Δε ζυγιάζω, δε μετρώ, δε βολεύομαι! Ακολουθώ το βαθύ μου χτυποκάρδι...

Νίκος Καζαντζάκης, Ασκητική


Παρασκευή 21 Μαρτίου 2014

Οι πρώτες δημοτικές εκλογές στην Ελλάδα...

Άραγε τι μπορεί να έχει αλλάξει από τότε μέχρι σήμερα; Ότι δεν υπάρχουν πια λαδοφάναρα στους δρόμους ή ότι δεν διαρκούν  πέντε ολόκληρες μέρες;


Πριν από 174 χρόνια διενεργούνται οι πρώτες αυτοδιοικητικές εκλογές στην Ελλάδα στις απαρχές του νεοσύστατου τότε ελληνικού κράτους. Μπορεί η εκλογική διαδικασία να έχει αλλάξει όμως κάποια πράγματα παραμένουν μέχρι και σήμερα κοινά.
Η επικράτεια στη διάρκεια της οθωμανικής αυτοκρατορίας ήταν χωρισμένη σε εγιαλέτια, σαντζάκια και καζάδες -όπως οι σημερινοί νομοί- αλλά και σε κοινότητες. Οι κοτζαμπάσηδες ήταν οι αντίστοιχοι δήμαρχοι, η εξουσία των οποίων περιοριζόταν στην τήρηση της τάξης και στη διευθέτηση των δικαστικών διαφορών. Η φορολογία και γενικότερα η οικονομία ήταν ευθύνη της κεντρικής διοίκησης η οποία είχε και την εποπτεία. Την είσπραξη των φόρων ανέθετε όμως και σε ιδιώτες ανα περιοχή οι οποίοι αύξαναν το φόρο προς όφελός τους.
Οι βάσεις της δημιουργίας της τοπικής αυτοδιοίκησης τίθενται μετά την Επανάσταση του 1821 και τη σύσταση του Ελληνικού κράτους. Αυτό επιτυγχάνεται μέσω βασιλικού διατάγματος που έφερε τον τίτλο «Περί διαιρέσεως του βασιλείου και της διοίκησής του».
Ο εξωθεσμικός ρόλος των προυχόντων, ο τοπικισμός και η αυθαιρεσία στη φορολόγηση ήταν μερικοί από τους λόγους που οδήγησαν την βαυαρική αντιβασιλεία να καταργήσει το κοινοτικό σύστημα αιώνων. Με το βασιλικό διάταγμα του 1833 δημιουργούνται τρεις βαθμίδες εξουσίας στην τοπική αυτοδιοίκηση ο νομάρχης, ο έπαρχος και ο δημογέροντας. Ο τελευταίος αντικαθίσταται μετά από ένα χρόνο από το θεσμό του δημάρχου και το δημοτικό συμβούλιο. Ο νέος διοικητικός χάρτης του κρατιδίου περιλάμβανε δημαρχίες που υπάγονταν σε 47 επαρχίες και 10 νομαρχίες.
Οι πρώτες δημοτικές εκλογές πραγματοποιούνται το 1834 στο Ναύπλιο και στους νομούς Αργολίδας και Κορινθίας, όχι όμως και στην υπόλοιπη Ελλάδα. Η Αθήνα και ο Πειραιάς μπαίνουν στην διαδικασία εκλογής τοπικών συμβουλίων το 1835 και 1836 αντίστοιχα. Η ψηφοφορία ήταν υποχρεωτική όμως υπήρχαν αρκετοί περιορισμοί. Ο κάθε ψηφοφόρος ή υποψήφιος θα έπρεπε να έχει συμπληρώσει το 25ο έτος, να έχει την ιδιότητα του δημότη και να διαμένει μόνιμα στο δήμο. Βασική προϋπόθεση όμως ήταν η οικονομική και κοινωνική θέση. Αυτό αποτέλεσε τροχοπέδη στην επιλογή διοίκησης από τους χαμηλοεισοδηματίες κατοίκους, ενώ επέτρεψε σε συγκεκριμένες ομάδες την εναλλαγή στην εξουσία.
Οι περιοριστικοί όροι για τους ψηφοφόρους είχαν ως αποτέλεσμα στις εκλογές του 1835, από τους 13.000 κατοίκους να ψηφίσουν μόλις οι 800. Η ψήφος τους δεν εξασφάλιζε ότι ο εκλεγμένος τοπικός “άρχων” θα ήταν και αυτός που θα διοικούσε. Υπήρχε το Δημαιρεσιακό όργανο, το οποίο έκανε μία πρώτη επιλογή υποψηφίων. Η αντιβασιλεία όμως έκανε την τελική επιλογή και διόριζε τον εκλεκτό της ενώ είχε δικαιώμα να τον παύσει από τα καθήκοντά του. Έτσι, οι δήμαρχοι είχαν πολύ περιορισμένη εξουσία και λογοδοτούσαν για τις αποφάσεις τους στον νομάρχη και στο έπαρχο, ενώ για την επιβολή δημοτικών φόρων χρειαζόταν βασιλική άδεια.
Οι πρώτες εκλογές στην Αθήνα πραγματοποιούνται στο διάστημα 15-20 Μαρτίου 1835. Αντίπαλοι στις εκλογές ήταν όσοι βρίσκονταν υπό την επιρροή του Βαυαρού αρχιγραμματέα Άρμανσμπεργκ (κυβερνητικοί) και όσοι ήταν αντίθετοι στην βασιλεία (αντικυβερνητικοί). Ο προεκλογικός αγώνας χαρακτηρίστηκε από τις συνήθεις καταγγελίες για νοθεία και από την αντιπαλότητα μεταξύ νέων υποψηφίων και γηραιότερων. Οι 800 Αθηναίοι που προσήλθαν στις κάλπες βρέθηκαν επί πέντε μέρες στο μοναδικό εκλογικό τμήμα της πόλης στην Αγία Ειρήνη, στην οδό Αιόλου. Με 650 από τις 800 ψήφους, εκλέχτηκε η παράταξη των αντικυβερνητικών, η οποία και εξέλεξε του περισσότερους δημοτικούς συμβούλους. Η εξέλιξη αυτή εξόργισε το Άρμανσμπεργκ. Έτσι παρενέβη και διόρισε δήμαρχο τον Ανάργυρο Πετράκη αντί του εκλεγμένου Δημητρίου Καλλιφρονά. Ο νέος δήμαρχος διοίκησε υπό την επίβλεψη των Βαυαρών, οι οποίοι και τον καθαίρεσαν μετά από δύο χρόνια.
Πηγη:tvxs

Παρασκευή 14 Μαρτίου 2014

Παρουσίαση του βιβλίου μου Το Ξύλινο Βήμα της Αυγής



Το Ξύλινο Βήμα της Αυγής
Μυθιστόρημα
Θα ήθελα να ευχαριστήσω όλους εσάς που μου ανοίξατε την αγκαλιά σας κείνο το απόγευμα του Φλεβάρη. Ελπίζω να αγαπήσετε τους ήρωές μου, όπως τους αγάπησα κι εγώ. Θα ήθελα να ξέρετε ότι η παρουσία σας μου έδωσε τη δύναμη να συνεχίσω και να πω μετά από πολύ καιρό ότι τίποτα δεν πάει χαμένο. 
Ένα μεγάλο ευχαριστώ στις αγαπημένες μου φίλες, Χαρινέλα Τουρνά και Μαίρη Τριβιζά, απ' τα χρόνια της αθωότητας και Γεωργία Σταυριανέα, απ' τα χρόνια εκείνα της πάλης, που μίλησαν για το βιβλίο μου, καθώς και  Άννα Χριστοδουλοπούλου, αγαπημένη φίλη κι αυτή, που διάβασε τόσο όμορφα ένα απόσπασμα απ' το βιβλίο, μα πάνω απ' όλα που αγκάλιασαν με τόση αγάπη το όνειρό μου. 
Τέλος, θέλω να ευχαριστήσω τις ανιψιές μου Δανάη και Αθηνά και τα αδέλφια  μου Γεωργία και Απόστολο που άνοιξαν το σπιτικό τους για να χωρέσει η τόσο σημαντική στιγμή της ζωής μου. 


Χαιρετισμός της Γεωργίας Σταυριανέα...

Για την «Αυγή»…
Πολύ λυπάμαι που απόψε δεν μπορώ να είμαι κοντά σας δια ζώσης, όμως η καρδιά και η σκέψη μου είναι μαζί σας.
Λόγοι προσωπικοί με εμποδίζουν να είμαι ανάμεσά σας, αλλά πάντα υπάρχει τρόπος να δηλώσεις την αγάπη σου ακόμα και από απόσταση.
Ο λόγος που βρίσκεστε απόψε εδώ, δεν είναι απλά η παρουσίαση ενός βιβλίου. Είναι κάτι περισσότερο. Είναι η επιβεβαίωση ότι:  όποιος θέλει ΜΠΟΡΕΙ…
Δέκα χρόνια πριν, με την καλή μου φίλη τη Βάνα γεννήσαμε μια τρελή ιδέα και την κάναμε βιβλίο.
«Μη ξεχάσεις το κλειδί πάνω στην πόρτα» το βαφτίσαμε και μπήκαμε στο χορό της συγγραφής.
Μοιραστήκαμε χαρές και πίκρες, κακοήθειες και παινέματα για αυτό το βιβλίο που εμείς γράψαμε μόνο από «κέφι». Ήταν η πρώτη μας εμπειρία αλλά όχι πλέον η ….τελευταία γιατί, δύο χρόνια μετά ακολούθησε ο  «Ο χορός των Θεριστών», ένα επίσης σπουδαίο βιβλίο, όχι γιατί το λέμε εμείς… αλλά γιατί είναι!!!
Δεν ξέρω αν τα βιβλία πήγαν καλά ή κακά… Έτσι κι αλλιώς για  μας ήταν μόνο ένα όμορφο ταξίδι που ακόμα κρατάει…
Μπαίνοντας στο κύκλωμα του βιβλίου και των εκδοτών, ανακαλύψαμε πως δεν είχαμε καμία πιθανότητα να βαδίσουμε σε αυτή την «πραγματικότητα». Ήταν «μακράν» από τα δικά μας δεδομένα.
Παραδέχομαι πως προσωπικά παραιτήθηκα και απογοητεύτηκα.  Σχεδόν είχα αποσυρθεί.
Ήρθε όμως η Βάνα με το πείσμα της να μου δείξει και να μου αποδείξει  πως μπορούμε και χωρίς εκείνους!
Κρατάτε στα χέρια σας την απόδειξη. Τα λόγια είναι περιττά.
Το μήνυμα μας προς τους εκδότες είναι πως: εκείνοι χωρίς εμάς δεν ΜΠΟΡΟΥΝ, εμείς όμως χωρίς αυτούς ΜΠΟΡΟΥΜΕ.
Ένα ευχαριστώ στην αδελφή μου τη Βάνα που πάντα μου διδάσκει αισιοδοξία και δύναμη…
Εύχομαι ολόψυχα καλό δρόμο στο «Ξύλινο Βήμα της Αυγής».  «Βάνα… συνέχισε να περπατάς! Σ’ αγαπώ πολύ!»



Μαίρη Τριβιζά
Δημοσιογράφο
Παρουσίαση του μυθιστορήματος 
Το Ξύλινο Βήμα της Αυγής της Βάνας Σμπαρούνη

Καλησπέρα σας,
Αρχικά θα ήθελα να  ευχαριστήσω την αγαπημένη μου φίλη Βάνα, για την μεγάλη χαρά και τιμή που μου κάνει να με εμπιστευτεί για την παρουσίαση του τρίτου κατά σειρά, αλλά αυτούσια  προσωπικού συγγραφικού  πονήματός  της.
Ας μου επιτραπεί  μία σύντομη αναφορά στο πρόσωπο της συγγραφέως , μιας χαρισματικά ήρεμης δύναμης,ενός πλάσματος δοτικού, μιας και είχα την τύχη να μοιραστώ μαζί της  εμπειρίες από τα ευαίσθητα μαθητικά μας  χρόνια, τα ανιδιοτελή, τα χρόνια  των έντονων εφηβικών ανησυχιών, αγωνίστρια  και δυναμική  αλλά
συνάμα μία αστείρευτη πηγή αισιοδοξίας  για τους γύρω της , με ευδιάκριτο το πηγαίο πνευματώδες  χιούμορ της, είναι ένας άνθρωπος  που  δεν κρύβεται  πίσω  από  εύσχημα  λόγια, παραμένοντας πάντα αληθινή.

Κάνοντας  χρήση  της  πρώτης επαγγελματικής  μου  ταυτότητας, αυτής  της  δημοσιογράφου,  θα  ήθελα να επισημάνω, ότι  μία από  τις  πιο  κοινότοπες  ερωτήσεις  που  κάνουν  οι  δημοσιογράφοι  στους  συγγραφείς , αφορά  σε αυτό  το  διαβόητο  αμάγαλμα  φαντασίας  και πραγματικότητας.  Η  αλήθεια  είναι  πως  στην
πραγματικότητα  ενός  συγγραφέα  -και όχι  μόνο την  «επαγγελματική» -φαντασία  και  πραγματικότητα διαπλέκονται  συχνά  με ένα  πολλές  φορές  αναπάντεχο  τρόπο.

«Όλα τα  μυθιστορήματα  είναι  μεταφορές της  πραγματικότητας», είχε πεί ο Τζόν  Φόουλς.

Ωστόσο, πιστεύω ακράδαντα ότι το να γράφεις βιβλία, δεν είναι μία απόδραση από την  πραγματικότητα, αλλά κυρίως  μία βουτιά στο κέντρο της.
Αληθινό δεν είναι εκείνο που συμβαίνει, αλλά και εκείνο που  «μπορεί» να συμβεί,  είτε στη ζωή , είτε στο μυαλό.
Και πολλές φορές εκείνα που διαδραματίζονται στο νού, τείνουν  να  αποδειχθούν  ακόμη  πιο  ερεθιστικά  και  πιο διδακτικά από  εκείνα  που  συμβαίνουν στην  ίδια τη ζωή.

Αυτό που πρέπει να  συγκρατήσετε στη  συγκεκριμμένη  διήγηση, είναι ότι  η  ουσία  του  βιβλίου, ο κινητήριος μοχλός της δράσης,  είναι η διαρκής  αναζήτηση  της  αλήθειας.

Ο βασικός  ήρωας –εν προκειμένω- η φιγούρα  της  ευαίσθητης  ζωγράφου, Εριέττας,  μετεωρίζεται  ανάμεσα σε 
σκοτεινούς  οικονομικούς  κύκλους,  ενός  συντηρητικού  νησιωτικού  τόπου, όπου  εντέχνως  διαστρεβλώνουν  τα πραγματικά  γεγονότα.  Εξαπολύουν  μύδρους  εναντίον  της, ενίοτε και  υπαινιγμούς  για  τη νοητική  της ακεραιότητα, έχοντας  φυσικά στόχο την  συγκάλυψη  των  δόλιων  συνεργών  και  την  τελική  παραπλάνηση της κοινής  γνώνης.

Ακούσια  μάρτυρας   η Εριέττα σε  ιντριγκαδόρικες  τακτικές,  προσπαθεί  απεγνωσμένα να  απαλλαγεί  από  το αδιέξοδο  που  της δημιουργεί  ο περίγυρός της,.
Ζώντας απομονωμένη, στο  λόφο της  Αυγής,  γίνεται  εύκολη  λεία  για  τους  επαγγελματίες  δολοπλόκους, οικονομικούς
προύχοντες  και εξουσιομανείς  παράγοντες  του τόπου  και όχι μόνο,  βιώνει  έντονες  συγκρουσιακές  ανατροπές,  ως την
καταλυτική  ώρα  της αποκάλυψης  της αποστομωτικής  αλήθειας  που αφορά  στον  θάνατο του παππού της.

Είναι χαρακτηριστική η στωϊκότητα  της  Εριέττας, που αν και  ζεί  μόνη  και χτυπημένη  από  τη μοίρα,  παραμένει εν τέλει ενεργά παρούσα  στη  νησιωτική  καθημερινότητα, αντιμετωπίζοντας  με άκρατο  δυναμισμό  και  αποφασιστικότητα  τους
υπαίτιους  μέχρι  τέλους.
λλωστε, όπως  αναφέρεται  και  στη  βάση  της  φιλοσοφίας  του  Μάρτιν Χάϊντεγκερ, η οντολογική σημασία του “Da Sein”,
είναι  «το να είσαι εκεί», ένας τρόπος ύπαρξης  που  είναι μεν  ευσυνείδητος,  διαρκώς  συνδεδεμένος με τον κόσμο, αλλά
συνάμα εμπεριέχει το παράδοξο , του να ζείς  με άλλα  ανθρώπινα  πλάσματα,  ενώ ουσιαστικά  είσαι  μόνος  με  τον εαυτό  σου.
Σε όλη τη διάρκεια της αφήγησης,  θα  διαπιστώσετε ότι δημιουργείται μία αμφίδρομη διαδικασία, όπως  άλλωστε
συμβαίνει σε κάθε ταξίδι. Από τη μία υπάρχει η  χαρά  της  εξερεύνησης,  καίριες  οι φιγούρες  του ντεντέκτιβ Μισέλ
Ντεκώ και του φραντσέζου  Θεοντό  Λυζιέν, που επιδίδονται  σε  έναν αδιάκοπο  αγώνα  αναζήτησης  των  ενόχων,μιάς  επίπονης  διακρίβωσης  των  λογικοφανών  αιωρούμενων  θέσφατων.
Από την άλλη  πάλι  υπάρχει  η  μαγεία  της  διαρκούς  επιστροφής  στην  αμφιλεγόμενη  μεν  πραγματικότητα,
βασιζόμενη  η  Εριέττα ενστικτωδώς  στην πεποίθηση, ότι  σύντομα  θα  προβάλλει  καθαρό  το  παρόν  ομιχλώδες τοπίο,
απαλλαγμένο  από τα  μιάσματα και  τους  διαφθορείς ,  έχοντας  αρωγούς  σ’αυτόν  τον  άνισο αγώνα,  την  κορούλα της
Αλμπα,  τη Στέλλα Αυγερινού, τον  αφοσιωμένο φίλο  της  Λουκή.
Η Βάνα  Σμπαρούνη  με  την  παρούσα αφήγησή  της  , είναι  προφανές  ότι  καθίσταται  περισσότερο  από  ποτέ επίκαιρη.
Οι  γλαφυρές  καταγραφές  της  καταδεικνύουν  την  αυτονόητη  και  σχεδόν  θεσμοθετημένη  ατιμωρησία  της
παραβατικότητας  των  εκβιασμών,  της αυθαιρεσίας  και  διαφθοράς,  που  οικοδομούν  εκείνο  το  υπόβαθρο  της
κοινωνικής  ψυχολογίας  που  καθιστά  «φυσική» , παθητικά  ανεκτή, αν  και  από  όλους  «μετά βδελυγμίας»
αποδοκιμασμένη,  την  αμνείστευση  ειδεχθών  κακουργημάτων.
Η ιδιαίτερη  αναφορά  και  το  συνεχές  ενδιαφέρον  σε  μία  αλυσιδωτή  επαλληλία  παραγόντων  που  «σκοτίζουν  τον
νου», τυφλώνουν  και μωραίνουν  τους  διαχειριστές  της  ζωής  των  εξουσιαζομένων  οδηγώντας  έτσι  στην  καταστροφή
της  έννοιας  της  κοινωνίας.
Αν και  η  διάσταση  της  κοινωνίας  του  νησιού  είναι  περιορισμένη,  εν  τούτοις  εθίζεται στην  ατιμωρησία των  εκάστοτε
ηγητόρων ,  επιτρέποντας  έτσι σε αυτήν τον  εξωφρενικό  παραλογισμό  και  το  σκάνδαλο, καταλύοντας  κάθε  έννοια
ευνομούμενης  πολιτείας.  Ας  ανατρέξουμε  στην  κατά  τα  άλλα  ευυπόληπτη  ομάδα,  πατέρας Πλουμπής,  Φώτης Μπαλτάς και  στους  αναμφίβολα  διαμορφωτές  της  κοινής γνώμης,  τα  Μ.Μ.Ε.
Μέσα λοιπόν  από  αυτήν  την  τόσο  ενδιαφέρουσα  διαδρομή  εναλλασσόμενων  τοπίων,  ευανάγνωστων  συναισθημάτων
και  χαρακτήρων , ακόμη  και  των  θρυμματισμένων  εικόνων,  ξεπηδάει  η  απερίγραπτη αύρα,  το  ανείπωτο , το  άρρητο  που  αναδύει  «το ξένο» και  γίνεται  αίφνης  τόσο οικείο,  ένα  βιβλίο  ανοικτό  στον   κόσμο.
Κι όπως  έλεγε  ο «γιος  Αυγουστίνος», ο κόσμος  είναι  ένα  βιβλίο  και  όσοι  δεν  έχουν  ταξιδέψει,  έχουν  διαβάσει  μόνο
μία σελίδα.

Σας αφήνω  λοιπόν,  να ανακαλύψετε την  συναρπαστική  διαδρομή  του  βιβλίου «Το  Ξύλινο Βήμα  της  Αυγής» της  Βάνας
Σμπαρούνη.


Βανιώ,

Σου  εύχομαι  καλοτάξιδο  το  βιβλίο  σου,  με την  υπόσχεση  ότι  η  δημιουργική  σου  έμπνευση  θα  συνεχίσει  να  μας  χαρίζει  ιστορίες  μεστές  από  ανομολόγητες  αλήθειες,  βάζοντας  το  προσωπικό  σου  λιθαράκι,  σε  ετούτο  τον 
αλλοτριωμένο  κόσμο.

« Αυτόν  που πρέπει και  οφείλουμε  να   αλλάξουμε  και  όχι  απλώς  να  ερμηνεύουμε», όπως  είπε  και  ο  Κάρλ  Μάρξ.

Σας  ευχαριστώ  θερμά.

 Χαρινέλα Τουρνά, Δρ Φιλοσοφικής

Μυθιστορηματικό Τοπίο
Οι συντεταγμένες της δυνητικής ή μιας από τις δυνητικές πραγματικότητες του χώρου είναι ένα νησί, το Λιθονήσι. Το λεπτομερειακό, σχεδόν φωτογραφικό σκηνικό χρησιμοποιείται όταν επιδιώκεται αίσθηση αληθοφάνειας ή ως καθοριστικός παράγοντας στη ζωή και δράση των χαρακτήρων. Το μυθιστορηματικό σκηνικό δημιουργεί αναμονές,  υποβάλλει σημασίες  και βοηθά τον αναγνώστη να αποκτήσει συνείδηση του όλου συμπλέγματος των αλληλοαντικρουόμενων αξιών: οι σκοτεινές ψυχικές καταστάσεις είναι ενσωματωμένες στο χώρο ή συνεπάγονται απ’ αυτόν προκαλώντας ανάλογα συναισθήματα στους χαρακτήρες. 
Η σχέση ανάμεσα στο γενικό μυθιστορηματικό σκηνικό, τη μικρή κοινωνία ενός νησιού, και στα επιμέρους σκηνικά, το σπίτι των Λοϊζων, το μύλο, το περιστερώνα, το νεκροταφείο, την πανσιόν κ.λπ. αποκαλύπτει την πλοκή και τη χαρακτηρολογία, αφού αμοιβαία συμπληρώνονται και αλληλοκαθορίζονται. Η αφαιρετική επεξεργασία των σκηνικών σε κάποιες περιπτώσεις διευρύνει το νόημα και αποδεσμεύεται από τα όρια που θέτει το συγκεκριμένο χωροχρονικό πλαίσιο.
Τα δυναμικά επιμέρους σκηνικά λειτουργούν σαν ένας μυθιστορηματικός χαρακτήρας, αφού η περιγραφική μυθιστορηματική γραφή της Βάνας Σμπαρούνη μοιάζει να παρατηρεί τον εξωτερικό κόσμο μέσα από την αντίληψη και το ψυχισμό των χαρακτήρων, απλώνοντας ένα δίκτυ. Γενικά το μυθιστορηματικό σκηνικό του έργου Το Ξύλινο Βήμα της Αυγής λειτουργεί μεταφορικά αφού δίνει την εντύπωση πως χρησιμοποιείται ως προβολή ή εξαντικειμένιση ψυχολογικών καταστάσεων των χαρακτήρων ή μιας διάχυτης πνευματικής κατάστασης.

Το σπίτι των Λοϊζων

          Βρισκόταν στην πλαγιά του λόφου της Αυγής, από τα παράθυρά του απλωνόταν σαν ζωγραφικός πίνακας όλο το νησί. «Πέτρα-πέτρα κτισμένο έμοιαζε με αρχοντική φιγούρα τυλιγμένη στο πέπλο της μυστηριακής ευλογίας των θεών, που αντάμωνε σε σταυροδρόμι τη μυστική ομορφιά των αντιθέσεων με τους απρόβλεπτους ήχους των καιρών». Ο λόφος συμβολίζει το αυγινό φως της ψυχής μας, τον φύλακα άγγελο κάθε ανθρώπου, που είναι η δική του ψυχική δύναμη.


Ο περιστερώνας και ο αλευρόμυλος
 
          Ο περιστερώνας κατασκευασμένος από τον Βάϊο Λοϊζο μια πύρινη και συνάμα παιδική ψυχή, ήταν χτισμένος λίγα μέτρα πιο κάτω από το λόφο της Αυγής. Ένα λιθόκτιστο διώροφο και ορθογώνιο οικοδόμημα. Εκείνο που τον ομόρφαινε ήταν τα λεπτοδουλεμένα διακοσμητικά σχέδια που κάλυπταν τις επιφάνειες των εξωτερικών τοίχων.  Φιλοξενούσε ταχυδρομικά περιστέρια, που θα διαδραματίσουν ρόλο σχεδόν ενός μυθιστορηματικού προσώπου, αφού κομίζουν μηνύματα από τη φυλακισμένη Αρετή
          Ο αλευρόμυλος. Η περιγραφή έχει κάτι από φιλμ- νουάρ: νύχτα ασέληνη και υγρή το ξαφνικό πέταγμα κάποιας νυχτερίδας θύμιζε σκηνή θρίλερ: πεζουλάκι μπροστά από την ξύλινη πόρτα του μύλου που τρίζει στον άνεμο… 

 Η πανσιόν και ο Φάρος

           
          Το μέρος που θα έμενε ο Μισέλ Ντεκό το διάστημα της παραμονής του στο νησί ήταν μια μικρή πανσιόν στην καρδιά της χώρας, η οποία ανήκε σε δύο ιδιόρρυθμες εβδομηντάχρονες ακόμα όμως κοτσανάτες δίδυμες αδελφές, στην Αριστέα και την Μερόπη. Το διώροφο αρχοντικό της οδού Ρόδων με τον ολόβλαστο κήπο μπροστά του είχε μεταμορφωθεί σε μια κουκλίστική πανσιόν με το όνομα Αγκάθα λόγω του ότι οι δίδυμες κυρίες ήταν φανατικές αναγνώστριες της γνωστής Βρετανίδας συγγραφέα αστυνομικών βιβλίων.
          Λιτή και υποβλητική η περιγραφή της Αρετής για το Φάρο του πατέρα της Χαρίτωνα και της μητέρας της,  της Ελισσώς που καταλήγει με την Εριέττα να λέει: «ας κρατήσουμε πάντα μέσα μας αναμμένη τη λάμπα κάποιου φάρου, να μη σβήνει ποτέ. Όταν θα έλθει η στιγμή εκείνη της μεγάλης ανατροπής, το φως του, το μακρινό, μα όχι ανωφέλευτο θα μας παρηγορήσει με κάποια λόγια του Ελύτη: θεέ μου τι μπλε ξοδεύεις για να μην σε βλέπουμε; 


 Το μοναστήρι του Αγίου Ρωμανού

Μοναστήρι του Αγίου Ρωμανού κτισμένο στις αρχές του 17ου αι. που «φάνταζε από μακριά σαν σκηνικό κινηματογραφικού έργου αλλοτινής εποχής» Ιδρύθηκε με αφορμή έναν εμποδισμένο έρωτα  από τη Λαβίνα Ζαφόλια και μετέπειτα μοναχή Παμφίλη που υπήρξε η κρυφή ελπίδα κάθε φτωχού και καταπιεσμένου εκείνης της εποχής, αλλά και μια άλλη πιο σύγχρονη ιστορία ρομαντικού έρωτα καταπνίχθηκε ανάμεσα στη ηγουμένισσα Θεοκλητεία, που ήταν η μοναδική γυναίκα που αρματώθηκε, στα 18 της και βγήκε στο βουνό με την αντάρτικη ομάδα του Βάϊου και  παππού της Εριέττας, μυστικό που θα αποκαλυφθεί δραματικά, καθώς το κουβάρι ξετυλίγεται σταδιακά, όπως αποστομωτικά θα πει η Άλμπα: «Η αλήθεια και η γνώση προστατεύουν τον άνθρωπο κι όχι η άγνοια» Η αλήθεια ζητάει να βγει στο φως παρά την αόρατη δύναμη που μας τυλίγει στον ιστό της.




Νεοκλασσικό, Νεκροταφείο και Καστροπολιτεία
 Ψηλοτάβανο νεοκλασικό της οδού Φρύνης, όπου μεγάλωσε η Στέλλα, ένας οίκος ανοχής
Το πρώτο νεκροταφείο των Ταξιαρχών στο οποίο ο λιτός και απέριττος τάφος του Βάϊου Λοϊζου, ο μόνος που βρισκόταν πάνω στο μικρό λόφο έχοντας αγνάντι ένα κομμάτι γαλάζιου ουρανού. Η επίσκεψη του Θεοντόρ την ώρα  που κανένα πουλί δεν πετούσε, ούτε κελαηδούσε, όταν όλα είχαν κουρνιάσει μέσα στα φυλλώματα των κυπαρισσιών και η συνάντησή του με τον Σωτήρη Ναυπλιώτη, πρωτοπαλίκαρο του Βάιου στο αντάρτικο θα ξετυλίξει το κουβάρι των γρίφων  και των ένοχων μυστικών.
Στην Απερετζίνα μια μικρή πανέμορφη καστροπολιτεία, που τα σπίτια της κατέληγαν σ’ ένα μικρό αγνάντι, όπου θα παιχθεί η τελική πράξη.






ΧΑΡΑΚΤΗΡΕΣ ή μεταμορφώσεις του εγώ ως υπαρξιακές επιλογές
          Φωτεινές περιοχές παροχής πληροφοριών εναλλάσσονται με σκοτεινούς θύλακες αβεβαιότητας ως ζυμώσεις του αναπάντεχου. Στο μυθιστόρημά της Βάνας Σμπαρούνη η έννοια του χρόνου χάνει την ευθύγραμμη πορεία της. Παρελθόν, παρόν, μέλλον, οι τρεις αυτοί χρονικοί άξονες συναιρούνται. Ο κόσμος για τη Βάνα Σμπαρούνη είναι απόρροια μιας αποσπασματικής συλλογής αναμνήσεων, ονείρων και εμπειριών που αντιλαμβάνονται τον κόσμο αποσπασματικά, σ’ ένα λαβύρινθο διασκορπισμένων νοημάτων.  Στους κόλπους αυτού του κόσμου, η φωνή του κλασικού αφηγητή διασπάται και μοιράζεται , διαχέεται σ’ όλους τους χαρακτήρες
          Στο επίπεδο της ίντριγκας, ο αφηγητής επιστρέφει στο νησί για μια ειδική αποστολή που θα τον οδηγήσει στα δύσβατα μονοπάτια αναζήτησης  της  δικής του ταυτότητας, Ό,τι αρχικά μοιάζει σαν θρίλερ με φόντο το μεταπολεμικό νησί αποκαλύπτεται να είναι σιγά σιγά μια οικογενειακή τραγωδία: άσβεστα προσωπικά μίση και έρωτες.  Ο βασικοί χαρακτήρες  της Β.Σ., φτιαγμένοι από κομμάτια γεγονότων που συνδέονται μεταξύ τους αλλά που κυρίως  περιβάλλονται από συμβολική άλω, η οποία σχηματίζει το ανάλογο “ηθικό” και διανοητικό πλαίσιο δράσης τους. Μέσα στο πλαίσιο αυτής της σύνδεσης δίνεται η δυνατότητα της θεώρησης - με τον κώδικα συμβόλων της ψυχανάλυσης- με σκοπό την κατανόηση της ανθρώπινης συμπεριφοράς και δράσης στη βάση του γενετήσιου ενστίκτου.
          Η μυθοπλασία της Β. Σ. περιστρέφεται γύρω από το εγώ ως άλλος, ως οντολογική δυνατότητα. Η προσωπική ιστορία των βασικών ηρώων: Βάϊου Λοϊζου, Φώτη Μπαλτά με αποκορύφωση την εμπειρία του Β παγκοσμίου Πολέμου έχει συμβάλει στη δημιουργία του διώνυμου εγώ- άλλος, που αποτελεί ακρογωνιαίο λίθο της προβληματικής της συγγραφέα, όπου χαρακτηριστικό της γραφής της είναι η φρίκη αυτού του πολέμου με τις ακραίες εμπειρίες των συνθηκολογημένων και των άλλων των ιδαλγών: η υπαρξιακή ταυτότητα ως δυνατότητα να είσαι άλλος, ο ηθικός  η αν-ηθικος εαυτός σου

Οι Ιδαλγοί

 
          Βάιος Λοίζος δημοκράτης και πατριώτης, αντάρτης του Ε.Λ.Α.Σ, παππούς της Εριέττας, μύστης και λάτρης της ζωής με υπαρχηγό τον Περικλή Δανέζη έκαναν διακοπές στα ξερονήσια, μετά την ήττα της Αριστεράς. Λάτρης και βαθύς μελετητής της αρχαίας ελληνικής γραμματείας κατέκτησε τη μοναδική γνώση να παλεύει δημιουργικά, μάχιμος δικηγόρος πρόσφερε τις γνώσεις αφιλοκερδώς σε κάθε αδικημένο και κατατρεγμένο. 
          Λουκής Δανέζης, έμπιστος φίλος, αιώνια ερωτευμένος με την Εριέττα, με έναν ξοφλημένο γάμο με υπνωμένα αισθήματα που χρόνια κρύβει μέσα του φέρνοντάς τον να αποζητάει απεγνωσμένα σχεδόν κάθε βράδυ διέξοδο στο τσιπουράδικο του καπετάν Μεμά, παλιού ναυτικού που οργώνοντας τις  θάλασσες είχε δει τους ουρανούς του κόσμου με την καρδιά και αφουγκραστεί τους ανθρώπους ανεπιτήδευτα: «Κάθε άνθρωπος έχει έλθει απ’ ένα αστέρι για να ζήσει στον κόσμο αυτό. Το δικό του αστέρι. Και εκεί επιστρέφει όταν πεθαίνει. Εκεί καταλαγιάζει η ψυχούλα του. Εκεί μόνο βρίσκει απάγκιο κι απαντοχή» είναι η δική του θεωρία για το παιχνίδι που λέγεται ζωή και θάνατος.  Ο καπετάν Μεμάς είναι εκείνος που θα εμψυχώσει την Αρετή με λόγια όπως: «έχε εμπιστοσύνη στη ζωή Αρετούλα. Μόνο αυτή ξέρει να μην καταπνίγει την αλήθεια. Να μην τη στραγγαλίζει. Αργά η γρήγορα θα την αποκαλύψει. Υπομονή χρειάζεται και εμπιστοσύνη» 

Αναμέτρηση με την αλήθεια και το δίκαιο

          Αρετή –Δεσμώτης: μια παράξενη και τραγική ιστορία, που πίσω της κρύβονται οικονομικά και πολιτικά συμφέροντα, το κυνήγι του χρήματος και το πάθος για εξουσία. Βγήκε από τη φυλακή, αφού πρώτα πλήρωσε ένα ποσό εγγύησης η Εριέττα, όταν γινόταν αντικείμενο χλεύης, όσο κι αν εξοργιζόταν,  ανταπέδιδε το πετροβόλημά τους με μια βροντερή σιωπή.
          Εριέττα- Αυγή: Θα αναμετρηθεί με το δίκαιο και την αλήθεια αλλά κυρίως με τον ίδιο της τον εαυτό, όταν θα κάνει την πλήρη στροφή προς τα μέσα της, για να βρει τη δύναμη να αναμετρηθεί με το φόβο, σε ένα δύσκολο και μοναχικό δρόμο, μέχρι να βγει στο ξάγναντο, στην εξιλέωση και στη δικαίωση. 

Πράσινη Αχτίδα
 
          Πρωταγωνιστεί επίσης μια έφηβη που ρωτά το αγόρι της «ξέρεις καθόλου για την πράσινη αχτίδα, και ποιος έχει γράψει γι’ αυτή;» Το αγόρι δεν ξέρει και ούτε μοιάζει να ενδιαφέρεται να μάθει. Το κορίτσι του εξηγεί: «Να, λίγο πριν δύσει ο ήλιος, το τελευταίο πύρινό του μόριο εκπέμπει  μιαν πράσινη αχτίδα. Τυχερός όποιος τη δει έστω και μια φορά» Αναφορά στην τελευταία σκηνή ενός κινηματογραφικού έργου του Ερίκ Ρομέρ, όπου η ηρωίδα μόνη και απελπισμένη περίμενε σε κάποια παραλία να δει την πράσινη αχτίδα. Τελικά όλοι περιμένουμε να δούμε κάποια στιγμή κάτι το μοναδικό και σπάνιο, χωρίς ωστόσο ν’ αναρωτηθούμε ποτέ γιατί στο τέλος αυτό δεν μας φανερώνεται. Ίσως γιατί δεν έχουμε ψάξει μέσα μας να βρούμε το απλό εκείνο μυστικό που εκμυστηρεύτηκε η αλεπού λίγο πριν πει αντίο στον μικρό πρίγκιπα: Βλέπουμε μόνο με την καρδιά. Την ουσία δεν μπορούμε να την δούμε με τα μάτια



 Θηρευτές της αλήθειας

Θεοντόρ Λυζιέν, εκ πεποιθήσεως εργένης που παρά τα εξήντα χρόνια του διατηρεί ακόμη εκείνη τη στόφα του κοσμοπολίτη και τη γοητευτική αύρα του μπον βιβέρ, προβληματιζόταν αν ο άνθρωπος έρχεται στον κόσμο μόνο για να ζήσει και να φύγει ή να έχει και κάποιο προορισμό να επιτελέσει. Παρά τη σφαιρική του μόρφωση δεν είχε καταφέρει να απαντήσει. Δημιουργούσε μακροχρόνιες σχέσεις που κτίζονταν αργά και σταθερά, μέρα στη μέρα, που κρατούσαν στο χρόνο, προκαλούσαν έξαρση της σκέψης και της ψυχής και έβγαζαν κάθε φορά στην επιφάνεια άγνωστα κομμάτια όχι μόνο του δικού του εαυτού αλλά και του άλλου. Δεν ήταν στον χαρακτήρα του να χάνεται σε σκοτεινά, άγνωστα τούνελ του νου και της ψυχής, αναθρεμμένος να βλέπει τη ζωή υπό την οπτική του λογικισμού. …Μπορεί αυτή η πιπίλα να τον βοήθησε στην επαγγελματική του ζωή, όμως στην άλλη του ζωή, εκείνη που είχε να κάνει με τις εσωτερικές διαδρομές της ψυχής και του μυαλού του σχεδόν ποτέ δεν λειτούργησε. Στο μοναστήρι ένιωσε παράξενα σαν να είχε ξανάλθει και αμέσως δημιουργήθηκε μυστικός και γεμάτος έντονους κραδασμούς δίαυλος επικοινωνίας με την ηγουμένη. Η ζωή δεν είναι άλλο παρά ένας συνεχής αιφνιδιασμός ακυρώνοντας ακόμα κι αυτές τις ίδιες τις ερμηνείες των λέξεων. Έρχεται κάποια στιγμή που η βεβαιότητα εξαφανίζεται, λέει ο Θεοντόρ στον Μισέλ «μέχρι χθες είχα έναν εαυτό, ένα όνομα, ένα όνομα στην απόλυτη κατοχή μου, τώρα αναρωτιέμαι ποιος είμαι. Μέσα σε μια νύχτα έχασα μονομιάς όλες τις σταθερές μου και τη θρασύτητα να λέω ότι οι ερωτήσεις λιγοστεύουν μεγαλώνοντας»  και πικρογέλασε.

Φύλακες Άγγελοι
 
          Απέναντι στη Στέλλα Αυγερινού η Εριέττα τηρεί ανθρωπιστική στάση, χωρίς να υπολογίζει τους κινδύνους, γιατί ένιωθε ‘μια πρωτόγνωρη θλίψη για το πλάσμα αυτό, που έμοιαζε με ουρανό δίχως ανατολήΜια γυναίκα που αν και οι πληγές του σώματός της μέρα τη μέρα επουλώνονταν, οι άλλες εκείνες της ψυχής της έμειναν ακόμη σταθερά αφορμισμένες., ώσπου φυγαδεύτηκε στο μοναστήρι του Αγίου Ρωμανού και φιλοξενήθηκε εκεί ζεστά από τις μοναχές. Έμοιαζε με κέρινη κούκλα, τόσο εύθραστη, που με το πρώτο άγγιγμα θα θρυμματιζόταν, ώσπου βγαίνει από τον κλειστό κόσμο της  σιγοτραγουδώντας ένα τρυφερό νανούρισμα: …Δύο άστρα για προσκέφαλο/τον ουρανό για στρώση/και το φεγγάρι αγγαλιά/το φως του να σου δώσει, /να κοιμηθείς και σ όνειρα/γλυκά να ταξιδέψεις,/ Στης νύχτας το απάντημα/Σαν άγγελος να τρέξεις…Από τη στιγμή της αποκάλυψης του μεγάλου μυστικού της δολοφονίας της μητέρας της από τον Ρένο Κονταξή, υπεράνω υποψίας μεγαλοεπιχειρηματία και γόνο καλής οικογένειας των βορείων προαστίων, η κλεψύδρα αναποδογύρισε και κυριεύτηκε από το αίσθημα της εκδίκησης, αποδείχτηκε πιο αδύναμη από τους αδίστακτους ισχυρούς και κατέληξε στη φυλακή. Ο έρωτας του Καστρινού θα την επαναφέρει στην πραγματικότητα, θα του διηγηθεί τα της εξέγερσης, το πώς έφτασε στο σπίτι της Εριέττας και τη διαφωνία της με την Αρετή που υποστήριζε ότι δεν θέλει μια ελευθερία που δεν μυρίζει αξιοπρέπεια, μια ελευθερία προσωρινή, αλλά επιθυμεί μια δικαιωμένη ελεύθερη ζωή 
          Άλμπα, η οποία με τη δύναμη της ηλικίας της φώτιζε τις δύσκολες στιγμές της καθημερινής  ζωής με νότες αισιοδοξίας. Λέει η μητέρα της : «(είδα) μέσα απ΄τα μάτια της ψυχής της Αλμπα που από την πρώτη στιγμή κιόλας έδειξαν μοναδικά την αθωότητα της Στέλλας. Όλοι οι άλλοι είναι απλώς το άλλοθι της όποιας καθεστηκυίας τάξης, για να γράφει ανενόχλητη στα παλιά της υποδήματα την αξιοπρέπεια οποιουδήποτε αρνείται συνειδητά να μπει στο κοπάδι της. Και απευθυνόμενη στον Λουκή που της λέει: αν σε άκουγε κανείς σίγουρα θα σου έβαζε την ταμπέλα της αναρχικής…του απαντά Να απαρνηθώ τον ανθρωπισμό και τη συνείδησή μου; Κοίτα γύρω σου, ο κόσμος γέμισε από ομαδικούς τάφους συνειδήσεων… Και ο Λουκής τρυφερά την αγκάλιασε: Θα μείνω εδώ κοντά σου πλάι σου να διαταράξουμε μαζί την κοινή ησυχία του βρώμικου αυτού κόσμου. 

Εταιρεία εγκλήματος που με την ανοχή της εξουσίας σκορπά ανενόχλητη φόβο και θάνατο.
 
          Η μαντάμ Στεφανί μια κοκότα πολυτελείας των Αθηνών, η οποία εκτός από φίλη του πατέρα Πλουμπή ήταν και μακρινή θεία του Κυριάκου Μωϋσιάδη διατηρούσε ένα μπορντέλ πολυτελείας που το είχε βαπτίσει πρακτορείο μοντέλων, στην πραγματικότητα αλλοδαπών, που τις προωθούσε στο εξωτερικό για μόντελιγκ δήθεν, μάλλον για να βγάζουν έξω από τη χώρα τα κλεμμένα λεφτά.  Σε αυτό το πρακτορείο εργάστηκε και η Στέλλα Αυγερινού για να εκδικηθεί τον πατέρα της
          Φώτης Μπαλτάς, εμπύημα, απόστημα της κοινωνίας.
          Μ.Μ. Ε Είχαν κατακλύσει τον χώρο της αστυνομίας μετά τον ξεσηκωμό των κρατουμένων, περιμένοντας σαν αρπακτικά με τα μαρκούτσια στο χέρι, έτοιμα να κατασπαράξουν, σαν σφήκες που μυρίστηκαν μέλι. Λίβελλος της συγγραφέα  κατά των δημοσιογράφων: υποτελών και εργαλείων των πλουσίων που βρίσκονται στην εξουσία, το ταλέντο τους ιδιοκτησία άλλων ανθρώπων, γίνονται έτσι μαριονέττες και διανοούμενες πόρνες, το αντίθετο από το quaere Verum που σημαίνει να ζητάς την αλήθεια. 


Οι αδίστακτοι
          Ηλίας Μάντακας λειτουργός έννομης τάξης, εμπλεκόμενος  με τους στυγνούς εγκληματίες της συμμορίας. Η κάθαρση θα αρχίσει με τη σύλληψή του.
          Ανέστης Μίχαλος χωροφύλακας, οσφυοκάμπτης, λακές, έρμαιο και άθυρμα στα χέρια του Σαράντη Πλουμπή. Μήπως τελικά αυτή δεν είναι κι η τύχη κάθε απαίδευτου ανθρώπου διερωτάται η συγγραφέας
          Γιώργης Πλουμπής που αναρριχήθηκε κοινωνικά και οικονομικά επί Χούντας, είχε το θράσος να αυτοβαπτιστεί αντιστασιακός και να διεκδικήσει έδρανο στη βουλή μετά την πτώση της δικτατορίας.
          Σαράντης Πλουμπής διαρρήκτης, βανδαλίζει, καταστρέφοντας τους πίνακες της Εριέττας, αλλά η άρρωστη ψυχή του τον οδηγεί σε μια άλλη αποτρόπαιη πράξη, στον αποκεφαλισμό των περιστεριών, στην αδίστακτη πράξη του αυτή η   Εριέττα και η Αρετή διατηρούν την ψυχραιμία τους.
 Ατμόσφαιρα μυστηρίου και υπαρξιακής αγωνίας
          Η Βάνα Σμπαρούνη χρησιμοποιεί την τεχνική της άμεσης έκθεσης, που, ενώ μοιάζει να είναι παραδοσιακή αφήγηση, αποδίδει στην ιστορία ταχύτητα και συγκέντρωση, βασίζεται στην αρχή της αφηγηματικής συντομίας, δηλαδή υποκαθιστά την αναλυτικότητα με μια συμπύκνωση γύρω από έναν άξονα ενός καθοριστικού γεγονότος:  της αναζήτησης της αλήθειας, το οποίο θα λειτουργήσει σαν ένα κατώφλι της ιστορίας, στη βάση του οποίου θα τονιστεί η πολυπλοκότητά της. Η περιβάλλουσα ατμόσφαιρα μυστηρίου που υποβάλλεται διαμορφώνει τις ανάλογες αναγνωστικές αναμονές
          Κάθε φορά που το υποκείμενο της εμπειρίας βρίσκεται σε συγκινησιακή περίσταση, στίχοι τραγουδιών Μαυρουδή, Ανδρέου, ποιημάτων Νερούντα, Βρεττάκου, Δημουλά, νανουρίσματα, σταγόνες σοφίας και τραγούδια όπως αυτό του Ν. Μαυρουδή: Κάθε μια νύχτα είναι μόνο μια σελίδα/μέσ’ το βιβλίο της ζωής μας το κλειστό/που κάθε λέξη έχει κλέψει μιαν ελπίδα/κι αντί μελάνη έχει γραφτεί μ΄ε΄να λυγμό, και τι ψυχή έχει μια νύχτα στους αιώνες/και τι ψυχή έχεις και συ να μ’ αρνηθείς, είμαστε οι δύο μας μες΄ τον κόσμο δυο σταγόνες/και συ μια θάλασσα ζητάς για να χαθείς/ αναβλύζουν και δημιουργούν ένα χώρο  μνημονικό, φαντασιωτικό, φευγαλέο αλλά σημαντικό στη λειτουργία του,  αφού υπ-αινίσσεται το ψυχικό κλυδωνισμό και διχασμό των βασικών χαρακτήρων.
          Σε καλειδοσκοπικό σκηνικό κινεί η Β. Σ τους χαρακτήρες της, που συν-είρονται από ιδέες και πράξεις, συνεπής στην παράδοση που ανήκει, αποτελεί μέρος του καλλιτεχνικού συνόλου το οποίο επιτυχώς υπηρετεί 



 Αποτίμηση
          Η παθογένεια της αστυνομίας, του δικαστικού και «σωφρονιστικού» συστήματος  όπως και της μικρής στενόμυαλης κοινωνίας που ο,τι δεν αντιλαμβάνεται το απαξιώνει και επιδίδεται σε ένα ανθρωποκυνηγητό μια και το ποσό της επικήρυξης δεν ήταν καθόλου ευκαταφρόνητο που βίωνε όπως και άλλοι τόποι, τον σύγχρονο κοινωνικό και οικονομικό μεσαίωνα που είχαν επιβάλλει δόλια οι υποταχτικοί και λακέδες των διεθνών τοκογλύφων, δικηγόροι όπως ο Ρουμπάνης πουλημένοι στους πολιτικάντηδες, που υπακούουν στις άνωθεν εντολές, σε αντίθεση με  κάποιους άλλους όπως ο Λουκής που παλεύουν για το δίκιο,  είναι στο στόχαστρο και στο πεδίο βολής της συγγραφέα
           Οι ψυχικοί βασανισμοί-δικοί τους και των άλλων- και η αμείλικτη συμπεριφορά του υπόκοσμου, διαπερνά τη μυθοπλασία της Β. Σ.  και τη «στοιχειώνει».  Το Ξύλινο Βήμα της Αυγής είναι ένα μυθιστόρημα που επιτυγχάνει να γειώσει όλα αυτά τα στοιχεία σε μια σύνθεση που ακόμη  κι αν δεν μπορεί να χαρακτηριστεί με τη στενή έννοια ρεαλιστική, βρίσκεται σε διαρκή διάλογο με ό,τι είθισται να αποκαλείται πραγματικότητα.
          Οι χαρακτήρες της Β. Σ.  κινούμενοι σε μια «διακειμενική ζώνη», η οποία συγκροτείται από δάνεια χαρακτήρων, αλλά και θεμάτων και μοτίβων, λειτουργούν ως πυρήνες μυθοπλασίας, υπηρετώντας το ευρύτερο «σχέδιό» της. Πρωταγωνιστής, «ανταγωνιστής» και «καταλύτης» δραστηριοποιούμενοι ως  στοιχειακές δυνάμεις στην εμφανή πλοκή αλλά και στον ιστό της,  είναι χαρακτήρες πλασμένοι από τους δαίμονες και τους αγγέλους που εγκατοικούν μέσα μας  και σαν τέτοιοι χρεώνονται στη συνείδηση όλων μας. 

Εν κατακλείδι
 
Ενοποιητικό στοιχείο αυτού του πολύμορφου και κατακερματισμένου εγώ, η λογοτεχνία με μορφή παραθεμάτων από τον Βρεττάκο μέχρι τον Νερούντα ή αναφορών δημιουργεί έναν ιστό ταυτότητας  και αλληλεγγύης μεταξύ των μυθιστορηματικών προσώπων. Το βιβλίο είναι διάτρητο από τις συνειδήσεις των άλλων, ζει τις ζωές των άλλων, πεθαίνει τους θανάτους των άλλων… Στο Ξύλινο Βήμα της Αυγής, ο ανθρώπινος στόχος δέχεται σφαίρες, αλλά είναι αμφίβολο  αν πεθαίνει
          Η Βάνα Σμπαρούνη αντλεί τη θεματολογία της από όλες τις μορφές της κλασικής λογοτεχνίας αλλά και «λαϊκής» μυθολογίας, χωρίς ταμπού: Ντοστογιέφσκι, κόμικς, εξώφυλλα περιοδικών, διαφημιστικές αφίσες, αστυνομικό μυθιστόρημα…
          Στους παραδοσιακούς τύπους μυθοπλασίας επ-αν-έρχεται η Β.Σ που είναι φαινομενικά μόνο εξαντλημένοι υιοθετώντας τους  με σκοπό ε ι ρ ω ν ι κ ό.  Σε αυτή την περίπτωση η συγγραφέας χρησιμοποιεί τις αναμονές που δημιουργούνται στον αναγνώστη επιδιώκοντας να φωτίσει αυτό που ενδιαφέρει κάθε μυθιστοριογράφο: την κατά-νόηση της εποχής του.  Λανθάνει η εξέταση των βασικών χαρακτήρων και της συνάφειάς τους με εμάς και των αντιστοιχιών  που υπάρχουν ανάμεσα σε εμάς και σε αυτούς.