπήκα κατευθείαν στο θέμα «και σε παρακαλώ πολύ
να μας το παραχωρήσεις για να ανεβάσουμε ένα θεατρικό».
«Ένα θεατρικό;»
«Ναι».
«Που το λένε;»
«Ο Απόλλωνας δεν μένει πια στον Αστερία».
«Φιου…» σφύριξε με θαυμασμό και ειρωνεία ταυτόχρονα.
«Και ποιος είναι ο συγγραφέας Μαρία;»
«Με δουλεύεις;» αποκρίθηκα εκνευρισμένη από το ύφος του. «Κοίτα, δεν
θα σε παρακαλέσω αν αυτό περιμένεις. Ούτε θα σου απαντήσω για πράγματα
που ήδη γνωρίζεις. Δε μου αρέσει το τσεκάρισμα οκ; Μια απάντηση και φεύ-
γω. Δεν είσαι υποχρεωμένος να μας το δώσεις. Αλλά ούτε εγώ είμαι υποχρεω-
μένη να ανέχομαι τις ειρωνείες σου» φώναξα και σηκώθηκα απότομα.
«Πω πω τσαμπουκάς!» ακούστηκε πίσω μου μια φωνή που μ’ έκανε να χά-
σω τον κόσμο.
«Δαμιανέ;» ψιθύρισα και τα μάτια μου χαμογέλασαν.
«Καλώς την» μου χαμογέλασε και χιλιάδες πουλιά συνόδεψαν μελωδικά
τη φωνή του.
«Γλυκειά μου ο Κρίτος σε πειράζει. Σου το χρωστάει άλλωστε. Το θέατρο
θα το δώσει. Το έχω ήδη ζητήσει εγώ. Ήμουν παραπάνω από σίγουρος ότι δεν
θα σας άφηναν ν’ ανεβάσετε ένα τέτοιο έργο. Δεν είναι “των συμφερόντων
τους" όπως λένε στη γλώσσα τους. Για εκείνο όμως που δεν ήμουν σίγουρος
ήταν, ότι θα επιμένατε και δεν θα κάνατε πίσω. Δεν ξέρω ειλικρινά αν χαίρο-
μαι ή λυπάμαι γι αυτό».
«Γιατί να λυπάσαι;»
«Γιατί καρδιά μου κάποιοι θα πέσουν να σας φάνε. Θέλει μεγάλη προσο-
χή».
Καρδιά μου… Πόσο γλυκά χάιδεψε η λέξη τις αισθήσεις μου. ΄Ένοιωσα
το στομάχι μου να δένεται κόμπος και τα πόδια μου να μην πατούν στη γη.
«Το γνωρίζω ήδη» απάντησα με ήρεμη φωνή και τους περιέγραψα το
συμβάν με την επίθεση στο μύλο.
Είδα το πρόσωπο του Δαμιανού να σκοτεινιάζει. «Άρχισαν» είπε και κοί-
ταξε τον Κρίτο. Εκείνος κούνησε με περίσκεψη το κεφάλι του.
«Μαρία φοβάμαι για σας» είπε και μου έπιασε το χέρι. «Αν σου ζητήσω να
αναβάλετε για λίγο την παράσταση; Μέχρι να ξεχαστεί το θέμα;»
«Αποκλείεται» τον έκοψα μιλώντας απόλυτα.«Τα παιδιά δουλεύουν σκλη-
ρά και με μεράκι γι αυτό. Η Μελίνα τάχει δώσει όλα. Τώρα που είναι κόσμος
στο νησί θα γίνει η παράσταση. Δεν θα κάνουμε πίσω ούτε ένα βήμα, και σε
παρακαλώ πολύ πάψε να με πιέζεις».
Ο Κρίτος έφερε δροσερά φρούτα και τσίπουρο. Στη συνέχεια έφτιαξε φα-
γητό και φάγαμε όλοι μαζί. Του μίλησα για το θεατρικό, για τη Μελίνα, την
απόφαση μας να μείνουμε μόνιμα στην Αντίπαρο και λίγα πράγματα για τη
Ρώμη. Μου υποσχέθηκαν πως θα μας βοηθούσαν με την προϋπόθεση κανένας
να μην μάθαινε ότι τους γνώριζα. Αυτό ήταν για τη δική μας ασφάλεια όπως
μου εξήγησαν. Θα ερχόμουν σε επαφή με τον Κρίτο για ο,τιδήποτε χρειαζό-
μουν δίνοντάς μου μάλιστα το κινητό του για να επικοινωνούμε, μια και ο Δα-
μιανός ήταν εναντίον της τεχνολογίας. Δυο τρεις φορές έφτασα στο σημείο να
τους αποκαλύψω ότι δεν ήμουν ή Μαρία. Δεν ήθελα να λέω άλλα ψέματα. Κά-
τι όμως μέσα μου με σταματούσε. Δεν ήταν άλλωστε και τόσο σπουδαίο, ένα
ασήμαντο μικρό ψεματάκι ήταν που δεν είχε εν τέλει και καμιά ουσία.
Όταν ο ήλιος άρχισε να γέρνει σηκώθηκα.
«Πρέπει να φύγω» είπα κι αναστέναξα. «Ευχαριστώ για όλα. Είσαστε υ-
πέροχοι. Μακάρι να μπορούσα να έμενα κι άλλο. Η Μελίνα όμως θα ανησυχεί.
Δεν θέλω να είναι μόνη στο μύλο».
«Θα σε βγάλω μέχρι τη δημοσιά» προσφέρθηκε αμέσως ο Δαμιανός.
«Θα το εκτιμούσα πολύ. Δεν ξέρω που ακριβώς βρίσκομαι» χαμογέλασα
ψάχνοντας με αμηχανία μέσα στην τσάντα μου για τα κλειδιά του αυτοκινή-

του. Αγκάλιασα σφιχτά τον Κρίτο και τον φίλησα ευχαριστώντας τον για μια
ακόμα φορά.
«Να προσέχεις» μου είπε και με χτύπησε φιλικά στην πλάτη.
«Κι εσύ» αποκρίθηκα και έβαλα το κλειδί στη μηχανή.
Πήραμε αμίλητοι το δρόμο προς τη δημοσιά. Με την άκρη του ματιού μου
παρακολουθούσα τις αμήχανες κινήσεις του Δαμιανού που προσπαθούσε να
στρίψει τσιγάρο. Τα λόγια που ανταλλάξαμε ήταν ελάχιστα. Ένοιωσα ένα κό-
μπο να μου σφίγγει το λαιμό πνίγοντας τη φωνή μου.
«Εδώ πρέπει να σε αφήσω Μαρία. Δεν πρέπει να με δει κανείς μαζί σου»
μου είπε κάποια στιγμή. «Θαρρώ πως από εδώ και κάτω ξέρεις το δρόμο».
Του έγνεψα ναι, και σταμάτησα στην άκρη του χωματόδρομου.
Έπιασε το χέρι μου, το έφερε στα χείλη του και κοιτώντας με στα μάτια το
φίλησε τρυφερά.
«Καλό βράδυ» ψιθύρισα νοιώθοντας την καρδιά μου να χτυπάει δυνατά.
Με κοίταξε στα μάτια χωρίς να μιλάει, και με το χέρι του άνοιξε μηχανικά
την πόρτα. Είχε σχεδόν βγει από το αυτοκίνητο όταν γύρισε απότομα πίσω,
έφερε το πρόσωπό του κοντά στο δικό μου, και τα χείλη μας ενώθηκαν μέσα
σε μια ουράνια μελωδία ενορχηστρωμένη από αγγέλους, νεράϊδες, κι εξώκο-
σμα πουλιά.
Δεν ξέρω πόση ώρα μείναμε έτσι, έχασα εντελώς την αίσθηση του χρόνου,
ξέρω μόνο πως έμεινα ώρα με το βλέμμα μετέωρο, ν’ ακολουθεί τη σκοτεινή
του φιγούρα που χανόταν στην ανηφοριά.



Ο ΧΟΡΟΣ ΤΩΝ ΘΕΡΙΣΤΩΝ ΚΕΦΑΛΑΙΟ 28ο


Είχα χάσει εντελώς τον ύπνο μου τις τελευταίες μέρες, και μοναδική αι-
τία ήταν το έργο του Δαμιανού και η εμμονή της Μελίνας να το ανεβάσει με

τη θεατρική ομάδα του νησιού. Το γεγονός ότι θα χρησιμοποιούσε το όνομα
μου στη θέση του συγγραφέα λίγο με απασχολούσε αν και θα έπρεπε, εκείνο
που με βασάνιζε ήταν για ποιο λόγο ο Περρής δεν υπόγραφε το έργο και τι θα
μπορούσε να κρυβόταν πίσω από αυτή την ιστορία. Είχα ρίξει ήδη μια κλεφτή
ματιά στο σενάριο και με είχε προβληματίσει σοβαρά το θέμα που πραγμα-
τευόταν. Η υπόθεση της αρχαιοκαπηλίας στα συγκεκριμένα νησιά ήταν παλιά
πληγή. Η γιαγιά μου συχνά μιλούσε για το θέμα αυτό με τις φίλες της,για συγ-
χωριανούς που είχαν κάνει περιουσίες πουλώντας αρχαία ευρήματα, καθώς
και για σπείρες αρχαιοκαπήλων. Θυμήθηκα ξαφνικά κι έναν μεγάλο καυγά με
τον μπαμπά μου μια από τις τελευταίες φορές που ήμασταν στο νησί.
Ήταν Σεπτέμβρης και οι γονείς μου μαζί με κάτι φίλους είχαν έρθει να με
πάρουν από την Τήνο. Εγώ επειδή δεν ήθελα να φύγω το έσκασα μεσάνυχτα
από το κρεβάτι μου και χώθηκα σε μια μικρή ξεχασμένη αποθηκούλα κάτω
από την ξύλινα σκάλα του σπιτιού, που το κλειδί της είχα ανακαλύψει σε ένα
σιδερένιο κουτί από μπισκότα. Είχα δοκιμάσει αυτό το σκουριασμένο κλειδί σε
ότι κλειδαριά υπήρχε μέσα και έξω από το σπίτι. Όταν ανακάλυψα αυτή την
αποθήκη αποφάσισα να μη πω τίποτα στη γιαγιά. Έτσι η μικρή αποθήκη έγινε
το μέρος όπου έκρυβα όλα τα μυστικά μου. Έκρυβα τα ζουζούνια που μάζευα
από τον κήπο, τα τσιγάρα που έκλεβε ο Δομίνικος από τον παππού του, μέχρι
και τα βαζάκια με το γλυκό κουταλιού που έφτιαχνε η γιαγιά.
Εκείνο λοιπόν το πρωί ,όταν οι γονείς μου ανακάλυψαν ότι λείπω επιστρά-
τευσαν όλο το προσωπικό του σκάφους, γειτόνους και γνωστούς σε όλο το νη-
σί για να με βρουν. Εγώ κλεισμένη μέσα στο σκοτεινό αποπνιχτικό ξύλινο δω-
μάτιο δεν ανάσαινα ελπίζοντας ότι θα έφευγαν τελικά χωρίς εμένα. Έψαξαν
όλο το νησί χωρίς να καταφέρουν τίποτα, κι όταν βράδυ γύρισαν στο σπίτι έ-
νας μεγάλος καυγάς άναψε στη σάλα.
«Δεν μπορεί να άνοιξε η γη και να την κατάπιε….εσύ ξέρεις που μπορεί να
είναι και δε μιλάς. Ίδια με τα μούτρα σου την έκανες. Γι’ αυτό δε λέει να ξε-
κολλήσει από εδώ» είπε στη γιαγιά θυμωμένος ο Ντίνος.
«Το μόνο που με νοιάζει αυτή τη στιγμή δεν είναι ούτε τα μούτρα μου,
ούτε τα δικά σου. Το μωρό μου να είναι καλά μόνο. Αλλά μια και το ανέφερες,

μάθε ότι αυτό το παιδί δεν έχει καμιά σχέση με σένα και με την τρελή τη μάνα
της. Αν δεν προσέξεις αυτό που σου λέω μια μέρα θα την χάσεις Κωνσταντίνε,
και τότε θα είναι αργά για δάκρυα. Και μεταξύ μας μακάρι ν’ ανοίξει τα φτερά
της και να φύγει πριν μάθει κάποια πράγματα για σένα που καθόλου περήφα-
νη δεν θα την κάνουν».
«Δεν μπορεί, είσαι μάνα μου εσύ;» τσίριξε ο Ντίνος. «Αντί να καμαρώνεις
που ο γιος σου έχει φτιάξει μια αυτοκρατορία, που έχει ένα σεβαστό όνομα
στις Κυκλάδες και σ’ όλο τον καλό κόσμο, ντρέπεσαι για μένα και δεν έχεις
πατήσει στο σπίτι μου ούτε μια φορά από τότε που πέθανε ο μπαμπάς. Ούτε
μια τυπική επίσκεψη έτσι για τα μάτια του κόσμου».
«Αν δεν ήμουν μάνα σου όπως λες, θα είχα ακολουθήσει τη συνείδησή μου.
Όσο για το σεβαστό σου όνομα δεν θα το συζητήσω» .
«Θα είχα ακολουθήσει τη συνείδησή μου». Άραγε τι να εννοούσε η γιαγιά;
Και τώρα που το ξανα θυμήθηκα όντως ποτέ δεν είχε έρθει σπίτι μας.
Μέσα από χιλιάδες σκέψεις που δεν οδηγούσαν πουθενά, κατέληξα στην
απόφαση να αρχίσω να συχνάζω στα καφενεία και τις ρούγες τριγύρω από το
πολιτιστικό κέντρο, και όχι μόνο, και να προσπαθήσω να μάθω κάτι σχετικά
με το Δαμιανό. Έπρεπε να κινηθώ διακριτικά κι ο μόνος τρόπος ήταν να εν-
σωματωθώ με τους θαμώνες των καφενείων.
«Α.. ρε Μελίνα, αλισβερίσι με τα ΚΑΠΗ η Γοργώ. Βάσανα που έχει η τέ-
χνη. Σκατά σπουδές έκανα. Τι σόι ζωγράφος είμαι γαμώτο, αναγκάζομαι τη
μια να γίνομαι καλογριά, και την άλλη να παριστάνω το χαρτόμουτρο στα κα-
φενεία. Σκρόφα ανάγκη, άλλος έχει το όνομα κι άλλος τη χάρη. Η Μελίνα εί-
ναι ηθοποιός εγώ πρέπει να παίζω ρόλους» μουρμούρισα καθώς σκάλιζα για
μια φορά ακόμα το μπαούλο της Μελίνας αναζητώντας ένα κασκέτο και τιρά-
ντες για να ντυθώ “αλάνι”.
«Οχτάρια» δήλωσε ο Μύρος και μάζεψε κομπάζοντας δυο άσσους κι ένα
εξάρι σκεπάζοντας τα με ένα σπαθάτο οχτώ.
«Δέκα» χτύπησα με δύναμη ένα καλό δεκάρι στο τραπέζι, χαλώντας τα
σχέδια του Μύρου σίγουρη για το παίξιμό μου μια και το τέταρτο δεκάρι το
κρατούσα στα χέρια μου.
Παλαμάκια και καζούρα ακουστήκανε στο τραπέζι από τα μπαρμπάτσια
που κάθονταν γύρω μας και παρακολουθούσαν το ντέρμπι μια κι ο Μύρος ή-
ταν πρωταθλητής στη δηλωτή.
«Λάμπη φέρε τσίπουρα για όλο το τραπέζι. Πληρώνει ο Μύρος» έδωσα ε-
ντολή στον καφετζή που στεκότανε στην πόρτα χαϊδεύοντας τη μεγαλοπρεπή
κοιλιά του.
«Στη γεια του που πληρώνει, κι ετού που κερδίζει» ακούστηκε η βροντερή
φωνή του Σιγάλα που ήταν μόνιμος αντίπαλος του Μύρου και είχε χαρεί πολύ
την ήττα του.
Ο Σιγάλας (στο παρατσούκλι), και ο Μύρος, ήταν δύο παραδοσιακά γε-
ροντάκια που τη μισή τους ζωή την είχαν ξοδέψει στο καφενείο του χωριού
παίζοντας δηλωτή, πρέφα, και τάβλι. Θεωρούσαν μεγάλη προσβολή να χά-
νουν παρτίδα και μάλιστα από ένα τσουτσεκάκι όπως με είχε αποκαλέσει ο
Μύρος την πρώτη φορά που τον προκάλεσα σε μονομαχία. Όμως πάντα τον
κέρδιζα, και για να είμαι ειλικρινής, όχι γιατί είχα κάνει διατριβή στο άθλημα,
απλά ο Μύρος φορούσε κάτι τεράστια γυαλιά που του έπεφταν χαμηλά στη
μύτη. Έτσι λοιπόν καθώς κρατούσε τα χαρτιά μπροστά σχεδόν στα μάτια του,
στους χοντρούς φακούς καθρεφτίζονταν το χαρτί του, εγώ το έβλεπα και όπως
ήταν φυσικό του έστηνα μπλόφες κάνοντας τον να βγαίνει από τα ρούχα του
χάνοντας το ένα στοίχημα μετά το άλλο.
Παρ’ ότι ο λόγος που χαρτόπαιζα στα καφενεία ήταν να πλησιάσω τους
θαμώνες αποσπώντας τους πληροφορίες για το θέμα που με απασχολούσε, θα
ομολογήσω ότι είχα αρχίσει να τους συμπαθώ και να αναθεωρώ ολοένα και
πιο πολύ τις αρχικές μου εντυπώσεις για τους ανθρώπους του νησιού. Σαφώς
κουτσομπόλευαν και ασχολούνταν με τις ξένες έγνοιες όμως το έκαναν από
ανία και συνήθεια πιο πολύ, κι όχι από κακοήθεια. Με τη συναναστροφή μου
μάλιστα μαζί τους είχα αρχίσει κι εγώ να μπαίνω στο τρυπάκι της περιέργειας
ρωτώντας πράγματα για ανθρώπους που δεν μ’ ενδιέφεραν καθόλου.

«Που έμαθες να παίζεις δηλωτή κοπελιά; Αυτά είναι επαρχιώτικα παιχνί-
δια» ρώτησε ο Σιγάλας ρουφώντας το τσίπουρο του. «Φαίνεσαι πρωτευουσιά-
να, εκεί θαρρώ πως μόνο μπιρίμπες και πινάκλια παίζετε».
«Ο παππούς μου με έμαθε μπάρμπα Σιγάλα. Βλάχος ήταν ο παππούς μου.
Ρουμελιώτης. Έχω ζήσει πολλά χρόνια σε χωριό» απάντησα με φυσικό τρόπο.
«Α γεια σου. Είπα κι εγώ, που έμαθε τές τις μπόλφες το μαμόθρεφτο; Και
ποιος καλός άνεμος σ’ φέρνει στα μέρη μας;»
«Ο άλλος μου παππούς ήταν από την Νάξο. Είχε αρρωστήσει όμως ο καη-
μένος κι η αρρώστια του τον κράτησε πολύ καιρό στην Αθήνα. Είχε ένα αδελ-
φικό φίλο εδώ στην Πάρο. Μου μιλούσε συχνά γι’ αυτόν. Είχε πεθάνει κατά
την απουσία του από το νησί. Του στοίχισε πολύ το γεγονός ότι δεν μπόρεσε
να έρθει στην κηδεία του. Πεθαίνοντας ο παππούς μου έδωσε ένα φάκελο, “θα
το δώσεις στα χέρια του Δαμιανού, του γιου του φίλου μου” μου είπε “είναι
πολύ σημαντικό, μόνο στα χέρια του, το υπόσχεσαι;”. Δεν πρόλαβε όμως να
μου πει που ακριβώς θα τον βρω. Κι εγώ έχοντας βάρος στην ψυχή μου την
επιθυμία του παππού, ήρθα εδώ για να βρω το φίλο του και να του παραδώσω
το γράμμα».
«Ε.. και τόνε βρήκες;» ρώτησε με εμφανές ενδιαφέρον ο Σιγάλας.
«Όχι δυστυχώς. Κανείς δε με βοηθάει» είπα έτοιμη να βάλω τα κλάματα.
«Το παράνομά του ποιο είναι;»
«Δεν το θυμάμαι. Μου το είπε ο παππούς αλλά καταλαβαίνεις, μου έδωσε
το γράμμα λίγο πριν πεθάνει, από τη μια η συγκίνηση της στιγμής, η αγωνία
του θανάτου από την άλλη, μασούσε τα λόγια του και δεν πολυκατάλαβα. Από
Πι άρχιζε πάντως σίγουρα. Πιπερής, Περρής, Περπερής, κάτι τέτοιο. Άντε
τώρα εγώ να βρω ένα Δαμιανό Π σε ολόκληρο νησί» είπα κι έσκυψα το κε-
φάλι με εμφανή απελπισία ζορίζοντας τον εαυτό μου να κλάψει. «Συγνώμη ρε
παππού. Άχρηστη εντελώς είμαι» ψιθύρισα κι ένα δάκρυ επιτέλους γλίστρησε
από τα μάτια μου. Είμαι ηθοπιάρα. Μελίνα σ’ έσκισα, σκέφτηκα κι ένα αόρα-
το χαμόγελο ικανοποίησης χαράχτηκε στα χείλη μου.
«Έλα μη στεναχωριέσαι κούκλα μου. Θα τον βρούμε. Εμείς φίλοι σου εί-
μαστε, θα βοηθήσουμε. Μια κοτσιλιά είναι το νησί. Άντε πάμε μια παρτίδα οι
δυο μας να ξεβαλαντώσεις;»
«Μπα, δεν έχω κέφι» αποκρίθηκα ανατριχιάζοντας, γιατί ο Σιγάλας ήταν
δυνατός παίχτης και γυαλιά δεν φορούσε. Θα μ’ έκανε σκόνη και θα έχανα τη
φήμη μου. Πώς να το κάνουμε ένα εγωισμό τον είχα κι εγώ…
Έμεινα για λίγο στο καφενείο του Λάμπη παρακολουθώντας τον αγώνα
Σιγάλα-Μύρου και Μήτσου- Χαρίλη που βρισκόταν σε πλήρη εξέλιξη. Απογο-
ητευμένη που και σήμερα κανείς δεν βρέθηκε να μου πει μια κουβέντα για τον
περιβόητο Δαμιανό σηκώθηκα με κατεύθυνση τον επόμενο καφενέ στην άλλη
μεριά της πόλης μήπως κι εκεί στεκόμουνα πιο τυχερή.
Δεν θα είχα κάνει περισσότερο από πενήντα βήματα στον πλακόστρωτο
σοκάκι όταν άκουσα πίσω μου μια λεπτή φωνή να με καλεί. Γύρισα απότομα
κι είδα μπροστά μου ένα κοντούλη σχετικά άνθρωπο με γαλανά μεγάλα μάτια
κι ένα μουσάκι σαν μαύρη πινελιά στο πηγούνι.
«Κρίτος Θωμάς» μου συστήθηκε αμέσως απλώνοντας το χέρι του.
«Μαρία Σιδέρη» του ανταπόδωσα τη σύσταση χρησιμοποιώντας ψεύτικο
όνομα, γιατί τη Γοργώ απ’ ότι είχα καταλάβει την ήξεραν τελικά και οι πέτρες
σ’ αυτό τον τόπο, κι εγώ ήθελα καλού κακού να φυλάξω τα νότα μου μια και
δεν ήξερα που πάω να μπλέξω.
«Μαρία θέλεις να σε κεράσω ένα καφέ και να τα πούμε λίγο;»
«Τι να πούμε; Δεν σας γνωρίζω» αποκρίθηκα με απορία.
«Θα σου εξηγήσω. Καθόμουν στο διπλανό τραπέζι κι άθελά μου άκουσα
την κουβέντα σου με τον Σιγάλα. Νομίζω πως μπορώ να βοηθήσω».
Μ’ ένα χαμόγελο συγκατάβασης τον ακολούθησα νοιώθοντας την καρδιά
μου να χτυπάει τρελά. Επιτέλους κάποιος τσίμπησε. Είχα αρχίσει να βαριέμαι
τη δηλωτή και τα τσίπουρα. Ακόμα λίγο και θα καταντούσα αλκοολική μ’ όλη
αυτή την τσιπουροκραιπάλη.
Ο Θωμάς με οδήγησε σ’ ένα χαριτωμένο καφενεδάκι με ψάθινες καρέκλες
και σιδερένια μαύρα τραπεζάκι πλάι στο κύμα, και παραγγείλαμε φραπέ στο

γκαρσόνι με την παρδαλή παντελόνα που βρέθηκε πάνω από το κεφάλι μας
πριν καλά καλά καθίσουμε.
«Λοιπόν κύριε Θωμά; Είμαι όλη αφτιά» του είπα χαριτολογώντας γεμάτη
ανυπομονησία ν’ ακούσω τι είχε να μου πει.
«Λέγε με σκέτο Κρίτο. Αυτό είναι το όνομά μου» είπε γελώντας. «Από το
Ερωτόκριτος βγαίνει. Οι φίλοι μου με φωνάζουν έτσι για συντομία και μου έ-
χει μείνει. Το Θωμάς είναι το επίθετο Μαρία μου».
«Η προφορά σου Κρίτο δεν είναι νησιώτικη. Δεν είσαι από τα μέρη μας;»
«Σωστή. Είμαι από το Αγρίνιο. Μένω όμως πολλά χρόνια στην Πάρο. Ήρ-
θα εδώ προσωρινά κάτω από κάποιες συνθήκες κι έμεινα. Ουδέν μονιμότερον
του προσωρινού όπως λένε».
«Λοιπόν;» επέμεινα στην ερώτηση μου.
«Ο άνθρωπος που γυρεύεις λέγεται Δαμιανός Περρής;» με ρώτησε απότο-
μα κοιτάζοντας με μέσα στα μάτια.
«Ν…ναι» απάντησα κομπλαρισμένη, «Περρής, είμαι σχεδόν σίγουρη απλά
δεν θυμάμαι καλά. Τον ξέρεις;»
«Είσαι σίγουρη πως έχεις ένα φάκελο γι’ αυτόν;»
«Φυσικά» αποκρίθηκα χωρίς κανένα ενδοιασμό.
«Ξέρεις τι έχει μέσα αυτός ο φάκελος;»
«Όχι. Κάποιο γράμμα φαντάζομαι».
«Τι σχέση είχε ο παππούς σου με τον εν λόγω κύριο ξέρεις;»
«Ήταν φίλος με τον μπαμπά του».
«Φίλοι μόνο, ή είχαν και άλλα πράγματα που τους συνέδεαν;»
«Δεν καταλαβαίνω κύριε Κρίτο. Υποτίθεται ότι εσείς είχατε κάτι να μου
πείτε. Με ανακρίνετε ή μου φαίνεται;» πήρα αμέσως αποστάσεις χρησιμο-
ποιώντας πληθυντικό και επιθετικό ύφος.
«Κοίτα Μαρία. Θέλω να είμαι σίγουρος ότι μιλάμε για τον ίδιο άνθρωπο.
Μερικά πράγματα φαίνονται αθώα αλλά μπορεί να γίνουν επικίνδυνα. Είσαι
ακόμα μικρή για να καταλάβεις».
«Ευχαριστώ για το ενδιαφέρον. Αν όμως γνωρίζεις τον Περρή όπως λες
πες μου απλά που θα τον βρω, κι άσε σε μένα την ευθύνη».
«Τον γνωρίζω» μου είπε εξακολουθώντας να με κοιτάζει στα μάτια, «δώσε
μου το φάκελο και υπόσχομαι να το δώσω στα χέρια του».
«Πλάκα μου κάνεις. Να σου δώσω το γράμμα του παππού μου; Σε ξέρω κι
από χθες; Και τι είναι αυτό το φοβερό μυστικό που κρύβει ο Περρής; Γιατί το
παίζει φαντομάς; Πες του λοιπόν αφού τον ξέρεις ότι αν θέλει το φάκελο να
έρθει να μου το ζητήσει ο ίδιος. Σε άλλον δεν το δίνω. Ο παππούς μου ήταν
απόλυτος σ’ αυτό και οφείλω να ακολουθήσω την εντολή του» είπα και σηκώ-
θηκα να φύγω ελπίζοντας ότι θα αντιδρούσε. Είχα δίκιο γιατί ο Κρίτος με
τράβηξε από το χέρι καθίζοντας με ξανά στην καρέκλα.
«Θα σου πω μια ιστορία Μαρία» είπε και έβγαλε από την τσέπη του ένα
τσιμπούκι με καπνό.
»Πριν… πολύ λίγα χρόνια ζούσα μια ήρεμη ζωή στο μικρό πανέμορφο χω-
ριό μου, που είναι χτισμένο πάνω στην όχθη ενός ποταμού μερικά χιλιόμετρα
έξω από το Αγρίνιο» άρχισε την αφήγησή του και το γαλάζιο βλέμμα του έγινε
ξαφνικά σκοτεινό.
»Ήμουν… δημοσιογράφος και δούλευα σε μια τοπική εφημερίδα στο Α-
γρίνιο. Σχεδόν καθημερινά έκανα τη διαδρομή από το χωριό ως την πόλη μια
και η οικογένεια μου ζούσε εκεί. Ένα πρωινό του Φθινοπώρου καθώς περνού-
σα έξω από ένα χτήμα που βρισκόταν πάνω στο δρόμο μου και πέντε μόλις χι-
λιόμετρα από το χωριό μου, είδα κάποιους να σκάβουν σ’ ένα σημείο έχοντας
κυκλώσει με απαγορευτικές κορδέλες το χτήμα. Μου έκανε εντύπωση και
πλησίασα να δω τι ακριβώς γινόταν. Για να μην μπω σε κουραστικές λεπτομέ-
ρειες θα σου πω πως ήταν η αρχαιολογική υπηρεσία που είχε πληροφορίες ότι
σ’ αυτό το χτήμα βρισκόταν ένας αρχαίος ναός».
Έκανε μια παύση πασχίζοντας να ανάψει το τσιμπούκι του. Τον κοιτούσα
προσπαθώντας να καταλάβω που το πήγαινε, και τι σχέση είχε το χωριό του
στο ποτάμι με τον Περρή. Δεν πρόλαβα να ολοκληρώσω τη σκέψη μου κι ο
Κρίτος συνέχισε την ιστορία του αφού επιτέλους άναψε αυτό το καταραμένο
τσιμπούκι τραβώντας δυο γερές ρουφηξιές.
»Μέσα από τις διασυνδέσεις που είχα ως δημοσιογράφος έμαθα ότι είχε
γίνει μια επώνυμη καταγγελία στο υπουργείο, από κάποιον ευαισθητοποιημέ-

νο εργάτη που οργώνοντας το χώμα ξέθαψε αρχαία ευρήματα, τα οποία όμως
ο ιδιοκτήτης του χτήματος που ήταν ντόπιος και είχε πολλά οργωμένα στρέμ-
ματα στη σειρά, ξαναέθαψε στο χώμα απειλώντας τον δουλευτή του κι απολύ-
οντας τον επί τόπου. Όταν γύρισε στο χωριό του ο εργάτης μίλησε για το
συμβάν στο καφενείο. Μετά από δυο μέρες βρέθηκε ξυλοκοπημένος στο δρό-
μο. Αυτό τον έκανε να θυμώσει τόσο πολύ που πήγε κατευθείαν στην αστυνο-
μία, και από εκεί στο Υπουργείο κάνοντας καταγγελία. Η αρχαιολογική υπη-
ρεσία μη μπορώντας να παραβλέψει το γεγονός έστειλε συνεργείο που έφραξε
το χτήμα κι άρχισε ανασκαφές».
«Κι ο εργάτης;» ρώτησα ανατριχιάζοντας με όσα άκουγα. «Τον ξαναδεί-
ρανε;»
«Δεν ξέρω. Δεν έμαθα ποτέ κάτι σχετικά με αυτό» είπε και γνέφοντας μου
να μην τον διακόπτω συνέχισε την κουβέντα του.
»Μετά από λίγες μέρες βγήκαν στην επιφάνεια τα ίχνη ενός ναού. Το θέμα
πήρε δημοσιότητα και όπως ήταν φυσικό ο ιδιοκτήτης σταμάτησε το όργωμα
και η περιοχή μπήκε σε αρχαιολογική επιστασία. Σιγά σιγά όμως οι έρευνες
ατόνησαν μέχρι που σταμάτησαν εντελώς. Έτσι λοιπόν ένα πρωί πηγαίνοντας
στο Αγρίνιο είδα να οργώνουν ξανά το χωράφι ετοιμάζοντας το για καπνό.
Έγινα έξαλλος. Σταμάτησα το αυτοκίνητο και προσπάθησα να σταματήσω το
όργωμα βάζοντας μπροστά το σώμα μου. Με άρπαξαν δυο μπράβοι του χτη-
ματία και με πέταξαν σαν καρυδότσουφλο στο δρόμο. Από κείνη τη στιγμή
άρχισα να κινώ γη και ουρανό Μαρία μου. Βγήκα στα τοπικά κανάλια, έστει-
λα γράμματα στο υπουργείο με φωτογραφίες που εγώ ο ίδιος είχα τραβήξει
από τα ευρήματα, το πάλεψα δηλαδή με νύχια και με δόντια. Το αποτέλεσμα
ήταν να σπάσουν και μένα στο ξύλο. Από την εφημερίδα με έδιωξαν. Είχα γί-
νει ένας γραφικός όπως μου είπαν. Απείλησαν τον πατέρα και τ’ αδέλφια μου.
Έβαλαν φωτιά στο σπίτι μου στο χωριό, και παρά λίγο να με κάψουν ζωντανό.
Ωστόσο δεν το έβαζα κάτω παρ’ ότι δεχόμουν πλέον πιέσεις και από την οικο-
γένεια μου. Ήταν βλέπεις όλοι τρομοκρατημένοι και με το δίκιο τους. Εκείνο
όμως που με ενθάρρυνε στην όλη προσπάθεια ήταν ότι δεν είχαν προχωρήσει
άλλο το όργωμα, πράγμα που σήμαινε ότι κάποιες “καρέκλες” φοβόντουσαν
ένα πιθανό σκάνδαλο και μάλιστα σε εποχή δημοτικών εκλογών που ήταν τό-
τε».
«Και δεν βρέθηκε κανένας να σε βοηθήσει βρε Ερωτόκριτε; Οι πνευματι-
κοί άνθρωποι της περιοχής; Από όσο γνωρίζω το Αγρίνιο έχει πολλή κουλτού-
ρα και διανόηση».
«Όχι μόνο δεν με στήριξαν αλλά με βγάλανε παλαβό. Είπαν ότι έχω εμμο-
νές. Μου έκλεισαν πολλές πόρτες. Κάποιοι από φόβο κάποιοι άλλοι από συμ-
φέρον. Δεν ξέρω, δεν μπορώ να πω κάτι πάνω σ’ αυτό».
«Τελικά τι έγινε;» ρώτησα νοιώθοντας θυμό με όσα άκουγα.
«Τελικά η γυναίκα μου με εγκατέλειψε και πήγε στην Αθήνα μαζί με την
κόρη μου γιατί φοβόταν. Κι εγώ ένα πρωί βρέθηκα μισοπεθαμένος σ’ ένα χα-
ντάκι στο χωριό. Μου είχαν σπάσει τα πλευρά. Έμεινα στο νοσοκομείο τρεις
μήνες. Όταν βγήκα ο πατέρας μου μου μήνυσε να μην ξαναπάω στο χωριό και
να τους αφήσω να ζήσουν ήσυχοι. Αυτό κι έκανα. Τα μάζεψα και ήρθα εδώ
όπου είχα ένα φίλο. Βρήκα μια δουλειά και από τότε πορεύομαι. Κώλωσα με
λίγα λόγια. Και δεν είμαι καθόλου περήφανος γι’ αυτό» είπε κι έσκυψε το κε-
φάλι του μέσα στα χέρια του.
«Δεν έχεις δίκιο» του είπα και του έσφιξα το μπράτσο. «Τι άλλο μπορού-
σες να κάνεις; Να τα βάλεις με τους καρεκλοκένταυρους ή τους “κρατούντες”;
Το πάλεψες όσο μπορούσες. Δεν λέω οι απώλειες που είχες ήταν σημαντικές.
Θα λύγιζαν ακόμα και σίδερο. Άλλωστε ό,τι και να έκανες τίποτα δεν θα γι-
νόταν. Το πολύ πολύ θα σε σκότωναν μια μέρα και θάσουν τώρα ένας γραφι-
κός πεθαμένος. Όσο για το χωριό σου εκεί είναι δεν έφυγε» είπα προσπαθώ-
ντας να τον παρηγορήσω βλέποντας τα μάτια του βουρκωμένα.
«Το χωριό μου τελείωσε. Δεν θα το ξαναδώ ποτέ» είπε με πίκρα.
«Το ποτέ, είναι μεγάλη κουβέντα Κρίτο».
«Δεν θα το ξαναδώ ποτέ» ξαναείπε, και γύρισε απότομα το κεφάλι του α-
ναζητώντας με τη ματιά του το γκαρσόνι με την παρδαλή βερμούδα, «θα
πιούμε ένα καραφάκι Μαρία;»
«Φυσικά. Άλλωστε έχουμε να πούμε κι άλλα. Έτσι δεν είναι;» του απάντη-
σα θεωρώντας σίγουρο πλέον πως κάπου πήγαινε τη συζήτηση

«Ναι. Δεν ξέρω για ποιο λόγο αλλά νοιώθω να σε εμπιστεύομαι. Φαίνεσαι
ξηγημένο άτομο. Ναι θα σου μιλήσω» είπε και παράγγειλε καραφάκι με μεζέ.
Αφού σερβίρισε τα ποτήρια μας ως γνήσιος τζέντλεμαν, και χαρήκαμε για
τη γνωριμία και όλα τα σχετικά τυπικά που μου έσπασαν τα νεύρα, καθώς α-
δημονούσα να φτάσουμε επιτέλους στον κύριο Δαμιανό μας, ξεκίνησε πάλι η
κουβέντα.
«Πριν μερικά χρόνια στην Πάρο είχε ξεσπάσει ένα τοπικό σκάνδαλο. Και
λέω τοπικό γιατί δεν βγήκε ποτέ έξω από τις Κυκλάδες μέχρι σήμερα τουλάχι-
στον».
«Έχει σχέση με τον Περρή;» διαμαρτυρήθηκα. «Γιατί αν δεν έχει, δεν θέ-
λω να μάθω, όχι τώρα».
«Αν πάψεις και με ακούσεις θα καταλάβεις πόσο σχέση έχει» μου είπε
αυστηρά αναγκάζοντας με να υπακούσω, ενώ ταυτόχρονα καμάκωνε χταπο-
δάκι στα κάρβουνα.
»Στις Κυκλάδες γίνεται μεγάλη διακίνηση αρχαίων. Το γνωρίζουν όλοι αλ-
λά σιωπούν. Φοβούνται το κύκλωμα της αρχαιοκαπηλίας που αποτελείται από
ανθρώπους που δεν είναι απλοί εγκληματίες. Γιατί Μαρία μου οι απλοί εγκλη-
ματίες είναι προβλέψιμοι και αντιμετωπίσιμοι. Έχεις το νόμο με το μέρος σου.
Υπάρχει γι’ αυτούς τιμωρία. Οι αρχαιοκάπηλοι όμως είναι μια άλλη πάστα
κακοποιών. Είναι οι περισσότεροι, για να μη πω όλοι, ευυπόληπτοι πολίτες.
Γιατί όπως γνωρίζεις η ευυποληψία στην εποχή μας έχει τιμή. Όσοι λοιπόν
καπηλεύονται την ιστορία μας κλέβοντας και μοσχοπουλώντας την, έχουν πο-
λύ χρήμα, άρα είναι υπεράνω νόμων. Οι νόμοι είναι για τους κοινούς θνητους.
Οι μεγαλοκαρχαρίες είναι πάντα στο απυρόβλητο. Άντε τώρα εσύ ο κοινός
θνητός να αποδείξεις τα αναπόδεικτα. Πάρε τη δική μου την περίπτωση. Γνώ-
ριζα ποιος με χτύπησε, όλοι το γνώριζαν, δεν μπορούσα όμως να το αποδείξω.
Και όχι μόνο αυτό, αλλά όταν ξεστόμισα το όνομα του ανθρώπου που μου έ-
σπασε τα πόδια και τα πλευρά μου έκανε μήνυση κι από πάνω, φτιάχνοντας
ψεύτικο άλλοθι που δήλωνε πως τη μέρα εκείνη ήταν στην Αθήνα. Με βγάλα-
νε και τρελό καταλαβαίνεις;»
«Σε καταλαβαίνω απόλυτα. Όμως σε παρακαλώ πες μου τι σχέση έχει ο
Περρής με όλα αυτά;» τον διέκοψα βλέποντας την κουβέντα να πηγαίνει αλ-
λού και την υπομονή μου να εξαντλείται.
«Υπάρχει ένα νησάκι κάπου μεταξύ Πάρου και Αντίπαρου η Δαφνούσα. Το
ξέρεις;»
«Φυσικά. Είναι αρχαιολογικός χώρος όπου έχουν ανακαλύψει έναν ολό-
κληρο ναό του Απόλλωνα…»
«Και… όχι μόνο» με διέκοψε, «στο νησί αυτό έχουν βρεθεί, και εξακολου-
θούν να ανασύρονται αρχαιολογικά ευρήματα μεγάλης ιστορικής αξίας. Οι
τολμηρότεροι αρχαιολόγοι μιλούν για νέα Δήλο. Πριν μερικά χρόνια ακού-
στηκε ανεπίσημα στους επιστημονικούς κύκλους, ότι ανασύρθηκαν μέσα από
ένα τάφο τέσσερα αγγεία αμύθητης αξίας που αναπαριστούσαν το τελετουρ-
γικό του “χορού των θεριστών”. Όπως καταλαβαίνεις η πληροφορία αυτή δεν
πέρασε απαρατήρητη. “Ο χορός των θεριστών” είναι ένα από τα ευρήματα
που αποτελούν το κορυφαίο απόκτημα των συλλεκτών του είδους.
»Τη συγκεκριμένη εποχή κάποιος από τους κατοίκους της Πάρου με ενδι-
αφέροντα οικολογικά παρακολουθούσε την αναπαραγωγή ενός είδους… στά-
σου να δεις πως το λένε…» σταμάτησε την αφήγηση ο Κρίτος προσπαθώντας
να θυμηθεί.
«Άστο τώρα, μου το λες μετά» διαμαρτυρήθηκα έντονα.
«Λοιπόν» συνέχισε, χαμογελώντας με την ανυπομονησία μου, «ο άνθρω-
πος αυτός έμενε με τη σκηνή του πάνω στην ακατοίκητη βραχονησίδα κατα-
γράφοντας με την κάμερά του την εξέλιξη του είδους. Ένα βράδυ λοιπόν που
δεν είχε ύπνο και καθόταν στην ακροθαλασσιά είδε φως στη Δαφνούσα. Του
κίνησε την περιέργεια και πλησίασε αθόρυβα με τη βάρκα του στο νησί. Έ-
φτασε μέχρι αρχαιολογικό χώρο και είδε κάποιους να συσκευάζουν σε ειδικά
ξύλινα κουτιά κάτι αγγεία».
«Τους Θεριστές;» αναφώνησα γουρλώνοντας τα μάτια.
«Ακριβώς».
«Καλά το νησί δεν φυλάσσεται;»

«Χα.. ναι. Υπάρχει ένας φύλακας που μένει στην απέναντι μεριά της Δαφ-
νούσας. Είναι το σπίτι του εκεί… και η ταβέρνα του επίσης. Όλη μέρα δουλεύ-
ει σαν το σκυλί, σιγά μην μείνει ξάγρυπνος την νύχτα να φυλάει την Δαφνού-
σα. Άλλωστε Μαρία μου όλα έχουν μια τιμή».
«Τι θέλεις να πεις; Ότι εξαγοράσανε τον φύλακα;»
«Όχι. Κάτι που δεν το γνωρίζω δεν μπορώ να το πω. Ξέρω όμως, όπως και
όλοι όσοι έχουν ασχοληθεί με το θέμα, ότι ουσιαστική φύλαξη δεν υπάρχει.
Έχουν δει πολλοί κότερα να πλευρίζουν το νησί. Τώρα γιατί κανείς δεν μιλάει;
Αυτό το καταλαβαίνεις και μόνη σου».
«Και; Τι έγινε με τους θεριστές;»
«Ο οικολόγος τράβηξε με την κάμερα όσα είδε. Φωτογράφισε και το σκά-
φος που περίμενε αραγμένο στην πίσω πλευρά του νησιού. Την τελευταία
στιγμή όμως κάποιος τσιλιαδόρος τον εντόπισε και… τον πυροβόλησε εν ψυ-
χρώ Μαρία μου».
«Τον σκότωσε;» ψέλλισα με τρόμο στα μάτια.
«Όχι, τον πυροβόλησε στα πόδια για να τον τρομάξει και να του πάρει την
κάμερα. Και δεν έφτανε αυτό, την επόμενη μέρα ο οικολόγος συνελήφθη για
αρχαιοκαπηλία μετά από καταγγελία ότι το προηγούμενο βράδυ τον είδαν
πάνω στη Δαφνούσα. Φυσικά κανείς δεν “ήθελε” να πιστέψει την δική του εκ-
δοχή, γιατί εκείνοι που κρύβονταν πίσω από την κλοπή των θεριστών είχαν
την πλήρη κάλυψη υψηλών προσώπων ντόπιων και μη».
«Εσύ τους ξέρεις;»
«Ναι. Αλλά δεν θα σου πω γιατί είναι πολύ επικίνδυνο Μαρία μου. Οι συ-
γκεκριμένοι είναι Κυκλαδίτες. Δύο από Τήνο και ένας από Νάξο. Είναι μεγα-
λοεπιχειρηματίες και έχουν ταΐσει πολλές τσέπες. Τα λεφτά κλείνουν στόματα
και τσακίζουν μέση, είναι νομοτέλεια. Όποιος προσπάθησε να σταθεί μπρο-
στά τους έσπασε τα μούτρα του» αναστέναξε ο Κρίτος κι άρχισε να ανασκαλί-
ζει το τσιμπούκι του που είχε σβήσει.
Έμεινα άφωνη με όσα άκουγα. «Ο Δαμιανός; Αυτός τι σχέση έχει;»
«Ο Δαμιανός Μαρία είναι συγγραφέας. Είναι ένας άνθρωπος πολύ ευαι-
σθητοποιημένος σε τέτοια θέματα. Όταν έμαθε για τη σύλληψη του οικολόγου
πήγε και τον βρήκε. Εκείνος του είπε όλα όσα είδε εκείνο το βράδυ. Ο Δαμια-
νός άρχισε να σκαλίζει το θέμα σε βάθος. Μάζεψε στοιχεία για τους συγκε-
κριμένους επιχειρηματίες και για την δράση τους. Στο θέμα ανακατεύτηκαν
πολλοί. Κάποια δειλά στόματα άνοιξαν δίνοντας στοιχεία στο Δαμιανό. Εκεί
άρχισε ο τραμπουκισμός. Οι άνθρωποι των αρχαιοκαπήλων απείλησαν έμμε-
σα και άμεσα θεούς και δαίμονες. Μέσα σε ελάχιστο χρόνο οι πόρτες κλείσανε
για το Δαμιανό. Η ζωή του μπήκε σε κίνδυνο. Αυτός όμως δεν το έβαλε κάτω.
Τους την έχει φυλαγμένη. Κρύβεται γιατί φοβάται. Και είναι πολύ φυσικό αυ-
το".
«Και πως ζει; Θέλω να πω, πως επιβιώνει;»
«Έχει εισοδήματα από τα βιβλία του. Είναι λιτός άνθρωπος. Τον βοηθάνε
και οι φίλοι του;»
«Τον βοηθάς κι εσύ;»
«Πολλά ρωτάς μικρή».
«Αν δεν με εμπιστεύεσαι γιατί μου τα είπες όλα αυτά;»
«Γιατί πιστεύω πως μέσα στο φάκελο που κρατάς υπάρχουν στοιχεία σχε-
τικά με το θέμα. Κι εσύ απερίσκεπτα τριγυρνάς στους καφενέδες, κρατώντας
μια χειροβομβίδα στα χέρια σου, μια χειροβομβίδα χωρίς περόνη έτοιμη να σε
ανατινάξει»
«Δίκιο έχεις» ψιθύρισα και ανατρίχιασα σύγκορμη.
«Λοιπόν. Θα μου δώσεις το φάκελο, και θα μου υποσχεθείς πως δεν θα
ασχοληθείς ξανά με το θέμα. Σύμφωνοι Μαρία;» με κεραυνοβόλησε με το
βλέμμα του.
«Όχι» απάντησα. «Μόνο στα χέρια του. Αλλιώς θα το πετάξω στα σκουπί-
δια».
«Είσαι ανόητη» είπε χτυπώντας οργισμένος το χέρι του στο τραπέζι.
«Απλά δεν είμαι κότα» απάντησα με προσβλητικό ύφος και σηκώθηκα.
«Αν όλα όσα μου είπες είναι αλήθεια και ο Περρής θέλει το φάκελο να έρ-
θει να με βρει. Κάθε μέρα εδώ τριγυρίζω. Δεν θα δυσκολευτεί και πολύ. Εκτός
κι αν θέλεις να μου πεις που κρύβεται να πάω εγώ να του τον δώσω. Μέχρι
τότε γεια σου, και χάρηκα για την γνωριμία».

Πήρα το δρόμο της επιστροφής με το κεφάλι μου γεμάτο ερωτηματικά.
Περίμενα πως κάτι κρυβόταν πίσω από την ιστορία Περρής, όμως δεν φαντα-
ζόμουν ποτέ πως θα ήταν τόσο βρώμικη.
Ο οικολόγος ήταν εν τέλει αθώος ή μήπως σκάρωσε όλη αυτή την ιστορία
για να γλιτώσει από το νόμο; Μήπως αυτός πήρε τους θεριστές; Αν όμως ήταν
αρχαιοκάπηλος δεν θα ήταν οικολόγος να κοιμάται στα ξερονήσια παρακο-
λουθώντας χελώνες και υβρίδια. Θα είχε τη βίλα του και δύο πισίνες με Φιλιπ-
πινέζες να του κάνουν μασάζ. Όχι, το σενάριο αυτό δεν έπαιζε καθόλου.
Ποιοι ήταν αυτοί οι αρχαιοκάπηλοι που κανείς δεν τους άγγιζε; Ήταν
τόσο ισχυροί ή απλά υπεράνω πάσης υποψίας; Έπρεπε να επιμείνω να μου πει
ονόματα. Εκτός κι αν όσα μου έλεγε ο Κρίτος ήταν παραμύθια για να μου πά-
ρει το φάκελο και να τον δώσει στον Δαμιανό.
Κι αν ο Κρίτος είναι άνθρωπος των αρχαιοκαπήλων, κι ακούγοντας την ι-
στορία μου, ήθελε το φάκελο πιστεύοντας ότι έχει στοιχεία για τους Θεριστές;
Σ’ αυτή την περίπτωση την έβαψα.
Και μένα τι με νοιάζουν όλα αυτά; Γιατί πάω να μπλέξω; συλλογίστηκα.
Μέσα μου όμως ένοιωθα θυμό. Ήταν άδικο οι καλοί, να κρύβονται και οι
κακοί ν’ απολαμβάνουν την ζωή τους ανέμελα και χλιδάτα. Και ρε γαμώτο με
ποιο δικαίωμα αρπάζουν την δική μου κληρονομιά και την πουλάνε, απειλώ-
ντας με κι από πάνω οι τσόγλανοι;
Όποια εκδοχή όμως και αν έπαιρνα, το σίγουρο ήταν ότι είχα μπλέξει. Εί-
τε με τον ψευτοφάκελο του παππού, είτε με το σενάριο του Δαμιανού που σί-
γουρα καθόλου αθώο δεν ήταν. Έπρεπε το γρηγορότερο να μιλήσω με τη Με-
λίνα.
«Άσε ότι κάνεις και έλα στο μύλο γρήγορα» της είπα με ανησυχία στη φω-
νή καλώντας την στο κινητό.
«Τι έγινε;» με ρώτησε καταλαβαίνοντας από τον ήχο της φωνής μου ότι
κάτι δεν πάει καλά.
«Θα σου πω από κοντά. Έλα αμέσως. Είναι σοβαρό».
Τη βρήκα στο μύλο να με περιμένει στο κατώφλι γεμάτη αγωνία.
«Τι έγινε;» με ρώτησε αμέσως πριν καλά καλά προλάβω ν’ ανεβώ στο τε-
λευταίο σκαλί.
«Έγινε ότι μπλέξαμε» της είπα κι έπεσα βαριά στην πολυθρόνα της βερά-
ντας πίνοντας ταυτόχρονα μονορούφι τη λεμονάδα της που βρήκα στο τραπέ-
ζι. Εκείνη με κοίταξε με απορία μη μπορώντας να κατανοήσει την πρωτοφανή
συμπεριφορά μου.
«Κατ’ αρχήν πες μου τι έχεις κάνει με το θεατρικό;» τη ρώτησα.
«Χέσε το θεατρικό και λέγε τι συμβαίνει. Γιατί φυσικά δεν είσαι σ’ αυτή
την κατάσταση από την αγωνία σου για την πορεία του έργου. Μη τρελαθού-
με» διαμαρτυρήθηκε δίκαια.
«Ναι, δίκιο έχεις. Συγνώμη είμαι ταραγμένη με όσα έμαθα. Θα σου πω όλη
την ιστορία από την αρχή και θα καταλάβεις» της είπα και ξεκίνησα χωρίς άλ-
λη καθυστέρηση να της εξιστορώ με κάθε λεπτομέρεια τα όσα είχαν διαδρα-
ματισθεί. Την είδα να χάνει το χρώμα της στην αρχή, και μετά να κοκκινίζει
από θυμό.
«Τώρα εξηγούνται όλα» μονολόγησε. «Ο Δαμιανός με χρησιμοποίησε για
να δώσει το μήνυμα του μέσα από το θεατρικό. Γι’ αυτό δεν θέλει το όνομα
του στο σενάριο. Γι’ αυτό όλη η μυστικοπάθεια. Μ’ αφήνει να βγάλω εγώ το
φίδι από την τρύπα και μετά να το καμακώσει. Κι εγώ η ηλίθια μέσα από την
άγνοιά μου θα έπαιζα το παιχνίδι του. Μα τον Δία τι μηχανορραφία. Το καθί-
κι!» φώναξε εκνευρισμένη.
«Στάσου Μελίνα να βάλουμε τα πράγματα στη θέση τους. Τίποτα δεν εί-
ναι όπως φαίνεται. Κατ’ αρχήν δεν ξέρουμε που είναι η αλήθεια. Αν θεωρή-
σουμε όμως τα λεγόμενα του Κρίτου δεδομένα, το πράγμα είναι αρκετά σοβα-
ρό. Δεν πιστεύω πως ο Περρής είναι θρασύδειλος και χρησιμοποίησε εσένα
για να περάσει τη γραμμή του χωρίς να κινδυνέψει ο ίδιος. Σκέψου το πιο λο-
γικά. Είσαι ένα νέο πρόσωπο στο νησί. Απόκτησες την εμπιστοσύνη του καλ-
λιτεχνικού κύκλου. Μεράκι έχεις με το παραπάνω. Τι καλλίτερο από το να ε-
μπιστευτεί σε σένα κάτι τόσο πολύτιμο για εκείνον. Γιατί το ξέρεις καλά. Το
κάθε έργο του όποιου καλλιτέχνη είναι η κατάθεση της ψυχής του. Είναι το
παιδί του, το δημιούργημα του. Δεν θα το εμπιστευόταν εύκολα σε κανένα

παρά μόνο αν ήταν μεγάλη ανάγκη. Και γι’ αυτόν είναι τεράστια η ανάγκη,
και η ευθύνη του επίσης».
«Ναι, αλλά θα μπορούσε να μου εξηγήσει κάποια πράγματα να ξέρω κι
εγώ που πατάω».
«Σ’ αυτό έχεις δίκιο. Όμως θα χανόταν το αυθόρμητο της προσπάθειας. Κι
έπειτα η πιθανότητα να του αρνηθείς ήταν μεγάλη. Άφησε λοιπόν να λειτουρ-
γήσει το καλλιτεχνικό σου ένστικτο για να υποστηρίξεις το έργο με όλη σου
την ψυχή. Το βρίσκω πολύ λογικό. Μέσα στο σενάριο αναφέρονται ονόματα ή
κάποια αναφορά στο συγκεκριμένο γεγονός; Όχι. Άρα; Κανένα πρόβλημα με
σένα. Τώρα, όποιος έχει αφτιά θα ακούσει, κι όποιος έχει τη μύγα θα μυγια-
στεί. Αυτός είναι ο σκοπός του κάθε συγγραφέα. Και το βρίσκω γοητευτικό εν
τέλει».
Με κοίταξε με έκπληξη στα μάτια. «Τελικά είσαι απρόβλεπτη Γορ-
γώ.Ομολογώ δεν περίμενα από σένα τέτοια τοποθέτηση στο θέμα. Και το γα-
μώτο είναι ότι συμφωνώ μαζί σου».
«Δεν λέω πως δεν είναι επικίνδυνο» συνέχισα, «η αλήθεια είναι ότι πρέπει
να σκεφτούμε καλά πριν αποφασίσουμε τι θα κάνουμε. Δεν το κρύβω έχω
θορυβηθεί με όλα αυτά. Τον Κρίτο τον σπάσανε στο ξύλο, ο Δαμιανός κρύβε-
ται, ο οικολόγος μπορεί να πήγε φυλακή, εμείς τα παλαβά που πάμε να μπλέ-
ξουμε; Από την άλλη όμως τσαντίζομαι ρε Μελίνα».
«Τσάμπα το συζητάμε» με διέκοψε απότομα. «Έτσι κι αλλιώς το έργο δεν
ανεβαίνει».
«Γιατί;» ρώτησα απογοητευμένη από την απάντηση της θεωρώντας ότι
κώλωσε.
«Για τον απλούστατο λόγο ότι δεν υπάρχουν χρήματα. Οι σπόνσορες αρ-
νούνται να το χρηματοδοτήσουν, και πέρα από αυτό η Πατέλη δεν θα αφήσει
να μας παραχωρηθεί το θέατρο. Που θα το ανεβάσουμε; Στον ανεμόμυλο με
θεατές τους γλάρους και τη Φρόσω;»
«Χρήματα έχω μαζέψει αρκετά από το καλογριλίκι. Ήθελα να σου κάνω
έκπληξη και να διαμορφώσουμε το μύλο. Μια χαρά όμως είναι το σπιτάκι μας.
Πάρε όλα τα λεφτά που έχω και θα προσπαθήσω να σου βρω κι άλλα. Όσο
για χώρο θα βρούμε μη σε νοιάζει. Έχω κάτι στο μυαλό μου. Άστο σε μένα αυ-
τό. Εσύ μπορείς να οργανώσεις την παράσταση; Και κυρίως θέλεις να το κά-
νεις μετά από αυτά που έμαθες;»
«Γοργώ είσαι σίγουρη;» με ρώτησε και τα μάτια της γέμισαν δάκρυα.
«Ναι ρε γαμώτο. Δεν γουστάρω να φιμώνουν την τέχνη μόνο και μόνο για-
τί η αλήθεια χαλάει τα χλιδάτα αφτάκια τους. Το έργο θα ανέβει ακόμα κι αν
χρειαστεί να μας σταυρώσουν γι’ αυτό. Άσχετα με τον Δαμιανό τον Κρίτο και
την παρέα τους. Θα ανέβει γιατί είναι εργάρα και το γουστάρουμε. Κινήσου
σαν να μην έμαθες τίποτα για όλα αυτά. Προσπάθησε μόνο να διαφυλάξεις το
σενάριο όσο μπορείς. Τα άλλα άστα σε μένα. Μόνο να προσέχεις».
Σηκώθηκε και με αγκάλιασε με ενθουσιασμό. «Ο Απόλλωνας δεν μένει πια
στον Αστερία» αναφώνησε με στόμφο, «σενάριο Γοργώ Δεμέζη – Σκηνοθεσία
Μελίνα Θωμαϊδη».
«Την πανίσχυρη επικαλούμαι Νίκη, την ποθητή στους θνητούς, αυτήν που
μόνο καταλύει των θνητών την αγωνιστική ορμή, και την οδυνηρή στις μάχες
αντιπάλων διχόνοια. Γιατί εσύ αποφασίζεις στους πόλεμους, για τα τροπαιού-
χα έργα, φέρνοντας πάντα τέλος καλό, στα καλόφημα έργα» συμπλήρωσα την
ατάκα της Μελίνας σχηματίζοντας το σήμα της νίκης.
«Τώρα μ’ έστειλες εντελώς» είπε κοιτάζοντας με στα μάτια έκπληκτη, «ξέ-
ρεις και Ορφικούς ύμνους βρε τέρας;»
«Ο παππούς ο Ναξιώτης μου τους έμαθε. Χα.χα. Τρομερός παππούς… o
παππούς!».


Είχαν περάσει τέσσερις μέρες από τη συνάντηση μου με τον Κρίτο, και
παρ’ ότι τριγύριζα ολόκληρη μέρα από στέκι σε στέκι ελπίζοντας να τον συνα-
ντήσω δεν είχα καταφέρει τίποτα. Είχε εξαφανιστεί από την πιάτσα. Ήπια
ένα τελευταίο τσιπουράκι στου Λάμπη και ανηφόρισα προς το λιμανάκι που
είχα δέσει τη βάρκα με προορισμό το Μύλο. Είχαμε συμφωνήσει με τη Μελίνα
να μην κυκλοφορούμε τα βράδια έξω μόνες μας και να επιστρέφουμε στο σπί-
τι λίγο μετά τη δύση του ήλιου.
Περπάτησα στο δημόσιο δρόμο αποφεύγοντας να απομονώνομαι στα στε-
νά δρομάκια που με οδηγούσαν συντομότερα στο μικρό λιμανάκι κοιτώντας
κάπου κάπου πίσω μου, γιατί κατά βάθος η εξαφάνιση του Κρίτου με είχε βά-
λει σε τρελές υποψίες. Φοβόμουν πως τελικά με είχε παραμυθιάσει με τις ι-
στορίες του, με σκοπό να με τρομάξει και να μου πάρει το φάκελο. Αφού λοι-
πόν δεν μου τον πήρε με το καλό, υπήρχε περίπτωση να χρησιμοποιήσει άλλες
μεθόδους. Κι αυτή τη φορά ήταν σίγουρο πως το μενού δεν θα περιελάμβανε
φραπέ και ουζάκι.
Έφτασα στο μεγάλο σταυροδρόμι κι αφού κοίταξα επανειλημμένα πίσω
μου μπήκα στο μικρό μονοπάτι που ήταν ο μοναδικός δρόμος για τη βάρκα
μου. Ένα τρίξιμο πλάι μου μ’ έκανε να αναπηδήσω ιδρώνοντας από φόβο. Α-
νάσανα ανακουφισμένη βλέποντας μια δεντρογαλιά να χάνεται μέσα στα ξε-
ρά κλαδιά, θέαμα που σε άλλη περίπτωση θα με είχε κάνει να τρέχω με χίλια
δεδομένου ότι σιχαίνομαι μέχρι θανάτου τα φίδια. Η θέα του πράσινου μικρού
λιμανιού που εμφανίστηκε μπροστά μου, με τη Γοργώ να κινείται ρυθμικά πά-
νω στο ανήσυχο νερό μ’ έκανε να επιταχύνω το βήμα μου με την επιθυμία να
φτάσω το συντομότερο στο σπίτι μου.
Έβγαλα τα παπούτσια μου, τα πέταξε μέσα στο σκάφος κι άρχισα να λύνω
τον κόμπο στο σκοινί, όταν ένα σφίξιμο στο λαιμό από ένα μαύρο μαντήλι μου
έκοψε την ανάσα.
«Λέγε ποια είσαι;» άκουσα πίσω από το κεφάλι μου μια βραχνή φωνή, ενώ
το σφίξιμο στο λαιμό μου είχε χαλαρώσει.
«Η Μαρία» απάντησα με τρεμάμενη φωνή, επιστρατεύοντας όσο κουρά-
γιο μου είχε απομείνει για να μη λιποθυμήσω από τον φόβο μου.
«Ποιος σ’ έστειλε να βρεις τον Δαμιανό Περή;» συνέχισε απειλητικά η
βραχνή φωνή.
«Ο παππούς μου» απάντησα μη έχοντας άλλη επιλογή έτσι που τα είχα
κάνει.
«Ο παππούς σου από τη Νάξο;»
«Ναι. Εσύ ποιος είσαι; Γιατί θέλεις να με πνίξεις;» αναθάρρησα νοιώθο-
ντας το σφίξιμο να χαλαρώνει εντελώς.
Τράβηξε το μαντήλι από το λαιμό μου κι αρπάζοντάς με από τα μαλλιά γύ-
ρισε το πρόσωπό μου προς το μέρος του.
«Με πονάς» διαμαρτυρήθηκα βγάζοντας ένα δυνατό βογκητό.
«Συγνώμη. Δεν συνηθίζω να απειλώ γυναίκες» μου είπε «αν όμως δεν μου
πεις ποιος σε έστειλε, θα με αναγκάσεις να σου φερθώ χειρότερα».
«Αν με αφήσεις θα σου πω» είπα και τα πρώτα δάκρυα μούσκεψαν το
πρόσωπό μου.
«Μη δοκιμάσεις να φύγεις γιατί θα σε πιάσω, και τότε θα σε πετάξω στα
ψάρια, στο υπόσχομαι».
«Ορκίζομαι πως δεν θα φύγω, που να πάω άλλωστε;» μουρμούρισα με πα-
ράπονο στη φωνή.
Πήρα βαθιά ανάσα καθώς ένοιωσα το κεφάλι μου ελεύθερο και τον κοίτα-
ξα ευθεία στα μάτια. Με την πρώτη ματιά που του έριξα κατάλαβα πως ήταν ο
Δαμιανός. Βραχνή φωνή, μακριά μαλλιά, μουσάκι, διαπεραστικό βλέμμα. Η
περιγραφή της Μελίνας. Κοίταξα διακριτικά τα χέρια του. Το δαχτυλίδι του
βεβαίωσε την υποψία μου. Έκλεισα τα μάτια παίρνοντας ανάσες για να κερ-
δίσω χρόνο και να σκεφτώ τι να του έλεγα.
«Λοιπόν;» ακούστηκε βροντερή η φωνή του. «Και μην αρχίσεις πάλι το
παραμύθι για τον παππού σου γιατί μάθε κούκλα μου ότι ο πατέρας του Δα-
μιανού δεν γνώριζε κανένα Σιδέρη από την Νάξο. Αυτό για να ξεκαθαρίζουμε
τα πράγματα».
Συνέχισα να τον κοιτάζω στα μάτια. Το βλέμμα του ήταν σαγηνευτικό, είχε
μια παράξενη γοητεία, και το σώμα του ανέδυε μια μυρωδιά δειλινού. Μου
μιλούσε και η βραχνή του φωνή δονούσε περίεργα τ’ αφτιά μου. Ένοιωσα πως

δεν κινδύνευα μαζί του και η τρεμούλα από τα γόνατά μου είχε υποχωρήσει
εντελώς. Του χαμογέλασα αμυδρά και κάθισα οκλαδόν στα βότσαλα. Το ίδιο
έκανε κι εκείνος.
«Εσύ που το ξέρεις;» τον ρώτησα.
«Το ξέρω» απάντησε ξερά.
«Εντάξει. Δεν υπάρχει παππούς. Ούτε φάκελος υπάρχει. Ένα κόλπο ήταν
για να βρω τον Δαμιανό Περρή».
«Ο λόγος;»
«Προσωπικός».
«Μμ… Γνωρίζεστε δηλαδή;» είπε και χαμογέλασε περιμένοντας να πέσω
σε ατόπημα.
«Αυτό τώρα εσένα τι σε νοιάζει;» του είπα σχεδόν ναζιάρικα ξεχνώντας
εντελώς το εγκεφαλικό που κόντεψα να πάθω πριν λίγα λεπτά.
«Αχ, μη με κάνεις να θυμώσω ξανά. Μια χαρά δεν τα λέμε;» είπε ο Δαμια-
νός και το βλέμμα του έγινε ξανά σκοτεινό.
«Ωραία. Ας αφήσουμε τα παιχνίδια» τον αιφνιδίασα. «Ξέρω πως είσαι ο
Δαμιανός Περρής».
Τον είδα να κάνει μια νευρική κίνηση και το πρόσωπό του να συσπάται.
«Ποιος σε έστειλε και γιατί;» μου είπε με απειλητικό πάλι ύφος.
«Άντε πάλι. Κανένας δεν με έστειλε. Το ξερό μου το κεφάλι ευθύνεται που
ανακατεύεται όπου δεν το σπέρνουν. Είμαι η συγκάτοικος της Μελίνας Θωμα-
ϊδη. Διάβασα το θεατρικό σου, μου άρεσε, και ήθελα να σε γνωρίσω. Όλη αυ-
τή η μυστικοπάθεια και η θριλερική σου συμπεριφορά προκάλεσαν την καλ-
πάζουσα φαντασία μου. Αξίζει αυτό για να με πνίξεις και να με πετάξεις στα
ψάρια; Κάντο λοιπόν κύριε μάγκα. Τι περιμένεις;» ξέσπασα ξαφνικά εξακο-
λουθώντας να τον κοιτάζω κατάματα.
«Δεν το πιστεύω! Είσαι τρελό κορίτσι μου; Αυτό το ξερό, όπως σωστά το
είπες κεφάλι, δεν σκέφτηκε ούτε για μια στιγμή πως είχα τους λόγους μου να
μη θέλω να εμφανιστώ;»
«Θα μπορούσες να το πεις στη Μελίνα. Και αν θέλεις να τα πούμε με το
όνομά τους, με ποιο δικαίωμα έμπλεξες ένα ανυποψίαστο κορίτσι σε τέτοια
υπόθεση; Νομίζεις ότι αυτό είναι τίμιο; Πως μπορείς εσύ να κάνεις μαθήματα
σε μένα όταν συμπεριφέρεσαι εξ ίσου επιπόλαια;»
Με κοίταξε για μερικά δευτερόλεπτα χωρίς να μιλά.
«Μαρία» έσπασε τέλος τη σιωπή, και η φωνή του έγινε τρυφερή. «Θέλω
να μην ανακατευτείς άλλο σε αυτή την ιστορία. Αυτό που έκανες με το γράμμα
ήταν ανόητο. Παρά λίγο να πιστέψω πως κάποιοι σε έβαλαν να με βρεις και
θα την πλήρωνες τσάμπα. Αυτά που σου είπε ο Κρίτος θέλω να τα ξεχάσεις.
Ναι, τελικά δεν έπρεπε να ανακατέψω τη Μελίνα σ’ αυτό. Δεν μπορούσα όμως
να προβλέψω αυτή την εξέλιξη. Σε παρακαλώ να τελειώσει εδώ, το υπόσχε-
σαι;» είπε και μου έπιασε τα χέρια.
«Με πιστεύεις δηλαδή;»
«Μα ναι» χαμογέλασε «αυτό το μουτράκι δεν μπορεί να έχει σχέση με κα-
κοποιούς. Συγνώμη για τη συμπεριφορά μου πριν. Να σε τρομάξω ήθελα, δεν
θα σου έκανα κακό. Υποσχέσου μου όμως ότι θα σταματήσεις να σκαλίζεις αυ-
τή την ιστορία. Και το θεατρικό χέστο. Πέταξέ το στα σκουπίδια εντάξει;»
«Το θεατρικό θα ανέβει Δαμιανέ. Αυτό είναι πια αδιαπραγμάτευτο. Ήδη
βρίσκεται σε εξέλιξη. Δεν θα μας σταματήσει τίποτα. Και ξέρεις κάτι; Δεν εί-
ναι μόνο δική σου υπόθεση η αρχαιοκαπηλία, αφορά και μένα και όλους μας.
Άλλωστε το έργο σου είναι τέλειο. Η Μελίνα είναι ενθουσιασμένη, και την ε-
μπιστεύομαι. Θα ανέβει και θα γίνει και πάταγος» του είπα με ενθουσιασμό.
«Μαρία» είπε και με κοίταξε τρυφερά κάνοντας την καρδιά μου να χτυπή-
σει δυνατά, «αν σου συμβεί κάτι δεν θα το συγχωρήσω ποτέ στον εαυτό μου».
«Ούτε κι εγώ θα μου το συγχωρήσω Δαμιανέ, να είσαι σίγουρος» του είπα
και σηκώθηκα γιατί είχε αρχίσει να σουρουπώνει και η Μελίνα θα ανησυχού-
σε.
«Ώρα καλή. Να προσέχεις» μου είπε σπρώχνοντας την βάρκα μου στο νε-
ρό…
«Να μη χαθούμε» του είπα με νόημα και τον αποχαιρέτησα με το βλέμμα
μου.
Το φεγγάρι είχε αρχίσει να ξεχωρίζει στο στερέωμα και τα πρώτα άστρα
έπιαναν σιγά σιγά τη βραδινή τους βάρδια. Γέμισα τα πνευμόνια μου θαλασ-

σινή αύρα και στο μυαλό μου ανακατεύονταν χιλιάδες σκέψεις. Τελικά η ζωή
είναι όμορφη, πολύ όμορφη.
Με τον «αυτόματο» πιλότο η Γοργώ έφτασε στο λιμανάκι κοντά στο μύλο
και στάθηκε στη γνωστή της θέση. Τέντωσα τ’ αφτιά μου ακούγοντας ένα πα-
ράξενο θόρυβο πίσω από τους θάμνους που ξεχώριζε από τον παφλασμό της
θάλασσας. Πήδηξα αθόρυβα στη θάλασσα από το πίσω μέρος της βάρκας και
κολυμπώντας με αργές κινήσεις βγήκα από την αριστερή πλευρά του κόλπου
περπατώντας στα νύχια. Κάνοντας ένα μικρό κύκλο έφτασα από την πίσω
πλευρά του θάμνου και πήδηξα μέσα στο χαντάκι που βρισκόταν δυο μέτρα
από τη συστάδα. Βγάζοντας με πολλή προσοχή το κεφάλι στράφηκα προς τα
κει που ακουγόταν ο θόρυβος πιο έντονα τώρα που είχα πλησιάσει. Μέσα στο
μισοσκόταδο μια λευκή φιγούρα μασούλαγε με βουλιμία φύλλα. Ήταν η
Φρόσω. Με ένα σάλτο πετάχτηκα έξω από το χαντάκι. «Αααα…» ακούστηκε
τρομαγμένη η φωνή της Μελίνας που καθόταν κουλουριασμένη στην άκρη
του θάμνου.
«Ηρέμησε. Εγώ είμαι» της φώναξα και έτρεξα να την αγκαλιάσω.
«Γοργώ που ήσουν;» είπε τρέμοντας. «Στο μύλο… κάποιοι είναι μέσα… η
πόρτα ήταν ορθάνοιχτη» συμπλήρωσε δείχνοντας προς το μέρος του ανεμό-
μυλου.
«Έλα να μπούμε στη βάρκα» της είπα ψιθυριστά. «Μη φοβάσαι. Θα πε-
ριμένουμε λίγο. Αν δούμε κάποια κίνηση θα βάλουμε μπρος και θα περάσουμε
απέναντι» της είπα και την τράβηξα προς τη βάρκα.
«Να πάρουμε και τη Φρόσω» κλαψούρισε.
«Μελίνα!» της φώναξα αυστηρά.
Με ακολούθησε σιωπηλή έχοντας ωστόσο πάρει ξανά το χρώμα της.
«Τι έγινε πες μου. Είδες κάποιον μέσα στο σπίτι;» τη ρώτησα όταν πια
νιώσαμε ασφάλεια αφήνοντας τη βάρκα να κυλήσει απαλά μέσα στο νερό.
«Ερχόμουν από την πόλη με τα πόδια. Λίγο πριν φτάσω στο μύλο, βρήκα
στο δρόμο τη Φρόσω με τον Αργύρη να τριγυρίζουν. Μου έκανε εντύπωση
γιατί πριν φύγω είχα κλείσει την πόρτα με το σύρτη. Αμέσως λοιπόν σκέφτηκα
πως κάποιος άνοιξε την πόρτα. Πήγα προς το μύλο κρυφά με μεγάλη προσο-
χή. Είδα την καγκελόπορτα ορθάνοιχτη και την πόρτα του μύλου επίσης ανοι-
χτή. Τρόμαξα πολύ και έτρεξα αμέσως στο λιμανάκι να σε περιμένω. Δεν ξέ-
ρω τίποτα άλλο. Γιατί άργησες γαμώτο;»
«Θα σου πω αλλά όχι τώρα. Λες να είναι Αλβανοί;» αναρωτήθηκα.
«Μπα.. αποκλείεται. Δεν έχει Αλβανούς η περιοχή. Άλλωστε τώρα καλο-
καίρι είναι, δεν θα τολμούσε κανείς κάτι τέτοιο» απάντησε η Μελίνα προβλη-
ματισμένη. «Ξέρεις τι μου ήρθε στο μυαλό;» συνέχισε με το ίδιο ύφος, «μή-
πως ψάχνουνε να βρούνε το φάκελο του ψευτοπαππού;»
«Ρε τώρα που το λες… ναι, μου φαίνεται πιθανόν».
«Να πάρουμε την αστυνομία» πρότεινε.
«Όχι. Καλλίτερα να μη μπλέξουμε σε κάτι τέτοιο. Ας βεβαιωθούμε πρώτα
αν πρόκειται για κλεφτρόνια ή όχι, και μετά βλέπουμε. Αν πλακώσει η αστυ-
νομία θα γίνουμε το θέμα του νησιού. Κι αυτή τη στιγμή κάτι τέτοιο δεν θα
ήταν χρήσιμο, όχι πριν ανέβει το έργο».
«Πιστεύεις πως πρέπει να συνεχίσουμε; Μήπως τελικά είναι επικίνδυνο
Γοργώ;»
«Θέλεις να το σταματήσουμε;» τη ρώτησα κοιτάζοντας την μέσα στα μά-
τια.
«Όχι» αποκρίθηκε με σιγουριά.
«Ούτε κι εγώ» της είπα και την αγκάλιασα σφιχτά.
«Λοιπόν. Εγώ θα πάω στο μύλο. Εσύ θα μείνεις εδώ. Αν δεις ότι αργώ πή-
γαινε να φωνάξεις τον Πέτρο. Αυτόν θαρρώ πως μπορούμε να τον εμπιστευ-
τούμε» είπα και τράβηξα το σκοινί της βάρκας για να την βγάλω προς τα έξω.
«Δεν πας καλά που θα πας μόνη σου. Μαζί θα πάμε. Θα μπούμε από το πί-
σω πορτόνι. Αν κάποιος είναι μέσα θα τον αιφνιδιάσουμε βάζοντας τις φωνές
και θα το βάλουμε στα πόδια. Για να μη σου πω να πάρουμε μαζί και τα κου-
πιά να του σπάσουμε το κεφάλι».
«Καλή ιδέα. Δεν έχω ουδεμία αντίρρηση» είπα κι άρπαξα το κουπί.
Φτάσαμε στο μύλο με μεγάλη προσοχή και τις καρδιές μας να χτυπάνε δυ-
νατά. Η Φρόσω μας ακολουθούσε κατά πόδας αναμασώντας εκνευριστικά
κοιτάζοντας μας γεμάτη απορία. Με μια κλωτσιά εν είδη Ράμπο η Μελίνα έ

σπρωξε το πορτόνι που λίγο έλειψε να το γκρεμίσει. Την είδα να σηκώνει το
κουπί, και μια απελπισμένη φωνή ξαφνικά ακούστηκε από το εσωτερικό του
σπιτιού.
«Μηη… Ο Πετρής είμαι!»
«Πετρή; Πως βρέθηκες εδώ;»
«Περνούσα από το Μύλο κι είδα τις πόρτες ανοιχτές. Σε φώναξα και δεν
πήρα απάντηση. Ανησύχησα και μπήκα μέσα στο σπίτι. Μα τι έγινε; Ποιος το
έκανε αυτό και γιατί;» ρώτησε δείχνοντας την απίστευτη εικόνα που επικρα-
τούσε γύρω.
Τα συρτάρια έχασκαν ανοιγμένα, αναποδογυρισμένα έπιπλα, χαρτιά
σκορπισμένα παντού, ανακατεμένα ρούχα, τα ντουλάπια της κουζίνας άδεια
με τις γυάλες ριγμένες στο πάτωμα μισοαδειασμένες.
«Γαμώτο, πάει το βύσσινο» φώναξα και πήρα τη γυάλα στα χέρια μου
γλύφοντας το σιρόπι που έτρεχε λερώνοντας τον Αργύρη που τσιμπολογούσε
την ζάχαρη που είχε χυθεί στο πάτωμα.
«Τι έγινε κορίτσια;» ξαναρώτησε ο Πετρής «Τι ψάχνανε να βρούνε; Γιατί
κάτι ψάχνανε. Αυτό το χάλι, δεν είναι μια απλή κλοπή. Άλλωστε βλέπω όλα τα
πράγματα που θα μπορούσε να πάρει ένας κλέφτης στη θέση τους».
«Ναι Πέτρο έχεις δίκιο. Κάτι ψάχνανε» του απάντησα. «Μελίνα νομί-
ζω ότι πρέπει να μιλήσουμε στον Πέτρο. Να του πούμε όλη την αλήθεια. Εδώ
που φτάσαμε χρειαζόμαστε βοήθεια. Κι ο Πέτρος είναι δικός μας άνθρωπος»
είπα ελπίζοντας την συγκατάβασή του.
«Σ’ ευχαριστώ που με βλέπεις έτσι Γοργώ. Η αλήθεια είναι ότι εμείς οι δύο
δεν τα πηγαίνουμε και πολύ καλά. Ωστόσο σε αγαπάω και σε θεωρώ φίλη
μου» είπε κα μου χαμογέλασε με καλοσύνη που με έκανε να ντραπώ για τη
μέχρι τώρα συμπεριφορά μου απέναντί του.
Εγώ και ο Πέτρος μαζέψαμε ότι μπορούσαμε ενώ η Μελίνα έφτιαξε στρα-
πατσάδα και πατάτες τηγανητές με λουκάνικα για να φάμε.
Καθίσαμε αμίλητοι στο τραπέζι, στη συνέχεια όμως εξιστορίσαμε στον Πέ-
τρο με κάθε λεπτομέρεια όλα όσα είχαν συμβεί τις τελευταίες μέρες. Για το
Δαμιανό δεν είπα τίποτα. Ήθελα να το συζητήσω πρώτα με τη Μελίνα. Στην
αρχή ο Πέτρος αντέδρασε και μας μάλωσε που είχαμε μπλέξει σε κάτι τέτοιο.
Στη συνέχεια όμως δήλωσε ότι είναι μαζί μας.
«Δεν μπορώ να σας αφήσω μόνες απόψε κορίτσια. Μπορώ να μείνω εδώ;»
ρώτησε διστακτικά.
«Φυσικά» απαντήσαμε ομόφωνα.
Τους άφησα να τα πούνε μόνοι τους κι αποσύρθηκα στο δωμάτιό μου για
ύπνο. Με πήρε το ξημέρωμα να σκέφτομαι όσα είχαν συμβεί με πρωταγωνι-
στή στη σκέψη μου τον Δαμιανό. Κι η Μελίνα με τον Πέτρο ακόμα ξύπνιοι ή-
ταν. Τους άκουσα να ψιθυρίζουν και να γελάνε στη βεράντα. Αποκοιμήθηκα
νιώθοντας ασφάλεια… κι ένα σφίξιμο στο στομάχι.
Με ξύπνησε η δυνατή μυρωδιά καφέ που ερχόταν από την κουζίνα.
Κατέβηκα νωχελικά τα σκαλοπάτια και είδα τη Μελίνα να τακτοποιεί το
σπίτι.
«Τι ώρα είναι;» ρώτησα μαστουρωμένη από τον ύπνο.
«Έντεκα… Πάει το μεροκάματο σήμερα. Σε περίμενα. Έχεις κάτι να μου
πεις, έτσι δεν είναι;»
«Τι να σου πω;»
«Γοργούλα σ’ έχω γεννήσει εγώ. Δεν μπορείς να μου κρυφτείς. Κάτι έγινε
χθες που δεν μου το είπες. Και με το δίκιο σου βέβαια, μετά από όλα αυτά που
έγιναν. Όμως αυτό το αφηρημένο βλέμμα, και το χάσιμό σου, σε προδώσανε
ματάκια μου. Γοργώ είσαι ερωτευμένη;»
«Δεν πας καλά» της αποκρίθηκα με το στόμα τεντωμένο από χασμουρητό
και πήγα προς το μπάνιο.
Με περίμενε στη βεράντα με σερβιρισμένο καφέ και ζεστό κέικ σοκολά-
τας. Της αφηγήθηκα όλα όσα έγιναν στην Πάρο με το Δαμιανό. Έμεινε άφω-
νη. Σιγά σιγά χαλάρωσε και στο πρόσωπό της έλαμψε ένα χαμόγελο.
«Σε γοήτευσε ε;»
«Ποιος;» είπα τάχα αδιάφορη.
«Έρως ανίκατε μάχαν» απάντησε γελώντας και ξαναγέμισε το φλιτζάνι
της καφέ.
«Κοίτα ποιος μιλάει…» της αντιγύρισα.

«Ωραία μέρα έχει σήμερα» άλλαξε την κουβέντα μη θέλοντας να με πιέσει
παραπάνω…