Δε ζυγιάζω, δε μετρώ, δε βολεύομαι! Ακολουθώ το βαθύ μου χτυποκάρδι...

Νίκος Καζαντζάκης, Ασκητική


Πέμπτη 24 Δεκεμβρίου 2015

Ποιήματα Χριστουγέννων...!

Να ‘μουν του σταύλου έν' άχυρο
του Κωστή Παλαμά

Να ‘μουν του σταύλου έν' άχυρο, ένα φτωχό κομμάτι
την ώρα π' άνοιγ' ο Χριστός στον ήλιο του το μάτι.
Να ιδώ την πρώτη του ματιά και το χαμόγελό του,
το στέμμα των ακτίνων του γύρω στο μέτωπό του.
Να λάμψω από τη λάμψη του κι' εγώ σαν διαμαντάκι
κι' από τη θεία του πνοή να γίνω λουλουδάκι.
Να μοσκοβοληθώ κι' εγώ από την ευωδία,
που άναψε στα πόδια του των Μάγων η λατρεία.
Να ‘μουν του σταύλου ένα άχυρο ένα φτωχό κομμάτι
την ώρα π' άνοιγ' ο Χριστός στον ήλιο του το μάτι.


Χριστούγεννα 

του Τέλλου Άγρα

Όξω πέφτει αδιάκοπα και πυκνό το χιόνι,
κρύα και κατασκότεινη κι αγριωπή η νυχτιά.
Είναι η στέγη ολόλευκη, γέρνουν άσπροι κλώνοι,
μες το τζάκι απόμερα ξεψυχά η φωτιά.
Τρέμει στα εικονίσματα το καντήλι πλάγι
και φωτάει στη σκυθρωπή, στη θαμπή εμορφιά.
Να η φάτνη, οι άγγελοι κι ο Χριστός κι οι Μάγοι
και το αστέρι ολόλαμπρο μες στη συννεφιά!
Κι οι ποιμένες, που έρχονται γύρω από τη στάνη
κι η μητέρα του Χριστού στο Χριστό μπροστά.
Το μικρό το εικόνισμα όλ' αυτά τα φτάνει,
μαζεμένα όλα μαζί και σφιχτά-σφιχτά.
Πέφτει ακόμη αδιάκοπο κι άφθονο το χιόνι,
όλα ξημερώνονται μ’ άσπρη φορεσιά
στον αγέρα αντιλαλούν του σημάντρου οι στόνοι,
κάτασπρη, γιορτάσιμη λάμπει η εκκλησιά.



Κάλαντα Ηπείρου

Είδα χτες το βράδυ στ' όνειρό μου
του Τέλλου 'Αγρα

Είδα χτες το βράδυ στ' όνειρό μου,
το γεννημένο μας Χριστό,
τα βόδια επάνω του εφυσούσαν,
όλο το χνώτο τους ζεστό.

Το μέτωπό του ήταν σαν ήλιος,
και μέσα η φάτνη η φτωχική,
άστραφτε πιο καλά από μέρα,
με κάποια λάμψη μαγική.
Στα πόδια του έσκυβαν οι Μάγοι,
κι' έμοιαζε τ' άστρο από ψηλά,
πως θα καθίσει σαν κορώνα,
στης Παναγίτσας τα μαλλιά.
Βοσκοί πολλοί και βοσκοπούλες,
τον προσκυνούσαν ταπεινά,
ξανθόμαλλοι άγγελοι εστεκόνταν,
κι' έψελναν γύρω του «ωσαννά».
Μα κι' από αγγέλους κι' από μάγους,
δεν ζήλεψα άλλο πιο πολύ,
όσο της Μάνας Του το στόμα,
και το ζεστό - ζεστό φιλί.



Χριστούγεννα του χωριού
του Κωνσταντίνου Χατζόπουλου

Μες την αχνόφεγγη βραδιά
πέφτει ψιλό-ψιλό το χιόνι,
γύρω στην έρμη λαγκαδιά
στρώνοντας κάτασπρο σεντόνι.
Ούτε πουλιού γροικάς λαλιά,
ούτ’ ένα βέλασμα προβάτου,
λες κι απλωμένη σιγαλιά
είναι κει ολόγυρα θανάτου.
Μα ξάφνου πέρα απ’ το βουνό
γλυκός σημάντρου ήχος γροικιέται,
ωσάν βαθιά απ’ τον ουρανό
μέσα στη νύχτα να σκορπιέται.
Κι αντιλαλεί τερπνά-τερπνά
γύρω στην άφωνη την πλάση,
και το χωριό γλυκοξυπνά
την Άγια μέρα να γιορτάσει.


Νύχτα Χριστουγεννιάτικη 

του Γιώργου Δροσίνη

Την άγια νύχτα τη Χριστουγεννιάτικη
λυγούν τα πόδια
και προσκυνούν γονατιστά στη φάτνη τους
τα άδολα βόδια.
Κι ο ζευγολάτης ξάγρυπνος θωρώντας τα
σταυροκοπιέται
και λέει με πίστη απ' της ψυχής τ' απόβαθα
Χριστός γεννιέται!

Την άγια νύχτα τη Χριστουγεννιάτικη
κάποιοι ποιμένες
ξυπνούν από φωνές ύμνων μεσούρανες
στη γη σταλμένες.

Κι ακούοντας τα Ωσαννά απ΄ αγγέλων στόματα
στον σκόρπιο αέρα
τα διαλαλούν σε χειμαδιά λιοφώτιστα
με την φλογέρα.
Την άγια νύχτα τη Χριστουγεννιάτικη
ποιος δεν το ξέρει
των μάγων κάθε χρόνο τα μεσάνυχτα
λάμπει το αστέρι.

Κι όποιος το βρει μες στ΄ άλλα αστέρια ανάμεσα
και δεν το χάσει,
σε μια άλλη Βηθλεέμ ακολουθώντας το
μπορεί να φτάσει.



Χριστούγεννα της στρουγγοκαλύβας
του Κώστα Κρυστάλη

- Ολόβολη μια κερασιά ξερίζωσε ο Θανάσης.
- Τα περιβόλια, ορέ παιδί μ’ επήγες να χαλάσεις;
- Πλάνεψα ως την Τριανταφυλλιά, γύρισα όλη τη χώρα
από το γιόμα ως τώρα.
- Κι ο Πλάτανος τι τόφταιγε του Θόδωρου πατέρα;
Για τήρα τον ξαπλωταριά από τον τσάρκο ως πέρα,
γι’ απόψε ο έρμος τράνευε, χόντραινε τόσα χρόνια
στον ήλιο και στα χιόνια.
- Τον εύρηκα στην ποταμιά, στον πόρο του Τζοβάρα
νιός είναι, όμως τον ξέρανε παράκαιρα η κατάρα,
τ’ αστροπελέκι αυλάκωσε τη μαλακιά του φλούδα,
τόφαε τη ρίζα η σούδα.
- Α, νάτος κι ο Καρκάντζαλος, στον ώμο του έχει πάρει
και μας το φέρνει στο μαντρί χιλιόχρονο πουρνάρι
καλά τον λεν Καρκάντζαλο, τι ασυσταγιά δεν έχει,
μέρα και νύχτα τρέχει.
- Ταχ’ από πού το κουβαλάει ο χριστογεννημένος;
- Δεν με φοβίζει ο Ζάλογγος, ας είναι χιονισμένος,
σαν αντρειωμένος τον πατώ, τα δέντρα όλα του παίρνω
και στο μαντρί τα φέρνω.
- Ο Δίπλας πάλι ο μορφονιός πουθ’ έρχεται εδώ κάτου;
- Έρχεται από τα Φλάμπουρα, πόχει συγγενικά του
αυτός για τα χριστόψωμα, επήγε οχ’ την αυγούλα,
και για καμιά ξανθούλα.
- Ρίχνετε ακόμα στη φωτιά κλαρούδια, ρίχνε Χρήστο
σ’ έκαψε κείνο το δαυλί. Γεροκαψάλη, σβύστο
Νάσο, πετάξου εσύ να ιδής τα ζωντανά στη στάνη
Και τι καιρός θα κάνει.
- Κυρ Γάκη, ξεφεγγάρωσε και με τα χιόνια τώρα
απ’ άκρη σ’ άκρη μια χαρά ασπρίζει η Βαλαώρα,
κι’ είναι μια βούβαση βαθειά στη γη, στα ουράνια πάστρα
και λάμπουν πλήθια τ’ άστρα.
Τα ζωντανά μες στο μαντρί κλειστά καταλαγιάζουν,
στον τσάρκο κάπου μοναχά μικράκια αρνιά βελάζουν.
Είναι τα γρέκια τους ζεστά και τρων κλαρί τα πράτα
κομμένο οχ’ τα Ζερβάτια.
- Τώρα στρωθείτε ολόγυρα παιδιά μ’ κι ακουρμαστείτε
του κόσμου ο αφέντης ο Χριστός – να μη το λησμονείτε
γεννήθηκε σε μια σπηλιά που ζωντανά μαντρίζαν,
τ’ αρνιά τον χουχουλίζαν.
Μες από κείνη βλόγησε κάθε βοσκού κοπάδι
και σαν απόψε αόρατος γυρνά μες το σκοτάδι
και παίρνει αράδα τα μαντριά, κοπάδια οπού φυλάνε,
ρωτώντας πως περνάνε.
Για δαύτο την Παραμονή να μην πεινάν τα πράτα,
νάχουν περίσσια τη θροφή, νάναι ζεστά, χορτάτα,
να μην τα βρίσκει ο αφέντης μας τα μαύρα παγωμένα
και νηστικά αφημένα.
Και τούτο ακουρμαστείτε το – δεν είναι παραμύθι –
κατόπι οχ’ μεσάνυχτα και με το πρώτο ορνίθι
στη μάντρα ένα χριστόψωμο να γλύψουν φέρτε γύρα
γαλάρια, αρνιά και στείρα.
Τι έμαθαν τον αφέντη μας απόγλυφαν στα γέννα
και το θυμούνται χρονικής, παιδιά, τα βλογημένα
κι αν δεν το γλύψουν το ψωμί την ώρα αυτή βελάζουν,
σα γνωστικά ανακράζουν.
Και τώρα φέρτε τα δεντρά και το κρασί, το λάδι,
για να παντρέψω τη φωτιά, ακόμ’ αυτό το βράδυ,
τι γέρασα κ’ είναι άγνωρο του χρόνου τι με βρίσκει,
λίγη ζωή μου μνίσκει.
Πρώτα παντρεύω σε φωτιά, με τούτο το πουρνάρι,
οπόχει το κορμί στοιχειό και δράκο το κλωνάρι,
ωσάν αυτό χιλιόχρονη να ζας, να μη γεράζεις,
να καις παντού, να βράζεις.
Σου δίνω και τον πλάτανο με τα πλατιά τα φύλλα,
παντού ν’ απλώνεις γύρα σου και στα ψηλά καπνίλα,
να δείχνεσαι πως πάντα ζας και ζαν μαζί σου ανθρώποι
σε πόλη ή βοσκοτόπι.
Τρίτα, φωτιά, την κερασιά σου δίνω συγγενάδι,
να σε φυλά’ από Παγανά ως των Φωτών το βράδυ
και με παλιό τριέτικο κρασάκι σε ποτίζω,
με λάδι σε ραντίζω.
Από τη στρουγγοκάλυβα ποτές να μη μου λείπεις,
τι μου είσαι της χαράς ζωή και οχτρός τρανός της λύπης,
να σ’ ανακράζω να μ’ ακούς, να βάζεις, να μου κρένεις
γλυκά να με θερμαίνεις.
- Να ζήσετε χρόνια πολλά κι απίκραντα, παιδιά μου,
σαν τα ρουπάκια του Ζυγού, σαν τα βουνά του Γράμμου,
να μη σας εύρουνε ποτές τα έρημα τα γέρα!
- Να ζας και συ Πατέρα!



Σάββατο 19 Δεκεμβρίου 2015

Ο ντελάλης, ο δημόσιος κήρυκας

 Ντελάλης , ο δημόσιος κήρυκας
 τουρκική tellâl < αραβική dallā αυτός που ανακοινώνει τα μαντάτα, ο δημόσιος κήρυκας





Η λέξη είναι μάλλον τούρκικη και σημαίνει "αυτός που ανακοινώνει τα μαντάτα", ο
δημόσιος κήρυκας.. Ο (ν)τελάλης διαλαλούσε στους κατοίκους των χωριών τα νέα, τις παραγγελίες που έπαιρνε από τις αρχές ή για τα εμπορεύματα που έφερναν οι πραματευτάδες. Η δυνατή φωνή και κυρίως ο τρόπος που παρουσίαζε συνοπτικά τα νέα ή διαφήμιζε τα προϊόντα, τον καθιστούσε γνωστό στην τοπική κοινωνία. Έβαζε την παλάμη στο στόμα, σαν χωνί, κι έπαιρνε τις γειτονιές φωνάζοντας. Η αμοιβή του τα πρώτα χρόνια ήταν ένα ποτηράκι τσίπουρο ή λίγο κολατσιό. Επειδή πολλά σχόλια ακολουθούσαν το άγγελμά του, αλλά και η μικρή αμοιβή του, δεν ήταν εύκολη η εξεύρεση τέτοιου προσώπου. Πάντως, τον κατάργησαν τα σύγχρονα ηλεκτρονικά μέσα.
Πηγή: από το ecomuseum.gr

Ποιος  μπορεί να ήταν ο πρώτος ντελάλης, ο πρώτος δημόσιος κήρυκας...; Ίσως ο Στέντωρ. Ποιος ήταν ο Στέντωρ;
Στην ελληνική μυθολογία ο Στέντορας (Στέντωρ) ήταν ένας Αχαιός ήρωας του Τρωικού Πολέμου, που αναφέρεται τόσο στην Ιλιάδα (Ε 785) όσο και στη «Διομήδους Αριστεία». Ο Στέντορας είχε ευεργετηθεί από τη θεά `Ηρα με το χάρισμα να έχει πολύ δυνατή φωνή, που ισοδυναμούσε με φωνή 50 ανδρών, γι' αυτό και χαρακτηρίζεται με το επίθετο«χαλκεόφωνος». Ακόμα και σήμερα, η φράση «Στεντόρεια φωνή» σημαίνει τη μέγιστη σε ένταση φωνή.
Θεωρείται ότι ο Στέντορας καταγόταν από τη Θράκη ή, σύμφωνα με τον «Σχολιαστή» του Ομήρου, από την Αρκαδία: «Αρκάς το γένος, ερίσας δε προς τον Ερμήν περί μεγαλοφωνίας εφονεύθη υπ' αυτού.» Δηλαδή ο Στέντορας διαγωνίσθηκε με τον θεό Ερμή, τον κήρυκα των θεών, στην ένταση της φωνής και ο Ερμής τον σκότωσε (ή, σύμφωνα με άλλη παράδοση, πέθανε από την προσπάθεια να φωνάξει ακόμα πιο δυνατά).

  • Ο αστεροειδής 2146 Στέντωρ (2146 Stentor), που ανήκει στην Τρωική Ομάδα και ανακαλύφθηκε το 1976, πήρε το όνομά του από τον μυθικό αυτό ήρωα.

Στην αρχαιότητα γνωστοί κήρυκες υπήρξαν ο Στέντωρ που ήταν κήρυκας του Νέστορα στην Ιλιάδα και που φώναζε τόσο δυνατά, ώστε βγήκε η φράση «στεντόρεια φωνή». Ο Όμηρος αναφέρει ότι τα πνευμόνια του ήταν σαν από χαλκό και η φωνή του έκανε για πενήντα ανδρών. Σημαντικός κήρυκας ήταν και ο Ταλθύβιος του Αγαμέμνονα, που απέκτησε και ηρώο και λατρευόταν στην Σπάρτη και από τον οίκο του οποίου ορίζονταν στο εξής οι κήρυκες των Λακεδαιμονίων. Ο Ευρυβάτης ήταν κήρυκας επίσης του Αγαμέμνονα στην Ιλιάδα αλλά γνωστός έγινε από την Οδύσσεια και ο συνονόματός του Ευρυβάτης από την Ιθάκη που συνόδεψε τον Οδυσσέα κατά την επιστροφή του. Επίσης γνωστός έγινε ένας ηλικιωμένος κήρυκας του Πρίαμου στην Τρωάδα, ο Ιδαίος, που διακινδύνευσε μαζί του για να μεταφέρουν τον νεκρό Έκτορα. Γνωστός έγινε και ο Ανθεμόκριτος που βρήκε τραγικό θάνατο κατά την αποστολή του στα Μέγαρα για την ανακοίνωση του Μεγαρικού Ψηφίσματος.
από την ΒΙΚΙΠΑΙΔΕΙΑ


Μουσική/Στίχοι: Μαρκόπουλος Γιάννης/Βίρβος Κώστας
Θεσσαλικός Κύκλος 1974

Φωνή τελάλη:
Ακούστε τα μαντάτα
ακούστε χωριανοί
αρπάξαν το γαϊδούρι
του Μήτρου απ' το παχνί
Ακούστε και να λέω
γι αγάνα στην καρδιά
θα έρθει ο αφέντης
να πάρει τη σοδειά
Ακούστε τα μαντάτα
ακούστε χωριανοί...

Τραγούδι:
Ακούστε κι άλλο ένα χαμπέρι χαρωπό
θα ρθει μια κομπανία το βράδυ στο χωριό
και θα μας τραγουδήσει με γάργαρες φωνές
τα μαύρα βάσανά μας και τις μικροχαρές
Ακούστε τα μαντάτα, ακούστε χωριανοί...

Θα πουν κι ένα τραγούδι για του Θωμά το γιο
που βγήκε δεκανέας, καμάρ' για το χωριό
θα πουν και για το Σταύρο που τού 'κοψαν τ' αυτιά
και για το φόβιο τρένο που μοιάζει με οχιά
Ακούστε τα μαντάτα, ακούστε χωριανοί...
Αυτοί οι μουζικάντες και οι τραγουδιστές
να ξεσηκώνουν ξέρουν των σκλάβων τις καρδιές
και πες και πες τραγούδια για την παληκαριά
θα σ'κώσουν μπαϊράκι μια μέρα στα χωριά
Ακούστε τα μαντάτα, ακούστε χωριανοί
απόψε στην πλατέα των σκλάβων τη φωνή


Τρίτη 1 Δεκεμβρίου 2015

Του Δεκέμβρη τα ποιήματα...!


Κωστής Παλαμάς, «Δεκέμβριος»…
“Η μητερούλα στον κόρφο της κοιμίζει/ το ακριβό, το μόνο της παιδί
έξω με χιόνια Δεκέμβρης τριγυρίζει/ κι αυτή το σφίγγει και, σα να τραγουδεί
σιγομιλάει με γέλιο και τρεμούλα, η μητερούλα:
«Άγιε Νικόλα, που ξέγνοιστα χτενίζεις/ τ’ άσπρα σου γένια ψηλά στον ουρανό
και πέφτουν κάτου σωρός και μας χιονίζεις/ μην το κρυώσεις, λυπήσου τ’ ορφανό.
Λαμπάδα τρέχω σ’ εσέ ν’ ανάψω κιόλα, Άγιε Νικόλα!
Να ο Χριστός σου γεννιέται σε λιγάκι/ που αγαπάει, μικρό μου, τα παιδιά.
Ζεστό σου φέρνει καινούριο φουστανάκι/ και την ευχή του πιστή σου συνοδιά.
Κοιμήσου τώρα, και θάρθει στ’ όνειρό σου, να  ο Χριστός σου!
Κι αφού μας φύγει, δε μας ξεχνά, θ’ αφήσει/ στον Άη Βασίλη για σε παραγγελιά
χίλια παιχνίδια λαμπρά να σου χαρίσει/ και ζαχαράτα και χάδια και φιλιά.
Με τη χαρά του η χάρη του θα σμίγει/ κι αφού μας φύγει!
Τι θα μου μένει, αν γράφθη μαύρη μέρα/ για να το χάσω από την αγκαλιά;
Χωρίς παιδάκι τι είναι η μητέρα/ χωρίς πουλάκι τι θέλει κ’ η φωλιά;
Αν της πετάξει, ας πέσει χαλασμένη…Τι θα μου μένει!»”


Δόξα του Δεκέμβρη
Στίχοι: Ηλίας Κατσούλης
Μουσική:Παντελής Θαλασσινός
Στολίζω δέντρο με τα χιόνια του Χριστού
τραπέζι στρώνω με τα δώρα του χειμώνα
εσύ το φως ενός ορίζοντα κλειστού
που το φορώ του ταξιδιού μου αρραβώνα.

Ανάβω φώτα και λαμπιόνια ζωηρά
και μες στη φλόγα της γιορτής κεράκι λιώνω
φωτογραφίζω αναμνήσεις στη σειρά
να σε θυμάμαι όσο λείπω ένα χρόνο

Παραμονή Πρωτοχρονιάς θα σε φιλήσω
και μια ευχή πάνω στα χείλη σου θ' αφήσω
καθώς αργά θα ξετυλίγεις τον καιρό σου
σαν παραμύθι να με βλέπεις στ' όνειρό σου...

Ζυμώνω δώδεκα Χριστόψωμα ζεστά
με της αγάπης τη μαγιά και άσπρο αλεύρι
να τα μοιράσεις σε παιδάκια γελαστά
να' χουν να λένε για τη δόξα του Δεκέμβρη

Παραμονή Πρωτοχρονιάς θα σε φιλήσω
και μια ευχή πάνω στα χείλη σου θ' αφήσω
καθώς αργά θα ξετυλίγεις τον καιρό σου
σαν παραμύθι να με βλέπεις στ' όνειρό σου...

Τυφλός-Γιώργος Σεφέρης


Ο ύπνος είναι βαρύς τα πρωινά του Δεκέμβρη 
μαύρος σαν τα νερά του Αχέροντα, χωρίς όνειρα, 
χωρίς μνήμη, κι ούτε ένα φυλλαράκι δάφνη. 
Ο ξύπνος χαρακώνει τη λησμονιά σαν το μαστιγωμένο δέρμα 
 κι η παραστρατημένη ψυχή αναδύεται κρατώντας
 συντρίμμια από χθόνιες ζωγραφιές, ορχηστρίς 
μ’ ανώφελες καστανιέτες, με πόδια που τρεκλίζουν 
 μωλωπισμένες φτέρνες απ’ τη βαριά ποδοβολή 
 στην καταποντισμένη σύναξη εκειπέρα.
Ο ύπνος είναι βαρύς τα πρωινά του Δεκέμβρη. 
Κι ο ένας Δεκέμβρης χειρότερος απ’ τον άλλον. 
Τον ένα χρόνο η Πάργα τον άλλο οι Συρακούσες·  
κόκαλα των προγόνων ξεχωσμένα, λατομεία  
γεμάτα ανθρώπους εξαντλημένους,σακάτηδες, χωρίς πνοή
και το αίμα αγορασμένο και το αίμα πουλημένο 
και το αίμα μοιρασμένο σαν τα παιδιά του Οιδίποδα 
και τα παιδιά του Οιδίποδα νεκρά. 
  
Αδειανοί δρόμοι, βλογιοκομμένα πρόσωπα σπιτιών 
εικονολάτρες και εικονομάχοι σφάζουνταν όλη νύχτα.  
Παραθυρόφυλλα μανταλωμένα.
 Στην κάμαρα το λίγο φως χώνουνταν στις γωνιές
 σαν το τυφλό περιστέρι.
 Κι αυτός 
ψηλαφώντας βάδιζε στο βαθύ λιβάδι 
κι έβλεπε σκοτάδι πίσω από το φως. 
Δεκέμβρης 1945


Στο γκρίζο τρένο του Δεκέμβρη: Nίκος Kαρούζος

 Σ α να μὴν υπήρξαμε ποτὲ

 κι όμως πονέσαμε απ᾿ τὰ βάθη.
Ούτε που μας δόθηκε μία εξήγηση
για το άρωμα των λουλουδιών τουλάχιστον.
Η άλλη μισή μας ηλικία θα περάσει
χαρτοπαίζοντας με το θάνατο στα ψέματα.
Και λέγαμε πως δεν έχει καιρὸ η αγάπη
να φανερωθεί ολόκληρη.
Μία μουσικὴ
άξια των συγκινήσεών μας
δεν ἀκούσαμε.
Βρεθήκαμε σ᾿ ένα διάλειμμα του κόσμου
ο σώζων εαυτὸν σωθήτω.
Θα σωθοῦμε απὸ μία γλυκύτητα
στεφανωμένη με αγκάθια.
Χαίρετε άνθη σιωπηλὰ
με των καλύκων την περισυλλογὴ
ο τρόμος εκλεπτύνεται στην καρδιά σας.
Ενδότερα ο Κύριος λειτουργεί
ενδότερα υπάρχουμε μαζί σας.
Δεν έχει η απαλὴ ψυχὴ βραχώδη πάθη
και πάντα λέει το τραγούδι της υπομονής.
Ω θα γυρίσουμε στην ομορφιὰ
μία μέρα…
Με τη θυσία του γύρω φαινομένου
θα ανακαταλάβει, η ψυχὴ τη μοναξιά της.

Κυριακή 1 Νοεμβρίου 2015

Τάσος Λειβαδίτης, ένας από τους πιο σημαντικούς Έλληνες ποιητές...

"Ο ουρανίσκος μας είναι ένα κοιμητήρι
όπου σαπίζουν χιλιάδες ανείπωτα λόγια..."






Ο Αναστάσιος-Παντελεήμων Λειβαδίτης (20 Απριλίου 1922 - 30 Οκτωβρίου 1988) ήταν σημαντικός Έλληνας ποιητής. Γεννήθηκε και πέθανε στην Αθήνα, έχοντας καταγωγή από την Κοντοβάζαινα.

Ερωτικό γράμμα
Μουσική: Μίκης Θεοδωράκης

Μη χάνεις το θάρρος σου
εμείς πάντα το ξέραμε
πως δε χωράει
μέσα στους τέσσερις τοίχους
το μεγάλο μας όνειρο.

Εμάς τα σπίτια μας είναι όλοι οι δρόμοι
που στα σπλάχνα τους κοιμούνται
τόσοι σκοτωμένοι.

Θα θυμάμαι πάντοτε τα φιλιά σου
που κελαηδούσαν σαν πουλιά
θα θυμάμαι τα μάτια σου
φλογερά και μεγάλα
σαν δυο νύχτες έρωτα
μέσα στον άγριο πόλεμο.


Βίος
Γιος του Λύσανδρου και της Βασιλικής, γεννήθηκε στην Αθήνα το βράδυ της Αναστάσεως του 1922 είχε τέσσερα μεγαλύτερα αδέρφια, μια αδερφή και τρεις αδερφούς. Σπούδασε στη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών, όμως τον κέρδισε η λογοτεχνία και συγκεκριμένα η ποίηση. Ανέπτυξε έντονη πολιτική δραστηριότητα στο χώρο της αριστεράς με συνέπεια να εξοριστεί από το 1947 έως το 1951. Στο Μούδρο, στη Μακρόνησο και μετά στον Αϊ Στράτη κι από κει στις φυλακές Χατζηκώστα στην Αθήνα, απ' όπου αφέθηκε ελεύθερος το 1951. Το «Φυσάει στα σταυροδρόμια του κόσμου» θεωρήθηκε «κήρυγμα ανατρεπτικό» και κατασχέθηκε. Τελικά το δικαστήριο (Πενταμελές Εφετείο Αθηνών, 10 Φεβρουαρίου 1955) τον απάλλαξε λόγω αμφιβολιών.
«Γι’ αυτό σου λέω.
Μην κοιμάσαι: είναι επικίνδυνο.
Μην ξυπνάς: Θα μετανιώσεις.
»
Στο ελληνικό κοινό ο Τάσος Λειβαδίτης εμφανίστηκε το 1946, μέσα από τις στήλες του περιοδικού Ελεύθερα Γράμματα (τεύχ. 55,15-11-46) με το ποίημα «Το τραγούδι του Χατζηδημήτρη». Το 1947 συνεργάστηκε στην έκδοση του περιοδικού «Θεμέλιο». Το 1952 εξέδωσε την πρώτη του ποιητική σύνθεση με τίτλο «Μάχη στην άκρη της νύχτας» και εργάστηκε επίσης σαν κριτικός ποίησης στην εφημερίδα Αυγή, από το 1954 - 1980(με εξαίρεση τα έτη 1967-74 που η εφημερίδα είχε κλείσει λόγω δικτατορίας) και το περιοδικό «Επιθεώρηση Τέχνης» (1962-1966), όπου δημοσίευσε πολιτικά και κριτικά δοκίμια.
Στο διάστημα της Χούντα των Συνταγματαρχών ο ποιητής για βιοποριστικούς λόγους μεταφράζει ή διασκευάζει λογοτεχνικά έργα για λαϊκά περιοδικά ποικίλης ύλης με το ψευδώνυμο Pόκκος. Αδερφός του ήταν ο ηθοποιός Αλέκος Λειβαδίτης και ανιψιός του ο ηθοποιός Θάνος Λειβαδίτης.
Ο Τάσος Λειβαδίτης πέθανε στην Αθήνα 30 Οκτωβρίου 1988, στο Γενικό Κρατικό Νοσοκομείο από ανεύρυσμα κοιλιακής αορτής. Μετά το θάνατό του εκδόθηκαν χειρόγραφα ανέκδοτα ποιήματά του με τον τίτλο «Χειρόγραφα του Φθινοπώρου».


Δρόμοι που χάθηκα
Μουσική: Μίκης Θεοδωράκης
Δρόμοι που χάθηκα
γωνιές που στάθηκα
δάκρυα που πίστεψα
παιχνίδια στο νερό.
Πικρό το βράδυ φτάνει.

Νύχτες που έκλαψα
γέφυρες που έκαψα
άστρα π’ αγάπησα
που πάω και τι θα βρω.
Πικρό το βράδυ φτάνει.

Λόγια που ξέχασα
φίλοι που έχασα
καημέ μεγάλε μου
ας πάμε τώρα οι δυο.
Πικρό το βράδυ φτάνει.


Επί  πλέον δράση
Στίχοι του μελοποιήθηκαν από τον Μίκη Θεοδωράκη, στο δίσκο «Πολιτεία» (1961), «Της εξορίας» (1976), «Πολιτεία Γ' - Οκτώβρης '78» (1976), «Τα Λυρικά» (1977), «Λειτουργία Νο2: Για τα παιδιά που σκοτώνονται στον πόλεμο» (1987), τον Μάνο Λοΐζο στο δίσκο «Για μια μέρα ζωής» (1980), τον Γιώργο Τσαγκάρη στο δίσκο «Φυσάει» (1993) με ερμηνευτή το Βασίλη Παπακωνσταντίνου και τη συμμετοχή του ηθοποιού Γιώργου Μιχαλακόπουλου, τον Μιχάλη Γρηγορίου στο δίσκο «Σκοτεινή πράξη, ένα Ορατόριο σε ποίηση Τάσου Λειβαδίτη» (1997) και από το συγκρότημα Όναρ στο δίσκο «Αλαντίν, τελειώσαν οι ευχές σου» (2003).

Γερνάς και σκοτεινιάζει
Μουσική: Μάνος Λοίζος

Ήταν ατέλειωτη η μέρα
κι ως νύχτωνε σε μια γωνιά
μ’ ένα τσιγάρο του πατέρα
τους άντρες παίζαμε κρυφά.

Τώρα η μέρα σε τρομάζει
γύρω αποτσίγαρα σωρός
και πια δεν είναι γυρισμός
γερνάς και σκοτεινιάζει.

Γέλια παιδιών έξω απ’ το σπίτι
πέτρες στην τσέπη της ποδιάς
μα έφτανε ένα νεκρό σπουργίτι
για να σε κάνει να πονάς.

Συνυπέγραψε ακόμη με τον Κώστα Κοτζιά τα σενάρια των ελληνικών ταινιών «Ο θρίαμβος» και «Συνοικία το όνειρο» σε σκηνοθεσία του Αλέκου Αλεξανδράκη.
Βρέχει στην φτωχογειτονιά
Μουσική:Μίκης Θεοδωράκης
Μικρά κι ανήλιαγα στενά
και σπίτια χαμηλά μου
βρέχει στη φτωχογειτονιά
βρέχει και στην καρδιά μου

Αχ ψεύτη κι άδικε ντουνιά
άναψες τον καημό μου
είσαι μικρός και δε χωράς
τον αναστεναγμό μου

Οι συμφορές αμέτρητες
δεν έχει ο κόσμος άλλες
φεύγουν οι μέρες μου βαριά
σαν της βροχής τις στάλες


Τα ποιήματά του μεταφράστηκαν στα Ρωσικά, Σερβικά, Ουγγρικά, Σουηδικά, Ιταλικά, Γαλλικά, Αλβανικά, Βουλγαρικά, Κινεζικά και Αγγλικά.

Σαββατόβραδο
Μουσική:Μίκης Θεοδωράκης
Μοσχοβολούν οι γειτονιές 
βασιλικό κι ασβέστη, 
παίζουν τον έρωτα κρυφά 
στις μάντρες τα παιδιά.

Σαββάτο βράδυ μου έμορφο
ίδιο Χριστός Ανέστη, 
ένα τραγούδι του Τσιτσάνη
κλαίει κάπου μακριά.

Πάει κι απόψε τ’ όμορφο 
τ’ όμορφο τ’ απόβραδο, 
από Δευτέρα πάλι 
πίκρα και σκοτάδι.
Αχ, να `ταν η ζωή μας 
Σαββατόβραδο
κι ο Χάρος να `ρχονταν 
μια Κυριακή το βράδυ. 

Οι άντρες σχολάν’ απ’ τη δουλειά
και το βαρύ καημό τους
να θάψουν κατεβαίνουνε 
στο υπόγειο καπηλειό.

Και το φεγγάρι ντύνει, λες, 
με τ’ άσπρο νυφικό του
τις κοπελιές που πλένονται
στο φτωχοπλυσταριό. 

Πάει κι απόψε τ’ όμορφο 
τ’ όμορφο τ’ απόβραδο, 


Τιμήσεις και διακρίσεις
Τιμήθηκε με το πρώτο βραβείο ποίησης στο Παγκόσμιο Φεστιβάλ Νεολαίας στη Βαρσοβία (1953 για τη συλλογή του «Φυσάει στα σταυροδρόμια του κόσμου»), το πρώτο βραβείο ποίησης του Δήμου Αθηναίων (1957 για τη συλλογή του «Συμφωνία αρ.Ι»), το Β΄ Κρατικό Βραβείο Ποίησης (1976 για τη συλλογή «Βιολί για μονόχειρα»), το Α΄ Κρατικό Βραβείο Ποίησης (1979 για το «Εγχειρίδιο ευθανασίας»).
Υπήρξε ιδρυτικό μέλος της «Εταιρείας Συγγραφέων».
Έγραψε επίσης κι ένα μικρό τόμο με τίτλο: «Έλληνες ποιητές», ο οποίος αναφέρεται στις συλλογές που εκδόθηκαν την περίοδο 1978-1981, και αποτελεί μια απογραφή 74 ποιητικών συλλογών.

Πήρα τους δρόμους
Να `χα δυο χέρια, δυο σπαθιά
να σε σκεπάσω αγάπη μου
να μη σ’ αγγίζει ο πόνος.
Να `μουν αητός, να `χα φτερά
για να σε πάρω μακριά
να μη σε βρίσκει ο χρόνος.

Έφυγ’ η μέρα μας πικρή
κι άρχισε να βραδιάζει, 
μες στο τραγούδι το αίμα μου
κόμπο τον κό , κόμπο τον κόμπο στάζει.

Πήρα τους δρόμους τ’ ουρανού
τα σύννεφα κυνήγησα
μίλησα με τ’ αστέρια.
Έψαξα νότο και βοριά
για να σου φέρω τη χαρά
μα έμεινα μ’ άδεια χέρια.

Έφυγ’ η μέρα μας πικρή
κι άρχισε να βραδιάζει, 
μες στο τραγούδι το αίμα μου
κόμπο τον κό , κόμπο τον κόμπο στάζει.
Όπως σημειώνει ο Τίτος Πατρίκιος, φίλος και συνεργάτης του Λειβαδίτη, ήταν τόσο αφοσιωμένος στην ποίηση ώστε όσα ποιήματα του έστελναν «τα διάβαζε όλα ως το κόκαλο και όσο μεγαλύτερη αξία τους έβρισκε, τόσο την αναγνώριζε και τη διακήρυσσε». Και παρακάτω: «άσκησε την κριτική με διεισδυτική ευαισθησία, με στοχασμό που δεν κατέληγε σε κάποια κανονιστικότητα, με άνοιγμα σε όλους τους τρόπους της ποίησης και αγάπη για όλους τους ποιητές, χωρίς εύνοιες και πατερναλισμούς».

Από την ΒΙΚΙΠΑΙΔΕΙΑ

Αὐτὸ τὸ ἀστέρι εἶναι γιὰ ὅλους μας

V

Θά ῾θελᾳ νὰ φωνάξω τ᾿ ὄνομά σου, ἀγάπη, μ᾿ ὅλη μου τὴν δύναμη.
Νὰ τ᾿ ἀκούσουν οἱ χτίστες ἀπ᾿ τὶς σκαλωσιὲς καὶ νὰ φιλιοῦνται μὲ τὸν ἥλιο
νὰ τὸ μάθουν στὰ καράβια οἱ θερμαστὲς καὶ ν᾿ ἀνασάνουν ὅλα τὰ τριαντάφυλλα
νὰ τ᾿ ἀκούσει ἡ ἄνοιξη καὶ νά ῾ρχεται πιὸ γρήγορα
νὰ τὸ μάθουν τὰ παιδιὰ γιὰ νὰ μὴν φοβοῦνται τὸ σκοτάδι,
νὰ τὸ λένε τὰ καλάμια στὶς ἀκροποταμιές, τὰ τρυγόνια πάνω στοὺς φράχτες
νὰ τ᾿ ἀκούσουν οἱ πρωτεύουσες τοῦ κόσμου καὶ νὰ τὸ ξαναποῦνε μ ὅλες τὶς καμπάνες τους
νὰ τὸ κουβεντιάζουνε τὰ βράδια οἱ πλύστρες χαϊδεύοντας τὰ πρησμένα χέρια τους.
Νὰ τὸ φωνάξω τόσο δυνατὰ
ποὺ νὰ μὴν ξανακοιμηθεῖ κανένα ὄνειρο στὸν κόσμο
καμιὰ ἐλπίδα πιὰ νὰ μὴν πεθάνει.
Νὰ τ᾿ ἀκούσει ὁ χρόνος καὶ νὰ μὴν σ᾿ ἀγγίξει, ἀγάπη μου, ποτέ.

IV

Ναὶ ἀγαπημένη μου,
ἐμεῖς γι᾿ αὐτὰ τὰ λίγα κι ἁπλὰ πράγματα πολεμᾶμε
γιὰ νὰ μποροῦμε νά ῾χουμε μία πόρτα, ἕν᾿ ἄστρο, ἕνα σκαμνὶ
ἕνα χαρούμενο δρόμο τὸ πρωὶ
ἕνα ἤρεμο ὄνειρο τὸ βράδι.
Γιὰ νά ῾χουμε ἕναν ἔρωτα ποὺ νὰ μὴ μᾶς τὸν λερώνουν
ἕνα τραγούδι ποὺ νὰ μποροῦμε νὰ τραγουδᾶμε
Ὅμως αὐτοὶ σπᾶνε τὶς πόρτες μας
πατᾶνε πάνω στὸν ἔρωτά μας.
Πρὶν ποῦμε τὸ τραγούδι μας
μᾶς σκοτώνουν.
Μᾶς φοβοῦνται καὶ μᾶς σκοτώνουν.
Φοβοῦνται τὸν οὐρανὸ ποὺ κοιτάζουμε
φοβοῦνται τὸ πεζούλι ποὺ ἀκουμπᾶμε
φοβοῦνται τὸ ἀδράχτι τῆς μητέρας μας καὶ τὸ ἀλφαβητάρι τοῦ παιδιοῦ μας
φοβοῦνται τὰ χέρια σου ποὺ ξέρουν νὰ ἀγγαλιάζουν τόσο τρυφερὰ
καὶ νὰ μοχτοῦν τόσο ἀντρίκια
φοβοῦνται τὰ λόγια ποὺ λέμε οἱ δυό μας μὲ φωνὴ χαμηλωμένη
φοβοῦνται τὰ λόγια ποὺ θὰ λέμε αὔριο ὅλοι μαζὶ
μᾶς φοβοῦνται, ἀγάπη μου, καὶ ὅταν μᾶς σκοτώνουν
νεκροὺς μᾶς φοβοῦνται πιὸ πολύ.

Σὲ περιμένω παντοῦ

Κι ἂν ἔρθει κάποτε ἡ στιγμὴ νὰ χωριστοῦμε, ἀγάπη μου,
μὴ χάσεις τὸ θάρρος σου.
Ἡ πιὸ μεγάλη ἀρετὴ τοῦ ἀνθρώπου, εἶναι νὰ ᾿χει καρδιά.
Μὰ ἡ πιὸ μεγάλη ἀκόμα, εἶναι ὅταν χρειάζεται
νὰ παραμερίσει τὴν καρδιά του.

Τὴν ἀγάπη μας αὔριο, θὰ τὴ διαβάζουν τὰ παιδιὰ στὰ σχολικὰ βιβλία, πλάι στὰ ὀνόματα τῶν ἄστρων καὶ τὰ καθήκοντα τῶν συντρόφων.
Ἂν μοῦ χάριζαν ὅλη τὴν αἰωνιότητα χωρὶς ἐσένα,
θὰ προτιμοῦσα μιὰ μικρὴ στιγμὴ πλάι σου.

Θὰ θυμᾶμαι πάντα τὰ μάτια σου, φλογερὰ καὶ μεγάλα,
σὰ δύο νύχτες ἔρωτα, μὲς στὸν ἐμφύλιο πόλεμο.

Ἄ! ναί, ξέχασα νὰ σοῦ πῶ, πὼς τὰ στάχυα εἶναι χρυσὰ κι ἀπέραντα, γιατὶ σ᾿ ἀγαπῶ.
Κλεῖσε τὸ σπίτι. Δῶσε σὲ μιὰ γειτόνισσα τὸ κλειδὶ καὶ προχώρα. Ἐκεῖ ποὺ οἱ φαμίλιες μοιράζονται ἕνα ψωμὶ στὰ ὀκτώ, ἐκεῖ ποὺ κατρακυλάει ὁ μεγάλος ἴσκιος τῶν ντουφεκισμένων. Σ᾿ ὅποιο μέρος τῆς γῆς, σ᾿ ὅποια ὥρα,
ἐκεῖ ποὺ πολεμᾶνε καὶ πεθαίνουν οἱ ἄνθρωποι γιὰ ἕνα καινούργιο κόσμο... ἐκεῖ θὰ σὲ περιμένω, ἀγάπη μου!


Αὐτὸς ποὺ σωπαίνει

Τὸ σούρουπο ἔχει πάντα τὴ θλίψη
ἑνὸς ἀτέλειωτου χωρισμοῦ
Κι ἐγὼ ἔζησα σὲ νοικιασμένα δωμάτια
μὲ τὶς σκοτεινὲς σκάλες τους
ποὺ ὁδηγοῦνε
ἄγνωστο ποῦ…

Μὲ τὶς μεσόκοπες σπιτονοικοκυρὲς
ποὺ ἀρνοῦνται
κλαῖνε λίγο
κι ὕστερα ἐνδίδουν
καὶ τ᾿ ἄλλο πρωί,
ἀερίζουν τὸ σπίτι
ἀπ᾿ τοὺς μεγάλους στεναγμούς…

Στὰ παλαιικὰ κρεβάτια
μὲ τὰ πόμολα στὶς τέσσερις ἄκρες
πλάγιασαν κι ὀνειρεύτηκαν
πολλοὶ περαστικοὶ αὐτοῦ τοῦ κόσμου
κι ὕστερα ἀποκοιμήθηκαν
γλυκεῖς κι ἀπληροφόρητοι
σὰν τοὺς νεκροὺς στὰ παλιὰ κοιμητήρια

Ὅμως ἐσὺ σωπαίνεις…
Γιατί δὲ μιλᾷς;
Πές μου!
Γιατί ἤρθαμε ἐδῶ;
Ἀπὸ ποῦ ἤρθαμε;
Κι αὐτὰ τὰ ἱερογλυφικὰ τῆς βροχῆς πάνω στὸ χῶμα;
Τί θέλουν νὰ ποῦν;

Ὤ, ἂν μποροῦσες νὰ τὰ διαβάσεις!!!
Ὅλα θὰ ἄλλαζαν…

Ὅταν τέλος, ὕστερα ἀπὸ χρόνια ξαναγύρισα…
δὲ βρῆκα παρὰ τοὺς ἴδιους ἔρημους δρόμους,
τὸ ἴδιο καπνοπωλεῖο στὴ γωνιά…

Κι ὁλόκληρο τὸ ἄγνωστο
τὴν ὥρα ποὺ βραδιάζει…


Από http://users.uoa.gr/